ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
139. ῾Ο
λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγωγός τῆς θείας χάριτος;
Ναί, εἶναι.
Σ’ αὐτό συμφωνοῦν ἡ᾿Ορθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία. Κοινό δίδαγμα ὅλων
τῶν χριστιανικῶν ῾Ομολογιῶν εἶναι, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια ἀπέρρευσε
ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ἐνεργεῖ μέν ἄμεσα στόν ἔσω ἄνθρωπο, κυρίως
ὅμως σέ συνδυασμό μέ αἰσθητά σημεῖα ἤ τελετές, σύμφωνα μέ τή σύνθετη φύση τοῦ
ἀνθρώπου, πού ἀποτελεῖται ἀπό πνεῦμα καί ὕλη. ῾Η ὕλη καί γενικά τό αἰσθητό δέν
ἀποδοκιμάζεται στή χριστιανική κοσμοθεωρία ὡς κάτι ἀκάθαρτο καί φύσει κακό,
ὅπως δέχεται ὁ Μανιχαϊσμός, οὔτε πάλι ἀντιτίθεται πρός τό πνευματικό καί ὑπερφυσικό,
ὡς θέλουν ἡ διαρχία καί ὁ Πνευματισμός, ἀλλά μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς σύμβολο
συγχρόνως καί φορέας τῆς πνευματικῆς καί ὑπερφυσικῆς
δυνάμεως, ὅπως εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Σ’
αὐτή τή διάσταση μπορεῖ νά λειτουργήσει
καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ , γραπτός καί προφορικός.
Τόσο στό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως, διεγείροντας τόν ἄνθρωπο νά
ποθήσει τή σωτηρία, ὅσο καί στό στάδιο τοῦ ἁγιασμοῦ, βοηθώντας τον νά προκόψει
πνευματικά, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά μεταδώσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τή
σώζουσα χάρη τοῦ Θεοῦ. Διαβάζοντας τή Γραφή ἤ ἀκούοντας τό κήρυγμα τοῦ λόγου
τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος διεγείρεται πνευματικά, ὥστε μέ τή βοήθεια τῆς θείας
χάριτος νά καταπολεμήσει τά πάθη του καί τήν ἁμαρτία, νά προαχθεῖ πνευματικά
στό πεδίο τῆς προσωπικῆς του οἰκειώσεως τῆς δικαιώσεως.
Δέν πρέπει
ὅμως νά νομισθεῖ, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅσον ἀφορᾶ τήν ποσότητα καί τήν
ποιότητα τῆς παρεχόμενης δι’ αὐτοῦ χάριτος, βρίσκεται στήν ἴδια μοίρα καί στό
αὐτό ἐπίπεδο μέ τήν ἀντίστοιχη ἐνέργεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων. Διότι τά
ἱερά μυστήρια εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος ἐξ ἀνάγκης, δηλαδή σέ κάθε
περίπτωση παρέχουν πραγματικά τή χάρη, ἐνῶ τό ἴδιο δέν συμβαίνει μέ τό λόγο τοῦ
Θεοῦ, ἡ καρποφορία τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἀπό ὑποκειμενικούς λόγους, ἀπό τήν
ἐλευθερία καί τήν ἰδιοσυγκρασία τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν διαφορετικά
στό κάλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
140. Τί
φρονοῦν περί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;
Δέν ὑπάρχει
ἑνιαία τοποθέτηση τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας πάνω στό θέμα αὐτό.
Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἐκτιμοῦν ὑπέρμετρα
τό λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς μέσο παροχῆς τῆς θείας
χάριτος, τόν ὁποῖο τοποθετοῦν πιό πάνω ἀπό ἐξωτερικές τελετές, σύμφωνα μέ
τό γενικότερο ἐκκλησιολογικό πνεῦμα τους καί μέ τήν περί ἀόρατης καί
πνευματικῆς ᾿Εκκλησίας διδασκαλία τους. Τό πνεῦμα αὐτό καθρεφτίζεται καί στούς
οἴκους λατρείας τους, οἱ ὁποῖοι εἶναι περισσότερο αἴθουσες
διδασκαλίας παρά θυσιαστήρια. Εἶναι εὐνόητο ὅτι
στόν κύκλο τῶν ἰδεῶν αὐτῶν τό κύριο ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό
προφητικό. ῾Ως πρός τόν γραπτό θεῖο λόγο, τήν ῾Αγία Γραφή, οἱ Προτεστάντες τόσο
πολύ τήν ἐκτιμοῦν,ὥστε φθάνουν στό σημεῖο νά δέχονται μυστική ἕνωση τοῦ῾Αγίου
Πνεύματος μέ τό γράμμα τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία πρέπει νά λατρεύεται, μέ τόν ἴδιο
τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί λατρεύουν τό σῶμα τοῦ
Κυρίου στήν εὐχαριστία.
῞Οτι ἐδῶ
ἔχουμε ἀκρότητες καί ὑπερβολές, δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ στήν
προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογική πνευματοκρατία.
141. Ποιά
εἶναι ἡ ἔννοια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;
῾Η λέξη
μυστήριο παράγεται ἀπό τό ρῆμα μύειν, πού σημαίνει κλείειν τό ὄργανο τῆς
μεταδόσεως (στόμα καί ὀφθαλμούς), ὥστε οἱ μυούμενοι νά μή βλέπουν καί νά μή
μεταδίδουν σέ ἄλλους αὐτό πού συμβαίνει σέ κάθε μύηση. Κατά τή γενική αὐτή
ἔννοια τά μυστήρια ἐκφράζουν κάτι τό μυστικό καί καλυμμένο, πράγματα πού
παριστοῦν ἤ συμβολίζουν μιά ἀπόκρυφη ἰδέα ἤ διδασκαλία, ὅπως εἶναι ὁ σταυρός,
τό ἅλας πού διδόταν στούς κατηχουμένους, ἤ τίς ὑπερφυσικές ἀλήθειες τοῦ
χριστιανισμοῦ, ὅπως «τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον» ,ὁ γάμος ὁ συμβολίζων
τήν ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μετά τῆς
᾿Εκκλησίας, κ.ἄ..Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα τά μυστήρια διαφέρουν ἀπό τά
λοιπά, τόσο κατά τό πράγμα πού ὑπεμφαίνουν, ὅσο καί κατά τόν τρόπο πού τό
ἐκφράζουν. Δέν εἶναι ἁπλοί συμβολισμοί, ἀλλά πραγματικά μεταδίδουν τήν
ἁγιάζουσα θεία χάρη. Κατά τή στενή αὐτή σημασία τά μυστήρια εἶναι «θεοσύστατες
τελετές πού ἐμφαίνουν καί συγχρόνως μεταδίδουν τήν ἀόρατη χάρη». Τό βάπτισμα
δηλαδή δέν συμβολίζει ἁπλῶς τήν ἀναγέννηση, ἀλλά εἶναι πραγματική ἀναγέννηση
ἐκείνου πού βαπτίζεται στό ὄνομα τῆς παναγίας Τριάδος. Στό σημεῖο αὐτό
συμφωνοῦν ἡ ὀρθόδοξη καί ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία.
142.
Μποροῦμε ν’ ἀμφιβάλλουμε γιά τή δραστικότητα τῶν μυστηρίων;
῎Οχι δέν
μποροῦμε, ἄν θέλουμε νά διατηρήσουμε τήν ταυτότητά μας ὡς ἀληθινῶν ὀρθόδοξων
μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γιατί τά μυστήρια δέν εἶναι ἀνθρώπινες τελετές, γιά
τίς ὁποῖες μποροῦν νά δημιουργηθοῦν ὑποψίες καί ἀμφιβολίες ὡς πρός τή δραστική
δύναμη καί τήν ἐνέργειά τους. Δέν μπορεῖς δηλαδή ν’ ἀμφιβάλλεις ἄν, δεχόμενος
τόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς εὐχαριστίας, κοινωνεῖς ἤ ὄχι τοῦ πραγματικοῦ σώματος
καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Οὔτε ὅταν προσέρχεσαι στό μυστήριο τῆς μετάνοιας,
μπορεῖς ν’ ἀμφιβάλλεις ὅτι λαμβάνεις ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Στά μυστήρια
δέν ἐνεργοῦν αὐτοτελῶς ἄνθρωποι ἀτελεῖς καίἀδύναμοι (ἐδῶ δέν ἔχει σημασία, ὅτι
οἱ τελετουργοί τῶν μυστηρίων εἶναι οἱ ἱερεῖς, ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί καί ἀδύνατοι,
οἱ ὁποῖοι εἶναι ἁπλά μέσα, ὄργανα διά τῶν ὁποίων τελοῦνται ἐξωτερικά τά
μυστήρια), ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τό τελεταρχικό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο
εἶναι πανάγιο, μήἔχοντας ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες. Τά μυστήρια στηρίζονται στό
σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, στό «εἰργαμένο ἔργο» – ὅπως λέμε– πού πηγάζει ἀπό τή
σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου. Τό ἔργο αὐτό εἶναι ἀλάθητο καί ἀδιάπτωτο καί στή
βάση αὐτή εἶναι ἀδιάπτωτη καί ἡ λυτρωτική χάρη ἡ ἀπορρέουσα ἀπ’ αὐτό. Τό νά
ἀμφιβάλλει κανείς γιά τή δραστικότητα τῶν μυστηρίων ἀποτελεῖ μεγάλη ἁμαρτία,
πού θέτει σέ κίνδυνο τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ.
143. Ποιός
εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν μυστηρίων;
῾Ο Κύριος
ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Εἴπαμε πιό πάνω, ὅτι τά μυστήρια δέν εἶναι ἔργα ἀνθρώπων,
ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ καί σ’ αὐτό ὀφείλεται ἡ
ἀπόλυτη δραστικότητά τους. Εἶναι βέβαια ἀληθές ὅτι στήν ῾Αγία Γραφή ρητή
μαρτυρία περί τῆς ἱδρύσεως τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο, ἔχουμε μόνο γιά τό
βάπτισμα καί τήν εὐχαριστία. ῞Ομως δέν ἔχουμε μαρτυρία καί γιά
τό ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή τά ὑπόλοιπα
πέντε ἱδρύθηκαν ἀπό τούς ᾿Αποστόλους ἤ τήν ᾿Εκκλησία.
᾿Εκεῖνο, λοιπόν, πούἰσχύει γιά τά δύο πρέπει κατ’ ἀναλογία νά
ἰσχύσει καί γιά τά ὑπόλοιπα πέντε.
῎Αλλωστε στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία τά ἱερά μυστήρια ἦταν συνδεδεμένα μέ
ποικίλες ἄλλες μεταγενέστερες ἱερουργίες, τῶν ὁποίων ἡ ἱστορική ἀρχή δέν εἶναι
εὔκολο νά καθοριστεῖ. Γιά τήν ἵδρυση ὅλων τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο πρῶτος
μίλησε ὁ ψευδώνυμος ᾿Αμβρόσιος .
῾Η ἰδέα ἡ
διατυπωθείσα ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ὅτι τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος
καί τῆς εὐχαριστίας ἱδρύθηκαν ἄμεσα ἀπό τόν Κύριο, τά δέ ὑπόλοιπα ἔμμεσα διά
τῶν ᾿Αποστόλων,δέν μειώνει τό κύρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων, γιατί σέ κάθε
περίπτωση δέν παύουν αὐτά νά εἶναι ἀγωγοί τῆς θείας χάριτος. ῾Η ἐκδοχή ὅμως
αὐτή δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ σέ μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ᾿Επίσης, ὅταν λέμε,
ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσε ὅλα τάἐκκλησιαστικά μυστήρια, δέν πρέπει νά κατερχόμαστε σέ
λεπτομέρειες, ἀποδίδοντας στόν Κύριο καί τή διατύπωση τοῦ τυπικοῦ μέρους τῆς
τελέσεως αὐτῶν, ἡ διαμόρφωση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στούς ᾿Αποστόλους.
Αὐτό φυσικά δέν προσβάλλει τή θεία σύσταση τῶν μυστηρίων. Στό μυστήριο, λόγου
χάρη, τῆς μετάνοιας ὁ Κύριος
ἔδωσε στούς ᾿Αποστόλους τή
δύναμη νά συγχωροῦν ἁμαρτίες, αὐτοί δέ ἤ ἡ ᾿Εκκλησία καθόρισαν τήν
τυπική τελετουργία τοῦ μυστηρίου.
144. ᾿Από
πόσα μέρη ἀποτελεῖται κάθε ἐκκλησιαστικό μυστήριο;
῞Οπως στόν
ἄνθρωπο ὑπάρχουν συνενωμένα δύο διαφορετικά στοιχεῖα, ἡ ἄυλη ψυχή καί τό
αἰσθητό ἤ ὑλικό σῶμα, καί ὅπως στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀόρατη αὐτῆς πλευρά
συνενωμένη μέ τήν ὁρατή ἱστορική, ἔτσι καί στά ἱερά μυστήρια γιά
νά συσταθοῦν αὐτά καί
νά ἐνεργήσουν κανονικά
χρειάζονται δύο ἀπαραίτητα στοιχεῖα, τό αἰσθητό καί ὁρατό καί τό
ὑπεραισθητό καί ἀόρατο. Τά δύο αὐτά στοιχεῖα παριστάνονται καί μέ φιλοσοφικούς
ὅρους, ὡς ὕλη καί εἶδος. Τό αἰσθητό μέρος
τῶν μυστηρίων ἐκφράζει ἡ
τυπική τελετουργία τους, ἀποτελεῖται δέ ἀπό εὐχές καί
πράξεις, οἱ ὁποῖες ὑποπίπτουν στήν ἐξωτερική αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου· ἐνῶ
ὑπεραισθητό μέρος εἶναι ἡ θεία χάρη ἡ πληρούσα τά μυστήρια, ἡ χορήγηση τῆς
ὁποίας εἶναι μυστική καί ἀθέατη, μή ὑποπίπτουσα στή
φυσική ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ
βαπτίσματος, λόγου χάρη, οἱ παριστάμενοι βλέπουν μέν τίς
κινήσεις καί τίς πράξεις τοῦ λειτουργοῦ καί ἀκούουν τήν ψαλμωδία καί τίς
εὐχές, χωρίς ὅμως νά βλέπουν τή θεία χάρη, ἡ ὁποία ἁγιάζει τό ὕδωρ καί ἀναγεννᾶ
τό βαπτιζόμενο. Στό ζήτημα τῆς σύνδεσης τῆς
θείας χάριτος μέ τό αἰσθητό σημεῖο τῶν
μυστηρίων δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία. ῎Αλλοι
πιστεύουν, ὅτι ἡ ἀόρατη χάρη περιέχεται στό αἰσθητό
μέρος τοῦ μυστηρίου, καί ἄλλοι, ὅτι τό συνοδεύει. Οἱ διακρίσεις βέβαια αὐτές
εἶναι λεπτολόγες, χωρίς καμία ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτό πού μετράει εἶναι ἡ,
οὕτως ἤ ἄλλως, πραγματική μετάδοση τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία
ὅμως δέν εἶναι ἡ
ἴδια σέ ὅλα τά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια. ῎Ετσι διακρίνουμε χάρη διά τῆς
ὁποίας δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος (βάπτισμα, χρίσμα), χάρη διά τῆς ὁποίας τρέφεται
καί ζωογονεῖται ὁ πιστός (εὐχαριστία), χάρη διά τῆς ὁποίας ἀνακτᾶται ἡ χαμένη
πνευματική καί σωματική ὑγεία τοῦἀνθρώπου (μετάνοια - εὐχέλαιο) καί χάρη διά
τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἱκανός ν’ ἀναλάβει ὁρισμένα καθήκοντα καί νά
εἰσέλθει σέ ὁρισμένες σχέσεις (ἱερωσύνη, γάμος). ῞Ολ’ αὐτά φυσικά ἀπορρέουν ἀπό
τήν πάνσοφη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα τίς ἀνάγκες τῶν μελῶν
τῆς ᾿Εκκλησίας του.
145. Εἶναι
ἀναγκαία ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων;
῞Οπου
ὑπάρχει ἡ δυνατότητα κοινωνίας τῶν μυστηρίων, αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα πρός
σωτηρία. ῾Υπάρχουν βεβαίως περιπτώσεις πού ὁ ἄνθρωπος ποθεῖ καί θέλει νά
κοινωνήσει τῶν ἱερῶν μυστηρίων (νά ἐξομολογηθεῖ, λ.χ., καί νά μεταλάβει) καί
ὅμως οἱ συνθῆκες στίς ὁποῖες ζεῖ καί διάφοροι ἄλλοι παράγοντες δέν τοῦ τό
ἐπιτρέπουν. Τί γίνεται στίς περιπτώσεις αὐτές; Μπορεῖ ὁ Θεός ἄμεσα νά χορηγήσει
τή λυτρωτική χάρη του στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού τήν ποθοῦν;
῎Εκτακτη
περίπτωση χορηγήσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
ἔχουμε στό ληστή ἐπάνω στό σταυρό, ὁ ὁποῖος μέ μιά μόνη του
ὁμολογία κέρδισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ῎Αλλωστε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει
πνεῖ» [206]. Δέν δεσμεύεται ἀπόλυτα σέ τοπικούς θεσμούς καί σχήματα.
Εἶναι εὔλογο, λοιπόν, νά ὑποθέσουμε, ὅτι στίς περιπτώσεις πού
πιό πάνω ἀναφέραμε, εἶναι δυνατή ἡ παροχή τῆς χάριτος ἀπό τόν
πανάγαθο Θεό. ῞Οπως ὅμως εἶναι νοητό, βαθύτερη γνώση καί αἴσθηση τῶν
καταστάσεων αὐτῶν δέν μποροῦμε νάἔχουμε. ῾Η ῾Αγία Γραφή δέν ὁμιλεῖ σχετικά μέ
σαφήνεια.
῞Οτι ὅμως τά
μυστήρια εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου, εἶναι ἔξω ἀπό κάθε
ἀμφισβήτηση. Σ’ αὐτό μᾶς προσανατολίζει ἡ θεία τῶν μυστηρίων σύσταση. ῾Ο Κύριος
ἐφοδίασε μέ αὐτά τήν ᾿Εκκλησία του, γιά νά ἔχουν πνευματική ζωή οἱ πιστοί, νά
ἁγιάζονται καί νά ἑνώνονται ἐσωτερικά μέ τό Θεό. Τά μυστήρια εἶναι ἡ πνευματική
ρίζα τῆς ζωῆς. ῞Οποιος δέν τά χρησιμοποιεῖ μοιάζει σάν τό κλαδί, πού κόπηκε ἀπό
τή ρίζα του καί ξηράθηκε. ῾Ο ἀκοινώνητος εἶναι πνευματικά νεκρός. Εἶναι σάν τήν
ἠλεκτρική λάμπα, πού ἀποσυνδέθηκε ἀπό τή γεννήτρια τοῦ
ἠλεκτρικοῦ ρεύματος. Οὔτε φῶς ἔχει οὔτε θερμότητα.
Εἶναι ἀναίσθητος στήν παγερότητα
τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. ῾Η ἀπό
ἀδιαφορία μή προσέλευση στά ἱερά μυστήρια εἶναι πολύἐπικίνδυνη. ῎Αν δέν
ἀναστραφεῖ μέ τή μετάνοια, θά γίνει αἰτία ὁ ἄνθρωπος νά χάσει τήν ψυχή του.
146. ῾Η θεία
χάρη ἐνεργεῖ πάντοτε λυτρωτικά στόν ἄνθρωπο;
῎Οχι, δέν
ἐνεργεῖ. ᾿Εδῶ πρέπει νά προσέξουμε. ῎Αλλο ἡ δραστική ἐνέργεια τῶν μυστηρίων,
πού χορηγεῖ τή χάρη «ἐξ ἀνάγκης». ῞Οπως εἴδαμε, τά μυστήρια εἶναι δραστικά μέσα
τῆς χάριτος. Αὐτό ὀφείλεται στή θεία σύστασή τους. Καί ἄλλο ἡ σωτήρια
ἐπενέργειά τους στούς πιστούς. Αὐτή δέν εἶναι πάντοτε δραστική. Δηλαδή αὐτός
πού μετέχει σ’ ἕνα μυστήριο δέν σημαίνει ἀπαραίτητα, ὅτι θά καρπωθεῖ τή
λυτρωτική του ἐνέργεια. Τά μυστήρια δέν εἶναι μαγικές τελετές, πού παρέχουν
τυφλά καί ἀσυλλόγιστα τή σωτηρία. Γιά νά λειτουργήσει λυτρωτικά ἡ χάρη, πρέπει
νά συντρέξουν ὁρισμένες ὑποκειμενικές συνθῆκες. ῾Ο ἄνθρωπος πρέπει νά θέλει τή
σωστική τους ἐπενέργεια καί νά εἶναι κατάλληλα προπαρασκευασμένος νά τή δεχτεῖ.
Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν εἶναι ὑποκριτής καί ἠθικά ἀκάθαρτος, ἄν προσέρχεται
μηχανικά χωρίς ἐπίγνωση καί αἴσθηση τοῦ πράγματος, τίποτε δέν θά ὠφεληθεῖ. Καί
ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά προσθέσει στό παθητικό του μιά ἄλλη πολύ μεγάλη ἁμαρτία.
᾿Αντί ὠφέλεια πνευματική θά τρυγήσει κατάκριση καί θάνατο.
῎Ας πάρουμε
παράδειγμα τή θεία εὐχαριστία. ῞Ολοι οἱ προσερχόμενοι στό ἱερό μυστήριο, εἴτε
εἶναι καλοί εἴτε κακοί, θά κοινωνήσουν ὁπωσδήποτε σώματος καί αἵματος Χριστοῦ.
Δέν θά εἶναι ὅμως ἴδια τάἀποτελέσματα τῆς θείας κοινωνίας. Οἱ καλοί πού
προσέρχονται μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη, γνωρίζουν δηλαδή τί κάνουν καί
παρασκευάζονται κατάλληλα γιά τή λήψη τοῦ Θεοῦ, θά λάβουν τή θεία εὐλογία, θά
ἑνωθοῦν μυστικά μέ τό Σωτήρα, θά προαχθοῦν πνευματικά καί θά ἐνισχυθοῦν στόν
ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, τά ὁποῖα ὑποδαυλίζουν τά πονηρά
πνεύματα τῆς ἀποστασίας. ᾿Αντίθετα, ὅσοι προσέρχονται ἀδιάφορα καί μηχανικά,
χωρίς νά γνωρίζουν τί κάνουν (μή διακρίνοντες τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου)
καί μέ ἀκάθαρτο τό σῶμα καί τήν ψυχή τους, αὐτοί ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦνται ἀπό τή
θεία μετάληψη, ἀλλά ἀποκομίζουν καταδίκη (κοινωνοῦν κρίμα ἤ κατάκριμα)᾿Αντί ἡ
κοινωνία νά τούς βγεῖ σέ καλό, τούς γκρεμίζει στό θάνατο.
147. Εἶναι
ὑποχρεωτικά ὅλα τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας;
῎Αλλα εἶναι
καί ἄλλα ὄχι. Μή ὑποχρεωτικά ἤ προαιρετικά εἶναι ἡ ἱερωσύνη καί ὁ γάμος. ῾Η
ἱερωσύνη εἶναι βαρύς κλῆρος τόν ὁποῖο δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ἀναλάβουν ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι φορτίο βαρύ, τό ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νά σηκώσουν οἱ ὦμοι
ὅλων τῶν πιστῶν. Εἶναι ἰδιαίτερη κλήση ἀπό τό Θεό, τήν ὁποίαν ἀκούουν
λίγοι ἄνθρωποι, πούἔχουν τάἀνάλογα χαρίσματα καί τήν κλίση ν’ ἀναλάβουν τό
ὑψηλό ἐκκλησιαστικό λειτούργημα. ῎Αλλωστε ὑποχρεωτική ἱερωσύνη δέν θά εἶχε
νόημα. ῎Αν ἦταν ὅλοι ἱερεῖς, δέν θά ὑπῆρχαν οἱ λαϊκοί. Οὔτε καί ὁ γάμος μπορεῖ
νά εἶναι ὑποχρεωτικός. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν παντρεύονται,
γιατί ἔχουν ἄλλη ὑψηλότερη ἀφοσίωση στή
ζωή τους. ῎Αλλοι πάλι ἀπό τή φύση τους δέν μποροῦν νά συνάψουν
γάμο. Καί ἄλλοι πού γιά πολλούς καί διάφορους λόγους δέν μποροῦν ν’ ἀναλάβουν
τή συζυγική ζωή. Τό ζήτημα τοῦ γάμου παραμένει ἀνοικτό στήν προαίρεση
τοῦἀνθρώπου. Εἶναι ἐλεύθερη πράξη καί ὄχι ἀναγκαστική.
Τά ἄλλα
μυστήρια εἶναι ὑποχρεωτικά. Δέν συζητᾶμε βέβαια γιά τό βάπτισμα καί τό χρίσμα
τά ὁποῖα γεννοῦν καί σφραγίζουν τή νέα πνευματική γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, καί τά
ὁποῖα δέν ἐπαναλαμβάνονται, ὅπως δέν ἐπαναλαμβάνεται ἡ φυσική
γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος δέν
γεννιέται πολλές φορές.῞Οπως δέν ἐπαναλαμμβάνεται καί ἡ ἱερωσύνη.
᾿Επανάληψη τῶν μυστηρίων αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλο
ἁμάρτημα, τό ὁποῖο κολάζεται αὐστηρά ἀπό
τούς ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Μιλᾶμε γιά τ’ ἄλλα μυστήρια τῆς μετάνοιας,
τῆς θείας εὐχαριστίας καί τοῦ εὐχελαίου. Αὐτά μπορεῖ νά τά ἐπαναλάβει πολλές
φορές ὁ πιστός ἀνάλογα μέ τίς σωματικές καί τίς πνευματικές ἀνάγκες του.
῎Ετσι στή
μετάνοια θά προσέλθει, ὅταν θέλει ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό πιεστικό βάρος τῆς ἐνοχῆς
πού βασανίζει τήν ψυχή του, ὅταν παραβαίνει τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Στό μυστήριο τῆς
θείας εὐχαριστίας θά προσέλθει στήν ἀνάγκη του νάγεμίσει ἀπό Θεό, νά τραφεῖ
πνευματικά καί νά καταπαλαίσει τό διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Καί
τέλος θά προσέλθει στό εὐχέλαιο γιά
νά λάβει ἴαση τῶν σωματικῶν του ἀσθενειῶν. Δέν ὑπάρχει μέτρο
καί κανόνας, πού νά ρυθμίζουν τήν προσέλευση αὐτή. ῾Ο ἴδιος ὁ πιστός, σέ
συνεννόηση βέβαια μέ τόν πνευματικό του, θά ρυθμίζει τά σημαντικά αὐτά ζητήματα
τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
148. Τί ἐννοοῦμε
λέγοντας τελείωση τῶν μυστηρίων;
᾿Εννοοῦμε τά
τέλεια μυστήρια, τά κανονικά καί ἔγκυρα, τά ὁποῖα τελούμενα στούς πιστούς
μποροῦν νά μεταδώσουν τά σωτήριά τους ἀποτελέσματα. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό
ἀπαιτοῦνται ὁρισμένοι ὅροι.
149. ῾Η
τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν τελείωση
τοῦ μυστηρίου;
῾Η τέλεση
τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου, πού εἶναι τό αἰσθητό σημεῖο του καί
ἀποτελεῖται ἀπό λόγους καί τελετές καθορισμένες ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, εἶναι
ἀναγκαία γιά τήν τελείωση τοῦ μυστηρίου.
Δέν πρέπει
ὅμως νά ἐκληφθεῖ ὡς κάτι τό μαγικό, πούἐνεργεῖ ἁπλά μέ συλλαβές καί ἐξωτερικές
κινήσεις, καί μηχανικά διοχετεύει τήν ἁγιάζουσα χάρη, ἀλλά σάν λογική παράσταση
καί ἔκφραση τῆς πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία προτίθεται νά μεταδώσει τή
σώζουσα χάρη. Αὐτό φυσικά ἔχει σημασία γιά τίς χριστιανικές ἐκεῖνες κοινότητες
πού, ἄν καί κατά τό ἐξωτερικό μέρος τελοῦν ὀρθῶς τά μυστήρια, ὅμως ἄλλα
πρεσβεύουν περί τῆς οὐσίας τους. Τό φαινόμενο αὐτό δημιουργεῖ προβλήματα στήν
κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς
᾿Εκκλησίας.
150. Μποροῦν
οἱ λαϊκοί νά τελέσουν τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;
῎Οχι, δέν
μποροῦν. ῾Η ἰδέα ὅτι μποροῦν ἀνήκει στούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι, συνεπεῖς
πρός τίς βασικές ἐκκλησιολογικές τους ἀρχές, ἀπέρριψαν τό ἱερατεῖο. Κατά τήν
ὀρθόδοξη πίστη τά μυστήρια τελεῖ μόνο τό ἱερατεῖο, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος.
Τῶν λειτουργῶν τῶν μυστηρίων τό ὁποιοδήποτε θρησκευτικό φρόνημα ἤ ὁ ἠθικός βίος
δέν ἀσκοῦν ἐπίδραση στό κύρος τῶν ἱερῶν μυστηρίων.
῾Ο λόγος
εἶναι προφανής. Τά μυστήρια ἀντλοῦν τήν ὑπόσταση καί τήν ὅποια δύναμή τους ἀπ’
εὐθείας ἀπό τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος παραμένει καί ἐνεργεῖ τό σωτήριο
ἔργο του στό μυστικό σῶμα του, τήν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ἱερέας εἶναι ἁπλά τό
ἀπαραίτητο ὄργανο, διά τοῦ ὁποίου ἡ θεία χάρη τελειοῖ τό μυστήριο.
Μέ ἄλλα
λόγια τό κύρος τῶν μυστηρίων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅποιο ποιόν τοῦ λειτουργοῦ,
ἀλλά ἀπό τήν κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, τόν Κύριο. ῎Αν ἐξαρτιόταν ἀπό τό φρόνημα
τοῦ λειτουργοῦ καί τήν ἠθική του ποιότητα, θά ἦταν κάτι ἀμφίβολο πού θά ἔθετε
σέ κίνδυνο τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δέν μπορεῖς ν’ ἀμφιβάλλεις ἄν στό μυστήριο,
λ.χ. τῆς θείας εὐχαριστίας, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος δέν μεταποιοῦνται σέ σῶμα καί
αἷμα Χριστοῦ, ἐπειδή ὁ ἱερέας εἶναι ἄτακτος στή ζωή του. Κάτι τέτοιο θά ἦταν
πραγματικά ὀλέθριο.
᾿Εκεῖνο πού
ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἱερέα εἶναι ἡ πρόθεσή του, πού ἐκφράζεται
ἐξωτερικά, νά τελέσει τό
μυστήριο ὄχι πρός ἐμπαιγμό
ἤ ὑποδειγματική διδασκαλία (νά δείξει δηλαδή σέ κάποιον πῶς
τελεῖται τό μυστήριο), ἀλλά μέ σοβαρότητα, σύμφωνα μέ τόν καθιερωμένο τύπο τῆς
᾿Εκκλησίας. ᾿Αρκεῖ βέβαια νά ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καί ὄχι ἀναγκαστικά.
151. Εἶναι
ἔγκυρα τά ὑπό τῶν αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια;
Ασφαλῶς
ὄχι.῎Εγκυρα καί κανονικά εἶναι μόνο τά μυστήρια
τά ὁποῖα τελοῦνται στό ἔδαφος τῆς ἀληθινῆς
᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ᾿Ορθόδοξη
Καθολική. ᾿Επί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῶν Πατέρων «ὅπου ἡ ᾿Εκκλησία ἐκεῖ τό Πνεῦμα
τό ῞Αγιο», ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέχεται τήν ᾿Εκκλησία ὡς τή μόνη ταμειοῦχο τῆς
θείας χάριτος κιβωτό, ἑπομένως ὅ,τι ὑπάρχει ἔξω ἀπ’ αὐτή δέν μπορεῖ νά
μεταδώσει τή λυτρωτική χάρη τοῦ Κυρίου. Οἱ αἱρετικοί πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν
᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά μεταδώσουν τή χάρη, τήν ὁποία ἔχασαν. Δίδει κανείς
ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει, ὄχι ἐκεῖνο πού δέν ἔχει.
Κατά
ἀκρίβεια δογματική τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων
(Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν κ.ἄ.) εἶναι ἄκυρα, δηλαδή δέν παρέχουν τή
θεία χάρη. ῾Υπάρχει ὅμως παράλληλα καί ἕνα ἄλλο μέτρο ἐκτιμήσεως στήν
᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία. Εἶναι τό μέτρο τῆς οἰκονομίας. Εἶναι δέ ἡ
οἰκονομία ἡ προσωρινή παρέκκλιση ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς δογματικῆς ἀκρίβειας.
᾿Εκεῖνο δηλαδή πού κατά τή δογματική ἀκρίβεια ἀπορρίπτεται ὡς ἀσύστατο καί
ἄκυρο, κατά τήν οἰκονομία μπορεῖ κατά περίπτωση νά γίνει ἀποδεκτό. Αὐτό, πού
γινόταν καί στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, εἶναι ἔκτακτη συγκατάβαση τῆς ᾿Εκκλησίας,
πού ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες καί τό δικό της πνευματικό ὄφελος. Τό μέτρο αὐτό,
πού δέν μπορεῖ νά εἶναι τακτικός θεσμός, ἀφορᾶ μόνο στίς περιπτώσεις προσχωρήσεως
τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Σέ περίπτωση, πού τό μέτρο τῆς
οἰκονομίας διευρυνθεῖ ἔστω καί γιά τά ἐκτός αὐτῆς μυστήρια, πού τελοῦνται μέ τό
ὀρθό τελετουργικό τυπικό καί στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας
Τριάδος, τότε διευρύνονται καί τά ὅρια
τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, πράγμα πολύ ἐπικίνδυνο γιά τή συνείδηση καί τήν
πνευματική της ζωή. Τό δογματικό πρόβλημα, πού δημιουργεῖται μέ τήν ἐφαρμογή
τοῦ μέτρου τῆς οἰκονομίας εἶναι μεγάλο. ῎Η τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀπό
ἄποψη δογματική ἄκυρα, ὁπότε ὅποιο μέτρο οἰκονομίας δέν ἔχει νόημα, ἤ τό μέτρο
τῆς οἰκονομίας εἶναι ἰσχυρό, ὁπότε παραβλάπτεται τό δόγμα τῆς πίστεως. Φυσικά,
ὅπως λένε καί γίνεται ἀποδεκτό, ἡ οἰκονομία δέν ἀφορᾶ ζητήματα δογματικά.
῞Ομως τό
κύρος τῶν μυστηρίων δέν εἶναι θέμα δογματικό; Πῶς ἕνας ἑτερόδοξος, φέρ’ εἰπεῖν,
πού εἶναι ἐκτός τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, γίνεται κοινωνός ὀρθόδοξου μυστηρίου,
συνάπτοντας γάμο μέ ὀρθόδοξο μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας; Τό μυστήριο τοῦ γάμου δέν
εἶναι θέμα δογματικό;
Τέλος εἶναι
δύσκολο νά ἐννοήσουμε, πῶς ἕνα μυστήριον πού εἶναι φύσει ἄκυρο (ἄν καίὄχι
ἐντελῶς ἀνυπόστατο), μέ τό μέτρο τῆς οἰκονομίας γίνεται ἔγκυρο καί ἀποδεκτό. Οἱ
πρακτικοί βέβαια λόγοι εἶναι κατανοητοί. Μέ τό δόγμα ὅμως τί γίνεται; Νά
ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία, ὡς κυρίαρχο σῶμα, μπορεῖ νά μεταβάλλει κατά τίς
περιστάσεις τό φύσει ἄκυρο σέ ἔγκυρο πρός ἐξυπηρέτηση τοῦ ποιμαντικοῦἔργου της;
152. Πόσα
εἶναι τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;
Εἶναι ἑπτά:
Τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ εὐχαριστία, ἡ μετάνοια, ἡ ἱερωσύνη, ὁ γάμος καί τό
εὐχέλαιο. Τό γιατί ὁ Χριστός ἵδρυσε μόνο ἑπτά μυστήρια δέν εἶναι δικό μας
ζήτημα νά ἐρευνήσουμε. Εἶναι κάτι, πού ἀνήκει στήν ἀγαθότητα καί τήν πανσοφία
τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Φυσικά δέν εἶναι αὐθαίρετη ἡ βουλή καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ Κυρίου. ᾿Εκ τῶν ὑστέρων μελετώντας τά μυστήρια βλέπουμε τή
σοφή καί σκόπιμη διάταξή τους σάν τελετές, πού
ἀποβλέπουν στόν ὁλοκληρωτικό ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, στή
σφαιρική πλήρωση τῶν πνευματικῶν, σωματικῶν καί κοινωνικῶν
του ἀναγκῶν. ῞Οπως δηλαδή ὁ ἄνθρωπος γεννιέται φυσικῶς, προάγεται καί τρέφεται,
ἔτσι διά τοῦ βαπτίσματος δημιουργεῖται ἡ νέα πνευματική ὕπαρξη, ἡ ὁποία
προάγεται διά τοῦ χρίσματος καί τρέφεται διά τῆς θείας εὐχαριστίας. Περαιτέρω
διά τῆς μετάνοιας καί τοῦ εὐχελαίου ἀποκαθίστανται στούς πιστούς ἡ
διαταραχθείσα ἀπό τήν ἁμαρτία πνευματική ὑγεία τῆς ψυχῆς καί ἀντιμετωπίζονται
οἱ φυσικές τοῦ σώματος ἀσθένειες, ἐνῶ διά τοῦ γάμου ἀποσκοπεῖται ἡ μετάδοση τοῦ
γένους καί διά τῆς ἱερωσύνης ἐξασφαλίζεται ἡ διακυβέρνηση τῆς
᾿Εκκλησίας. Αὐτά ὅλα φυσικά εἶναι σχηματικά καί ἐκ τῶν ὑστέρων
διαπιστώσεις πού κάνουμε, γιά νά βροῦμε τόν ἰδιαίτερο λόγο τῆς συστάσεως καί
τῆς σκοπιμότητας τῶν μυστηρίων.
Στήν ῾Αγία
Γραφή ἐλλείπουν μαρτυρίες περί τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν μυστηρίων, ἄν καί ὑπάρχουν
σ’ αὐτήν ἀρκετές ἐνδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τῶν ἐπί μέρους μυστηρίων. ῾Ομοίως
καί στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας δέν μνημονεύονται μαζί καί τά ἑπτά μυστήρια.
Μόλις τόν 13ον αἰώνα ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά εἰς μέν τήν ᾿Ανατολή ἀπό τό
μοναχό ᾿Ιώβ καί τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος τό 1274 ὑπέβαλε στή σύνοδο τῆς
Λυών ὁμολογία ἀριθμούσα τά ἑπτά μυστήρια, ἐνῶ στή Δύση ἀναφέρονται γιά πρώτη
φορά ἀπό τόν ᾿Αλέξανδρο Γ´ καί τόν Πέτρο τόν Λομβαρδό. ῾Ο λόγος τῆς
παρασιώπησης αὐτῆς ὀφείλεται στό γεγονός, ὅτι ἡ ἀρχαία ᾿Εκκλησία δέν εἶχε λόγο
εἰδικό νά μελετήσει συστηματικά τά ἱερά μυστήρια καί νά καθορίσει τόν ἀριθμό
τους. ῎Επειτα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια στήν ἀρχή ἐφέρονταν συνδεδεμένα μέ ἄλλα
ἱερά πράγματα καί πράξεις, ὅπως ὁ μοναχικός βίος, ἡ ἐπικήδεια ἀκολουθία, ὁ
σταυρός κ.ἄ. ῞Οπως εἶναι φυσικό αὐτό δημιουργοῦσε σύγχυση καί δυσκόλευε τό σαφή
καθορισμό τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μυστηρίων.
᾿Εν πάσῃ
περιπτώσει οἱ ἱεροί Πατέρες φαίνεται νά γνωρίζουν καί τά ἑπτά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄσχετα ἄν στά έργα τους
μνημονεύουν ἀποσπασματικά ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς
ἀνάγκες τοῦ διδακτικοῦ καί
ποιμαντικοῦ ἔργου τους. ῎Αν
δέ παραμένει κάποια ἀμφιβολία, αὐτήν
αἴρουν τόσο ἡ πράξη τῆς ᾿Ανατολικῆς
καί τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐγνώριζαν
ἀνέκαθεν τόν ἀριθμό ἑπτά τῶν μυστηρίων, ὅπως μαρτυροῦν τά
ἀρχαῖα τους λειτουργικά καί εὐχολόγια, ὅσο καί ἡ πράξη τῶν Μονοφυσιτῶν καί
Νεστοριανῶν, τῶν ἀποκοπέντων ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τήν Ε´ἑκατονταετηρίδα, οἱ
ὁποῖοι γνωρίζουν καί χρησιμοποιοῦν ὅλα
τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια.
153. Τί
εἶναι ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας τῶν μυστηρίων;
Εἶναι
διδασκαλία, πού προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει τή μή ἐπανάλειψη τῶν μυστηρίων τοῦ
βαπτίσματος, τοῦ χρίσματος καί τῆς ἱερωσύνης. ῾Ως γνωστό, τά μυστήρια αὐτά
τελοῦνται μία μόνο φορά. ῾Η θεωρία διατυπώθηκε ἀπό τή
σχολαστική θεολογία τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔκανε τήν εἴσοδό της καί στήν
ὀρθόδοξη θεολογία [209]. Στά μυστήρια αὐτά, ἐκτός ἀπό τή θεία χάρη ἡ
ὁποία μεταδίδεται στούς βαπτιζομένους, χριομένους καί ἱερωμένους, χαράσσεται σ’
αὐτούς κάποιο σημεῖο, κάποια σφραγίδα, ἕνας χαρακτήρας ἀνεξάλειπτος, πού τούς
ξεχωρίζει ἀπό τούς ἄλλους. ῞Οπως ὁ ποιμένας –λένε– χαράσσει στό πρόβατό του
κάποιο σημάδι, τό ὁποῖο δέν φεύγει ἀπό πάνω του ἔστω κι ἄν αὐτό χαθεῖ, ἔτσι καί
σ’ ὅσους δέχονται τό βάπτισμα, τό χρίσμα καί τήν ἱερωσύνη ἀποτίθεται κάποιο
σημάδι, κάποια σφραγίδα, πού δέν χάνεται, ἔστω κι ἄν ὁἄνθρωπος ἐκπέσει τῆς
χάριτος, δυνάμει τῆς ὁποίας ἔχει τήν ἰδιότητα νά δέχεται καί νά μεταδίδει θεῖες
δωρεές.
῾Η
διδασκαλία αὐτή δέν ἔχει ἐρείσματα στήν ῾Αγία Γραφή. Τά χωρία ᾿Εφεσ. 1,13
καί Β´ Κορ. 1,21-22
εἶναι πολύ ἀόριστα, ὥστε νά
στηρίξουν μιά τέτοια διδασκαλία. ᾿Επίσης γενικές καί ἀόριστες εἶναι
καί οἱ σχετικές μαρτυρίες ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (Κύριλλος
῾Ιεροσολύμων, ᾿Ωριγένης). Τό πολύ ἡ θεωρία αὐτή μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς
θεολογική γνώμη γιά τήν ἐξήγηση τῆς μή ἐπαναλήψεως τῶν μυστηρίων κυρίως στίς
περιπτώσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἐξωμοτῶν, αἱρετικῶν καί σχισματικῶν στούς κόλπους
τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία ἐξέπεσαν.
154. Τί
εἶναι οἱ μυστηριοειδεῖς τελετές;
Εἶναι
τελετές καί ἱερουργίες, πού ἀπό παλαιά ὑπῆρχαν στήν ᾿Εκκλησία, παρεμφερεῖς πρός
τά ἱερά μυστήρια ἀπό τά ὁποῖα διαφέρουν κατά τό εἶδος καί τά ἀποτελέσματα τῆς
ἐνέργειας. ῾Η κύρια διαφορά εἶναι, ὅτι ἐνῶ τῶν μυστηρίων ἡ ἐνέργεια γίνεται «ἐξ
ἀνάγκης», δηλ. παρέχουν ἀναμφισβήτητα τή θεία χάρη, ἡ εὐλογία ἡ
παρεχόμενη διά τῶν μυστηριοειδῶν τελετῶν
δέν εἶναι πάντοτε βεβαία, ἐξαρτώμενη ἀπό τίς ὑποκειμενικές συνθῆκες
τοῦ δεχομένου αὐτές πιστοῦ.
Εἶναι
δέ οἱ τελετές αὐτές εἴτε εὐλογίες
εἴτε καθιερώσεις. Οἱ εὐλογίες πού γίνονται
διά τοῦ σταυροῦ ἤ καί μέ ἄλλο
τρόπο εἶναι ἐπικλήσεις τῆς θείας χάριτος
καί βοήθειας στή λογική καί ἄλογη
κτίση, οἱ δέ καθιερώσεις εἶναι ἀρνητικά μέν
προσευχές ἐξορκισμοῦ, δηλαδή δεήσεις γιά
ἀπαλλαγή ἀπό τό κράτος τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων εἴτε ἐπί τῶν
ἀνθρώπων εἴτε ἐπί τῆς φυσικῆς κτίσεως, ἐνῶ θετικά εἶναι
ἡ καθιέρωση προσώπων ἤ πραγμάτων ἀπό τήν
καθημερινή τους χρήση σέ σκοπούς ἱεροπρεπεῖς.Οἱ
ἱερουργίες αὐτές στηρίζονται στή δύναμη μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός
ἐφοδίασε τήν ᾿Εκκλησία του ,νά καταγωνίζεται στό ὄνομά Του τίς σκοτεινές
δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας, πού κυριαρχοῦν στή λογική καί ἄλογη κτίση. ῎Αλλες ἀπ’
αὐτές εἴτε θεσπίστηκαν ἀπό τήν ἴδια τήν ᾿Εκκλησία εἴτε διαμορφώθηκαν σιγά σιγά
κατ’ ἔθος στή ζωή της. Πρέπει ὅμως νά εἴμαστε
προσεκτικοί καί νά κάνουμε τή διάκριση
περί τῆς ὁποίας μιλήσαμε στήν ἀρχή τοῦ ἐρωτήματος, ὅτι τά μέν μυστήρια
μετοχετεύουν δραστικά τή θεία χάρη, χωρίς τό κύρος τους νάἐξαρτᾶται ἀπό τήν
ἠθικότητα τῶν λειτουργῶν, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια τῶν
μυστηριοειδῶν τελετῶν δέν εἶναι πάντοτε βεβαία,
ἐξαρτώμενη ἀπό ὑποκειμενικούς παράγοντες ἐκ μέρους αὐτῶν πού δέχονται τή θεία
εὐλογία. ῎Αν δέν κάνουμε αὐτό, εἶναι πολύ πιθανό νά περιπέσουμε σέ σύγχυση καί
παρεκδοχή τῶν πραγμάτων.
155. Τί
φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τῶν μυστηρίων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι διδάσκουν διαφορετικά πράγματα ἀπό ὅ,τι οἱ ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ
Ρωμαιοκαθολικοί. ῞Ο,τι περί μυστηρίων πρεσβεύουν εἶναι ἀνάλογο πρός τά περί
ἀόρατης ᾿Εκκλησίας καί δικαιώσεως, ὡς ἐξωτερικῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τόν
ἄνθρωπο (ὄχι δηλαδή ὡς ἐσωτερικῆς οὐσιαστικῆς ἀναγεννήσεως), διδάγματά τους.
᾿Από τά πολλά πού λένε, τά ὁποῖα δέν εἶναι πάντοτε συνεπή πρός τίς βασικές τους
ἀρχές, θά ἐπισημάνουμε λίγα μόνο ἐνδεικτικά. Τό κοινό σημεῖο τῆς
περί μυστηρίων προτεσταντικῆς διδασκαλίας εἶναι,
ὅτι αὐτά δέν εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος. ῎Αν ὄντως ἦταν ἔτσι,
θάἔρχονταν σέἀντίθεση πρός τά περί ἀόρατης ᾿Εκκλησίας ἰδιαίτερα διδάγματά τους.
῎Ετσι τά μυστήρια δέν εἶναι κυρίως ὄργανα καί μέσα τῆς χάριτος, δηλαδή
παρακολουθεῖ μέν μαζί μέ τήν ὕλη τοῦ μυστηρίου ἡ θεία δωρεά, χωρίς ὅμως νά
παρέχεται ἀνεξαίρετα σέ ὅλους, ἀλλά μόνο στούς προορισμένους γιά τήν αἰώνια ζωή
(Καλβίνος, Ζβίγγλιος). Τά μυστήρια εἶναι ἁπλές
τελετές ἀπό τίς ὁποῖες δέν παίρνουμε τίποτε τό
συγκεκριμένο, ἀλλά δείχνουμε ἁπλά τήν ὑπακοή μας στό Χριστό (Σωκινιανοί). Εἶναι
διακριτικά γνωρίσματα τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί σημεῖα ἀπεικονίζοντα στό νοῦ μας
τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐπενέργεια τῶν ὁποίων ὠφελούμεθα μόνο ἠθικῶς
(᾿Αρμινιανοί καί Μεννωνίτες).
᾿Αξιοπρόσεκτη
εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Κουακέρων, ἡ
ὁποία εἶναι σέ ὅλα συνεπής πρός
τή βασική προτεσταντική ἀρχή.
῎Ετσι, στηριζόμενοι στήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός σώζει τόν
ἄνθρωπο ἄμεσα, χωρίς ἐξωτερικά μέσα, ἀρνήθηκαν τελείως τόν ἐξωτερικό χαρακτήρα
τῶν μυστηρίων. Προσχωρήσαντες δέ στήν Πνευματοκρατία, δέχτηκαν πνευματικό βάπτισμα
(τήν ἐν Χριστῷ κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία) καί πνευματική θεία
εὐχαριστία (τή μυστική ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριο), τῶν ὁποίων τύποι εἶναι τό
δι’ ὕδατος βάπτισμα καί ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος στήν εὐχαριστία.
῞Ομως οἱ
Διαμαρτυρόμενοι δέν μένουν πάντα συνεπεῖς στή βασική τους προτεσταντική ἀρχή.
῎Αν ἐξαιρέσει κανείς τούς ἀκραίους Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι μένουν σταθερά
προσκολλημένοι στά περί ἀπόλυτου προορισμοῦ διδάγματά τους, οἱ ἄλλοι
Προτεστάντες καί κυρίως οἱ Λουθηρανοί, πιεζόμενοι στόν ἀγώνα τους ἐναντίον τῆς
Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας καί ἐπιθυμοῦντες νά καθορίσουν τήν ἐκκλησιολογική τους
ταυτότητα στόν κύκλο τῶν πολλῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων, πού ἀπέκλιναν
αἰσθητά ἀπ’ αὐτούς, ἄρχισαν νά δέχονται τόν ὑπερφυή χαρακτήρα τῶν μυστηρίων, ὡς
τελετῶν στίς ὁποῖες ὁ Θεός παρέχει στόν ἄνθρωπο αὐτό,
πού ὑπόσχεται νά μεταδώσει ἡ συνδεδεμένη
μέ τό μυστήριο τελετή.
Σέ ὅλες ὅμως
τίς περιπτώσεις οἱ Προτεστάντες δέν μποροῦν ν’ ἀποσείσουν ἐντελῶς τήν
Πνευματοκρατία, πού εἶναι σύμφυτη στό περί ᾿Εκκλησίας δόγμα τους, οὔτε νά
δεχτοῦν διαφοροποίηση τῆς παρεχόμενης διά τῶν μυστηρίων χάριτος, δεχόμενοι μία
κατ’ οὐσία χάρη, τή χάρη ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τήν κρατύνουσα τήν εἰς Θεό πίστη.
Σ’ αὐτό διαφοροποιοῦνται ριζικά ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη,
κατά τήν ὁποία ἡ χάρη δέν εἶναι μόνο χάρη ἀφέσεως ἀλλά καί ἀνακαινίσεως καί
ἀναγεννήσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
156.
Δέχονται ὅλα τά μυστήρια οἱ Προτεστάντες;
῎Οχι.
῎Εχοντας τήν ἀντίληψη ὅτι πραγματικά μυστήρια εἶναι ὅσα ἐκπεφρασμένα στή Γραφή
ἔχουν θεία σύσταση καί ἐξωτερική ὕλη, ὡς μυστήρια δέχονται δύο μόνο, τό
βάπτισμα καί τή θεία εὐχαριστία. Γιά τά ὑπόλοιπα πέντε φρονοῦν, ὅτι ἡ μέν
ἱερωσύνη, ἡ μετάνοια καί ὁ γάμος εἶναι ὠφέλιμες διατάξεις τοῦ Θεοῦ πού
παρέχουν εὐλογία στούς πιστούς,
ἐνῶ τό χρίσμα καί
τό εὐχέλαιο εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα περιττά γιά
τήν ᾿Εκκλησία. Τίς ἀντιλήψεις βέβαια αὐτές δέν τίς δέχονται ὅλοι οἱ
Διαμαρτυρόμενοι. ῾Η ᾿Αγγλικανική᾿Εκκλησία δέχεται καί τά ἑπτά ἐκκλησιαστικά
μυστήρια, ἐνῶ οἱ Μεννωνίτες δέχονται καί τό ποδόνιπτρον, ὡς θεοσύστατη τελετή
ἀναγκαία διά τούς πιστούς καί ὠφέλιμη. Δύο εἶναι κυρίως οἱ αἰτιάσεις τῶν
Προτεσταντῶν κατά τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν μυστηρίων· α) ὁ κυμαινόμενος ἀριθμός
τους στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας καί β) ἡ θεία σύσταση καί τό αἰσθητό σημεῖο
πού κατ’ αὐτούς δέν ἔχουν ὅλα τά μυστήρια. Περί τούτων ὅμως εἴπαμε σχετικά σέ
προηγούμενό μας ἐρώτημα. ῾Ως πρός τό αἰσθητό σημεῖο εἰδικά, τό ὁποῖο θεωρεῖται
ὡς βασικό στοιχεῖο τῆς πραγματικότητας τῶν μυστηρίων, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν
εἶναι πάντοτε συνεπεῖς, γιατί θά ἔπρεπε νά δεχθοῦν καί τόν ἱερό Νιπτήρα, ὡς
μυστήριο, διάταξη, πού ἔχει σαφῶς αἰσθητό ἐξωτερικό σημεῖο. ῾Ο ἀληθής ὅμως
λόγος ἀπορρίψεως τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν
μυστηρίων εἶναι μᾶλλον τό εἶδος τῆς χάριτος, τήν
ὁποία διακονοῦν τά ἱερά μυστήρια. ᾿Αφοῦ κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή τά
μυστήρια παρέχουν μόνο τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν (ἰδέα ἀνάλογη πρός τή φύση τῆς
δικαιώσεως) καί ἐνισχύουν τήν περί τούτου πίστη τῶν χριστιανῶν, ἦταν ἑπόμενο νά
δεχτοῦν ὡς κύριο μυστήριο μόνο τό βάπτισμα, τό ὁποῖο παρέχει ἄφεση ὄχι μόνο τῶν
ἁμαρτημάτων πού προηγήθηκαν αὐτοῦ ἀλλά καί ἐκείνων πού ἔγιναν μετά ταῦτα. ῞Οπως
δέ εἶπε ὁ Λούθηρος, ὁ ἁμαρτάνων μετά τό βάπτισμα ὑπεισέρπει τρόπον τινά σ’ αὐτό
καί λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων του.
157.
᾿Επιτρέπεται ἡ διαμυστηριακή ἐκκλησιαστική κοινωνία;
῎Οχι. Δέν
ἐπιτρέπεται χριστιανός ὀρθόδοξος, νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπό
ρωμαιοκαθολικό οὔτε ρωμαιοκαθολικός ἀπό ὀρθόδοξο. Εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία. ῾Ο
ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει· «Πάσῃ δυνάμει φυλαξώμεθα μή λαμβάνειν
μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι... ἵνα μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καί
τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως». Οἱ ἱεροί
Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπαγορεύουν καί τήν
συμπροσευχή ἀκόμη μετά τῶν αἱρετικῶν (ἑτεροδόξων) καί
ἀλλοπίστων· «Εἴ τις κληρικός ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν ᾿Ιουδαίων ἤ
αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καθαρείσθω καί ἀφοριζέσθω» .
῾Η
διαμυστηριακή κοινωνία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν
μυστήριο τῆς ἑνότητας τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπάρχει δέ ἐκεῖ, ὅπου
ὑπάρχουν ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα. Εἶναι φυσικό, λοιπόν, νά μήν
μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ᾿Εκκλησιῶν τίς ὁποῖες διαχωρίζουν πλῆθος δογματικῶν
διαφορῶν. Οὔτε δέ, ἐπειδή ὁρισμένα μυστήρια ἑτεροδόξων (βάπτισμα καί ἱερωσύνη)
γίνονται «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδεκτά ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία, πρέπει
νά παίρνουμε ἀπό τά χέρια τους καί τά ἄχραντα μυστήρια. Τό «κατ’ οἰκονομίαν»
δεκτό εἶναι κάτι τό ἔκτακτο, τόὁποῖο ἐφαρμόζεται στίς περιπτώσεις μόνο
προσχωρήσεως τῶν ἑτεροδόξων στούς κόλπους τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο
αὐτή ἐπιτρέπει γιά τούς δικούς της σκοπούς. ῎Εξω ἀπό τό μέτρο αὐτό τά μυστήρια
τῶν ἑτεροδόξων εἶναι –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ἄκυρα.
῎Αλλωστε
ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα καί ἡ ὠφέλεια γιά ἕνα συνεπή ὀρθόδοξο πιστό
νά κοινωνεῖ ἀπό τούς ἑτεροδόξους, ὅταν
ἀμφιβάλλει ἄν αὐτό πού λαμβάνει εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;
῎Οχι μόνο σέ τίποτε δέν ὠφελεῖται, ἀλλ’ ὑπάρχει ἀνοικτός
ὁ κίνδυνος μ’ αὐτό πού
κάνει νά γίνει κοινωνός τῆς
ἑτεροδοξίας καί τῆς πλάνης. Οὔτε πάλι ἡ διατυμπανιζόμενη ἀγάπη μπορεῖ νά γίνει
τό ἐφαλτήριο σέ ὕποπτες φιλενωτικές πρακτικές. ῎Εχουμε ὑποχρέωση νά ἀγαπᾶμε
τούς ὀπαδούς ὅλων τῶν θρησκευμάτων, χωρίς ὡστόσο αὐτό νά μᾶς δεσμεύει ν’
ἀκολουθοῦμε τίς ἰδιαίτερες διδασκαλίες καί τίς θρησκευτικές τους πρακτικές. Στή
διαμυστηριακή κοινωνία προσχωροῦν μόνο τά ἀμαθή καί ἀνθρωπάρεσκα πνεύματα.
Δηλαδή κοινωνεῖ ἀπό τούς παπικούς ὁ ὀρθόδοξος γιά ν’ ἀρέσει σ’ αὐτούς. Κατά
βάθος δέν ἔχει σαφή αἴσθηση τοῦ τί κάνει, ἔχοντας χαλαρή τήν ὀρθόδοξη
εὐαισθησία καί αὐτοσυνειδησία του.
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου