Παύλος Νιρβάνας
Τό αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κς'
Από τη βραδιά εκείνη, μια βαθιά μεταβολή έγινε στην ψυχή της Μαρίας. Τα δυο πικρά λόγια που είχε πει στον Άλκη, μέσα στους λυγμούς της, γυρίζοντας από τους Σταλίδηδες, ήτανε το τελευταίο της παράπονο.Δεν ξαναμίλησε πια, ούτε για το επεισόδιο των μασκαράδων, ούτε για τίποτε σχετικό. Και ούτε φανέρωσε κανένα αίσθημα ζήλειας για τη δεσποινίδα Δάφνη, όπως περίμενε ο Άλκης. Η αντίδραση της ψυχής της στον διπλόν αυτό κλονισμό ήτανε μια περίεργη απάθεια για όλα τα πράματα και μία επίμονη σιωπή, τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Δε μιλούσε, παρά στις αναγκαστικές μόνο στιγμές της καθημερινής ζωής και όταν είχε ν’ απαντήσει σε καμιά τυπική ερώτηση του Άλκη.Είχε χάσει κάθε φροντίδα και για τα βιβλία ακόμη και για τα ωραία πράματα που συνήθιζε να της διηγιέται ο Άλκης, κάνοντάς την άλλοτε να κρέμεται από τα χείλη του. Καθισμένη κοντά στο παράθυρο, ώρες ολόκληρες, πότε έσκυβε απάνω σ’ ένα εργόχειρο, πότε πλανούσε τα μάτια της εκστατικά στο πανόραμα των πράσινων κάμπων, με τ’ ανάρια κυπαρίσσια, που υψώνανε τη θλιβερή προσευχή τους στον καταγάλανο ουρανό.
Και οι μικρές φροντίδες του σπιτικού, που την ξετρέλλαιναν άλλοτε — ολόχαρη μικρή νοικοκυρούλα — δεν την τραβούσαν πια. Τα είχε αφήσει όλα στα χέρια των υπηρετριών.
Ο Άλκης, που τον ανησυχούσε η κατάσταση αυτή, προσπάθησε πολλές φορές να δώσει ένα σωτήριο κλονισμό στα νεύρα της, ξαναθυμίζοντας της το δυσάρεστο εκείνο επεισόδιο του σαλονιού των Σταλίδηδων, και να της ερεθίσει την πληγή της γυναικείας ζήλειας, που τη φανταζότανε επουλωμένη. Νόμιζε, μ’ έναν ιατρικό συλλογισμό που είχε κάνει, ότι κάποιος τεχνητός παροξυσμός σε μια νοσηρή κατάσταση, που είχε χρονίσει, θα μπορούσε να τη θεραπεύσει.
— Η Μαρία — εξήγησε μια μέρα στη Μίνα, που ήτανε κι εκείνη πολύ ανήσυχη για την κατάστασή της — βρίσκεται σε κατάσταση μιας φοβερής depression, ύστερ’ από ένα ισχυρό σοκ. Έχω την ιδέα, πως ανανεώνοντας τον αρχικό ερεθισμό που γέννησε την κατάσταση της αυτή, θα μπορούσε κανείς να δώσει μια φυσική διέξοδο στο ψυχικό δηλητήριο, τη διέξοδο που ήτανε φυσικό να πάρει εξ αρχής και δεν την πήρε. Ένας θυμός, ένα κλάμα, ένα παράπονο θα ήτανε σωτήριο ψυχικό παροχετευτικό, όπως φαντάζομαι.
Πολλές φορές προσπαθούσε να εφαρμόσει τη μέθοδό του.
— Ξέρεις, Μαρία; της είπε μια μέρα. Έμαθα, επιτέλους, ποιοι ήσαν αυτοί οι κακοαναθρεμμένοι, που μας έκαμαν εκείνη την ανέλπιστη προστυχιά στο σπίτι των Σταλίδηδων.
Η Μαρία δεν έδειξε καμιά περιέργεια να μάθει τίποτε σχετικό.
— Ήσαν λοιπόν — εξακολούθησε — ένας γελοίος ρεπόρτερ ο Χρυσάνθεμος, και δυο αμφίβολες δεσποινίδες, φιλενάδες του. Ορισμένως ο Χρυσάνθεμος ήτανε βαλμένος από την περίφημη θεία μου. Να ήξερες πως μετανοώ τώρα, που σεβάσθηκα το σπίτι των Σταλίδηδων και δεν του άνοιξα το κεφάλι με καμιά καρέκλα. Δε φανταζόμουνα όμως, πως τα λόγια ενός παλιανθρώπου θα μπορούσανε να σου κάνουνε τόση εντύπωση.
Η Μαρία ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα, χωρίς ν’ απαντήσει.
Ο Άλκης δοκίμασε τότε να ξύσει και άλλη πληγή της Μαρίας, που είχε πάντα την υποψία πως δούλευε μυστικά.
— Δε σου είπα, αλήθεια — της είπε σα να είχε θυμηθεί άξαφνα κάτι τι — ότι σήμερα το πρωί απάντησα τη δεσποινίδα Δάφνη στην οδόν Έρμου. Τη συνόδεψα λιγάκι στα μαγαζιά και μου ’λεγε, πως θα ’ρθει καμιά μέρα να μας ιδεί. Ήτανε στις ομορφιές της πάλι σήμερα!
Η Μαρία τον είχε ακούσει με την ίδια πάλι αδιαφορία.
Όταν διηγήθηκε το πείραμά του στη Μίνα, που είχε πάει επίτηδες να τη βρει και να της πει, πόσο λυπημένος ήτανε για την αποτυχία της θεραπείας του, η Μίνα του είπε.
— Καλέ μου φίλε, η γιατρική σας δεν αξίζει μια πεντάρα! Μεταχειρίζεσθε όλα τα φάρμακα και δε μεταχειρισθήκατε ακόμα το ηρωικώτερο: την αγάπη. Η αγάπη μονάχα γιατρεύει τους πόνους των ψυχών. Δεν το γράφουν λοιπόν αυτό τα βιβλία σας:
— Βεβαιωθείτε — προσπάθησε να της δικαιολογηθεί ο Άλκης — ότι το δοκίμασα και το φάρμακο αυτό. Το δοκίμασα από τα πρώτα. Δυστυχώς και η αγάπη μου βρίσκει την ίδια υποδοχή, που βρίσκουν και τα άλλα μου φάρμακα. Δε φαντάζεσθε, δεσποινίς Μίνα, τι ψυχρή που έγινε τώρα τελευταία μαζί μου η Μαρία. Η θερμή αυτή πρωτόγονη φύση του βουνού, που είχε κάτι τι από τις ωραίες ορμές των αγριμιών, έγινε ένα κομμάτι πάγος, που όλη η φλόγα της αγάπης μου δεν είναι άξια να τον λιώσει. Δε μπορώ να σας πω μερικές λεπτομέρειες, που θα σας έπειθαν...
— Αφήστε τις λεπτομέρειες! του είχε πει η Μίνα. Οι λεπτομέρειες που υπονοείτε δεν έχουν καμιά σημασία, τουλάχιστον τη σημασία που συνηθίζετε να τους δίνετε εσείς οι άνδρες. Θέλω όμως να σας ρωτήσω: Είσθε βέβαιος ότι προσφέρατε την αγάπη σας στην αρρώστια της δυστυχισμένης αυτής μικρούλας και η αγάπη σας δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα;
Ο Άλκης ταράχτηκε.
— Αμφιβάλλετε λοιπόν για την ειλικρίνειά μου, δεσποινίς Μίνα;
— Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σας. Αμφιβάλλω για το πράμα που προσφέρατε στη Μαρία, σαν αγάπη. Εσείς βέβαια σαν αγάπη το προσφέρατε. Μάθετε όμως, καλέ μου φίλε, ότι οι γυναίκες γνωρίζουν πολύ καλά την αγάπη, ώστε να μαντεύουν και την παραμικρότερη αλλαγή στην ποιότητά της.
— Φαντάζεσθε λοιπόν, πως δεν αγαπώ πια τη Μαρία;
— Την αγαπάτε! Δεν την αγαπάτε όμως με τον τρόπο που την αγαπούσατε πριν. Είμαι βέβαιη, ότι αρχίζετε να μην τη βρίσκετε τόσο ιντερεσσάντ, όπως τις Αθηναίες που ξαναβλέπετε, ύστερ’ από ένα μακρινό χωρισμό, ίσως — ποιος ξέρει — να τη βρίσκετε τώρα και κι εσείς χωριάτισσα, όπως ο πρόστυχος μασκαράς της βραδιάς εκείνης.
Ο Άλκης προσπάθησε ν’ απολογηθεί.
— Όχι, φίλε μου! του είπε ζωηρά η Μίνα. Σας βεβαιώνω ότι η διάγνωση η δική μου είναι πιο σωστή από τη δική σας.
— Φαντάζεσθε λοιπόν — ρώτησε δειλά ο Άλκης — ότι η Μαρία πρόσεξε κάποια μεταβολή στην αγάπη μου;
— Είμαι βέβαιη! Μια γυναίκα των Αθηνών, απασχολημένη από τόσες άλλες αισθηματικές περιπλοκές, δε θα πρόσεχε ίσως τίποτε. Και το συζυγικό σας θερμόμετρο θα κατέβαινε σιγά σιγά από το βαθμό που βράζει το νερό ως το βαθμό που παγώνει, χωρίς να το πάρετε είδηση ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Η Μαρία όμως σας αγαπάει πολύ, ώστε να μην προσέξει και τη διαφορά λίγων γραμμών ακόμα στην αισθηματική σας στήλη. Αν την είχατε αγαπήσει όπως μια στιγμή πριν γίνει δική σας, η Μαρία θα ήταν όπως πρώτα. Αλλά δεν μπορείτε.
Ο Άλκης έσκυψε κάτω, χωρίς ν’ απαντήσει.
— Θυμόσαστε τι σας είπα μια ημέρα — του είπε ύστερ’ από μια μικρή, θλιβερή σιωπή η Μίνα — λίγες ημέρες πριν φύγω από το δάσος; Προσέχετε μην κάμετε στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό από το κακό που φοβάσθε να κάμετε στον εαυτό σας. Το θυμόσαστε αυτό;
— Δεν είχα μπορέσει τότε να καταλάβω το νόημα του χρησμού σας! είπε θλιβερά ο Άλκης.
Ο Άλκης, βαθιά επηρεασμένος από τα λόγια της Μίνας και την υπόμνηση των παλιών προφητικών της λόγων, που ένοιωθε τώρα όλη την τραγική τους σημασία, παρακάλεσε την καλή του φιλενάδα να μη στερήσει την πολύτιμη συντροφιά της από τη Μαρία.
— Καταλαβαίνω πως είναι πολύ αυτό που σας ζητώ! της είπε. Κάνατε όμως τόσα για μένα και τη Μαρία. Μην αφήσετε από κοντά σας το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα τη στιγμή που έχει περισσότερο ανάγκη από την καλοσύνη σας. Της κάνετε τόσο καλό και μόνο με την παρουσία σας...
Η Μίνα είχε υποσχεθεί, πως θα κάνει ό,τι μπορεί για τη μικρή της φιλενάδα. Και κράτησε την υπόσχεση της. Τις περισσότερες ώρες της τις περνούσε στο σπίτι του Άλκη, και όταν δεν μπορούσε να βγει, έστελνε το αμάξι της κι έπαιρνε τη Μαρία στο σπίτι της. Αυτό γινότανε σπανιότερα, γιατί εκείνη εύρισκε τις περισσότερες φορές κάποια πρόφαση για ν’ αρνηθεί την πρόσκληση της Μίνας.
Είχε πάθει ένα φόβο του κόσμου, μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε σαν «παραλήρημα καταδιώξεως». Μονάχα όταν βρισκότανε με τη Μίνα και τον άνδρα της — ο Κώστας, ο μόνος τους φίλος, ερχότανε σπανιότερα τώρα, γιατί είχε λάβει μια θέση σε κάποιο υπουργείο — έπαιρνε κάποιο θάρρος. Τα λόγια της όμως ήταν μετρημένα, είχε χάσει εντελώς την ευθυμία της και συχνά έπεφτε σε μια εκστατική κατάσταση, σα να έχανε την αίστηση του πραγματικού κόσμου, που είχε γύρω της.
— Νομίζω — είπε μια ημέρα ο Άλκης στη Μίνα — ότι όλη αυτή η κατάσταση της Μαρίας είναι μια νοσταλγία, που μας την κρύβει. Ένα ταξιδάκι ως το χωριό, είμαι βέβαιος πως θα τη θεράπευ’ εντελώς. Και νομίζω ότι, χωρίς να περιμένουμε το καλοκαίρι, με τις πρώτες ανοιξιάτικες ημέρες πρέπει ν’ αποφα-σίσουμε το ταξίδι μας.
— Αυτή είναι κι η δική μου ιδέα... είπε η Μίνα, Ένα πράμα όμως μου κάνει εντύπωση. Πολλές φορές, για να τη δοκιμάσω, της μίλησα για το χωριό, για τους γονείς της, για ένα ταξιδάκι ως το όμορφο νησί που γεννήθηκε. Περίμενα να τη δω να λαχταρίσει από την ιδέα αυτή. Τα λόγια μου όμως δεν της έκαναν καμιά εντύπωση. Τα δέχθηκε με την ίδια αδιαφορία, που δέχεται το καθετί τώρα τελευταία.
— Αυτό μη σας κάνει εντύπωση! της εξήγησε ο Άλκης. Και σε μένα δεν έδειξε ποτέ καμιά επιθυμία να γυρίσει στο χωριό της. Αυτό όμως ίσια ίσια με πείθει ότι πρόκειται περί νοσταλγίας. Είναι παρατηρημένο από ένα ναυτικό υγιεινολόγο, ότι οι αληθινοί νοσταλγικοί, αντίθετα μ εκείνους που προσποι-ούνται, συνηθίζουν πάντα να κρύβουν τη νοσταλγία τους. Έπειτα είναι κι ένα άλλο. Η Μαρία ξέρει πως εργάζομαι τώρα στις βιβλιοθήκες και στα εργαστήρια. Και δε θέλει εξ αιτίας της ν’ αφήσω στη μέση τη δουλειά μου. Έχει σε κάτι πράματα μιαν αυταπάρνηση καταπληκτική.
Η Μίνα ζήτησε να μάθει, αν η Μαρία γράφει τακτικά στους γονείς της.
— Πολύ τακτικά! τη βεβαίωσε ο Άλκης. Εννοείται πως τα γράμματα της είναι πολύ σύντομα. Πάντα όμως είναι για να πει στους γονείς της, πόσο ευτυχισμένη είναι κοντά μου και πόσο καλά περνάει στην Αθήνα.
Η Μίνα σκούπισε δυο δάκρυα στα μάτια της, χωρίς να πει λέξη.
— Είναι το μόνο πράμα που μας μένει να κάνουμε! είπε σε λίγο. Και όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα!
Η ιδέα του ταξιδιού, που σ’ αυτό είχε στηριχθεί πια η θεραπεία της Μαρίας, είχε αναπαύσει το πνεύμα του Άλκη. Ήτανε μια λύση, επιτέλους, μέσα στην αβεβαιότητα και τις ανησυχίες, που τον τυραννούσαν. Και για να την κάνει ακόμη αναπαυτικότερη γι’ αυτόν, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, και τον είχε πείσει ότι το ταξίδι αυτό θα ήτανε, χωρίς άλλο, το ριζικό φάρμακο της Μαρίας.
Έτσι, με την ιδέα πως η κατάσταση της Μαρίας δεν άξιζε να τον ανησυχήσει και υπερβολικά, αφού κρατούσε στα χέρια του το αλάνθαστο, κατά τη γνώμη του, μέσο της θεραπείας, είχε αφοσιωθεί με περισσότερη άνεση στην εργασία του. Έλειπε ολόκληρες ώρες από το σπίτι του, τριγυρίζοντας στις βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια, και κάποτε ξεχνιότανε με φίλους και συναδέλφους στα κέντρα, όσες φορές μάλιστα τύχαινε να βρίσκονται στη συντροφιά και κομψές Αθηναίες. Και, γυρίζοντας αργά στο σπίτι του, ύστερ’ από λίγα λόγια που άλλαζε με τη γυναίκα του, κλεινότανε πάλι στο γραφείο του, για να εξακολουθήσει την εργασία του.
Κάποτε, που ένοιωθε περαστικές τύψεις για την παραμέληση αυτή, που έκανε σε μια γυναίκα που την άρπαξε από την αγκαλιά των γονέων της και τον παράδεισο της, για να της χαρίσει μια μεγαλύτερη ευτυχία, την πλησίαζε για να της πει δυο γλυκά, υποχρεωτικά λόγια, που τελείωναν πάντα με την ίδια ερώτηση:
— Θέλεις, Μαρία, να μείνω μαζί σου να σου κάνω συντροφιά; Σε λυπάμαι που σ’ αφήνω μοναχή...
— Όχι, Άλκη! του απαντούσε στερεότυπα εκείνη. Εγώ είμαι πολύ καλά. Γιατί να μείνεις να χάνεις τη δουλειά σου; Αν μείνεις, θα με στενοχωρέσεις περισσότερο!
Κι έπαιρνε πάντα ένα κέντημα ή ένα βιβλίο, τάχα πως ήθελε να κεντήσει ή να διαβάσει, για να τα πετάξει αμέσως σε λίγο από τα χέρια της και να καθίσει στο παράθυρο ώρες ολόκληρες, βυθισμένη στο θέαμα των κάμπων και των βουνών ή ακολουθώντας, τη νύχτα, το μυστικό δρόμο των άστρων στον ουρανό. Εκείνος έπαιρνε με χαρά, που δεν μπορούσε να την κρύψει, την άδεια κι έφευγε πότε για να τρέξει στην πόλη, πότε για να κλεισθεί στο γραφείο του, με τα βιβλία του και τα χειρόγραφά του.
Οι υπηρέτριες, που είχαν ιδεί πολλές φορές την καλή μικρή τους κυρία να κλαίει μυστικά, τον κοίταζαν με μίσος, όπως κοιτάζει κανείς έναν κακόν άνθρωπο, που τυραννεί έναν αθώο. Και περνούσανε σιμά του αναστενάζοντας ή κουνώντας το κεφάλι. Και ο κ. Κράλης, κάθε βράδυ, είχε απάνω στη σοφίτα μια πολύ δυσάρεστη κριτική από το προσωπικό του σπιτιού του.
— Είναι αμαρτία αυτό που κάνει αυτός ο άνθρωπος με τη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα. Τι ψυχή θα παραδώσει στο Θεό;
— Έπρεπε να ’χει καμιά Αθηναία αποδώ, να καταλάβει! Τι να του κάνεις όμως; Βρήκε αυτό το αθώο πλάσμα και το τυραννεί...
Και τα κακά επιγράμματα έπεφταν το ένα επάνω στο άλλο.
Τα καλά, πονετικά κορίτσια έκαναν όλα τα δυνατά τους να ευχαριστήσουν τη μικρή τους κυρία. Συχνά με τη μια πρόφαση ή την άλλη, χωρίς να δείχνουν πως παίρνουν θάρρος μαζί της, πήγαιναν κοντά της, όταν τη βλέπανε μοναχή της, και της κρατούσαν συντροφιά, προσπαθώντας με αστεία και ανοησίες να τη διασκεδάσουν. Κι εκείνη που καταλάβαινε από μέσα της τη συμπαθητική τους διάθεση, ένοιωθε μια βαθιά ευγνωμοσύνη για τα φτωχά αυτά κορίτσια του λαού και δεν ήξερε τι να βρει να τους χαρίσει, για να δείξει την υποχρέωσή της.
Μια μέρα η Μαγδαληνή, η καμαριέρα της, μπαίνοντας στο δωμάτιο της, την είδε να κλαίει σκυμμένη στο παράθυρο. Πήρε το θάρρος και πήγε σιγά σιγά κοντά της.
— Γιατί κλαίτε, καλή μου κυρία; Έχετε τίποτε;
Η Μαρία τινάχτηκε σαν παιδάκι, που το πιάνουν απάνω σε μια αταξία. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και είπε.
— Μαγδαληνή μου, σε ορκίζω σε ό,τι αγαπάς! Να μη μάθει τίποτε ο κύριος!
Το φτωχό κορίτσι, που είχε υπηρετήσει σε πολλά σπίτια και που πρώτη φορά μια κυρία την παρακαλούσε να κρατήσει τέτοιο μυστικό από τον άνδρα της — τα μυστικά που είχε φυλάξει η Μαγδαληνή ως τώρα ήτανε πολύ διαφορετικά — ένοιωσε μέσα της μια παράξενη και βαθιά λύπη για την αθώα δυστυχισμένη, μικρή της κυρία.
— Έννοια σας, κυρία μου! είπε. Δε θα πω τίποτε σε κανέναν.
Και όσο η Μαρία προσπαθούσε να κρύψει τον πόνο της χαμογελώντας, η πονετική υπηρέτρια προσπαθούσε να κρατήσει τα δικά της δάκρυα, που την έπνιγαν.
Μια μέρα η Μίνα, με την πρόφαση κάποιας κακοδιαθεσίας, μήνυσε στον Άλκη πως τον παρακαλεί, άμα ευκαιρήσει, να περάσει από το σπίτι της να την επισκεφθεί. Ο Άλκης έτρεξε αμέσως. Η Μίνα τον περίμενε ανυπόμονη. Μόλις έφθασε ο Άλκης, τον πήρε ιδιαιτέρως σ’ ένα μικρό σαλονάκι και τον παρα-κάλεσε να καθίσει σιμά της.
— Δε σας ζήτησα για γιατρό... του είπε. Έχομε να μιλήσομε για κάποιο σπουδαίο ζήτημα και ήθελα να σας δω μοναχό σας. Καθίστε εδώ κοντά μου.
Ήτανε πολύ ταραγμένη και η φωνή της έδειχνε κάποια συγκίνηση.
— Τι τρέχει, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε ανήσυχος ο Άλκης.
— Την ερώτηση που μου κάνετε — του είπε αυστηρά η Μίνα — έπρεπε να σας την κάνω εγώ. Με ρωτάτε, τι τρέχει. Αλλά, δεν το βλέπετε μοναχός σας; Σας φαίνεται λοιπόν φυσική η κατάσταση της Μαρίας, όπως πηγαίνει; Και νομίζετε πως μπορεί να εξακολουθήσει;
Ο Άλκης αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ απολογηθεί.
— Τι θέλετε να κάνω, δεσποινίς Μίνα; Κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά δυστυχώς, όπως είπαμε, φαίνεται πως δεν μας μένει άλλο μέσο από το ταξίδι, θα είναι η μόνη σωτηρία. Τι άλλο θέλετε να κάνω;
— Ακούστε να σας πω! του είπ’ εκείνη με τον ίδιον αυστηρό τόνο, έναν τόνο ασυνήθιστο στην ευγενική νέα, που είχε κάνει εντύπωση σήμερα στον Άλκη. Με συγχωρείτε που σας μιλώ έτσι. Σας μιλώ όμως με το αδελφικό ενδιαφέρον, που έχω για σας και για το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα, που κρατεί όλες τις σκέψεις μου από χθες που την είδα. Το ταξίδι! Μου ξαναλέτε αιωνίως αυτό το ταξίδι. Νομίζετε όμως πως μπορείτε να αναπαύεσθε αποκλειστικά σ’ αυτό το ταξίδι, για να βρίσκετε την ησυχία σας;
— Με παρεξηγείτε, δεσποινίς Μίνα... μουρμούρισε ταραγμένος ο Άλκης. Λυπούμαι να βλέπω πως έχετε για μένα μια ιδέα που δεν την αξίζω, βεβαιωθείτε. Με φαντάζεσθε λοιπόν εγωιστή σ’ έναν τέτοιο βαθμό;
Η Μίνα προσπάθησε να γλυκάνει την εντύπωση που είχαν κάνει τα λόγια της.
— Δε θέλω να πω αυτό! είπε. Εννοώ πως είστε ένας άνδρας, πως έχετε τις εργασίες σας, πως σας απασχολούν τόσα πράματα. Η επιστήμη σας απορροφά. Χωρίς να το καταλαβαίνετε ίσως, ζητείτε, με μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία για την κατάσταση της Μαρίας, να δώσετε θάρρος στον εαυτό σας και να εξασφαλίσετε τη γαλήνη και την ησυχία που σας χρειάζεται. Γίνεσθε εγωιστής χωρίς να το θέλετε. Αλλά νομίζω πως αξίζει να ταραχθείτε λιγάκι, πως είναι καιρός ν’ ανησυχήσετε. Η Μαρία δεν είναι καλά. Βεβαιωθείτε, κύριε Άλκη, ότι δεν είναι καθόλου καλά...
Ο Άλκης, που η ράθυμη και ηδονιστική ιδιοσυγκρασία του είχε στιγμές ενός αθώου καλού παιδιού, ένοιωσε μέσα του μιαν ασυνήθιστη συγκίνηση από τα λόγια της Μίνας και ο πονετικός τόνος της φωνής της του είχε αγγίξει τις βαθύτερες χορδές του ανθρώπινου οίκτου. Είχε σταματήσει τώρα κι αυτός απάνω σε κάποια θλιβερή εικόνα, που, από εγωισμό ή ψυχική οκνηρία, προσπαθούσε πάντα να διώξει από τη φαντασία του. Αισθανότανε την απόφαση να σκεφθεί και ν’ ανησυχήσει. Και, με την απόφαση αυτή, η αγάπη του για το δυστυχισμένο πλάσμα, που με τόσο πάθος είχε αγαπήσει, άρχισε να ζωντανεύει μέσα του.
— Πέστε μου, δεσποινίς Μίνα — είπε με αληθινή συγκίνηση, που δεν είχε διαφύγει την προσοχή της Μίνας — ξέρετε ίσως τίποτε; Συμβαίνει τίποτε, που δεν το φαντάζομαι; Θεέ μου! Πέστε μου, δεσποινίς Μίνα!
— Δεν υπάρχει λόγος να ταραχθείτε τόσο πολύ... του είπε με συμπάθεια η Μίνα. Δεν συμβαίνει τίποτε τρομερό. Αλλ’ αυτό που συμβαίνει πρέπει να το μάθετε. Γιατί δε θα φαντάζεσθε, υποθέτω, πως η Μαρία στην απουσία σας κλαίει κρυφά όλη την ημέρα στην κάμαρά της.
— Κλαίει;
— Μάλιστα.
— Την είδατ’ εσείς;
— Όχι! Δε θα έκλαιγε ποτέ μπροστά μου, όπως και μπροστά σας.
— Ποιος σας το είπε;
— Θα μου δώσετε το λόγο σας, πως δε θα βγει λέξη από το στόμα σας. Θα ήτανε ολέθριο για τη Μαρία και θα ήτανε από μέρος μου μια παράβαση του λόγου μου, που έδωκα στο πρόσωπο που μου το είπε.
— Έχετε το λόγο μου. Ποιος σας το είπε;
— Η Μαγδαληνή, η υπηρέτρια σας.
— Την είδε η ίδια;
— Την είδε εντελώς τυχαία. Και η Μαρία την εξόρκισε να μην πει τίποτε σε κανέναν. Προ πάντων να μην το μάθετ’ εσείς!
— Είναι δυνατό;
— Δεν υπήρχε κανένας λόγος να με γελάσει το καλό αυτό κορίτσι.
Έμειναν για κάμποση ώρα σιωπηλοί και οι δυο.
— Τι υποθέτετε, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε σε λίγο ανήσυχος ο Άλκης.
— Τι θέλετε να υποθέσω;
— Τέτοιος βαθμός λοιπόν νοσταλγίας;
Η Μίνα έκαμ’ ένα κίνημα δυσφορίας.
— Νοσταλγία! Αρπάζεσθε πάλι από το ίδιο σανίδι της σωτηρίας. Επιμένετε στη νοσταλγία. Καταντά αστείο. Αφήστε τη σκέψη σας να πάει λίγο μακρύτερα.
— Υποθέτετε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα, ότι συμβαίνει τίποτε άλλο;
Η Μίνα χαμογέλασε πικρά.
— Γιατί επιμένετε, κύριε Άλκη, να γελάτε τον εαυτό σας; Νοσταλγία! Μακάρι να ήτανε! Ένα ταξιδάκι, το περίφημο ταξιδάκι σας, θα τα έλυε όλα.
— Αλλά τι μπορεί να είναι τότε;
— Το ξερίζωμα, φίλε μου! Τι είναι, θα μου πείτε, ένα ξερίζωμα; Και εγώ δε θα μπορούσα να σας πω τι είναι. Και όμως, το αισθάνομαι πως είναι αυτό. Βλέπω το λουλούδι, που ξεριζώθηκε από τη γη που γεννήθηκε, και μαραίνεται σιγά σιγά ξαναφυτεμένο σ’ ένα ξένο χώμα. Ποια είναι η αιτία του σιγαλού, του θλιβερού του θανάτου; Είναι το νέο χώμα που δέχτηκε τις ρίζες του; Είναι το νέο νερό που το ποτίζει; Είναι ο νέος ήλιος, που το φωτίζει; Είναι τα νέα πουλιά που κελαηδούν γύρω του; Είναι τα νέα άστρα που παραστέκουν στον ύπνο του: Τι είναι; Κανένας δεν ξέρει! Είναι το ξερίζωμα... Γιατί να το ξεριζώσετε, κύριε Άλκη, το ωραίο αυτό λουλούδι του βουνού, γιατί να το ξεριζώσετε;
Ο Άλκης βυθίστηκε σε σκοτεινούς στοχασμούς. Είχε γίνει χλωμός και ανάσαινε βαριά και δύσκολα.
— Γιατί με απελπίζετε, δεσποινίς Μίνα;
— Δε σας απελπίζω. Ζητώ τη βοήθειά σας για τη σωτηρία της δυστυχισμένης αυτής μικρούλας.
— Τι νομίζετε πως μπορεί να γίνει; θα ήμουνα έτοιμος να θυσιασθώ.
— Ας δοκιμάσουμε το ταξίδι. Ίσως θα ήτανε ένας τρόπος... Πότε μπορείτε να το κάνετε;
— Με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες. Το γρηγορότερο!
— Σε κάθε περίσταση, δεν πρέπει ν’ αργήσετε. Η φυσική υγεία της Μαρίας είναι ένας λόγος παραπάνω να σας βιάσει. Την τελευταία φορά που την είδα η αλλαγή της μου έκαν’ εντύπωση. Τη βρήκα πολύ κουρασμένη.
— Είναι η αλήθεια. Το παρατηρήσατε λοιπόν κι εσείς, δεσποινίς Μίνα;
— Είναι τόσο φανερή και τόσο απότομη η αλλαγή της. Πού τα δροσερά της χρώματα; Τη βρήκα πολύ χλωμή και πολύ αδυνατισμένη. Τι λέτε σεις που είσθε γιατρός;
— Δε φαίνεται τουλάχιστον, ευτυχώς, τίποτε οργανικό... Ας ελπίσουμε ότι η αλλαγή θα τα διορθώσει όλα.
Ο Άλκης σηκώθηκε, ανυπόμονος να γυρίσει κοντά στη γυναίκα του. Ευχαρίστησε τη Μίνα, με αληθινή συγκίνηση και της υποσχέθηκε, ότι η μόνη του φροντίδα, από τη στιγμή αυτή, θα είναι η Μαρία. Τίποτε άλλο, τίποτε άλλο.
— Ακούστε, κύριε Άλκη! του είπε σφίγγοντας του το χέρι η Μίνα. Προπάντων, προσέχετε να μη δείξετε καμιά απότομη μεταβολή των τρόπων σας απέναντι στη Μαρία. Αν πηγαίνατε, με την εντύπωση αυτών που είπαμε, να πέσετε στην αγκαλιά της, να της δείξετε άξαφνα μιαν αγάπη και ένα ενδιαφέρον, που δεν το ’βλεπε τώρα τελευταία σε σας θα ήταν επικίνδυνο. Θα της έδινε υποψίες. Εξακολουθήστε να της φέρνεσθε, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό. Και αφήστε την να μαντέψει μονή της τη μεταβολή, που φαντάζομαι και ελπίζω πως έγινε μέσα σας. Και να είσθε βέβαιος πως θα τη μαντέψει. Και να είσθε βέβαιος ότι θα έχει το αποτέλεσμά της, αν είναι ακόμα καιρός. Για όλα τα άλλα, μπορείτε να στηριχθείτε απάνω μου.
Του έσφιξε θερμά το χέρι και ο Άλκης έφυγε, με την ψυχή του γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλή του φιλενάδα, γεμάτη οίκτο για το φτωχό, αγαπημένο του πλάσμα, γεμάτη τύψεις για τον εαυτό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'
Οι κήποι των Πατησίων μοσχοβολούσαν, το ανοιξιάτικο εκείνο πρωί, από το άνθισμα των νέων ρόδων. Ο Άλκης. μονάχος στη βεράντα του μικρού εξοχικού του σπιτιού, ήτανε ξένος στη μεγάλη απριλιάτικη γιορτή, που οργίαζε γύρω του σε ουρανό, γη και αέρα. Συχνά γύριζε ανήσυχος προς τη θύρα που έφερνε στο σπίτι, σαν να περίμενε κάτι. Ένα ιατρικό συμβούλιο είχε γίνει την ώρα εκείνη για τη Μαρία, που η κατάστασή της είχε απότομα χειροτερέψει. Οι γιατροί, φίλοι και συνάδελφοι του Άλκη, αφού εξετάσανε την άρρωστη, είχαν αποσυρθεί σ’ ένα δωμάτιο να σκεφθούν.
— Δεν υπάρχει λόγος να μας αφήστε μόνους... είχαν πει στο συνάδελφο τους. Είσθε γιατρός και μπορείτε να λάβετε μέρος στο συμβούλιο και να μας πείτε τη γνώμη σας. Έπειτα δεν υπάρχει λόγος να σας κρύψουμε και τίποτε...
Ο Άλκης όμως είχε προτιμήσει να τους αφήσει μόνους. Η συγκίνησή του τον έπνιγε και η ιδέα πως θα βρισκότανε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων, που θα συζητούσαν με τη μοιραία ψυχρότητα και την αδιαφορία της επιστήμης για το φτωχό, δυστυχισμένο πλάσμα, που η δυστυχία του πλάκωνε τη στιγμή αυτή σα μαύρο σύννεφο την ύπαρξή του, του έκανε κακό. Είχε το φόβο ακόμα, με όλες τις επιφυλάξεις που θα κρατούσαν βέβαια απέναντι του οι συνάδελφοί του, ότι θα μπορούσε να μάθει ή να μαντέψει κάτι απαίσιο, που έτρεμε και να το συλλογισθεί ακόμα. Προτιμούσε, σαν ένας απλός και ανίδεος συγγενής, να ακούσει τα τελευταία λόγια των ιατρών, προετοιμασμένα με κάποια ευσπλαχνία και με κάποια δόση παρηγοριάς και ελπίδας. Και περίμενε μοναχός του στη βεράντα, θλιβερός, αξιολύπητος, χωρίς να σκέπτεται τίποτε, χωρίς να θέλει να σκεφθεί τίποτε.
Ύστερ’ από λίγα λεπτά αγωνίας, η θύρα άνοιξε και παρουσιάσθηκαν οι γιατροί, με τη συνηθισμένη μάσκα της αισιοδοξίας και το στερεότυπο χαμόγελο της επαγγελματικής καλοσύνης. Ο Άλκης τους έβαλε να καθίσουν σιμά του, αφού φρόντισε να κλείσει πίσω τους τη θύρα.
— Λοιπόν; είπε με μια τραγική ανυπομονησία, που μάταια προσπαθούσε να την κρύψει. Λοιπόν;…
— Καλέ, μη ανησυχείτε τόσο πολύ, κύριε συνάδελφε! του είπε ο παθολόγος, που σα γεροντότερος και καθηγητής του Πανεπιστημίου είχε προεδρεύσει στο συμβούλιο. Η κατάσταση της κυρίας είναι σοβαρή, βέβαια, όχι όμως και απελπιστική. Εννοώ πολύ καλά, ότι είσθε γιατρός και ανησυχείτε υπερβολικά, όπως ανησυχούμε όλοι οι γιατροί, όταν πρόκειται για τους δικούς μας. Βεβαιωθείτε όμως, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος, που να δικαιολογεί την ανησυχία σας. Η κυρία είναι νέα, είναι ένας γερός οργανισμός και μας δίνει όλες τις ελπίδες πως θ’ αντισταθεί στο κακό και θα νικήσει.
Και ο γηραλέος καθηγητής χάιδεψε με συμπάθεια τις πλάτες του Άλκη, ενώ οι δυο άλλοι, ο νευρολόγος και ο μικροβιολόγος, που είχε κάμει την αιματολογική εξέταση της άρρωστης, επιβεβαίωναν με καθησυχαστικά νεύματα τα ενθαρρυντικά λόγια του παθολόγου.
Ο Άλκης, σα γιατρός, ζήτησε να μάθει, τι βρήκαν, επιτέλους, οι συνάδελφοί του στην αγαπημένη του άρρωστη. Ο καθηγητής του διηγήθηκε τότε, με επιστημονικές λεπτομέρειες, το πόρισμα τους από την κλινική και την εργαστηριακή εξέταση. Τίποτε οργανικό δεν είχαν βρει. Όλα τα συστήματα της άρρωστης ήσαν εντάξει. Εκείνο που εύρισκαν, και που είχε βεβαιώσει και η μικροσκοπική εξέταση του αίματος, ήτανε μια έντονη αναιμία, που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν την αιτιολογία της. Η μεγάλη εξάντληση της άρρωστης και όλα τα άλλα βαριά συμπτώματα που παρουσίαζε, η δύσπνοια, οι ζαλάδες, η ανορεξία, οι παλμοί, είχανε αφορμή τη μεγάλη αυτή αναιμία. Το μόνο που τους ανησυχούσε κάπως, ήτανε η απότομη εξέλιξη της αρρώστιας και η ραγδαία καταβολή των δυνάμεών της. Αλλά με μια κατάλληλη θεραπεία και δίαιτα, το κακό — είχαν την ελπίδα τουλάχιστον — θα υποχωρούσε.
Ο Άλκης είχε ακούσει την έκθεση της αρρώστιας με μια ανησυχία, που η καλοπροαίρετη αισιοδοξία των συναδέλφων του δεν είχε σταθεί ικανή να την καταπραΰνει. Προσπάθησε να σκεφθεί και μοναχός του, να βγάλει ένα δικό του συμπέρασμα, αλλά είχε χάσει τη γιατρική του. Του ήτανε αδύνατο να κάνει τον παραμικρότερο συλλογισμό.
— Τι νομίζετε πως πρέπει να γίνει; ρώτησε μ’ ένα ύφος αξιολύπητο.
— Θα γράψουμε ό,τι πρέπει... είπε ο καθηγητής. Προπάντων όμως απόλυτη ησυχία στο κρεβάτι. Η παραμικρότερη μετακίνηση θα ήτανε ολέθρια. Η βάση της θεραπείας θα είναι η ακινησία και ο καθαρός αέρας. Προπάντων η ακινησία!
— Ώστε νομίζετε ότι ένα ταξιδάκι θα ήταν επικίνδυνο... μουρμούρισε ο Άλκης.
Ο καθηγητής τινάχθηκε από τη θέση του.
— Για όνομα του Θεού! Ούτε από το ένα δωμάτιο στο άλλο δεν πρέπει να μετακινηθεί! Ταξίδια μου λέτε; Για όνομα του Θεού!
— Είχα τις ελπίδες μου — είπε σιγά ο Άλκης, σα να ήθελε ν’ απολογηθεί — στον αέρα του βουνού και στα βάλσαμα του δάσους. Έπειτα η γυναίκα μου θα ’βλεπε εκεί τους γονείς της και η ηθική αυτή ευχαρίστηση, νομίζω...
— Όχι, όχι! τον έκοψε νευρικά ο καθηγητής. Ούτε να το σκεφθείτε! Αργότερα έχουμε καιρό. Αργότερα βλέπουμε...
Ο Άλκης, που στήριζε στο ταξίδι αυτό όλες του τις ελπίδες, είχε χάσει και την τελευταία του ελπίδα.
Όταν έφυγαν οι γιατροί, ο Άλκης έκανε λίγα βήματα στη βεράντα, προσπαθώντας να τινάξει από πάνω του τους μαύρους του στοχασμούς. Ήθελε να μπει στο δωμάτιο της άρρωστης, μ’ ένα ύφος ήσυχο κι όσο του ήτανε βολετό πιο πρόσχαρο. Μια φράση, που του είχε πει λίγο πριν ο καθηγητής, με το φυσικότερο τρόπο, σχετικά με το ταξίδι που είχε προτείνει, του είχε δώσει κάποιο θάρρος. «Αργότερα το ταξίδι, αργότερα βλέπουμε...» Η φράση αυτή, που είχαν προφέρει τα χείλη του περίφημου παθολόγου, έδειχνε πως δεν ήταν εντελώς απελπισμένος για την κατάσταση της Μαρίας. Και ο Άλκης, με τη φυσική του αισιοδοξία άρχισε να συλλογίζεται πάλι το ταξίδι, που θα τα γιάτρευε όλα. Επιτέλους θ’ άφηνε κάθε άλλη φροντίδα για τη σωτηρία της Μαρίας, θα θυσίαζε όλες του τις φιλοδοξίες και θα ’μενε μαζί της στο χωριό, ώσπου να πάρει εντελώς απάνω της, θα ’μενε ίσως για πάντα εκεί. Και, ευχαριστημένος για τη γενναία απόφαση που είχε πάρει, ικανοποιημένος για το φτωχό, αγαπημένο του πλάσμα, καθρεφτίσθηκε, για μια στιγμή, μ’ έναν ηθικό ναρκισσισμό, μέσα στην ίδια του καλοσύνη. Έκαμε ακόμα δυο τρία γρή-γορα βήματα απάνω κάτω στη βεράντα, για να διώξει από την ψυχή του και την τελευταία του μαύρη σκέψη, και παρηγορημένος, ήσυχος και γενναίος, μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο διάδρομο απάντησε τη Μαγδαληνή, που έβγαινε από το δωμάτιο της κυρίας της.
— Τι είπανε, κύριε, οι γιατροί τον ρώτησε ανήσυχα τα καλό κορίτσι, που από μέρες τώρα είχε αφήσει κάθε άλλη υπηρεσία του σπιτιού και είχε γίνει η πιστή και αφοσιωμένη νοσοκόμα της καλής της κυρίας.
— Ευτυχώς — είπε ο Άλκης, προσπαθώντας να μεταδώσει το θάρρος του και στην πιστή υπηρέτρια — οι γιατροί είπανε, πως δεν είναι σε κίνδυνο, θα γίνει καλά!
Το καλό κορίτσι δάκρυσε από τη χαρά του.
— Άμποτε, Παναγία μου! είπε κάνοντας το σημείο του σταυρού. Είναι κρίμα να χάνονται οι καλοί άνθρωποι... Ο θεός να λυπηθεί τα νιάτα της, να βάλει το χεράκι του!
Η αγάπη, που έδειχνε η φτωχή κοπέλα για την κυρία της, είχε συγκινήσει βαθιά τον Άλκη.
— Άκουσε, Μαγδαληνή, παιδί μου! της είπε. Τι κάνει τώρα η κυρία σου;
— Την πήρε λιγάκι ο ύπνος... είπε με τον ίδιο σιγαλό τόνο της φωνής η Μαγδαληνή. Κοιτάχτε να μην την ξυπνήσετε, κύριε... Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα...
Ο Άλκης προχώρησε, αλαφροπατώντας, προς το δωμάτιο της γυναίκας του, άνοιξε σιγαλά τη θύρα και μπήκε μέσα.
Η Μαρία κοιμότανε ήσυχα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έμπαινε από τ’ ανοιχτά παράθυρα μέσα στο μεγάλο, ανατολίτικο δωμάτιο, γεμίζοντας με χαρά και ελπίδα την ήσυχη ατμόσφαιρα και απλώνοντας τα θερμά του χάδια, σαν ουράνια αγάπη, απάνω στο λευκό κρεβάτι, όπου ανάσαινε μ’ ένα γαλήνιο ρυθμό γλυκού ονείρου η άρρωστη νέα. Ο αέρας ήτανε πλημμυρισμένος από την θείαν αναπνοή των απριλιάτικων ρόδων. Η ζωή ολόγυρα έλεγες κι έκανε ένα μυστηριακό, ωραίον αγώνα, για να νικήσει το θάνατο, που παραμόνευε κρυμμένος μέσα στις σκιές του δωματίου.
Ο Άλκης προχώρησε, γλιστρώντας αλαφρά απάνω στο παρκέτο, γυμνό από κάθε περιττό χαλί, σύμφωνα με την συμβουλή των γιατρών, και κάθισε σιμά στο κρεβάτι της Μαρίας, παραστέκοντας με συγκίνηση τον ύπνο της.
Τα βλέμματά του είχαν αναπαυθεί απάνω στο κρεβάτι της άρρωστης με τα λευκά σκεπάσματα. Μια αχτίδα του ήλιου είχε ανάψει δυο κόκκινα τριαντάφυλλα απάνω στο χλωμά πρόσωπο της Μαρίας. Είχε καιρό να ιδεί τέτοιο άνθισμα στην όψη της αγαπημένης του ο Άλκης. Και, καθώς ένοιωθε ως τα βάθη της ψυχής του την εαρινή αναπνοή των κήπων, του φάνηκε, μια στιγμή, πως τα ρόδα που ευωδιάζανε, ήσανε τα δυο ωραία εκείνα ρόδα του αίματος.
Η Μαρία έκαν’ ένα κίνημα, σα να ξυπνούσε από το γλυκά φίλημα του ήλιου απάνω στα κλειστά βλέφαρά της. Ο Άλκης έσκυψε απάνω της. Εκείνη σάλεψε λίγο το κεφάλι της απάνω στα λευκά μαξιλάρια, σα να ήθελε να ξεφύγει το φιλί της αχτίδας, και ξανακοιμήθηκε πάλι.
Μέσα στη φωτεινή γαλήνη του δωματίου, που ένα σιωπηλά μυστήριο ζωής και θανάτου γέμιζε τη χλιαρή μοσχοβολισμένη του ατμόσφαιρα, ο Άλκης χάιδευε απαλά με τα βλέμματα του, μην τύχει και το ξυπνήσει, το ωραίο σώμα, που τόσο είχε αγαπήσει και που, κάτω από τα λευκά σεντόνια, έδειχνε τώρα σα σε Πραξιτέλειο ανάγλυφο τα θεία του σχήματα.
Όσο προχωρούσε η μέρα, οι ευωδιές των ρόδων ανέβαιναν πυκνότερες από τα περιβόλια και πλημμύριζαν τα δωμάτιο της Μαρίας. Κι ενώ η άρρωστη νέα, σα ναρκωμένη από το ανάσασμά τους, είχε βυθισθεί σ’ έναν ήσυχο γαλήνιο ύπνο που έμοιαζε με ωραίο θάνατο, μέσα στην ψυχή του Άλκη το δυνατό, αέρινο αλκοόλ ξυπνούσε όλους τους κοιμισμένους ίμερους της νέας του ζωής.
Τα βλέμματά του, σαν άυλα χάδια, περνούσαν απάνω από το θείο εκείνο γυναικείο σχήμα, σταματούσαν στις γλαφυρές του καμπύλες, γλιστρούσαν μυστικά απάνω στο βελούδο της θερμής επιδερμίδας, το αγκάλιαζαν ολόκληρο, μ’ ένα βέβηλο, απαγορευμένο πόθο. Μια στιγμή ο Άλκης νόμισε, πως ποτέ δεν είχε λάβει τόσο ακέραια τη συνείδηση της πλαστικής αυτής ομορφιάς όσο τώρα. Ακόμα και στα πρώτα του ερωτικά αντικρίσματα στο δάσος, του φαινότανε τώρα πως δεν του είχε αποκαλυφθεί το ωραίο αυτό θαύμα σε ολόκληρη την ταρακτική του σύνθεση. Το πάθος του του σκότιζε τότε την αντίληψη της ιδανικής αυτής ομορφιάς. Τώρα, στη γαλήνια αυτή στιγμή, που η θλίψη εξάγνιζε και καθάριζε την αίσθησή του, αισθανότανε την ανάγκη να ξαναγαπήσει άλλη μια φορά, εξαρχής, με καινούργια συνείδηση, καινούργιον θαυμασμό, καινούργιον έρωτα, το σώμ’ αυτό, που ένας άλλος εραστής, ο μοιραίος Νυμφίος, του το διεκδικούσε.
Το κεφάλι με τα πλούσια ξανθά μαλλιά, χυμένα σα χρυσό κύμα απάνω στα μαξιλάρια, αναγυρμένο λιγάκι προς τα πίσω, με το ένα χέρι ελαφρά υψωμένο στο στήθος, κάτω από τον κάτασπρο λαιμό, σα να ζητούσε να προστατέψει ασυναίσθητα κάποιο ντροπαλό θησαυρό, θύμισε μια στιγμή στον Άλκη το επι-τύμβιο αριστούργημα της Κοιμάμενης του Χαλεπά. Έδιωξε γρήγορ’ από το νου του τη θλιβερή αυτή εικόνα. Τα βλέμματά του σταμάτησαν στο μισάνοιχτο ρόδινο στόμα, που, με το κάτω χείλι ελαφρά κρεμασμένο, έμοιαζε σα να πρόσμενε να δεχτεί, με μια μυστική λαχτάρα, τα άχραντα μυστήρια του πρώτου ερωτικού φιλιού. Ο Άλκης έκλιν’ ελαφρά επάνω της, χωρίς να το καταλάβει, τραβηγμένος από το μαγνήτη των επαφρόδιτων χειλιών...
Άξαφνα η Μαρία σάλεψε, σα να την είχε ταράξει μια κρυφή ανατριχίλα, και τα μάτια της μισάνοιξαν σα σε όνειρο. Ο Άλκης τραβήχθηκε τρομαγμένος, σαν παιδί, που θέλει να κρύψει μιαν αταξία από ένα ξαφνικό, αυστηρό βλέμμα.
— Εσύ είσαι, Άλκη; μουρμούρισε η Μαρία.
— Εγώ, παιδί μου... της είπ’ εκείνος, με φωνή μισοπνιγμένη από τη συγκίνηση, θέλεις τίποτε;
— Γιατί δεν πήγες σήμερα στη δουλειά σου; Δε θέλω να χάνεις τη δουλειά σου για μένα. Εγώ είμαι καλύτερα... μουρμούρισε πάλι.
Μιλούσε δύσκολα και με κομμένη αναπνοή.
— Δεν έχω καμιά δουλειά, παιδί μου, σήμερα... δικαιολογήθηκε ο Άλκης. Πες μου! θέλεις τίποτε;
— Όχι! Πού είναι η Μαγδαληνή; ρώτησ’ εκείνη.
— Θέλεις να της μιλήσω;
— Ναι! Γιατί έφυγε από κοντά μου;
Ο Άλκης σηκώθηκε και προχώρησε σιγά προς τη θύρα να φωνάξει τη Μαγδαληνή. Όταν γύρισε πίσω, η Μαρία είχε ξανακοιμηθεί. Τα μάτια της ήσαν κλειστά, με μια παραπονεμένη έκφραση, και ανάσαινε συχνά και δύσκολα.
Ο Άλκης ένοιωσε τα δάκρυα να τον πνίγουν. Και, μόλις μπήκε μέσα η Μαγδαληνή, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς, και τράβηξε προς τη βεράντα. Έπεσε σαν πτώμα επάνω σε μια καρέκλα και, κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες, άφησε τα δάκρυα του να χυθούν ελεύθερα, ανακουφιστικά. Ακουμπισμένος έπειτα στα κάγκελα της βεράντας, με το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρι, απάνω από το απριλιάτικο πανηγύρι του κήπου, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, ξανάζησε, σε λίγες στιγμές, σα μέσα σ’ ένα ωραίο και θλιβερό όνειρο, όλη του τη ζωή των τελευταίων χρόνων. Η δυστυχισμένη η Στέλλα! Τι μακρινή οπτασία! Της είχε φέρει το θάνατο, γιατί δεν είχε τη δύναμη να νικήσει την τυραννία της θείας του και να της δώσει την ευτυχία που της είχε τάξει. Και ύστερα η φυγή του, το ταξίδι του, το δάσος με τα έλατα. Πόσες τύψεις, πόσες αγωνίες και πόσες χαρές! Η Μαρία ξαναζωντάνεψε μπροστά του, με τα τσίτινο χωριάτικο φορεματάκι, το κίτρινο μαντήλι στα πλούσια μαλλιά, τα λευκά, γυμνά ποδαράκια, που την έφερναν γοργά, σα δειλό ζαρκάδι, σιμά του. Μια δειλή ανεμώνη του βουνού. Γιατί να την ξεριζώσει; Γιατί να μη νικήσει το πάθος του, να δαμάσει τον εγωισμό του; Ένα αθώο θύμα. Και έπειτα ακόμα ένα άλλο... Αυτά ήτανε το φρικτότερο! Αντίκρισε τον ολέθριο έρωτά του με φρίκη. Ο εαυτός του του έκανε τρόμο. Ανασηκώθηκε, έκανε λίγα βήματα στη βεράντα και ξανάπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ένοιωθε την ανάγκη να βγει από τον ίδιο τον εαυτό του, να ελευθερωθεί από την ίδια του φρικτή ύπαρξη.
Η ψυχή του διψούσε μια εξιλέωση. Αποφάσισε να τρέξει στο δωμάτιο της Μαρίας, να πέσει γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι της, να της ζητήσει συχώρεση, έλεος. Ύστερα κρατήθηκε. Έλεος; Γιατί; Τι θα του χρησίμευε; Μια ανανδρία λοιπόν πάλι;
Τιμιότερο θα ήτανε να μείνει ασυχώρετος, με το έγκλημά του, με την τύψη του σε όλη του τη ζωή.
Ένοιωσε διαμιάς τον εαυτό του μέσα σε μια φρικτή ερημιά, μια απομόνωση τρομακτική. «Πού είναι η Μαγδαληνή; Γιατί έφυγε από κοντά μου;» Θυμήθηκε τα λόγια της Μαρίας.
Οι άνθρωποι, όταν αντικρίζουν το θάνατο, ελευθερωμένοι από κάθε υποκρισία, μας παρουσιάζουν γυμνή την ψυχή τους. Τι σήμαιναν λοιπόν τα λόγια αυτά της Μαρίας; Θυμήθηκε, από την πείρα του των νοσοκομείων, άνδρες που στις τελευταίες τους στιγμές δε θελήσανε κοντά τους τις γυναίκες τους, μητέρες που ζητήσανε να φύγει από το προσκέφαλο της αγωνίας τους ένα παιδί τους, παιδιά, που, ξεψυχώντας, γύρεψαν σιμά τους μια ξένη γυναίκα, παρά τη μητέρα τους. Η Μαρία λοιπόν δεν τον ήθελε κοντά της φεύγοντας από τον κόσμο; Προτιμούσε μια υπηρέτρια, ένα φτωχό ξένο κορίτσι; Αλλά και γιατί να μην είναι έτσι; Η κόρη αυτή δεν της είχε κάνει κανένα κακό στη ζωή της. Δεν την είχε αγαπήσει όπως την είχε αγαπήσει αυτός, αλλά η αγάπη της γλυκιά και ειρηνική, της στάθηκε παρηγοριά μιας αδερφής ψυχούλας. Ενώ αυτός με την αγάπη του και την περηφάνια του... Σταμάτησε στη φρικτή αυτή σκέψη.
Ο κόσμος σε μια στιγμή του φάνηκε τρομερά άδειος. Η μοναξιά του του έκανε τρόμο.
Ούτε η Μαρία λοιπόν, ούτε το πλάσμα που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, δεν ήτανε πια γι’ αυτόν; Τον είχε αφήσει έρημο ζωντανή, πριν τον αφήσει για πάντα; Δε θα είχε λοιπόν το δικαίωμα να την ακολουθήσει ούτε με τη σκέψη του πέρα από τη ζωή; Απαράλλαχτα όπως κι εκείνη, την άλλη; Έρημος λοιπόν και στον κόσμο και πέρα από τον κόσμο, μόνος του μέσα στο άξενο χάος! Αν του ’μενε τουλάχιστον, τελευταία παρηγοριά, η αγαθή ψυχή που του είχε παρασταθεί σα φύλακας άγγελος, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του; Η Μίνα! Αλλά κι αυτή ακόμα, κι αυτή άρρωστη, ύστερ’ από την τελευταία της αιμόπτυση, έτοιμη ίσως να τον αφήσει για πάντα, ακολουθώντας τη μικρή της φιλενάδα του δάσους στο μεγάλο τα-ξίδι. Η μοναξιά του του έκαμε τρόμο. Του ήρθε ίλιγγος, σα να είχε βρεθεί μετέωρος ανάμεσα ουρανού και γης. Και κλονίσθηκε να πέσει.
Η Μαγδαληνή βγήκε στη βεράντα να πάρει κάτι. Ο Άλκης πίστεψε σε κάποιο τελευταίο μήνυμα της Μαρίας, που ξεψυχούσε τόσο σιμά του και τόσο μακριά του.
— Μήπως με ζήτησε η κυρία σου; ρώτησε με λαχτάρα.
— Όχι, κύριε... είπε θλιβερά το καλό κορίτσι. Μου ζήτησε λίγο δροσερό νερό από το κανάτι.
Έμεινε πάλι μόνος. Ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε και του σάλεψε την ουρά, κοιτάζοντάς τον λυπητερά στα μάτια. Το αγαθό ζώο, όλον τον τελευταίο καιρό, ήτανε μελαγχολικό, σαν να καταλάβαινε πως κάποια λύπη πλάκωνε στο σπίτι.
Ο Άλκης του χάιδεψε το λιονταρίσιο κεφάλι.
— Φτωχέ μου Γκραφ, εσύ λοιπόν μου απόμεινες μονάχα στον κόσμο; Εσύ μονάχα;
Και, γέρνοντας απάνω στο κεφάλι του αγαθού ζώου, που καταλάβαινε πως ο κύριος του δεν ήτανε και τόσο κακός, όσο το είχε πιστέψει κι ο ίδιος, αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μια ξεψυχισμένη ευωδία, σαν από κρουσταλλένιο ανθογυάλι, που μαραίνονται μέσα του οι ανθοί μιας γιορτής που πέρασε, χυνότανε στον άτρεμον αέρα, το ανοιξιάτικο εκείνο βράδυ.
ΤΕΛΟΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου