ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
122. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;
Τήν ἀπελευθέρωση τοῦἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ὀφειλόμενη
σ’ αὐτήν ἐνοχή, τήν ἀναγέννηση, ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεώς του, πού εἶναι ὅλα
καρποί τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. ῞Οπως ἡ ἁμαρτία μέ τήν εἰσήγηση τοῦ πλάνου
ἐπέφερε ἀχρείωση τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἐξασθένηση τῶν
πνευματικῶν του δυνάμεων σταθερῶς ἀποκλινουσῶν ἀπό τό Θεό καί φερομένων πρός τό
κακό, ἔτσι καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια ἀπέρρευσε ἀπό τό πάθος καί τήν ἱλαστική
θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποκατέστησε τό «κατ’ εἰκόνα» στήν ἀρχέγονή του εὔκλεια, ἐνισχύοντας
τίς ἠθικές καί πνευματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου στό ἀγαθό καί τήν ἀρετή. Παρόλο
ὅτι ἡ δικαίωση εἶναι ἔργο καθαρό τῆς ἀγάπης καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ, ὅμως
γιά τήν πραγμάτωσή της ἀπαιτεῖται ἀπό μέρους τοῦἀνθρώπου ἡἐλεύθερη σύμπραξη καί
συνέργειά του μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τή δυνατότητα αὐτή τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος,
τοῦ ὁποίου ἡ φύση δέν καταστράφηκε ὁλοσχερῶς διά τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά διασώζει, ἔστω
καί τραυματισμένη, τήν ἐλευθερία της καί τόν πόθο πρός τά πνευματικά καί τά ἐπουράνια.
῾Η δικαίωση μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι ἔργο παθητικό. Καί προέρχεται μέν ἀπό τό Θεό,
ὅμως γιά τήν ἐνεργό ἀξιοποίησή της ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαραίτητη ὑποκειμενική
συνθήκη, ἡ ἐλεύθερη συνέργειά του.
123. Ποιό εἶναι τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως;
Εἶναι τό ἱερό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Σ’ αὐτό ὁ
βαπτιζόμενος ἀποθέτει μέν τόν παλαιόν ἐν ἁμαρτίαις ἄνθρωπο, ἀναγεννιέται
πνευματικά καί ἀνακτίζεται σέ μιά νέα γεμάτη ἀπό Θεό ὕπαρξη καί ζωή. ῾Ο ἄνθρωπος
γίνεται πραγματικά δίκαιος στό ἱερό βάπτισμα. ῎Αν δέ τυχόν πεθάνει ἀμέσως μετά
τήν τελετή τῆς ἀναγεννήσεως, εἶναι βέβαιο ὅτι θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό
συμβαίνει μέ τά ἄρρωστα νήπια, πού βαπτίζονται λίγο πρίν πεθάνουν.
124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;
Τό χρονικό διάστημα πού προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό
φυσικά δέν ἀναφέρεται στά νήπια, τά στερούμενα λόγου καί συνειδήσεως, ἀλλά μόνο
στούς ἐνήλικες. Στίς ψυχές αὐτῶν ἡ προκαταρκτική θεία χάρη γεννᾶ τή γενική λεγόμενη
πίστη, δηλαδή τήν ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, ἐμφυσώντας σ’ αὐτές
ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτία, φόβο πρό τῆς τιμωροῦ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί πόθο ἀποκτήσεως
τῆς δικαιώσεως τῆς χορηγούμενης διά τοῦ βαπτίσματος. ῞Ολα αὐτά ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη
συνθήκη ἐπιτυχίας τῆς δικαιώσεως. Κατά τή
μαρτυρία τῆς Γραφῆς
τῆς ἀναγεννήσεως προηγεῖτο πάντοτε ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας
καί ἡ μετάνοια ἤ ἡ κατάνυξη τῆς καρδίας
Στήν ἀρχαία δέ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῶν κατηχουμένων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ἐν
μετανοίᾳ, διδασκόμενοι τίς ἀλήθειες τοῦ
Εὐαγγελίου, προτοῦ βαπτισθοῦν καί γίνουν ἐπίσημα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ προπαρασκευή
αὐτή δέν εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία
τῆς δικαιώσεως, ἀλλά ἁπλή συνθήκη παροχῆς αὐτῆς. Οὔτε δέ εἶναι
ἔργο ἀξιόμισθο, τό ὁποῖο ὀφείλει νά ἀμείψει ὁ Θεός, συγχωρώντας καί ἀνακαινίζοντας
τόν ἄνθρωπο.
125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;
Ναί, ὑπάρχουν. ῾Η
δικαίωση φυσικά, ὡς ἐνέργεια καί
δωρεά χάριτος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μία· ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία
καί ἡ πνευματική ἀναγέννηση. ᾿Εντούτοις δέν εἶναι ἔργο μαγικό καί παθητικό. ῾Ο
λογικός ἄνθρωπος δέν μένει στατικός καί ἀνενεργός στό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ στό
προπαρασκευαστικό στάδιο δεχόμενος
τήν κλήση τῆς
χάριτος πρέπει νά δουλέψει κι αὐτός γιά νά μπορέσει νά λάβει
τή δικαίωση, ἔτσι κι ἀφοῦ τή λάβει, πρέπει νά συμπράξει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε
νά ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά τήν εὐλογία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Τό στάδιο αὐτό στό ὁποῖο θά εἰσέλθει ὁ ἀναγεννηθείς ἄνθρωπος,
εἶναι ὁ ἁγιασμός. Εἶναι δέ αὐτός τό ἀγαθό φρόνημα, ἡ ἁγία διάθεση πού μορφώνεται
στή δικαιωμένη ψυχή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται σέ χαρά καί ἀκράτητη
ὁρμή πρός τέλεση τοῦ ἀγαθοῦ καί νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο πάντα
ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί εἶναι ἐπικλινές καί εὐεπίφορο στήν ἁμαρτία. Μέ τή χάρη
τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ ἀπό δύναμη σέ δύναμη καί ἀπό δόξα σέ δόξα, προκόπτοντας
στό ἀγαθό καί τελειούμενος πνευματικά .
126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;
Βεβαίως ὑπάρχουν. ᾿Αφοῦ ἡ δικαίωση δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό
στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό ἐσώτερο βάθος τῆς πνευματικῆς του φύσεως
καί συναρτᾶται πρός τήν ἐλεύθερη συνέργεια τοῦ λογικοῦ ὄντος, εἶναι φυσικό νά μήν
εἶναι ὅμοια σέ ὅλους τούς δικαιωμένους, ἀλλά νά διαφέρει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο.
Αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό βαθμό προσοικειώσεως τῆς δικαιώσεως καί τό μέτρο συνεργασίας
τῶν ἀνθρώπων μέ τή χάρη
τοῦ Θεοῦ. Καθόσον
δέ οἱ ἄνθρωποι συνεργάζονται
διαφορετικά, ἄλλοι λιγότερο καί ἄλλοι περισσότερο, μέ τή δύναμη τοῦ
Θεοῦ, κατ’ ἀνάλογο
τρόπο θά ποικίλλει
καί ὁ βαθμός ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καί ἡ δόξα ἡ ὀφειλόμενη
σ’ αὐτούς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ἐνῶ τό ἀγαθό τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ἕνωση
δηλαδή μέ τό Θεό καί ἡ μακαριότητα τῶν δικαίων θά εἶναι τό ἴδιο σέ ὅλους, ὅμως ὁ
βαθμός τῆς δόξας τῶν δικαίων, ἡ ἀνάκρασή τους μέ τή φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ
λαμπρότητα τῆς πνευματικῆς τους φύσεως δέν θά εἶναι ἡ ἴδια, ἀλλά θά ποικίλλει ἀνάλογα
μέ τό βαθμό τῆς προσωπικῆς τους οἰκειώσεως τοῦ ἀγαθοῦ τῆς σωτηρίας. Κατά τούς λόγους
τοῦ Κυρίου, στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τά πνευματικά της ἀστέρια δέν θά εἶναι τά ἴδια,
δέν θά ἐκπέμπουν ὅλα τό ἴδιο φῶς, ἀλλά «ἀστήρ ἀστέρος θά διαφέρει ἐν δόξῃ» , ὅπως
θά ὑπάρχουν καί πολλές μονές «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός», ὅπου θά
ἐνδιαιτῶνται οἱ῞Αγιοι . ῾Η δόξα τῆς Θεοτόκου, λόγου χάρη, καί τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων,
δέν θά εἶναι ὅμοια μέ αὐτήν πού θά ἔχει ἕνας ἁπλός δικαιωμένος πιστός.
127. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;
Βεβαίως μπορεῖ. ῞Οπως
δηλαδή ὁ πιστός
συμπράττων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
μπορεῖ νά προχωρήσει στόν ἁγιασμό, τήν ἕνωσή του μέ τό Θεό καί τή δόξα του
κληρονομώντας τήν αἰώνια ζωή, ἔτσι ὁ ἴδιος, ἄν ἀδιαφορήσει γιά τό πνευματικό ἀγαθό
καί κυριευθεῖ ἀπό τό ἁμαρτητικό τῆς φύσεώς του καταπατώντας τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί
πράττοντας ἔργα αἰσχύνης καί φθορᾶς, μπορεῖ νά ἐκπέσει τῆς δωρεᾶς τοῦ῾Αγίου Πνεύματος
καί νά χαθεῖ.
῾Η ἁμαρτία εἶναι τό μέτρο ἐκπτώσεως τοῦἀνθρώπου ἀπό τό
ἀγαθό τῆς δικαιώσεως. ῎Αν καί δέν εἶναι πάντα εὐχερής καί ἀκίνδυνη ἡ διάκριση τῶν
ἁμαρτημάτων, γίνεται ἀπό κοινοῦ παραδεκτό, ὅτι αὐτά διακρίνονται σέ δύο ὁμάδες,
τά συγγνωστά καί τά θανάσιμα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά γιά ὅλους τούς πιστούς. Μόνο
ὁ Χριστός καί σέ κάποιο στάδιο ἡ Θεοτόκος ἐξαιρέθηκαν ἀπό αὐτά (σχετική
ἀναμαρτησία τῆς Παρθένου).
Κατά τόν ἀδελφόθεο
᾿Ιάκωβο «πολλά πταίομεν ἅπαντες»
, ἐνῶ κατά τόν εὐαγγελιστή
᾿Ιωάννη «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν
οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν (Α´᾿Ιωάν. 1,18). ᾿Ενδεικτικά
ὁμοίως εἶναι καί τά λόγια τοῦ Κυρίου· «Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν» (Ματθ.
6,12).
Τά δεύτερα δέ, τά θανάσιμα, εἶναι σοβαρές παραβάσεις
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἄν δέν συγχωρηθοῦν μέ τή μετάνοια, θά ὁδηγήσουν
στόν πνευματικό θάνατο, δηλαδή τόν αἰώνιο ἀποχωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωή τοῦ
Θεοῦ. ῾Ως τέτοια ἡ Γραφή ἀναφέρει τά ἁμαρτήματα τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομώντα καί τοῦ
Πέτρου, τά ὁποῖα βέβαια ἀπαλείφθηκαν μέ τή μετάνοια. ᾿Αντίθετα τό παράπτωμα τοῦ
᾿Ιούδα, γιά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Κύριος ὅτι καλό θά ἦταν νά μήν ἐρχόταν κἄν στόν κόσμο, τόν
ὁδήγησε στήν ἀγχόνη
καί τήν αἰώνια ἀπώλεια. ᾿Ενδεικτικά, τέλος, εἶναι καί
τά λόγια τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ὁ ὁποῖος διακρίνοντας τούς ἐργαζόμενους στό ναό σ’ ἐκείνους
πού καταθέτουν χρυσό, ἄργυρο, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, ἀπ’ αὐτούς
πού φθείρουν τό ναό τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι αὐτός πού καταθέτει ξύλα, χόρτα καί καλάμη
δύσκολα θά σωθεῖ («ὡς διά πυρός»), ἐνῶ αὐτός πού φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ θά
καταστραφεῖ
Παράλληλα μέ τή διάκριση βαθμῶν ἁγιασμοῦ καί δόξας στή
βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὑπάρχει καί ἡ διάκριση βαθμῶν σκοτισμοῦ καί κολάσεων στό
βασίλειο τοῦ σκότους, πού θά εἶναι ἀνάλογη πρός τό βαθμό πωρώσεως στήν ἁμαρτία
καί τῆς ἐκπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλιώτικα θά βασανίζονται
ὁ Σατανᾶς καί οἱ διαβόητοι ἁμαρτωλοί, ἀπό τούς ἁπλούς παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ
Θεοῦ. Θά μοῦ πεῖτε βέβαια, ποιά σημασία θά ’χει, ἄν οἱ κολαζόμενοι θά εἶναι σέ
μεγάλη ἤ σέ μικρή φωτιά; Διαφοροποιοῦνται οἱ καταστάσεις αὐτές; ῾Ο συλλογισμός
αὐτός εἶναι βάσιμος. Φαίνεται ὅμως, ὅτι οἱ καταστάσεις αὐτές εἶναι καθαρά
προσωπικές, πού δέν μποροῦμε νά τίς ξέρουμε ἐμεῖς πού βρισκόμαστε ἔξω ἀπ’ αὐτές.
Μόλις μποῦμε στή διαδικασία φυσικά θά τίς μάθουμε, ὅ μή γένοιτο! Καί δυό λόγια ἀκόμη.
Τή διάκριση τῶν ἁμαρτημάτων πού κάνει ὁ ἠθικός νόμος τήν υἱοθετεῖ καί τό ἀνθρώπινο
δίκαιο, πού διακρίνει τίς παραβάσεις τοῦ νόμου σέ πλημμελήματα καί ἐγκλήματα, τά
ὁποῖα καί ἀνάλογα τιμωρεῖ.
128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;
Εἶναι δύο: ἡ πίστη καί τά ἀγαθά ἔργα. ῾Η πίστη ἡ
δικαιούσα τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο μία ἁπλή συγκατάθεση τοῦ νοῦ στήν ἀλήθεια τοῦ
Θεοῦ, δηλαδή μιά
νοητική ἀποδοχή τοῦ
θεωρητικοῦ μέρους τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὅπως αὐτές περιέχει
ἡ θεία ἀποκάλυψη (οἱ πηγές τῆς πίστεως). Μιά τέτοια πίστη εἶναι ἄχρηστη γιά τόν
ἄνθρωπο. Αὐτή μποροῦν νά ἔχουν καί τά δαιμόνια, πού πιστεύουν καί φρίσσουν ,
χωρίς αὐτό νά τά βοηθεῖ
σέ τίποτε. ᾿Αλλά,
παράλληλα μέ τή
νοητική παραδοχή, ἡ πίστη
εἶναι καί ἀφοσίωση τῆς ψυχῆς στό
λυτρωτικό ἀγαθό, ἔνθερμη πεποίθηση
στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί στροφή τῆς βούλησης
στό ἀγαθό καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι καί ἔργο
καρδιᾶς ἠθικό.
Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι καρπός τῆς πίστεως, πού ζωογονεῖται
ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τόν πλησίον. Τά ἔργα εἶναι ἡ ζωντανή πιστοποίηση
τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως , καί ὡς τέτοια
ἔχουν τή θέση
τους στή δικαίωση.
῾Ο τύπος ὁ ἐκφράζων συνοπτικά τήν ὀρθόδοξη περί τῶν ὅρων
τῆς δικαιώσεως ἀντίληψη, εἶναι ἡ πρόταση: ῾Ο ἄνθρωπος δικαιοῦται (σώζεται) διά
τῆς πίστεως «τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» . Τόσο ἡ πίστη ὅσο καί ἡ ἀγάπη (τά ἀγαθά
ἔργα) εἶναι οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες τῆς σωτηρίας. Λόγω δέ τῆς ἐμπεριχωρήσεως τῶν
ἐννοιῶν πίστη, ἀγάπη, ἀγαθά ἔργα, εἴτε ποῦμε ὅτι ἡ πίστη σώζει ἤ ἡ ἀγάπη ἤ τά ἀγαθά
ἔργα, λέμε ἕνα καί τό αὐτό πράγμα.
Τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη
διατυπώνει ἄριστα ἡ ῾Ομολογία τοῦ Δοσιθέου σέ ὅσα γράφει· «Πιστεύομεν μηδένα σῴζεσθαι
ἄνευ πίστεως. Καλοῦμεν δέ πίστιν τήν οὖσαν ἐν ἡμῖν ὀρθοτάτην ὑπόληψιν περί Θεοῦ
καί τῶν θείων, ἥτις ἐνεργουμένη διά τῆς ἀγάπης, ταὐτόν εἰπεῖν διά τῶν θείων ἐντολῶν,
δικαιοῖ ἡμᾶς παρά Χριστοῦ καί ταύτης ἄνευ τῷ Θεῷ εὐαρεστῆσαι ἀδύνατον». Οἱ ὅροι
τῆς δικαιώσεως ἄριστα διατυπώνονται καί στήν ἁγία Γραφή. ῎Ετσι ὁ μέν ᾿Ιωάννης γράφει,
ὅτι ἡ ἐντολή
τοῦ Θεοῦ εἶναι
«νά πιστεύωμεν τῷ ὀνόματι
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀγαπῶμεν
ἀλλήλους» (σύνδεσμος πίστεως
καί ἀγάπης), ὁ δέ ᾿Ιάκωβος
«ἐξ ἔργων δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος
καί οὐκ ἐκ πίστεως μόνον» , ἐνῶ ὁ Παῦλος τονίζει ὅτι «ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε
περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» . ᾿Εκ
τῶν ἱερῶν τούτων συγγραφέων ὁ μέν ᾿Ιάκωβος ἐξαίρει, σύμφωνα μέ τούς πρακτικούς
σκοπούς τῆς ἐπιστολῆς του, ὡς ὅρο δικαιώσεως τά ἀγαθά ἔργα ὡς καρπούς τῆς
ζωντανῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἀντιβάλλει πρός τή νεκρή καί ἄχρηστη πίστη, τήν ὁποία
ὁμολογοῦν καί τά δαιμόνια. ῾Ο δέ Παῦλος ἐκφράζει τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως στόν
μεταξύ τους ὀργανικό σύνδεσμο καί τήν ἀλληλουχία πίστεως καί ἀγάπης. Εἶναι ἀναντίρρητο
βέβαια ὅτι ὁ᾿Απόστολος σέ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του, ἐξαίρει μόνο τήν πίστη
ὡς ὅρο τῆς δικαιώσεως, ἀποκλείων τά ἔργα· «Λογιζόμεθα δικαιοῦσθαι πίστει ἄνθρωπον
χωρίς ἔργων νόμου»
καί «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐάν μή διά πίστεως». ῞Ομως τά ἔργα
αὐτά πού δέν μετέχουν στή δικαίωση δέν εἶναι τά ἔργα πού βλαστάνουν διά τῆς χάριτος
στήν καρδιά τοῦ ἀναγεννημένου, ἀλλά τά ἔργα τοῦ νόμου τά ἐκτρέφοντα στήν ψυχή τό
αἴσθημα τῆς αὐτοδικαιώσεως καί τῆς ἐγωιστικῆς ἐγκαυχήσεως, ὅπως ἦταν τά ὑποκριτικά
ἔργα τῶν Φαρισαίων, τά ὁποῖα μέ σφοδρότητα ἐστηλίτευσε ὁ Κύριος .Σύμφωνα μέ ὅσα
εἴπαμε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος σώζεται στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ, ὅταν ἔχει πίστη
φλογερή καί ζωντανή, ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί παράλληλα
ἔχει ἀγάπη εἰλικρινή καί ἀνυπόκριτη στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους, πού ἐξωτερικεύεται
σέ ἔργα αὐποιΐας πρός τό συνάνθρωπο, ἔργα δυνάμενα νά φθάσουν μέχρι αὐτοθυσίας
στή διακονία τοῦ πλησίον.
129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν
Διαμαρτυρομένων;
῾Η περί δικαιώσεως τοῦἀνθρώπου προτεσταντική ἐκδοχή δέν
εἶναι ὅμοια μέ τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική. Δέν εἶναι ἐσωτερική ἀναγέννηση
τῆς ψυχῆς διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅπως δέχονται αὐτές, ἀλλά ἐξωτερική
ἀπό τό Θεό ἀνακήρυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς δικαίου, χωρίς νά καταλογίζονται σ’ αὐτόν
οἱ ἁμαρτίες του, ἕνεκα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἁπλά μιά δικαστική ἀπόφαση
τοῦ Θεοῦ, χωρίς τό ἐσωτερικό περιεχόμενο τοῦ πράγματος. ῾Η Αὐγουσταία ῾Ομολογία
λέγει· «Δικαιοῦν κατά τήν δικανικήν συνήθειαν σημαίνει ἀπολύειν τόν ἔνοχον καί
κηρύττειν δίκαιον, ἀλλά διά ξένην δικαιοσύνην, τήν μεταδιδομένην εἰς ἡμᾶς διά τῆς
πίστεως», ὁ δέ τύπος τῆς Συμφωνίας· «Τό ρῆμα δικαιοῦν ἐν τῷ ἔργῳ τούτῳ σημαίνει
ἁπλῶς κηρύττειν τινά δίκαιον, ἀπολύειν ἁπλῶς ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων καί τῶν αἰωνίων
δι’ αὐτά ποινῶν διά τήν δικαιοσύνην τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀπό τοῦ Θεοῦ τῇ πίστει
καταλογιζομένην» .
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐπηρεαζόμενα ἀπό
τήν περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τους, δέν εἶναι
σωστά. ῾Η ἐξωτερική δικαστική ἀπόφαση καί ἡ κήρυξη ἑνός ὡς δικαίου ἰσχύει μόνο
γιά τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κρίνοντες ἐξωτερικά καί ἐπί τῇ βάσει ἀποδείξεων,
δέν εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν τό ἐσωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί
μποροῦν καμιά φοράἐ λλείψει μαρτυριῶν καί τεκμηρίων ν’ ἀνακηρύξουν ἔνοχο τόν ἀθῶο
καί ἀντίστροφα ἀθῶο τόν ἔνοχο. Στόν πάνσοφο ὅμως καί δίκαιο Θεό δέν ἰσχύουν τέτοιες
κρίσεις. Παρόλο ὅτι ὑπάρχουν χωρία στή Γραφή μέ τήν ἔννοια τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως,
ὅμως σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ ἀνακήρυξη ἀπό τό Θεό κάποιου ὡς δικαίου δέν
μπορεῖ νά εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἐσωτερική του δικαίωση, πού δημιουργεῖ ἡ χάρη
τοῦ Θεοῦ. ῎Αν δέν συμβαίνει αὐτό, ὁ Θεός κρίνει ψευδῶς ἀνακηρύσσοντας δίκαιο τόν
ἄδικο, πράγμα πού φθείρει βάναυσα τήν ἔννοια τῆς θείας ἁγιότητας καί δικαιοσύνης.
Τό χωρίο τῆς Γραφῆς «οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου... δικαιωθήσονται» , ἐντάσσεται
στή σειρά τῆς πιό πάνω σκέψεως. Στή μέλλουσα ζωή ὁ Θεός θ’ ἀναγνωρίσει ὡς δίκαιους
ὄχι τούς ἀκροατές ἀλλά τούς ποιητές τοῦ νόμου. ῾Η ἀναγνώριση ὅμως αὐτή –γιά νά
εἶναι ἀληθινή– προϋποθέτει τήν ἐσωτερική δικαιοσύνη τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ἔφτασε
αὐτός μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
᾿Αλλά καί ὅλες οἱ ἄλλες θέσεις τῆς Γραφῆς, ὅπου ἡ ἔννοια
τῆς δικαιώσεως περιγράφεται ὡς ἔκπλυση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
ὡς ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί ἁγιασμός, ἀντίκεινται
πρός τήν ἔννοια τῆς δικαιώσεως ὡς ἐξωτερικῆς
πράξεως τοῦ Θεοῦ.
Δέν πρέπει, λοιπόν,
νά χωρίζονται οἱἔννοιες «δικαίωσις» καί «ἁγιασμός», ἀλλά νά βρίσκονται σέ
ὀργανικό σύνδεσμο σάν δύο σκέλη τῆς αὐτῆς πραγματικότητας. ῾Ο ἁγιασμός βέβαια ἀκολουθεῖ στή δικαίωση, ἐπιτυγχανόμενος
μέ τή συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅμως δέν πρέπει ν’ ἀποχωρίζεται ἐκείνης, ἀποτελώντας
τή δυναμική ἀξιοποίηση τῆς δικαιώσεως. ᾿Αλλά καί ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς
πραγματικῆς καταστάσεως στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό, φθείροντας
τήν ὑπόστασή του, κρατύνει τήν ἀντίληψη τῆς δικαιώσεως ὡς θετικῆς καταστάσεως, ὡς
πραγματικῆς ἀναγεννήσεως τῆς φύσεώς του. ῞Οτι, τέλος, καί τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ
Χριστοῦ ὡς ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, χάνει μέ τήν προτεσταντική ἐκδοχή
τό ἀληθινό νόημά του, δέν εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ.
130. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς
Διαμαρτυρομένους;
Κατά τήν προτεσταντική ἐκδοχή κύριος καί ἀποκλειστικός
ὅρος τῆς δικαιώσεως εἶναι ἡ πίστη. Σ’ αὐτή δέν ἔχουν θέση τά ὅποια ἔργα τοῦ ἀνθρώπου
εἴτε κατά τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως εἴτε μετα ταῦτα. ῾Ο ἀποκλεισμός
τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀπό τή δικαίωση καί σωτηρία εἶναι φυσική ἀκολουθία τῶν περί ἀρχέγονης
δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδαγμάτων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Εφόσον
κατά τή βασική
προτεσταντική ἀρχή διά τῆς πτώσεως καταστράφηκε ὁλοσχερῶς τό «κατ’ εἰκόνα»
μέ συνέπεια νά νεκρωθεῖ ἡ πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι
καλό κι ἄν κάνει αὐτός
φέρει τό χαρακτήρα τῆς ἁμαρτίας καί εἶναι ἀδύνατο
νά συμβάλει στή
σωτηρία του.
῾Επομένως μόνο διά τῆς χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
μπορεῖ νά δικαιωθεῖ καί νά σωθεῖ ὁ ἁμαρτωλός. Σ’ αὐτήν ἀνάγεται ὁ ἄνθρωπος ἀποκλειστικά
διά τῆς πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχή, τό μέσον καί τό τέλος τῆς σωτηρίας. ῾Η σώζουσα
πίστη δέν εἶναι φυσικά ἡ ἁπλή ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, ἔργο
δηλαδή νοητικό, ἀλλά ἡ πεποίθηση στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀφοσίωση στήν ἀξιομισθία
τοῦ Χριστοῦ, μέ τή δύναμη τῆς ὁποίας συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
῾Η πίστη φυσικά θά ἔχει σάν φυσική ἀκολουθία της καλούς
καρπούς, τήν ἀγάπη καί τά ἀγαθά ἔργα. ῞Οπως ὅμως αὐτά παρόντα τίποτε δέν
συνεισφέρουν στή δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί ἀπόντα δέν μποροῦν νά τήν
παραβλάψουν. Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι φυσικά ἀναγκαῖα, ἡ ἀναγκαιότητα ὅμως αὐτή ὀφείλεται
στό ὅτι εἴτε εἶναι ἐντάλματα τοῦ Θεοῦ εἴτε ὅτι εἶναι καρποί τῆς πίστεως. Πρός τή
σωτηρία ὅμως δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε συμβάλλονται στή δικαίωση ἤ στήν αὔξηση
τῆς δικαιώσεως ἤ καί στήν παραμονή στή χάρη, καθόσον οἱ πιστοί φρουροῦνται «ἐν
δυνάμει Θεοῦ διά πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ» .
᾿Ηπιότερη εἶναι
ἡ περί ἀγαθῶν ἔργων διδασκαλία τῆς ᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας (χωρίς βέβαια νά ἐξομαλύνονται
πλήρως οἱ διαφορές της μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη), ἡ ὁποία στό 12ο ἄρθρο της λέγει,
ὅτι τά ἀγαθά ἔργα ἄν καί εἶναι ὁ καρπός τῆς πίστεως καί ἀκολουθοῦν στή δικαίωση,
δέν μποροῦν μέν νά ἐκπλύνουν τίς ἁμαρτίες μας καί νά ἀντέξουν στήν αὐστηρότητα
τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶναι ἀρεστά στό Θεό ἐν Χριστῷ, ἐκπηγάζοντα ἀναγκαίως
ἀπό τήν ἀληθινή καί ζωντανή πίστη, τῆς ὁποίας ἐκφράζουν τή ζωτικότητα καί διά τῶν
ὁποίων αὐτή γνωρίζεται, ὅπως γνωρίζονται τά δένδρα ἀπό τούς καρπούς τους.
131. Εἶναι τά ἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;
Σέ ἀντίθεση μέ τήν προτεσταντική ἀρχή ἡ ὁποία ἀποκλείει
τά ἀγαθά ἔργα ἐκ τῆς δικαιώσεως καί σωτηρίας, δεχόμενη ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο
ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως, ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀναγνωρίζει τή θέση τῶν ἀγαθῶν
ἔργων στή δικαίωση, ὄχι βέβαια ἐκείνων πού γίνονται κατά τό προπαρασκευαστικό
στάδιο τῆς δικαιώσεως (γιατί ἡ ψυχή τοῦἀνθρώπου εἶναι ἀκόμα μολυσμένη), ἀλλά τῶν
ἔργων πού γίνονται μέ τήν πνοή τῆς χάριτος στίς ἀναγεννημένες ψυχές,
ἀπονέμοντας σ’ αὐτά
σχετική ἀξιομισθία. Τά ἀγαθά
ἔργα, ὡς καρποί καί ἔνδειξη τῆς ζωντανῆς πίστεως, ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη ὑποκειμενική
συνθήκη γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σώζονται μόνο οἱ ἄξιοι πιστοί, αὐτοί πού μέ
τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιοποιοῦν στή ζωή τους τό ἀγαθό τῆς δικαιώσεως. Λέγουμε δέ
σχετική ἀξιομισθία, γιά νά τήν ἀντιδιαστείλουμε ἀπό τήν ἀπόλυτη, ἡ ὁποία δέν
ταιριάζει στά πλάσματα.
Καί εἶναι βέβαια ἀλήθεια –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα–
ὅτι σέ ἀρκετά χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἡ δικαίωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ἔργο τῆς θείας χάριτος. Στά χωρία ὅμως αὐτά δέν ἀποκλείεται ρητά ἡ σχετική ἀξιομισθία
τῶν ἀγαθῶν ἔργων. ῎Ετσι στό κλασικό χωρίο, στό ὁποῖο ἐπιμένουν πολύ οἱ
Διαμαρτυρόμενοι· «τῇ χάριτι ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν,
Θεοῦ τό δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων ἵνα μή τις καυχήσηται» , τίποτε δέν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς ἔργα,
ἤ ὅτι ἡ ἠθική ζωή δέν ἀσκεῖ ροπή ἐπί τῆς σωτηρίας τῶν
χριστιανῶν. ῾Ο ᾿Απόστολος
λέγει γενικά στούς ᾿Εφεσίους, ὅτι ἐσεῖς πού ζούσατε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας,
σωθήκατε μέ τή δωρεά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή μπορώντας ἔτσι νά καυχηθεῖτε γιά
τά ὅποια καλά ἔργα σας.
῾Η γενικώτερη ὅμως διδασκαλία τῆς Γραφῆς συνηγορεῖ ὑπέρ
τῆς σχετικῆς ἀξιομισθίας τῶν ἀγαθῶν
ἔργων. Σέ πλῆθος
χωρίων της ἡ αἰώνια ζωή παρουσιάζεται ὡς ἀμοιβή, ἡ δέ σωτηρία τίθεται
σέ οὐσιώδη συνάφεια μέ τά ἀγαθά ἔργα.
Θά μνημονεύσουμε ἁπλᾶ τή Β´ πρός Κορινθ. ἐπιστολῆς (5,10), ὅπου λέγεται· «Τούς
γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα
κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος, πρός ἅ ἔπραξεν
εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν» καί τῆς περικοπῆς Ματθ. 25,31-46, ὅπου οἱ ἄνθρωποι
θά συναχθοῦν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Χριστοῦ γιά νά κριθεῖ ἕκαστος ἀνάλογα μέ
τά ἔργα του, ἀγαθά ἤ κακά, κληρονομώντας ἀντίστοιχα εἴτε τήν αἰώνια ζωή εἴτε τήν
αἰώνια κόλαση.
Οἱ αἰτιάσεις τῶν
Διαμαρτυρομένων, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί ἀγαθῶν ἔργων ἀντίληψη αἴρει τό ἀπόλυτο τῆς θείας χάριτος,
μειώνει τήν ἀξιομισθία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί ἐκτρέφει τόν ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση
στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ μέν νά ἔχουν βάση σέ περιπτώσεις ἐκτροπῆς ἀπό τό
γνήσιο χριστιανικό πνεῦμα σέ ἀστήρικτες ψυχές, ὄχι ὅμως καί σ’ ἐκεῖνες πού μέ φόβο
καί τρόμο κατεργάζονται τή
σωτηρία τους Τόν
ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση ἐκτρέφουν τά ἔργα τοῦ
παλαιοῦ νόμου, τά ὁποῖα τόσο ἔντονα καυτηρίασε ὁ Παῦλος. ῎Αλλωστε τά ἀγαθά ἔργα,
ὡς ἤδη σημειώσαμε, εἶναι σχετικῶς ἀξιόμισθα. Δέν εἶναι αὐτοδύναμα,
ἀλλά προϊόντα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμείβοντας αὐτά στεφανώνει
τά ἴδια τάἔργα του.
132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
῾Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων
διατυπώθηκε ἀπό προτεστάντες
θεολόγους, υἱοθετηθείσα καί ἀπό ὀρθοδόξους (᾿Αντώνιος,
Μακάριος, Δαμαλᾶς) γιά νά
συμβιβασθεῖ ἡ διδασκαλία
τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία ἄλλοτε
μέν ὁμιλεῖ περί δικαιώσεως καί σωτηρίας ἐκ πίστεως, ἄλλοτε
δέ διά πίστεως ἐνεργουμένης ἐν ἀγάπῃ. Κατά τή θεωρία, ἡ δικαίωση διά πίστεως
τελεῖται ἐδῶ κάτω στή γῆ, ἐνῶ ἡ δεύτερη διά πίστεως καί ἀγαθῶν ἔργων θά γίνει
κατά τήν καθολική κρίση. ῾Ο Χριστός
δηλαδή ὅσους ἐδικαίωσε
κατά τό βάπτισμα
διά τῆς πίστεως,
θά δικαιώσει γιά δεύτερη φορά κατά τήν κρίση μέ βάση τήν πίστη καί τά ἀγαθά
ἔργα τους. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ δικαίωση συμπίπτει μέ τή σωτηρία. Σχηματικά ἡ
θεωρία αὐτή εἶναι ὀρθή. Δεδομένου δέ, ὅτι ὅσοι δικαιώνονται στό βάπτισμα δέν
διαπτύσσουν τή δικαίωσή
τους σέ βίο
θεοφιλή καί ἐνάρετο προαγόμενοι μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος
στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι λογικό ὁ Θεός νά σώσει μόνο ἐκείνους, πού πίστευσαν
καί συγχρόνως παρήγαγαν ἔργα ἀγαθά. Οὐσιαστικά ὅμως φαίνεται περιττή καί χωρίς
περιεχόμενο ἡ διαίρεση τῆς μίας δικαιώσεως
σέ δύο, στήν ἐπίγεια καί τήν ἐπουράνια.
῾Η δεύτερη δικαίωση δέν εἶναι τίποτε
ἄλλο ἀπό τήν ἔσχατη κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά κρίνει καί
θά σώσει τόν
κόσμο, σταθμώμενος τή
δικαίωση, πού ἔφερε ὁἄνθρωπος κατά τή στιγμή
τοῦ θανάτου του, ἄν δηλαδή
οἰκειοποιήθηκε τό λυτρωτικό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ, ἔζησε μέ πίστη στό Σωτήρα καί παρήγαγε ἔργα ἀγαθά καί ἐνάρετα. ῾Η
μία δηλαδή πίστη ἡ ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς
δικαιώσεως, ἁπλά θά ἐπιβραβευθεῖ ἀπό τό Θεό ὡς
σωτηρία πλέον καί εἴσοδος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου