Σκληροί μοναχικοί αγώνες
Ιδού ήλθε ο καιρός πού τόσα χρόνια επιθυμούσε να έλθη ο π. Ιωσήφ. Ηλθε ο καιρός δια Αγώνες πνευματικούς. Οπλισμένοι και οι δυό τους με την ευχή του κοιμηθέντος εν οσιότητι Γέροντα τους, είναι από τώρα ελεύθεροι να καταστρώσουν το ασκητικό τους πρόγραμμα. Είναι ελεύθεροι και αιχμάλωτοι εν Χριστώ να αρχίσουν την πάλη με τον πολυμήχανο εχθρό της σωτηρίας μας.
Εξήλθον του κελίου τους αναζητώντας «ως διψώσαι έλαφοι», «ύδωρ εις ζωήν αίτιον», ήκουσαν ότι στην σπηλιά του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου ασκείται ένας διορατικός και προορατικός ησυχαστής, ονόματι Δανιήλ ιερομόναχος. Ζη εκεί με τον υποτακτικό του, μοναχό Αντώνιο. Είναι προικισμένος με το χάρισμα των δακρύων από το οποίον πηγάζουν πολλά άλλα χαρίσματα. Και πράγματι το άγιο αυτό Γεροντάκι ήτο προικισμένο με το διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές χαιρετούσε άγνωστα πρόσωπα αποκαλώντας τους με τ' όνομα τους. Ακόμη τους προέλεγε τι πράγματα θα τους συμβούν στο μέλλον. Διέκρινε τους απόκρυφους λογισμούς τους και απαντούσε σε απορίες πριν να του υποβληθούν. Αυτός επιτελούσε καθημερινά τα μεσάνυκτα την Θεία Λειτουργία και δεν δεχόταν άλλους στην ώρα της Θείας Λειτουργίας. Πολλοί άλλοι ασκητές τον θεωρούσαν πλανεμένο, διότι προσευχόταν μόνος του στην Εκκλησία με ψάλτη τον υποτακτικό του. Άλλος ήτο ο λόγος της μονώσεώς του στην Εκκλησία. Ποταμοί δακρύων τον περιέλουαν κατά την διάρκεια της Λειτουργίας. Δεν τελείωνε την Λειτουργία, εάν δεν αισθάνετο έντονα την επίσκεψι της Θείας Χάριτος.
Ο π. Αρσένιος μου είχε πει ότι κατ' εξαίρεσι αυτούς τους δεχόταν στην Λειτουργία. Στο τέλος, πριν ο Θεοφόρος αυτός Λειτουργός κατευθύνθη δρομαίως στο κελί του, τον καθυστερούσαν λίγο στον διάδρομο οι δύο νεαροί Ασκητές για να τον συμβουλευθούν θέματα και απορίες πού είχαν στον αγώνα τους. Η πρώτη του κουβέντα πού συνήθιζε να τους λέγη ήτο αυτή: «Το λυχνάρι, λέγει η Αγία Συγκλητική, φωτίζει, αλλά στα χείλη του καίει».
Αυτός ο π. Δανιήλ είχε περιορίσει το φαγητό του σε ένα είδος για όλο τον χρόνο. Έτρωγε μόνο φασόλια και μόνο μια φορά την ημέρα. Ο π. Αρσένιος ρώτησε τον υποτακτικό του, γιατί ο Γέροντας του τρώγει μόνο φασόλια κάθε μέρα κι εκείνος τους είπε ότι το Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας τους δίνει ένα τσουβάλι φασόλια τον χρόνο ως ευλογία και απ' αυτά συντηρούνται αποφεύγοντας πολλές βιοτικές ενασχολήσεις για να μη παρακωλύεται το έργο της προσευχής τους.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ακούοντας αυτό πήγε στην Λαύρα και πρότεινε στους Επιτρόπους να διακόψουν την αποστολή ξηρών φασολιών, διότι ο π. Δανιήλ ήδη αρρώστησε από κοίλη εξ αίτιας αυτής της σκληρής του δίαιτας. Έκτοτε οι Πατέρες του έστελναν και άλλα αγαθά.
«Απ' αυτόν τον ησυχαστή π. Δανιήλ και τον π. Καλλίνικο των Κατουνακίων, μου έλεγε ο π. Αρσένιος, παραλάβαμε το τυπικό να αγρυπνούμε προσευχόμενοι όλη την νύκτα και να τρώμε φαγητό αλάδωτο μια φορά την ημέρα. Μόνο Σάββατο και Κυριακή βάζαμε λίγες σταγόνες λάδι».
Όταν ρώτησα τον π. Αρσένιο να μου είπη πόσο φαγητό έτρωγαν αυτοί την ημέρα μου είπε δείχνοντας με την χούφτα του, ότι ο Γέρο Δανιήλ της σπηλιάς του οσίου Πέτρου τους είχε δώσει μέτρο φαγητού για μια μέρα, όσο χωράει η χούφτα ενός ανθρώπου. «Κι εμείς, έλεγε ο γέρο Αρσένιος, βάζαμε μια χούφτα παξιμάδι και αν βρίσκαμε και μερικά αγριόχορτα στο δάσος τα βράζαμε και τα τρώγαμε με το παξιμάδι».
-Γέροντα πού βρίσκατε τότε το παξιμάδι;
-Στα κοινόβια Μοναστήρια όσα ψωμιά κομμάτια περίσσευαν από την τράπεζα των μοναχών ο φούρναρης τα έψηνε πάλι στον φούρνο, δηλαδή τα έκανε παξιμάδι κι αυτά τα μοίραζαν στους Ασκητές του Όρους.
-Και ήτο καλό αυτό το παξιμάδι, Γέροντα;
-Καλό κακό, ότι μας έδιναν παίρναμε. Μερικές φορές από την πολυκαιρία έπιανε και σκουλήκια. Το μαλακώναμε, πετούσαμε τα σκουλήκια και το τρώγαμε!
«Κάποια φορά, μου διηγήθηκε ο π. Αρσένιος, μ' έστειλε ο Γέροντας μου, π. Ιωσήφ σε κάποιο Μοναστήρι να ζητήσω παξιμάδι. Ο φούρναρης μου έδωσε ένα ολόκληρο τσουβάλι. Του είπα είναι πολύ δεν μπορώ να ανεβάσω ένα ολόκληρο τσουβάλι στην σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Εκείνος επέμενε. Τελικά υπεχώρησα και το πήρα. Αλλά μαζί με τον ντορβά και άλλα μικροπράγματα, φορτίο υπεράνω των δυνάμεων μου, με πολλούς κόπους και ίδρωτες τα μετέφερα στην Σκήτη μας πεζοπορώντας. Φθάνοντας στο κελί ανοίξαμε το τσουβάλι και τι να δούμε! Ητο όλο γεμάτο σκουλήκια. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και είπα στον Γέροντα:
-Ο ευλογημένος, φούρναρης δεν το έδινε καλλίτερα στα μουλάρια! Γιατί μ' πίεσε να το μεταφέρω τόσο ποδαρόδρομο εδώ στην έρημο, πού ούτε μουλάρια έχουμε;
Ο π. Ιωσήφ με καθησύχασε λέγοντας μου ότι δεν θα το πετάξουμε. Αυτό μας έστειλε ο Θεός, αυτό θα φάμε. Αν είμασταν άξιοι θα μας έδινε και καλλίτερο. -Και τι θα κάνουμε, Γέροντα, με τα σκουλήκια; Ο Γέροντας σκέφθηκε αρκετά και βρήκε την λύσι του προβλήματος:
-Άκουσε, θα κάνουμε την μονοφαγία μας αργά το βράδυ και έτσι δεν θα βλέπουμε ότι τρώμε και σκουλήκια με το παξιμάδι.
Ο π. Αρσένιος, τέλειος υποτακτικός σε όλα, όπως του υποσχέθηκε στον Γέροντα του, ούτε διανοήθηκε να φέρη κάποια αντίρρησι. Ο λόγος του Γέροντα του ήτο και λόγος και συμβόλαιο δικό του. Δεν είχε την παραμικρή αντίρρησι ή αμφιβολία ότι αυτό πού του είπε ο π. Ιωσήφ ήτο λανθασμένο ή αδιάκριτο ή αψυχολόγητο, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα.
-Και πως το φάγατε, Γέροντα, δεν πάθατε τίποτε, δεν αρρωστήσατε;
-Για να είμαι ειλικρινής, μου είπε ο γέρο Αρσένιος, στην αρχή δυσκολεύθηκα, πού σκεπτόμουν ότι τώρα τρώω σκουλήκια, Αλλά αφού το είπε ο Γέροντας! αλλά μετά ο Θεός, βλέποντας την προαίρεσι μας, το έκανε τόσο νόστιμο πού νομίζαμε ότι τρώγαμε γλύκισμα και όχι χαλασμένο παξιμάδι.
Λοιπόν, έφαγαν ένα τσουβάλι παξιμάδι σκουληκιασμένο, χωρίς να πάθουν φυσικά τίποτε. Αυτά είναι τα θαυματουργήματα της θείας Χάριτος, πού είναι καρπός της απόλυτης εμπιστοσύνης στην Πρόνοια του Θεού!
Μια άλλη φορά, μου έλεγε ο παππούς Αρσένιος, για να με άσκηση ο Γέροντας μου στην ασιτία, όταν ήλθε το βράδυ κάποιας μέρας, μου είπε:
-Αϊντε π. Αρσένιε πάμε να παξιμαδίσουμε. Λέγε την ευχή προ του φαγητού: «Φάγονται πένητες. . . «. Εγώ είπα την ευχή, αλλά πριν αρχίσω να τρώγω μου είπε πάλι ο Γέροντας:
-Πάτερ Αρσένιε, ας υποθέσουμε ότι φάγαμε. Λοιπόν, λέγε τώρα την ευχή της ευχαριστίας». Εγώ αν και πεινούσα, όμως χάριν της υπακοής, σηκώθηκα και είπα την προσευχή της ευχαριστίας: «Ευχάριστου μεν σοι, Χριστέ. . . .» Ναι, αλλά το ίδιο επαναλήφθηκε άλλες τρεις- τέσσερεις βραδυές. Την τετάρτη ημέρα εξαντλήθηκα. Να σημειώσω και το ότι όλη την ημέρα έκανα εργόχειρο και την νύκτα αγρυπνία τελείως νηστικός. Τότε είπα στον Γέροντα ότι δεν αντέχω άλλο την ασιτία τι να κάνω;
-Ε, απόψε ας φάμε, μου απάντησε ο Γέροντας.
Τόση ευλάβεια και υπακοή είχε ο μακαριστός π. Αρσένιος στον Γέροντα του, ώστε κάτω από το προσκέφαλο του, μετά την κοίμησι του Γέροντα του, είχε την φωτογραφία του. Όποιος τον ρωτούσε ποιος είναι αυτός στην φωτογραφία, του έλεγε: «Μ' αυτόν τον Γέροντα ζήσαμε μαζί σαράντα χρόνια. Περπατούσαμε παντού ξυπόλυτοι είτε ήτο καλοκαίρι είτε χειμώνας».
Από ελάχιστες μαρτυρίες υπάρχει παράδοσις ότι στο Αγιον Όρος ζουν επτά ή δώδεκα ασκητές, οι οποίοι σπάνια εμφανίζονται. Κατοικούν σε άβατους και ερημικούς τόπους και ότι μερικοί άνθρωποι τους έχουν δει.
Μια νύκτα στην σκήτη του Αγίου Βασιλείου κτύπησαν έκτακτα οι καμπάνες του Κυριακού. Όχι για να προσημάνουν κάποια γιορτή ή την άφιξη κάποιου επισήμου προσώπου, αλλά για κάτι το απροσδόκητο. Το προηγούμενο βράδυ το χιόνι είχε φθάσει στο μισό περίπου μέτρο. Από την Αγία Άννα, οπού ευρίσκοντο οι δύο ασκητές μας έπρεπε να επιστρέψουν στο κελί τους, στην Σκήτη τους, αλλά πως να ξεκινήσουν; Το χιόνι έπεφτε συνεχώς κι αυτοί ξυπόλυτοι, Αλλ' όμως έπρεπε να επιστρέψουν. Η άποφασις πάρθηκε από τους δυό τους αστραπιαία αφήνοντας την ζωή τους στα χέρια του Θεού και της Αειπαρθένου Μαρίας και Ηγουμένης του Όρους. Με το νύκτωμα έφθασαν στην Σκήτη τους περπατώντας ξυπόλυτοι μέσα στα χιόνια. Κάποιος από τους μοναχούς είδε αχνάρια από γυμνά πόδια ανθρώπων. Ειδοποίησε και τους άλλους. Κτύπησαν την καμπάνα να συγκεντρωθούν οι πατέρες για να ψάξουν να βρουν τους αθέατους γυμνούς ασκητές του Άθω. Ακολουθώντας τα αχνάρια ήλθαν στα κελιά των νεαρών ασκητών. Τους κτύπησαν την πόρτα.
-Ποίοι είναι οι γυμνοί ασκητές;
-Ποίοι ασκητές;
-Μη τους κρύβετε, πατέρες. Να Απ' δω πέρασαν. Δεν βλέπετε έξω τα αχνάρια από τα γυμνά τους πόδια;
Ο π. Αρσένιος τους είπε: -Βρε, Πατέρες, Εμείς περπατήσαμε. Δεν υπάρχουν εδώ γυμνοί ασκητές.
Αυτοί με κανένα τρόπο να μας πιστεύσουν.
-Δεν είσαστε εσείς. Υπάρχουν γυμνοί ασκητές στο Όρος.
Είδαμε και πάθαμε να πείσουμε τους Πατέρες της Σκήτης μας ότι δεν πέρασαν από το κελί μας οι αόρατοι και άσαρκοι ασκητές του Άθω.
Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ βάδισαν γυμνόποδες Επί 3-4 μέρες μέσα στα χιόνια δεν έπαθαν ούτε κρυοπαγήματα ούτε άλλες σωματικές κακώσεις. Η θεία Χάρις τους διεφύλαττε αβλαβείς. Κι αυτό τους συνέβαινε πολλές φορές, διότι για πολλά χρόνια, έλεγε ο παππούς, τα πόδια μας δεν είδαν παπούτσι. Ολόκληρο τον χειμώνα, μέσα σ' εκείνο το τσουχτερό κρύο, πού κατέβαινε από τον παγωμένο Άθωνα ούτε θερμάστρα δεν χρησιμοποιούσαμε. Συχνά ανεβαίναμε τον χειμώνα στο Κάθισμα της Παναγίας του ΑΦΩΝΟΣ και περνούσαμε τις νύκτες προσευχόμενοι και μετανίζοντες μέχρι τα ξημερώματα.
Κάποια βραδυά, όπως μου διηγήθηκε ο Παππούς, έφθασαν στο εκκλησάκι της Παναγίας εξαντλημένοι, μετά από οδοιπορία πολλών ωρών πάνω στο παγωμένο χιόνι. Η Παναγία τους είχε επιφύλαξη μια έκπληξη. Δύο ολόφρεσκα μήλα μοσχοβολούσαν κρεμασμένα μπροστά στην θεομητορική της Εικόνα. Ο Γέρο Ιωσήφ βλέποντας τα μήλα στην Εικόνα, είπε στον π. Αρσένιο: «Πάτερ Αρσένιε, αυτά τα μήλα, δεν ξέρουμε αν κάποιος τα έφερε και τα κρέμασε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. Σίγουρα είναι δώρο δικό της για να στηριχθούμε».
Τα έφαγαν, αλλά την γλυκύτητα τους δεν μπορούσαν να την περιγράψουν σε άλλους. Αυτό συνέβη τέλη Φεβρουαρίου και η απορία τους ήτο προφανής: Που βρέθηκαν τέτοιο καιρό αυτά τα ευωδιαστά μήλα; Κατάλαβαν ότι η Παναγία τους έδωσε ένα κέρασμα από τον Κήπο του παραδείσου.
«Μια άλλη φορά, μου έλεγε ο Γέρο Αρσένιος, φθάσαμε στο εκκλησάκι της Παναγίας μας, αλλά τόση πολλή ήτο η ομίχλη πού δεν βλέπαμε καθόλου μπροστά μας. Τότε ο Γέροντας μου π. Ιωσήφ, έκρινε σκοπιμώτερο ν' αγρυπνήσουμε εκεί πού φθάσαμε μέχρι να ξημερώση. Υπήρχε ο φόβος, αν συνεχίζαμε την πορεία μας, να πέσουμε σε γκρεμούς ή να γλυστρήσουμε και σκοτωθούμε. Αρχίσαμε κανονικά την αγρυπνία μας με τα κομποσχοίνια μας, σαν να βρισκόμασταν στα κελιά μας. Μόλις ξημέρωσε, τι να δούμε. Είμασταν έξω από την πόρτα της εκκλησούλας της Παναγίας μας. Μπήκαμε μέσα και την ευχαριστήσαμε πού μας δυνάμωσε».
Ζούσαν με τέτοια περιφρόνησι προς το σώμα τους οι δύο αυτοί ασκητές ώστε, από τότε πού έφυγαν από τον κόσμο, δεν το έπλυναν, εκτός από την πρωινή νίψι του προσώπου τους. Είχαν αρνηθή τελείως τον εαυτό τους και ζούσαν μόνο για τον Χριστό. Οι κοπιαστικές εργασίες και οδοιπορίες τους, οι χιλιάδες νυκτερινές μετάνοιες τους, το ανεβοκατέβασμα στα απόκρημνα βράχια της σκήτης του Αγίου Βασιλείου τους είχαν γρανιτώσει την θέλησι και το φρόνημα τους ήτο ηρωικό και ασυγκατάβατο. Ο ίδρωτας έτρεχε «ποτάμι» στο κορμί τους, αλλά αυτοί σπανίως άλλαζαν φανέλα. Στέγνωναν πάνω τους. Όταν μετά από μερικούς μήνες άλλαζαν φανέλα, το χρώμα της ήτο μαυροκόκκινο. Ητο μαύρο από την πολυκαιρία και αλουσία και κόκκινο από το πλήθος των κοριών, ψειρών και ψύλλων πού τους κατέτρωγαν κι αυτοί σκότωναν τα αιμοδιψή αυτά ζωύφια με την βοήθεια κάποιου ξύλου πού είχε την μορφή κουτάλας.
Μια άλλη φορά, τους συνέβη το ίδιο περιστατικό με τις ίδιες καιρικές συνθήκες. Ο Πανάγαθος Κύριος μας πού πάνσοφα και ποιμαντικά διακονεί την αιώνια σωτηρία μας, θέλησε να τους δοκιμάση. Εν μέσω του χιονισμένου μονοπατιού πού έπρεπε να το διανύσουν από την Αγία Άννα προς την Καλύβη τους, αισθάνθηκαν το κρύο πιο τσουχτερό και το χιόνι απειλητικά να τους συμπεριφέρεται. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους. Το πιο σημαντικό ήτο ότι πεζοπορούσαν φορτωμένοι. Οι δυνάμεις τους εγκατέλειπαν. Ο Γέροντας δεν έχασε καιρό. Με την δυνατή πίστι του, πού θα μπορούσε και όρη να μετακινή, είπε στον υποτακτικό του, τον Αγαθώτατο π. Αρσένιο:
-Πάτερ Αρσένιε, η «μηχανή» μας αδυνάτισε. Θα σταθούμε εδώ και θ' αρχίσουμε τώρα την προσευχή και τις μετάνοιες. Ετσι θα ζεσταθούμε πνευματικά και σωματικά και θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας.
Ετίναξαν τα χιόνια από τα πεπαλαιωμένα ρούχα τους. Αντί για νερό έφαγαν λίγο χιόνι. Άφησαν κάτω τις αποσκευές τους και άρχισαν τις γονυκλισίες και την προσευχή. Γρήγορα, με την θεία βοήθεια αναθερμάνθηκε η «μηχανή» τους και συνέχισαν τον ανήφορο κατευθυνόμενοι προς την Σκήτη τους.
Στις μεγάλες πανηγύρεις των Αγιορείτικων Μονών συγκεντρώνονται μοναχοί απ' όλες τις περιοχές του Αγίου Ορους: Κοινοβιάτες, σκητιώτες, ΚΑΛΛΙΣΤΕΣ, ασκητές. Ακόμη και πολλοί προσκυνητές από τον κόσμο, ιδιαίτερα από την γειτονική Χαλκιδική και την Μακεδονία. Προπαντός για τους ερημίτες μοναχούς η ημέρα εκείνη, εκτός από την μεγαλόπρεπη τιμή το εορταζομένου Αγίου, στην οποία συμμετέχουν αποβραδίς και με το κομβοσχοίνι στο χέρι τους, λαμβάνουν και τις «ευλογίες» της Μονής. Μετά την πανηγυρική τράπεζα, στην οποία προσφέρεται ως επίσημο φαγητό ψάρι, και παρακάθηνται όλοι οι πανηγυριστές, πατέρες και αδελφοί, προσφέρονται ιδιαίτερα στους Ασκητές: Ψωμί και παξιμάδι, όσπρια, λαχανικά και φρούτα.
Κάποια φορά, λοιπόν, μετέβησαν σε μια τέτοια πανηγύρι και η δυάς των ασκητών του Αγίου Βασιλείου. Ήλθε η ώρα της τράπεζας και έμπαιναν μέσα πρώτα οι Πατέρες-αντιπρόσωποι των Μονών, οι άλλοι μοναχοί, οι λαϊκοί Χριστιανοί για ν' ακολουθήσουν στο τέλος ο Επίσκοπος ή ο ηγούμενος με την συνοδεία τους, πού είχαν προσκληθώ για την τέλεσι της Πανηγύρεως. Ανάμεσα στους απλοϊκούς μοναχούς συμπορεύοντο και οι δύο Ασκητές μας με την ίδια πάντα περιβολή: Ρούχα μπαλωμένα, σκουφιά από την πολυκαιρία ξεβαμένα και άπλυτα και χωρίς παπούτσια στα πόδια τους.
Πού πάτε εσείς ξυπόλυτοι; Γυρίστε πίσω.
Ο π. Αρσένιος, μου έλεγε, ότι τους έδιωξε αυτός ο μοναχός σαν να ήταν σκυλιά. Αλλά κι αυτοί δεν του απάντησαν τίποτε. Με κλειστό το στόμα γύρισαν πίσω, ενώ οι υπόλοιποι έμπαιναν στην τράπεζα για το φαγητό. Εκείνη την στιγμή τους πλησίασε κάποιος άγνωστος μοναχός, πού δεν μπήκε στην τράπεζα εξ αίτιας τους. Τους παρηγόρησε και τους πήγε σ' ένα δωμάτιο. Εκεί τους έβαλε φαγητό και ό,τι άλλο είχε η τράπεζα για τους άλλους.
Όταν ευρισκόταν τα τελευταία του χρόνια στην Μονή Διονυσίου συχνά-πυκνά τον επεσκέπτοντο οι νεώτεροι Πατέρες να τον ρωτήσουν κάτι για τον αγώνα τους ή να μάθουν κάτι από τα δικά του αγωνίσματα πού έκαμε από την νεότητα του.
Κάποια φορά ένα καλογέρι πήγε και του είπε:
-Γέροντα, έκαμα τις μετάνοιες μου τώρα και αισθάνθηκα υπερκόπωσι.
Χαμογέλασε ο παππούς και τον ρώτησε:
-Πόσες μετάνοιες έκαμες και κουράσθηκες;
-Έκαμα 150.
Πέρασα μετά από λίγο στο κελί του κι εκείνος θαυμάζοντας μου έλεγε: «Μωρέ πριν από λίγο πέρασε απ' δω ο π. Κ. και μου είπε ότι έκανε 150 μετάνοιες κι έπαθε υπερκόπωσι. Τότε βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα:
-Εσείς, Γέροντα, πόσες μετάνοιες κάνατε στα νιάτα σας;
-Εμείς, όταν είμασταν νέοι, κάναμε με τον Γέροντα μου κάθε βράδυ μέχρι 3000 μετάνοιες. Την προσευχή μας την κάναμε με κομποσχοίνι και σε κάθε ευχή κάναμε και το σημείο του Σταυρού. Κάποτε από την κούρασι με πονούσε η πλάτη μου, επειδή σήκωνα το χέρι μου κάθε φορά να κάνω τον σταυρό μου. Τότε ο Γέροντας μου έδωσε ευλογία να προσεύχωμαι, χωρίς να κάνω και το σημείο του σταυρού εκτός από τα κομποσχοίνια του καθημερινού Κανόνος.
-Γέροντα, πέστε μας πως αγωνιστήκατε από την νεότητα σας; Έχουμε ανάγκη της βοηθείας σας και των συμβουλών σας.
-Μετά την κοίμησι του Γέροντος μας, του π. Εφραίμ, αγωνιζόμασταν αλλά ο καθένας ξεχωριστά. Εδοκιμάσαμε με την πρωτοβουλία του Γέροντα μου, του π. Ιωσήφ, όλους τους τρόπους της ασκήσεως πού περιγράφουν οι όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες μας στα συγγράμματα τους. Για πολλά χρόνια δεν ξαπλώναμε για ύπνο στο κρεββάτι, αλλά στο πάτωμα. Κατά την ώρα της προσευχής ερχόταν κάποια στιγμή και ο ανεπιθύμητος και απαιτητικός επισκέπτης, ο ύπνος. Αρχίζαμε τις αγρυπνίες μας με την δύσι του ηλίου και τελειώναμε το πρωί με την Ανατολή του. Κατά την διάρκεια της νύκτας, όταν κουραζόμασταν από την ορθοστασία, καθόμασταν λίγο στο στασίδι ή στο σκαμνάκι μας για να πληρώσουμε «τον φορολόγο». Έτσι έλεγε τον ύπνο ο μακάριος Γέροντας.
«Για πολλά χρόνια, έλεγε ο Γέρο Αρσένιος αυτός ήτο ο ύπνος μας. Μόνο λίγη ξεκούρασι στο σκαμνί. Κρεββάτι το σώμα μας δεν είχε γνωρίσει. Έλα όμως πού έστειλε ο Θεός τις Μοναχές να μας διορθώσουν. Βγήκε κάποτε ο Γέρο-Ιωσήφ σ' ένα γυναικείο Μοναστήρι για πνευματική βοήθεια, Επειδή συχνά τον προσκαλούσαν. Κι εκεί δεν άλλαζε το ασκητικό τυπικό του. Οι μοναχές του έστρωναν το κρεββάτι κι αυτός ούτε ακουμπούσε. Επήγαιναν το πρωί να καθαρίσουν το δωμάτιο και να στρώσουν τις κουβέρτες και το κρεββάτι του ήτο ανέπαφο. Το είπαν στην ηγουμένη. Εκείνη με ύφος αυστηρό τον ρώτησε: -Ξέρεις να κάνης υπακοή; -Ναι, Γερόντισσα, ξέρω.
-Λοιπόν από σήμερα, χάριν της υπακοής, θα ξαπλώνης στο κρεββάτι. Δυσκολεύθηκε ο Γέροντας στην υπακοή αυτή.
Δεν μπορούσε να κόψη μια συνήθεια πού την εφήρμοζε επί τόσα χρόνια. Αλλά και πάλιν θυμόταν τα λόγια του Προφήτου Σαμουήλ πού έλεγε προς τον Σαούλ ότι «η υπακοή κάλλιον υπέρ την θυσίαν»
Τότε για πρώτη φορά ξάπλωσε σε κρεββάτι και, όταν ξύπνησε, αισθανόταν τόσο ευχάριστα και ξεκούραστα, ώστε προσευχήθηκε με πολλή άνεσι εκείνο το πρωί. Μάλιστα ευχαριστούσε την ηγουμένη πού του έκοψε το θέλημα και τον διώρθωσε. «Από τότε καθιερώσαμε να ξαπλώνουμε και μερικές ώρες σ' ένα ξύλινο κρεββάτι, έλεγε ο Γέρο Αρσένιος».
Ο Γέροντας του, ο αείμνηστος π. Ιωσήφ, μας άφησε πολύτιμη πνευματική κληρονομιά, τις Επιστολές του. Σε πολλές απ' αυτές αυτοβιογραφείται με πνεύμα ταπεινώσεως και διδασκαλίας. Σε μερικές απ' αυτές αναφέρεται στους ασκητικούς τους αγώνες πού έκαναν με τον π. Αρσένιο. Ιδού τι γράφει στην επιστολή 25 για να εννοήσουμε την υπερβολική βία πού είχαν στην προσευχή.
«Εγώ είδον αυτόν τον Αδελφόν (τον π. Αρσένιον), όπου, όταν ήτο νέος 28-30 χρόνων, εξ ώρας κατέβαζε τον νουν του εις την καρδίαν και δεν τον εσυγχώρει να βγη έξω, από τάς εννέα το απόγευμα έως τρεις την νύκτα. . . . και εγένετο μούσκεμα στον ίδρωτα και κατόπιν εγείρετο, εργαζόμενος τα υπόλοιπα χρέη. . . .».
Για να γίνη περισσότερο κατανοητό το μέγεθος των ασκητικών αγώνων και κόπων τους, θα παραθέσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από την 43ην Επιστολήν του Γέροντος Ιωσήφ. Επειδή κοινοί με τον π. Αρσένιο ήσαν οι Αγώνες, κοινοί ήσαν και οι πειρασμοί, αλλά και τα στεφάνια!
«Οκτώ έτη εις την αρχήν εμαχησάμην με τα πάθη τα σαρκικά. Δεν εκοιμήθην επί πλευρόν, αλλά όρθιος ή καθήμενος. Εδερόμην δις και τρις την ημέραν, οιμώζων (Συρόμενος) δια να με λυπηθή ο Θεός, να πάρη τον πόλεμον μέχρις ότου ελέησε με ο Πανοικτίρμων και ήρε (σήκωσε, κατέπαυσε) την μανίαν του σατανά.
Εις όλας τάς νύκτας τάγματα δαιμόνων με ξύλα, τσεκούρια και ότι άλλο φθοροποιόν μανιωδώς με βασάνιζαν εις όλα οκτώ έτη! Αλλος τραβούσε τα μικρά μου γενάκια, άλλος τα μαλλιά μου, τα πόδια, τα χέρια και παν είδος βασάνων! Όλοι φώναζον: «Πνίξετε τον! Σκότωμα! Και μόνο δια του ονόματος του Χριστού και της Παναγίας μας εγένοντο άφαντοι. . .» (Έπιστ. 19).
« Ημείς εδώ, αδελφοί, την νύκτα διόλου δεν κοιμούμεθα. Δι' όλον τον κόσμον πλην την νύκτα ευχόμεθα. . .».
Είδον γαρ Αληθώς Αδελφόν (Εννοεί ασφαλώς τον εαυτόν του), όπου ήλθεν εις έκστασιν εν νυκτί πανσελήνω, εν βαθύτατη ερημία. . .» . Εις την θύραν ίστατο η Κυρία μας Θεοτόκος. . . βαστάζουσα ως χιόνα το χιονόλευκο Βρέφος. Και αφού πλησίασεν εκείνος ο αδελφός, Εκείνη τον Ενηγκαλίσθη, ως γνήσιον τέκνον και τον κατεφίλησεν. . . τον γέμισεν Άρρητον ευωδίαν. . .». (Επιστ. 43).
Οι παραπάνω ζωντανές μαρτυρίες, νομίζω, αρκούν, να μας δείξουν σε τι ασκητικά αθλήματα παρέδωσαν τους εαυτούς τους οι δύο αυτοί ασκητές ερημίτες.
Ο Γέρο Αρσένιος μου έλεγε «ότι πολλοί νέοι και μοναχοί από άλλα μέρη άρχοντο να μας γνωρίσουν και να δοκιμάσουν την αντοχή τους σ'αυτό του είδους τα αγωνίσματα. Εθαύμαζαν, ωφελούντο πολύ, αλλά δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν. Επήγαιναν σε άλλα μέρη, όπου θα έβρισκαν και κάποια ανθρώπινη παρηγοριά». Ωστόσο παρέμεινε μαζί μας ο π. Ιωάννης πού τον έκαμε και μοναχό ο Γέροντας και τον άφησε στο καλύβι, όταν εμείς φύγαμε από το Άγιο Βασίλειο. Ο επόμενος πού ήλθε στην συνοδεία μας ήτο ο αδελφός του Γέροντος μου, τον οποίον έκανε κι αυτόν μοναχό και τον ονόμασε Αθανάσιο.
Αφ' ότου ήλθε κοντά μας ο π. Αθανάσιος, ανέλαβε αυτός τις εξωτερικές εργασίες και εμείς κάναμε το εργόχειρο, σκαλιστά σταυρουδάκια. Αυτά τα έπαιρνε ο π. Αθανάσιος και τα πωλούσε η τα έδινε στα Μοναστήρια λαμβάνοντας από κει διάφορα τρόφιμα πού είχαμε ανάγκη.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι τέτοιου είδους ασκητικά αγωνίσματα δεν είναι εφικτό να γίνωνται από τον οποιονδήποτε, παρά την καλή του προαίρεσι, όταν απουσιάζουν η σωματική υγεία η ακμαιότης και αντοχή. Στους δύο αυτούς ασκητές μας είχαν δοθή από την Θεία Πρόνοια και οι σωματικές προϋποθέσεις και ο ένθεος ζήλος. Γι'αυτό μέχρι τέλους σχεδόν της ζωής τους κράτησαν την ασκητική αυτή τάξι και αξιώθησαν πολλής χάριτος και μεγάλων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Ενώ εμείς οι νεώτεροι δεν θα πρέπει να απελπιζώμεθα, διότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στα δικά τους μέτρα και παλαίσματα. Σύμφωνα με τους Πατέρες μείζων των αρετών είναι η διάκρισις.
Στις συζητήσεις πού είχα μαζί με τον Γέρο-Αρσένιο φαινόταν η βαθειά του ταπείνωσις και απλότης. Πάντοτε αρεσκόταν να εγκωμιάζη τον Γέροντα του και να υποβιβάζη τον εαυτό του. Μου έλεγε: «Μη κυττάζης Εμένα! Ο Γέροντας μου είχε μεγάλη κατάστασι. Πολύ συχνά ηρπάζετο το πνεύμα του σε θεωρίες. Ακόμη και σε έκστασι είχε έλθει μερικές φορές! Εγώ όμως, επειδή δεν είχα τέτοια προκοπή, έκαμα παραπάνω σωματικούς κόπους την νύκτα αγρυπνία, μετάνοιες και την ημέρα δουλειά. Ζούσαμε σε κατσάβραχα, πού υπήρχε κίνδυνος να έπεφταν στο κεφάλι μας. Έπρεπε κάποιος να φτιάξη τα πεζούλια, να επιδιόρθωση το σπίτι, τον μαντρότειχο, το μονοπάτι. . .»
-Εκεί ψηλά πού μένατε ο παππούς που βρίσκατε το νερό;
-Το βρόχινο νερό το συγκεντρώναμε με λούκια σε μια στέρνα, αλλά που να μας φτάση αυτό! Αναγκαζόμουν να κουβαλώ νερό από μακριά μ' ένα βαρέλι, πού το έβαζα στην πλάτη, για να φτιάξουμε λάσπη να κάνουμε τις επιδιορθώσεις. Κάποια ημέρα με
λυπήθηκε ο Γέροντας και είπε στην Παναγία μας: «Κανόνισε, Παναγία μου λίγο νερό, γιατί πολύ κοπιάζει ο π. Αρσένιος». Την ίδια στιγμή άκουσε από τον διπλανό βράχο κάτι να τρέχη, σαν σταλαγματιές. Πλησιάσαμε και είδαμε ότι ο βράχος «είχε εδρώσει» και άρχισε να τρέχη λίγο νερό. Εκεί, από τότε βάζαμε μια λεκάνη και το μαζεύαμε. Και μας έφτανε. Από τότε πλέον δεν έτρεχα μακριά να κουβαλήσω νερό με το βαρέλι στην πλάτη μου».
-Πως μεταφέρατε τα διάφορα πράγματα σας από την παραλία, παππού;
-Εμείς δεν είχαμε μουλάρι, ενώ μερικά άλλα σπίτια είχαν. Κατέβαινα εγώ συχνά στο λιμάνι των Κατουνακίων και φορτωνόμουν στην πλάτη μου, όχι μόνο τα δικά μας πράγματα, αλλά και άλλων Πατέρων της Σκήτης μας.
-Και πως ανέβαινες τον ανήφορο, ενώ αν ήσουν νηστικός και εξαντλημένος από την καθημερινή αγρυπνία;
(Ο απότομος ανήφορος είχε υψόμετρο περίπου 1500 μέτρα από την θάλασσα, ενώ το φορτίο του έφθανε ενίοτε τα 70-80 κιλά).
-Επικαλούμην την ευχή του Γέροντα μου και ανέβαινα, χωρίς να το καταλάβω!
Κάποια φορά ο Γέροντας μου βγήκε έξω στον κόσμο, διότι τον προσκαλούσαν από διάφορα μοναστήρια για ψυχική τους ωφέλεια. Μου είπε πριν αναχώρηση: «Πάτερ Αρσένιε, όταν ακούσης το κορνάρισμα του καϊκιού να ξέρης ότι έρχομαι. Να κατέβης στην παραλία να με βοηθήσης να μεταφέρουμε τα πράγματα. Περίπου σε 15 ημέρες θα επιστρέψω». Φεύγοντας ο Γέροντας, είπα εγώ στον εαυτό μου: «Τώρα, Αρσένιε, πού έφυγε ο Γέροντας, κάνε λίγο αγώνα παραπάνω». Έτσι, εκτός από την καθημερινή μου αγρυπνία, έμεινα νηστικός επί μία βδομάδα. Στο τέλος εκείνης της βδομάδος άκουσα το κορνάρισμα του καϊκιού. Χωρίς να φάω κάτι, κατέβηκα στην παραλία. Φορτώθηκα στην πλάτη μου ο, τι έφερε ο Γέροντας από τον κόσμο και ανέβηκα σαν πουλάκι στην Σκήτη μας. Εμείς τότε είχαμε γερή κρασί, ενώ η σημερινή γενεά είναι ψεύτικη».
- Όταν έβγαινε ο Γέροντας στον κόσμο δεν έπαιρνε και σένα μαζί του; Μια φορά με πήρε, όταν ήθελε να γνωρίση τον Γέροντα Ιερώνυμο της Αιγίνης και την αδελφή μου, την μοναχή Ευπραξία, η οποία υπηρετούσε τον Γέροντα της μέχρι τα τέλη του βίου του. Συνωμίλησαν οι δύο Γεροντάδες και, όπως μου είπε η αδελφή μου, ο π. Ιερώνυμος έμεινε εκστατικός από όσα άκουσε από το θεοφόρο και αγιασμένο στόμα του Γέροντα μου. Από τότε τον εκτιμούσε και τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια.
Μια άλλη φορά ήμουν μόνος στο κελί μας, διότι ο Γέροντας μου βρισκόταν έξω. Κάποιος προσκυνητής από τον Πειραιά ήλθε στην Σκήτη μας. Έχασε τον δρόμο και αντί να πάη στο Κυριάκο, ήλθε στην Καλύβη μας. Τον φιλοξένησα με ο,τι είχα και του πρότεινα να διανυκτέρευση στο κελί μας. Εκείνος, βλέποντας την ερημιά, τα γύρω βράχια, την ξηρασία του τόπου και το απαράκλητον της ζωής μας, σαστισμένος και ταραγμένος μου είπε:
-Πως μπορείς, πάτερ, και μένεις σ' αυτά εδώ τα βράχια; Εγώ δεν θα μπορούσα να μείνω ούτε δεμένος. Κι Αν μ' έδενες, θα έκοβα το σχοινί και θα έφευγα.
-Κι Εσύ που μένεις;
-Μένω στον Πειραιά.
Κι Εγώ, του απήντησα, αν με δέσης στον Πειραιά, θα κόψω το σχοινί και θα έλθω εδώ.
Και συνέχισε ο παππούς με την γραφική του απλότητα να μου διηγείται ένα άλλο περιστατικό πού είχε σχέσι με κάποιον λαϊκό προσκυνητή. «Ήλθε ένας προσκυνητής στο Καλύβη μας και ο Γέροντας την νύκτα τον έβαλε να κοιμηθή στο δικό του κρεββάτι, ενώ ο ίδιος αγρυπνούσε όλη εκείνη την βραδυά μέσα στην Εκκλησία. Μεσάνυκτα ακούσαμε τις φωνές του. Τρέξαμε κοντά του και εκείνος από τον φόβο του δεν μπορούσε ούτε να μας μιλήση. Έτρεμε ολόκληρος. Έπεσε στα πόδια μας και με κλάμματα μας είπε ότι ήλθαν οι δαίμονες και τον έσπασαν στο ξύλο.
-Πάρτε με από 'δω. Πηγαίνετε με στην Αγία Άννα. Θα με σκοτώσουν οι δαίμονες.
Ο Γέροντας προσπάθησε να τον καθησύχαση και του εξήγησε ότι λάθος έγινε. Άλλον ήθελαν να κτυπήσουν οι δαίμονες και άλλον άρπαξαν και ξυλοκόπησαν.
-Εμένα του είπε, κάθε βράδυ με κτυπούν οι δαίμονες ανελέητα, αλλά απόψε κατά λάθος κτύπησαν εσένα. Μη φοβάσαι, δεν θα σε κτυπήσουν πάλι».
Αυτός δεν τολμούσε πάλι να μπη σ' αυτό το κελί, την παλαίστρα του Γέροντα. Μας ανάγκασε και τον μεταφέραμε συνοδεύοντας τον τα μεσάνυκτα στην Αγία Άννα.
-Είναι αλήθεια, παππού ότι σας κτυπούσαν οι δαίμονες;
-Στα πρώτα χρόνια της ασκητικής μας ζωής μας κτυπούσαν και τους δύο οι δαίμονες. Προπαντός κτυπούσαν τον Γέροντα, ο οποίος αγωνιζόταν περισσότερο και τους έκαιγε με την προσευχή του. Εμένα με κτυπούσαν λιγώτερο, διότι, αφ' ενός δεν ήμουν στην πνευματική κατάστασι του Γέροντα μου και αφ' ετέρου ήμουν υποτακτικός. Ο υποτακτικός πού κάνει σωστή υπακοή και εξομολογείται ειλικρινά και τακτικά τους λογισμούς του, δεν έχουν δικαίωμα να τον βασανίσουν οι δαίμονες, διότι τον σκεπάζει η ευλογία του Γέροντα του. Μπορούν όμως οι δαίμονες να τον πείσουν να μη εξομολογήται τους λογισμούς του και μ' αυτό τον τρόπο είναι εύκολο να τον πλανήσουν και να τον βγάλουν από την υπακοή.
Ένα τέτοιο περιστατικό μοναχού πού έκρυβε τους λογισμούς του συνέβη στην συνοδεία μας:
Όπως είπαμε, ήλθε και κοινοβίασε μαζί μας ο μοναχός π. Ιωάννης. Του συνέβη ένας μεγάλος πειρασμός και, ενώ τακτικά εξωμολογείτο στον Γέροντα, ξαφνικά κλείσθηκε στον εαυτό του κι αρνείτο να εξομολογηθή τους λογισμούς του. Αυτό το είδε ο Γέροντας και μια φωνή μέσα του τον παρεκίνησε να τον καλέση διότι κινδυνεύει. Τότε ο Γέροντας τον φώναξε και τον ρώτησε:
-Πως πας, πάτερ Ιωάννη;
-Με την ευχή σου, καλά, πολύ καλά Γέροντα.
-Δεν έχεις κάποιο λογισμό να εξομολογηθής;
-Όχι, όχι, είμαι πολύ καλά.
Το πρωί αμέσως τον φώναξε και του είπε αυστηρά:
-θέλω να μου εξομολογηθής τους λογισμούς σου.
-Μας σας είπα δεν έχω τίποτε, Γέροντα.
-Δεν θα φύγης απ' δω, μέχρις ότου άνοιξης την καρδιά σου.
Αναγκάσθηκε λοιπόν ο π. Ιωάννης, αφού τον «στρίμωξε» ο Γέροντας και δειλά-δειλά άρχισε να λέγη:
-Ευλόγησον, Γέροντα, αλλά δεν έχω εντολή από τον Άγγελο μου να είπω τίποτε σε κανέναν. Με την ευχή σου αξιώθηκα τον τελευταίο καιρό και προσεύχομαι μαζί με τον Άγγελο μου. Τώρα είναι ευκαιρία να συγχωρηθούμε για όσα τυχόν σου έφταιξα, διότι αύριο το βράδυ συμφωνήσαμε με τον Άγγελο μου να κατεβούμε στον παπα-Ματθαίο να κοινωνήσω και κατόπιν θα έλθη πύρινο άρμα, παρόμοιο με εκείνο του Προφήτου Ηλία, να με παραλαβή στους ουρανούς».
Μόλις άκουσε αυτά ο Γέροντας, μου έλεγε ο π. Αρσένιος, σηκώθηκε και σαν χειροδύναμος πού ήτο του έδωσε ένα γερό «μπάτσο». Πάνε και τ' άρματα πάνε και οι αναβάτες. . .
-Βρε πλανεμένε, του είπε «σ' έβαλε στο χέρι» ο διάβολος και θα σε ρίξη από κανένα γκρεμό κάτω να χάσης την ζωή σου και την ψυχή σου, και εσύ όλα αυτά τα κρύβης;
-Μα, Γέροντα, είναι δυνατόν να είμαι πλανεμένος; Αφού αύριο το βράδυ μου είπε ότι θα ταξιδεύσω ζωντανός στους ουρανούς. Λέγει ποτέ ψέμματα ο Άγγελος;
-Περίμενε και θα δης αν είναι δυνατόν.
Εκείνο το βράδυ ήλθε ο Άγγελος του (Εννόησον ο διάβολος του) όχι όμως με την μετασχηματισμένη σε Άγγελο μορφή του. Ήλθε σαν αληθινός διάβολος με κέρατα και του είπε αγριεμένος: «Δεν σου είπα, βρε παλιοκαλόγερε, να μη πης το μυστικό μας στον Γέροντα; Φτηνά την γλύτωσες την ζωή σου. Εγώ καλά είχα καταστρώσει το σχέδιο να σε γκρεμίσω κάτω στην χαράδρα!»
Μόλις άκουσε τα φοβερά αυτά λόγια του σατανά ο π. Ιωάννης έτρεξε στον Γέροντα. Έπεσε στα πόδια του και τον ευγνωμονούσε. Ο Γέροντας τον νουθέτησε και του είπε: «Βλέπεις πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος, όταν ο μοναχός δεν εξομολογείται τους λογισμούς του;
Ένα παρόμοιο περιστατικό συνέβη σ' ένα άλλο μοναχό πού ασκήτευε πιο κάτω. Υποτάχθηκε σ' ένα σκληρό γέροντα και στην αρχή αγωνιζόταν πολύ καλά. Έκαμε την αγρυπνία του όλη την νύκτα όρθιος, τις μετάνοιες, τις νηστείες, υπακοή και καθαρή εξομολόγησι στον Γέροντα του.
Μετά, όμως από 2-3 χρόνια χαλάρωσε. Λογισμοί άρχισαν να τον ενοχλούν κι αυτός να μη εξομολογήται στον Γέροντα του, όπως παλιότερα. Ο πειρασμός τον έριξε στην ακηδία, στην υπνηλία και στο τέλος τον βασάνισε με τους λογισμούς της πορνείας.
Κατόπιν τον ταλαιπώρησε αφάνταστα ο λογισμός της απελπισίας λέγοντας του ότι «τώρα εσύ δεν σώζεσαι και άδικα αγωνίζεσαι. Σίγουρα θα κολασθής». Ακόμη του προκαλούσε ντροπή για την εξομολόγησι και του έλεγε στο μυαλό του: «Ταλαίπωρε, εσύ πού έκανες τόσες αγρυπνίες και τόσους αγώνες, αν μάθη ο Γέροντας τώρα που κατήντησες, θα σε διώξη από το Καλύβη. Δεν φεύγης από μόνος σου καλλίτερα;» Εκείνος απαντούσε στον επίμονο λογισμό περί φυγής: «Ναι, αλλά θα πρέπει να βρω κάποια πρόφασι για να αναχωρήσω τι να κάνω;».
Επειδή είχε αγαθή προαίρεσι τον λυπήθηκε ο Θεός και του «φύτεψε» αγαθό λογισμό να έλθη σε μένα (π. Αρσένιο) να εξομολογηθή τους λογισμούς του.
Ήλθε το καλογέρι με κατεβασμένο το κεφάλι του από την ντροπή. Με αρκετή δυσκολία μου τα είπε στο τέλος όλα και ιδιαίτερα τον πόλεμο της πορνείας. Μόλις τα εξομολογήθηκε, αυτός νόμισε ότι εγώ θα θυμώσω μαζί του. Ξέροντας όμως από την πείρα μου τις πανουργίες των δαιμόνων, τον έβαλα στην αγκαλιά μου και του είπα:
-Μπράβο, παιδί μου, κατάλαβα ότι είσαι αγωνιστής και σ' αγαπά ο Χριστός.
-Μα εμένα, Γέροντα;
-Ναι, σένα, παιδί μου! Κι αν δεν το πιστεύης, πες μου ειλικρινά, όταν αγωνιζόσουν σκληρά και δεν είχες πόλεμο και λογισμούς, τι ιδέα είχες για τον εαυτό σου;
-Τότε, Γέροντα, πίστευα ότι ήμουν ένας μικρός άγιος, ενώ τώρα θεωρώ τον εαυτό μου τον χειρότερο όλων.
-Ο Θεός να σε συγχώρεση τώρα μιλάς σωστά. Όλοι οι αγώνες και οι κόποι μας θα πρέπει να καταλήξουν στην ταπεινοφροσύνη. Ποτέ βέβαια δεν ήσουν άγιος, αλλά σε σκέπαζε η Χάρις του Χρίστο μας και νόμιζες ότι είσαι κάτι γι'αυτό σε άφησε η Χάρις για να γνωρίσης τον εαυτό σου. Όμως με την εξομολόγησι θα έλθη πάλιν η Θεία Χάρις. Μόνο μη ντρέπεσαι, σε παρακαλώ, να εξομολογήσαι στον Γέροντα σου και αυτή την τάξι να την κράτησης μέχρι το τέλος της ζωής σου. Εγώ δεν είμαι τίποτε. Δεν έχω κάτι καλό στην ζωή μου, παρά μόνο τις αμαρτίες μου. Μα, αν υπάρχη κάτι καλό πάνω μου είναι καρπός της Χάριτος του Θεού και με τις ευχές του Γέροντος μου. Αν με εγκατάλειψη και μένα η Χάρις του Θεού αμέσως θα πέσω κι εγώ.
Αυτή η συμβουλή ήτο ασφαλώς καρπός πνευματικής εμπειρίας, πού γνώρισε ο Γέροντας δια Πνεύματος Αγίου γι'αυτό και δεν απέχει από την προτροπή πού άκουσε από τον Κύριο ένας άλλος σύγχρονος άγιος, ο γνωστός ασκητής όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.
Γέροντα είχατε γνωρίσει τον μεγάλο ρώσο ασκητή από την Μονή του Ρωσικού τον Γέροντα Σιλουανό;
-Στο καλύβη μας ερχόταν συχνά ο π. Σωφρόνιος (ιδρυτής της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας). Είχε ακούσει για την αρετή του Γέροντα μου και τον ευλαβείτο. Ερχόταν λοιπόν, να συνομιλήση μαζί του για ασκητικά θέματα. Απ' αυτόν μάθαμε για τον γέροντα Σιλουανό.
Στο βιβλίο του «Ο Όσιος Σιλουανός ο εν Άθω» ο π. Σωφρόνιος σημειώνει ότι γνώρισε στο Άγιο Όρος επτά μεγάλους ασκητάς. Ένας Ασφαλώς ήτο ο Γέρο-Σιλουανός και συμπληρώνει ο μαθητής του π. Σωφρονίου, ο ιερομ. Ζαχαρίας, ότι ο άλλος, κατά πληροφορία του Γέροντος του, ήτο ο Γέρο Ιωσήφ.
Κάποια ημέρα ο Γέροντας μου με ρώτησε να πάμε να γνωρίσουμε αυτόν τον ασκητή του Ρωσικού κι εγώ προτίμησα να του είπω όχι. Εγώ ήξερα τα ρωσικά και μπορούσα να μιλήσω μαζί του. Ο Γέροντας μου δεν ήξερε, Αλλά δεν αναπαυόμουν εγώ μπροστά του να συνομιλώ σε άλλη γλώσσα κι αυτός να κάθεται σιωπηλός. Το θεωρούσα ντροπή και παρρησία.
Στην προκειμένη περίπτωσι η άρνησις όχι μόνο παρακοή δεν λογίζεται, άλλωστε απλώς ρωτήθηκε, αλλά και δείγμα μεγάλης ταπεινοφροσύνης και διακρίσεως. Ας το προσέξουν πολλοί από μας «τους καλούς υποτακτικούς» πού μπροστά σε ξένους, ενίοτε και επισήμους, δεν τύχουμε για τίποτε ν' αρπάξουμε τον λόγο για να φανούμε ασφαλώς πιο μορφωμένοι από τους άλλους ίσως και....πιο έξυπνοι.
ΜΟΝΑΧΟΥ π. ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 2000
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου