ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 - ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΙΔΙΚΑ
α. ΤΟ
ΒΑΠΤΙΣΜΑ
158. Τί
εἶναι τό βάπτισμα;
Τό βάπτισμα
εἶναι τό ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τό ὁποῖο ὁ πιστεύων στόν ᾿Ιησοῦ
Χριστό ἄνθρωπος βαπτιζόμενος μέ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση σέ ἁγιασμένο ὕδωρ
καί στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἀπό τή μιά μεριά ἐλευθερώνεται ἀπό τό σῶμα
τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς τῆς ὀφειλόμενης σ’ αὐτή, ἀπό τήν ἄλλη
δέ ἀναγεννᾶται πνευματικά σέ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καί ζωή, γίνεται υἱός τοῦ
Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Κατά τό βάπτισμα ὁἄνθρωπος
ἀποβάλλει τόν παλαιό᾿Αδάμ καί ντύνεται τό Χριστό, ἀποκτώντας
καθαρή καί ἄσπιλη τή θεία εἰκόνα, μέ
τήν ὁποία πλάστηκε ἀπό τό Θεό καί τήν ὁποία ἀχρείωσε ἡ ἁμαρτία.
Παρ’ ὅλα τοῦτα
καί κατά τρόπο μυστηριώδη καί ἀνεξήγητο ἡ ἁμαρτητική ἐπιθυμία καί ὁρμή
ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν καί στό βαπτισθέντα, χωρίς ὅμως νά καταλογίζονται
σάν ἁμαρτία στή φύση πού ἐλευθερώθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἐνῶ ἡ ἴδια
ὁρμή στόν ἀβάπτιστο, πού ἔχει ψυχή μολυσμένη ἀπό τήν ἀδαμική παράβαση,
καταλογίζεται ὡς ἁμαρτία. ῾Η μετά τό βάπτισμα παρουσία τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς
ἀποτελεῖ προφανῶς μέσο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἀποτελούσα
κίνητρο ἀγώνων τοῦ ἀναγεννημένου κατά τῶν παθῶν
καί τῆς ἁμαρτίας καί μέσο ἠθικῆς καί πνευματικῆς ἐμπεδώσεως καί τελειώσεως. ῾Η
ἀδιαφορία ὅμως ἔναντι τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει τό
βαπτισθέντα σέ πτώσεις ἠθικές καί στήν
ἀπώλεια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τό βάπτισμα εἶναι
τό μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁἄνθρωπος
γίνεται ἐπίσημα μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας καί
ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά μετέχει καί τῶν ἄλλων
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων.
Καί μιά
τελευταία λέξη. ῞Οπως τ’ ἀποτελέσματα τῆς δικαιώσεως εἶναι καί ἀρνητικά καί
θετικά, δηλαδή ἀπό τή μιά μεριά κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τήν ἄλλη
πνευματική ἀναγέννηση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, τά ἴδια ἀποτελέσματα ἔχει
καί τό ἱερό βάπτισμα, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, τό ὁποῖο εἶναι καί τό ληπτικό
ὄργανο τῆς δικαιώσεως.
159. ῎Εχει
θεία σύσταση τό βάπτισμα;
῎Εχει καί
μάλιστα τέτοια πού νά μήν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀμφισβητήσει. Διότι
τό βάπτισμα τό ἵδρυσε ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος μετά τήν
ἀνάστασή του, ὅταν ἐμφανισθείς στούς μαθητές τούς ἔδωσε
ἐντολή νά μεταφέρουν τήν πίστη σέ ὅλα τάἔθνη τῆς γῆς καί νά βαπτίζουν τούς
ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας
ὅτι αὐτός πού θά πιστέψει καί θά βαπτιστεῖ θά σωθεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θ’
ἀπιστήσει θά κατακριθεῖ [212]. ῾Η γνώμη ὅτι τό
βάπτισμα συνεστήθη πρίν ἀπό
τήν ἀνάσταση, ὅταν ὁ Σωτήρας
βαπτίσθηκε στόν ᾿Ιορδάνη ἤ ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά βαπτίζουν ἤ, τέλος,
κατά τό νυχτερινό ἰδιωτικό διάλογο πού εἶχε μέ τό Νικόδημο, εἶναι ἀστήρικτη καί
ἀβάσιμη. ῞Ενεκα τῆς ἀναντίλεκτης σύστασής του ἀπό τόν Κύριο τό βάπτισμα
ὀνομάζεται μυστήριο «κυριακόν».
160. Τό
βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;
Ναί, εἶναι.
῾Ο φυσικός ἄνθρωπος, πού κουβαλάει μέσα του τή νέκρωση τῆς φθορᾶς καί τοῦ
πνευματικοῦ θανάτου, δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό καί νά ζήσει στήν αἰώνια θεία
βασιλεία. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι σέ ἔκτακτες περιπτώσεις ὁ Θεός δέν
μπορεῖ νά χορηγήσει τή σωτηρία, παρακάμπτοντας τόν κανονικό
ἀγωγό τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.
Αὐτό βέβαια ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση τοῦ
Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε καί πολύ λιγότερο δέν μποροῦμε ν’
ἀμφισβητήσουμε. Τήν ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος ὡς μέσου σωτηρίας βλέπουμε στά
λόγια τοῦ Σωτῆρος στή συνομιλία πού εἶχε μέ τό Νικόδημο· «᾿Αμήν ἀμήν λέγω σοι,
ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» .
Στό αὐτό
πνεῦμα κινοῦνται καί οἱ λόγοι ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ ὁποῖος διαστέλλοντας τό
δικό του βάπτισμα στόν ᾿Ιορδάνη «ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν» ἀπό τό λυτρωτικό
βάπτισμα τοῦ Κυρίου, τόνισε ὅτι «αὐτός –δηλ. ὁ Κύριος– ὑμᾶς βαπτίσει
ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί» . Τήν ἴδια
ἔννοια ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ βαπτίσματος ὡς «λουτροῦ
παλιγγενεσίας καί ἀνακαινίσεως Πνεύματος ῾Αγίου» , ὡς λουτροῦ δηλ. μέ τό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος γίνεται πάλι, ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση του καί ἀνακαινίζεται ἀπό
τήν παλαιότητα τῆς ἁμαρτίας, στήν ὁποία ὑποδουλώθηκε διά τῆς παρακοῆς τοῦ
᾿Αδάμ· ὡς φωτισμοῦ ἤ φωτίσματος , μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γεμίζει ἀπό
τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού νά
μπορεῖ νά ζεῖὡς «τέκνον φωτός» . Στό πνεῦμα αὐτό
οἱ κατηχούμενοι καλοῦνταν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οἱ
νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» καί τό βάπτισμα «ἔνδυμα φωτεινόν».
161. Ποιά
ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;
Τά νήπια
βαπτίζονται, γιά νά καθαρθοῦν ἀπό τό μολυσμό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί
νά εἶναι εὔθετα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἡ παρουσία τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος στά νήπια, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες, τά
ἐμποδίζει νά γίνουν μέτοχα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά ν’ ἀποφευχθεῖ δέ τό θλιβερό
ἐνδεχόμενο, νά πεθάνουν ἀβάπτιστα, εἰσήχθη πολύ νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ
νηπιοβαπτισμός, πού στήν ἐποχή τῶν αἱρέσεων ἦταν ἰσχυρό
ὅπλο κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ,
πού δίδασκε, ὅτι διά τῆς
παραβάσεως τοῦ προπάτορα ἡ φύση δέν ἔπαθε καμιά οὐσιαστική ζημία ἀπό τήν
ἁμαρτία. Στήν ἁγ. Γραφή δέν ὑπάρχει βέβαια ἄμεση μαρτυρία περί τοῦ
νηπιοβαπτισμοῦ, ὑπάρχουν ὅμως ἔμμεσες μαρτυρίες καί ἐνδείξεις σέ ὅσα λέγονται
περί βαπτίσματος ὁλόκληρων οἴκων , στούς ὁποίους εἶναι λογικό νά
ὑποτεθεῖ, ὅτι ὑπῆρχαν καί μικρά παιδιά.
῾Υπάρχει
βέβαια ἡ αἰτίαση κατά τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ὅτι στά νήπια ἐλλείπει ἡ πίστη πού
εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος λήψεως τοῦ βαπτίσματος, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος·
«῾Ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». Αὐτό εἶναι ἀλήθεια.
Δέν ὑπάρχει
δέ καμία ἀμφιβολία, ὅτι τό τέλειο βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο, στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος
προσέρχεται μέ πίστη στό Σωτήρα καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας τῆς μυστηριακῆς
τελετῆς, δηλαδή τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. ᾿Εντούτοις ἡ ἔλλειψη τῆς πίστεως δέν
παρακωλύει τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς χάριτος στά τρυφερά νήπια,
στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει καί τό στοιχεῖο
τῆς προσωπικῆς ἁμαρτίας, πού ἀποτελεῖ τό κύριο ἐμπόδιο ἐπενέργειας τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ.
162.
῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;
Ναί, εἶναι
τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀναπληρώσει τό κανονικό ἐν ὕδατι
βάπτισμα. Στήν ᾿Εκκλησία μας ὑπάρχει ἡ πεποίθηση, ὅτι οἱ ἀληθεῖς
μάρτυρες τῆς πίστεως, ὅσοι
δηλαδή ἑκουσίως καί ἀπό ἀγάπη
ὑφίστανται τό θάνατο ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς τους πίστεως, εἶναι δυνατό, εἴτε
βαπτισμένοι εἴτε ὄχι, νά
δικαιωθοῦν καί νά κερδίσουν
τήν αἰώνια ζωή. Μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή προσάγονται
συνήθως οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν
ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦἐν οὐρανοῖς» .
Καί· «῞Ος
γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ
ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν» . Κατά τόν Κυπριανό τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου
εἶναι τό μέγιστο καί ἐνδοξότατο τῶν βαπτισμάτων. Τήν πεποίθηση τῆς ᾿Εκκλησίας
στό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει ἡ ἑορτή τῶν νηπίων τῶν
σφαγιασθέντων ἀπό τήν ῾Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).
163. Τί
εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;
Τό βάπτισμα
τῆς ἐπιθυμίας εἶναι δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς
᾿Εκκλησίας, ἄγνωστο στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Κατά τήν ἐν Τριδέντῳ σύνοδο
τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἀπαλείφεται ἄνευ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἤ τοῦ
πόθου γι’ αὐτό . Κατά τή θεωρία αὐτή, ὅσοι ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά βαπτισθοῦν, διά
πολλούς ὅμως λόγους δέν μποροῦν νά
πραγματοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους αὐτή, μπορεῖ νά τύχουν τῆς
δικαιώσεως δυνάμει τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀγάπης, τίς ὁποῖες προϋποθέτει ὁ πόθος
πρός τό Χριστό καί τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Από τή Γραφή προσάγονται ὡς μαρτυρίες τά
χωρία· Λουκ. 7,47· «Οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί,
ὅτι ἠγάπησε πολύ»· καί᾿Ιωάν. 14,21· «῾Ο δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ
Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῶ ἐμαυτόν». ῞Οτι ὅμως τά
χωρία αὐτά, ὁμιλοῦντα γενικῶς περί ἀγάπης δέν μποροῦν
νά στηρίξουν τό δόγμα περί τοῦ
βαπτίσματος τῆς ἐπιθυμίας εἶναι φανερό, τόσο περισσότερο ὅσο σιγοῦν
σχετικῶς οἱ πηγές τῆς ᾿Αποκαλύψεως. ῾Ο ἱερός μάλιστα
Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐκφράζεται κατ’ αὐτοῦ.
164. Ποιά
εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;
Τόἐρώτημα
αὐτό εἶναι πολύ δύσκολο καί δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό ἀπό τήν ὀπτική
γωνία τῆς γῆς. Μόνο στήν ἄλλη ζωή θά τό ἐννοήσουμε, ὅπως γενικότερα θά
ἐννοήσουμε καί τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετά τό θάνατο. Τό ζήτημα τῆς τύχης
τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἀνάγεται τελικά, στήν εὐσπλαχνία καί τήν
ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ τή ζωή καί τό θάνατο ὅλων τῶν λογικῶν
πλασμάτων του.
Τό ἐρώτημα
πού θέσαμε εἶναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικές προτάσεις
ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους· πρῶτον, τά νήπια πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἐπειδή
φέρουν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν καί δεύτερον, τά αὐτά νήπια ἐπειδή δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες δέν
μποροῦν νά ἐξακοντισθοῦν στήν αἰώνια κόλαση. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός
γράφει· «Τούς δέ (τά νήπια πού πέθαναν ἀβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε
κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου κριτοῦὡς ἀσφραγίστους μέν
ἀπονήρους δέ, ἀλλά
παθόντας μᾶλλον ἤ δράσαντας». Νά
ὑποθέσουμε ὅτι τά ἀβάπτιστα νήπια βρίσκονται ἐνδιάμεσα μεταξύ παραδείσου καί
κολάσεως (ὑπάρχει μιά τέτοια ἐνδιάμεση κατάσταση;) ἤὅτι ὑφίστανται ἐλαφρότατες
βασάνους;
᾿Εν πάσῃ
ὅμως περιπτώσει θεωρίες πού διατυπώνονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους
πρός ἐξοικονόμηση τῆς δυσχέρειας, ὅτι οἱ
προσευχές τῶν γονέων μποροῦν νά σώσουν τά ἀβάπτιστα νήπια ἤ ὅτι
αὐτά, ἀποκτῶντα συνείδηση, μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός
τό βάπτισμα, εἶναι θεωρίες ἀλλόκοτες καί ἀστήρικτες, πού ἔρχονται σέ
ἀντίθεση πρός τήν περί βαπτίσματος διδασκαλία τῆς πίστεως.
165. Τί
φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Τά περί τῆς
οὐσίας τοῦ βαπτίσματος διδάγματα τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἀνάλογα πρός τίς
περί προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες ἀντιλήψεις τους. ᾿Ενῶ
γιά μᾶς τό βάπτισμα καταργεῖ τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή τοῦ
βαπτιζομένου ἀναγεννώντας καί ἀναπλάσσοντας
αὐτόν(τό ἴδιο παρατηρεῖται καί στή δικαίωση), κατά τούς
Προτεστάντες, τό μυστήριο δέν ἐξαλείφει τήν οὐσία τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλ’ ἁπλῶς αἴρει τήν
ἐνοχή τήν ὀφειλόμενη τόσο σ’ αὐτό ὅσο καί στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν
βαπτιζομένων, χωρίς ὡστόσο νά καθιστᾶ ἅγιο καί δίκαιο τόν ἄνθρωπο, ἐνισχύοντας
ἁπλῶς τήν πίστη του κι ἐξασθενώντας τήν ὑφιστάμενη ἁμαρτία.
῾Η ἁμαρτία
στόν ἄνθρωπο συγχωρεῖται, ὄχι γιά νά μήν ὑπάρχει, ἀλλά γιά νά μήν
καταλογίζεται.
Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῎Οχι μόνο διαστρεβλώνουν τήν ἀληθινή ἔννοια
τῆς δικαιώσεως (ἄρση τῆς ἁμαρτίας καί ἀναγέννηση), ἀλλ’ ἔρχονται σέ ἀντίθεση
πρός τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς, κατά τήν ὁποία τό βάπτισμα εἶναι «λουτρόν
παλιγγενεσίας». ῾Ο ὅρος αὐτός ἐκφράζει θαυμάσια τήν οὐσία τοῦ βαπτίσματος. Τό
βάπτισμα κάνει τόν ἄνθρωπο νέα γένεση, τοῦ χαρίζει καινούργια πνευματική
ὕπαρξη, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, τό δηλητήριο τῆς
φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Τό βάπτισμα κατά τούς Διαμαρτυρομένους δέν
ἐπαναλαμβάνεται. Σ’ αὐτό συμφωνοῦν μέ τούς ᾿Ορθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς.
῞Ομως ἡ μή ἐπανάληψη αὐτή δέν ὀφείλεται στή μοναδικότητα τῆς πνευματικῆς
γεννήσεως, πού μόνο μιά φορά γίνεται (ὅπως
καίἡ φυσική γέννηση), οὔτε στό ὅτι τό
μυστήριο φέρει χαρακτήρα ἀνεξάλειπτο (Δυτικοί), ἀλλά στήν εἰδική συνθήκη
πού δημιουργεῖται στό βάπτισμα μεταξύ Θεοῦ
καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἀμετακίνητη καί ἀνεπανάλειπτη.
῞Οσοι ἐκ τῶν
Διαμαρτυρομένων δέχονται τό μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος ἀποδέχονται
καί τόν νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αὐτό ὅμως δέν γίνεται χωρίς ἀντίφαση πρός
τή θεμελιώδη προτεσταντική ἀρχή περί πίστεως, ὡς τῆς μόνης δυνάμεως πού
προσδιορίζει τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Πῶς μπορεῖ νά ἐνεργήσει τό βάπτισμα
στά νήπια, τά ὁποῖα στεροῦνται λόγου καί πίστεως; Πρός ἐξοικονόμηση τοῦ
πράγματος διατυπώθηκαν ἀλλόκοτες θεωρίες,· ὅτι τά νήπια
πού εἶναι εὐάρεστα στό Θεό καί
προστατεύονται ἀπό τούς ἀγγέλους, πιστεύουν κι αὐτά χωρίς νά
κατανοοῦν τό Θεό, ὅπως ὁ Δαβίδ στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἐξεδήλωνε τήν
ἀφοσίωσή του στό Θεό καί ὁ Βαπτιστής ᾿Ιωάννης σκιρτοῦσε ὁμοίως στήν κοιλιά τῆς
᾿Ελισάβετ, ὅταν αὐτή ἄκουε τό χαιρετισμό τῆς Παρθένου Μαρίας . ῎Αλλωστε ἡ
πίστη δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος καμιά φορά
τήν ἐμποδίζει, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τοῦ
παναγίου Πνεύματος.
Τέλος ὅσοι
ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, ᾿Αρμινιανοί, Μεννωνίτες,
᾿Αναβαπτιστές) ἀπορρίπτουν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος, φρονοῦντες
ὅτι εἶναι ἁπλή τελετή ἱδρυθείσα ὄχι ἀπό τόν Κύριο ἀλλά ἀπό τούς ᾿Αποστόλους γιά
τούς ἐξ ᾿Ιουδαίων καί ἐθνικῶν ἐπιστρέφοντας τῶν ὁποίων ἐδήλωνε δημόσια τήν
εἴσοδο στήν ᾿Εκκλησία, ἤ εἶναι ἁπλή εἰκόνα τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦἀνθρώπου
καί φραγίδα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν στούς πιστεύοντες καί μετανοοῦντες,
συναπορρίπτουν ὅλοι τόν νηπιοβαπτισμό, τοῦ ὁποίου δέν κατανοοῦν τή φύση καί
τούς σκοπούς.
166. Εἶναι
σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;
῎Οχι, δέν
εἶναι. Διότι, κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό βάπτισμα γιά νά εἶναι ἔγκυρο καί
κανονικό, πρέπει νά γίνεται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος καί διά τριπλῆς
καταδύσεως σέ ὕδωρ «εἰλικρινές», δηλαδή ἀμιγές καί καθαρό ῎Αν
λείπει ἕνας ἀπό τούς ὅρους αὐτούς τό μυστήριο εἶναι ἄκυρο. ῾Ως πρός τόν δεύτερο
ὅμως ὅρο, δηλαδή τήν τριπλή κατάδυση, δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία μεταξύ τῶν διαφόρων
χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν.
Τό
ρῆμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. ᾿Από
ἀρχαιοτάτων δέ χρόνων στήν ᾿Εκκλησία τό βάπτισμα ἐτελεῖτο διά
τριπλῆς καταδύσεως σέ ὕδωρ. Τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Εκκλησίας μαρτυροῦν τά σωζόμενα
βαπτιστήρια, εἰδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως τοῦ
ναοῦ, στά ὁποῖα βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι.
῾Ομοίως
μαρτυρεῖ ἡ πράξη τῶν ἀποσχισθεισῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ᾿Αρμενίων, Κοπτῶν καί
᾿Αβυσσηνίων, πού τελοῦν τό βάπτισμα διά καταδύσεως. Εἶναι ἐνδεικτικό. ὅτι οἱ Πατέρες
τῆς ᾿Εκκλησίας στάἔργα τους δέν μνημονεύουν ἄλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στήν
ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε τό ἔκτακτο καί κατ’ οἰκονομία βάπτισμα τῶν κλινικῶν,
δηλαδή τῶν ἀσθενῶν πού, καθηλωμένοι στό κρεβάτι, δέν μποροῦσαν νά μετακινηθοῦν,
τό ὁποῖο γινόταν δι’ ἐπιχύσεως καί ραντισμοῦ.
Στό
ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα στηριζόμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί
προφασιζόμενοι λόγους ἀστηρίκτους, τήν τρυφερή ἡλικία τῶν νηπίων, τά ὁποῖα ἄν
εἶναι ἀσθενικά κινδυνεύουν κατά τήν κατάδυση, τό γῆρας τῶν λειτουργῶν μέ τίς ἀρνητικές
ἐπιπτώσεις του, τό ἄτοπο τῆς γυμνώσεως προσώπων τοῦ ἑτέρου φύλου καί γενικά τίς
δυσκολίες ἀπό τό ψυχρό κλίμα τῶν βορείων χωρῶν, ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα τό
ἐκτάκτως γινόμενο βάπτισμα δι’ ἐπιχύσεως εἰσήγαγαν ὡς κανονικό τῆς ᾿Εκκλησίας
θεσμό. ῞Οτι ὅμως πρόκειται περί ἐπιζήμιας καινοτομίας στή σειρά πολλῶν
ἄλλων καινοτομιῶν τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, μετά τά ὅσα εἴπαμε δέν εἶναι δύσκολο νά
κατανοηθεῖ.
167. Μπορεῖ
ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;
Ναί μπορεῖ,
σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις. Τό βάπτισμα αὐτό εἶναι ὁμοίως βάπτισμα ἀνάγκης.
Γίνεται δέ συνήθως ἐνόψη ἐπικείμενου θανάτου. ῞Οταν, λόγου χάρη, ἕνα ἀβάπτιστο
παιδί ἀσθενήσει ξαφνικά καί κινδυνεύει νά πεθάνει, τότε μπορεῖ νά τό βαπτίσει
καί λαϊκός, ἄνδρας ἤ γυναίκα , κατά κανόνα ὅμως ὀρθόδοξος. Τό βάπτισμα μπορεῖ
νά τό κάνει σέ νερό ἁπλό καί φυσικό, κάνοντας τίς τρεῖς καταδύσεις καί λέγοντας
τά καθιερωμένα λόγια· «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος (ἤἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ τάδε... εἰς τό
ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀμήν». ᾿Ελλείψει ὕδατος
τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα). Καί στίς δύο
περιπτώσεις (κυρίως ὅμως στήν πρώτη) τό βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο καί δέν μπορεῖ
νάἐπαναληφθεῖ, ὅταν παρέλθει ὁ κίνδυνος θανάτου.
Τό ἔκτακτο
αὐτό βάπτισμα τελεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, διευρύνουσα ὅμως τόν κύκλο τῶν
προσώπων πού μποροῦν νά τό ἐπιτελέσουν. Σέ ἀντίθεση μέ τή δική μας ᾿Εκκλησία
πού ἐπιτρέπει τήν τέλεσή του μόνο σέ ὀρθόδοξους λαϊκούς, ἡ
Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία τό ἐπιτρέπει καί σέ μή χριστιανούς, σέ᾿Ιουδαίους καί σέ
ἐθνικούς. ῞Οτι ὅμως μιά τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τή «λογική» καί τόν φυσικό
κύκλο τῶν μυστηρίων, εἶναι ἄκρως μηχανική, εἶναι προφανές καί αὐτονόητο.
Καί οἱ
Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος ἀπό πρόσωπα λαϊκά,
ἐκτός ἀπό τούς Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀποδεχόμενοι ὅτι ὁ Θεός σώζει καί χωρίς
τό βάπτισμα τούς προορισμένους στήν αἰώνια ζωή, δέν δίνουν καμιά σημασία στό
ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
168. Ποιά
εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν
μυστηρίων;
῞Οπως
εἰπώθηκε στά προηγούμενα, ὁ τελετουργός τῶν μυστηρίων εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ
ἱδρυτής αὐτῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο ἱερέας εἶναι ἁπλόὄργανο διά
τοῦὁποίου ἐπιτελοῦνται τά μυστήρια.
Στό πνεῦμα
αὐτό ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας κρύβει ἐπιμελῶς τό πρόσωπό του κατά τήν τέλεση
τῶν μυστηρίων, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ
τύπο παθητικό (σέ τρίτο ἑνικό πρόσωπο) ὅπως· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ καί χρίεται, ἀρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται
κ.τ.λ.
᾿Αντίθετα
στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ὁ λειτουργός φέρεται νά τελεῖ ὁ ἴδιος τά μυστήρια,
ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο, ὅπως: ἐγώ σέ βαπτίζω, σέ
χρίω κ.ο.κ. Τό ὕφος αὐτό εἶναι ἐκφραστικό τοῦ ὀξέος χωρισμοῦ τοῦ κλήρου ἀπό τόν
λαό, πού παρατηρεῖται στή Λατινική᾿Εκκλησία.
β. ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ
169. Τί
εἶναι τό χρίσμα;
Εἶναι τό
ἱερό μυστήριο κατά τό ὁποῖο, χριομένων σταυροειδῶς μέ ἅγιο μύρο τῶν μελῶν τοῦ
βαπτισθέντος, κατέρχεται ἡ θεία χάρη ἡ ὁποία σφραγίζει τήν ἀρξάμενη νέα
πνευματική ζωή, διαπτύσσοντας τά χαρίσματα τοῦ βαπτίσματος σέ βίο προσωπικό,
θεοφιλῆ καί ἐνάρετο. Τό χρίσμα, ἄν καί τελεῖται συνειμμένως μέ τό βάπτισμα, δέν
εἶναι μέρος τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά μυστήριο αὐτοτελές καί ἴδιο. Εἶναι δέ
μυστήριο μή ἐπαναλαμβανόμενο.Στή Γραφή δέν ὑπάρχει σαφής μαρτυρία περί τῆς
ἱδρύσεως τοῦ χρίσματος ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Κύριο. ῾Υπάρχουν ὅμως πολλές καί
σημαντικές ἐνδείξεις. Εἶναι τά χωρία· «῾Ο δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ἡμῖν εἰς Χριστόν
καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς
τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς
καρδίαις ἡμῶν»· «καί ὑμεῖς τό χρῖσμα, ὅἐλάβετε ἀπ’ αὐτοῦ, μένει ἐν ὑμῖν, καί οὐ
χρείαν ἔχετε, ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς...». Στά χωρία αὐτά βέβαια ἡ χρίση
μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ μέ ἔννοια γενική, ὡς ἐσωτερική διά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος
βεβαίωση.Σημαντικότερη μαρτυρία περί τῆς θείας ἀρχῆς τοῦ χρίσματος καί
βεβαίωση, ὅτι τοῦτο εἶναι μυστήριο ξεχωριστό ἀπό τό βάπτισμα, εἶναι τά ὅσα
λέγονται στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, περί τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί᾿Ιωάννου,
οἱὁποῖοι στάλθηκαν στή Σαμάρεια γιά νά ἐπιθέσουν τά χέρια τους στίς κεφαλές τῶν
βαπτισθέντων ἀπό τό διάκονο Φίλιππο καί νά τούς μεταδώσουν Πνεῦμα ῞Αγιο.
῾Ομοίως καί
ὅ,τι λέγεται περί τοῦ Παύλου , ὁ ὁποῖος στήν ῎Εφεσο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν
χειρῶν του στίς κεφαλές τῶν δεχθέντων τό βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννου, μετέδωσε σ’ αὐτούς
Πνεῦμα ῞Αγιο.᾿Από τίς πιό πάνω διηγήσεις τῶν Πράξεων φαίνεται, ὅτι ἀρχικά τό
μυστήριο ἐτελεῖτο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων. ῞Οσο ὅμως
περνοῦσε ὁ καιρός καί στό μέτρο πού ὁ ἀριθμός τῶν πιστευόντων μεγάλωνε
καθημερινά καί ἦταν φυσικά ἀδύνατο νά ἐπαρκέσουν τά ἀποστολικά χέρια γιά τήν
τέλεση τοῦ μυστηρίου, ἡ χειροθεσία
ἀντικαταστάθηκε πιθανότατα ἀπ’ αὐτούς τούς
᾿Αποστόλους διά τῆς χρίσεως μέ ἅγιο μύρο, ἡ ὁποία γινόταν ὄχι μόνο ἀπό τόν
ἐπίσκοπο, ἀλλά καί ἀπό τούς ἱερεῖς. ῾Η χρισματική χάρη εἶναι διαφορετική ἀπό τή
βαπτισματική. ᾿Ενῶ τό ἱερό βάπτισμα δημιουργεῖ τή νέα
ὕπαρξη καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στή
νέα ἐν Χριστῷ ζωή, τό χρίσμα σφραγίζει μέ τίς δωρεές τοῦἁγίου Πνεύματος
τήν ὕπαρξη αὐτή, βοηθώντας τόν ἄνθρωπο, νά εἰσέλθει στό δόλιχο (ὁδό) τῶν
πνευματικῶν ἀγώνων καί ν’ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά τό ἀγαθό τοῦ ἱεροῦ
βαπτίσματος. ῞Οπως εἴπαμε στήν ἀρχή, τό χρίσμα εἶναι μυστήριο μή
ἐπαναλαμβανόμενο. Τελεῖται μία μόνο φορά, ὅπως καί τό βάπτισμα. ῾Η χρίση τῶν
προσερχομένων στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας δέν
εἶναι ἐπανάληψη τοῦ χρίσματος, ἐπειδή στήν αἵρεση, κι
ἄν ἔγινε τό χρίσμα, αὐτό εἶναι ἄκυρο καί ἀνύπαρκτο, ὅπως δέν εἶναι ἐπανάληψη
στίς περιπτώσεις τῶν ἀποστατῶν πού ἐπανέρχονται στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθ.
᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶ τό χρίσμα εἶναι τελετή τῆς ἐπανόδου τῶν μετανοούντων κάτω ἀπό
τίς εὐλογίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επίσης δέν θεωρεῖται μυστήριο ἡ διά μύρου
καθιέρωση ναῶν καί ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως καί ἡ περιβολή τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος
διά τυπώσεως μύρου.
170. Ποιός
εἶναι ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος;
᾿Ενῶ κατά
τήν πράξη τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ἡ χρίση διά μύρου , πού παρασκευάζεται μόνο
ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἐπιτρέπεται σέ ὅλους τούς ἱερεῖς, κατά τήν
᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης ἡ τέλεσή του ἐπιφυλάσσεται μόνο
στόν ἐπίσκοπο, ἐπιτρεπόμενη ἐκτάκτως καί σέ ἱερεῖς ὡς εἰδικό προνόμιο
παρεχόμενο σ’ αὐτούς ἀπό τόν Πάπα. ῾Η πράξη ὅμως αὐτή τῶν Παπικῶν δέν ἔχει
ἱστορικό ἔρεισμα. Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία τό μυστήριο ἐτελεῖτο σταθερά καί ἀπό
τούς ἱερεῖς. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱ ἐπίσκοποι πλεονεκτοῦν τῶν πρεσβυτέρων,
μόνο κατά τή χειροτονία, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά κάνουν οἱ ἱερεῖς. Κατά τά
ἄλλα συνεπῶς μποροῦν νά κάνουν ὅ,τι καί ὁ ἐπίσκοπος. ᾿Αλλά καί λογικῶς ἡ πράξη
αὐτή δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ,
διότι ἤ ἡ τέλεση
τοῦ χρίσματος ἀνήκει στούς ἐπισκόπους «θείῳ
δικαίῳ», ὁπότε δέν μπορεῖ νά χορηγηθεῖ στούς ἱερεῖς, εἴτε
χορηγεῖται σ’ αὐτούς ἐκ διατάξεως ἐκκλησιαστικῆς, ὁπότε ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου
ἐγκείμενη στή χειροτονία τους εἶναι κάτι τό κανονικό καί ὑγιές. Βαθύτερος λόγος
νά εἶναι ἄραγε ἡ ἔξαρση τοῦἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος;
171. Ποιός
εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος τελέσεως τοῦ χρίσματος;
Κατά
τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό χρίσμα τελεῖται
–ὅπως ἤδη σημειώσαμε– μετά τό βάπτισμα. Διά τῶν δωρεῶν τοῦ῾Αγίου Πνεύματος
κατασφραγίζεται ἡ νέα ὕπαρξη ἡ ἀναδυθείσα ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος,
ἐνῶ ὁ νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σέ προσωπικό ἔργο στίς
ψυχές τῶν βαπτισθέντων. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ῾Ομολογία παραινεῖ· «Παρευθύς
μετά τό βάπτισμα νά χρίῃ ὁ ἱερεύς τό βαπτιζόμενον εἰς τά
διωρισμένα μέλη, ἐπιλέγων τά λόγια «σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου». Στό σημεῖο
ὅμως αὐτόἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἀκολουθεῖ ἄλλη ὁδό· «Μπορεῖ μέν – ἀποφαίνεται ἡ
Ρωμαϊκή Κατήχηση– νά τελεσθεῖ τό χρίσμα μετά τό βάπτισμα, ὅμως αὐτό σέ λίγο
ὠφελεῖ, διότι τά παιδιά δέν μποροῦν ἀκόμη νά κάνουν χρήση τοῦ λογικοῦ τους, διά
τοῦτο καλόν εἶναι νά ἀναβάλλεται στό 12ο καί ἐν ἀνάγκῃ στό 7ο ἔτος· διότι ἡ
βεβαίωση δέν ὁρίστηκε ὡς ἀναγκαία εἰς σωτηρίαν, ἀλλά γιά νά παρασκευασθοῦμε
ἄριστα ν’ ἀγωνισθοῦμε γιά τήν πίστη μας στό Χριστό, σ’ αὐτό ὅμως τό εἶδος τῆς
πάλης κανένας δέν μπορεῖ νά θεωρήσει κατάλληλους αὐτούς πού
στεροῦνται τῆς χρήσεως τοῦ λόγου» . ῞Οπως
βλέπουμε, ἡ ἀναβολή τῆς χρίσεως στή Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία στηρίζεται
στήν ἔλλειψη κρίσεως καί λόγου στά μικρά παιδιά. ᾿Από ἄποψη λογική βέβαια τό
πράγμα δέν εἶναι ἀστήρικτο καί ἀδικαιολόγητο. Πῶς μπορεῖ ἀλήθεια νά ἀναχθεῖ
κανείς σέ ἀγῶνες πνευματικούς, ὅταν τό μυαλό του εἶναι ἀκόμη ἀνώριμο καίἡ
συνείδησή του ἀδιαμόρφωτη; ῞Ομως τό λογικῶς πιθανό καί εὔλογο δέν πρέπει νά
λαμβάνεται ὡς μέτρο ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων στό μυστηριακό καί ὑπερλογικό χῶρο
τῆς πίστεως.῎Αν ἐπιχειρήσουμε αὐτό, δέν θά μείνει τίποτε ὄρθιο, θά
ἀποδιοργανώσουμε ὅλα τά δόγματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα μέ πολλά καί
ἰσχυρά λογικά ἐπιχειρήματα. ῞Ομως καί στή λογική βάση ὑπάρχουν πολλά
ἀνερμήνευτα καί ἀνεξήγητα. ῎Αν ἡ ἔλλειψη λόγου εἶναι τό βασικό ἐπιχείρημα μή
τελέσεως τοῦ χρίσματος σέ νηπιακή ἡλικία, τότε γιατί τελοῦμε τό βάπτισμα στήν
ἡλικία αὐτή; Μήπως τά βαπτιζόμενα νήπια
ἔχουν ἀναπτυγμένη συνείδηση καί
λόγο; ῎Αλλωστε ἡ καταβολή τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀρχίζει ἤδη ἀπό τοῦ
λίκνου, ἄν μή καί ἐνωρίτερα. Γιά ποιό
λόγο νά στερηθεῖ τό νήπιο τῆς εὐεργετικῆς
ἐνέργειας τῶν δώρων τοῦ῾Αγίου Πνεύματος γιά τή βαθμιαία ἀνάπτυξη τοῦ χαρακτήρα
καί τῆς προσωπικότητάς του; Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά ἡ τέλεση τοῦ χρίσματος εὐθύς
μετά τό βάπτισμα ἀποτελεῖ πράξη ἀρχαιότατη τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντί πάσης ἄλλης
μαρτυρίας παραθέτουμε τή μαρτυρία τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου· «Οἱ φωτιζόμενοι
μετά τό βάπτισμα χρίονται χρίσματι ἐπουρανίῳ» .
172. Τί
φρονοῦν περί τοῦ χρίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Δέν δέχονται
τό χρίσμα ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο, ἀλλά σάν μιά ἁπλή τελετή μή ἀναγκαία γιά
τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία μπορεῖ νά στερηθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία χωρίς καμιά
βλάβη οὐσιαστική. ᾿Από τά μέσα ὅμως τοῦ ΙΖ´ αἰώνα καί μετά ἀπό εἰσήγηση τῆς
᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό χρίσμα τελεῖται παντοῦ (στήν Aγγλικανική ᾿Εκκλησία
ἀπό τούς ἐπισκόπους) σάν ἕνας ἐπίσημος θεσμός εἰσόδου τῶν βαπτιζόμενων παιδιῶν
στήν ᾿Εκκλησία, κατά τήν ὁποία ὁμολογοῦν τή διδασκαλία τῆς πίστεως
καί προπαρασκευάζονται νά μένουν πιστοί στήν
ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καίἑδραῖοι στή γεμάτη ἀπό κινδύνους ζωή αὐτή.
γ. Η ΘΕΙΑ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
173. Ποιά
εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;
῾Η
θεία εὐχαριστία τρέφει τόν ἄνθρωπο
πνευματικά, τόν ἁγιοποιεῖ καί τόν ἑνώνει μέ τό Θεό.
Εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο, στό ὁποῖο συγκροτεῖται καί ζεῖ ἡ᾿Εκκλησία,
ὡς ἡ ἐπί γῆς ἐνσάρκωση τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι
θεοποιητικό μυστήριο, ἡ συναγωγή καί συνένωση τοῦ κόσμου στή θεία λυτρωτική
ἐνέργεια. Εἶναι δέ, ὅπως καί τό βάπτισμα, μυστήριο κυριακό.῾Η θεία Εὐχαριστία
ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καί ταυτόχρονα θυσία.
Τό ἵδρυσε
ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τόσο μυριόλεκτο εἶναι αὐτό στή Γραφή, πού
κανείς δέν μπορεῖ ἀποχρώντως νά τό ἀρνηθεῖ. Οἱ περικοπές πού κάνουν λόγο περί
τῆς
συστάσεως
τοῦ μυστηρίου εἶναι· ᾿Ιωάν. 6, 27-69, ὅπου ὁ Σωτήρας ἐπαγγέλλεται τή σύσταση
τοῦ μυστηρίου, καί οἱ περικοπές· Ματθ. 26,20-29, Μάρκ. 14, 17-25, Λουκ. 22,
14-38 καίἡ Α´ Κορ. 11, 23-25, κατά τίς ὁποῖες τό ἑσπέρας πρό τοῦ Πάσχα (Πέμπτη)
ὁ Κύριος λαβών ἄρτον τόν εὐλόγησε καί ἀφοῦ τόν ἔκοψε τόν ἔδωσε στούς μαθητές
Του, εἰπῶν· «Λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου». ῾Ομοίως
λαβών τό ποτήριο καί εὐχαριστήσας τό
ἔδωκε στούς μαθητές του λέγων· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό
αἷμά μου τό τῆς καινῆς Διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν». Τό μυστήριο ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο σάν αἰώνιος θεσμός στήν
᾿Εκκλησία· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» .
174. Πῶς
παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;
῾Η
παρουσία τοῦ Κυρίου στή θεία εὐχαριστία
δέν εἶναι ἁπλός συμβολισμός, ἀλλά παρουσία πραγματική. ῾Ο Κύριος μέ
ὅλη τήν ὑπόστασή του βρίσκεται πραγματικά στόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς
εὐχαριστίας κατά τή στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων ἀπό τόν ἱερέα. ῾Η
ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου περιγράφει ἄριστα τό ζήτημα· «Τούτου ἐν τῇ ἱερουργίᾳ
πιστεύομεν παρεῖναι τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν οὐ τυπικῶς οὐδ’ εἰκονικῶς οὐδέ
χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις, οὐδέ κατά μόνην παρουσίαν,
καθώς τινες τῶν Πατέρων εἰρήκασι περί τοῦ βαπτίσματος, οὐδέ κατ’ ἐναρτισμόν,
ὥστε ἑνοῦσθαι τήν θεότητα τοῦ Λόγου τῷ προκειμένῳ τῆς εὐχαριστίας ἄρτῳ, καθώς
οἱ ἀπό Λουθήρου λίαν ἀμαθῶς καί ἀθλίως δοξάζουσι, ἀλλ’ ἀληθῶς καί πραγματικῶς,
ὥστε μετά τόν ἁγιασμόν τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι,
μετουσιοῦσθαι, μεταποιεῖσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τόν μέν ἄρτον εἰς αὐτό τό ἀληθές
τοῦ Κυρίου σῶμα, ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεέμ τῆς ἀειπαρθένου, ἐβαπτίσθη ἐν
᾿Ιορδάνῃ, ἔπαθε, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί
πατρός, μέλλει ἐλθεῖν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ· τόν δέ οἶνον
μεταποιεῖσθαι καί μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτό τό ἀληθές τοῦ
Κυρίου αἷμα, ὅπερ κρεμαμένου ἀπό τοῦ σταυροῦἐχύθη ὑπέρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς» .
᾿Από τήν
περιγραφή τῆς ῾Ομολογίας ἀνακύπτει ἀνάγλυφη ἡ περί θείας εὐχαριστίας
ὀρθόδοξη διδασκαλία. ῾Ο Χριστός στή θεία
εὐχαριστία δέν εἶναι παρών τυπικά καί εἰκονικά ἤ μέ τό πλήρωμα τῆς θείας
του χάριτος, ὅπως στά ὑπόλοιπα ἕξι μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας· ἀλλά βρίσκεται ὁ
ἴδιος πραγματικά παρών, στόν μέν ἄρτο κατά
τό ἄχραντο σῶμα του σέ ὅλες τίς φάσεις
τῆς ἀναπτύξεώς του ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο μέχρι τῆς ἐκ
δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρας του· στόν οἶνο δέ, κατά τό αἷμα του πού χύθηκε ἐπάνω
στό σταυρό.
Στό
μυστήριο τῆς εὐχαριστίας τά φυσικά στοιχεῖα
τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου χάνουν τή φυσική τους ὑπόσταση,
ἡ ὁποία μετατρέπεται στήν οὐσία τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ,
δηλαδή στό σῶμα καί τό αἷμα του.
᾿Αλλάζουν οὐσία, γιαυτό καί ἡ μεταβολή καλεῖται «μετουσίωση». Τό μόνο πού
παραμένει στά φυσικά στοιχεῖα εἶναι τά λεγόμενα συμβεβηκότα, αὐτά πού δέν
ἀνήκουν στήν οὐσία ἀλλά τήν περιβάλλουν, οἱ
φυσικές ποιότητες, ὅπως ἡ μορφή, τό βάρος, ἡ
ὀσμή, ἡ γεύση κ.τ.λ. Αὐτό εἶναι μέτρο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἡ ὁποία καλύπτει
κάτω ἀπό τά συμβεβηκότα τήν οὐσία τοῦ κυριακοῦ σώματος καί αἵματος, γιά νά
διευκολύνει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, πού σάν ἄνθρωποι ἀσθενεῖς δέν θά
ἄντεχαν νά μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή ὅπως στήν πραγματικότητα εἶναι, τό
σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.
175. Τί
φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία;
῎Αν
ἐξαιρέσει κανείς ὁρισμένες προτεσταντικές
παραφυάδες (Σωκινιανούς,᾿Αρμινιανούς), οἱ ὁποῖοι, ἐξετάζοντας
ὀρθολογιστικά τήν ἔννοια τῶν μυστηρίων, θεωροῦν τήν εὐχαριστία ὡς ἁπλή τελετή
κατά τήν ὁποία καταγγέλλεται ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου
καί μέ ὕμνους πανηγυρίζονται
καί δοξάζονται τά λυτρωτικά του
ἀποτελέσματα, οἱ ἄλλες προτεσταντικές ῾Ομολογίες
δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο μεταδοτικό τῆς θείας χάριτος, ἄν καί
διαφωνοῦν μεταξύ τους ὡς πρός τόν τρόπο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν
εὐχαριστία.
176. Τί εἶναι
ὁ ἐναρτισμός;
Εἶναι δόγμα
τῶν Λουθηρανῶν, διά τοῦ ὁποίου καταβάλλεται προσπάθεια νά ἑρμηνευθεῖ ἡ
πραγματική παρουσία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στή θεία
εὐχαριστία.
Οἱ
Λουθηρανοί δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο, στό ὁποῖο «ἐν τῷ ἄρτῳ, σύν τῷ
ἄρτῳ καί ὑπό τόν ἄρτον» μεταδίδεται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στούς μέν πιστούς εἰς
σωτηρίαν, στούς δέ ἀπίστους εἰς κατάκριμα. ῾Ομοίως ἐν τῷ οἴνῳ μεταδίδεται τό
αἷμα τοῦ Κυρίου. ῾Η παρουσία αὐτή τοῦ Κυρίου δέν εἶναι μέν μετουσίωση, εἶναι
ὅμως πραγματική καί ὑποστατική καί ὄχι ἁπλῶς δυναμική.
῾Ως
παράδειγμα διασαφητικό οἱ Λουθηρανοί φέρουν τό παράδειγμα τῆς ἕνωσης τῶν φύσεων
στό Χριστό. ῞Οπως δηλαδή στό χριστολογικό μυστήριο ἡ θεία φύση ἑνώνεται μέ τήν
ἀνθρώπινη χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη, ἔτσι καί στήν εὐχαριστία ἑνώνονται τά
στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η
παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο εἶναι μέν πραγματική, δέν γίνεται
ὅμως σωματοειδῶς, καταληπτῶς καί περιγραφικῶς,
ἀλλά κατά τρόπο πνευματικό, ἀκατάληπτο καί ὑπερφυσικό. ᾿Επειδή δέ δέν
συμβαίνει μετουσίωση, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ
στό μυστήριο διαρκεῖ μόνο κατά τήν τέλεση τῆς
ὅλης διαδικασίας ἀπό τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Κυρίου μέχρι τή μετάδοση τῶν
τιμίων δώρων στούς πιστούς. ῎Εξω ἀπό τή χρήση αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ παύει
νά ὑφίσταται. Φυσική συνέπεια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι ὅτι τά
ὁρατά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου
τῆς εὐχαριστίας, ἐπειδή δέν μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ, δέν μποροῦν καί δέν πρέπει νά εἶναι ἀντικείμενο
προσκυνήσεως καί λατρείας. Στή διατύπωση τῆς θεωρίας του ὁδηγήθηκε
ὁ Λούθηρος ἀπό τή μιά μεριά γιά ν’ ἀποφύγει τή θεωρία τῆς μετουσιώσεως τῆς
Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἀπό τήν ἄλλη τή συμβολική περί
εὐχαριστίας ἀντίληψη τῶν ἄλλων προτεσταντικῶν
῾Ομολογιῶν. ᾿Εντούτοις ἀντί νά ἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ, τό ἔκανε περισσότερο πολύπλοκο καί
δυσνόητο. ᾿Απόβλητη κυρίως εἶναι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς θεωρίας
μέ βάση τό χριστολογικό δόγμα. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ἕνωση
προσωπική (στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου), ἐνῶ στόν ἐναρτισμό εἶναι ἕνωση
μυστηριακή, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν νοητική τοῦ ἀνθρώπου κατάληψη.᾿Απότήν
ἄλλη μεριά ἡ ἄρνηση προσκυνήσεως τῶν τιμίων δώρων ἀντιβαίνει πρός τό ἔθος καί
τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.
177. Τί
εἶναι ἡ θεωρία της «πανταχού παρουσίας»
Εἶναι θεωρία
λουθηρανική συναφής πρός τόν ἐναρτισμό, διά τῆς ὁποίας ὁμοίως καταβάλλεται
προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς θείας
εὐχαριστίας. ῾Ο ὅρος, παραγόμενος ἀπό τή λατινική λέξη «παντοῦ», ἀναφέρεται στό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία
εὐχαριστία. ῾Η θεωρία εἶναι πολύ ἁπλουστευτική, ἀπόβλητη καί ἐσφαλμένη.Τό
χριστολογικό της ὑπόβαθρο εἶναι ἐντελῶς
σαθρό. Βασίζεται σέ μιά πολύ κακή ἀντίληψη περί ἀντιδόσεως
τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό Χριστό. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθή ἀντίληψη οἱ φύσεις
ἀντιδίδουν τά ἰδιώματά τους ἡ μία στήν ἄλλη στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
μένοντας ἀσυγχύτως ἑνωμένες, κατά τή Λουθηρανική ἀντίληψη ἡ ἀντίδοση γίνεται
ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, πράγμα πού ὁδηγεῖ στό μονοφυσιτισμό. ῾Η ἀνθρώπινη φύση
λαμβάνει ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως, τήν παντοδυναμία, τήν πανσοφία καί τήν
πανταχοῦ παρουσία, κινδυνεύουσα νά ἐξέλθει τῶν ὁρίων τῆς πεπερασμένης της
φύσεως.Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἐθεώθη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔπαυσε
ὡστόσο νά εἶναι καθ’ αὐτό σῶμα πεπερασμένο καί κτιστό. ῎Ετσι, ὁρατό καί
περιγραπτό, φανερώθηκε στούς μαθητές μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀναλήφθηκε
στούς οὐρανούς καί πρόκειται νάἐπανέλθει στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο . ῾Ο
Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό σῶμα καί τή θεότητά του βρίσκεται πανταχοῦ
παρών καίὄχι μοναχή της ἡἀνθρώπινη φύση του.
Στά
χωρία τῆς Γραφῆς στάὁποῖα στηρίζεται ἡ
θεωρία αυτή: «ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς
θεότητος σωματικῶς» , «ὁ καταβάς αὐτός ἐστι καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν
οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καίἐπί
γῆς» , δέν ἀναφέρονται στόν ἄνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα πού δέν θά εἶχε
νόημα, ἀλλά στό Θεάνθρωπο Κύριο. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ἡ Δ´ Οἰκουμενική
Σύνοδος κατά τοῦ Εὐτυχοῦς καίἡ Ζ´ κατά τῶν Εἰκονομάχων, ἀπορρίψασαι τά
διδάγματα τῶν αἱρετικῶν, ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου ἦταν ἄπειρη καί ἀπερίγραπτη,
δίδαξαν ὀρθῶς ὅτι ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων γίνεται
συγκεκριμένα (δηλ. στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ) καί ὄχι ἀφηρημένα,
δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔπαθε καί ὄχι ἡ θεότητα, ἤ ὅτι ὁ Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση του
εἶναι πανταχοῦ παρών καί ὄχι ἡ ἀνθρωπότητά του.
Τέλος εἶναι
ἀλλόκοτη ἡ ἰδέα ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή
θεία εὐχαριστία. ῎Αν ἦταν ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Κυρίου θά ἦταν παρόν καί σέ κάθε
φυσική τροφή καί δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά τό μεταλαμβάνουμε εἰδικά στή θεία
εὐχαριστία. Θά τό τρώγαμε καί στά λάχανα!
178. Τί
φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες;
Οἱ
᾿Αναμορφωτές, ἀπορρίπτοντες ὅλοι τήν περί πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
διδασκαλία τοῦ Λουθήρου, δέν ἔχουν ὡστόσο ἑνιαία μεταξύ τους περί τοῦ μυστηρίου
ἀντίληψη. ῞Οπως καί εἰς ὅλα τά ἄλλα ζητήματα, ἔτσι καί ἐδῶ ἐπηρεάζονται λίγο
πολύ ἀπό τίς ἰδιαίτερες θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.Οἱ
Ζβιγγλιανοί, φρονοῦντες ὅτι τό Πνεῦμα τό῞Αγιο δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐξωτερικά
μέσα καί ἀγωγούς γιά νά ἐνεργήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, διδάσκουν, ὅτι τά
στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι πραγματικά τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου,
ἀλλ’ εἰκονίζουν ἁπλῶς αὐτά, ὅπως μέ εἰκονική ἔννοια λέγεται περί τοῦ Χριστοῦ,
ὅτι εἶναι «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή», (ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀμπέλι, ἀλλ’ εἰκονίζεται
ἁπλῶς ἔτσι). Συνεπῶς ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι
ἐχέγγυα καί ὄργανα τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἰκόνες αἰσθητές
τοῦ σταυρωθέντος καί ἀποθανόντος Χριστοῦ. Στή μετάληψη δέν γίνεται πραγματική
κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνον ὅσοι πιστεύουν
κοινωνοῦν τῶν εὐεργετημάτων τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου.῾Ο Καλβίνος διδάσκει
ἀντίθετα πράγματα ἀπό τόν Ζβίγγλιο. Κατ’ αὐτόν ἡ μετάληψη δέν εἶναι ἀναμνηστικό
δεῖπνο, ἀλλά δεῖπνο στό ὁποῖο ὁ Χριστός μᾶς μεταδίδει τή σάρκα καί τό αἷμα του.
Τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνο εἰκόνες, ἀλλά ἐχέγγυα καί σφραγίδες
τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτοῦ ἑνώσεως τῶν
πιστευόντων. ῾Η διδασκαλία αὐτή τοῦ Καλβίνου φαίνεται νά εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν
ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Λουθήρου· ἐντούτοις οἱ δύο διδασκαλίες διαφέρουν
ὀξύτατα μεταξύ τους σέ ἕνα κύριο καί βασικό σημεῖο. ᾿Ενῶ ὁ Λούθηρος διδάσκει
ἐναρτισμό (μυστηριακή ἕνωση τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ), ὁ
Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ἕνωση μόνο μέ τίς ψυχές τῶν πιστευόντων διά τῆς
δυνάμεως τοῦ
῾Αγίου
Πνεύματος, τό ὁποῖο μεταβιβάζει σ’ ἐμᾶς τό Χριστό ὄχι ἀπό τό θυσιαστήριο, ἀλλ’
ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν οὐρανό. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις βασικό στοιχεῖο τῆς
λειτουργίας τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πίστη.῾Η πιό πάνω εἰκονική-συμβολική
περί εὐχαριστίας διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεση μέ τόν
περί εὐχαριστίας πραγματισμό τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Θά ἀναφέρουμε μερικά μόνο
παραδείγματα. Μετά τό θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στήν ἕρημο ὁ
Κύριος, ἐλέγχοντας τούς παχυλούς ᾿Ιουδαίους
ὅτι ἐπιζητοῦν βρώματα ὑλικά,
τούς παρότρυνε νά ἐπιζητοῦν πνευματικές τροφές,
ἐννοώντας στήν ἀρχή τό λόγο του καί κατόπιν τή βρώση τοῦ σώματος καί τήν πόση
τοῦ αἵματός του. Τούς εἶπε δέ «ὁἄρτος, ὅν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, ἡ
σάρξ μου ἐστίν» [244]· καί «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα
ἔχει ζωήν αἰώνιον» .῞Οτι πραγματικά ἐννοοῦσε τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος δείχνει ἡ
ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν του, οἱ ὁποῖοι δυσφορώντας ἔλεγαν·
«Πῶς δύναται οὗτος δοῦναι ἡμῖν τήν σάρκα
φαγεῖν»; ῾Ομοίως καί οἱ μαθητές· «Σκληρός
ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» . Καί
ὁ Παῦλος, ἀποκαλώντας τό κυριακό δεῖπνο «κοινωνίαν» τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος
τοῦ Χριστοῦ, τό βρίσκει ἀσυμβίβαστο πρός τήν κοινωνία τῶν εἰδωλοθύτων, πού
φυσικά δέν ἦταν τροφή συμβολική ἀλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τούς τονίζει· «῞Ος
ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ
σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου» Πῶς ὅμως ἐνοχοποιεῖται κάποιος ὅταν
τρώγει κάτι πού δέν εἶναι πραγματικό, ἀλλά εἰκονικό; ᾿Αλλά καί κατά τούς
Πατέρες ἡ Εὐχαριστία, ἡ προτυπωθείσα στήν Π. Διαθήκη ὑπό τοῦ μάννα, τοῦ
Πασχάλιου ᾿Αμνου, τῆς θυσίας τῶν Μελχισεδέκ κ.ἄ., ἄν καί κατά τήν αἴσθηση καί
τή γεύση φαίνεται ἁπλός ἄρτος καί οἶνος, ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀλλά τό πραγματικό
σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ· τήν πραγματικότητα δέ αὐτή τήν χρησιμοποιοῦσαν
σάν ἐπιχείρημα κατά τῶν Δοκητῶν, πού ἀρνοῦνταν τή σωματική φύση τοῦ Κυρίου.
179. Ποιός
εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;
῾Η θεία
εὐχαριστία δέν εἶναι μόνο μυστήριο, ἡ μεταβολή δηλαδή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου
εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί θυσία πραγματική, ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ
συνεχιζόμενη καί ἐφαρμοζόμενη γιά τή σωτηρία
τῶν πιστῶν. ῎Ηδη στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχουν
προτυπώσεις τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς θείας εὐχαριστίας, κυριότερη
τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θυσία τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ. ῾Ο δέ προφήτης Μαλαχίας
παρουσιάζει τόν Κύριο νά μή προσδέχεται τίς θυσίες τῶν ῾Εβραίων, ἀλλά τήν μία
καί καθαρή θυσία, τήν ὁποία προσφέρουν σ’ αὐτόν σέ κάθε τόπο, τά ἔθνη ἀπό
ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν. ᾿Αλλά καί στήν Κ. Διαθήκη ὁ Κύριος στούς ἱδρυτικούς
λόγους τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καλεῖ τό ποτήριο
«αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης περί πολλῶν
ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τόσο στή σταυρική θυσία τοῦ
Γολγοθᾶ, ὅσο καί στή θυσία τῆς εὐχαριστίας, στήν ὁποία ἡ μεγάλη ἐκείνη θυσία
περιβάλλεται συνεχή μορφή στήν ᾿Εκκλησία, ὁ Χριστός παρουσιάζεται ὡς θύτης
συγχρόνως καί θύμα, ὡς μέγιστος ἀρχιερέας προσφέρων τόν ἑαυτόν του ὑπέρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς. Βεβαίως ὑπάρχει καί διαφορά μεταξύ τῶν δύο θυσιῶν. Εἶναι
δέ αὐτή ὄχι στή φύση τῶν θυσιῶν πού εἶναι ἡ ἴδια καί στίς δύο, ἀλλά
α) στό ὅτι ἡ μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ εἶναι αἱματηρή ἐνῶ τῆς θείας εὐχαριστίας
εἶναι ἀναίμακτη καί β) ἡ πρώτη ἔγινε μιά φορά γιά πάντα στό Γολγοθᾶ εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν καί γιά τή ζωοποίηση τοῦ κόσμου, ἐνῶ
ἡ δεύτερη ἐπαναλαμβάνεται
συνεχῶς στά θυσιαστήρια τῶν ἱερῶν ναῶν γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων.
180. Μπορεῖ
νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα στήν ἴδια
ἐκκλησία καί πάνω στό ἴδιο θυσιαστήριο;
Φυσικά ὄχι.
῾Ως λογική λατρεία καί προσφορά πρός τό Θεό, στήν ὁποία μετέχει ὡς σύνολο τό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κλῆρος καί λαός) μιά φορά μόνο την ημέρα μπορεῖ νά
τελεσιουργεῖται. ᾿Αντίθετα ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἀποκλίνουσα ἀπό τό
ἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέπει τήν καθημερινή τέλεση πολλῶν θυσιῶν στό
ἴδιο θυσιαστήριο καί στόν ἴδιο ναό καί μάλιστα ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα καί χωρίς τή
συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερό, ὅτι στήν πράξη αὐτή ἀποσκοπεῖται ἡ
ἔξαρση τοῦ κλήρου, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὑπέρ τόν λαόν,
πράγμα σύμφωνο πρός τό γενικότερο κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας
αὐτῆς.
181.
Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα
τῆς εὐχαριστίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι, θέλοντας νά πολεμήσουν τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ ἱερατείου,
πού προφανῶς συνδέεται μέ τήν ἰδέα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας, πολέμησαν
σφοδρῶς τό δόγμα τό ὑπό τῶν ᾿Ορθοδόξων καί τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν πρεσβευόμενο, φρονώντας ὅτι ἡ ἐκδοχή τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας
ζημιώνει τήν ἔννοια τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ καί ἐξασθενίζει τή δύναμη
καί τήν ἀξία της.
Δέν ἔχουν
ὅμως δίκαιο. Οἱ λόγοι τοῦ᾿Αποστ. Παύλου· «Οὐχί οἱ ἐσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί
τοῦ θυσιαστηρίου εἰσιν;» «οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης
δαιμονίων» · «ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν
ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες» , ὅπου
ὁ ἱερός συγγραφέας ἀντιβάλλει τό θυσιαστήριο τῆς τραπέζης τοῦ
Κυρίου πρός τό εἰδωλολατρικό θυσιαστήριο τῶν ἐθνικῶν, καμία ἀμφιβολία δέν
ἀφήνουν, ὅτι τό θυσιαστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι πραγματικό καί ὅτι ἡ
προσφερόμενη σ’ αὐτό θυσία εἶναι θυσία πραγματική. Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρουν
καί οἱ μαρτυρίες
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (᾿Ιουστίνου, Κυρίλλου
῾Ιεροσολύμων, Χρυσοστόμου κ.ἄ.), ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες λειτουργίες, πού
ἀναμβισβήτητα παριστάνουν τήν εὐχαριστία ὡς πραγματική θυσία. Εἶναι
ἐνδεικτικό δέ, ὅτι καί οἱ Δοκῆτες πού ἀρνοῦνταν τήν πραγματική παρουσία
τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, συναπέρριπταν καί τόν χαρακτήρα τῆς
εὐχαριστίας ὡς θυσίας.
῾Η
θεία εὐχαριστία εἶναι ἀφ’ ἑνός ἀναπαράσταση τῆς σταυρικῆς
θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ, καθόσον διά
τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων
δώρων παριστᾶ ἤ συμβολίζει τήν ἐν αἵματι θυσία, τόν
πραγματικό χωρισμό τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό σταυρό,
ἀφ’ ἑτέρου δέ πραγματική θυσία στήν ὁποία ὁ Χριστός παρίσταται ὡς ἀρχιερέας
τελῶν ἐπί τῆς γῆς ὅ,τι τελεῖ καί στόν οὐρανό. Οὔτε εἶναι σωστή ἡ αἰτίαση, ὅτι
ἀποδεχόμενοι τήν εὐχαριστία ὡς θυσία, προσκρούουμε στή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, διά
τῆς ὁποίας «ἅπαξ ἐπί συντελείᾳ τῶν αἰώνων εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διά τῆς θυσίας
αὐτοῦ πεφανέρωται» «μιᾷ γάρ προσφορᾷ τετελείωκεν
εἰς τό διηνεκές τούς ἁγιαζομένους» . ῞Οπως προειπώθηκε,
καί στίς δύο θυσίες ὁ θυόμενος εἶναι ὁ ἴδιος, στή μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ
προσφερθείς ὑπέρ πάντων, στή θυσία δέ τῆς εὐχαριστίας προσφερόμενος
γιά τήν προσωπική οἰκείωση τῶν ἀπό τοῦ
σταυροῦ ἀγαθῶν.῎Οχι μόνο δέν μειώνεται ἡ μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλά
τοὐναντίον διά τῆς εὐχαριστίας ἀποκαλύπτεται ὁ ἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς χάριτος
στήν ὁλότητά του καί στήν πρώτη ζωηφόρο στό σταυρό παράστασή του.
182. Ποιές
εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ;
Στή θεία
εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι παρών μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του στά ὁποῖα
μεταβάλλονται τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. ῾Ο Χριστός εἶναι
παρών στήν εὐχαριστία ὄχι μόνο κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά
τήν κοινωνία αὐτῶν ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί μετά ταῦτα. Τό εὐχαριστιακό
μυστήριο δέν εἶναι προσωρινό καί
καταργούμενο. ῾Η ἀλήθεια αὐτή φαίνεται στήν πράξη τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία τά ἁγιασθέντα τίμια δῶρα φυλάσσονταν στούς ναούς καί
μεταφέρονταν ἀπό τούς διακόνους στά σπίτια καί στίς φυλακές γιά νά κοινωνήσουν
οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ αἰχμάλωτοι . Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρει καί τό ἔθος νά
παραλαμβάνεται ἡ εὐχαριστία ἀπό πιστούς, ἀσκητές καί ὁδοιπόρους γιά κατ’ ἰδίαν χρήση,
ὅπως καί ἡ ἱερουργία τῆς εὐχαριστίας ἀπό ἄρτο καί οἶνο πού προαγιάσθηκαν κατά
τή λειτουργία τῶν προηγιασμένων. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δείχνει καί ἡ
λατρευτική προσκύνηση τῶν τιμίων δώρων. Οἱ πιστοί κλίνουν γόνυ κατά
τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν εἴσοδο τῶν προηγιασμένων,
θεωρώντας τόν ναό ὄχι ἁπλῶς σάν τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν, ἀλλά σάν
πραγματικό οἶκο Θεοῦ, στόν
ὁποῖο ὁ Θεός παραμένει
ὑπό τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας.
Πρέπει
βέβαια νά σημειωθεῖ, ὅτι τά δῶρα τῆς θείας εὐχαριστίας δέν λατρεύονται καθ’
ἑαυτά ἄσχετα πρός τό εὐχαριστιακό μυστήριο, γιατί ὡς τέτοια εἶναι ἁπλά
φυσικά στοιχεῖα καί ἡ
λατρεία τους εἶναι σαφῶς εἰδωλολατρία·
ἀλλά λατρεύονται γιατί εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη φύση
τοῦ Χριστοῦ δέν λατρεύεται καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά γιατί εἶναι ἡ φύση τοῦ
ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
183. ῞Οταν
κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο μέρος κοινωνοῦμε ἀπό τό
σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;
Τό ἐρώτημα εἶναι
ἄχρηστο, γιατί δέν κοινωνοῦμε ποσοτικά ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στή
θεία μετάληψη δεχόμαστε ὁλόκληρο τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι μέρος
αὐτῶν πού ἀναλογεῖ στήν ποσότητα καί τήν ἔκταση τῆς μερίδας τῶν θείων
ἁγιασμάτων. ῾Ο ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως,
«μερίζεται
καί διαμερίζεται... ὁ μελιζόμενος καί μή
διαιρούμενος». ῎Αν δέ ὑπάρχει μερισμός, αὐτός δέν ἀφορᾶ στήν οὐσία
τῆς μυστηριακῆς σαρκός καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στά συμβεβηκότα, στά
ὁποῖα ὑποκρύπτεται τό ἀπερινόητο μυστήριο. ῾Ο ἄρτος καί ὁ οἶνος τεμαχίζονται,
ὡς στοιχεῖα ἀνούσια καί ἐξωτερικά, καί ὄχι ἡ οὐσία τους ἡ ὁποία
μεταβλήθηκε
σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Καί δέν κοινωνοῦμε μονάχα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος
τοῦ Χριστοῦ, στά ὁποῖα ἑστιάζεται τό ἄχραντο μυστήριο, ἀλλά καί κάτι
περισσότερο, τῆς ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (σῶμα - αἷμα -
ψυχή), ἐπί πλέον δέ καί τῆς θεότητάς του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστα ἑνωμένη μέ
τήν ἀνθρωπότητα (οἱ φύσεις στό Χριστό εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένες) καί ὅλου τοῦ
τριαδικοῦ Θεοῦ (ἀφοῦ ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη, εἶναι
ὁμοούσια μέ τή θεότητα τῶν δύο
ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ
Θεοῦ). Μέ μία λέξη κοινωνοῦμε τοῦ ὅλου
Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν
θεοποιητικό μυστήριο.
184. Τό σῶμα
καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο, σέἕνα ναό καί σέ μία
θεία λειτουργία;
῎Οχι. Αὐτό
μᾶς ἀπαγορεύει νά τό σκεφθοῦμε ἡ ὁλότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ σώματος καί τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα στήν εὐχαριστία ὄχι ἐκτατῶς καί
ποσοτικῶς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα ὄχι σέ ἕνα μόνο ἱερό
ποτήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά ποτήρια καί σέ ὅλες τίς λειτουργίες πού τελοῦνται σέ
ὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς πού ὑπάρχουν σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς.
Αὐτό φυσικά συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή τό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν. ῞Οπως εἴδαμε στά
προηγούμενα, ἡ ἰδέα αὐτή τήν ὁποία διατύπωσε ὁ Λούθηρος, εἶναι
ἐντελῶς ἀσύστατη καί ἀπορριπτέα,
καθότι ἀποδίδει στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ καθ’ ἑαυτό τήν
ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ παρουσίας, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνο στό
Χριστό (ὡς Θεό).
Τό μυστήριο
τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, ὅπως καί ἡ μεταβολή τῶν στοιχείων
τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς καί τό μυστήριο
τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα
μυστήρια τῆς
χριστιανικῆς
πίστεως, τά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει ἡ
φυσική τοῦ ἀνθρώπου διάνοια. Πῶς ὁ Χριστός εἶναι «ὅλος ὅλῳ, ὅλος μέρει καί ὅλος
ἐκτός τοῦ ὅλου», δηλαδή εἶναι παρών ὅλος σέ ὅλη τήν ποσότητα τῆς
θείας κοινωνίας, ὅλος σέ κάθε μέρος
αὐτῆς καί ὅλος ἔξω ἀπ’ αὐτήν σέ ὅλους τούς τόπους πού
τελεσιουργεῖται τό μυστήριο, εἶναι κάτι πού συντρίβει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί τό
ὁποῖο γνωρίζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι δέ φανερό ὅτι καμία ἀναλογία ἀπό τήν
περιοχή τῆς φυσικῆς αἰσθήσεως καί τοῦ πνεύματος δέν μπορεῖ νά παραδειγματίσει
τό φρικῶδες μυστήριο τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.
185.
῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;
῎Οχι δέν
ὑπάρχει. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ σ’ ἕνα κοσμικό
δεῖπνο οἱ προσκαλεσμένοι θά μετάσχουν στήν παρατιθέμενη τράπεζα,
ἔτσι καί στό δεῖπνο
τοῦ Θεοῦ πού παρατίθεται στήν
᾿Εκκλησία, ὅσοι μεταβαίνουν στή θεία λειτουργία ἐξυπακούεται, ὅτι
θά λάβουν μέρος στό οὐράνιο θεῖο δεῖπνο. Οἱ
ἐκκλησιαζόμενοι πιστοί εἶναι συνδαιτυμόνες στή μυστική
θεία τροφή. ῎Αλλωστε στό τραπέζι τοῦ Θεοῦ, ὅπου παρατίθεται ὁ σταυρωμένος καί
ἀναστημένος Χριστός, καλοῦνται οἱ πιστοί ἀπό τόν ἱερέα νά μετάσχουν· «Μετά
φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». ῾Η κλήση προσέλευσης εἶναι συλλογική
καί ἀτομική. ῾Επομένως σέ κάθε θεία λειτουργία ὁ πιστός ἔχει τό δικαίωμα καί τή
δυνατότητα νά κοινωνήσει. Δέν ὑπάρχουν φραγμοί ἀντικειμενικοί στή μυστηριακή
προσέλευση.
Μόνο ἀπό
ἄποψη ὑποκειμενική μπορεῖ νά ὑπάρξουν φραγμοί στήν ἐπιτέλεση τοῦ ὑπέρτατου
χρέους. ᾿Εννοοῦμε τήν ψυχική κατάσταση τοῦ κοινωνοῦντος, ἄν δηλαδή αὐτός εἶναι
ἄξιος, νά φιλοξενήσει μέσα του τόν σφαγιασμένο ᾿Αμνό τοῦ Θεοῦ, ἄν εἶναι καθαρός
νά δεχτεῖ τή φωτιά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη
ἠθική καί πνευματική προετοιμασία, τήν ὁποία θά σταθμίσει στή
συνείδησή του ὁἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση φυσικά μέ τόν
πνευματικό του πατέρα.
῞Οπως καί σέ
ὅλα τά ἄλλα πνευματικά πράγματα, ἔτσι καί ἐδῶ χρειάζεται ἡ δέουσα ἐξισορρόπηση.
Οὔτε ν’ ἀργεῖ κανείς πολύ νά προσέρχεται στήν μυστική τράπεζα τοῦ Θεοῦ, γιατί
ὑπάρχει κίνδυνος νά καταποθεῖ ἀπό τό δαίμονα, οὔτε πάλι νά
εἶναι πολύ πρόχειρος καί βιαστικός, γιατί
ὑπάρχει κίνδυνος νά περιπέσει σέ μία τυπικότητα καί σ’ ἕνα ἐθισμό,
πού θ’ ἀμβλύνουν στήν ψυχή του τήν αἴσθηση τῆς σημασίας καί τῆς σπουδαιότητας
τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Πῶς νά νιώθουν ἄραγε οἱ ἱερεῖς, οἱὁποῖοι εἶναι
«ὑποχρεωμένοι» ὄχι ἁπλῶς νά κοινωνοῦν σέ κάθε θεία λειτουργία, ἀλλά νά
καταλύουν στό τέλος ὁλόκληρη τήν ποσότητα τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου;
Βλέπει ὁρισμένους κανείς καί νιώθει ἄβολα, κυρίως ὅταν βιάζονται.
186. Ποιοί
εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;
῾Η θεία
εὐχαριστία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσεως. Σ’ αὐτό
παρατείνεται καί ἐφαρμόζεται ἡ σωστική περί τόν ἄνθρωπο θεία οἰκονομία, ὁ
σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στήν ἱστορία ἐφαρμόζοντας τό λυτρωτικό ἔργο Του,
ἀνανεώνεται τό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μέ τό Θεό καί
μεταξύ τους καί ἡ φυσική κτίση ἁγιάζεται, προσφέροντας τά φυσικά στοιχεῖα της,
τό ψωμί καί τό κρασί της, γιά νά γίνουν σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Στήν
εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος εἰσχωρεῖ βαθιά στό
Θεό. «῾Ο τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων
μου τό αἷμα μένει ἐν ἐμοί κἀγώ
ἐν αὐτῷ» , λέγει ὁ Σωτήρας· ἐμφυτεύεται μυστικά στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ· «῞Εν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός
ἄρτου μετέχομεν». Μετέχοντας στήν εὐχαριστία ὁ πιστός γίνεται
φοβερός στούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τρέμουν μπροστά στή θεανθρώπινη συνδρομή
(ὅπως ἔτρεμαν στή θέαση τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τή
φωτιά τοῦ Θεοῦ, πού τούς δίνει δύναμη νά νικήσουν τήν ἁμαρτητική τῆς φύσεως
ὁρμή καί τά πάθη τους καί νά λάβουν ἄφεση τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων τους (ὄχι
φυσικά τῶν θανασίμων, γιατί ἡ ἄφεση γι’ αὐτά δίνεται μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς
μετάνοιας, πού εἶναι σέ σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας).
῎Εχοντας μέσα
του τό Θεό ὁ πιστός νιώθει ἄφατη γλυκύτητα καί χαρά σ’ ἕναν κόσμο πού συχνά
μόνο πίκρα ξέρει νά κερνᾶ τόν ἄνθρωπο· γεύεται μέσα του «τήν ἀγαλλίασιν τοῦ
σωτηρίου» , τήν ψυχή του ὡραΐζει ἡ ἐλπίδα τῆς θείας βασιλείας. ᾿Οχυρωμένος στό
Θεό ὁ ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τίποτε, καμιά ἐχθρότητα, κανένα ἀντίξοο σύμβαμα στή
ζωή. Νιώθει τήν ψυχή του σάν τόν ἀγρό στόν ὁποῖο ἦταν κρυμμένος ὁ
ἀνεκτίμητος θησαυρός,
νιώθει ὁ εὐτυχέστερος καί πλουσιότερος τῶν ἀνθρώπων πού κατέχει τό Θεό καί τά
σύμπαντα. Νιώθει ὅτι ἀξίζει νά ζεῖ τή ζωή του, ὁτιδήποτε κι ἄν τοῦ συμβαίνει.
Εἶναι αἰσιόδοξος, εἰρηνικός καί πράος.
Μέ τή θεία
εὐχαριστία ὁἄνθρωπος ὑπερβαίνει τή φθορά καί τό θάνατο, γιατί ὁ
ἄρτος τῆς εὐχαριστίας εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας,
ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν» Αὐτό φυσικά δέν ἀναφέρεται στή φυσική
ἀθανασία, γιατί τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί κοινωνοῦν εἴτε ὄχι, οἱ μέν ψυχές δέν
πεθαίνουν γιατί εἶναι φύσει ἀθάνατες, τά δέ σώματα ὅλα ἀνεξαίρετα θ’ ἀναστηθοῦν
ἐκ τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία. ῾Η ἀθανασία πού προέρχεται ἀπό τήν
κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι ἀθανασία ποιοτική, δηλαδή ἀθανασία
πνευματική στούς κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ἀθανασία ζωῆς κοντά στόν ἄφθαρτο
Θεό, σέ ἀντίθεση μέ τόν πνευματικό
θάνατο τή ζωή δηλαδή τήν
ἀθάνατη μακριά ἀπό τό Θεό, στόν τόπο τῆς βασάνου. Τήν ἀθανασία αὐτή
προετοιμάζει ἡ θεία κοινωνία πού σάν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει τήν ἀνθρώπινη
φύση στή δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της τήν ἄφθαρτη ζωή στόν ἄπειρο αἰώνα
τοῦ Θεοῦ.
187. ᾿Επιτρέπεται
ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;
῎Οχι, δέν
ἐπιτρέπεται. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας
χρησιμοποιοῦνται ἔνζυμος ἄρτος (κοινό ψωμί
ζυμωτό) καί οἶνος «ὕδατι κεκραμένος» (νά
ἔχει μέσα του ἀνακατεμένο νερό). Τή
θέση αὐτή ἐκφράζει ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τή
διήγηση τοῦ Δ´ Εὐαγγελίου τό Πάσχα τότε δέν συνέπιπτε τήν Παρασκευή, 14 τοῦ
μήνα Νισάν, ἄλλα τό Σάββατο, 15 τοῦ ἴδιου μήνα. Γιαυτό καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ
γραμματεῖς δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο τήν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ
Χριστοῦ,
«ἵνα μή
μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα» . ῾Ως γνωστόν, ἡ βρώση τῶν ἀζύμων ἄρχιζε
ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, δηλαδή τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς (14 Νισάν) καί
διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. ῾Ο Κύριος τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του τό ἔφαγε τό
βράδυ τῆς Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σέ ἐποχή πού δέν ἦταν ἐν χρήσει ἄζυμος
ἄρτος. ῎Αρα ὁ Κύριος, συστήνοντας τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, χρησιμοποίησε
σαφῶς ἔνζυμο ἄρτο. ᾿Αλλά καί οἱ Χριστιανοί τῆς πρώτης
ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ προσκαρτεροῦντες στά
῾Ιεροσόλυμα
«τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» , χρησιμοποιοῦσαν ἔνζυμο ἄρτο, ἐξαιρουμένων τῶν
᾿Ιουδαϊζόντων, πού χρησιμοποιοῦσαν ἄζυμα.᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας παρεξέκλιναν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἀπό τόν 10 αἰώνα)
καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι (οἱ᾿Αγγλικανοί χρησιμοποιοῦν καί ἔνζυμο
ἄρτο), χρησιμοπιοῦντες ἄζυμο ἄρτο γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας.
188. Εἶναι
σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου ποτηρίου (τοῦ οἴνου);
῎Οχι δέν
εἶναι. ῾Ο Κύριος ἡμῶν κατά τή σύσταση τοῦ μυστηρίου διέταξε ρητῶς· «Πίετε ἐξ
αὐτοῦ πάντες». Τό «πάντες» ἐδῶ σημαίνει ὅλους. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε
λιγότερο. ῾Η ὀρθόδοξη ῾Ομολογία γράφει σχετικῶς· «῾Η κοινωνία τοῦ μυστηρίου
τούτου πρέπει νά γίνηται καί κατά τά δύο εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τόσον ἀπό
τούς πνευματικούς ὅσον καίἀπό τούς κοσμικούς» .
᾿Από τήν
πράξη αὐτή τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί οἱ
Διαμαρτυρόμενοι, ἀποκλίνει ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἡὁποία ἀπό τόν 12ο αἰώνα
ἀπαγορεύει τήν κοινωνία τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς
λαϊκούς. ῾Υπ’ ἀμφότερα τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας κοινωνοῦν μόνο οἱ λειτουργοῦντες
κληρικοί. Οἱ ἐπίσκοποι, βέβαια κι ὁ Πάπας δικαιοῦνται νά ἐπιτρέπουν τήν κοινωνία
τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς κυρίως σέ ὅσους προσέρχονται στόν
Παπισμό, τούς Μαρωνίτες καί τούς Οὐνίτες.
Γιά
νά δικαιολογήσουν τήν πράξη
τους αὐτή οἱ Λατίνοι
προφασίζονται προφάσεις πολλές, κυριότερες τῶν ὁποίων εἶναι: ῾Η ἔλλειψη οἴνου
σέ πολλά μέρη· ὁ φόβος μήπως κατά τήν κοινωνία χυθεῖ τό αἷμα τοῦ Κυρίου,
ἡἀδυναμία πούἔχουν πολλοί νά γεύονται τοῦ οἴνου (τῆς ὀξύτητας προφανῶς), τό
ἀδύνατο νά διατηρεῖται ὁ οἶνος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα κ.ἄ. ῞Οτι οἱ λόγοι
αὐτοί εἶναι ἀνίσχυροι νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια σημαντική καινοτομία, εἶναι
φανερό γιά ἕνα ἀπροκατάληπτο κριτή. ᾿Απομένει ὡς βασικός λόγος ἡ ἐξύψωση τοῦ
κλήρου ὑπέρ τόν λαό, πράγμα πού
ταιριάζει στό πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς
᾿Εκκλησίας αὐτῆς.
189. Τί
εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος «συνακολουθία»;
῾Ο ὅρος
σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται ἀπό τή σχολαστική θεολογία (ἀπό τό Θωμᾶ τόν
᾿Ακινάτη) καί σκοπό ἔχει νά θεμελιώσει θεολογικά τήν πράξη τῆς Λατινικῆς
᾿Εκκλησίας ν’ ἀρνεῖται νά μεταδώσει τό αἷμα τοῦ Κυρίου στούς λαϊκούς.
Κατά τή
θεωρία αὐτή ὅπου ὑπάρχει σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νά ὑπάρχει καί τό αἷμα τό
ἐμπεριεχόμενο σ’ αὐτό. Τό ὅποιο σῶμα χωρίς τό αἷμα του εἶναι ἀδιανόητο. Συνεπῶς
στόν ἄρτο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι παρών ὁλόκληρος ὁ Χριστός μέ τό σῶμα καί
τό αἷμα του. ῎Αρα κοινωνώντας κανείς τοῦ ἄρτου, κοινωνεῖ καί τοῦ συνημμένου
αἵματος, ἄσχετα ἄν ἐσθίοντας τήν ὄστια δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι κοινωνεῖ καί
τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου!
Σ’ αὐτό τό
συμπέρασμα καταλήγει κανείς, ὅταν προσπαθεῖ νά συλλάβει καί νά ἐξηγήσει τίς ἀλήθειες
τῆς πίστεως μέ βάση λογικά τεχνάσματα καί ἀνθρώπινα φιλοσοφικά
κατασκευάσματα. ῎Ασχετα ὅμως μέ αὐτό, νά
γνώριζε ἄραγε ὁ Θωμᾶς ὁ ᾿Ακινάτης περισσότερα ἀπό
τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἱδρύοντας τό θεῖο μυστήριο,
καμιά δέν ἄφησε ἀμφιβολία περί τῆς ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη (τοῦἄρτου καί τοῦ
οἴνου) κοινωνίας αὐτοῦ ὑπό τῶν πιστῶν; («Λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ
πάντες») .
190. Τά
βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ;
Βεβαίως
πρέπει, γιατί καί αὐτά εἶναι κανονικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔχουν ἀνάγκη,
ὅπως καί οἱ ἐνήλικες, τῆς θείας εὐχαριστίας γιά νά ἔχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα
μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «᾿Εάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί
πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» .
Τήν πράξη
αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας τήν ἀναγόμενη στούς ἀποστολικούς χρόνους, ὅπως καί
ὁ νηπιοβαπτισμός, ἀθέτησαν ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί μαζί μ’ αὐτήν καί οἱ
Προτεστάντες, ἀπαγορεύοντες τή θεία μετάληψη στά βαπτισθέντα νήπια, μέ τό αἰτιολογικό
ὅτι αὐτά ἐπειδή δέν ἔχουν, λόγῳ τῆς ἡλικίας τους, ἀνεπτυγμένη τή συνείδησή τους
δέν μποροῦν, κατά τούς λόγους τοῦ Παύλου , νά διακρίνουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό
τόν κοινό ἄρτο. Οἱ λόγοι ὅμως αὐτοί τοῦ Παύλου, ἀναφερόμενοι προφανῶς
στούς ἐνήλικες, δέν ἔχουν σχέση μέ τά ἄωρα νήπια, τά ὁποῖα ἀκριβῶς ἐπειδή
στεροῦνται κρίσεως καί λόγου, δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν ἀναξίως, πράγμα πού
ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς σκέψεως τοῦ᾿Αποστόλου.
Δέν βλέπουμε
ἄλλωστε τό λόγο γιατί ἡ ἔλλειψη κρίσεως καί λόγου νά ἐμποδίζει τά νήπια νά
δέχονται τή θεία εὐχαριστία (ὅπως καί τό χρίσμα) καί νά μήν τάἐ μποδίζει νά
δέχονται τή χάρη τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.
191. Πότε
γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;
Κατά τήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή τῶν τιμίων δώρων γίνεται διά τῆς ἐπικλήσεως
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ
σου κ.λπ.», μετά τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα· «Τά σά ἐκ τῶν σῶν...». ῾Η στιγμή αὐτή
εἶναι ἡ ἱερότερη τῆς θείας λειτουργίας, κατ’ αὐτή δέ γονατίζουν μέ εὐλάβεια οἱ
πιστοί .᾿Αντίθετα κατά τή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή γίνεται
κατά τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων
τοῦ μυστηρίου·
«Λάβετε,
φάγετε κ.λπ.». ῞Οτι πρόκειται κι ἐδῶ περί καινοτομίας εἶναι φανερό. Σέ ὅλες τίς
ἀρχαῖες λειτουργίες ὑπάρχει ἡ πρός μεταβολήν
ἐπίκληση, πράγμα πού τονίζει τήν πράξη τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέ ἐνδεικτικοί καί οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· «Τά τῆς
ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου
τῆς εὐλογίας τίς τῶν ῾Αγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπε;».
δ. Η
ΜΕΤΑΝΟΙΑ
192. Τί
εἶναι τό μυστήριο τῆς μετάνοιας;
Εἶναι
τό μυστήριο, πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν
Κύριο γιά νά καλύψει μιά βαθιά ἀνάγκη τοῦ
πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επειδή ὁ ἄνθρωπος μετά τό βάπτισμά του
–στό ὁποῖο ἔλαβε ἄφεση ἁμαρτιῶν καί
ἀναγεννήθηκε πνευματικά– δέν παύει νά κάνει ἁμαρτίες ὑποκύπτοντας
στήν ἁμαρτητική ὁρμή τῆς φύσεως, ὁ πανάγαθος Κύριος ἵδρυσε εἰδικό μυστήριο γιά
ν’ ἀντιμετωπίζονται οἱ δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, νά λαμβάνουν ἄφεση
τῶν ἁμαρτημάτων τους καί ν’ ἀπαλλάσονται ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς πού προέρχεται
ἀπό τά παραπτώματά τους. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι τό ἱερό ἐκεῖνο
μυστήριο κατά τό ὁποῖο αὐτός πού
μετανιώνει εἰλικρινά γιά τ’ ἁμαρτήματά του καί τάἐξομολογεῖται στόν
πνευματικό τῆς ᾿Εκκλησίας λειτουργό λαμβάνει ἄφεση ἁμαρτιῶν,
ἀνακτώντας τή δικαίωση πού
τυχόν ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας, γινόμενος καί
πάλι φίλος καί τέκνο ἀγαπητό τοῦ Θεοῦ.῾Η μετάνοια ὀρθῶς χαρακτηρίζεται ὡς
βάπτισμα
δεύτερο, γιατί σ’ αὐτή ἐπαναλαμβάνονται στίς ψυχές τά σωτήρια ἀγαθά τοῦ πρώτου
βαπτίσματος, ἡ ἄφεση δηλαδή τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ἐξάλειψη τῆς ἐνοχῆς καθώς καί
τῶν ἀπορρεουσῶν ἀπό τήν ἁμαρτία ποινῶν. Οἱ ὀνομασίες τοῦ μυστηρίου, ἀνάλογα μέ
τήν ἄποψη ἀπό τήν ὁποία ἐξετάζεται καί τά ἀποτελέσματα πού ἔχει, εἶναι·
μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἐξαγόρευση κ.ἄ.
193. Ποιός
εἶναι ὁἱδρυτής τοῦ μυστηρίου;
῾Ιδρυτής τοῦ
μυστηρίου εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τοῦτο στηρίζεται στήν
ἐξουσία τοῦ «ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας», μέ τήν
ὁποία ἐφοδίασε ὁ Σωτήρας τήν ᾿Εκκλησία του, ὅπως βλέπουμε στούς λόγους
του πρός τόν Πέτρο·«...καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ
ἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καί ὅ ἐάν λύσῃς ἐπί
τῆς γῆς ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ,
μάλιστα δέ σέ ὅσα εἶπε σέ ὅλους τούς
μαθητές· «᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς
οὐρανοῖς, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» .
Τέλος καί σέ ὅσα τούς εἶπε μετά
τήν ἀνάσταση, ἀποστέλλοντάς τους νά κηρύξουν τό
Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τή γῆ· «Λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας,
ἀφίηνται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»
194. Στό
μυστήριο τῆς μετάνοιας συγχωροῦνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων;
Ναί ὅλες,
ὅταν ὑπάρχουν φυσικά οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες, εἴτε μεγάλες εἶναι (οἱ ἁμαρτίες)
εἴτε μικρές, εἴτε ἐλαφρές, εἴτε βαριές, εἴτε συγγνωστές εἴτε θανάσιμες. ῞Οτι
συγχωροῦνται καί οἱ πιό μεγάλες ἁμαρτίες εἶναι μυριόλεκτο στήν
῾Αγία Γραφή. Τοῦ ληστῆ στό σταυρό
συγχωροῦνται ὅλα τάἐγκλήματα, ὅπως καί τῆς μοιχαλίδας ὁ ἀκάθαρτος
βίος, ἐνῶ ὁ Παῦλος συγχωρεῖ τόν αἱμομείκτη ἀφοῦ τόν καθυπέβαλε πρῶτα σέ
μετάνοια. Εἶναι δέ γνωστό ἀπό τήν ἱστορία, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πάντοτε ἀπεδοκίμαζε
ὅλους ἐκείνους τούς αἱρετικούς καί
σχισματικούς(Μοντανιστές,Νοβατιανούς,Δονατιστές,Λουκιφεριανούς), οἱ ὁποῖοι,
ἔχοντας αὐστηρές ἀρχές, ἀμφισβητοῦσαν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ
βαριά ἁμαρτήματα, ὅπως ἦταν ὁ φόνος, τά σαρκικά μολύσματα, ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ
ἔκπτωση ἀπό τήν πίστη κατά τούς διωγμούς. Καί λέγεται μέν στή Γραφή, ὅτι ἡ
ἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος δέν συγχωρεῖται οὔτε στόν παρόντα αἰώνα οὔτε
καί στόν μέλλοντα, ὅμως αὐτό δέν ὀφείλεται σέ ἀδυναμία τῆς μυστηριακῆς χάριτος
νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία αὐτή, ἀλλά στίς ὑποκειμενικές συνθῆκες τοῦ
βλασφημοῦντος, ὁ ὁποῖος σέἔσχατη πώρωση ψυχῆς περιελθών, διασύρει βάναυσα τήν
ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά συγχωρεθεῖ.
195. Ποιά
εἶναι τά συστατικά τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας;
Εἶναι ἡ
ἰδίως μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ τροφοδοτούμενη ἀπό τήν πίστη
καί τήν ἀγάπη θλίψη καί συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τή θλιβερή ἁμαρτωλή της
κατάσταση, μή ἀποκλειομένου καί τοῦ φόβου ἐν ὄψει τῶν ποινῶν τῆς κολάσεως, μαζί
μέ ἀπόφαση ν’ ἀπαρνηθεῖ ὁ ἁμαρτωλός τό βεβαρημένο παρελθόν του καί ν’ ἀλλάξει
τρόπο ζωῆς. ῾Η διαδικασία αὐτή, σαφῶς ἠθικοῦ χαρακτήρα, εἶναι ἀπαραίτητη
συνθήκη γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. ῞Οπου δηλαδή ὑπάρχει ἀληθής μετάνοια,
ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά δώσει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων. ῾Η
δεύτερη δέ, ἡ ἐξομολόγηση , εἶναι ἡ
διά ζώσης ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα,
δηλαδή τοῦ λειτουργοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἐξαγόρευση ἐπιβάλλεται ἀπό τή φύση τοῦ
ἱεροῦ μυστηρίου. ᾿Εδῶ ἔχουμε πνευματική νόσο,
ἀσθένεια ψυχῆς. ῎Εχουμε φόρτιση συναισθηματική, ἀγωνία, ἄγχος,
ἀνηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης, ἡ ὁποία ἐπιζητεῖ ἠρεμία καί
γαλήνευση. ῎Εχουμε καί ἰατρό πνευματικό, ὁ ὁποῖος εἶναι ταγμένος
ἀπό τό Θεό νά γιατρεύει τά ψυχικά
νοσήματα. Πῶς ὅμως ὁ ἱερέας θά μπορέσει
νά ἐκπληρώσει τό χρέος του αὐτό, νά
κάνει καλά τόν ψυχικῶς ἀσθενούντα ἁμαρτωλό, ἄν ὁ τελευταῖος δέν
γνωστοποιήσει σ’ αὐτόν τά ἁμαρτήματά του; Πῶς θά θεραπεύσει τόν ἁμαρτωλό ὁ
πνευματικός πατέρας ἄν δέν διαγνώσει πρῶτα τή φύση τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας,
τόν πόνο καί τήν ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς, τά ἐλατήρια καί τήν εἰλικρίνεια τῆς
ἐξαγορεύσεως; Μήπως καί ὁ φυσικός γιατρός μπορεῖ νά κάνει καλά ἕναν ἄρρωστο, ἄν
δέν τόν ἐξετάσει προσεκτικά κι ἄν δέν διαγνώσει τή φύση τῆς ἀρρώστιας, ὥστε νά
ἐπιβάλει τή δέουσα ἰατρική καί φαρμακευτική ἀγωγή;
196. Δέν
μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό κατά τήν ὥρα
τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογεῖται στόν ἱερέα τίς ἁμαρτίες του;
῞Οτι ὁ
ἄνθρωπος μπορεῖ καί πρέπει νά ζητεῖ ἀπό τό Θεό ἄφεση ἁμαρτιῶν διά τῆς προσευχῆς
εἶναι ἀναντίρρητο. Αὐτό ἀποτελεῖ βασικό
στοιχεῖο μιᾶς ἀληθινῆς προσευχῆς. Αὐτό μᾶς διέταξε καί ὁ Κύριος,
δίνοντάς μας τό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς· «Καί
ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν». Αὐτό
ὅμως σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τό ἱερό μυστήριο τῆς
μετάνοιας, ἀλλά νά γίνεται παράλληλα μέ αὐτό. ῎Αραγε νά μή γνώριζε καλά τά
πράγματα ὁ Κύριος, ὅταν ἵδρυε τό μυστήριο καί τό παρέδιδε στούς μαθητές του μέ
τή μορφή τῆς ἐξαγορεύσεως; ᾿Αλλά καί ψυχολογικά,
ὅταν ἀπευθύνουμε στό Θεό τό αἴτημα ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν
μας, μήπως ἔχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως τῆς προσευχῆς μας; Εἴμαστε βέβαιοι
γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας; Βέβαια ὄχι. ῾Η πλήρωση ἤ ὄχι τοῦ αἰτήματός
μας εἶναι κρυμμένη βαθιά στή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀγνοοῦμε πιστεύοντας
βέβαια ὅτι θά τήν πετύχουμε.
᾿Αντίθετα,
στό ἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ὅταν προσερχόμαστε σ’ αὐτό καθώς πρέπει,
ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ χάρη Του θά μᾶς
ἐλευθερώσει ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τῶν ποινῶν τῶν προσωπικῶν μας
ἁμαρτημάτων. ῾Η αἴσθηση καί ἡ πληροφόρηση αὐτή εἶναι ὑπέρτατο ἀγαθό, τό ὁποῖο
γεμίζει ἀνακούφιση, χαρά καί ἀγαλλίαση τίς πονεμένες ψυχές πού μαστιγώνονται
ἀλύπητα ἀπό τήν ἁμαρτία, τό φαρμάκι αὐτό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά
ὑποθέσουμε, ὅτι οἱ αἰτιάσεις κατά τῆς ἐξομολογήσεως προέρχονται ἀπό ντροπή νά
φανερώσουμε στόν ἱερέα τ’ ἁμαρτήματά μας;
197. Πότε
παρέχεται ἡἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων;
Κατά τήν ὥρα
τῆς ἀναγνώσεως τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἀπό τόν ἱερέα. ῞Οταν ὁ λειτουργός τῆς
᾿Εκκλησίας διαγνώσει εἰλικρινή μετάνοια στόν ἐξομολογούμενο, τότε
τόν ἀπολύει ἀπό τήν
ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας, διαβάζοντάς
του τήν καθιερωμένη ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εὐχή. ῾Ο ἱερέας ἀπολύει τόν
ἁμαρτωλό σάν κριτής, ἀσκώντας τήν ἐξουσία πού
τοῦἔδωσε ὁ Θεός νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Κάνει κάτι
ἀνάλογο μέ τόν κοσμικό δικαστή, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπό τήν πολιτεία τήν ἐξουσία νά
κρίνει τίς παραβάσεις τῶν νόμων ἀπό τούς πολίτες· μέ τή διαφορά ὅτι, ἐνῶ ὁ
κοσμικός δικαστής ἀθωώνει ἤ καταδικάζει τούς πολίτες, τοῦ ἱερέα ἡ ψῆφος εἶναι
μόνο ἀθωωτική, ποτέ δέ καταδικαστική.Καί μιά λέξη
ἀκόμη· ἐνῶ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας, σύμφωνα
μέ τό πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί στήν ἰδιότητά του ὡς
ἀντιπροσώπου καί ὀργάνου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἱδρυτῆ τῶν μυστηρίων, ἱκετεύει τό Θεό
νά συγχωρήσει δι’ αὐτοῦ τόν ἁμαρτωλό, ὁ ἱερέας τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας σύμφωνα
μέ τό πνεῦμα της νά ἐξαίρει τόν κλῆρο ὑπέρ τό λαό, ἀπολύει τόν ἁμαρτωλό
αὐτοδικαίως.
198. Τί
εἶναι τά ἐπιτίμια (ὁ κανόνας);
῾Ο ἱερέας,
ὡς ἰατρός ψυχῶν, πρίν ἀπό τό μυστήριο ἤ μετά ἀπό αὐτό μπορεῖ νά ἐπιβάλει σ’
αὐτόν πού πρόκειται νά ἐξομολογηθεῖ ἤ ἀφοῦ ἔχει ἐξομολογηθεῖ, ἐπιτίμια εἴτε γιά
νά τόν προετοιμάσει νά δεχθεῖ καρποφόρως τό μυστήριο, ἤ ἀφοῦ λάβει ἄφεση
ἁμαρτιῶν νά τόν στερεώσει στόν πνευματικό ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί στήν
ἀνακαίνιση τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Τέτοια ἐπιτίμια εἶναι ἡ συχνή προσευχή, ἡ
ἀνάγνωση ψυχωφελῶν βιβλίων, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀποδημία στούς ἁγίους Τόπους καί
ὅ,τι ἄλλο κρίνει πρόσφορο ὁ ἱερέας νά ἐπιβάλει στό
μετανοούντα ἁμαρτωλό γιά τήν πνευματική του
εὐστάθεια. Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καλῶς ὅτι τά ἐπιτίμια εἶναι ἁπλές
παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά ἀποσκοποῦντα στήν πνευματική
βελτίωση τοῦ ἐξομολογηθέντος, κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πούἐπιβάλλει καί ὁ φυσικός
γιατρός (δίαιτα κ.λπ.) στόν ἀναρρώνοντα ἀσθενή. Τά ἐπιτίμια δέν εἶναι κάτι πού
ἀνήκει οὐσιαστικά στή φύση τοῦ μυστηρίου καί τό ὁποῖο, ἄν παραλειφθεῖ, μπορεῖ
νά ζημιώσει τήν ὁλοκληρία του.
Σέ κάθε
περίπτωση ἡ ἐπιβολή τῶν ἐπιτιμίων εἶναι σκόπιμη, γι’ αὐτό μποροῦν εἴτε νά
μετριασθοῦν εἴτε τελείως νά ἀρθοῦν, ἀνάλογα
μέ τήν ἐκτίμηση τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Αὐτό ὅμως πού ἔχει
ἰδιαίτερη σημασία εἶναι νά μήν τά θεωρήσουμε ὡς ποινές, πού ἐπιβάλλονται στόν
ἁμαρτωλό γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει σχετικά ἡ
Δυτική᾿Εκκλησία. Δέν ἔχουν δηλαδή χαρακτήρα ἱκανοποιητικό.
199.
῾Υπάρχουν διαφορές στό μυστήριο τῆς μετάνοιας μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν;
῾Ως πρός τήν
οὐσία τοῦ μυστηρίου δέν ὑπάρχουν διαφορές. ῾Υπάρχουν ὅμως σχετικά
μέ τή φύση τῶν ἐπιτιμίων καί ἄλλων
ἀντιλήψεων σχετιζομένων μέ αὐτά, τά ὁποῖα κατά διαφορετικό τρόπο
ἐκδέχεται ἡ κάθε μία ᾿Εκκλησία.
᾿Ενῶ κατά
τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη τά ἐπιτίμια εἶναι, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, παιδαγωγίες καί
φάρμακα πνευματικά ἀποβλέποντα στή διασφάλιση τῆς μετάνοιας τῶν ἁμαρτωλῶν καί
στή στερέωσή τους στό νέο βίο τόν ἀρξάμενο μέ τήν μετάνοια, ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία
τά θεωρεῖ ὡς μέσα κατευναστικά καί ἱκανοποιητικά τῆς θείας δικαιοσύνης.
Τό
ρωμαιοκαθολικό αὐτό δίδαγμα στηρίζεται στήν περί ποινῶν ἰδιαίτερη ἀντίληψη τῆς
δυτικῆς θεολογίας. Κατ’ αὐτήν οἱ ποινές οἱὀφειλόμενες στά ἁμαρτήματα –κυρίως τά
σοβαρά– εἶναι δύο εἰδῶν, οἱ αἰώνιες καί οἱ πρόσκαιρες. Καί οἱ μέν αἰώνιες
συγχωροῦνται στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, ὄχι ὅμως καί οἱ πρόσκαιρες (οἱ
ἐλαφρότερες δηλαδή), διά τήν ἄρση τῶν ὁποίων ὁ ἁμαρτωλός πρέπει νά τιμωρηθεῖ,
ὥστε διά τῆς τιμωρίας του νά ἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Οἱ ποινές αὐτές πού
ἔχουν ἐξιλαστικό χαρακτήρα πληρώνονται στή γῆ αὐτή ἀπό τούς ἁμαρτωλούς,· ἄν
ὅμως δέν προλάβουν, τούς προλάβει δηλαδή ὁ θάνατος, θά συνεχίσουν τήν
ἀποπληρωμή τους μετά θάνατο, σέ εἰδικό τόπο βασάνων, τό
λεγόμενο καθαρτήριο [275]. ῞Οπως καί
ἡ λέξη φανερώνει, στό καθαρτήριο πῦρ οἱ ψυχές καθαίρονται,
καθαρίζονται ἀπό τά ὑπολείμματα τῆς ἁμαρτίας, τιμωρούμενες. Μετά τό πέρας τῆς καθάρσεως
οἱ ψυχές βγαίνουν ἀπό τό καθαρτήριο, εἰσερχόμενες στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
᾿Εννοεῖται ὅτι οἱ θανάσιμα ἁμαρτήσαντες στή ζωή καί μή μετανοήσαντες σέ τίποτε
δέν ὠφελοῦνται, ἀλλά μόνο κολάζονται. Σέ ὅλη
αὐτή τή θλιβερή διαδικασία τῶν
τέκνων της ἡ᾿Εκκλησία, σάν μητέρα στοργική, δέν μένει ἀπαθής καί
ἀδιάφορη. Μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει ἀπό τό Θεό καί
χρησιμοποιώντας τό θησαυρό τῆς
περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, μπορεῖ νά παρέμβει δραστικά ὑπέρ τῶν
ὀδυνωμένων τέκνων της, συντέμνουσα ἤ αἴρουσα παντελῶς τίς ποινές εἴτε ἐδῶ στή
γῆ, εἴτε στό καθαρτήριο, ἐκδίδοντας γραπτές ἀφέσεις [276] ὀνομαστικά γιά
κάθε βασανιζόμενο τέκνο της, στίς ὁποῖες βεβαιώνεται μέ ὑπογραφή ἡ ἄρση τῶν
βασάνων, ὥστε νά ἡσυχάζουν ἀπό τό μαρτύριό τους τά τέκνα της.
Τά διδάγματα
αὐτά φυσικά δέν μπορεῖ νά ἐπικροτήσει ἡ ᾿Ορθόδοξη
Καθολική᾿Εκκλησία. Πρωτίστως δέν εἶναι ὀρθή
ἡ διάκριση τῶν ποινῶν σέ αἰώνιες καί πρόσκαιρες καί
μάλιστα, ὅτι οἱ αἰώνιες στή μετάνοια συγχωροῦνται, οἱ δέ πρόσκαιρες ὄχι καί ὅτι
γιά τίς τελευταῖες πρέπει νά ἐξιλεώσει τό Θεό τιμωρούμενος ὁ ἄνθρωπος. Δηλαδή ἡ
μυστηριακή χάρη μπορεῖ νά συγχωρήσει τίς αἰώνιες ποινές, τίς βαρύτερες, καί ὄχι
τίς ἐλαφρότερες, τίς πρόσκαιρες; Ποῦ δέ ὀφείλεται ἡ
ἀδυναμία αὐτή; Νά εἶναι ἄραγε ἐλλειματική
ἡ δύναμη τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μή μπορεῖ νά
ἀφανίσει στήν ὁλότητά
τους τίς
συνέπειες τῆς ἁμαρτίας;Νά
δύναται τό μεγαλύτερο καί τό
σημαντικότερο καί νά μή μπορεῖ τό μικρότερο καί τό λιγότερο σημαντικό; ᾿Αλλά
γιατί ὁ Θεός νά μή συγχωρεῖ τίς
ἐλαφρότερες ποινές καί νά ζητεῖ ἰδιαίτερη
ἱκανοποίηση ἀπό τό ἁμαρτωλό
πλάσμα του; Μήπως διατηρεῖ
μέσα του σπινθήρα ὀργῆς τόν ὁποῖο πρέπει νά σβήσει ὁ ἁμαρτωλός
εἰδικά τιμωρούμενος; Καί στό ζήτημα τῶν ἀφέσεων ὑπάρχουν ποαλλά δυσοικονόμητα
καί ἀκατανόητα. ῾Η σύντμηση ἤ ἡ πλήρης ἄρση τῶν ἐπιτιμίων στήν παρούσα ζωή
εἶναι κάτι τό ὑγιές. Καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὁ ἱερέας μπορεῖ νά
συντομεύσει ἤ νά ἄρη τελείως τά ἐπιτίμια. Αὐτό ἔγκειται στήν ἱερατική ἐξουσία
του, πού εἶναι δοσμένη σ’ αὐτόν ἀπό τό Θεό. Ποιά ὅμως ἔννοια ἔχει ἡ μετά θάνατο
προέκταση τῆς διαδικασίας στό καθαρτήριο; Διότι, ἄν σκοπός εἶναι ἡ
κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ ἄρση της ὁπωσδήποτε θά βλάψει τήν ψυχή, ἀνακόπτοντας τήν
ἀποκάθαρσή της.
῎Αλλωστε
ποιά ἔννοια μπορεῖ νάἔχει ἡ κάθαρση τῶν ψυχῶν σέ χώρους ὅπου ἀπουσιάζει κάθε
δυνατότητα ἠθικῆς βελτιώσεως καί ἐξελίξεως; ᾿Εκτός κι ἄν ἡ ὅλη διαδικασία
νοεῖται ὡς μηχανική ἀπότριψη τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, πράγμα φυσικά ἐντελῶς
ἀπαράδεκτο.
Τέλος καί ἡ
διδασκαλία περί τοῦ θησαυροῦ ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, ὅπως τήν ἐννοεῖ καί τή
χρησιμοποιεῖ ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, δέν βγάζει καί πολύ νόημα. ῞Ο,τι καλό κάνουν
οἱ ἅγιοι τό κάνουν μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ποτέ δέν βγαίνει ἔξω
ἀπό τόν προσωπικό κύκλο τοῦ χρέους. Στή βάση αὐτή κρίνεται ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα
τους. ᾿Αλλά καί σέ περίπτωση πού ὑπάρχει περίσσεια ἀξιομισθίας, δέν
κατανοοῦμε πῶς τά περισσεύματα αὐτά συγκεντρώνονται σέ
ἰδιαίτερο ταμεῖο καί μάλιστα μποροῦν νά διατεθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία γιά τή
βοήθεια τῶν ἐνδεῶν μελῶν της πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ σχέσεις στό πεδίο τῆς
χάριτος εἶναι καθαρά προσωπικές. Δέν εἶναι σχέσεις λογιστικές καί ἐμπορικές,
ὥστε νά μεταφέρει ὁ ἕνας στόν ἄλλον τά πνευματικά του πλεονεκτήματα. ῾Ο
ἄνθρωπος σώζεται μέ βάση τό δικό του προσωπικό ἔργο. Φυσικά τά μέλη τῆς
᾿Εκκλησίας βοηθοῦν τό ἕνα τόἄλλο πνευματικά, μόνο ὅμως διά τῆς προσευχῆς, τά δέ
ἀποτελέσματα εἶναι καθαρά ζήτημα τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Περισσότερα ὅμως περί
τῶν ὑπερτάτων ἔργων πού εἶναι ἡ βάση τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, κάναμε
ἰδιαίτερο λόγο σέ προηγούμενό μας ἐρώτημα.
200. Τά
μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία μέ τήν περί
καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;
Μόνο γενική
καί ἀπώτερη ἀναλογία ἔχουν, γιατί καί τά δύο ἀναφέρονται στή μετά θάνατο τύχη
τῶν κεκοιμημένων. Στήν οὐσία ὅμως διαφέρουν σημαντικά. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη
τά μνημόσυνα εἶναι ἁπλές εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας πρός τό Θεό γιά τήν ἀνάπαυση τῶν
ψυχῶν τῶν μελῶν της πού τά ἀπέσπασε ὁ θάνατος. Οἱ ἄνθρωποι πού πεθαίνουν δέν
κουβαλᾶνε ὅλοι μαζί τους τήν ἴδια πνευματική κατάσταση. ῎Αλλοι εἶναι δίκαιοι,
ἄλλοι μεγάλοι ἁμαρτωλοί πού δέν μετάνιωσαν γιά τ’ ἁμαρτήματά τους καί ἄλλοι,
μετανοημένοι μέν, χωρίς ὅμως νά ἀξιοποιήσουν, ἀπό ἀδιαφορία καί ἀμέλεια, τή μετάνοιά
τους. ῾Ο θάνατος τούς βρῆκε μέ κηλίδες ἁμαρτίας, οἱ ὁποῖες τούς ἐμποδίζουν νά
δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Γιά τ’ ἁμαρτήματα αὐτά οἱ ψυχές ὀδυνῶνται στή μέση
κατάσταση, ὅπου πηγαίνουν μετά θάνατο ὅλοι οἱ νεκροί. ῾Υπέρ ὅλων αὐτῶν
ἡ᾿Εκκλησία,σάν στοργική μητέρα, τελεῖ τά ἱερά μνημόσυνα πρός ἀνακούφιση τῶν
ψυχῶν καί ἀπαλλαγή τους ἀπό τήν ὀδύνη καί τόν πόνο τοῦ πνευματικοῦ μαρτυρίου.
Τῶν μνημοσύνων ἔχουν ἀνάγκη κυρίως ἡ τρίτη τάξη τῶν νεκρῶν, γιατί τόσο οἱ
δίκαιοι ὅσο καί οἱ ἄδικοι δέν χρειάζονται τά ἱερά μνημόσυνα, οἱ μέν πρῶτοι
γιατί ζοῦν μέ γαλήνη καί ἠρεμία κοντά στό Θεό (στή μέση κατάσταση ἐννοεῖται),
οἱ δέ ἄδικοι εἶναι δυνάμει καταδικασμένοι στήν κόλαση. Τά μνημόσυνα δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά προσευχές, οἱ ὁποῖες παρέχουν ὄνηση (ὠφέλεια) στίς ψυχές τῶν
νεκρῶν, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση καί τήν ἔκταση τῆς ὠφέλειας αὐτῆς, τήν
ὁποία γνωρίζει καί ρυθμίζει μόνο ὁ πανάγαθος Θεός. Οἱ ἀντιλήψεις
τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι αἰσθητά
ἀντίθετες μέ τίς πιό πάνω ἐκτεθεῖσες. Κατ’
αὐτήν τό καθαρτήριο πῦρ δέν εἶναι
προσευχή τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, ἀλλά τόπος
καθάρσεως καί ποινῶν τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐκτίσει
ἡ ψυχή πού εὑρίσκεται σ’ αὐτό, γιά νά
ἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Εἶναι πεδίο
στό ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία ἡ πρακτική τῶν
λυσιποίνων ἀφέσεων (συγχωροχαρτίων), τίς ὁποῖες χορηγεῖ ἐξουσιαστικά ἡ
᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας). Παλαιότερα ἡ χορήγηση τῶν συγχωροχαρτίων
γινόταν κατόπιν καταβολῆς χρημάτων ἀπό τούς
συγγενεῖς τῶν πεθαμένων, πράγμα πού πολύ ἔβλαψε καί διέσυρε τήν ᾿Εκκλησία αὐτή
στή Δύση. Εἶναι φανερόν ὅτι καμία οὐσιώδης
ἀναλογία δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων μνημοσύνων καί τοῦ
λατινικοῦ δόγματος περί καθαρτηρίου πυρός.
201. Τί
διδάσκουν περί μετανοίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Σύμφωνα μέ
τίς βασικές ἀντιλήψεις τους περί δικαιώσεως καί ἐκκλησιαστικοῦ ἱερατείου, οἱ
Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τήν μετάνοια ὡς μυστήριο, τῆς ὁποίας ἀπορρίπτουν
τά βασικά στοιχεῖα, τήν ἐσωτερική ἀπό ἀγάπη καί πίστη συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τά
ἁμαρτήματά της καί τήν ἐξωτερική ἐξομολόγηση στό λειτουργό τῆς ᾿Εκκλησίας.
Κατ’ αὐτούς στό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος σφυρηλατεῖται
ἀκατάλυτος δεσμός μεταξύ
Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὥστε ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μετά τό βάπτισμα,
μικρή ἤ μεγάλη, νά μήν μπορεῖ νά διαλύσει τό δεσμό αὐτό καί νά τόν ἀφανίσει.
Βεβαίως οἱ μετά τό βάπτισμα ἁμαρτάνοντες ἔχουν ἀνάγκη
μετάνοιας, ὅμως ἡ μετάνοιά τους αὐτή, ὡς
ἐπάνοδος στή διά τοῦ βαπτίσματος χορηγηθείσα ἄφεση, δέν ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο
μυστήριο, ἀλλά ζωογόνηση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.
Τήν
ἐξομολόγηση ἀπορρίπτουν οἱ Προτεστάντες σύμφωνα μέ τή βασική τους ἀντίληψη νά
λαμβάνουν ἄφεση ἁμαρτιῶν ὄχι μέσῳ τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται τόν
ὁρατό χαρακτήρα, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό. ῾Η ἐξομολόγηση, πού δέν ἔχει
διαταχθεῖ κατ’ αὐτούς ἀπό τόν Κύριο, εἶναι τό πολύ ἀνεκτή περισσότερο γιά
λόγους ψυχολογικούς. ῾Ο ποιμένας
ἀναγγέλλει στόν ἐξομολογούμενο τήν ὑπόσχεση ἁπλῶς τοῦ Θεοῦ περί
ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, γιά νά μήν ἀποκάμει καί ἀπελπισθεῖ ἀμφιβάλλοντας, ἄν οἱ
ἁμαρτίες του εἶναι συγχωρημένες στόν οὐρανό. ῞Οτι στό πνεῦμα αὐτό τῆς
ἐξομολογήσεως τῆς στερούμενης τοῦ ἱερατικοῦ στοιχείου καί κριτηρίου εἶναι
δυνατό νά χορηγήσει ἐν ἀνάγκῃ ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἕνας λαϊκός, δέν εἶναι δύσκολο
νά κατανοηθεῖ.
ε. Η
ΙΕΡΩΣΥΝΗ
202. Τί
εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης;
῾Η ἵδρυση
τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν Κύριο ἀπέβλεπε νά καλύψει μιά βαθιά ἀνάγκη
τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπόστασης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωρίζουμε, ἡ ᾿Εκκλησία δέν
εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός ἀλλά καί ἀνθρώπινος, δηλαδή θεανθρώπινος. Τή θεία
της πλευρά ἀπαρτίζει ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτής της, καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο
πού ἀποτελεῖ τή ζωογόνο πνοή καί τήν ἁγιαστική της ἀρχή. ᾿Από τή
θεία της πλευρά ἐξεταζόμενη ἡ
᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ καθίδρυμα πνευματικό καί
ἀόρατο, προσιτό στόν ἄνθρωπο μόνο διά τῆς
πίστεως, ἐνῶ ἀπό τήν ἀνθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ὡς καθίδρυμα ἱστορικό
καί καταστηματικό, τοῦ ὁποίου μέλη εἶναι ἄνθρωποι συγκεκριμένοι καί ἱστορικοί.
Στήν τελευταία της διάσταση, ὡς ἐξωτερικῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ἔχει
ἀνάγκη, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἱεραρχημένη
κοινωνία ἀνθρώπων, μιᾶς εἰδικῆς τάξεως μελῶν της, τοῦ ἱερατείου, τό
ὁποῖο μέ τή δύναμη καί τήν ἐξουσία πού ἔχει ἀπό τόν ἱδρυτή της νά κηρύσσει τό
λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τελεῖ τά ἱερά μυστήρια, νά ποιμαίνει πνευματικά τά μέλη της
καί νά διοικεῖ τό σῶμα της.
῞Ολα αὐτά
ἐπιτυγχάνονται διά τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι τό
μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἡ θεοσύσταση ἐκείνη τελετή κατά τήν ὁποία δι’
ὁρισμένης εὐχῆς καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦἐπισκόπου στίς κεφαλές
τῶν προχειριζομένων κατέρχεται ἡ χάρη
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τόν ὑποψήφιο σέ ἕνα ἀπό
τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς, τό διάκονο, τόν πρεσβύτερο καί τόν ἐπίσκοπο. ῾Η
χάρη τοῦ Κυρίου, ἄν καί ἑνιαία, ὅμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τούς
ὑποψήφιους στόν ἀντίστοιχο ἱερατικό τους βαθμό. ῎Αλλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ
διακόνου, ἄλλη τοῦ πρεσβυτέρου καί ἄλλη τοῦἐπισκόπου.
203. Μαρτυροῦνται
στήν ῾Αγία Γραφή οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί;
Τό μυστήριο
τῆς ἱερωσύνης τελούμενο δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν (ἐξ οὗ καί χειροτονία)
μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς στήν ῾Αγία Γραφή. ῎Ετσι ὅσοι καθίσταντο σ’ ἕναν ἀπό τούς
τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς τό πετύχαιναν διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν
᾿Αποστόλων καί κατόπιν προσευχῆς. Γιά τόν ἱερατικό βαθμό τῶν διακόνων λέγεται,
ὅτι οἱ᾿Απόστολοι «προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τάς χεῖρας»
[277]. Πρεσβυτέρους δέ διώριζαν διά χειροτονίας
στίς κατά τόπους
᾿Εκκλησίες ὁ
Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας. ῾Ομοίως καί οἱ ᾿Απόστολοι κατέλιπον διά χειροθεσίας
διαδόχους αὐτῶν στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ὅπως ὁ Παῦλος τόν Τιμόθεο στήν ῎Εφεσο
καί τόν Τίτο στήν Κρήτη. Τέλος καί οἱ ἑπτά ἄγγελοι τῶν᾿Εκκλησιῶν
οἱ μνημονευόμενοι στήν
᾿Αποκάλυψη [278], εἶναι
καί αὐτοί ἐπίσκοποι διαφέροντες τῶν ᾿Αποστόλων μόνο κατά τό ὄνομα
καί ὄχι κατά τό ἀξίωμα. Βεβαίως σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν λέγεται, ὅτι
ἡ χειροθεσία, πού ἀποτελεῖ τό ὁρατό μέρος
τοῦ μυστηρίου, διατάχθηκε ἀπό τόν Κύριο.
᾿Εντούτοις
δυνάμεθα νά συναγάγουμε, ὅτι ἕνα τέτοιο ἔργο πού εἶναι τόσο σημαντικό
γιά τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας δέν
μποροῦσε νά γίνει ἁπλά καί αὐθαίρετα ἀπό τούς
᾿Αποστόλους, ἄν δέν εἶχαν λάβει εἰδική ἐξουσιοδότηση ἀπό τόν Κύριο.
Αὐτό ἐξυπακούεται καί ἀπό ὅσα ἡ Γραφή λέγει
γιά τό ἔργο τῶν πρεσβυτέρων στήν ῎Εφεσο, ὅτι τό «῞Αγιον Πνεῦμα
ἔθετο αὐτούς ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» .
῾Η χάρη πού
χορηγεῖται διά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πνευματική ἐξουσία πρός ἐπιτέλεση τῶν
ἱερατικῶν καθηκόντων, μαζί μέ εἰδική ἀντίληψη ἀπό τό Θεό γιά θεάρεστη ἐπιτέλεση
τῶν ἱερῶν λειτουργιῶν καί γιά βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο.
῞Οπως εἴπαμε
πιό πάνω, ἡ ἱερατική χάρη χορηγεῖται διαφόρως στούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς.
204. Τί
εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή;
Εἶναι ἡ
ἐξωτερική πιστοποίηση τῆς αὐθεντικότητας τοῦ ἱερατείου τῆς
᾿Εκκλησίας, ὅτι δηλαδή αὐτό ἔχει τήν ἀρχή του στούς ᾿Αποστόλους (ἐξ οὗ καί
ἀποστολική), τούς πρώτους χειροτονήσαντες. ῾Η διαδοχή δέ αὐτή ἀναφέρεται
στόν ἱερό βαθμό τοῦἐπισκόπου, ἀπό τόν
ὁποῖο πηγάζει ἡ ἀρχή καί τοῦ ὑπόλοιπου ἱερατείου.
῾Η ἀναγωγή τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ στούς ᾿Αποστόλους γίνεται διά
τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας. Οἱ ᾿Απόστολοι
κατά διάταξη τοῦ Κυρίου, χειροτόνησαν στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες
τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί δέ μέ τή σειρά τους χειροτόνησαν τούς
δικούς τους διαδόχους καί αὐτοί ἄλλους κ.ο.κ., ὥστε καμία περίοδος τῆς ζωῆς τῆς
᾿Εκκλησίας τῆς διεσπαρμένης στά πέρατα τοῦ κόσμου νά μένει ἄμοιρη ἐπισκόπων,
τοῦ συνεκτικοῦ αὐτοῦ κέντρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. ῾Η ἁλυσίδα αὐτή τῶν
χειροτονιῶν εἶναι ἀδιάσπαστη, ἀνελισσόμενη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους
μέχρι σήμερα. ῾Η συνέχεια αὐτή διαπιστώνεται ἱστορικά
στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους πού φυλάσσονται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες. ῾Η
ἀποστολική διαδοχή εἶναι ἀπόδειξη τῆς αὐθεντικότητας ὄχι μόνο τῆς ἀρχιερωσύνης
ἀλλά καί γενικότερα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τούς
ἐπισκόπους της. Σ’ αὐτό ὀφείλεται ἡ σπουδή τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, νά
ἀποδείξουν, ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἱερατείου τους πρός τούς ᾿Αποστόλους εἶναι συνεχής
καί ἀδιάκοπη.
205.
᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν;
Κατ’ οὐδένα
τρόπο. ᾿Αποτελεῖ βαρύτατο παράπτωμα, τό ὁποῖο τιμωρεῖται αὐστηρά ἀπό τούς
ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν μποροῦν δηλαδή οἱ κληρικοί, κυρίως οἱ
ἄγαμοι, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, εἴτε γιατί δέν ἀντέχουν τό πύρωμα τῆς
ἀγαμίας εἴτε ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ ἐπιδίωξη ἄλλων κοσμικῶν σκοπῶν, νά καταπατοῦν
τόν ὅρκο τους καί, ἀποβάλλοντας τό ἱερατικό σχῆμα τους, νά συνάπτουν γάμο ἤ νά
ζοῦν σάν ἀνίεροι στήν κοινωνία. Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, στίς περιπτώσεις πού δέν
μπορεῖ ἕνας ἄγαμος κληρικός νά ὑποφέρει τό πύρωμα τῆς σάρκας του, δέν θά ἦταν
προτιμότερο ν’ ἀποβάλει τό σχῆμα του καί νά λάβει νόμιμη σύζυγο, παρά νά μένει
ἱερωμένος καί νά ἱκανοποιεῖ ἀναίσχυντα τίς ὅποιες αἰσθήσεις καί ὀρέξεις του,
ἐμπαίζοντας Θεό καίἀνθρώπους; Τό θέμα φυσικά εἶναι ἐπιδεκτικό συζητήσεως.
᾿Επειδή ἡ
χάρη ἡ μεταδιδόμενη στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνεξάλειπτη, διά τοῦτο
παράλληλα μέ τήν κατά βούληση μετάβαση στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν, ἀπαγορεύεται
αὐστηρά καί ἡ ἀναχειροτόνησή τους.
206. Τί
φρονοῦν περί ἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῎Αν
ἐξαιρέσουμε τούς ᾿Αγγλικανούς οἱ ὁποῖοι δέχονται τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο, οἱ
ὑπόλοιποι Προτεστάντες ἀρνοῦνται τό μυστηριακό χαρακτήρα της. Αὐτοί,
ἀποκόψαντες κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ᾿Εκκλησίας τήν ὁποία ἀντιλαμβάνονται
ὡς κοινωνία πνευματική καί ἀόρατη, συναρνούμενοι δέ καί τήν εὐχαριστία ὡς
ἱλαστική θυσία (ὥστε νάὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέων), τούς δέ πιστούς ὅλους δεχόμενοι
ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πέτρ. 2,5), ἦταν φυσικό νάἀπορρίψουν τήν ἱερωσύνη
ὡς μυστήριο, τῆς θείας χάριτος παρεκτικό. ῾Η ἱερωσύνη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐν
κυριολεξίᾳ μυστήριο, ἀλλά διάταξη ὠφέλιμη τοῦ Θεοῦ, ἀποσκοπούσα στό κήρυγμα τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεση τῶν μυστηρίων (βαπτίσματος καί θείας
εὐχαριστίας). ῾Η ἀνάδειξη γίνεται διά χειροθεσίας καί δι’ εὐχῆς σέ πρόσωπα
κατάλληλα νά ἀναλάβουν τήν ἐκκλησιαστική αὐτή διακονία. Στή χειροθεσία
ἐπιμένουν κυρίως οἱ Λουθηρανοί, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν
νά διακόψουν κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά
τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ διατάξεις αὐτές δέν χορηγοῦν
τή θεία χάρη, ὅπως ἕνα ἀληθινό μυστήριο, ἀλλ’ ἔχουν μόνο ἠθική ἐπίδραση, ὅπως
καί οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικές εὐχές. ᾿Επίσης εἶναι εὐνόητο γιατί σ’ αὐτούς ἡ
ἐπάνοδος τοῦ κλήρου στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν εἶναι κάτι εὔκολο καί ἀδιάφορο.
στ. Ο ΓΑΜΟΣ
207. Τί
εἶναι ὁ γάμος;
Εἶναι τό ἱερό
ἐκεῖνο μυστήριο, στό ὁποῖο δύο ἄνθρωποι (ἄνδρας καί γυναίκα) προσερχόμενοι μέ
τή συναίνεση καί τήν ἐλεύθερή τους συγκατάθεση λαμβάνουν ἀπό τόν ἱερέα τή θεία
χάρη, πούἐξυψώνει καί ἁγιάζει τό φυσικό τοῦ γάμου δεσμό, βοηθώντας τους νά
ζήσουν βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο ἐν ἀμοιβαιότητι ἀγάπης καί νά φέρουν στόν κόσμο
χριστιανούς ἀπογόνους.
῾Ο γάμος
εἶναι πρωταρχικά πράξη τῆς φύσεως, τήν ὁποία ἔτσι ἔπλασε ὁ δημιουργός
(διαμόρφωσε τά φύλα), ὥστε νά εἶναι δι’ αὐτῆς δυνατή ἡ μετάδοση τοῦ ἀνθρώπινου
γένους. Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα εἶπε ὁ᾿Αδάμ, μόλις εἶδε τήν Εὔα, πού τοῦἔδωσε
σάν σύντροφο ὁ Θεός, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν πλευρά του·
«Τοῦτο νῦν
ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι
ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη. ῞Ενεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ
καί τήν μητέρα αὐτοῦ, καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται
οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» .
Τόν φυσικό
αὐτό δεσμό ὁ Σωτήρας ἀνύψωσε σέ μυστήριο στήν Κ. Διαθήκη. Περί αὐτοῦ βέβαια δέν
ὑπάρχουν ρητές μαρτυρίες στή Γραφή. ῞Ομως ὑπάρχουν σαφέστατες ἐνδείξεις, ὅτι ὁ
γάμος δέν εἶναι ἁπλή τελετή ἀλλά κάτι τό βαθύτατα μυστηριακό καί
θρησκευτικό. Κλασικό σχετικά χωρίο εἶναι
τό᾿Εφεσ. 5,22-33, ὅπου ὁ Παῦλος χαρακτηρίζει τήν ἕνωση ἀνδρός καί
γυναικός σάν εἰκόνα τῆς μυστηριακῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ μετά τῆς ᾿Εκκλησίας,
συνάγων ὅτι ὁἄνδρας ὀφείλει ν’ ἀγαπᾶ τή γυναίκα του, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν
᾿Εκκλησία.
῞Οτι ὁ γάμος
εἶναι μυστήριο ἐξαίρει πολυειδῶς καί ἡ ἱερά τῆς ᾿Εκκλησίας παράδοση. Στά ἀρχαῖα
εὐχολόγια περιλαμβάνεται κατά κανόνα ἡ ἱερολογία τοῦ γάμου μαζί μέ τήν
ἱερολογία τῶν ἄλλων μυστηρίων, σέ ἀρχαῖα δέ μνημεῖα παριστάνεται ὁ Χριστός στό
μέσο τῶν συζευγνυμένων νά τούς στεφανώνει καί νά τούς εὐλογεῖ. ᾿Αλλά καί οἱ
ἱεροί Πατέρες δέν παύουν νά ἐξαίρουν τό μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου
. Εἶναι δέ ἐνδεικτικό, ὅτι τό γάμο θεωροῦν ὡς μυστήριο ὄχι μόνον οἱ
Δυτικοί ἀλλά καί οἱ ἀποσπαθεῖσες τόν Ε´ αἰώνα ἀπό τήν ᾿Εκκλησία παραφυάδες τῶν
Μονοφυσιτῶν καί Νεστοριανῶν.
208. ῾Ο
γάμος εἶναι δεσμός σταθερός καί ἀδιάλυτος;
῾Ο γάμος,
τοῦ ὁποίου ὁρατό σημεῖο εἶναι ἡ συναίνεση τῶν συζευγνυμένων νά προσέλθουν σέ
γαμική συζυγία καί ἡ εὐχή τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι δεσμός φύσει ἀδιάλυτος. ῎Ετσι
τόν θέλησε ὁ Δημιουργός. Μέ τήν πτώση ὅμως τοῦἀνθρώπου τά πράγματα ἄλλαξαν. Τόν
ἕνα καί ἀδιάλυτο θεσμό διαδέχθηκαν ἡ πολυγαμία καίἡ εὐχερής διάλυση. Τά
κακά αὐτά διορθώνων ὁ Σωτήρας ἐπανέφερε τό γάμο στή φυσική του ἑνότητα καί
σταθερότητα. ῾Η μαρτυρία τῆς Γραφῆς εἶναι σαφής·
«῞Ο οὖν ὁ
Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω»· «Μωυσῆς πρός τήν σκληροκαρδίαν ὑμῶν
ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τάς γυναῖκας ὑμῶν, ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτως»
209.
῾Υπάρχουν περιπτώσεις διαλύσεως τοῦ γάμου;
Ναί,
ὑπάρχουν. Φυσικός λύτης τοῦ γάμου εἶναι ὁ θάνατος, ὅπως καί ἡ πορνεία. Περί τῆς
τελευταίας ὁ Κύριος εἶναι κατηγορηματικός· «῞Ος ἄν ἀπολύσῃ τήν γυναῖκα αὐτοῦ
παρεκτός λόγου πορνείας καί γαμήσῃ ἄλλην μοιχᾶται» [285]. ῾Η πορνεία
διαλύει τόν γάμο, γιατί καταστρέφει τά κύρια συστατικά του, τήν πίστη καί τήν
ἀγάπη. Τό διαζύγιο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἐπιτρέπεται, χωρίς ὅμως καί νά
ἐπιβάλλεται. Τό ἀπατηθέν μέλος ἔχει δικαίωμα νά λύσει τόν γάμο, ὄχι ὅμως καί
ὑποχρέωση. ῎Αν θέλουν οἱ σύζυγοι, μποροῦν νά τόν διατηρήσουν καί μετά τήν
προσβολή. Λόγῳ ὅμως τῶν πολλῶν δυσχερῶν περιστάσεων καί τῶν προβλημάτων τοῦ
συζυγικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ἡ λύση τοῦ γάμου ἐπιτρέπεται καί γιά ἄλλους
λόγους μέ τούς ὁποίους ἀσχολεῖται τό Κανονικό Δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί μιά
τελευταία λέξη. Μετά τή διάλυση τοῦ πρώτου γάμου ὁ ὀρθόδοξος
μπορεῖ νά τελέσει κατά συγκατάβαση δεύτερο
καί τρίτο γάμο, ὄχι ὅμως καί τέταρτο. ῾Η τετραγαμία ἀπαγορεύεται.
210.
Ποιές διαφορές περί γάμου ὑπάρχουν μεταξύ
᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν;
Περί τῆς
οὐσίας τοῦ μυστηρίου δέν ὑπάρχουν διαφορές. Διαφορές ὑφίστανται ὡς πρός τό
διαλυτόν ἤ ὄχι τοῦ γάμου. ῾Η Δυτική᾿Εκκλησία ἀπαγορεύει τελείως τή διάλυση
τοῦ γάμου. Μόνο ὁ θάνατος εἶναι ὁ
φυσικός λύτης τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ, ὁπότε ὁ γάμος μπορεῖ νά
ἐπαναληφθεῖ καί γιά τέταρτη φορά. ᾿Ακόμη καί σέ περίπτωση
πορνείας ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία δέν ἐπιτρέπει
τό διαζύγιο, παρά τή ρητή διαβεβαίωση
τοῦ Κυρίου. Τό μόνο
πού ἐπιτρέπει εἶναι ὁ προσωρινός χωρισμός
τῶν συζύγων ἀπό κοίτης καί τραπέζης (νά κοιμοῦνται ξεχωριστά καί νά μή τρώγουν
στό ἴδιο τραπέζι). Φυσικά ὁ Πάπας παρεμβαίνων μπορεῖ σέ ἐξαιρετικές περιστάσεις
νά λύσει κάποιο γάμο.
Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας
δέν εἶναι σύμφωνες οὔτε μέ τόἔθος τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας, στήν ὁποία ἦταν ἄγνωστος ὁ χωρισμός ἀπό κοίτης καί τραπέζης,
ἀλλ’ οὔτε καί μέ τή ρητή βεβαίωση τῆς Γραφῆς, ὅτι ἡ λύση τοῦ γάμου εἶναι
ἐπιτρεπτή μόνο διά λόγους πορνείας. Οἱ δέ λόγοι τῆς Γραφῆς «ὁ
ἀπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται» στούς
ὁποίους στηρίζεται τό ἔθος τῆς Δυτικῆς
᾿Εκκλησίας, δέν σημαίνουν τήν
γυναίκα, πού ἀπολύθηκε ἕνεκα πορνείας, ἀλλά
ἐκείνη πού ἀπέλυσε αὐθαίρετα ὁ σύζυγος, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση αὐτή μοιχᾶται.
Καί κάτι ἄλλο, ἄν ἀπαγορεύεται ἡ σύζευξη στό προσβαλέν τήν οἰκογενειακή πίστη
μέλος, γιατί τό ἀθῶο μέλος νά μήν μπορεῖ νά συνάψει νέο γάμο;
211. Νά
νυμφεύονται οἱ κληρικοί ἤ νά μένουν ἄγαμοι;
Τό ἰδεῶδες
εἶναι νά μένουν ἄγαμοι. ῞Οταν οἱ κληρικοί δέν ἔχουν οἰκογενειακές φροντίδες καί
περισπασμούς, ὅταν δέν εἶναι δεμένοι μέ γυναῖκες καί παιδιά, θά
εἶναι ἐλεύθεροι νά ἀφοσιωθοῦν
ὁλόψυχα καί ἀπερίσπαστα στήν
ὑψηλή διακονία, στήν ὁποία ἡ χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος τούς ἔχει ἀναδείξει.
Καθόσον
ὅμως, κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου, ὅλοι δέν μποροῦν νά σηκώσουν τόν
βαρύ τῆς παρθενίας καί τῆς συνημμένης
ἀγαμίας ζυγό , ἄνδρες δέ φυσιολογικοί εἶναι πολύ δύσκολο ν’
ἀφήσουν ἀνικανοποίητες τίς ὁρμές τῆς φύσεως καί ν’
ἀντέξουν στό καθημερινό πύρωμα τῆς σάρκας,
ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στήν ἐπιθυμία της νά
προφυλάξει τόν κλῆρο της ἀπό ἀταξίες
σαρκικές καί σκάνδαλα διασύροντα τήν περιωπή τῆς ἱερωσύνης καί
σκανδαλίζοντα τό ποίμνιο, ἐπιτρέπει τό γάμο στούς διακόνους καί τούς
πρεσβυτέρους, ἀπαγορεύουσα τοῦτον μόνο στούς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά
προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν παρθένων
(μοναχῶν). Τό τελευταῖο αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ὁ γάμος
εἶναι ἀσυμβίβαστος πρός τήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ οἱ δυό πρῶτοι ἱερατικοί βαθμοί
τελοῦν γάμο, εἰς δέ τήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχαν καί ἔγγαμοι ἀρχιερεῖς (ἕνα
μυστήριο δέν μπορεῖ νά συγκρούεται μέ ἄλλο), ἀλλά καί
γιά ἄλλους μέν λόγους σκοπιμότητας, κυρίως ὅμως
γιά νά μένουν ἀπερίσπαστοι στήν ὑψηλή διακονία τους. ῎Αλλωστε ἡ
ἡλικία προσέλευσης στήν ἀρχιερωσύνη καί ἡ ὑποτιθέμενη ἄσκησή τους ὡς μοναχῶν,
ἐγγυῶνται κατά τεκμήριο τή σώφρονα καί ἐνάρετη διαγωγή τους.
Γάμος μετά
τήν ἱερωσύνη καί δεύτερος σέ περίπτωση χηρείας δέν ἐπιτρέπονται. Τά θέματα
βέβαια αὐτά καθώς καί ὁ γάμος τῶν ἀρχιερέων εἶναι ζητήματα πού μποροῦν –ἄν
παραστεῖ ἀνάγκη– νά συζητηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία.
Σέ ἀντίθεση
μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ Λατινική ἀπαγορεύει τό γάμο καί στούς τρεῖς
ἱερατικούς βαθμούς, πράγμα βέβαια στή φιλοσοφία του ὀρθό, ὅμως στήν
πρακτική του ἄκρως ἐπικίνδυνο, γιά τούς
λόγους πού ἀναφέραμε πιό πάνω. ῎Αν ἡ ἀγαμία γενικά εἶναι
δυσβάστακτος θεσμός γιά κάθε ἐποχή, σήμερα πού ὁ κοινωνικός βίος ἔχει ἐξελιχθεῖ
καί ἐπιταχυνθεῖ, ἡ ζωή τῶν ἀγάμων κληρικῶν σέ μεγάλες ἰδίως κοινωνίες γίνεται
πολύ προβληματική, δέν εἶναι δέ λίγοι οἱ κληρικοί τῆς
Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπό
τόν Πάπα ἄδεια νά λάβουν νόμιμη σύζυγο στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τοῦ
γάμου.
212. Τί εἶναι
οἱ μικτοί γάμοι;
Εἶναι
οἱ γάμοι μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί ἑτεροδόξων.
Εἶναι γάμοι ἀνάγκης καί «κατ’ οἰκονομίαν» τελούμενοι, τούς
ὁποίους ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες συνθῆκες ζωῆς καί οἱ εἰδικές σχέσεις πού
δημιουργοῦνται σέ χῶρες στίς ὁποῖες ὀρθόδοξοι συγχρωτίζονται μέ ἑτεροδόξους καί
τἀνάπαλιν. ῾Η ᾿Εκκλησία μας, γιά ν’ ἀποτρέψει μεγαλύτερα κακά
(τήν προσχώρηση ᾿Ορθοδόξων σέ ἑτερόδοξες
᾿Εκκλησίες
καί κοινότητες, τήν παράνομη συμβίωση κ.λπ.) ἐπιτρέπει τήν κατ’ οἰκονομίαν
σύζευξη τῶν μελῶν της μέ ἑτεροδόξους, μέ τήν προϋπόθεση τό μυστήριο νά τελεσθεῖ
κατά τό ὀρθόδοξο λειτουργικό τυπικό, τά δέ παιδιά πού θά γεννηθοῦν ἀπό τό γάμο
ν’ ἀνατραφοῦν ὀρθοδόξως. Τά ἴδια φυσικά ἀπαιτεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ἀπό τά
δικά της μέλη. Οἱ Προτεστάντες δέν πολυσκοτίζονται. Τό
προβληματικό ὅμως στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπό ὀρθόδοξης πλευρᾶς
εἶναι, πῶς ἐπιτρέπεται σ’ ἕναν ἑτερόδοξο,
πού δέν ἀνήκει στήν ᾿Εκκλησία, νά τελέσει ὀρθόδοξο μυστήριο.
Εἴπαμεν, ὅμως, κατ’ οἰκονομίαν!
213. Τί
φρονοῦν περί γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Γενικά δέν
τούς ταιριάζει ὁ γάμος ὡς μυστήριο. Δέν βρίσκουν σ’ αὐτό οὔτε ὁρατό σημεῖο οὔτε
μετάδοση θείας χάριτος οὔτε καί ἐπαγγελία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, τήν ὁποία πρέπει νά
διακονοῦν τά γνήσια μυστήρια. Εἶναι δέ γι’ αὐτούς μόνο θεία διάταξη διά τῆς
ὁποίας ἀποσκοπεῖται ἡ μετάδοση τοῦἀνθρώπινου γένους. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ
γάμος τῶν ἀπίστων καί τῶν μή ἀναγεννημένων θεωρεῖται ἐξίσου ἱερός,
μή ὑπολειπόμενος τοῦ γάμου τῶν Χριστιανῶν. ᾿Από
προτεσταντικούς δέ κύκλους προέκυψε καί ὁ πολιτικός γάμος, ἕνα συμβόλαιο
κοινωνικό, πού καμιά σχέση δέν ἔχει μέ τήν εὐλογία τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν
καθαγίαση αὐτοῦ ὡς ἱεροῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ. ῾Ο πολιτικός γάμος, ὡς μή ὤφελε,
παρεισέφρησε τελευταῖα καί στήν ὀρθόδοξη χώρα μας, ἀποτελώντας ἐμπαιγμό τοῦ
δόγματος, τοῦ ἤθους καί τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας!
῾Ως αἰτία
διαλύσεως τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι θεωροῦν τήν πορνεία καί τήν ἐγκατάλειψη.
Αὐτό ὅμως δέν εἶναι καί πολύ ἀκόλουθο μέ τή βασική τους περί γάμου ἐκδοχή,
γιατί μιά καί δέν τόν θεωροῦν ὡς μυστήριο, ἀλλά μᾶλλον ὡς σχέση φυσική,
δέν εἶναι λογικό νά μή δέχονται τήν
αὐθαίρετη διάλυσή του. Δέχονται καί αὐτοί τούς μικτούς γάμους, ὡς
κώλυμα δέ τοῦ γάμου δέχονται μόνο τή συγγένεια τοῦ αἵματος καί ὄχι τήν
πνευματική.
ζ. ΤΟ
ΕΥΧΕΛΑΙΟ
214. Τί
εἶναι τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου;
᾿Επειδή οἱ
ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν, ὁ Κύριος ἐφοδίασε τήν ᾿Εκκλησία του μέ εἰδικό μυστήριο
τοῦ ὁποίου σκοπός εἶναι κατά κύριο λόγο ἡ ἴαση τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, κατά δεύτερο
δέ ἡ ἴαση τῆς πνευματικῆς νόσου τῆς ψυχῆς (τῆς ἁμαρτίας). Εἶναι, λοιπόν, τό
εὐχέλαιο μυστήριο θείας ἀρχῆς κατά τό ὁποῖο, ὅταν χρίεται ὁ ἀσθενής μέ
ἁγιασμένο ἔλαιο, κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία χορηγεῖ πρώτως καί κυρίως
τή σωματική ἴαση καί δευτερευόντως τήν ἴαση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία.
Οἱ
συστατικοί λόγοι τοῦ μυστηρίου βρίσκονται στήν καθολική ἐπιστολή᾿Ιακώβου
τοῦ᾿Αδελφοθέου· «᾿Ασθενεῖ τις ἐν ὑμῖν;
προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καί προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν
ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει
τόν κάμνοντα, καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται
αὐτῷ» . Καί δέν λέγεται μέν ρητῶς ἐδῶ, ὅτι ἡ ἵδρυση τοῦ μυστηρίου προέρχεται
ἀπό τόν Κύριο· ὅμως συνάγεται ἐπαρκῶς, καθόσον ὁ ᾿Ιάκωβος δέν θά προέβαινε σέ
τέτοια σημαντική μαρτυρία, ἄν δέν εἶχε τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ μυστηριακή τελετή
πού συνιστοῦσε ἀνάγεται στόν ἴδιο τόν Κύριο.
Οἱ αἰτιάσεις
δέ κατά τοῦ εὐχελαίου, ὅτι τάχα τή θεραπεία τῆς σωματικῆς νόσου δέν ἐπιτελεῖ ἡ
ὑπερφυσικήἐνέργεια τῆς χάριτος, ἀλλά ἡ θεραπευτική ἰδιότητα τοῦ ἐλαίου, δέν
εὐσταθεῖ, διότι ὡς σκοπός τοῦ μυστηρίου δέν τίθεται ἡ σωματική ἴαση μόνο, ἀλλά
καί ἡ πνευματική ἴαση τῆς ψυχῆς, πράγμα πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὅποια
φυσική ἰδιότητα τοῦ ἐλαίου. ῎Αλλωστε ἄν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, τήν ἐπάλειψη θά
τήν ἔκανε ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστός (ἄνδρας ἤ γυναίκα) καί δέν θά προσκαλοῦνταν
στό σπίτι τοῦ ἀσθενοῦς οἱ πρεσβύτεροι τῆς ᾿Εκκλησίας.
Τό ὁρατό
μέρος τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ σταυροειδής χρίση μέ ἁγιασμένο ἔλαιο τῶν
μελῶν τοῦ ἀσθενοῦς ἐκφωνουμένης τῆς εὐχῆς·
«Πάτερ ἅγιε, ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τόν
μονογενῆ σου υἱόν, τόν Κύριον ἡμῶν᾿Ιησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καί ἐκ
θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καί τόν δοῦλόν σου τόνδε ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτόν
σωματικῆς καί ψυχικῆς ἀσθενείας, καί ζωοποίησον αὐτόν διά τῆς χάριτος τοῦ
Χριστοῦ σου»
Οἱ
τελετουργοί τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ πρεσβύτεροι (οἱ ἱερεῖς), περισσότεροι τοῦ
ἑνός, ἐν ἀνάγκῃ δέ καί ἕνας μόνο ἱερέας. Χρίονται δέ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς καί ὄχι
μόνο οἱ βαριά ἀσθενοῦντες ἤ ὅσοι βρίσκονται στό τέλος τῆς ζωῆς τους.
215.
Θεραπεύονται ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς διά τοῦ εὐχελαίου;
῎Οχι, δέν
θεραπεύονται. ῾Ως πρός τό πρῶτο σκέλος τοῦ μυστηρίου (τήν ἴαση τῆς σωματικῆς
νόσου), ἡ θεία χάρη δέν ἐνεργεῖ «ἐξ ἀνάγκης», ὅπως γίνεται στά ὑπόλοιπα
μυστήρια. ῎Αν συνέβαινε αὐτό, τότε θά ἔκλειναν ὅλα τά νοσοκομεῖα καί τά
ἰατρεῖα. ᾿Επειδή ὅμως κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς
πιστούς σέ περίπτωση σωματικῆς ἀσθένειας προτιμοῦν νά ἐπισκέπτονται τούς
φυσικούς γιατρούς (ὄχι βέβαια ἀδικαιολόγητα) παρά τούς πνευματικούς (τούς
ἱερεῖς). Τό ὅτι δέν θεραπεύονται πάντοτε
οἱ σωματικές ἀσθένειες αὐτό δέν ὀφείλεται μόνο στήν
ἔλλειψη πίστεως ἀπό μέρους τοῦ ἀσθενοῦντος πού δέχεται τό ἱερό μυστήριο, ἀλλά
γενικότερα στή θεία βούληση, ἡ ὁποία θέλησε μέν τήν ιαση τῶν
ασθενούντων
μελῶν τῆς᾿Εκκλησίας (ἡ ὁποία πολλάκις πραγματοποιεῖται), ὄχι ὅμως καί νά
ἐξαλείψει ὁλοσχερῶς τίς σωματικές ἀσθένειες ἤ ν’ ἀποσοβήσει τό θάνατο, πράγματα
πού εἶναι ἄλλωστε σημαντικά μέσα στούς παιδαγωγικούς σκοπούς τῆς θείας
πρόνοιας.
῎Αν
ὅμως τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου δέν λειτουργεῖ ἐξ ἀνάγκης ὡς πρός τό πρῶτο
σκέλος του (τήν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν), λειτουργεῖ πάντοτε ἐξ ἀνάγκης ὅσον ἀφορᾶ
στό δεύτερο σκέλος του, δηλαδή τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ
᾿Εκκλησία συνδέει τό εὐχέλαιο μέ τή μετάνοια, ἐπιτελώντας αὐτό καί σέ ὑγιεῖς
πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζονται γιά τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
Δυσκολία ἀναφύεται μόνο ὡς πρός τό εἶδος τῶν ἁμαρτιῶν πού συγχωροῦνται στό
εὐχέλαιο, δεδομένου ὅτι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων ὑπάρχει εἰδικό μυστήριο,
ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση, στό ὁποῖο εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσέλθει ὁ
πιστός.
Τό
εὐχέλαιο μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή μετάνοια;
῎Αν δέ ὁ πιστός ἔλαβε ἄφεση στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, τί περισσό θά
ἔχει ἀπό τό εὐχέλαιο; Νά ὑποθέσουμε, ὅτι στούς ἀσθενοῦντες πιστούς τό εὐχέλαιο
ἐξαφανίζει τά ὅποια ἐναπομείναντα λείψανα
τῆς ἁμαρτίας, πού συνδέονται
μέ τή σωματική ἀσθένεια, ἤ τίς
ἁμαρτίες ἐκεῖνες πού λόγῳ καταστάσεώς του
ὁ ἀσθενής ἀδυνατεῖ νά ἐξομολογηθεῖ στόν ἱερέα; Ποιός ἄραγε γνωρίζει αὐτά
τά πράγματα;
216.
Τί λένε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί περί τοῦ εὐχελαίου
῾Η
Δυτική᾿Εκκλησία δέχεται τό εὐχέλαιο ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο. ᾿Από τόν
δωδέκατο ὅμως αἰώνα τό μεταποίησε σέ ἔσχατη κρίση καί σέ ἐφόδιο τῶν
ἀποθνησκόντων, μή ἐπαναλαμβάνουσα αὐτό στήν ἴδια ἀσθένεια ἄν αὐτή
ξαναεμφανισθεῖ. ᾿Ανάλογοι πρός τήν ἰδέα αὐτή εἶναι καί οἱ καρποί τοῦ μυστηρίου,
οἱ ὁποῖοι ἀντιστρέφονται, δηλαδή ὡς κύρια ἐνέργειά του εἶναι ἡἐξάλειψη τῆς
ἁμαρτίας καί τῶν λειψάνων της καί ἡ ἐνδυνάμωση τῆς ψυχῆς στόν ἐπικείμενο ἀγώνα
της κατά τοῦ θανάτου. ῾Η μεταποίηση ὅμως αὐτή τοῦ εὐχελαίου σέ ἔσχατη χρίση
ἀντιβαίνει πρός τήν ἀρχαία χρήση του καί στή διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, κατά
τήν ὁποία τό μυστήριο διακονεῖται σέ κάθε ἀσθένεια καί ὄχι μόνο στίς βαρύτατες
πρό τοῦ θανάτου. ᾿Εσφαλμένα δέ χορηγεῖται ὡς ἐφόδιο ψυχῆς καθ’ ὅν χρόνο αὐτή
εἰσέρχεται στίς αἰώνιες μονές, γιατί σάν τέτοιο ἐφόδιο ἦταν πάντοτε στήν
᾿Εκκλησία ὄχι τό εὐχέλαιο ἀλλά ἡ θεία Εὐχαριστία
217.
Τί λένε σχετικά οἱ Προτεστάντες;
Δέν τούς
ἐνδιαφέρει. Δέν τό δέχονται ὡς μυστήριο καί γιά ἄλλους λόγους ἀλλά καί γιατί
δέν παρέχει πάντοτε τή σωματική ἀνάρρωση. Οἱ Λουθηρανοί μόνο τό δέχονται σάν μιά
παραμυθητική τελετή, δηλαδή τελετή πού παρέχει παρηγορία, ἐάν περιορισθεῖ στήν
ἐπίσκεψη τοῦ ἱερέα στόν ἀσθενή καί τή χορήγηση σ’ αὐτόν τῆς θείας μεταλήψεως.
Οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες τό ἀπορρίπτουν παντελῶς.
ΤΕΛΟΣ
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του
ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου