ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η τἐταρτη Θεωρία

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η τἐταρτη Θεωρία



petros

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος


Η τἐταρτη Θεωρία

Αυτή η θεωρία είναι η κατανόηση της συγκαταβάσεως και του τρόπου της ζωής στον κόσμο του γλυκύτατου Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ώστε σιγά-σιγά να λησμονήσει κανείς και την τροφή του, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και όπως ακούσαμε για τον Δαβίδ ότι λησμόνησε να φάει το ψωμί του(Ψαλμ. 101, 5) (λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), καθώς αιχμαλωτίσθηκε η διάνοιά του από τα θαυμάσια του Θεού με μεγάλη έκπληξη.
Και να απορεί κανείς πώς να ανταποδώσει τις ευεργεσίες στο Θεό, όπως λέει ο εξηγητής των ουρανίων Βασίλειος: «Τι θα ανταποδώσομε στον Κύριο για όλα όσα μας χάρισε(Ψαλμ. 115,3); Για μας ο Θεός έγινε άνθρωπος· για την ανθρώπινη φύση που κυριεύθηκε από τη φθορά, ο Λόγος έγινε σάρκα και έμεινε ανάμεσά μας(Ιω. 1,14).
Ηρθε ο Ευεργέτης προς τους αχαρίστους, ο Ελευθερωτής προς τους αιχμαλώτους, ο Ήλιος της δικαιοσύνης προς εμάς που ήμαστε στο σκοτάδι. Ο Απαθής ανέβηκε στο σταυρό, το Φώς πήγε στον Άδη, η Ζωή δοκίμασε το θάνατο, Αυτός που είναι η ανάσταση όσων έχουν πέσει. Ας φωνάξομε προς Αυτόν· Δόξα σε Σένα, Θεέ μας.» Και ο Δαμασκηνός λέει: «Έμεινε εκστατικός ο ουρανός και κατεπλάγησαν τα πέρατα της γης από το ότι ο Θεός εμφανίστηκε σωματικά στους ανθρώπους και η γαστέρα σου, Θεοτόκε, έγινε πιο ευρύχωρη από τους ουρανούς. Γι' αυτό σε δοξάζουν τα πλήθη των Αγγέλων και των ανθρώπων.» Και αλλού: «Ένιωσε φρίκη καθένας που άκουσε την απόρρητη συγκατάβαση του Θεού, οτι ο Ύψιστος κατήλθε θεληματικά μέχρι το σημείο να λάβει σώμα και να γίνει άνθρωπος από παρθενική γαστέρα. Γι' αυτό οι πιστοί δοξολογούμε την αμόλυντη Θεοτόκο.» «Ακούστε με, λαοί, και ελάτε ν' ανεβούμε στο άγιο και επουράνιο όρος, να σταθούμε σαν άυλοι στην πόλη του ζώντος Θεού. Και να δούμε νοερά την άυλη θεότητα του Πατέρα και του Πνεύματος να απαστράπτει στον Μονογενή Υιό.» «Μ' έθελξες με τον πόθο Σου, Χριστέ, και με αλλοίωσες με το θείο Σου έρωτα. Αλλά κατάκαψε με άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου και καταξίωσέ με να χορτάσω την τρυφή που δίνεις, για να δοξολογώ όλο χαρά, Αγαθέ, τις δύο παρουσίες Σου.» «Είσαι όλος γλυκύτητα, Σωτήρα μου, είσαι όλος επιθυμία και έφεση πραγματικά ακόρεστη• όλος είσαι κάλλος υπέρτατο».
Εκείνος ο οποίος με τις σωματικές και ψυχικές αρετές έλαβε τη γνώση αυτών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα μέσα στα λόγια των αγίων ανδρών και των θείων Γραφών, και μάλιστα των αγίων Ευαγγελίων, αυτός δεν ησυχάζει πλέον από τον πόθο και τα πολλά δάκρυα, που τρέχουν πάντοτε αβίαστα. Εμείς όμως που ακούμε μόνο από τις Γραφές, οφείλομε πάντοτε να σχολάζομε και να μελετούμε, για να εντυπωθεί με την πολυκαιρία ο πόθος του Θεού μέσα στην καρδιά μας, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, και όπως έκαναν οι Πατέρες, πριν λάβουν την αυτόματη γνώση. Όλος ο πόθος των Μαρτύρων είχε πετάξει προς τον Κύριο μόνο και ενώθηκε μαζί Του με αγάπη και δοξολογία· όπως είπε και ο Δαμασκηνός περί των τριών παίδων: «Αψηφώντας τον κίνδυνο της ζωής τους, για χάρη των πατρώων νόμων, οι μακάριοι παίδες στη Βαβυλώνα καταφρόνησαν την παράλογη προσταγή του βασιλιά. Και μέσα στη φωτιά, η οποία δεν τους έβλαψε, έψαλλαν επάξιο ύμνο στο Θεό(Δαν. 3)». Και είναι εύλογο. Όταν κανείς αισθανθεί τα θαυμάσια του Θεού, εξίσταται τελείως και λησμονεί κι αυτή την πρόσκαιρη ζωή του, από την κατανόηση των θείων Γραφών, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Όχι όπως εμείς που νιώθομε ίσως λίγη κατάνυξη από τις Γραφές και εξαιτίας της ραθυμίας, της λησμοσύνης και της άγνοιάς μας σκοτιζόμαστε πάλι και γινόμαστε αναίσθητοι από τα πάθη μας.
Γιατί όποιος με το πένθος καθαρίστηκε από τα πάθη, αυτός αισθάνεται τα μυστήρια που είναι κρυμμένα σε όλες τις Γραφές και εκπλήσσεται απ' όλα, ιδιαίτερα μάλιστα από τα έργα και τα λόγια που αναφέρει το Ευαγγέλιο, και από το πώς η σοφία του Θεού έκανε τα δύσκολα εύκολα, ώστε σιγά - σιγά να κάνει τον άνθρωπο θεό. Τον κάνει αγαθό, ώστε να μπορεί να αγαπά και τους εχθρούς του. Τον κάνει οικτίρμονα, όπως είναι οικτίρμων ο Πατέρας(Λουκ. 6,36). Τον κάνει απαθή, ως τον απαθή Θεό. Τον κάνει να έχει κάθε αρετή και την τελειότητα, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας(Ματθ. 5,48). Και γενικά, αυτό το άγιο βιβλίο διδάσκει τον άνθρωπο όσα πρέπουν στο Θεό, για να γίνει θέσει θεός ο άνθρωπος.
Και ποιος δε θαυμάζει το περιεχόμενο του αγίου Ευαγγελίου; Από μόνη την προαίρεση, χαρίζει κάθε ανάπαυση και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με μεγάλη τιμή, όπως λέει ο Κύριος: «Όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί»(Λουκ. 18,14). Και αυτό μαρτυρείται από το ότι ο Πέτρος, αφού άφησε τα δίχτυα, έλαβε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών(Ματθ. 16,19), και οι λοιποί Απόστολοι, αφού άφησαν ο καθένας κάτι μικροπράγματα, πήραν στα χέρια τους όλο τον κόσμο και σ' αυτόν τον αιώνα, και στον μέλλοντα· πήραν αυτά, που μάτι δεν τα είδε κι αυτί δεν τ' άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2,9). Αυτά δεν έγιναν μόνο στους Αποστόλους, αλλά και σε όλους όσοι έχουν την προαίρεση γίνονται και σήμερα, όπως λέει κάποιος από τους Πατέρες: «Αν και κοπίαζα όταν ήμουν στην έρημο, είχα ωστόσο μεγάλη ανάπαυση». Αυτό το έλεγε για την ατάραχη και αμέριμνη ζωή.
Και ποιος άραγε νομίζομε ότι έχει μεγαλύτερη ανάπαυση και τιμή, εκείνος που σχολάζει κατά Θεόν και ασχολείται με την ψυχή του, ή εκείνος που ζεί μέσα σε μέριμνες του βίου και ταραχές και δικαστήρια; Εκείνος που συνομιλεί πάντοτε με το Θεό μέσω της μελέτης των θείων Γραφών, της απερίσπαστης προσευχής και των δακρύων, ή εκείνος που κουράζεται και ξαγρυπνά σε κλοπές και παράνομες πράξεις, στις οποίες αν αποτύχει, κερδίζει μόνο τον κόπο και ίσως και το διπλό θάνατο, το σωματικό και τον ψυχικό; Να λοιπόν ότι και τον θάνατο υποφέρομε με μεγάλο κόπο και με ατιμία, χωρίς κέρδος. Ή μάλλον, και πολύ μεγάλη ζημία της ψυχής έπαθαν πολλές φορές κάποιοι και χάθηκαν, εννοώ ληστές, πειρατές, πόρνοι, φιλόνεικοι, οι οποίοι δε θέλησαν να σωθούν με ανάπαυση, με τιμή και κέρδος της ψυχής τους.
Αλλά πόσο τυφλοί είμαστε, ώστε υποφέρομε και το θάνατο ακόμη, για να χαθούμε, ενώ για να σωθούμε, δεν αγαπούμε ούτε τη ζωή. Αλλά και θάνατο αν πρόκειται να υποστούμε για χάρη της βασιλείας των ουρανών, τι παραπάνω κάνομε από το ληστή ή από τον τυμβωρύχο ή το στρατιώτη, που μόνο για το ψωμί τους βρίσκουν συχνά και τον τωρινό και τον μελλοντικό θάνατο; Εκτός αν ο πρώτος θάνατος γίνει για το Χριστό, μέσω του οποίου δίνεται η βασιλεία των ουρανών σ' όσους θέλουν· κατά μέν το παρόν νοητά, με το να καταφρονούν τα πάντα και να τα έχουν υποχείρια, καθώς και να βασιλεύουν όχι μόνο πάνω στα πράγματα, αλλά και πάνω στο σώμα, καταφρονώντας το, και πάνω στο θάνατο με το θάρρος της πίστεως• στο δε μέλλον, για να βασιλεύουν αιώνια μαζί με το Χριστό, έχοντας και το σώμα τους, με τη χάρη της κοινής αναστάσεως.
Ο θάνατος συμβαίνει και στον δίκαιο και στον αμαρτωλό, αλλά η διαφορά είναι μεγάλη. Ως θνητοί, πεθαίνουν και οι δύο και δεν είναι παράδοξο αυτό· αλλά ο αμαρτωλός χωρίς μισθό και ίσως καταδικασμένος, ενώ ο δίκαιος πεθαίνει μακάριος και τώρα και στο μέλλον. Τι σπουδαιότητα έχει ν' αποκτά κανείς χρήματα, τα οποία και χωρίς να θέλει μέλλει να τα αφήσει, κι όχι μόνο στην ώρα του θανάτου, αλλά και πριν απ' αυτόν πολλές φορές με μεγάλη ντροπή, κόπο και πόνο; Συμβαίνει, μερικοί και θάνατο να υποστούν για τα χρήματα, πέρα από τους αναρίθμητους πειρασμούς του πλούτου, το φόβο, θέλω να πω, τη φροντίδα, την ακατάπαυστη λύπη και ταραχή θέλοντας - μη θέλοντας.
Η αγία εντολή όμως του Ευαγγελίου ελευθερώνει τον άνθρωπο απ' όλα αυτά και του χαρίζει κάθε αμεριμνία και αφοβία, πολλές φορές δε και ανεκλάλητη χαρά, σ' εκείνους μάλιστα που προτιμούν θεληματικά την ακτημοσύνη. Ποιο άλλο πράγμα άραγε είναι τόσο ευχάριστο, παρά το να γίνει κανείς απαθής, να μην κυριεύεται διόλου από το θυμό ή την επιθυμία κανενός πράγματος του κόσμου; Αλλά εκείνα που οι πολλοί επιθυμούν, να τα θεωρεί μηδέν και να υψωθεί πάνω από όλα, ζώντας όπως μέσα στον Παράδεισο, ή μάλλον στον Ουρανό, ανώτερος από κάθε ανάγκη, με αμεριμνία και κατά Θεόν σχολή; Γιατί καθώς υπομένει με χαρά ό,τι του συμβεί, τον αναπαύει ό,τι γίνεται· και καθώς αγαπά τους πάντες, αγαπιέται από όλους.
Και γίνεται ανώτερος απ' όλα με το να καταφρονεί τα πάντα, και με το να μη θέλει να έχει κάτι για το οποίο άλλος μάχεται και λυπάται όταν δεν το πετυχαίνει, και κατακρίνεται ίσως όταν επιτύχει εκείνο που επιθυμεί. Εκείνος όμως που δεν ποθεί τίποτε, αυτός λυτρώνεται με την τήρηση της εντολής απ' όλα τα δεινά αυτού του αιώνα και του μελλοντικού. Επειδή το να μη θέλει κάποιος κάτι που δεν έχει, είναι ανώτερο από κάθε ανάπαυση και πλούτο, όπως αντίθετα το να επιθυμεί κανείς κάτι που δεν έχει, είναι κόλαση πολύ μεγάλη πριν από την αιώνια κόλαση• αυτός ο άνθρωπος είναι δούλος, ακόμη και αν είναι βασιλιάς ή πλούσιος. Και τι βάρος έχουν οι εντολές του Κυρίου(Α΄ Ιω.5,3) , ώστε δεν τις κάνομε οι άθλιοι χωρίς μισθό με μεγάλη προθυμία;
Εκείνος λοιπόν που μπόρεσε να κατανοεί εν μέρει τη χάρη του αγίου Ευαγγελίου και όσα αυτό περιέχει, δηλαδή τις πράξεις και τις διδασκαλίες του Κυρίου, τις εντολές και τα δόγματα, τις απειλές και τις υποσχέσεις, αυτός γνωρίζει τι ανεξάντλητους θησαυρούς βρήκε, αν και δεν μπορεί να τα διηγηθεί όπως πρέπει, γιατί τα ουράνια είναι ανέκφραστα. Ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στο Ευαγγέλιο και εκείνος που θέλει να Τον βρει, οφείλει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και να αγοράσει το Ευαγγέλιο, για να μπορέσει όχι μόνο να βρεί το Χριστό με την ανάγνωση, αλλά και να Τον πάρει στην ψυχή του με τη μίμηση της διαγωγής Του στον κόσμο.
Γιατί εκείνος που ζητά το Χριστό, λέει ο άγιος Μάξιμος, δεν πρέπει να Τον ζητά έξω, αλλά μέσα του, δηλαδή να γίνει στο σώμα και στην ψυχή αναμάρτητος σαν το Χριστό, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, και να διατηρεί πάντοτε με όλη του τη δύναμη καλή τη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε θέλημά του και να το νικήσει με την καταφρόνηση, ακόμη και αν για τον κόσμο είναι φτωχός και άσημος. Ποια ωφέλεια έχει δηλαδή εκείνος που είναι τάχα βασιλιάς, μα εξουσιάζεται από το θυμό και την επιθυμία σ' αυτόν τον κόσμο, ενώ στον μέλλοντα θα βρει την αιώνια κόλαση, αν βέβαια δε θελήσει να φυλάξει τις θείες εντολές;
Αλλά πόσο μεγάλη είναι η ανοησία μας, γιατί δεν θέλομε με κάτι μικρά και πρόσκαιρα να αποκτήσομε τα μεγάλα και αιώνια αγαθά, αλλά απορρίπτομε τα αγαθά και επιθυμούμε τα αντίθετα; Τι είναι πιο λίγο από ένα ποτήρι νερό ή ένα κομμάτι ψωμί ή από την αποφυγή ενός θελήματος ή ενός μικρού νοήματός μας; Κι όμως αυτά θα μας φέρουν τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη Εκείνου που είπε: «Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας»(Λουκ. 17,21). Γιατί δεν είναι μακριά η βασιλεία των ουρανών, ούτε έξω, αλλά μέσα μας, λέει ο Δαμασκηνός• μόνο θέλησε να κυριαρχήσεις πάνω στα πάθη σου, και αμέσως την έχεις μέσα σου με το να ζεις θεάρεστα. Αν όμως δε θέλεις, δεν έχεις τίποτε. Επειδή βασιλεία του Θεού, λένε οι Πατέρες, λέγεται η θεάρεστη ζωή και η πρώτη παρουσία του Κυρίου και η δεύτερη.
Για τη δεύτερη παρουσία του Κυρίου έχομε γράψει προηγουμένως στα περί πένθους. Εκείνος τώρα που μέσω της χάρης κατανόησε με αίσθηση ψυχής την πρώτη παρουσία του Κυρίου, οφείλει να λέει με μεγάλο θαυμασμό: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου(Σ. Σειράχ 11,4) και δεν υπάρχουν λόγια να υμνηθεί το μεγαλείο Σου. Ιδού, γλυκύτατέ μου Κύριε, ο δούλος Σου ενώπιόν Σου άφωνος, άπρακτος, στέκομαι και περιμένω από Σένα το φωτισμό της γνώσεως. Εσύ είπες Κύριε ότι "χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε"(Ιω. 15,5). Συ λοιπόν δίδαξέ με για Σένα. Για τούτο τόλμησα να καθήσω στα άχραντα πόδια Σου, σαν την αδελφή του φίλου Σου Λαζάρου(Λουκ. 10,39), για ν' ακούσω κι εγώ κάτι νοερά, αν όχι σχετικό με την ακατάληπτη θεότητά Σου, τουλάχιστον κάτι για τη σωματική Σου ζωή μέσα στον κόσμο, για να εννοήσω λίγο τα λεγόμενα μέσα στο Ευαγγέλιο της χάρης Σου. Πώς δηλαδή συναναστράφηκες ανάμεσά μας πράος και ταπεινός στην καρδιά(Ματθ. 11,29), όπως είπε το πανάγιό Σου στόμα για να τα μάθομε αυτά εμείς από Σένα· και πώς έζησες με τόση φτώχεια Εσύ ο πλούσιος σε ευσπλαχνία(Εφ. 2,4), με κόπο και δίψα θεληματικά, Εσύ που έδωσες στη Σαμαρείτισσα το νερό της ζωής(Ιω. 4,10), όπως είπες Κύριε: "Οποιος διψά, ας με πλησιάσει και ας πιει"(Ιω. 7,37). Γιατί Συ είσαι η πηγή των ιάσεων και ποιος μπορεί να υμνεί την διαγωγή Σου στον κόσμο;
»Επειδή όμως αξίωσες εμένα το χώμα, τη στάχτη, τη σκόνη, τον παραβάτη, τον αυτοκτόνο, εμένα που πολύ σου αμάρτησα και πάντοτε αμαρτάνω, να καταλαβαίνω έστω και λίγο κάτι από τις πράξεις Σου και τα λόγια Σου και να τολμώ να σε παρακαλώ γι' αυτά —γιατί από πίστη νομίζω ότι σε βλέπω, Εσένα τον αόρατο απ' όλη την κτίση—, συγχώρεσέ μου την τόλμη. Εσύ γνωρίζεις, καρδιογνώστη Κύριε, ότι δεν ερωτώ από περιέργεια, αλλά επειδή θέλω να μάθω πιστεύοντας ότι αν αξιωθώ τη γνώση Σου, θα μου χαρίσεις, όπως κάνεις σ' όσους σε ποθούν, και την κατά δύναμη εργασία για να μιμηθώ την κατά σάρκα διαγωγή Σου, με την οποία κατά χάρη έχω ονομαστεί Χριστιανός. Αν και κανείς δεν μπορεί, όπως οι μαθητές Σου, να υπομένει το θάνατο για χάρη των εχθρών του, αλλ' ούτε και να αποκτήσει τη δική Σου και τη δική τους φτώχεια και αρετή, παρά μόνο κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με την προαίρεσή του. Γιατί κι αν κανείς κάθε μέρα πεθαίνει για χάρη Σου, ούτε έτσι μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος. Επειδή Εσύ, Κύριε, όντας Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, πέρασες χωρίς αμαρτία τη ζωή Σου σ' αυτόν τον κόσμο και υπέφερες τα πάντα για χάρη όλων.
Εμείς όμως και αν ίσως υπομείνομε κάτι, πάσχομε για τον εαυτό μας και τις αμαρτίες μας. Και ποιος δε μένει εκστατικός, όταν συλλογίζεται βαθιά την ανείπωτή Σου συγκατάβαση; Ενώ είσαι Θεός ακατάληπτος, παντοδύναμος και παντοκράτωρ, και κάθεσαι πάνω στα χερουβίμ —το όνομα θα πει "σοφία που πληθαίνει"—, για χάρη μας που σε παροργίζομε ανέκαθεν, ταπείνωσες τον εαυτό Σου, ώστε καταδέχθηκες γέννηση και ανατροφή, διωγμούς και λιθοβολισμούς, περιπαίγματα και περιγελάσματα, χτυπήματα και ραπίσματα, εμπαιγμούς και φτυσίματα, έπειτα Σταυρό και καρφιά, σπόγγο και καλάμι, ξύδι και χολή, και όσα δεν είμαι άξιος να ακούσω. Έπειτα, κεντήθηκε με λόγχη η αμόλυντη πλευρά Σου, από την οποία πήγασες για μας την αιώνια ζωή, το τίμιό Σου αίμα και το νερό.
»Υμνώ τη γέννησή Σου και Εκείνην που σε γέννησε, την οποία διατήρησες Παρθένο και μετά τη γέννησή Σου, όπως ήταν και πριν. Σε προσκυνώ σπαργανωμένο μέσα στο σπήλαιο και στην φάτνη. Σε δοξάζω, Εσένα που αναχώρησες με την Παρθένο και άχραντη Μητέρα Σου στην Αίγυπτο, και κατοίκησες στη Ναζαρέτ, και υπάκουες στους κατά σάρκα γονείς Σου, στο νομιζόμενο πατέρα Σου και στην αληθινή μητέρα Σου. Υμνώ Εσένα που βαπτίστηκες στον Ιορδάνη από τον Πρόδρομο, Κύριε, υμνώ και τον Πατέρα που σε μαρτύρησε, και το Άγιο Πνεύμα που σε φανέρωσε, και τη βάπτισή Σου, και τον βαπτιστή Ιωάννη, τον προφήτη και δούλο Σου.
Σε δοξάζω που νήστεψες στην έρημο για μας και υποβλήθηκες θεληματικά σε πειρασμούς και νίκησες τον εχθρό με το σώμα που πήρες από την ανθρώπινη φύση και χαρίζεις σ' εμάς τη νίκη κατά του εχθρού με την ανέκφραστή Σου σοφία· που ζούσες μαζί με τους μαθητές Σου, και καθάριζες λεπρούς, ανόρθωνες χωλούς, χάριζες το φως σε τυφλούς, έδινες την ακοή σε κουφούς και τη λαλιά σε άλαλους• που ευλογούσες τους άρτους, και περπατούσες πάνω στη θάλασσα σαν σε ξηρά, και δίδασκες τα πλήθη περί πράξεων και θεωριών· που μιλούσες για τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και πρόλεγες τις μέλλουσες απειλές και υποσχέσεις και έκανες όλα όσα συντελούν στη σωτηρία μας· που προλαβαίνεις αιφνιδιαστικά τον εχθρό και ξεριζώνεις τα πάθη με την πάνσοφη διδασκαλία Σου• που κάνεις σοφούς τους μωρούς, ενώ μεταβάλλεις τους πανούργους σε ασύνετους με την άπειρη σοφία Σου· που ανασταίνεις τους νεκρούς με την ανείπωτη εξουσία Σου, και βγάζεις τα δαιμόνια με εξουσία, ως Θεός των πάντων. Και όχι μόνο αυτά, αλλά δίνεις εξουσία στους δούλους Σου να κάνουν και μεγαλύτερα(Ιω. 14,12) και να θαυμάζομε περισσότερο, όπως είπες, Κύριε. Μέγα το όνομά Σου, γιατί με τη δύναμή Σου γίνονται τα θαύματα από τους Αγίους Σου.
»Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, το γλυκύτατο όνομα της σωτηρίας μας, μεγάλη η δόξα Σου· μεγάλα τα έργα Σου• θαυμαστοί οι λόγοι Σου και πιο γλυκοί από το μέλι και την κηρήθρα(Ψαλμ. 18,11). Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι. Ποιος μπορεί να δοξάζει και να υμνεί τη συγκατάβαση, την αγαθότητα, τη δύναμη, τη σοφία, τη διαγωγή Σου στον κόσμο, τη διδασκαλία Σου; Και πώς οι άγιες εντολές Σου διδάσκουν φυσικά και με ευκολία τον ενάρετο βίο; Όπως είπες Κύριε: "Συγχωρέστε, και θα συγχωρηθείτε"(Ματθ. 6,14) και: "Ζητείτε, και θα βρείτε· χτυπάτε τη θύρα, και θα σας ανοιχτεί"(Ματθ. 7,7), και: "Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε κι εσείς σ' αυτούς"(Ματθ. 7,12). Και ποιος άραγε όταν εννοήσει τις εντολές Σου και τα λοιπά λόγια Σου δε θα εκπλαγεί κατανοώντας την άπειρη σοφία Σου;
»Σοφία του Θεού, Ζωή των πάντων, Χαρά των αγγέλων, ανέκφραστο Φως, Ανάσταση των νεκρών, καλέ Ποιμένα, που έδωσες τη ζωή Σου για χάρη των προβάτων Σου(Ιω. 10,11)! Υμνώ τη μεταμόρφωσή Σου, τη σταύρωση, την ταφή και την ανάσταση, την ανάληψη και την εγκατάσταση στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, την έλευση του Αγίου Πνεύματος και τη δευτέρα παρουσία Σου, που θα γίνει με δύναμη και δόξα μεγάλη και ακατανόητη. Χάνω τη δύναμή μου, Κύριε, μπροστά στα θαυμαστά σου έργα και από αμηχανία θέλω να καταφύγω στη σιωπή. Αλλά τι να κάνω, δεν ξέρω. Αν σωπάσω, εκπλήττομαι, αν τολμήσω να πω τίποτε, απορώ και εξίσταμαι.

Θεωρώ ανάξιο τον εαυτό μου για τον ουρανό και τη γη και άξιο για κάθε κόλαση, όχι μόνο για όσα αμάρτησα, αλλά πολύ περισσότερο για όσα έχω ευεργετηθεί από Σένα, ο αχάριστος και άθλιος. Γιατί χόρτασες την ψυχή μου με κάθε αγαθό, υπεράγαθε Κύριε. Κατανόησα εν μέρει τα έργα Σου, και η διάνοιά μου κυριεύτηκε από έκσταση(Αββακ. 3,2). Έγινα μηδέν, Κύριε, μόνο βλέποντας τα έργα Σου. Γι' αυτό κλείνω με το χέρι μου το στόμα μου, όπως κάποτε ο Ιώβ(Ιώβ 40,4), και καταφεύγω στους Αγίους από αμηχανία ο άθλιος.
»Δέσποινα του κόσμου αγαθή, εσύ γνωρίζεις ότι δεν έχομε παρρησία οι αμαρτωλοί εμπρός στο Θεό που γέννησες, αλλά με το δικό σου θάρρος οι δούλοι σου, πέφτομε στα πόδια του Κυρίου με τη μεσιτεία σου, επειδή έχεις παρρησία προς τον Υιό σου και Θεό μας. Σ' Αυτόν λοιπόν πιστεύοντας κι εγώ ο ανάξιος, σε παρακαλώ Δέσποινα, να μου χαρίσει ο Κύριος την αίσθηση των χαρισμάτων των δικών σου και των λοιπών Αγίων, και πώς παρουσιάσατε τόσες αρετές. Εσένα βέβαια, και μόνο το ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από σένα, σε μαρτύρησε ότι είσαι ανώτερη απ' όλα τα όντα. Γιατί εσένα βρήκε κατάλυμα άξιο να κατοικήσει Εκείνος που γνωρίζει τα πάντα και πριν να γίνουν, ως ποιητής όλων, και κανείς δεν μπορεί να εξετάζει όσα αφορούν σε σένα, επειδή υπερβαίνουν τη φύση, το νου και τη σκέψη. Σε ομολογούμε Θεοτόκο στην κυριολεξία, Αγνή Παρθένε, εμείς που μέσω σου βρήκαμε τη σωτηρία, και σε δοξολογούμε μαζί με τις χορείες των αγγέλων.
Γιατί, ενώ είναι αδύνατο στους ανθρώπους να δουν το Θεό, τον Οποίο δεν τολμούν ν' ατενίσουν ούτε τα τάγματα των αγγέλων, εντούτοις, Πάναγνη, μέσω σου παρουσιάστηκε στους ανθρώπους ο Λόγος σαρκωμένος. Δοξολογώντας Αυτόν, σε μακαρίζομε μαζί με τις ουράνιες στρατιές. Πώς να σε ονομάσομε, Κεχαριτωμένη; Ουρανό; κλπ. Θεοτόκε, εσύ είσαι η αληθινή κληματαριά, που βλάστησες τον καρπό της ζωής. Σε ικετεύομε, Ένδοξη, πρέσβευε μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους, ώστε να ελεηθούν οι ψυχές μας, που ορθόδοξα σε ομολογούμε Θεοτόκο και σε μακαρίζομε, εσένα την αειμακάριστη, όπως προείπες Δέσποινα(Λουκ. 1,48). Πράγματι, όλες οι γενιές θα σε μακαρίζομε την μόνη Θεοτόκο, που είσαι "τιμιωτέρα των Χερου-βίμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφίμ". Αλλά επειδή δεν μπορώ να κατανοήσω ό,τι σε αφορά, θα μιλήσω με θαυμασμό για τους άλλους Αγίους.
»Πώς περνούσες, Βαπτιστή και Πρόδρομε του Κυρίου, στην έρημο; Και πώς να σε ονομάσομε, Προφήτη; Άγγελο, Απόστολο ή Μάρτυρα; Άγγελο, γιατί έζησες σαν ασώματος. Απόστολο, γιατί σαγήνευσες τα έθνη. Μάρτυρα, γιατί αποκεφαλίστηκες για το Χριστό. Αυτόν ικέτευε να σώσει τις ψυχές μας. Όπως λέει και ο Σολομών, η μνήμη του δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια(Παροιμ. 10,7). Για σένα όμως είναι αρκετή η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, γιατί αναδείχθηκες πράγματι κλπ.
»Άγιοι Απόστολοι και μαθητές του Σωτήρα, γίνατε αυτόπτες μυστηρίων και κηρύξατε τον Αθεώρητο και Άναρχο, λέγοντας: "Εν αρχή ην ο Λόγος"(Ιω.1,1), αν και δεν κτισθήκατε πριν από τους αγγέλους, ούτε διδαχθήκατε από ανθρώπους, Αλλά από την άνω σοφία. Επειδή έχετε παρρησία προς το Θεό, σας παρακαλούμε, πρεσβεύσετε για τη σωτηρία των ψυχών μας. Θαυμάζω την αγάπη σας για το Θεό, όπως λένε και τα αρχαία τροπάρια: "Κύριε, επειδή οι Απόστολοί Σου σε πόθησαν ειλικρινά, θεώρησαν σκύβαλα όλα τα γήινα, για να κερδίσουν Εσένα μόνο(Φιλιπ. 3,8), και για χάρη Σου παρέδωσαν τα σώματά τους σε πληγές. Γι' αυτό δοξάστηκαν και πρεσβεύουν για τις ψυχές μας". Πώς, Απόστολοι, ενώ ήσαστε άνθρωποι όπως εμείς και φορούσατε τη χωματένια σάρκα, παρουσιάσατε τόσες αρετές, ώστε να υπομείνετε θάνατο για τους φονευτές σας; Και πώς εσείς τόσο λίγοι κυριέψατε όλο τον κόσμο; Και απλοί και αγράμματοι εσείς, νικήσατε τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, και μάλιστα άοπλοι και γυμνοί, και μέσω εκείνων νικήσατε τους αόρατους δαίμονες, εσείς οι φτωχοί και ντυμένοι την ανθρώπινη ασθένεια; Και τι ήταν αυτή η δύναμη, ή μάλλον η πίστη, με την οποία λάβατε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, εσείς και οι άγιοι Μάρτυρες, "οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες"; Πρεσβεύσετε προς τον Κύριο να σπλαχνιστεί τις ψυχές μας, Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι κλπ.
»Και ποιος δεν κυριεύεται από έκπληξη, βλέποντας, άγιοι Μάρτυρες, τον αγώνα τον καλό που αγωνιστήκατε; Πώς εσείς, ενώ είχατε σώμα, νικήσατε τον ασώματο εχθρό, αφού ομολογήσατε το Χριστό και οπλιστήκατε με το σταυρό; Γι' αυτό επάξια αναδειχθήκατε διώκτες δαιμόνων και πολέμιοι βαρβάρων. Πρεσβεύσετε ακατάπαυστα να σωθούν οι ψυχές μας. Γιατί, όπως πριν από σας οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα, υποφέρατε τους αγώνες όχι με την ελπίδα της ανταποδόσεως, αλλά από αγάπη του Θεού, όπως εσείς είπατε. Δηλαδή, "και αν δε μας γλυτώσει ο Θεός, και τότε ακόμη δε θα τον αρνηθούμε". Θαυμάζω και την άκρα ταπείνωσή σας, άγιοι τρεις Παίδες, που μην έχοντας τρόπο να ευχαριστήσετε μέσα στις φλόγες, είπατε: "Δεν υπάρχει αυτό τον καιρό άρχοντας ή προφήτης ή αρχηγός• ας γίνομε δεκτοί μόνο με τη συντριβή της ψυχής και την ταπείνωση του πνεύματος". Θαυμάζω και τη δύναμη του Θεού που εκδηλώθηκε σε σας και στον προφήτη Ηλία, όπως λέει ο Δαμασκηνός: "Από τη φλόγα πήγασες δροσιά για τους οσίους Σου Παίδες, και έκαψες την περιχυμένη με νερό θυσία του δικαίου(Γ΄Βασ. 18,38). Όλα, Χριστέ, τα ενεργείς μόνο με τη θέλησή Σου".

»Αλλά ποια να πρωτοσκεφτώ; Το περιεχόμενο του Ευαγγελίου ή τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων; Τους άθλους των αγίων Μαρτύρων ή τους αγώνες των αγίων Πατέρων; Των παλιών ή των νέων Αγίων, ανδρών και γυναικών; τους βίους και τους λόγους όλων, ή τις ερμηνείες και τις εξηγήσεις τους; Απορώ και εξίσταμαι.
»Αλλά σε παρακαλώ, φιλάνθρωπε Κύριε, μην αφήσεις να με οδηγήσουν αυτά στην καταδίκη μου για την αναξιότητα και την αχαριστία μου με το να κατανοήσω τα τόσα μυστήριά Σου, τα οποία φανέρωσες στους Αγίους Σου και μέσω εκείνων σε μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο Σου. Ιδού, Κύριε, ο δούλος Σου εμπρός Σου αργός από όλα και άφωνος σαν νεκρός, και δεν τολμώ να πώ τίποτε ή να κοιτάξω με αναίδεια, Αλλά όπως πάντα πέφτω εμπρός Σου και από το βάθος της ψυχής μου φωνάζω και λέω: "Πολυέλεε Κύριε..." και τα υπόλοιπα της ευχής.»
Και την άλλη προσευχή και τους ψαλμούς πρέπει να επιμελείται κανείς, φυλάγοντας τα ήθη της ψυχής και του σώματος, για να φτάσει στην έξη των θείων νοημάτων, ώστε να μπορέσει να κατανοεί με πολλή αίσθηση όλα τα μυστήρια και θαυμάσια που υπάρχουν στις θείες Γραφές. Και με έκπληξη για τις δωρεές του Θεού, να φτάσει να αγαπά Αυτόν μόνο, και να υποφέρει με χαρά γι' Αυτόν, όπως όλοι οι Άγιοι. Γιατί οι θείες Γραφές είναι γεμάτες από κάθε έκπληξη, όπως λέει ο Σολομών.
Μαζί με τα άλλα θαυμάσια του Θεού, θαυμάζω και τη δύναμή Του όπως εκδηλωνόταν στο μάννα. Αυτό δεν κρατούσε μέχρι την άλλη ημέρα, αλλά έλιωνε και γέμιζε σκουλήκια, για να μη φροντίζουν οι άπιστοι για το αύριο, η ποσότητα όμως που φυλαγόταν στη στάμνα μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, έμενε πάντοτε άβλαβης(Έξ. 16,20 κ΄33). Και πάλι, στη φωτιά δεν καιγόταν, ενώ από την παραμικρή ακτίνα του ήλιου έλιωνε, για να μη μαζεύουν οι άπληστοι πάνω απ' όσο είχαν ανάγκη. Ω του θαύματος, πώς παντού ο Θεός εργάζεται τη σωτηρία των ανθρώπων, όπως είπε ο Κύριος μιλώντας περί της θείας πρόνοιας: «Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι»(Ιω. 5,17).
Εκείνος λοιπόν που έχει αυτή τη θεία σχολή, διδάσκεται με αισθητά σημεία από τις θείες Γραφές, και νοερά από την πρόνοια του Θεού, και αρχίζει να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, όπως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Δαμασκηνός. Και δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ωραιότητα των πραγμάτων του κόσμου αυτού, δηλαδή της ομορφιάς, του πλούτου, της δόξας που φεύγει, και των ομοίων, ούτε δελεάζεται από τη σκιά που τα καλύπτει, όπως εκείνοι που είναι ακόμη εμπαθείς.
----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 110-119)

Η πέμπτη γνώση 
(Φιλοκαλία των Ιερών νηπτικών, γ΄ τόμος)
Από αυτή την πέμπτη γνώση, που λέγεται "βουλή"(Ησ.11,2) κατά τον Προφήτη, γνωρίζει κανείς (όπως είπαμε στο τέλος των μακαρισμών), τη φύση και τη μεταβολή των αισθητών κτισμάτων, ότι από τη γη προέρχονται και στη γη πάλι επιστρέφουν, σύμφωνα με το ρητό του Εκκλησιαστή: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»(Εκκλ.1,2).
Και ο Δαμασκηνός το ίδιο λέει: «Είναι μάταια όλα τα ανθρώπινα, όσα παύουν να υπάρχουν μετά το θάνατο. Ο πλούτος δεν παραμένει, η δόξα δε μας συνοδεύει· μόλις επέλθει ο θάνατος, όλα αυτά εξαφανίζονται.»
Και πάλι λέει: «Αληθινά, όλα είναι μάταια, και ο βίος μας σκιά και όνειρο. Μάταια λοιπόν ταράζεται κάθε άνθρωπος(Ψαλμ. 38,12), όπως είπε η Γραφή. Όταν κερδίσομε τον κόσμο, τότε θα κατοικήσομε στον τάφο, όπου είναι μαζί βασιλιάδες και φτωχοί.»

----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 119).


Η έκτη γνώση 
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Όταν αποκτήσει κανείς με την πέμπτη γνώση την έξη να μην προσκολλάται στα πράγματα, τότε του δίνεται η έκτη γνώση, η οποία λέγεται "ισχύς"(Ησ. 11,2), και αρχίζει να βλέπει με απάθεια τα κάλλη των αισθητών κτισμάτων. Γιατί υπάρχουν τριών ειδών λογισμοί: ο ανθρώπινος, ο δαιμονιώδης και ο αγγελικός.
Ο ανθρώπινος είναι η απλή έννοια που έρχεται στο νου, π.χ. άνθρωπος, χρυσάφι ή κάποιο άλλο αισθητό κτίσμα. Ο δαιμονιώδης είναι σύνθετος από νόημα και πάθος. Για παράδειγμα, η έννοια "άνθρωπος", όταν συνδέεται με παράλογη φιλία, δηλαδή σχέση που δεν είναι κατά Θεόν φιλία, αλλά στοχεύει στην πορνεία• ή πάλι, με άκριτο μίσος, δηλαδή μνησικακία ή κατάκριση.
Όμοια, η έννοια του χρυσού, όταν συνδέεται με τη φιλαργυρία, την κλοπή, την αρπαγή ή κάτι τέτοιο, ή όταν οδηγεί σε μίσος του χρυσού και βλασφημία εναντίον των έργων του Θεού, ώστε και με τα δύο να καταλήξει κανείς στην απώλεια. Επειδή αν δεν αγαπούμε τα πράγματα όσο τους πρέπει, αλλά τα προτιμούμε από την αγάπη του Θεού, δε διαφέρομε καθόλου από τους ειδωλολάτρες, λέει ο άγιος Μάξιμος.
Και πάλι· αν τα μισούμε, σαν να μην έχουν γίνει πολύ καλά(Γεν. 1,31), παροργίζομε το Θεό. Ο αγγελικός τέλος λογισμός είναι η απαθής θεωρία των πραγμάτων, δηλαδή η αληθινή γνώση, η οποία είναι εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο γκρεμούς και φυλάγει το νου και χωρίζει τον ορθό σκοπό από τις έξι παγίδες που τον περικυκλώνουν.
Θέλω να πώ, από τις παγίδες που είναι από πάνω, από κάτω, από δεξιά, από αριστερά, μέσα και έξω από τον ορθό σκοπό. Είναι η αληθινή γνώση που στέκεται σαν κάποιο κέντρο στο μέσο των παραπάνω έξι παγίδων, την οποία διδάσκουν οι επίγειοι άγγελοι σ' όσους νέκρωσαν τον εαυτό τους για τον κόσμο, ώστε να γίνει ο νους τους απαθής και να βλέπει τα πράγματα όπως πρέπει.
Και μήτε από πάνω να ξεπεράσει τον ορθό σκοπό με την έπαρση, νομίζοντας ότι τα εννοεί με τη δική του φρόνηση, μήτε πάλι από κάτω με την άγνοια, νομίζοντας ότι δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα· μήτε δεξιά με την αποστροφή και το μίσος των πραγμάτων, μήτε αριστερά με την παράλογη φιλία, δηλαδή την εμπαθή προσκόλληση• μήτε μέσα από τον ορθό σκοπό με την άγνοια γενικά και την οκνηρία, μήτε έξω απ' αυτόν με την πολυπραγμοσύνη και την παράλογη επιμέλεια, από επιπολαιότητα και πονηρία.
Αλλά να δέχεται τη γνώση με υπομονή και ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα, η οποία πηγάζει από τη βέβαιη πίστη, για να ανυψώνεται με την μερική γνώση στο θείο έρωτα, με τη συνειδητή, λόγω αδυναμίας, άγνοια ν' αποκτήσει ταπεινοφροσύνη, και με την επίμονη ελπίδα και πίστη να επιτύχει το σκοπό του πράγματος που ζητεί.
Και μήτε να μισεί καθόλου κανένα πράγμα ως κακό, μήτε πάλι να το αγαπά παράλογα, αλλά να κατανοεί τον άνθρωπο και να θαυμάζει πως ο νους είναι εικόνα του αόρατου Θεού, και είναι απεριόριστος, παρόλο που περιορίζεται από το σώμα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Και πως φτάνει μέχρι τα πέρατα του σχήματος, όπως ο Θεός που προνοεί για τον κόσμο.
Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει. Όταν όμως καταξιωθεί να βρεθεί μέσα στον άμορφο και ασχημάτιστο Θεό, τότε κι αυτός γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος.
Έπειτα να θαυμάζει, πώς μπορεί ο νους να διατηρεί κάθε έννοια, και δεν μπορούν τα τελευταία νοήματα να αλλοιώσουν τα προηγούμενα, ούτε τα πρώτα νοήματα να φέρουν κάποια βλάβη στα τελευταία, αλλά όλα η διάνοια τα κατέχει άγρυπνα σαν θησαυρό; Και όταν θέλει ο νους φανερώνει με τη γλώσσα εκείνα που λογίζεται, όχι μόνο τα πρόσφατα, αλλά κι εκείνα που έχει αποθησαυρίσει από πολύ καιρό.
Και πώς πάλι, ενώ εξέρχονται τα λόγια διαρκώς, ο νους παραμένει ίδιος και αμείωτος; Και πάλι, παρατηρώντας το σώμα, θαυμάζει πώς τα μάτια, τα αυτιά και η γλώσσα δέχονται απ' έξω τα ερεθίσματα κατά πώς θέλει η ψυχή; Τα μάτια μέσω του φωτός, τα αυτιά μέσω του αέρα, και καμιά από τις αισθήσεις δεν παρεμποδίζει την άλλη, ούτε μπορεί να κάνει τίποτε έξω από το σκοπό της ψυχής. Και πώς το άψυχο σώμα κατά διαταγή του Θεού ενώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή;
Η οποία δημιουργήθηκε από το Άγιο Πνεύμα, όπως λέει ο Δαμασκηνός, με το εμφύσημα(Γεν. 2,7), αν και μερικοί, επειδή έχουν άγνοια, νομίζουν ότι από την υπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα αδύνατο. Ο Χρυσόστομος λέει: «Για να μη νομίζει ο ανθρώπινος νους τον εαυτό του θεό, του έδωσε ο Θεός λησμοσύνη και άγνοια, για να αποκτήσει έτσι ταπείνωση».
Και πάλι: «Θέλησε ο Θεός να χωρίζει αυτή τη φυσική σύνθεση της ψυχής και του σώματος». Και όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, η ψυχή απέρχεται ή πάνω, δηλαδή στον ουρανό, ή, αλοίμονο, κάτω στον άδη, ενώ το γήινο σώμα επιστρέφει στη γη από την οποία έχει ληφθεί. Πάλι όμως, με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αυτά που χωρίστηκαν, στη δευτέρα παρουσία Του ενώνονται, για να αμοιφθεί καθένας μας σύμφωνα με τα έργα του.
Τι μεγάλο θαύμα! Ποιος θα σκεφτεί λίγο το μυστήριο αυτό και δε θα εκπλαγεί, που ο Θεός ανασταίνει πάλι τον άνθρωπο από τη γη ύστερα από τόσα κακά που έκανε καταφρονώντας τις εντολές Του, και που του χαρίζει την αθανασία, την οποία είχε αρχικά, μα καθώς δε φύλαξε την εντολή που τον φύλαγε από το θάνατο και τη φθορά, αλλά αυθαδίασε, τράβηξε πάνω του το θάνατο.
Θαυμάζοντας λοιπόν κανείς όλα αυτά σχετικά με τον άνθρωπο, που τα διδάσκεται από αγγελική επίδραση, καθώς και αλλά πολλά, κυριεύεται από έκπληξη. Και πάλι θεωρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητα του χρυσού και θαυμάζει πώς έγινε από τη γη για μας τέτοιος που οι ασθενείς να ξοδεύουν με την ελεημοσύνη τα χρήματα, κι εκείνοι που δε θέλησαν να ελεούν, να βοηθούνται δίνοντάς τα χωρίς να θέλουν, έπειτα από κάποιους πειρασμούς, για να σωθούν, αν βέβαια υποφέρουν μ' ευχαριστία όσα τους βρίσκουν, και έτσι να σώζονται και οι δύο.
Εκείνοι πάλι που προτιμούν την ακτημοσύνη, θα στεφανωθούν, γιατί μ' αυτό που κάνουν υπερβαίνουν τη φύση, όπως και εκείνοι που ζουν με παρθενία. Και καθώς ο χρυσός είναι φθαρτό και γήινο πράγμα, δεν πρέπει κανείς να τον προτιμά από την εντολή του Θεού· ως δημιούργημα του Θεού όμως και χρήσιμο για τη σωματική ζωή και τη σωτηρία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μίσος, αλλά με εγκράτεια και αγάπη.
Και γενικά ο φωτιζόμενος άνθρωπος ποθεί τον Ποιητή όταν θεωρεί απαθώς το κάλλος και τη χρησιμότητα κάθε πράγματος και όταν κατανοεί τα αισθητά όλα, τα άνω και τα κάτω δημιουργήματα, δηλαδή τον ουρανό, τον ήλιο, τη σελήνη, τα άστρα, τα σύννεφα, τους ανεμοστρόβιλους, τις βροχές, το χιόνι, το χαλάζι, που το νερό παγώνει παρά τον τόσο καύσωνα, έπειτα τις βροντές, τις αστραπές, τους ανέμους, τον αέρα και την εναλλαγή τους, τις εποχές, τα χρόνια, τις ημέρες, τις νύχτες, τις ώρες, τις στιγμές, τη γη, τη θάλασσα, τα αμέτρητα κτήνη, τα τετράποδα ζώα, τα θηρία και ερπετά, τα πολλά γένη των πουλιών, τις πηγές, τους ποταμούς, τα άπειρα γένη, ήμερα και άγρια, των φυτών και των βοτάνων.
Βλέπει σε όλα την τάξη, τη σταθερότητα, τα μεγέθη, τα κάλλη, το ρυθμό, τη συνάφεια, την αρμονία, τη χρησιμότητα, την ομόνοια, την ποικιλία, την τέρψη, τη στάση, την κίνηση, τα χρώματα, τα σχήματα, τα είδη, την επιστροφή πάλι σ' αυτά και την παραμονή τους μέσα στα φθαρτά, και γενικά φέρνοντας στο νου του όλα τα αισθητά κτίσματα, εκπλήσσεται. Και θαυμάζει το Δημιουργό, πώς από την ανυπαρξία με μόνη τη διαταγή Του, δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία (γη, αέρα, φωτιά, νερό), και πώς ενώ είναι αντίθετα μεταξύ τους, δεν αλληλοκαταστρέφονται, και πώς από τα τέσσερα στοιχεία έκανε τα πάντα για μας.
Αν και αυτά είναι μικρά σε σύγκριση με τη συγκατάβαση του Χριστού, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, και με τα μέλλοντα αγαθά. Θαυμάζει επίσης, κατανοώντας με τις τέχνες την αγαθότητα και τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού που είναι κρυμμένες μέσα στα κτίσματα, όπως είπε ο ίδιος στον Ιώβ(Ιώβ 12, 13), κι έπειτα στα λόγια και στα γράμματα, πώς δηλαδή με το ασήμαντο αυτό και άψυχο μελάνι, τόσο πολλά και μεγάλα μυστήρια μας φανέρωσε με τις άγιες Γραφές. και το πιο θαυμαστό είναι ότι οι άγιοι Προφήτες και Απόστολοι με πολύ κόπο και αγάπη στο Θεό πέτυχαν τα τόσα αγαθά, ενώ εμείς τα μαθαίνομε με μόνη την ανάγνωση. Γιατί οι Γραφές, σαν να έχουν λογικό, μας μιλούν για πολύ παράδοξα πράγματα.
Γνωρίζοντας αυτά ο φωτιζόμενος, πιστεύει ότι στην κτίση δεν είναι κανένα περιττό, ούτε κακό, αλλά εκείνα που γίνονται παρά το θείο θέλημα, ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τα μεταβάλλει σε αγαθά. Όπως για παράδειγμα, η πτώση του διαβόλου δεν ήταν θέλημα του Θεού, αλλά να που καταλήγει προς ωφέλεια όσων σώζονται. Γιατί παραχωρεί σ' αυτόν ο Θεός να πειράζει εκείνους που έχουν καλή προαίρεση, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, για να εμπαίζεται από τους ισάγγελους ανθρώπους, και να νικιέται με τη βοήθεια του Θεού, όχι μόνο από τους άνδρες, αλλά και από πάρα πολλές γυναίκες, με την υπομονή και την πίστη στον Αγωνοθέτη, από τον Οποίο παίρνουν τα στεφάνια της αφθαρσίας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία Του. Επειδή Αυτός είναι εκείνος που νίκησε και νικά το αναίσχυντο φίδι, τον ανθρωποκτόνο διάβολο.
Εκείνος λοιπόν που πήρε από το Θεό χάρισμα πνευματικής γνώσεως, γνωρίζει ότι όλα είναι πολύ καλά(Γεν. 1,31), ενώ εκείνος που βρίσκεται στην αρχή της θεογνωσίας, έχει χρέος να γνωρίζει με ταπείνωση ότι αγνοεί, και να λέει για κάθε τι "δεν γνωρίζω", όπως συμβουλεύει ο Χρυσόστομος. Γιατί λέει: «Αν κάποιος πει για το ύψος του ουρανού ότι είναι τόσο, κι εγώ απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, πάντως εγώ είπα την αλήθεια· και εκείνος πλανάται νομίζοντας ότι γνωρίζει, ή δε γνωρίζει όπως πρέπει, σύμφωνα με τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 8,2)».
Γι' αυτό οφείλομε με βέβαιη πίστη και με ερώτηση των εμπείρων να δεχόμαστε τα δόγματα της Εκκλησίας και τις ερμηνείες των διδασκάλων, τόσο για τις θείες Γραφές, όσο και για τα αισθητά και νοητά κτίσματα, για να μην ακολουθούμε τη δική μας τάχα σοφία και πέφτομε γρήγορα, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος.
Σε όλα οφείλομε να βρίσκομε την άγνοιά μας, ώστε ζητώντας κανείς και απιστώντας στα δικά του νοήματα, να ποθεί να μάθει· και αφού βρεθεί σε απορία με πολλή γνώση, να διαπιστώσει τη δική του άγνοια με τη σοφία του Θεού. Όπως λέει ο Θεολόγος, ο νοερός νους δέχεται νοερή αίσθηση, όταν αποκαθαίρει τον εαυτό του για το Θεό. Αλλ' όμως οφείλομε να έχομε τη γνώση με περισσότερο φόβο, μήπως βρεθεί κανένα πονηρό δόγμα κρυμμένο μέσα στην ψυχή, ικανό να την κολάσει και χωρίς άλλη αμαρτία, λέει ο Μέγας Βασίλειος.
Γι' αυτό δεν πρέπει κανείς από επιπολαιότητα ή κενόδοξη προθυμία να τρέχει πρόωρα στη θεωρία αυτή, αλλά με τάξη ας εργάζεται τις εντολές του Χριστού και τις θεωρίες που προείπαμε, χωρίς μετεωρισμούς. Και αφού ξεπλύνει την ψυχή του με την υπομονή και τα πολλά δάκρυα του φόβου και του πένθους, και φτάσει να βλέπει κατά φύση τα πράγματα, και αποκτήσει την έξη όλων αυτών, τότε έρχεται ο νους αυτόματα στη θεωρία αυτή, οδηγούμενος νοερά από τους Αγγέλους.
Αν τώρα κανένας βρεθεί πιο τολμηρός και θέλει πριν από τα πρώτα να μπει στα δεύτερα, ας γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό του να ευαρεστήσει το Θεό, αλλά και πολλούς πολέμους θα σηκώσει εναντίον του, και μάλιστα από τη θεωρία γύρω από τον άνθρωπο, όπως έχομε μάθει για τον Αδάμ.
Γιατί δε συμφέρει διόλου σ' αυτούς που είναι ακόμη εμπαθείς, να κάνουν τα έργα των απαθών, η να εννοούν τα νοήματά τους, όπως στα νήπια δεν αρμόζει η στέρεη τροφή, και ας είναι πολύ ωφέλιμη στους τελείους(Εβρ. 5,14). Ο εμπαθής οφείλει με διάκριση να τα ποθεί και να απέχει, ως ανάξιος, από αυτά· και μήτε από απελπισία και οκνηρία να αποστρέφεται τη χάρη όταν έρθει, μήτε πάλι από αυθάδεια να ζητά κάτι πρόωρα. Γιατί αν ζητούμε πριν τον καιρό τους εκείνα που είναι άλλου καιρού, δε θα μπορούμε να τα βρούμε ούτε στον καιρό τους, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος• αλλά θα πλανηθούμε και ίσως δε βρούμε διόρθωση ούτε από κάποιο άνθρωπο, ούτε από κάποια Γραφή.
Αν κανείς έχει θεάρεστο σκοπό και με ταπείνωση και υπομονή στους πειρασμούς που του έρχονται ζητήσει κάτι από απορία και πλανηθεί ίσως σ' αυτό, ο Θεός έχει να του υποδείξει τη λύση. Και έτσι με πολλή ντροπή και χαρά γυρίζει πίσω ζητώντας την οδό των Πατέρων, γιατί εκείνο που γίνεται κατά Θεόν, και όχι για άλλο σκοπό, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, λογαριάζεται για αγαθό από τη χάρη, ακόμη και αν απέχει πάρα πολύ από το να είναι καλό.
Αν όμως δεν ενεργεί έτσι, ούτε έχει υπομονή και πολλή ταπείνωση, θα πάθει εκείνα που έπαθαν πολλοί και χάθηκαν με την ανοησία τους, γιατί πίστεψαν στα νοήματά τους και νόμισαν ότι μπορούν να βαδίσουν σωστά χωρίς οδηγό ή χωρίς την πείρα που προξενεί η υπομονή και η ταπείνωση. Γιατί η πείρα αυτή δεν έχει θλίψη, ούτε πειρασμό, ίσως ούτε και πόλεμο. Και αν παραχωρηθεί να πολεμηθεί λίγο, ο πειρασμός αυτός προξενεί μεγάλη χαρά και ωφέλεια στον έμπειρο, γιατί του παραχωρείται από το Θεό για να αποκτήσει πείρα και ανδρεία κατά των εχθρών.
Σημάδια του πειρασμού αυτού είναι τα δάκρυα και η συντριβή της ψυχής ενώπιον του Θεού, η καταφυγή στην ησυχία και στο Θεό με υπομονή, η έρευνα με κόπο και πόνο των Γραφών και η από πίστη επιδίωξη του σκοπού του Θεού. Ενώ του άλλου πειρασμού σημάδι είναι η αμφιβολία για τη βοήθεια του Θεού, η ντροπή να ερωτά κανείς με ταπείνωση, η αποφυγή της ησυχίας και της αναγνώσεως και η αγάπη των συνομιλιών και του περισπασμού, με την ιδέα ότι με αυτά θα βρει ανάπαυση, πράγμα που δεν ισχύει.
Αλλά μάλλον σ' αυτό τον καιρό ριζώνουν τα πάθη και γίνονται πιο δυνατοί οι πειρασμοί και πολλαπλασιάζεται η μικροψυχία, η αχαριστία και η ακηδία, από τη μεγάλη άγνοια. Γιατί άλλοι είναι οι πειρασμοί των υιών για παιδαγώγηση και για μάθηση κάποιου μαθήματος, και άλλοι οι πειρασμοί των εχθρών για την απώλειά τους. Πολύ περισσότερο όταν εξαπατάται κανείς από την υπερηφάνεια, γιατί ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του(Παροιμ. 3,34· Ιακ. 4,6).
Κάθε θλίψη που έχει υπομονή, είναι καλή και ωφέλιμη. Εκείνη που δεν έχει υπομονή, είναι αποστροφή του Θεού και ανώφελη. Αν δεν γιατρέψει κανείς τον εαυτό του με την ταπεινοφροσύνη, δεν έχει άλλο φάρμακο· γιατί ο ταπεινός, όταν του έρθει θλίψη, μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτό του και όχι άλλον.
Και απ' αυτό, κάνει υπομονή και ζητά από το Θεό τη λύση· και όταν έρθει η λύση, χαίρεται και υπομένει ευχαριστώντας και αποκτά πείρα απ' αυτά και έτσι δέχεται γνώση. Και γνωρίζοντας την αδυναμία και την άγνοιά του, ζητεί με πόνο το γιατρό. Και ζητώντας, βρίσκει τη θεραπεία, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός(Ματθ.7,8).
Και αφού βρει τη θεραπεία, ποθεί· και ποθώντας, ποθεί περισσότερο• και καθαρίζοντας τον εαυτό του κατά το δυνατόν, αγωνίζεται να ετοιμάσει τόπο στον ποθούμενο. Και Εκείνος αφού βρεί τόπο, κατοικεί εκεί, όπως λέει το Γεροντικό. Και αφού κατοικήσει, φυλάει το σπίτι Του και αρχίζει να το λαμπρύνει. Και καθώς λαμπρύνεται ο άνθρωπος, γνωρίζει• και γνωρίζοντας, γνωρίζεται, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Αυτά λοιπόν και όσα προείπαμε και την τάξη οφείλει να φυλάει ο καθένας. Και όσα μπορεί να φτάσει, πρέπει να τα εργάζεται.
Για όσα όμως δεν μπορεί να φτάσει, πρέπει σιωπηλά να ευχαριστήσει, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και να μη νομίζει ότι θα μπει σ' αυτά με αναίδεια. Γιατί λέει ο ίδιος, παίρνοντας τα λόγια από τον Σειράχ: «Όταν βρεις μέλι, φάγε μετρημένα, μήπως κορεσθείς και κάνεις εμετό»(Παροιμ. 25,16).
Και όπως λέει ο Θεολόγος, η αχαλίνωτη θεωρία ίσως ωθήσει και στον γκρεμό. Αυτό είναι το να ζητά κανείς τα υπέρμετρα και να μη θέλει να πεί ότι "ο Θεός τα γνωρίζει αυτά, μα εγώ ποιος είμαι;". Πρέπει επίσης να πιστεύει ότι Εκείνος που έκανε τα βουνά και τα μεγάλα κήτη, Αυτός έκανε κοίλο και το κεντρί της μέλισσας, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.
Εκείνος λοιπόν που από τη σύνεση έφτασε στην ισχύ, γνωρίζει από τα αισθητά τα νοητά, και από τα ορατά και πρόσκαιρα, τα αόρατα και αιώνια. Και εννοεί με τη χάρη όσα αφορούν στις άνω δυνάμεις. Αν δηλαδή όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένας δίκαιος (όπως λέει ο Χρυσόστομος: «Σκέψου, παρακαλώ, τα τόσα έθνη και τις φυλές: ο δίκαιος είναι ανώτερος απ' όλα»), ο άγγελος πάντως είναι ανώτερος από τον άνθρωπο, και αρκεί η θεωρία ενός αγγέλου για να προκαλέσει κάθε έκπληξη. Αρκεί να θυμηθούμε τι έπαθε ο ισάγγελος Δανιήλ όταν είδε τον άγγελο(Δαν. 10,8).
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 119-125)


Η έβδομη γνώση

Εκείνος που αξιώθηκε την έβδομη γνώση, θαυμάζει το πλήθος των ασωμάτων δυνάμεων: τις Εξουσίες, τους Θρόνους, τις Κυριότητες, τα Σεραφίμ και Χερουβίμ, τα εννέα τάγματα που αναφέρονται σε όλες τις θείες Γραφές, και που τη φύση, την ισχύ και τις λοιπές αγαθές ιδιότητές τους τις γνωρίζει ο Θεός και ποιητής τους. Θαυμάζει και πώς στέκονται κατά την τάξη τους. Αλλά και άλλα αξιώματα έχουν οι ουράνιες στρατιές.
Λέει σχετικά ο Χρυσόστομος ότι το όνομα "Κύριος Σαββαώθ"(Ησ. 6,3) ερμηνεύεται "Κύριος των στρατιών των δυνάμεων". Και πως αυτές οι στρατιές μεταδίδουν το φωτισμό μεταξύ τους. Οι Άγγελοι, λένε, φωτίζουν τους ανθρώπους και φωτίζονται από τους Αρχαγγέλους, και οι Αρχάγγελοι από τις Αρχές. και έτσι κάθε τάγμα δέχεται από άλλο τάγμα το φωτισμό και τη γνώση. Θαυμάζει πάλι πώς το ανθρώπινο γένος είναι το ένα πρόβατο, λένε, που χάθηκε εξαιτίας του και όχι εξαιτίας του Θεού, ενώ των Αγγέλων τα τάγματα είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα(Ματθ. 18,12).
Και κατανοώντας τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού, θαυμάζει, πώς έκανε τόσα πλήθη, με μόνη τη διαταγή Του; Και πρώτα, όπως λέει ο Θεολόγος, φέρνει στο νου του τις αγγελικές δυνάμεις. Και αφού περάσει νοερά μέσα από το καταπέτασμα, γίνεται άυλος, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ.
Γιατί ο έξω ναός είναι τύπος αυτού του κόσμου, το καταπέτασμα είναι τύπος του στερεώματος του ουρανού, ενώ τα άγια των αγίων είναι τύπος των υπερκοσμίων, όπου οι ασώματοι και άυλοι υμνούν ακατάπαυστα το Θεό και τον παρακαλούν για μας, κατά τον Μέγα Αθανάσιο.
Και έτσι ο άνθρωπος αυτός φτάνει στην ειρήνη των λογισμών και γίνεται υιός του Θεού κατά χάρη, και γνωρίζει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θειες Γραφές, όπως λέει ο Δαμασκηνός: «Σχίστηκε το άγιο καταπέτασμα του ναού κατά τη σταύρωση του Δημιουργού(Ματθ. 27,51) για να φανερώσει στους πιστούς την αλήθεια που ήταν κρυμμένη στο γράμμα. Γι' αυτό οι πιστοί αναφωνούν: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ των πατέρων μας». Και όπως λέει ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός: «Ο πρώτος άνθρωπος αφού έφαγε από τον καρπό του ξύλου, έγινε φθαρτός(Γέν. 3, 17-19). Γιατί αφού καταδικάστηκε σε ατιμότατο θάνατο, μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος τον θάνατο σαν μολυσματική ασθένεια.
Αλλά τώρα που εμείς οι θνητοί βρήκαμε ανάκληση της καταδικαστικής αποφάσεως με το ξύλο του σταυρού, κράζομε: Υπερύμνητε κλπ.».
----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 125-126).

Η όγδοη γνώση
 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Από αυτή την όγδοη γνώση ο άνθρωπος ανυψώνεται στη θεωρία του Θεού με τη δεύτερη, την καθαρή προσευχή, δηλαδή αυτή που αρμόζει στον θεωρητικό. Ώστε μέσα σ' αυτή την ορμητική κίνηση της προσευχής αρπάζεται ο νους από τον θείο πόθο και δεν γνωρίζει πλέον τίποτε απ' αυτόν τον κόσμο, όπως λένε οι άγιοι Μάξιμος και Δαμασκηνός.
Και δε λησμονεί ο νους μόνο όλα τ' άλλα, αλλά και τον εαυτό του. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Νείλος, όσο ακόμη ο νους καταλαβαίνει τον εαυτό του, δεν είναι στο Θεό μόνο, αλλά και στον εαυτό του. Τότε λοιπόν, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, δέχεται φανερώσεις περί του Θεού και γίνεται θεολόγος, γιατί αξιώθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Ακούγοντας τώρα περί Θεού, να μη νομίσει κανείς από άγνοια ότι ο Θεός είναι εκείνα που θεωρούμε περί Αυτού, δηλαδή αγαθότητα, χρηστότητα, δικαιοσύνη, αγιασμός, φως, πυρ, ουσία, φύση, δύναμη, σοφία και τα όμοια, λέει ο Μέγας Διονύσιος· αλλά ούτε και όσα ο νους μπορεί να περιλάβει. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο και δεν θεολογείται όπως πράγματι είναι, αλλά με βάση όσα θεωρούνται γύρω απ' αυτό, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, παίρνοντας τη μαρτυρία από τον άγιο Ιερόθεο.
Πιο σωστό μάλλον είναι να πούμε ότι θεολογείται από το ακατάληπτο, το ανεξιχνίαστο, το ανερμήνευτο και όσα δεν μπορούν να το ορίσουν. Γιατί ο Θεός είναι πάνω από κάθε νου και έννοια και γνωστός μόνο στον εαυτό Του, Θεός ένας, τρισυπόστατος, άναρχος, ατελεύτητος, υπεράγαθος, υπερύμνητος. Και εκείνα που λέγονται περί Αυτού από την θεία Γραφή, από έλλειψη γνώσεως λέγονται, για να μάθομε ότι υπάρχει Θεός, και όχι τι είναι Αυτός, επειδή είναι ακατάληπτος σε κάθε λογική και νοερή φύση.
Ομοίως πρέπει να θαυμάζομε και τη σάρκωση του Υιού του Θεού και την υποστατική ένωση, όπως λέει ο άγιος Κύριλλος, και πως η θεότητά Του ενώθηκε με τη σάρκα που πήρε από μας, κατά το Μέγα Βασίλειο. Επειδή όπως ενώνεται ο σίδηρος με τη φωτιά όταν πυρακτωθεί, έτσι είναι η ένωση αυτή, για να γνωρίσομε τον ένα Χριστό με δύο φύσεις, όπως είπε ο Δαμασκηνός προς την Θεοτόκο: «Με μία υπόσταση και δύο φύσεις γέννησες Πανάμωμε, τον σαρκωμένο Θεό, στον Οποίο όλοι ψάλλομε: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ μας». Και πάλι: «Ο Απεριόριστος, παραμένοντας αμετάβλητος, ενώθηκε υποστατικά με τη σάρκα μέσα στη μήτρα σου, Παναγία, επειδή είναι εύσπλαχνος, ο μόνος ευλογημένος».
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 126-127).

Δεν υπάρχει ασυμφωνία στις θείες Γραφές

Γενικά, όποιος φωτίστηκε κάπως, όταν κατανοεί κάποια ανάγνωση ή ψαλμωδία, βρίσκει πάντοτε αφορμή για θεωρία και θεολογία, και ότι κάθε Γραφή επιβεβαιώνεται από άλλη Γραφή. Εκείνος όμως που έχει ακόμη αφώτιστο νου, νομίζει ότι οι Γραφές παρουσιάζουν διαφωνίες. Αυτό όμως δεν οφείλεται στις θείες Γραφές, μη γένοιτο.
Γιατί άλλες από τις Γραφές επιβεβαιώνονται από άλλες, ενώ άλλες εξαρτώνται από τον καιρό που γράφτηκαν ή τα πρόσωπα, και γι' αυτό κάθε λέξη της Γραφής είναι άμεμπτη. Ό,τι είναι έξω από αυτές τις περιπτώσεις, οφείλεται στην άγνοιά μας, και δεν πρέπει να κατηγορεί κανείς τις Γραφές, αλλά με όλη του τη δύναμη να τις τηρεί όπως είναι, και όχι βέβαια έτσι που θέλει αυτός.
Αυτό έκαναν οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι, οι όποιοι δεν καταδέχονταν να πούνε, «δεν γνωρίζω τι είναι», αλλά από υπερηφάνεια και αυταρέσκεια έψεγαν τις Γραφές και τη φύση των πραγμάτων και τις εννόησαν όπως ήθελαν και όχι κατά το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό πλανήθηκαν και ξέπεσαν σε κάθε κακία. Γιατί όποιος ζητεί να μάθει που σκοπεύει η Γραφή, δε θα υψώσει ποτέ δικό του νόημα, καλό ή κακό. Αλλά, όπως είπαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Χρυσόστομος, έχει για δάσκαλό του τη θεία Γραφή και όχι τα μαθήματα του κόσμου. Έτσι θα δέχεται ό,τι βάλει ο Θεός στην καθαρή καρδιά, χωρίς σκέψη, αν υπάρχει και η σύμφωνη μαρτυρία των θείων Γραφών, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος.
Γιατί οι έννοιες που έρχονται αυτόματα στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν, χωρίς σκέψη, είναι δεκτές, λέει ο άγιος Ισαάκ. Να ερευνά όμως κανείς και να σκέφτεται, είναι δικό του θέλημα και επιστήμη σωματική. Και μάλιστα αν βιάζει σαν κλέφτης τη Γραφή, για κάποια αλληγορία, λέει ο Χρυσόστομος, και δεν έρχεται από τη θύρα της ταπεινοφροσύνης, αλλά ανεβαίνει από αλλού(Ιω. 10,1). Δεν υπάρχει στη γη πιο ανόητος από εκείνον που βιάζει το σκοπό της Γραφής ή την κατηγορεί για να στηρίξει τη δική του γνώση, ή μάλλον αγνωσία. Και ποιά επιστήμη είναι αυτή, να μεταβάλλει κανείς το σκοπό της Γραφής όπως θέλει και να τολμά να παραλλάζει τις λέξεις;
Επιστήμων είναι εκείνος που βλέπει απαρασάλευτες τις φράσεις και με τη σοφία του Πνεύματος κατορθώνει να βρει τα κρυμμένα μυστήρια, που μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές.
Τέτοιοι προπαντός είναι οι τρεις μεγάλοι φωστήρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος. Αυτοί βρίσκουν τη μαρτυρία ή από το ίδιο το ρητό, ή από άλλο ρητό της Γραφής. Έτσι, όποιος αντιλέγει, δεν έχει τι να πει. Γιατί δε φέρνουν μαρτυρία έξω από τη Γραφή, για να πει κανείς ότι είναι δικό τους νόημα, αλλά από το ίδιο το ρητό που έχουν υπόψη, ή από άλλη Γραφή, που μιλάει για το ίδιο ζήτημα. Και εύλογα. Επειδή είναι άξιοι, έχουν λάβει από το Άγιο Πνεύμα τη νόηση και το λόγο.
Κάθε πράγμα λοιπόν που δεν έχει μαρτυρία ότι είναι καλό, αλλά υπάρχει γι' αυτό δισταγμός, δεν πρέπει κανείς να το κάνει, ούτε να συγκαταβαίνει με το λογισμό. Γιατί ποιά ανάγκη υπάρχει να αφήνει κανείς πράγμα φανερό που έχει μαρτυρία ότι είναι καλό και θεάρεστο, και να κάνει άλλο που δεν είναι σίγουρος αν είναι καλό ή όχι; Εκτός αν ενεργεί εμπαθώς. Αυτά γι' αυτό το θέμα.


Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
 Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 127-128

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |