ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ  1 ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

1. Τί   εἶναι   ἡ θεία ἀποκάλυψη;

Λέγοντας αποκάλυψη δέν πρέπει να πηγαίνει το μυαλό μας στήν ᾿Αποκάλυψη, τό προφητικό βιβλίο τῆς Κ. Διαθήκης, πού ἔγραψε ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν Πάτμο,στόὁποῖο καταγράφονται,ὅσα τοῦἀποκάλυψε ὁ Θεός γιάτή μελλοντική ἐξέλιξη τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν ἱστορία γενικότερα τοῦ κόσμου. Λέγοντας  ἐδῶ  ἀποκάλυψη  ἐννοοῦμε,  ὅσα  φανέρωσε  ὁ  Θεός  στόν  κόσμο  στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου του, μέ σκοπό νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο  στήν  ἀληθινή  θεογνωσία,  νά  τοῦ  φανερώσει  τήν  ἀλήθεια  καί  τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς καί τῆς εὐτυχίας του κοντά στό δημιουργό του. ῾Η θεία ἀποκάλυψη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν μιά βαθιά ἀνάγκη καί ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ καί ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία προκάλεσε ἡ ἀταξία τοῦ  πρώτου  ἀνθρώπου,  πού  ἐλεύθερα  ἀπομακρύνθηκε  ἀπό τόν  πλάστη  του, ἔπεσε στή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου καί κινδύνευε, νά  χαθεῖ  μέσα  στήν  ἄβυσσο  τῆς  κακοδαιμονίας  καί  τῆς  ἀλογιστίας  του βαδίζοντας τυφλά στά σκοτάδια τῆς εἰδωλικῆς πλάνης του. ῾Ο Θεός «ὄφειλε» νά σώσει τό πλάσμα του, τό δέ πλάσμα ἔπρεπε νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν ἀθλιότητα τοῦ ὑπαρξιακοῦ του δράματος. Τήν ἐπιτακτική αὐτή ἀνάγκη, τό χάσμα πούἔσταζε πίκρα στήν ψυχή τοῦ παραβάτη, κάλυψε ὁἴδιος ὁ Θεός διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, φανερώνοντας στόν πεσμένο ἄνθρωπο τό μέγεθος τῆς ἀποστασίας του, αὐτό πούἔχασε μέ τήν παρακοή του, ὁδηγώντας τον πίσω στήν ἀλήθεια καί τή χαρά τῆς ὑπάρξεώς του.


2. Ποιές  εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως;
῾Η ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερά παράδοση. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ. Διακρίνεται στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. ῾Η Παλαιά ἀποτελεῖται ἀπό 49 βιβλία καί ἡ Καινήἀπό 27. Τά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστα , δηλαδή, σ’ αὐτά πνέει ἡἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγία Γραφή σέ κανένα βιβλίο της δέν ψεύδεται. Εἶναι ἀλάθητη, στό μέτρο πού ἀλάθητο εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο πνέει μέσα ἀπό τίς σελίδες της. Δέν εἶναι σάν τά βιβλία τῶν ἀνθρώπων, στά ὁποῖα ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀνακατεμένη μέ τό ψέμα. Τό κύρος τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι αἰώνιο καί ἀκατάλυτο. ῾Η ἀνάγνωσή της εἶναι ἀναγκαία πρός σωτηρία . (Γιά τήν ἱερά παράδοση, βλ. ἐρώτημα 7).

3. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;

Γενικά, ὅτι τά ἱερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς εἶναι ὄργανα κινούμενα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ   εἰς ἀποκάλυψη θείων πραγμάτων. ῾Η ἄποψη τῶν ἀρχαίων Μοντανιστῶν, ὅτι οἱ συγγραφεῖς κατά τήν ὥρα τῆς ἐμπνεύσεως πέφτουν σέ ἔκσταση, μένοντας ἄβουλα  ὄργανα  στά  χέρια  τοῦ  Θεοῦ,  ἀποδοκιμάστηκε  ἀπό  τούς  ἀρχαίους θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας. Οὔτε εἶναι σωστή ἡ θεωρία ἡ ἀναπτυχθείσα ἀπό τούς χρόνους τῆς μεταρρυθμίσεως, ὅτι ἡ θεοπνευστία εἶναι ἡ «κατά λέξιν ἔμπνευσις» τῶν θείων ἀληθειῶν. ῎Αν ἦταν ἔτσι, δέν ἐξηγοῦνται ὁρισμένα πράγματα, συγκεκριμένα ὁ προσωπικός περί τήν ἔκθεση χαρακτήρας τῶν ἱερῶν συγγραφέων,  ὁ  ὁποῖος  δέν  εἶναι  ὁμοιόμορφος,  ἡ  διαφορά  στήν  ἔκθεση  τῶν αὐτῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὔτε καί οἱ μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες δέν θάἔπρεπε νά γίνονται ὡς βεβηλώσεις τοῦ ἱεροῦ λόγου. ᾿Αλλά καί ἡ ἄλλη θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ θεοπνευστία περιορίζεται  μόνο στή δογματική καί ἠθική  διδασκαλία,  σέ  ὅ,τι  δηλαδή  ἀφορᾶ  στή  σωτηρία,  ἐνῶ  στά  ὑπόλοιπα ἱστορικά μέρη τῆς Γραφῆς ὑπάρχει ἁπλή μόνο ἐπιστασία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, εἶναι ἄκρως ἐπισφαλής, δεδομένου ὅτι ἐλλείπει τό κριτήριο διακρίσεως καί καθορισμοῦ τῆς καθαυτό θεοπνευστίας ἀπό τῆς ἁπλῆς ἐπιστασίας, ἐλλοχεύει δέ πάντοτε ὁ κίνδυνος ὀρθολογιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Τό καλύτερο εἶναι νά περιοριστοῦμε στή γενικότητα, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό λαλοῦν στίς ἅγιες Γραφές καί ὅτι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτές ἀντιφάσεις καί πλάνες. Θά μοῦ πεῖτε, δέν ὑπάρχουν ἀντιφάσεις στήν ἁγία Γραφή; Διαφορές περί  τήν  ἔκθεση  βεβαίως  ὑπάρχουν, ὄχι ὅμως καί  ἀντιφάσεις.  ῎Αν  δέ κάπου παρατηροῦνται διαφωνίες, αὐτές δέν εἶναι οὐσιαστικές ἀλλ’ ἐπιφανειακές, ὀφειλόμενες σέ σφάλματα ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων, στίς μεταφράσεις καί στή δική μας περιορισμένη νοητική ἀντίληψη.

4. ῾Η ἁγία Γραφή   εἶναι  αὐτάρκη ς κώδικας  τῆς  θείας  ἀλήθειας;

῎Οχι, δέν εἶναι. Παρότι εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως δέν περιλαμβάνει στό  πλήρωμά  της  τήν  ἀποκαλυφθείσα  θεία  ἀλήθεια.  Πρωτίστως  δέν  ἦταν τέτοιος ὁ σκοπός της. Στίς σελίδες της δέν καταγράφτηκε σκόπιμα καί συστηματικά ὁλόκληρη ἡ δογματική ἀλήθεια  τῆς  πίστεως.Γράφτηκε περιστασιακά, γιά νά καλύψει τίς κηρυκτικές ἀνάγκες τῶν ᾿Αποστόλων καί ἄλλων κηρύκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά καί ποιμαντικά  προβλήματα  τῶν  πρώτων  χριστιανικῶν  κοινοτήτων,  τήν  ἐπίλυση τῶν ὁποίων, λόγω τῶν ἀποστάσεων, δέν μποροῦσαν εὐχερῶς, νά πραγματοποιήσουν διά ζώσης οἱ κήρυκες τοῦ λόγου. ῎Αλλωστε πολλές ἀλήθειες τῆς πίστεως (ὁἀριθμός ἑπτά τῶν μυστηρίων, ὁ νηπιοβαπτισμός, τό δόγμα περί τῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί λειψάνων κ.ἄ.) δέν ἀπαντοῦν στήν ἁγία Γραφή καί γιά νά τά δοῦμε πρέπει ν’ ἀνατρέξουμε στήν ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκτός τούτων ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς δέν εἶναι πάντοτε διαυγής καί εὐκρινής, ἀλλ’ ἐκφέρεται ἐνίοτε αἰνιγματικά καί συνεσκιασμένα, ὥστε γιά νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὀρθῶς πρέπει νά καταφύγουμε στήν ἑρμηνευτική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εντούτοις αὐτά κατά τίποτε δέ μειώνουν τό κύρος καί τή θεοπνευστία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡὁποία ὡς αὐθεντικήἔκφραση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σέ καμιά περίπτωση δέν παύει νά εἶναι ἡ κύρια πηγή τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας μας.

5. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;

Στήν Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στό μεταπτωτικό ἄνθρωπο μέ ἐπίκεντρο τό᾿Ισραήλ, τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτήν ὑπάρχει ἀποθησαυρισμένη ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στό Νόμο, τό προφητικό κήρυγμα καί τήν ἄλλη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, προσαρμοσμένη βέβαια στήν πνευματική καί ἠθική κατάσταση  τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπουσίαζε στό  πλήρωμά της ἡ λυτρωτική χάρη,πού θά λειτουργοῦσε τέλεια στόν κόσμο διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ Π. Διαθήκη, ὡς τύπος καί προέκθεση τῆς ἀλήθειας καί ὡς στάδιο προπαρασκευῆς τῆς πλήρους ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ᾿Ιησοῦ, πρέπει νά μελετᾶται καί νά κρίνεται πάντοτε μέ κέντρο καί στάθμη τήν Καινή Διαθήκη.

᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ὄχι μόνο συμβάλλει στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Κ. Διαθήκης,  ἀλλ’  ἀποβαίνει  καί  εἰκόνα  πιστή  τῶν  παιδαγωγικῶν  τοῦ  Θεοῦ βουλῶν, ὁ τύπος καί ἡ προέκθεση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.

6. Ποιά ἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά καί ἀναγινωσκόμενα;

Κανονικά  βιβλία  τῆς  ἁγίας  Γραφῆς  εἶναι  ἐκεῖνα  πού  γράφτηκαν  μέ  τήν ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶναι βιβλία θεόπνευστα, στά ὁποῖα ἔχει καταχωρηθεῖ ἀλαθήτως ὁ λυτρωτικός λόγος τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως εἴπαμε, τά βιβλία αὐτά ἀποτελοῦν τό πρῶτο σκέλος τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἡ ἀνάγνωση τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν πιστῶν καί τή σωτηρία τους. Εἶναι δέ αὐτά τά γνωστά 49 βιβλία τῆς Π. Διαθήκης καί τά 27 τῆς Καινῆς, δηλαδή συνολικά 76, τάὁποῖα ἀπαρτίζουν τόν ἐπίσημο Κανόνα τῆς ἁγίας Γραφῆς.

᾿Αναγινωσκόμενα  εἶναι σειρά βιβλίων τῶν ὁποίων ἡ κανονικότητα ἀμφισβητεῖται. Εἶναι δέ αὐτά δέκα· ῎Εσδρας Α´, Τωβίτ, ᾿Ιουδίθ, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ᾿Επιστολή῾Ιερεμίου, καί τά τρία βιβλία τῶν Μακκαβαίων. Στή Δυτική ᾿Εκκλησία ἡ κανονικότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν γίνεται ἀποδεκτή,   ἀντίθετα   δέ   ἀπορρίπτεται   ἀπό   τούς   Διαμαρτυρομένους.   Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἐλλειπούσης    αὐθεντικῆς συνοδικῆς κυρώσεως, παρατηρεῖται   διακύμανση   ἀπόψεων,   ἄλλων   δεχομένων   τήν   κανονικότητα αὐτῶν καί ἄλλων ὄχι.῾Ο  Μέγας  ᾿Αθανάσιος τά χαρακτηρίζει    ὡς ἀναγινωσκόμενα καί τά διαστέλλει ἀπό τά κανονικά. Οἱ δέ τοπικές σύνοδοι ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ᾿Ιασίῳ καί Κωνσταντινουπόλει, ἀναγνωρίζουν τήν κανονικότητά τους, ἐλέγχοντας μάλιστα τόν Κύριλλο Λούκαρι ὁ ὁποῖος δέν τά περιέλαβε στά κανονικά. ᾿Αντίθετα ἡ σύνοδος τῆς Κων/πόλεως (1672) παρατηρεῖ, ὅτι τά βιβλία αὐτά εἶναι «καλά καί ἐνάρετα», ἐνῶ ὁ Κριτόπουλος στήν ἀπολογία του λέγει περί αὐτῶν· «Πολλά ἠθικά πλείστου ἐπαίνου ἄξια ἐμπεριέχεται τούτοις· ὡς κανονικά δέ καί αὐθεντικά οὐδέποτε ἀπεδέξατο ἡ τοῦ Χριστοῦ᾿Εκκλησία, ὡς μαρτυροῦσι πολλοί μέν καί ἄλλοι, μάλιστα δέ ὅ τε Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος ᾿Αμφιλόχιος καί τελευταῖος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός»  . ῾Η αὐτή, τέλος,  διακύμανση καί διαφωνία παρατηρεῖται καί  μεταξύ ὀρθοδόξων θεολόγων.

7. Τί εἶναι ἡ ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;

῞Οπως προειπώθηκε ἡ Παράδοση εἶναι ἡ δεύτερη πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἰσότιμη καί ἰσόκυρη πρός τήν ἁγία Γραφή. Εἶναι δέ ἡ Παράδοση ἡ διά ζώσης διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν ᾿Αποστόλων, ἡ κυκλοφορούσα καί φυλασσόμενη στή ζωή καί τή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωστόν ὁ Κύριος, ὡς ὁ μέγιστος τῶν   προφητῶν   καί   διδάσκαλος,   τίποτε   τό   γραπτό   δέν   παρέδωσε   στούς ᾿Αποστόλους καί τήν ᾿Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά τό περιεχόμενο τῆς θείας του ἀποκαλύψεως. Τό αὐτό ἔκαναν στήν ἀρχή καί οἱ᾿Απόστολοι ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τό πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καί πρός ἀντιμετώπιση τῶν αὐξανόμενων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ κηρύγματος, ἄρχισαν  νά  καταγράφουν  τό λόγο  τοῦ  Θεοῦ  στά  γνωστά  κείμενα  τῆς  ἁγίας Γραφῆς.

Τό ἴδιο ἔκανε στή συνέχεια καί ἡ᾿Εκκλησία καί μέ τόν τρόπο αὐτό διαμορφώθηκε σιγά σιγά καί γραπτῶς ἡ ζωντανή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτή μποροῦμε νά δοῦμε στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τά ἐκφράζοντα τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως εἶναι οἱ δογματικοί ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν πού κυρώθηκαν ἀπό σύνοδο οἰκουμενική, οἱ ἱεροί Κανόνες, τά συγγράμματατῶν Πατέρων, τάκείμενα τῆς θείας λατρείας καί οἱ  ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου κ.ἄ.

Τήν ἀνάγκη τῆς ζωντανῆς παραδόσεως σέ παράλληλη βάση πρός τό γραπτό λόγο ἐξαίρει ὁἀπόστολος Παῦλος, παραινῶν τούς πιστούς· «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν»

8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο  γνησιότητα ς τῆς  ἱερᾶς  Παραδόσεως;

Τό  κριτήριο  πού  διακρίνει  τή  γνήσια  Παράδοση  ἀπό  κάθε  ἄλλη  ψευδή  καί κίβδηλη εἶναι ἡ ἀποστολικότητα. ῾Η Παράδοση γιά νά εἶναι γνήσια καί ἀληθινή πρέπειν’ἀνάγεταιστήνἀποστολικήἐποχή,σέχρόνουςδηλαδήπού φανερώθηκε ἁγνή καί ἀνόθευτη ἡ λυτρωτική ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μέ ἄλλα λόγια πρέπει νά ἀνάγεται στούς ἴδιους τούς ᾿Αποστόλους. Παράλληλα, ἄλλο κριτήριο γνησιότητας εἶναι καί τό κριτήριο τῆς ὁμοφωνίας, ὅ,τι δηλαδή πιστεύει καί παραδέχεται ὁμόφωνα τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί διδάσκουν οἱ ἱεροί Πατέρες καί οἱ ποιμένες της. Τήν ἀλήθεια αὐτή τονίζει χαρακτηριστικά ὁ Βιγκέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου σέὅσα σχετικά γράφει: « ῞Ο,τι πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη».

Εἶναι φανερό, ὅτι φορεῖς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως δέν μποροῦν νά εἶναι ἐκεῖνοι,   πού   ἀποκόπηκαν   ἀπό   τό   σῶμα   τῆς   ᾿Εκκλησίας,   αἱρετικοί   καί σχισματικοί. Περιττό δέ νά σημειωθεῖ, ὅτι γνήσιος φορέας τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως   εἶναι   μόνο   ἡ   ᾿Ορθόδοξη   ᾿Εκκλησία,   ἡ   ὁποία   παρέλαβε   καί διατήρησε ἀνόθευτη τήν διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπως αὐτή φέρεται ἀποθησαυρισμένη στά μνημεῖα τά ἐκφράζοντα τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ὀκτώ πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Τέλος, λέγοντας ἀποστολική παράδοση δέν ἐννοοῦμε ἀδιάκριτα κάθε παράδοση, ἀλλά  ἐκείνη   πού  ἀναφέρεται  στή   δογματική   διδασκαλία   καί  τόἦθος  τῆς ᾿Εκκλησίας καίὄχι σέ ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας.

9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί;

῾Η Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία δέχεται, ὅπως καί ἡ ᾿Ορθόδοξη, τήν ἱερά Παράδοση ὡς πηγή  τῆς  θείας  ἀποκαλύψεως,  ἰσότιμη  καί  ἰσόκυρη  πρός  τήν  ἁγία  Γραφή.

᾿Εντούτοις   στήν   πράξη   δέ   συμφωνεῖ   μέ   τήν   ὀρθόδοξη   ἀντίληψη,   ἀλλά ἐκλαμβάνει τήν παράδοση μέ ἔννοια ἐλαστική, ὡς ταμεῖο πίστεως, στό ὁποῖο μπορεῖ νά προσφεύγει, ὅταν θέλει νά διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ἤ νά ἀνυψώσει σέ δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνῶμες καί δοξασίες. Τέτοια δόγματα ὑπάρχουν πολλά (ἄσπιλος σύλληψις κ.ἄ.), ὡς καί διάφορες ἄλλες καινοτομίες,  κυρίως στήν  τέλεση  καί μετάδοση  τῶν μυστηρίων  (στέρηση  τοῦ λαοῦἐκ  τοῦ  ποτηρίου  τῆς  εὐχαριστίας,  ἀπαγόρευση  κοινωνίας  τῶν  νηπίων κ.τ.ὅ.). ῎Αν θέλαμε νά κάνουμε συσχετισμό, θά λέγαμε, ὅτι κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ πιστός τηρητής καί φύλακας τῆς παραδόσεως, ἐνῶ κατά τή ρωμαιοκαθολική αὐτή παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς  κυρίαρχος, μεταποιώντας  αὐτή  κατά  βούληση  καί  προσπαθώντας,  νά  συμβιβάσει  τά παλαιά μέ τά ἑκάστοτε νέα.

Παράλληλα, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν ἀναγνωρίζουν τήν παράδοση ὡς πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Οἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς. Κατ’ αὐτούς ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ἡ μόνη πηγή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης καί αὐτάρκης κώδικας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ περιέχων ὅλες τίς ἀναγκαῖες ἀλήθειες πρός σωτηρία. Τήν παράδοση τήν ἀπορρίπτουν ὡς αὐθεντική πηγή τῆς πίστεως, ἀνεχόμενοι αὐτή στό μέτρο, πού δέν ἀντιφάσκει πρός τή Γραφή, καί ὡς ὠφέλιμο πλήν ὄχι καί ἀλάθητο χειραγωγό στήν ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εντούτοις παρά τή βασική τους αὐτή τοποθέτηση, δέ φαίνεται ν’ ἀπομακρύνονται ὁλοσχερῶς ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. ᾿Ασχέτως πρός τά πολλά πού παρέλαβαν ἀπό   τήν   ἐκκλησιαστική παράδοση,ὁ   Λούθηρος,   τόν  ὁποῖο ἀποκαλοῦν θεῖον καί τρίτον ᾿Ηλία, καί τά συγγράμματα τοῦ ὁποίου μεγάλως ἐκτιμῶνται  στή  συνείδηση  τῶν  Διαμαρτυρομένων,  ὡς  ἀντικαταστήσαντα  τά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχει μεγάλο κύρος γι’ αὐτούς, ἐνῶ παράλληλα τά συμβολικά τους βιβλία ἔχουν ἀποκτήσει ἕνα εἶδος «κανόνος πίστεως», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνεκτικό δεσμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους ταυτότητος καί βάση τοῦἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος καί τῆς ἑρμηνείας τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μέ ἄλλα λόγια ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας;

῞Οπως εἴπαμε στά προηγούμενα, τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στίς δύο πηγές της, τήν ἁγία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση. ῞Ομως, γιά νά μπορέσει ἡ θεία ἀλήθεια νάἐπιτελέσει τό σωτήριο προορισμό της πρέπει νάὑπάρχει κάποιο μέσο διά τοῦὁποίου θά φθάσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀθόλωτη καί διαυγής, ὅπως πρωτοβγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου καί τῶν ᾿Αποστόλων. Τό μέσο αὐτό πρέπει νά εἶναι αὐθεντικό καί ἀλάθητο καί αὐτό φυσικά δέν εἶναι οἱἄνθρωποι «οἱ πλανῶντες καί πλανώμενοι». Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, πρός τήν ὁποία συμφωνεῖ καίἡ Ρωμαιοκαθολική, τό κριτήριο αὐτό  εἶναι  ἡ᾿Εκκλησία,  στήν  ὁποία  διαιωνίζεται  ἱστορικά ὁ  Χριστός  καί  τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τή διακρατεῖ καί τήν ἐμψυχώνει, ὁδηγώντας την «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».

῾Η Γραφή καί ἡ Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ ἑαυτές, εἶναι σχήματα ἀσαφή καί ἀόριστα, ἀσπόνδυλα, θά λέγαμε, καί χωρίς ἐξωτερικό συνεκτικό δεσμό. ῎Ετσι ἡ μέν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς δέν μπορεῖ νά ἐπιχειρηθεῖ ἀπ’ εὐθείας χωρίς αὐθεντική   ἐκκλησιαστική   χειραγώγηση    δεδομένης   τῆς   ἀσάφειας,   πού παρατηρεῖται σέ ὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας της. Στήν ἀπροϋπόθετη αὐτή ἑρμηνεία  ὀφείλονται, οἱ τόσες παρερμηνεῖες της καί οἱ κακοδοξίες ὅλων τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, χωρίς ἐξαίρεση, στηρίζουν τά διδάγματά τους στήν ἁγία Γραφή. ᾿Αλλά καί ἡ Παράδοση ἔχει ἀνάγκη αὐθεντικοῦ κριτηρίου γιά τή γνησιότητά της, ἄν λάβουμε ὑπόψη, ὅτι οἱ ὅποιες διδασκαλίες καί γνῶμες τῶν ἀνθρώπων  δέν  μποροῦν  ἀπό  μόνες  τους  νά  διατηρηθοῦν  ἀλώβητες  στήν ἀνέλιξη τοῦ χρόνου καί τῆς ἱστορίας.

Τό αὐθεντικό κριτικό αὐτό ἔργο ἐνασκεῖ ἡ ᾿Εκκλησία εἴτε διά τῶν ἱεραρχῶν της στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες διδάσκουσα τή σωτηριώδη ἀλήθεια, εἴτε διά τοῦ συνόλου τῶν ἀρχιερέων της σέ συνόδους οἰκουμενικές διατυπώνουσα ἐπίσημα καί πανηγυρικά τή θεία ἀλήθεια, κυρίως σέ ὅσες περιπτώσεις ἀπειλοῦν αὐτήν ἡ κακοδοξία καί ἡ πλάνη. Τό ἔργο αὐτό τῆς ᾿Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στήν αὐθεντική διατύπωση τοῦ δόγματος τοῦ ὁμοουσίου στή σύνοδο τῆς Νίκαιας (325) καί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ σέ μιά ὑπόσταση στή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), δόγματα ὑπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στή θεία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση. Στήν οἰκουμενική σύνοδο ἡ ὁμοφωνία τῶν ἱεραρχῶν δέν εἶναι μαθηματική, ἀλλ’ ἠθική. ῞Οταν ὁρισμένοι ἐπιφανεῖς ἱεράρχες ἀποφαίνονται γιά κάποιο ζήτημα δογματικό, οἱ δέ λοιποί δέν ἀντιλέγουν, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ διατυπούμενη διδασκαλία εἶναι αὐθεντική καί ἀλάθητη.  ῾Η διδασκαλία αὐτή καταχωρίζεται στούς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη, πού δέν   κυρώθηκε   ἀπό   συνόδους   οἰκουμενικές,   εἶναι   ἀπαθησαυρισμένη   στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.

Κάτω ἀπό τό πνεῦμα αὐτόἡ᾿Εκκλησία νοεῖται ὡς μία εὐρύτερη παράδοση, στήν ὁποία ἐμπεριέχονται ἡἁγία Γραφή καίἡἱερά παράδοση μέ τή στενή της ἔννοια. Τά δύο αὐτάἡ᾿Εκκλησία περιβάλλει καί καθορίζει μέ τήν αὐθεντία καί τό κύρος της, προστατεύοντάς τα ἀπό κάθε κακόβουλη παράσταση καίἐπιβουλή. Μόνο μέ τήν παρουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας διακρατεῖται ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, διασφαλίζεται ἡἑνότητα τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί πετυχαίνεται ἡὑψηλήἀποστολή τοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς λυτρωτικῆς ἐξ ἀποκαλύψεως θείας θρησκείας.

11. Τί φρονοῦν περί ἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Τίποτε δέ φρονοῦν, ἁπλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δέν ἔχουν. Αὐτό συμφωνεῖ πρός τή βασική τους ἀρχή νά ἀπορρίπτουν τόν ἱστορικό χαρακτήρα τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας,   ἀποδεχόμενοι   μόνο   πνευματική   καί   ἀόρατη   ᾿Εκκλησία.   Εἶναι φανερό, ὅτι μιά τέτοια ἀόριστη καί ὁμιχλώδης ᾿Εκκλησία δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐξωτερικό αὐθεντικό κριτήριο καί σέ πολλά μέν ἄλλα ζητήματα, ἀλλά κυρίως στόν καθορισμό τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, τόν ὁποῖο ἐντούτοις παρέλαβαν ἀπό τήν Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας(!).

Κατά τή βασική τους ἀρχή ἡ Γραφή εἶναι αὐτάρκης καί σαφής γιά ὅλα τά ζητήματα τά ἀφορῶντα στή σωτηρία καί συνεπῶς δέν ἔχει ἀνάγκη ἄλλου ἐξωτερικοῦαὐθεντικοῦβεβαιωτικοῦκριτηρίου. Στό ζήτημα ὅμως       τοῦ καθορισμοῦ τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή στή διακρίβωση ποιά εἶναι τά γνήσια καί κανονικά της βιβλία, ἐμπλέκονται σέ μεγάλη δυσκολία, ἁπλούστατα γιατί ἡ ἴδια ἡ Γραφή δέν μπορεῖ ν’ ἀποφανθεῖ γιά κάτι τό ὁποῖο διαμορφώθηκε χρονικά ὕστερα ἀπό τή συγγραφή τῶν ἱερῶν βιβλίων  της. ῾Η ἀμηχανία τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἐν προκειμένω ἐμφανής. Γιά νά οἰκονομήσουν  δέ  τά  πράγματα  διατυπώνουν  περίεργες θεωρίες·  ὅτι  περί  τοῦ κανόνος τῆς Γραφῆς μαρτυρεῖ ἐσωτερικά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (τό ἴδιο Πνεῦμα δημιουργεῖ καί τήν πνευματική᾿Εκκλησία) καί ὅτι κανονικά βιβλία εἶναι ὅσα διά τῆς  ἱστορικῆς  κριτικῆς  ἔρευνας  ἀποδεικνύονται  ὡς  συνταχθέντα  ὑπό  τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν Προφητῶν, στά ὁποῖα δέν περιέχονται ἀλλόκοτα καί παράλογα πράγματα.

Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῾Η μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς καρδιές τῶν πιστῶν δέν εἶναι κάτι τό σταθερό καί συγκεκριμένο, ὥστε ν’ ἀποτελέσει κριτήριο τῆς γνησιότητας τῶν πηγῶν τῆς πίστεως. Εἶναι κάτι τό ὑποκειμενικό, πού δέν μπορεῖ σαφῶς νά καθορίσει τά πράγματα, ἀλλά ἀντίθετα μπορεῖ νά διαμορφώσει πολλές καί ποικίλλουσες ἀντιλήψεις, κάτι πού μπορεῖ νά ἄρει τό αὐθεντικό κύρος τῆς Γραφῆς καί νά ὁδηγήσει σέ ὀρθολογιστική ἐκτίμηση τοῦ ἱεροῦ κανόνα της. Παράλληλα ἡ διά τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας προσέγγιση τοῦ ζητήματος εἶναι πολύ ἐπισφαλής, καθόσον ἀνοίγει ἐλεύθερο πεδίο στήν ἔρευνα, μέ κίνδυνο ν’ ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητα βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς.

῾Ως πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, βασική προτεσταντική ἀρχή εἶναι, ὅτι αὐτή ἑρμηνεύεται δι’ ἑαυτῆς, χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη ἄλλου αὐθεντικοῦ ἐξωτερικοῦ ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου {δηλ. ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ὁ νόμιμος ἑρμηνευτής τοῦ ἑαυτοῦ της). Τά σκοτεινά καί ἀσαφή χωρία πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά τήν ἀναλογία τῆς πίστεως, δηλαδή μέσα στό σύνολο τῆς δογματικῆς διδασκαλίας, πού συνάγεται ἀπό τά ἐναργή χωρία. Κατά τήν ἴδια ἀντίληψη στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Γραφῆς συμβάλλεται σημαντικά καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, φωτίζοντας τή φύση τοῦἀνθρώπου καί εἰσάγοντας στό ἀληθές νόημα τῆς Γραφῆς, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά κάνει κάθε ἄλλη γραμματική καί ἱστορική μέθοδος ἑρμηνείας. Βέβαια καμιά ἀμφιβολία δέν ὑπάρχει, ὅτι ὁ φωτισμός τοῦ῾Αγίου  Πνεύματος  εἶναι  ἀπαραίτητος,  ὥστε  ὁἑρμηνευτής  νά  φθάσει  στά ὀρθά ἑρμηνευτικά συμπεράσματα καί αὐτό ὀρθῶς διδάσκεται ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους.

Παρά ταῦτα σέ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως σέ συγκρούσεις ἑρμηνευτικές (ἔριδες Λουθήρου καί Ζβιγγλίου), ἡ ἀπουσία αὐθεντικοῦ ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου τῆς Γραφῆς  γίνεται  ἐξόχως  αἰσθητή.  ῎Ετσι  πρός  κατοχύρωση  τῶν  ἀπόψεών  τους ἄλλοι προσφεύγουν στά συμβολικά ὁμολογιακά μνημεῖα τῆς Διαμαρτυρήσεως, πράγμα ὅμως ἄχαρο, δεδομένου ὅτι τά κείμενα αὐτά στόν Προτεσταντισμό δέν θεωροῦνται αὐθεντικά· ἐνῶ ἄλλοι καταφεύγουν στή γνώμη εὐσεβῶν κριτικῶν ὡς αὐθεντική (πράγμα ὁμοίως ἄχαρο) καί ἄλλοι ὁμιλοῦν περί δώρου ἑρμηνείας, ὁ δέ Καλβίνος ἔφθασε σέ σημεῖο, νά ποθεῖ τήν ἀνασύσταση τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι(!).

Δένεἶναιπερίεργογιατί   σέ μιά τέτοιαδίνη ἑρμηνευτικῶν  ἀρχῶν ὁ Προτεσταντισμός εἶναι δυνατό, νά καταλήξει εἴτε στή φασμαγωγία τῶν Κουακέρων, κατά τήν ὁποία ἡ μόρφωση καί ἡ γλωσσική σπουδή εἶναι κάτι τό περιττό καί ἕνας ὀλιγογράμματος μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τή Γραφή καλύτερα ἀπό τούς μορφωμένους, διότι αὐτό πού ἔχει πρωταρχική σημασία εἶναι ὁ ἐσωτερικός φωτισμός καί ἡ μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, εἴτε στήν ὀρθολογιστική μεταχείριση τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Σωκινιανούς καί᾿Αρμινιανούς, οἱ   ὁποῖοι,   ἄν   καί   δέχονται   τή   θεοπνευστία   τῆς   Γραφῆς,   ἐντούτοις   τήν ὑποτάσσουν στόν ὀρθό λόγο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τά ἑρμηνευτικά πορίσματα δέν πρέπει νά περιέχουν πράγματα ἀντίθετα πρός τά διδάγματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου.

12. ᾿Επιτρέπονται ἡ ἀνάγνωση καί ἡ μετάφραση τοῦ ἀρχετύπου κειμένου τῆς ἁγίας Γραφῆς;

Σέ ἀντίθεση μέ τό στενό κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας στήν ἱστορία τῆς ὁποίας μπορεῖ νά ἀνιχνεύσει κανείς ἀπαγορεύσεις τόσο στήν ἐλεύθερη ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἀπό τό λαό, ὅσο καί στή μετάφραση τοῦ ἐπίσημου λατινικοῦ κειμένου της, στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στήν ὁποία ἐναρμονίζεται ἡ ἐλεύθερη θεολογική ἔρευνα πρός τό πνεῦμα πειθαρχίας στήν ἐκκλησιαστική αὐθεντία, πράγμα σαφῶς δημοκρατικό καί βρισκόμενο στό μέσο μεταξύ τῆς ἀπολυταρχικῆς αὐθεντίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρώμης καί τῆς ἀσυδοσίας τοῦ προτεσταντικοῦ φιλελευθερισμοῦ, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καί ἡ μετάφρασή τους ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύονται, ἀλλά καί πολυειδῶς ἐπιτρέπονται καί ἐνθαρρύνονται.

Τό   πράγμα   δέν   μποροῦσε   νά   εἶναι   διαφορετικό. Η   Γραφή,  ὅπως  ἤδη σημειώσαμε, εἶναι ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Θεοῦ («πᾶσα γραφή θεόπνευστος», Β´ Τιμ. 3,16). ῾Ο δέ Κύριος, ἡ πηγή τῆς θείας ἀλήθειας, συστήνει τήν ἔρευνα τῶν Γραφῶν, στήν ὁποία ὑπάρχει ζωή πνευματική· «᾿Ερευνᾶτε τάς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωήν αἰώνιον ἔχειν» (᾿Ιωάν. 5,39). ῾Ο ὀρθόδοξος πιστός ἔχει πρωταρχικό  χρέος,  νά  μελετᾶ  τήν  Γραφή  μέ  σεβασμό  καί  ἀγάπη,  γιά  νά μαθαίνει τή θεία ἀλήθεια, νά καλλιεργεῖται πνευματικά καί νά ἑτοιμάζεται γιά τήν αἰώνια ζωή. ῞Ενα τόσο σημαντικό ἔργο δέν μπορεῖ νά τό ἀπαγορεύσει ἡ ᾿Εκκλησία, γιατί ἔτσι ἔρχεται σέ ἀντίφαση πρός τήν πνευματικότητα καί τήν ἀποστολή της. Μέ μία ὅμως ἐπιφύλαξη. ῾Η ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς, ἐπειδή οἱ ἀλήθειες καί τά νοήματά της δέν εἶναι πάντοτε διαυγή, πρέπει νά γίνεται μέσα στό παραδοσιακό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ πιστός φύλακας καί ὁ ἀλάθητος ἑρμηνευτής της. ῾Η μελέτη τῆς Γραφῆς πρέπει, νά γίνεται μέ τή χειραγωγία τῆς ᾿Εκκλησίας (ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα, σχολιασμοί, ἐξηγήσεις κ.ἄ.), γιατί σέ ἐναντία περίπτωση ὑπάρχει κίνδυνος παρεκδοχῆς τῶν ἱερῶν νοημάτων  καί  δημιουργίας  αἱρέσεων,  ὅπως αὐτό  συμβαίνει  στά  πλαίσια  τοῦ φιλελεύθερου Προτεσταντισμοῦ. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό πρέπει, νά γίνει νοητή καί ἡ θέση τῆς ῾Ομολογίας τοῦ Δοσιθέου, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία δέν θεωρεῖ πάντοτε θεμιτή τήν ἀνάγνωση τῆς θείας Γραφῆς

Τό  ἴδιο  ἰσχύει  καί  γιά  τή  μετάφραση  τῆς  ἁγίας  Γραφῆς.  Καί  ὡς  πρός  τή μετάφραση  τῶν ῾Εβδομήκοντα (Ο´) αὐτή ἀπολαμβάνει  μεγάλου κύρους στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία ἡ μετάφραση βρίσκεται σέ λειτουργική χρήση, ὡς ἔργο τῆς θείας πρόνοιας γιά τήν προετοιμασία τῶν ἐθνῶν, νά δεχτοῦν τή χριστιναική ἀλήθεια. Αὐτό φυσικά δέ σημαίνει, ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή εἶναι καί θεόπνευστη,  γιατί  θεοπνευστία  σέ  μετάφραση  δέν  ἔχει  νόημα.  ῾Ως  πρός  τίς ἄλλες μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, τό φιλελεύθερο πνεῦμα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας   ἀνενδοίαστα   τίς   ἐπιτρέπει,   οἱ   δέ   μή   ἑλληνόφωνες   ὀρθόδοξες ᾿Εκκλησίες  ἔχουν  ἡ  κάθε  μία  μετάφραση  τῆς  Γραφῆς  στή  δική  της  ἐθνική γλώσσα. Τέλος, ὡς πρός τή μετάφραση τῆς Γραφῆς στό ἑλληνικό γλωσσικό ἰδίωμα, εἶναι περιττό νά σημειώσουμε ὅτι πρέπει νά γίνεται μέ σεβασμό πρός τήν ἱεροπρέπεια τοῦ  κειμένου, ἀποφευγομένων ὅλωντῶνλεκτικῶν ἐκκεντρικοτήτων καί τῆς φραστικῆς χυδαιότητας, πού μποροῦν νά βλάψουν τό κύρος τῶν Γραφῶν καί νά ζημιώσουν τή σωτήρια ἐπίδρασή τους. ᾿Εννοοῦμε μεταφράσεις  ἁπλές  καί  ζωντανές  πού μποροῦν  νά μιλήσουν  εὐεργετικά  στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.




 Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/



 





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |