Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
5. Περί τής άειπαρθενίας τής Υπεραγίας Θεοτόκου
Ή ορθόδοξος Εκκλησία ομολογεί ότι ή
Ύπεραγία Θεοτόκος ήν προ τόκου παρθένος, καί έν τόκψ παρθένος, καί μετά τόκον
πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα άλώβητον την έαυτής παρθενίαν. (Ομολογία
Ορθοδόξου πίστεως έν έρωταποκρίσει λθ').
Ό προφήτης Ήσάιας, ό προφητεύσας την έκ
παρθένου γέννησιν τού Σωτήρος, παρθένον την μητέρα τού Εμμανουήλ ώνόμασεν «Ιδού
ή Παρθένος έν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν, καί καλέσει τό όνομα αύτού
Εμμανουήλ». (Ήσ. ζ'. 14). Τούτο δέ δηλοΐ ού μόνον τήν προ τόκου παρθένον, αλλά
καί τήν έν τόκψ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ή παρθένος έμελλε νά
άναδειχθή μήτηρ τού Τίού τού Θεού, όν θά έκυοφόρει, θά έγαλακτοτρόφει καί θά
άνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αύτού ήλικίαν. Ή παρθένος άνεδείχθη
μήτηρ τού Εμμανουήλ ούχί μόνον διά τον χρόνον τής κυήσεως, άλλά διά τό
διηνεκές. Κατά τον προφήτην ό Θεός παρθένον, ήτοι έλευθέραν παντός συζυγικού
δεσμού έξελέξατο, καί προς ούδένα ύποχρεωμένην.
Τούτο δηλοΐ καί ή λέξις άελμάχ,
ώς μαρτυρείται καί έκ τού βιβλίου τής Γενέσ. κεφ. κδ', 43, ένθα ή παρθένος
Ρεβέκκα καλείται άελμάχ, καί έκ τού βιβλίου των ψαλμών (έν ψαλμψ ξζ'. έβδμ. ή ξη'.
Έβραϊκ.), ένθ’ αί τυμπανίστριαι νεάνιδες καλούνται άελμόθ, ήτοι αί παρθένοι.
Επίσης καί εις τό Άσμα των Ασμάτων κεφ. Α'. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς
έβδομήκοντα «διά τούτο νεάνιδες ήγάπησάν σε»· τό δέ έβραϊκόν έχει άελμόθ, ήτοι
παρθένοι ήγάπησάν σε. Βεβαίως ένταύθα ού περί έγγάμων ή μεμνηστευμένων
πρόκειται- ότι δέ περί παρθένων πρόκειται, τούτο είναι εύδηλον καί ούδείς
δύναται νά τό άρνηθή. Ώστε ό προφήτης προλέγων τήν έκ παρθένου γέννησιν τού
Εμμανουήλ, θεωρεί τήν παρθενίαν άπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ύποχρεώσεως. Έκ
τής προφητείας δηλούται ότι ή παρθένος αύτη ήν προορισμένη προ αιώνων καί
έκλελεγμένη έκ πασών των γενεών, όπως γίνη μήτηρ τού Θεού. Ώστε ή παρθένος ή
μήτηρ τού Εμμανουήλ ώς έκλελεγμένη ύπό τού Θεού, μόνψ τψ Θεψ άνήκε καί ούδενί
έτέρψ- έάν δέ ό Θεός πρός έξυπηρέτησιν τής θείας βουλής έδωκεν αύτή τον ’Ιωσήφ
ώς μνηστήρα, ό δεσμός ούτος ήν όλως πνευματικού χαρακτήρος καί ούδέν παρείχε
δικαίωμα συζυγίας τψ ’Ιωσήφ. Τούτο έδηλώθη σαφώς ύπό τού Αρχαγγέλου τψ ’Ιωσήφ,
όστις έπιγνούς τής θείας οικονομίας τό μυστήριον, έδείχθη πρόθυμος ύπηρέτης τής
θείας βουλής. Ούκ άρα ό Θεός τήν μνηστήν τού ’Ιωσήφ έξελέξατο ώς μητέρα τού
Εμμανουήλ, άλλά τήν προεκλελεγμένην ήδη έκ πασών τών γενεών ένεπιστεύθη τψ
’Ιωσήφ πρός άμοιβήν τής αύτού άρετής- διότι πάντως ό ’Ιωσήφ ήτον έκλελεγμένος
μεταξύ άπάντων τών Ιουδαίων.
Κατά ταύτα ή άγια Παρθένος προωρίσθη νά
άναδειχθή μήτηρ τού Εμμανουήλ. Ώς τοιαύτη δέ έδει νά ή μήτηρ τού Εμμανουήλ εις
τό διηνεκές- διότι άφού πρός τούτο προωρίσθη, χρεών ήν νά άφοσιωθή όλη ψυχή καί
καρδίμ τψ ύψηλψ αύτής προορισμψ, καί ούτος μόνος νά ή ή άδιάλειπτος αύτής
μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ή άπαυτος μελέτη- διότι άληθώς πάσα
έτέρα φροντίς ή μέριμνα, ή πάν έτερον μέλημα καί έτέρα μελέτη καί άπασχόλησις,
ώς άποσπώσα αύτήν τού ύψηλού αύτής προορισμού καί τής άγιας αύτής άποστολής θά
έδείκνυον αύτήν έστερημένην τής πρώτιστης άρετής τής συναισθήσεως τού ύψίστου
αύτής καθήκοντος καί τής μετ’ αύταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αύτού. Ή άγια
παρθένος ώς μήτηρ τού Εμμανουήλ δεν ήδύνατο νά άναλάβη τήν ύποχρέωσιν νά γίνη
μήτηρ άλλων τέκνων. Πρώτον διότι ή μητρική στοργή πρός τό θειον τέκνον, ή
εύλάβεια πρός αύτό, ή άφοσίωσις καί ή λατρεία πρός αύτό, τό θειον πύρ τό
διαφλέξαν τήν καρδίαν αύτής καί έκπυρακτώσαν αύτήν, τό πληρώσαν αύτήν τού
τελείου άγαθού, τό μηδεμίαν θέσίν
καταλιπόν ταΐς γηΐναίς άπολαύσεσι καί έπιθυμίαις, ουδόλως έπέτρεπον αύτή νά
άναλάβη έτέραν ύποχρέωσιν προς έτερα τέκνα. Δεύτερον διότι ή πτερωθεΐσα αύτής
διάνοια, ή τό θεΤον διερευνώσα βρέφος καί προς αυτό μόνον την άνύψωσιν έχουσα,
καί περί αυτού μόνον άσχολουμένη, καθίστα αδύνατον την περί άλλας σκέψεις καί
φροντίδας τροπήν. Τρίτον διότι τό θεΐόν έστι ζηλότυπον, ζητεί δέ απόλυτον
αγάπην άγάπην έξ όλης ψυχής, έξ όλης ισχύος, έξ όλης καρδίας, καί έξ όλης
διανοίας· έάν δέ ό Ιησούς άπήτησε τοιαύτην άγάπην παρά των έαυτού οπαδών, πολλφ
μάλλον τούτο άπήτει παρά τής μητρός αύτού. Επειδή δέ πάν τό ύπό τού Σωτήρος
άπαιτούμενον είναι δώρημα παρ’ αύτού διδόμενον, παρά δέ τών λαμβανόντων
διαθέσεως μόνον δεόμενον, έπεται ότι ή Μήτηρ τού Κυρίου, ή τοιαύτης άξιωθεΐσα
χάριτος καί δωρεάς, ήγάπησε τον Τίόν αύτής έξ όλης τής διανοίας, καί έκολλήθη ή
ψυχή αύτής όπίσω τού υιού αύτής, καί ούδεμία δύναμις ήδύνατο νά άποσπάση αύτήν
άπό τής άγάπης τού θείου αύτής τέκνου. Τέταρτον διότι ή τού Άγιου Πνεύματος έπιφοίτησις
καί ή μοναδική γέννησις τού Τίού τού Θεού ού μόνον άνέδειξαν τήν Παρθένον
Μαρίαν Ύπεραγίαν Θεοτόκον, άλλά καί ναόν Άγιον καί κατοικητήριον τού Θεού
άπέδειξαν. Τά δέ άπαξ τφ Θεφ άφιερωθέντα καί ύπό τού Θεού άγιασθέντα ού
γίνονται κοινά, άλλ’ εις τό παντελές διαμένουσι ιερά καί άγια τφ Θεφ καί μόνψ
αύτφ άνήκουσι. Δέν ήδύνατο άρα ή Θεοτόκος νά τέκη άλλα τέκνα. Εάν δέ παρθένοι
τφ Θεφ άφιερωθεΐσαι καί έκ τής άγάπης τού Νυμφίου Χριστού τρωθεΐσαι βασιλείων
γάμων καταφρονώσι, τί περί τής Ύπεραγίας Δεσποίνης ήμών Θεοτόκου έρούμεν;
Τήν άειπαρθενίαν τής Θεοτόκου προεκήρυξαν
ήδη προ αιώνων καί οί προφήται. Καί έν πρώτοις, μετά τούς λόγους τού Ήσαΐου, οί
λόγοι τού προφήτου Ιεζεκιήλ περί τής πύλης τών άγιων τής έξωτέρας τής βλεπούσης
κατά άνατολάς, ήν ό Θεός έπέδειξεν αύτφ έν όράσει τινί έσται κεκλεισμένη, τήν
Παρθένον έδήλουν. Ιδού δέ οί λόγοι ούτοι τού προφήτου- «Καί έπέστρεψέ με κατά
τήν οδόν τής πύλης τών άγιων τής έξωτέρας, τής βλεπούσης κατά άνατολάς· καί
αύτη ήν κεκλεισμένη. Καί είπε Κύριος προς με· ή πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται,
ούκ άνοιχθήσεται καί ούδείς μή διέλθη δι’ αύτής· ότι Κύριος ό Θεός τού Ισραήλ
είσελεύσεται δι’ αύτής καί έσται κεκλεισμένη. Δότι ό ήγούμενος ούτος καθήσεται
έν αύτή τού φαγείν άρτον έναντίον Κυρίου» (Ιεζεκιήλ μδ' 1-3).
Διά τών λόγων τούτων τής όράσεως ό
προφήτης προαναγγέλει μυστικώς τήν μέλλουσαν έκ παρθένου σάρκωσιν καί γέννησιν
τού Εμμανουήλ καί τήν άειπαρθενίαν τής Μητρός τού Κυρίου.
Πάντες οί άγιοι Πατέρες άπό τών πρώτων
αιώνων καί έξ άποστολικής παραδόσεως ούτως ήρμήνευσαν τήν όρασιν ταύτην τού
Προφήτου. Άλλά πλήν τούτου, έάν ή προφητεία αύτη, ή δι’ όράσεως γενομένη, δέν
έλαβε τήν έκβασιν έν τή γεννήσει τού Τίού τού Θεού, τού ήγουμένου τού Ισραήλ,
έκ τής παρθένου Μαρίας, τότε ούδέποτε πλέον έκβασιν λήψεται διά τήν έλευσιν τού
Σωτήρος. Διότι διά τής όράσεως άπεκαλύφθη τφ προφήτη ή είσοδος τού Βασιλέως τού
Μεγάλου εις τον κόσμον τούτον ώς υιού τού άνθρώπου, ήτις έγένετο διά τής
παρθένου Μαρίας· άπεκαλύφθη ότι μόνος ό ήγούμενος τού Ισραήλ ό μέλλων φαγείν
άρτον έν αύτή τή πύλη, τή παρθένψ, ήτοι ένσαρκωθήναι έν αύτή, διελεύσεται δι’
αύτής καί έσται κεκλεισμένη. Ώστε ή άειπαρθενία τής Θεοτόκου ήν προωρισμένη ύπό
τής θείας βουλής ώς καί αύτη ή παρθένος ήν προωρισμένη έκ πασών τών γενεών ύπό
τής θείας βουλής, όπως γίνη καί μείνη μήτηρ τού Εμμανουήλ.
Ό άγιος Αμβρόσιος έρμηνεύων τήν όρασιν
ταύτην τού προφήτου Ιεζεκιήλ λέγει: «Τις έστιν αύτη ή πύλη, είμή ή Μαρία
κεκλεισμένη διά τούτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ή Μαρία, δι’ ής ό Χριστός
είσήλθεν εις τούτον τον κόσμον, ότε έκ παρθενικού τόκου προήλθε, τά τής
παρθενίας κλείθρα μή λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).
Την Αγίαν Παρθένον θείμ εύδοκίμ
κυοφορούσαν, τίκτουσαν καί μετά τόκον ώς προ τόκου διαμένουσαν, προδίετύπωσαν
έν τη Παλαιρ: Διαθήκη εξαίσια προσέτι γεγονότα. Ή βάτος ή φλέγόμενη καί μη
κατακαιομένη, ή άφλεκτος διαμείνασα μετά την τού θείου πυρός έπιφοίτησιν, την
Παρθένον προδιετύπωσεν. Ή θάλασσα ή μετά την πάροδον τού Ισραήλ μείνασα άβατος,
τήν άειπαρθενίαν τής Θεοτόκου προεσήμηνεν. Ή πέτρα ή έκβλύσασα τό ύδωρ τό ζών
τήν Παρθένον προεικόνισεν. Ή πύρινος στήλη ή τον Ισραήλ φωταγωγήσασα καί ή
ολόφωτος νεφέλη έν αίς έγένετο Κύριος ό Θεός, τήν Παρθένον προενέφηναν. Ή σκηνή
τού Μαρτυρίου τήν Παρθένον προεδήλωσεν. Ή Κιβωτός τής Διαθήκης τήν Παρθένον
ύπέδειξεν. Ή ράβδος τού Ααρών ή βλαστήσασα τήν Παρθένον προεμήνυσεν. Ή στάμνος
ή τό ούράνιον μάννα χωρήσασα τήν Παρθένον διετύπωσεν. Ή κλίμαξ τού Ιακώβ, δι’
ής κατέβη ό Θεός, τήν Παρθένον προεσήμηνεν. Ό πόκος ό ένδροσος τήν Παρθένον
προϋπέγραψεν. Αύτός ό Ναός τής Ιερουσαλήμ τον Ναόν τον έμψυχον τού Παμβασιλέως
ύπετύπωσεν. Ή λαβίς ή μυστική, ήν είδεν ό Ήσαΐας, ή λαβούσα τον άνθρακα έκ τού
θυσιαστηρίου, τήν Παρθένον ύπέδειξε, τήν συλλαβούσαν έν γαστρί τον θεΐον
άνθρακα Χριστόν. Τό όρος τό άλατόμητον έξ ου έτμήθη ό άκρογωνιαίος λίθος
Χρίστος τήν Παρθένον προδιετύπωσεν.
Πώς ήδη ή Παρθένος ή προωρίσμένη γενέσθαί
μήτηρ Θεού, ή έκλελεγμένη έκ πασών τών γενεών, ή προδιατυπωθεΐσα διά τοίούτων
μυστικών συμβολικών παραστάσεων, ή άφίερωμένη τφ Θεφ, ήδύνατο νά άποβή σύζυγος
τού Ιωσήφ; Ούδέποτε! Ούδέποτε! Ή Παρθένος ήν προ τόκου Παρθένος, καί έν τόκψ
Παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος διέμείνε. Τά άγια ούδέποτε γίνονται
κοινά- τά άφίερωθέντα τφ Θεφ μόνψ τφ Θεφ άνήκουσε διό καί ιερόσυλοι οί συλώντες
τά ιερά καί άσεβείς θεωρούνται καί άξιοι κατακρίσεως, ότι τά τφ Θεφ άφίερωθέντα
έσύλησαν.
Ό Εύαγγελίστής Λουκάς περί τής
άευταρθενίας τής Παναγίας Μητρός τού Κυρίου ιστορεί τά έξής· «Τφ έκτω μηνί
άπεστάλη ό άγγελος Γαβριήλ ύπό τού Θεού εις πόλίν τής Γαλίλαίας, ή όνομα
Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην άνδρί, φ όνομα Ιωσήφ, έξ οίκου Δαβίδ καί
τό όνομα τής παρθένου Μαρίάμ. Καί είσελθών ό άγγελος προς αύτήν είπε- Χαίρε,
κεχαρίτωμένη- ό Κύριος μετά σού- εύλογημένη σύ έν γυναίξίν. Ή δέ ίδούσα
δίεταράχθη έπί τφ λόγψ αύτού, καί δίελογίζετο, ποταμός εϊη ό άσπασμός ούτος.
Καί είπεν ό άγγελος αύτή· Μή φοβού, Μαρίάμ εύρες γάρ χάρίν παρά τφ Θεφ. Καί
ιδού συλλήψη έν γαστρί, καί τέξη υιόν καί καλέσείς τό όνομα αύτού Ίησούν. Ούτος
έσταί μέγας καί υιός ύψίστου κληθήσεταί. Καί δώσει αύτφ Κύριος ό Θεός τον
θρόνον Δαυίδ τού Πατρός αύτού- καί βασίλεύσεί έπί τον οίκον Ιακώβ εις τούς
αιώνας, καί τής βασιλείας αύτού ούκ έσταί τέλος. Είπε δέ Μαρίάμ προς τον
άγγελον- Πώς έσταί μοί τούτο, έπεί άνδρα ού γίνώσκω; Καί άποκρίθείς ό άγγελος
είπεν αύτή- Πνεύμα Άγιον έπελεύσεταί έπί σέ, καί δύναμίς ύψίστου έπίσκίάσεί σοε
διό καί τό γεννώμενον άγιον κληθήσεταί Τίός Θεού... Είπε δέ Μαρίάμ- «Ιδού ή
δούλη Κυρίου- γένοίτό μοί κατά τό ρήμά σου. Καί άπήλθεν άπ αύτής ό άγγελος».
Έκ τής δίηγήσεως ταύτης τού Εύαγγελίστού
Λουκά δηλούταί α') ότι ή μεμνηστευμένη τφ Ιωσήφ Μαρίάμ, ούσα έν τή οίκίμ τού
Ιωσήφ δίετέλεί παρθένος, β') ότι θαυμάζει περί τού τρόπου τής πληρώσεως τών
λόγων τού άγγέλου ώς μή γνούσα άνδρα καί ώς μή γνωσομένη τοίούτον- διότι έάν
προύκείτο νά έλθη εις γάμου κοινωνίαν τφ Ιωσήφ, ήν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη
ούσα, νά ύποθέση ότι ό άγγελος διαλέγεται αύτή περί τού συλληφθησομένου έκ τού
γάμου- άλλ’ ούχύπέθεσε, διότι άφίερωμένη ήν τφ Θεφ- γ') ή τού Αγγέλου
Αναγγελία, ότι εύρε χάρίν παρά τφ Θεφ, δηλοί ότι αύτη έξελέγη, ϊνα γίνη καί
δίατελή μήτηρ τού Θεού- διό καί έστίν εύλογημένη έν γυναίξί. Πώς είναι ήδη
δυνατόν νά ύποθέση τις ότι ή άφίερωμένη τφ Θεφ Παρθένος, ή εύρούσα χάρίν παρά
τφ Θεφ, όπως γίνη Μήτηρ τού Λόγου τού Θεού, ή εύλογημένη έν γυναίξίν, ή
γενομένη έμψυχος
ναός τού Σωτήρος, αύτη έγκαταλείπει τό
θεΤον κλέος καί αυτόν τον θεΤον Ύίόν ϊνα γίνη μήτηρ υιών ανθρώπου καί μερίζει
την αγάπην καί την φροντίδα την όφειλομένην προς τό ΘεΤον τέκνον καί προς άλλα
τέκνα; Οί τοιαϋτα ύποτιθέντες άγνοοϋσι τί έστιν αγάπη τρωθείσης καρδίας έκ της
άγάπης τού θείου, καί μάλιστα κόρης Θεομήτορος.
Ό ευαγγελιστής Ματθαίος ίστορών την
γέννησιν τού Σωτήρος λέγει ότι ό άγγελος Κυρίου έφανερώθη τφ Ιωσήφ καί
έγνώρισεν αϋτφ τήν σύλληψιν τής παρθένου Μαρίας έκ Πνεύματος Άγιου- καί ότι
τούτο όλον γέγονεν ϊνα πληρωθή τό ρηθέν ύπό τού Κυρίου διά τού προφήτου
λέγοντος· «’Ιδού ή παρθένος έν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν καί καλέσουσι τό
όνομα αύτού Εμμανουήλ, ό έστι μεθερμηνευόμενου μεθ’ ήμών ό Θεός». Ενταύθα
παρατηρούμεν ότι ό Άγγελος, έν φ, καλέ! τήν Μαριάμ γυναίκα τού Ιωσήφ, έν
τούτοις βέβαιοί αύτήν παρθένον.
Αλλά, καί τοι ούτω σαφώς είσιν είρημένα τά
περί τής άειπαρθενίας τής Θεοτόκου, τινές παρεξηγούντες τούς λόγους τού
Εύαγγελιστού τούς ρηθέντας έπί τούτψ όπως δείξη ότι ό μονογενής υιός τής
Παρθένου έκ τής Παρθένου έγεννήθη ώς καί συνελήφθη ύπό τής Παρθένου,
ύποθέτουσιν ότι μετά τον θειον τοκετόν έτεκεν αύτη καί άλλα τέκνα, συνάγοντες
τό συμπέρασμα έκ τής έξής περικοπής τού Εύαγγελίου- «Καί παρέλαβε τήν γυναίκα
αύτού καί ούκ έγίνωσκεν αύτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αύτής τον πρωτότοκον».
Άλλ’ άγνοούσι φαίνεται οί τό τοιούτον συμπέρασμα συνάγοντες, ότι τό «έως ου»
καί τό «πρωτότοκος» έν τή Γραφή είσι δηλωτικά έννοιας πολύ διαφόρου τής κοινής
έννοιας.
Τό «έως ου», οσάκις άπαντφ έν τή Άγια
Γραφή, δηλο! τό διηνεκές, καθώς καί ό θείος Χρυσόστομος λέγει- «Τούτο άκούοντες
μή ύποπτεύσωμεν διά τού έως ότι μετά αύτήν έγνω- τό γάρ έως έθος έστί τή Γραφή
πολλάκις τιθέναι εις τό διηνεκές- οίον «ούχ ύπέστρεψεν ό κόραξ εις τήν κιβωτόν,
έως ου έξηράνθη ή γή»- καί τοι γε ούδέ μετά ταύτα έπέστρεψε». Καί ό Ισίδωρος-
«Τό έως ώς τό «έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου» καί τό «έως
άν κατηγηράσητε έγώ είμι», καί τό «ούκ έπέστρεψε ή περιστερά προς τον Νώε έως
τού ξηρανθήναι τό ύδωρ», άπερ είσί διηνεκώς είρημένα. Νοητέον δέ καί ούτως-
«ούκ έγίνωσκεν αύτήν πόθεν συνέλαβεν «έως ου έτεκε» καί είδε τά γενόμενα ση
μεΐα.»
Επίσης καί τό «πρωτότοκος» έχει έν τή
Γραφή άλλην σημασίαν. Ό Ζυγαδηνός λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νύν ού τον πρώτον
έν άδελφοίς, άλλά τον καί πρώτον καί μόνον-έστι γάρ τι καί τοιούτον είδος έν
ταΐς σημασίαις τού πρωτοτόκου. Καί γάρ πρώτον έστιν ότε τον μόνον ή Γραφή
καλεΐ. Ώς τό «έγώ είμι Θεός πρώτος καί μετ’ έμέ ούκ έσται έτερος» (Ήσ. μδ', 6).
Ό δέ Μέγας Βασίλειος έν τή όμιλίμ εις τήν γέννησιν τού Χριστού λέγει- «Ού πάντως
ό πρωτότοκος προς τούς έπιγινομένους έχει τήν σύγκρισιν, άλλ’ ό πρώτον
διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ονομάζεται». Καί ό Θεοφύλακτος έν κεφ. II τού Άουκά
(σελ. 315) λέγει- «Πρωτότοκον υιόν ώνόμασε τής Παρθένου τον Κύριον, καί τοι μή
δευτέρου τίνος τεχθέντος, εικότως- πρωτότοκος γάρ λέγεται καί ό πρώτος τεχθείς,
κάν μή δεύτερος έπετέχθη». Καί ό αύτός πάλιν έν κεφ. I προς Κολοσσαείς (σελ.
635) λέγει- «Ό πρωτότοκος ού πάντως προς τούς έξής λέγεται παρά τή Γραφή, άλλ’
άπολύτως ούτως, ό πρώτος τεχθείς. Ούτως ούν καί ή Θεοτόκος Μαριάμ έτεκεν αύτόν
τον κατά σάρκα πρωτότοκον ούκ έχοντα πάντως άδελφούς έφεξής αύτφ- μονογενής γάρ
καί έκ ταύτης».
Ό Παύλος έν τή προς Ρωμαίους έπιστολή (η'
29) καλέ! τον Χριστόν «πρωτότοκον έν πολλοίς άδελφοίς»- καί έν Κολοσσαείς (α
15) καλέ! τον Χριστόν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων- «Ός έστιν είκών τού Θεού
τού άοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως- ότι έν αύτφ έκτίσθη τά πάντα»- καί έν
στίχψ 18 λέγει- «καί αύτός έστι κεφαλή τού σώματος, τής Εκκλησίας- ός έστιν
άρχή, πρωτότοκος έκ τών νεκρών». Καί έν τή προς Εβραίους (α
5-6) Λέγει- «Ύίός μου εί συ, έγώ σήμερον
γεγέννηκά σε- καί πάλιν έγώ έσομαι αϋτφ εις πατέρα, και αυτός έσται μοι εις
Ύίόν όταν δε πάλιν είσαγάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην λέγει- Και
προσκυνησάτωσιν αϋτφ πάντες άγγελοι Θεοϋ»- και έν κεφ. ιβ' 23 την Εκκλησίαν
καλέ! «Εκκλησίαν πρωτοτόκων».
Εκ των χωρίων τούτων δηλοϋται ότι τό
πρωτότοκος έν τη Γραφή, οσάκις λέγεται περί τοϋ Σωτήρος ήμών Ίησοΰ Χρίστου,
έκφράζει τήν έννοιαν τοϋ μονογενής- ώστε τό πρωτότοκος είναι ίσον τφ μονογενής.
Ό Θεοφύλακτος σαφηνίζων τούτο λαμπρώς
λέγει- «Εκ πατρός πρωτότοκος, ούχώς προς τα λοιπά κτίσματα, άλλ’ άπολύτως-
μονογενής γάρ καί κατά τήν άνω γέννησιν» (έν τφ μέρει Απόστολοι σελ. 346). Καί
ό Μέγας Βασίλειος- «Εί δέ πρωτότοκος νεκρών ε’ίρηται διά τό αίτιος είναι τής έκ
νεκρών άναστάσεως, ούτω καί πρωτότοκος κτίσεως διά τό αίτιος είναι τοϋ έξ ούκ
όντων εις τό είναι παραγαγείν τήν κτίσιν» (κατά Εύνομιανών). Οί αιρετικοί
Εύνομιανοί, οί άρνούμενοι τήν άειπαρθενίαν τής Θεοτόκου, καί οί σημερινοί οπαδοί
αύτών ώς δευτέραν ένστασιν προσάγουσι τά έν τοίς εύαγγελισταίς άπαντώντα χωρία,
έν οίς άναφέρονται άδελφοί τοϋ Ιησού (Ματθ. ιβ' 46-48, 49, Μαρκ. ς'. 3, Ίω. β'.
17, ζ'. 3), άλλ’ έκ τούτων δεν έπεται ποσώς, ότι οί άδελφοί ούτοί είσι τέκνα
τής Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Έν ταίς άγίαις Γραφαίς καλούνται άδελφοί καί οί
συγγενείς. Επί παραδείγματι ό Αβραάμ καί ό Λώτ ώνομάσθησαν άδελφοί (Γεν. ιγ'.
8). έν φ ό Λώτ ήτο άνεψιός τοϋ Αβραάμ (Γεν. ιβ' 4, 5, ιδ' 14-16). Ό Ιακώβ καί ό
Λάβαν ώνομάσθησαν έπίσης άδελφοί, έν ώ ό Ιακώβ ήτο άνεψιός τοϋ Λάβαν ώς υιός
τής άδελφής αύτοϋ Ρεβέκκας, συζύγου τοϋ Ισαάκ (Γεν. κη' καί κθ' καί λς' καί
λζ'). Έν ταύτη τη έννοίμ έπίσης δέον νά ληφθή καί ή έπωνυμία άδελφοί τοϋ
Κυρίου, ήτοι οί πλησίον συγγενείς καί ούχί άδελφοί ομομήτριοι. Διότι οί
καλούμενοι άδελφοί τοϋ Κυρίου είσί τέκνα τοϋ Ιωσήφ έκ τής πρώτης αύτοϋ
γυναικός. Ότι δέ ή Θεοτόκος μόνον τον Ίησοϋν άφράστως έτεκε μαρτυροϋσι α ) οί
λόγοι τοϋ Σωτήρος οί άπό τοϋ Σταυρού προς τήν Μητέρα έαυτοϋ καί προς τον
Ίωάννην, δΓ ών συνίστα προς μέν τον Ίωάννην τήν Μητέρα έαυτοϋ ώς Μητέρα τοϋ
Ίωάννου, προς δέ τήν Μητέρα τον Ίωάννην ώς Τίόν αύτής (Ίω. ιθ'. 26). Έάν ή
Μήτηρ τοϋ Ιησού είχε καί έτερα τέκνα, ή σύστασις αύτη ήν όλως περιττή- τά τέκνα
αύτής θά έφρόντιζον περί αύτής. β') Ή άρχαιοτάτη παράδοσις περί τής
άειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ήτις έπιβεβαιοί τούτο, γ') Ή καταδίκη τών Εύνομιανών
καί όλων έκείνων τών αιρετικών τών άρνουμένων τήν άειπαρθενίαν τής ύπεραγίας
Δεσποίνης ήμών Θεοτόκου καί άειπαρθένου Μαρίας ύπό τών άγιων Οικουμενικών
Συνόδων, ήτις μαρτυρεί έπίσης τό ένιαίον φρόνημα τής μιάς άγιας καθολικής καί
Αποστολικής Εκκλησίας περί τής άειπαρθενίας τής Θεοτόκου.
Τό περί τής άειπαρθενίας τής ύπεραγίας
Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται έπί άκραδάντου βάσεως, τής χριστιανικής άρχαιότητος
καί όμολογείται ύπό τών άρχαιοτάτων τής Εκκλησίας Πατέρων.
Ιγνάτιος ό θεοφόρος, άποστολικός Πατήρ,
μαθητής Ίωάννου τοϋ Αποστόλου καί θέμεθλος τής Αντιοχέων Εκκλησίας έν τη προς
Έφεσίους έπιστολή καλεί τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε- «Τρία
τινά έλαθον τον άρχοντα τοϋ αίώνος τούτου, τουτέστι τον Διάβολον- ή παρθενία
Μαρίας, ό τοκετός Αύτής καί ό θάνατος τοϋ Κυρίου». «Ούτος έκυοφορήθη έκ Μαρίας
κατ’ οικονομίαν έκ σπέρματος μέν Δαϋίδ, πνεύματος δέ Αγίου... Καί έλαθε τον
άρχοντα τοϋ αίώνος τούτου ή παρθενία Μαρίας, ό τοκετός Αύτής, ομοίως καί ό
θάνατος τοϋ Κυρίου». Άρα ύπερφυσικώς έτεκεν ή Θεοτόκος Μαρία, καί Παρθένος, ώς
ήν, μετά τόκον διέμεινεν. Εντεύθεν ό θείος ούτος πατήρ τον τοκετόν τούτον
ονομάζει Μυστήριον, έπισυνάπτων τοίς είρημένοις- «Τρία μυστήρια κραυγής, άτινα
έν ήσυχία έπράχθη, ήμίν δέ έφανερώθη».
Κατά τάς άρχάς δέ τού Β' αίώνος καί ό
Ειρηναίος, έπίσκοπος Λουγδούνων, άντιπολεμών προς τούς την παρθενίαν της
Θεοτόκου πολεμοϋντας Θεοδοτίωνα, Άκύλαν κτλ. κηρύττει απολύτως την Θεοτόκον
Μαρίαν Παρθένον, λέγων «Καθώς έκείνη (ή Εύα) έχουσα μεν τον Αδάμ, παρθένος δέ
είσέτιύπάρχουσα... παρακούσασα, καί έαυτη καί παντί τφ άνθρωπίνψ γένει αίτια
έγένετο θανάτου, ούτω καί ή Μαρία προωρισμένον μέν έχουσα άνδρα, παρθένος δέ
ούσα ύπακούσασα, καί έαυτη καί παντί τφ άνθρωπίνψ γένει αίτια έγένετο
σωτηρίας». Καί πάλιν «ό έδησεν ή Εύα παρθένος δι’ άπιστίαν, τούτο έλυσεν ή
Παρθένος Μαρία διά την πίστιν». Καί πάλιν «Ώσπερ έκείνη (ή Εύα) διά λόγου
άγγέλου άπεχωρίσθη, ώστε έκφεύγειν τον Θεόν, ώς παραβάσα τό ρήμα αύτού, ούτω καί
αύτη (ή Μαρία) δι’ άγγελικού λόγου εύηγγελίσθη, ώστε βαστάζειν τον Θεόν, ώς
ύπακούσασα τφ ρήματι Αύτού. Έκείνη μέν παρήκουσε τού Θεού, αύτη δέ έπείσθη
ύπακούσαι τφ Θεφ, ώστε της παρθένου Εύας ή Παρθένος Μαρία έγένετο συνήγορος».
(Adver. Haeres III, c. 21 § 4 καί V, c, 19).
Ό δέ Ωριγένης ώσαύτως λέγει: «Αύτη ή
παρθένος Θεόν έγέννησε καί μήτηρ έγένετο, άλλά τήν παρθενίαν ούκ άπέβαλεν».
(όμιλ. Α'. εις Ματθ.).
Καί ό Άγιος Έπιφάνιος (έν Αίρέσ. οη')
διακηρύττει τά έξής· «Τις ποτέ Μαρίαν είπών καί διερωτηθείς ούχί τήν παρθένον
προσέθετο;» Ό δέ Ιερώνυμος, άκμάσας περί τά μέσα τού Δ' αίώνος, κατά τού
αιρετικού Πελάγιου γράφων, λέγει· «Μόνος ό Χριστός τάς πύλας τής παρθενικής
μήτρας ήνέωξεν, αϊκαί έξής κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β').
Καί ό ιερός ΑύγουστΤνος, ώσαύτως περί τά
μέσα τού Δ' αίώνος, έδίδασκε τάδε· «Ή Μαρία τον τύπον έν έαυτή τής Αγίας
’Εκκλησίας ένέδειξεν ώσπερ τον Τίόν γεννώσα παρθένος διέμεινεν, ούτως αύτη έν
παντί καιρφ τά μέλη έαυτής γεννφ καί τής παρθενίας ού στέρεται». (De symbol. Ad
Catech. Libr. IV, 1). Καί έν τφ περί παρθενίας (κεφ. 4) ό αύτός τά έξής· «Ή
Παρθενία τής Μαρίας είναι τοσούτψ μάλλον πολύτιμος καίκεχαριτωμένη, όσω είναι
άφιερωμένη τφ Θεφ παρ’ αύτής τής Παρθένου προ τής συλλήψεως αύτής τού Χριστού.
Τούτο δέ δείκνυται έκ τών λόγων αύτής προς τον Άγγελον τον εύαγγελισάμενον αύτή
τήν σύλληψιν «Πώς έσται μοι τούτο, έπεί άνδρα ού γινώσκω;» Βεβαίως ή παρθένος
δέν θά ώμίλει ούτως έάν αύτη δέν είχε όριστικώς ύποσχεθή τφ Θεφ νά μείνη
Παρθένος. Άλλ’ ώς τούτο ήτο έναντίον τοίς Ίουδάίκοίς ήθεσιν αύτη έμνηστεύθη
μετά άνδρός δικαίου, όστις ώφειλεν ού μόνον νά σέβηται αύτήν, άλλ’ έτι νά
καθιστά καί τοίς άλλοις σεβαστόν ό,τι αύτη άφιέρωσε τφ Θεφ».
Ό δέ Τερτυλλιανός λέγει· «Εις παρθένον έτι
τήν Εύαν είχεν είσέλθη ό λόγος ό τής ζωής ποιητικός, ώστε τό άπολεσθέν διά
τοιούτου φύλου (τής γυναικός), διά τού αύτού πάλιν φύλου νά άποκαταστηθή». De
carne Christi cap. 17).
Ό Μέγας δέ καί Ούρανοφάντωρ Βασίλειος, όχι
μόνον Παρθένον, άλλά καί άειπάρθενον κηρύττει τήν Θεοτόκον, λέγων έν τφ εις τήν
Γέννησιν τού Χριστού λόγψ ότι «ούκ έπαύσατό ποτέ παρθένος είναι ή Θεοτόκος»,
καί διατρανών ότι ούδέ είναι δυνατόν τά ώτα τών φιλοχρίστων νά καταδεχθώσαι
νάκούσωσι τό έναντίον «Διά τό μή καταδέχεσθαι τών φιλοχρίστων τήν άκοήν, ότι
ποτέ έπαύσατό είναι παρθένος ή Θεοτόκος, έκείνας ήγούμαι τάς μαρτυρίας
αύτάρκεις».
Καί ό χρυσούς τήν γλώτταν Ιωάννης έν τφ
εις τον Εύαγγελισμόν λόγψ (πθ'), προς τήν Παρθένον άποτεινόμενος, λέγει· «Εύρες
νυμφίον φυλάσσοντά σου τήν παρθενίαν». Καί άλλαχού «Δέσποιναν αγίαν καί
άειπαρθένον» τήν Θεοτόκον καλεΐ (όμιλ. LXII Μμ. VI). Καί πάλιν «Θεοτόκον καί
άειπαρθένον Μαρίαν» (όμιλ. CXI τόμ.Υ).
Κύριλλος ό Αλεξάνδρειάς «άπειρόζυγον
δάμαλιν» καλέ! την Παρθένον. Καί ό άγιος Αθανάσιος ό μέγας, περί της Παναγίας
Παρθένου λαλών, λέγει· «Διό και Παρθενομήτωρ, ώς Θεοτόκος, ή άγια Παρθένος»
(τόμ. II σελ. 34).
Και αυτός δέ ό Αρεοπαγίτης Διονύσιος έν τφ
περί ούρανίου Ιεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα την Παναγίαν Παρθένον» καλεΐ.
Ό δέ Γρηγέντιος (έν ταΐς συζητήσεσι προς
Ιουδαίον) «άείπαιδα καί Θεοτόκον» την Μαρίαν ονομάζει. Καί ό Καισάριος έν
διαλόγψ (έρωτήσει XX) λέγει· «ή θεανδρική τού λόγου έκ της άείπαιδος Μαρίας
προέλευσις». Καί Τίτος ό Βόστρων «πανάμωμον» την όντως πανάμωμον άποκαλεΐ.
Αύτή ή Εκκλησία τέλος εις άρχαιοτάτας
αύτής φδάς ύμνεί την Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ώς Θεοτόκον, θεογεννήτριαν,
άειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, άπειρόγαμον μητέρα, άγαμον νύμφην,
μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν έμψυχον, άνύμφευτον νύμφην, άγνείας θησαύρισμα,
χώραν άνήροτον, σκηνήν έπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τών έκατόν τιμητικών
έπιθέτων τής Θεοτόκου έκφραστικών τού περί τής άειπαρθενίας Αύτής φρονήματος
τής άγιας ήμών έκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εύρίσκονται καί έν τοίς συγγράμμασι
άρχαίων τής Εκκλησίας Πατέρων. Ή ύμνψδία άλλως τής άγιας ήμών Έκκλησίας
έκφράζει τό στερρόν τής καθόλου έκκλησίας φρόνημα τό έπικρατήσαν έν αύτή άπό
τών πρώτων αιώνων καί μέχρις ήμών διασωθέν. ’Εκεί δέ όπου λαλεΐ ή οικουμενική
έκκλησία σιγησάτω πάσα γλώσσα βροτεία- διότι όταν όμιλή ή έκκλησία, όμιλεΐ τό
πνεύμα τού Θεού τό άγιον ό δέ τή έκκλησίμ άντιλέγων τφ Πνεύματι τφ άγίψ
άντιλέγει.
Αντιλέγουσι δέ τφ όντι τφ Πνεύματι τφ άγίψ
οί τήν άειπαρθενίαν τής Θεοτόκου άρνούμενοι, ώς άρνούμενοι, αύτήν τήν άλήθειαν,
ήν καί διά τών κατά τόπους καί καιρούς θεοφόρων Πατέρων καί διά αύτών τών
Οικουμενικών Συνόδων ή Έκκλησία έκύρωσεν ώς παράδοσιν αγίαν καί άποστολικήν
πάντοτε, πανταχού καί ύπό πάντων τών εύσεβών καί ορθοδόξων παραδεδεγμένην.
Αύτή ή Α' Οικουμενική Σύνοδος, ή έν Νικαίμ
συγκροτηθεΐσα, διακηρύττει φαεινώς τήν άειπαρθενίαν τής Ύπεραγίας Θεοτόκου έν
αύτφ τφ Συμβόλψ τής Πίστεως, λέγουσα περί τής σαρκώσεως τού Χριστού καί τής
θείας έναναθρωπήσεως, ότι έγένετο «έκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας τής Παρθένου».
Ή έπίσημος δέ αύτη άνακήρυξις τής παρθενίας τής Θεοτόκου ύπό Οικουμενικής
Συνόδου έκφράζει τό πνεύμα τής καθόλου Έκκλησίας άπό τών άποστολικών χρόνων.
Ούχήττον τό δόγμα τούτο καί οικουμενικά! καί τοπικαί καί έπαρχιακοί Σύνοδοι ώς
δόγμα πίστεως άπαράβατον έπεκύρωσαν. Ή ΣΤ' μάλιστα οικουμενική Σύνοδος μακράν
ποιείται λόγον περί τής παρθενίας καί άειπαρθενίας τής Θεοτόκου (έν πράξει ια')
καί κηρύττει τήν Θεοτόκον παρθένον προ τόκου καί έν τόκψ καί μετά τόκον. Όμοίως
καί έν τφ Α' κανόνι ή Σύνοδος αύτη άνομολογεί τήν Θεοτόκον άειπάρθενον,
κηρύττουσα ένα Χριστόν, τον υιόν τού Θεού σαρκωθέντα καί τήν αύτόν τεκούσαν
άσπόρως άειπάρθενον, κυρίως καί κατ’ άλήθειαν Θεοτόκον. Ή δέ έν Τρούλλψ Σύνοδος
καλεΐ τήν παρθένον «άχραντον παρθενομήτορα» (έν Κανόνι LXXIX).
Πάσαι αύται αί μαρτυρίαι τών Αγίων Πατέρων
καί τών Οικουμενικών Συνόδων, τών διατηρησασών άναλοίωτον τήν ίεράν άποστολικήν
παράδοσιν, είσίν ίκαναί όπως πείσωσι καί πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας
έν καθαρή: καρδίμ εις τάς άληθείας τής Έκκλησίας. Ούχήττον τήν άλήθειαν καί τό
κύρος τής άληθείας τών οικουμενικών συνόδων δέχεται ού μόνον ή Δυτική έκκλησία
άλλά καί αύτή ή Αγγλικανική. Έπί τού κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καί μεγάλοι
άνδρες τής
Άγγλιχανικής έκκλησίας αποδέχονται την
άειπαρθενίαν της Θεοτόκου. Ούτως ό Νέλσων Λέγει- «Το Ιδίως έξοχον καί
άσύγκριτον προνόμιον έκείνης της μητρός, ή όφειλομένη έξαίρετος τιμή καί
προσκύνησις εις έκεΐνον τον υιόν, ήτις παρ’ αύτής πάντοτε προσηνέχθη αύτφ, τό
σέβας προς έκεΐνο τό Άγιον Πνεύμα τό έπισκιάσαν αύτήν, ή υίϊκή άγαθότης και
εύσέβεια τού Ιωσήφ, φτινι έδόθη ώς νύμφη, έπληροφόρησαν την Εκκλησίαν τού Θεού
καθ’ όλους τούς αιώνας, ώστε να πιστεύση ότι αύτη (ή Θεοτόκος) ε’ισέτι
έξακολουθεΐ ούσα ε’ις την Ιδίαν Παρθενίαν. Καί Λοιπόν ημείς έχομεν χρέος να
όμολογώμεν Αύτην Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).
Καί ό John Pearson λέγει: «Όταν Λέγηται-
«έγώ πιστεύω εις τον Ιησού Χριστόν τον γεννηθέντα έκ της παρθένου Μαρίας», διά
τούτου πρέπει νά έννοώμεν τόσον «έγώ συνομολογώ τούτο, ώς άληθεστάτην καί
άλανθαστοτάτην άλήθειαν, ήγουν ότι ύπήρξε γυνή τις όνόματι Μαρία, νύμφη τού
’Ιωσήφ τού έκ Ναζαρέτ, ήτις προ καί μετά τά νυμφεΐα ύπήρξε καθαρά καί άμωμος
Παρθένος, καί ένφ ήτο καί ήκολούθει νά είναι εις τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε,
διά τής άμέσου τού Άγιου Πνεύματος ένεργείας, έν τη μήτρμ αύτής τον μονογενή
Τίόν τού Θεού- καί μετά τον φυσικόν τών άλλων γυναικών καιρόν, έγέννησεν αύτόν,
ώς πρωτότοκον αύτής Τίόν, άκολουθούσα είσέτι νά είναι όποια καθαρωτάτη καί μόνη
άμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καί Έπιστολμ. Διατριβή ήτοι άνασκευή τής ύπό τού Κ.
Αλβέρτου άπαντήσεως ύπέρ τής άειπαρθενίας τής Θεοτόκου Μαρίας ύπό Άρσένη Παύδη.
Κέρκυρα 1850).
Ούτω Λοιπόν καί διά τών Άγιων Συνόδων καί
διά τών Θεοφόρων Πατέρων καί διά τής έν γένει άποστολικής καί Εκκλησιαστικής
παραδόσεως, καθώς καί διά τής μαρτυρίας αύθεντικού κύρους άνδρών άλλοδόξων,
έπικυρούται καί έπιστηρίζεται τό έδραίον καί άκλόνητον τής άγιας ήμών
’Εκκλησίας δόγμα περί τής άειπαρθενίας τής Παναχράντου καί Παναμώμου τού Κυρίου
ήμών Μητρός.
Εις έπισφράγισιν τών όσων περί τής άειπαρθενίας
τής παναγίας Μητρός τού Κυρίου εϊπομεν, παραθέτομεν ένταύθα καί τά θαυμάσια
ταύτα ρήματα τού Μεγάλου Φωτίου, άτινα έγραψε «Γρηγορίψ τφ παρακανδιδάτψ,
αίτησαμένψ Λύσιν άπορίας».
«Ό άσπασμός άνωθεν ή σύλληψις άσπορος,
κύησις άφραστος, ώδΙνες άλόχευτοι-σφραγίς τής παρθενίας, ή τών ώδίνων διάλυσις,
(ό γάρ τόκος άφθορος καί ή τεκούσα παρθένος καί μετά γέννησιν). Ό Θεός έν σαρκί
τό τικτόμενον χορός άγγέλων φσμα τό θαύμα ποιούμενοι- ένθα τοσούτων καί
τηλικούτων συνδρομήν, πώς άν τις διαμφισβητήσειε, κάν πάντα άσεβείν έθετο
μελέτην, ότι μή ούχί παρθένος ή παρθένος καί μέχρι τέλους διέμεινεν; Εί δέ τό
«ούκ έγίνωσκεν αύτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αύτής τον πρωτότοκον», ύπόθεσιν
βλασφημίας έαυτοίς τινες άνευρίσκουσιν, ϊστωσαν, ώς ή τών άχράντων Λογιών άλήθεια
τό μέν παράδοξον καί ύπερφυές καί ύπέρ κατάληψιν ήβουλήθη παραστήσαι, όπερ έστί
τόκος άνευ άνδρός έπιγνώσεως- τό δέ μετά ταύτα νοείν κατέλιπεν ώς άκόλουθον. Τό
γάρ τήν έν τόκψ παρθενεύουσαν καί τό Λοιπόν διά βίου παρθενεύειν, ούτε καινόν
όλως ή παράδοξον, άλλά καί τοίς προηγιασμένοις έξ άναγκαίου μάλλον έπόμενον.
Άλλως τε δέ καί τών Ιουδαίων τέως έπιστομίζειν έγνω τό βλάσφημον, οϊ έκ
πορνείας τον άσπορον τόκον διέσυρον- διό καί προς τήν έκείνων ϊσταται
κακόνοιαν, δΤ φν τρανοί καί άνακηρύττει τής τεκούσης τό άνέπαφον. Κάκεΐνο δέ
συνιέτωσαν, ότι μηδ’ αύτάς τάς Λέξεις, έξ ών οί θείοι χρησμοί, συνιέναι
ήβουλήθησαν- εί γάρ άν τό «Έως» κατέμαθον ένίοτε μέν προς άντιδιαστολήν τού
έφεξής χρόνου παραλαμβανόμενον, ένίοτε δέ έπί δηλώσει μεγάλων μέν έργων καί
θεοπρεπών-καθάπερ καί νύν, ού τήν προς άντιδιαστολήν έτέρου χρόνου τινός, άλλά
καί τούναντίον εις ύποδήλωσιν άπεράντου διαστήματος. Καί άνά χείρα τά
παραδείγματα- «Άνατελεΐ γάρ έν ταΐς ήμέραις αύτού δικαιοσύνη καί πλήθος
ειρήνης, έως ού άνταναιρεθή ή
σελήνη·» καί, «Κάθου έκ δεξιών μου
(άνάγραπτός έστιν ό Πατήρ λέγων τφ Τίφ) έως αν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον
των ποδών σου·» καί, «’Ιδού, έγώ μεθ’ ύμών είμε (πάλιν ό Σωτήρ τοίς μαθηταΐς
φησιν) έως τής συντέλειας τού αίώνος». Καί δήλον ώς ένταύθα τό έως ου χρονικόν τι
μεθόριον καί πέρας παρεισάγει, μέγεθος δε θείων πραγμάτων ή λέξις
συμπαραδηλούσα εις άπεριόριστον παράτασιν τον νούν των έντυγχανόντων άναπέμπει.
Ού μόνο δε, άλλά καί τρίτον έστίν ίδείν αύτού σημαινόμενον, δι’ ου μέγα μεν καί
ύπέρογκον ούδέν ύποδηλούται, άπλώς δε τό έναντίον τού προτέρου έως διαση
μαίνεται-ώς τό, «Ούκ άνέστρεψε προς τον Νώε ή περιστερά, έως τού καταξηρανθήναι
τήν γήν» καί, «Έως άν καταγηράσητε, (άλλαχού φησιν) έγώ είμι ό Θεός»· καί άλλα
μύρια, δι’ ών εύδηλον καί τοίς λίαν έθελοκωφούσι καθίσταται, ώς άντί τού
διηνεκώς καί εις τον αιώνα ή λέξις παραλαμβάνεται. Όταν ούν δείξωσιν οί πάντα
θρασείς, μετά τήν τής σελήνης άναίρεσιν, τήν τού Χριστού καί Θεού ήμών
δικαιοσύνην εις τό μή όν καταδύουσαν, καί τό πλήθος αύτού τής ειρήνης
μειούμενον, καί εις έχθραν διαχεόμενον καί μετάγε τό ύποτεθεικένει τούς έχθρούς
αύτού ύπό τούς πόδας αύτού, τής δεξιών καθέδρας τού Πατρός παρακινούμενον (τόδε
τό βλάσφημον εις τάς τών άναισχυντούντων κεφαλάς·) είτα δε καί μετά τήν
συντέλειαν τού αίώνος, ότε μάλλον τοίς μαθηταΐς ή οίκείωσις, αύτών άφιστάμενον
καί έπειδάν καταγηράσωσιν οί τότε άνθρωποι, μηκέτι όντα τον Θεόν εί βούλει δε,
καί τήν περιστεράν μετά τό ξηρανθήναι τήν γήν προς τον Νώε άναστρέψασαν, τότε
διαπορείτωσαν, καί εί μετά τον άρρητον καί παρθένιον τόκον, άνδρός ομιλίαν ή
παρθένος έμελέτησεν. Είδε μή κατ’ έντολήν έγραφον, πλείους άν, Θεού διδόντος,
τάς άποδείξεις σοι παρεθέμεθα- άλλ’ ικανά καί ταύτα οίς μή μετά τής άγνοιας καί
ή διάνοια προσαπώλετο.»
Αγίου Νεκταρίου - Λόγος περί βλασφημίας
Νεοελληνική Απόδοση
Βλασφημία! Λέξη φοβερή, λέξη πού προκαλεΐ
αποτροπιασμό, λέξη πού φανερώνει ασέβεια προς τό Θεό.
Ή βλασφημία είναι έκφραση μίσους κατά τού
Θεού, είναι αποτέλεσμα βρώμικης καρδιάς καί χαρακτηρίζει πονηρή ψυχή.
Ή βλασφημία προκαλεΐται άπό άνθρωπο πού
είναι αιχμάλωτος στούς δαίμονες καί στήν ψυχή καί στο σώμα.
Ό βλάσφημος έξουσιάζεται άπό τον πονηρό
δαίμονα, είναι ή φωνή πού έξέρχεται άπό τό βάθος τής κακίας, είναι ή ήχώ τού
Ταρτάρου.
Ό βλάσφημος άγανακτεΐ κατά τού Θεού καί
βγάζει άπό τήν πονηρή καρδιά του βλάσφημες έκφράσεις, γεμάτες χολή καί άσέβεια!
Ό βλάσφημος άγανακτεΐ καί βρίζει τό Θεό
δημιουργό πού τον έφερε στή ζωή άπό τό μηδέν!
Αγανακτεί καί βρίζει Αύτόν πού τον φύλαξε
κάτω άπό τή σκέπη τής Χάριτός Του, γιά νά μή χαθεί ή ύπαρξή του!
Βλάσφημε! τον χορηγό όλων τών άγαθών,
Αύτόν πού γεμίζει τούς Ανθρώπους άπό άγάπη καί φιλανθρωπία.
Βρίζει τον άγαθό καί φιλάνθρωπο Θεό, πού
προσφέρει πλούσιες τις δωρεές Του άκόμη καί στον βλάσφη μο.
Βρίζει Αύτόν πού γεμίζει μέ καλοσύνη όλο
τον κόσμο. Βρίζει Αύτόν πού συγκρατεΐ όλο τό σόμπαν πάνω στο μηδέν.
Βρίζει Αύτόν πού όλη ή δημιουργία, ή ορατή
καί ή άόρατη, τον σέβεται, αύτόν πού όλη ή κτίση δοξολογεί.
Ό βλάσφημος είναι Αποστάτης καί έχθρός τού
Θεού. Απομακρύνθηκε άπό τον Θεό καί ό Θεός Απομακρύνθηκε άπ’ αύτόν.
Ό βλάσφημος πήγε μέ τήν παράταξη τού
διαβόλου, γιατί αύτού τά έργα Αγάπησε καί στρατιώτης αύτού έγινε.
Ό βλάσφημος Αγωνίζεται μέ τή βοήθεια τών
δαιμόνων έναντίον τής βασιλείας τού Θεού.
Ό βλάσφημος άρνεΐται τό βάπτισμά του,
άρνεΐται τον ίδιο τον Χριστό.
Ό βλάσφημος, ώς μέλος τής κοινωνίας, είναι
έπικίνδυνος, γιατί δέν σέβεται τό Θεό καί άπό τήν Ασέβεια αύτή προέρχονται όλα
τάκακά.
Ό βλάσφημος μπορεί νά παραβαίνει κάθε
ηθικό καί πολιτικό νόμο χωρίς κανένα ένδοίασμό, άφοϋ δεν σέβεται τον Θεό.
Ό βλάσφημος είναι έπικίνδυνος στην
κοινωνία, γιατί πορώθηκε ή καρδιά του, ή δέ πορωμένη καρδιά έχασε την
ευαισθησία της συνείδήσεως, αυτός δέ πού έχασε αυτή την ευαισθησία είναι ικανός
νά πράξεί κάθε κακούργημα.
Τούς βλάσφημους ή κοινωνία πρέπει νά τούς
τιμωρεί γίά τό δικό της συμφέρον, διότι είναι μέλη σάπια καί άπείλούν νά
μολύνουν ολόκληρη την κοινωνία.
Τούς βλάσφημους οφείλει ή κοινωνία νά
τιμωρεί ,γίά νά μην έπίσύρεί την όργή τού Θεού έναντίον της.
Ποίός μπορεί νά έγγυηθε! γίά τον ηθικό
χαρακτήρα τού βλάσφημου, ποιος μπορεί νά στηρίξει τις έλπίδες του ή νά στηρίξει
τήν έμπίστοσύνη του σ’ αύτόν; Πώς αύτός πού βλάσφημε! τά ιερά πρόσωπα θά
σεβαστεί τά άνθρώπίνα; Πώς μπορεί νά έκπληρώσεί τό καθήκον προς τήν κοινωνία,
όταν γίά τό ύψιστο τών καθηκόντων του προς τό Θεό άσεβεί;
Ό βλάσφημος είναι στερημένος κάθε άρετής
καί είναι αιχμάλωτος κάθε πάθους.
Πώς μπορεί ό βλάσφημος νά είναι τίμιος
έπαγγελματίας, τίμιος έργάτης, όταν συμπεριφέρεται άτιμα καί άχάριστα προς τό
Θεό;
Πώς μπορεί νά γίνει καλός καί χρήσιμος
φίλος;
Πώς μπορεί ό βλάσφημος νά είναι συνεπής
στις συναλλαγές του, όταν δέν σέβεται τον Ιησού Χρίστο καί Θεό μας;
Πώς μπορεί νά είναι καλός συνέταιρος όταν
κανένα δέν σέβεται;
Τον βλάσφημο πρέπει νά τον άποφεύγουμε ώς
έπικίνδυνο καί γίά μάς καί γιά τήν οίκογένειά μας
Ό βλάσφημος είναι κακός γιος. Ώς άχάριστος
προς τό Θεό πώς μπορεί νά είναι εύγνώμων προς τούς γονείς του; Τού βλάσφημους
γιούς οί γονείς οφείλουν νά τούς διώχνουν άπό τά σπίτια τους γίά νά μήν έλθει ή
όργή τού Θεού πάνω τους.
Ό βλάσφη μος δέν μπορεί νά είναι καλός
σύζυγος, ούτε καλός πατέρας καί κάποια στιγμή θά ξεσπάσει πάνω τού ή όργή τού
Θεού . Φύγετε μακριά άπό τούς βλάσφημους.
Γιά τούς βλάσφημους ό Θεός διατάσσει στήν
Άγια Γραφή (Λευ.24,16) νά λιθοβολούνται. Θεία άπόφαση, άρα καί δίκαια, διότι ό
προς τον Θεός άσεβής είναι άσεβέστερος τών άσεβέστερων. Αύτός πού
συμπεριφέρεται μέ άσέβεια προς τό Θεό δέν θά είναι καί προς τούς συνανθρώπους
του άσεβής;
Ό Κύριος Ιησούς Χρίστος μάς προτρέπει ούτε
ένας λόγος άργός νά μή βγαίνει άπό τό στόμα μας, γιατί θά δώσουμε λόγο τήν
ήμέρα τής κρίσεως.
Εάν λοιπόν θά ζητηθούν εύθύνες γίά ένα
λόγο άργό, πού μπορεί νά κρυφθεί ό βλάσφημος; Στον ούρανό, άλλ’ ό Ούρανός είναι
θρόνος τού Θεού. Στον Άδη; Ναι, στά
Τάρταρα τοϋ Άδη! Γιατί, Λέγει ό Κύριος,
αυτός πού οργίζεται κατά τού πλησίον του είναι ένοχος στη γενεά τού πυρός καί
έάν τέτοια εύθύνη έχει ό κατά τού πλησίον όργισθείς, ποιά εύθύνη θά έχει ό κατά
τού Θεού, τού Ιησού Χριστού καί της Παναγίας βλάσφημων;
Οί Άγιοι τής Εκκλησίας θεωρούν τον
βλάσφημο χειρότερο καί άπό τον δαίμονα, γιατί ό μέν σατανάς άκούγοντας τό
όνομα, τό ύπέρ πάν όνομα, τό Θειον τού Θεού όνομα, φρίττει καί τρέμει, ό δέ
βλάσφημος μέ άχαριστία καί άσέβεια Αύτόν βλασφημεΐ.
Ό Μέγας Βασίλειος Λέγει περί των βλάσφημων
αύτό: Αύτός πού άμαρτάνει παραβαίνει τό Νόμο, ό δέ βλάσφημος άσεβεί στην
Θεότητα. Εάν ό παραβάτης τού Νόμου τού Θεού κολάζεται, πόσον μάλλον ό βλάσφημος
πού βρίζει τον Νομοθέτη;
Τελειώνοντας, σάς παρακαλώ νά βοηθήσετε
τούς βλάσφημους νά μετανοήσουν, νά πλησιάσουν στο ιερό Μυστήριο τής
Έξομολογήσεως καί νά ζητήσουν τό έλεος καί τήν συγγνώμη τού άγιου Θεού καινά
σταματήσουν τό βρόμικο αύτό πάθος, διαφορετικά άπομακρυνθεΐτε άπό κοντά τους,
όπως φεύγετε μακριά άπό μία όχιά, μήπως καί διορθωθούν, πράγμα πού εύχομαι.
Άγιος Νεκτάριος
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (1904)
«Έμοι δέ λίαν έτιμήθησαν οί φίλοι σον ό
Θεός...»
(Ψαλμ. ρλη' 17)
ΓΚεφάλαιον ΑΊ [ΚεφάΛαιον Β Ί
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ A
Περί τής δόξης των δικαίων εν τή γή ύπό
τού Θεού καί περί τής τιμής τής αποδιδόμενης αύτοϊς ύπό τής Εκκλησίας.
Κατά τον αυτόν χρόνον καθ’ δν ό υπέρτατος
Κριτής άξιοι νά άπονείμει τοΐς δικαίοις μετά θάνατον άπαρχήν τινα τής δόξης
αυτών έν τφ Ούρανφ, ήτοι τή Έκκλησίμ τή θριαμβευούση, άπονέμει αύτοϊς μίαν
δόξαν καί έν τή έπί τής γής συγχρόνως στρατευομένη Έκκλησίμ. Αύτη ή δόξα
έκδηλούται έν τούτψ ότι ή έπίγειος Εκκλησία σέβεται τούς δικαίους ώς άγιους καί
φίλους τού Θεού. Επικαλείται αύτούς έν ταΐς προσευχαΐς αύτής ώς μεσίτας παρ’
αύτφ, τιμφ έ π ίσης τά αύτών λείψανα καί πάν ό,τι άνήκεν αύτοϊς, ώς καί τάς
εικόνας αύτών.
Ή χριστιανική Εκκλησία τιμά τούς άγιους
ούχϊ ώς θεούς, άλλ’ ώς πιστούς δούλους, ώς άγιους καί φίλους τού Θεού. Αύτή
έκθειάζει τούς άγώνας καί τά έργα τά τετελεσθέντα ύπ’ αύτών προς δόξαν Θεού τή
ένεργείμ τής χάριτος αύτού, εις τρόπον ώστε άπασα ή τιμή ήν αύτοϊς έδωκεν ή
Εκκλησία, νά άναφέρηται προς τήν Ύψίστην Μεγαλειότητα τήν έπιβλέψασαν μετ’
εύχαριστήσεως έπί τον έπί γής βίον αύτών. Αύτη τιμφ αύτούς δι’ έτησίας μνήμης,
δι’ έορτών δημοτελών ή πανηγύρεων, καί δι’ άνιδρύσεως ναών εις τιμήν τού
ονόματος αύτών. Ούτω νοητέα ή τιμή προς τούς άγιους (όμολογ. Όρθοδ. πίστ.
άποκρ. 52 καί έπιστολαϊ Πατριάρχου, άποκρ. 3).
Οί Άγιοι τού Θεού άνθρωποι οί θαυμαστωθέντες
έν τή γή ύπό τού Κυρίου, διότι «τούς άγιους τούς έν τή γή έθαυμάστωσεν ό
Κύριος», έτιμήθησαν ύπό τής του Θεού άγιας Εκκλησίας εύθύς άπό τής ίδρύσεως
αύτής ύπό τού Σωτήρος Χριστού. Έκαστη τών έκασταχού χριστιανικών κοινοτήτων τών
άνά τήν Οικουμένην ίδρυθεισών καθήκον έαυτής άπαραίτητον ήγεΐτο άμα δέ καί
κλέος καί καύχημα τό τελεΐν έτησίως μνήμας τών άθλητικώς έν Χριστφ τελειωθέντων
καί τού μαρτυρικού στεφάνου άξιωθέντων ϊνα νεαρός εις τό διηνεκές τάς πράξεις
αύτών διασώση. Εκαλείτο δέ ή ήμέρα τής έορτής τών Μαρτύρων γενέθλια Μαρτύρων
(dies natalis), διότι κατ’ αύτήν είσήλθον στεφανηφόροι εις τήν αιώνιον ζωήν τήν
έν ούρανφ, όπως ζήσωσιν αιωνίως έν τή βασιλείμ τού Θεού. Τούτου δέ ένεκα άπό
ταύτης τής ήμέρας αιωνίως ήρχετο καί ή κατάταξις αύτών εις τήν χορείαν τών τφ
Θεφ εύαρεστησάντων άγιων καί κεκλημένων εις τήν αιώνιον ζωήν.
Τά τίμια τών άγιων Μαρτύρων λείψανα
θεωρούμενα παρά τών χριστιανικών κοινοτήτων τιμιότερα λίθων πολυτελών
κατετίθεντο έντός τών Ιερών Ναών καί έξησφαλίζοντο ώς θησαυρός πολύτιμος· κατά
δέ τήν έπέτειον μνήμην τής άθλήσεως αύτών οί πιστοί ήγον έορτήν καί πανήγυριν
εις τιμήν τού άθλητού καί Μάρτυρος τού Κυρίου, άνεγινώσκοντο
τά άθλα των μαρτύρων, λόγοι δέ πανηγυρικοί
και έγκωμιαστικοί έξεφωνουντο παρά των έκκλησιαστικών ρητόρων των χριστιανικών
κοινοτήτων.
Πολλάκις έπί των τάφων των μαρτύρων
ήγείροντο Ιεροί Ναοί Μαρτύρια καλούμενοι, οίς έδίδετο τό όνομα τού Μάρτυρος
προς τιμήν αύτού- κατά δέ τήν έπέτειον τής έορτής Μάρτυρος συνέτρεχαν πάντες οί
πιστοί έν τφ Ναφ προς δόξαν Θεού καί τιμήν τού Μάρτυρος τού δοξασθέντος ύπό τού
Θεού (Χρυσοστ. εις τον Μάρτυρα Λουκιανόν).
Οί χριστιανοί ήσπάζοντο τήν ίεράν λάρνακα
τού τίμιου λειψάνου τού Μάρτυρος καί έλάμβαναν έλαιον έκ τής κανδήλας τού άγιου
προς καθαρισμόν καί θεραπείαν άπό των άσθενειών αύτών. (Γρηγορ. Νύσσ. έν βίψ
Γρηγορ. τού θαυματ. Καί Χρυσοστ. εις Μάρτ. Ίουλ.)
Οί Χριστιανοί έτίμων πλήν των άγιων
λειψάνων καί τήν γην τού Άγιου Τάφου έν φ κατετέθη τό Πανάγιον τού Κυρίου σώμα,
καί τό σουδάριον ό ήν έπί τής κεφαλής τού Χριστού καί τά όθόνια ήτοι τήν
σινδόνα έν ή έτυλίχθη τό σώμα τού Κυρίου Ιησού. Επίσης έτίμων καί τήν εικόνα
τού Κυρίου τήν άποτυπωθεΐσαν θείμ εύδοκίμ έν μάκτρψ καί άποπεμφθεΐσαν τφ Αύγάρψ
ποθούντι νά ϊδη αύτόν.
’Επίσης έτίμων καί τήν τιμίαν έσθήτα τής
Ύπεραγίας Θεοτόκου καί τήν ζώνην αύτής.
Ή προς τούς άγιους τιμή είναι ύπαγόρευσις
ύψηλού θρησκευτικού συναισθήματος καί ένθέου ζήλου πιστής καί άγαπώσης τον Θεόν
καρδίας καί έκδήλωσις τού διακατέχοντος αύτήν πόθου προς δόξαν τού Θεού τού
δοξάζοντος τήν στρατευομένην αύτού ’Εκκλησίαν. Ή προς τούς άγιους τιμή είναι
έκφρασις τής άγάπης τών πιστών προς αύτούς διά τάς ύψηλάς αύτών άρετάς καί τούς
μεγάλους άγώνας καθ’ ούς γενναίως άγωνισάμενοι έλαβον τον τής δόξης άμαράντινον
στέφανον. Ή προς τούς άγιους τιμή είναι ένδειξις σεβασμού ήμών προς αύτούς διά
τήν έθελούσιον αύτών θυσίαν ύπέρ τής πίστεως τού Χριστού, ήν διά τού ίδιου
αίματος καί τής τελείας αύταπαρνήσεως ομολόγησαν καί έστήριξαν. Ή προς τούς
άγιους τιμή είναι έκφρασις άίδίου εύγνωμοσύνης προς τούς άθλητάς τού Χριστού
τούς πολεμήσαντας τάς πλάνας τών πολεμίων τής άληθείας καί διαφυλάξαντας τήν
πίστιν άγνήν, καί μεταδόντας ήμίν άλώβητον τήν Ίεράν παρακαταθήκην καί άκεραίαν
καί άμίωτον τήν άποκαλυφθεΐσαν άλήθειαν.
Ή προς τούς άγιους τιμή είναι έκδήλωσις
τής ταυτότητος τών αισθημάτων καί φρονημάτων ή μών προς τούς ιερούς τής πίστεως
άθλητάς. Ή προς τούς άγιους τιμή είναι ομολογία τής θερμής καί ζώσης ήμών
πίστεως προς τον άθλοθέτην καί άγωνοθέτην Χριστόν τον ένισχύσαντα έν τφ σταδίψ
τούς τής πίστεως άθλητάς καί δοξάσαντα αύτούς.
Ή προς τούς άγιους τιμή είναι ένδειξις τού
πλημμυρούντος τάς καρδίας ήμών ένθέου πόθου προς άπομίμησιν αύτών, καί
βεβαίωσις τού διαφλέγοντος τήν ψυχήν ήμών έρωτος προς άνύψωσιν έν τφ ύψει τών
άρετών αύτών, αϊτινες κείνταιήμίν αιώνιον ύπόδειγμα.
Ή προς τούς άγιους τιμή είναι ήθική οφειλή
προς αύτούς διά τάς προς ήμάς αύτών ποικίλας εύεργεσίας, είναι χρέος διά τάς
προς τον Σωτήρα ύπέρ ήμών αύτών έντεύξεις, είναιύποχρέωσις προς αύτούς διά τάς
προς ήμάς αύτών ποικίλας εύεργεσίας, είναι χρέος διά τάς προς τον Σωτήρα ύπέρ
ήμών αύτών έντεύξεις, είναι ύποχρέωσις προς αύτούς άπαιτουμένη παρ’ ήμών ύπό
τού Θεού τού δοξάζοντος έπί τής γής τούς άγιους αύτού-διότι θέλει ό Θεός νά
δοξάζωνται οί πιστοί έπί τής γής ούς Αύτός έδόξασε καί
έστεφάνωσε· διότι «τούς άγιους τούς έν γη
έθαυμάστωσεν ό Κύριος». Ή μή άπόδοσις της νενομίσμένης τιμής καί σεβασμού προς
τούς άγιους τού Θεού είναι ασέβεια, αχαριστία, άδιαφορίακαί έλλειψις πόθου προς
τελείωσιν έν τη αρετή.
Περί τής τιμής των άγιων ή ’Εκκλησία άπό
τής ίδρύσεως αύτής μίαν έσχε γνώμην, μίαν δοξασίαν, μίαν φωνήν. Οί αιώνες
άπαντες τούτο μαρτυρούσιν.
Ό Έπιφάνιος λέγει- «Ό τιμών Κύριον τιμά
καί Άγιον, ό δέ άτιμάζων άγιον άτιμάζει καί τον έαυτού Δεσπότην». (Έπιφαν. έν
αίρέσ. 78 κεφ. 21) Καί άληθώς, έάν ό άτιμάζων τούς ύπό τού βασιλέως τετιμη
μένους τον βασιλέα άτιμάζη, ώσαύτως καί ό τούς άγιους τούς δοξασθέντας ύπό τού
Θεού μή τιμών, τον Θεόν ού τιμφ, καί άγνώμων προς τον Θεόν καί προς τούς άγιους
αύτού δείκνυται.
Επίσης καί ό Μέγας Βασίλειος έν έπιστολή
197, 2 λέγει: «ή γάρ προς τούς εύνους τών όμοδούλων διάθεσις τήν άναφοράν προς
τον Δεσπότην έχει, φ δεδουλεύκασι- καί ό τούς διά πίστιν ήθληκότας τιμών, δήλός
έστι τον ίσον ζήλον έχων τής πίστεως· ώστε μία αύτη πράξις πολλής άρετής έχει
τήν μαρτυρίαν».
Ώσαύτως καί ό θείος Γρηγόριος ό Θεολόγος
γράφων κατά Ίουλιανού περί τής όφειλομένης προς τούς άγιους τιμής λέγει-
«Ούκήδέσθης τάύπέρ Χριστού σφάγια, ούδ’ έφοβήθης τούς μεγάλους άγωνιστάς; Τον
Ίωάννην έκεΐνον, τον Πέτρον, τον Παύλον, τον Ιάκωβον, τον Στέφανον, τον Λουκάν,
τον Άνδρέαν καί τήν Θέκλαν, τούς έπ’ έκείνους τε καί προ έκείνων τής άληθείας
προκινδυνεύσαντας; οί πυρί καί σιδήρψ, καί θηρσί καί τυράννοις προθύμως
άντηγωνίσαντο; Καί παρούσι κακοίς καί άπειλουμένοις, ώσπερ έν άλλοτρίοις
σώμασιν, ή άσώματοι; Τίνος ένεκεν; ϊνα μή προδώσι μηδέ μέχρι ρήματος τήν
εύσέβειαν, ών αί μεγάλοι τιμαί καί πανηγύρεις- ών αί έπιφάνειαι, καί ών αί
προρρήσεις-ών καί τά σώματα μόνον ίσα δύνανται ταΐς άγίαις ψυχαΐς, ή έπαφώμενα
ή τιμώμενα- ών καί αί ρανίδες αίματος μόνον, καί μικρά σύμβολα πάθους ίσα δρώσι
τοίς σώμασι. Ταύτά ού σέβεις άλλ’ άτιμάζεις;» (Γρηγόριος ό Ναζιανζ. κατά Ίουλ.
στηλιτ. Α' τομ, Α' σελ. 76-77).
Επίσης καί ό Μέγας Βασίλειος έν όμιλίμ ιθ'
εις τούς Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας λέγει:
«Μαρτύρων μνήμης τις τών γένοιτο κόρος τφ
φιλομάρτυρι; διότι ή προς τούς άγαθούς τών όμοδούλων τιμή άπόδειξιν έχει τής
προς τον κοινόν Δεσπότην εύνοιας. Δήλον γάρ ότι ό τούς γενναίους άνδρας
άποδεχόμενος, έν τοίς όμοίοις καιροίς ούκ άπολειφθήσεται τής μιμήσεως.
Μακάρισον γνησίως τον μαρτυρήσαντα, ϊνα γένη μάρτυς τή προαιρέσει καί έκβής
χωρίς διωγμού, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων, τον αύτόν έκείνοις μισθόν
ήξιωμένος. Ήμίν δέ ούχ ένα πρόκειται θαυμάζειν ούδέ δύο μόνους, ούδέ μέχρι
δεκάδος, ό άριθμός πρόεισι τών μακαριζομένων άλλά τεσσαράκοντα άνδρας ώς μίαν
ψυχήν έν διηρημένοις σώμασιν έχοντας, έν μιφ συμπνοίμ καί όμονοίμ τής πίστεως,
μίαν καί τήν προς τά δεινά καρτερίαν, καί τήν ύπέρ τής άληθείας ένστασιν
ύπεδείξαντο. Πάντες παραπλήσιοι άλλήλοις, ίσοι τήν γνώμην, ίσοι τήν άθλησιν.
Διό καί όμοτίμων τών στεφάνων τής δόξης καταξιώθησαν. Τις άν ούν έφίκοιτο λόγος
τής τούτων άξίας; Ούδέ τεσσαράκοντα γλώσσαι έξήρκεσαν άν τοσούτων άνδρών
άνυμνήσαι. Καίτοι εί εις ήν ό θαυμαζόμενος τήν γε τών ήμετέρων λόγων δύναμιν
έξήρκεικαταπαλαίσαι, μή ότι πλήθος τοσούτον, φάλαγξ στρατιωτική, σύστημα
δυσκαταγώνιστόν, ομοίως έν τε πολέμοις άήττητον, καί έν έπαίνοις άπρόσιτον».
Καί άλλαχού πάλιν ό ίδιος περί τής τιμής
προς τά άγια λείψανα λέγει:
«Καί ότε μέν Ίουδάίκώς άπέθνησκον οι
άνθρωποί, βδελυκτά ήν τά θνησιμαία- ότε δε ύπέρ Χρίστου ό θάνατος, τίμια τά
Λείψανα των όσιων αϋτοϋ... νϋν δε ό άψάμενος όστέου μάρτυρος, Λαμβάνει τίνά
μετουσίαν άγίασμοϋ έκ τής του σώματος παρεδρευούσης χάρίτος. «Τίμιος γάρ
έναντίον Κυρίου ό θάνατος των όσιων αϋτοϋ».
'Ομοίως καί ό Ιερός Χρυσόστομος τά αύτά
Λέγει περί άγιων Λειψάνων ώδε:
«... εί γάρ νεκροίς σώμασί καί δίαΛυθεΤσίν
εις κόνίν μείζονα των ζώντων άπάντων δύναμίν ό Θεός έχαρίσατο, πολλφ μάΛΛον
ζωήν αύτοίς χαρίεΐταί βεΛτίω τής προτέρας καί μακαρίωτέραν κατά τον των
στεφάνων καιρόν».
Καί αύθίς ό αύτός Χρυσορρήμων Πατήρ:
«Έμερίσατο ό Θεός προς ήμάς τούς μάρτυρας-τάς ψυχάς Λαβών αύτός, τά σώματα ήμίν
έδωκεν, ϊνα έχωμεν ύπόμνησίν άρετής διηνεκούς τά άγια τούτων όστέα».
'Ομοίως καί ό Ιερός Ισίδωρος γράφων προς
Ίέρακα περί Λειψάνων Λέγει:
«Εί σκανδαΛίζη έπί τή κόνεί τών μαρτυρικών
σωμάτων παρ’ ήμών τίμωμένη διά τήν περί τον Θεόν αύτών άγάπην καί ένστασίν,
έρώτησον τούς έξ αύτών Λαμβάνοντας τάς ίάσείς καί μάθε πόσοίς πάθεσί θεραπείαν
χαρίζονται. Καί ού μόνον ου σκώψείς τό γινόμενον, άΛΛά καί ζηΛώσείς τό
ποθούμενον».
Ό ΦίΛοστόργίος έν τφ Ζ' βίβλίψ 4 τής
Εκκλησιαστικής αϋτοϋ ιστορίας ιστορεί, ότι έπί Ίουλίανοϋ έν Παλαιστίνη οί
άσεβείς έξαγαγόντες τών θηκών τά τού προφήτου Έλίσσαίου καί τού Βαπτιστοϋ
Ίωάννου καί συγκαταμίξαντες ζφων όστοίς άλογων όμου προς κόνιν κατέκαυσαν καί
εις τον άέρα διεσπείραντο. Τούτο δέ έπραττον «Τών έλληνιστών τά άτοπώτατα κατά
τών Χριστιανών πανταχοϋ παλαμωμένων». Έκ τής διηγήσεως ταύτης δείκνυται, ότι οί
Χριστιανοί άπό τών πρώτων ήδη αιώνων έτίμων τά άγια λείψανα τών προφητών, οί δέ
Έλληνισταί τά άτοπώτατα κατ’ αύτών έργαζόμενοι προς θλίψιν αύτών τήν
ίστορηθεΐσαν άνουσιουργίαν είργάσαντο.
Ή μαρτυρία αύτή τού ιστορικού
Φιλοστοργίου, φρονοϋμεν ότι ούχί μικρόν ύποστηρίζει τήν ύποστηριζομένην
άλήθειαν, ότι οί Χριστιανοί άπό τών πρώτων ήδη αιώνων έτίμων τά άγια λείψανα
τών Προφητών, τών Αποστόλων καί πάντων τών άγιων τών ύπό τού Θεού μαρτυρηθέντων
καί δοξασθέντων.
Ό δέ Νικηφόρος πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως προς Λέοντα Πάπαν 'Ρώμης γράφων, λέγει τά έξής: «Προσκυνώ
καί περιπτύσσομαι τά σεβάσμια τών άγιων Λείψανα, ώς ίατρείον ψυχικών τε καί
σωματικών παθημάτων τυγχάνοντα».
Καί Φώτιος έν έπιστολή Γ, σελ. 17, λέγει:
«Καί ναούς άγιων, καί τάφους καί Λείψανα πιστοίς βρύοντα ίάσείς πίστώς
προσκυνοϋμεν, τον αύτούς δοξάσαντα Χρίστον τον Θεόν ήμών μεγαλύνοντες καί
άνευφημοϋντες».
Ότι ό σεβασμός προς τά άγια Λείψανα
έξεδηλώθη άπό τών πρώτων τής ’Εκκλησίας αιώνων μαρτυρεί ή περισυλλογή τών άγιων
Λειψάνων τού ίερομάρτυρος Ιγνατίου, ή άρχαίοτάτη περί τών άγιων Λειψάνων
μαρτυρία. ’Εκείνο δέ όπερ μαρτυρείταί περί τών άγιων Λειψάνων τού ίερομάρτυρος
Ιγνατίου τού Άποστολίκοϋ Πατρός, τούτο πάντως έγένετο καί περί τών άγιων
λειψάνων τών Αγίων Αποστόλων, ών μέχρι σήμερον περισώζονται άγια Λείψανα ύπό
τής ’Εκκλησίας μεμαρτυρημένα, καί τών μαθητών αύτών καί πάντων τών άγιων
μαρτύρων τού Χριστού καί όσιων καί δίκαιων τών ύπό τού
Κυρίου δεδοξασμένων. Ό σεβασμός προς τά
άγια Λείψανα οϋ μόνον δεν είναι πράξις άπρεπης, άλλα μάλλον ιερά καί άληθοϋς
εϋσεβείας προϊόν, ώς έκφρασις της πλημμυρούσης την καρδίαν των πιστών άγάπης
καί εύλαβείας προς τούς άγιους μάρτυρας καί όσιους, ών ό βίος πρόκειται αύτοϊς
άΐδιον παράδειγμα έξεγεϊρον τον ζήλον προς μίμησιν καί έπαυξάνον την εύλάβειαν
καί την πίστιν.
Ό Ευσέβιος έν τη ’Εκκλησιαστική αυτού
ίστορίμ έν βιβλ. δ' κεφ. 15 ίστορών τά τού μαρτυρίου τού Άγιου ίερομάρτυρος
Πολυκάρπου, άναφέρει τά έξής περί των Λειψάνων τού Άγιου ίερομάρτυρος:
«Τούτον μεν γάρ (τον Κύριον Ίησούν
Χριστόν) Τίόν τού Θεού, προσκυνούμεν τούς μάρτυρας ώς μαθητάς τού Κυρίου καί
μιμητάς άγαπώμεν άξίως ένεκα εύνοιας άνυπερβλήτου τής εις τον ίδιον βασιλέα καί
διδάσκαλον ών γένοιτο καί ή μάς συγκοινωνούς καί συμμαθητάς γενέσθαι. Ίδών ούν
ό Έκατοντάρχης τήν τών Ιουδαίων γενομένην φιλονικίαν, θείς αύτόν έν μέσψ, ώς
έθος αύτοϊς έκαυσεν. Ούτός τε ήμεϊς ύστερον άνελόμενοι τά τιμιώτερα Λίθων
πολυτελών καί δοκιμώτερα ύπέρ χρυσίον άστα αύτού, άπεθέμεθα όπου καί άκόλουθον
ήν (έν τφ Ναφ), ένθα ώς δυνατόν ήμϊν συναγομένοις έν άγαλλιάσει καί χαρφ,
παρέξει ό Κύριος έπιτελεΐν τήν τού μαρτυρίου αύτού γενέθλιον ήμέραν, εις τε τήν
τών προηθληκότων μνήμην καί τών μελλόντων άσκησίν τε καί έτοιμασίαν».
Ό Εύσέβιος ιστορεί προσέτι καί τά έξής
περί τής τιμής τών άγιων μαρτύρων έπί τού Μεγάλου Κωνσταντίνου:
«Τήν δέ γ' έπώνυμον αύτού πόλιν έξόχψ τιμή
γεραίρων, εύκτηρίοις πλοίοσιν έφαίδρυνε, μαρτυρίοις (ναοϊς) τέ μεγίστοις, καί
περιφανεστάτοις οϊκοις· τοϊς μέν προ τού άστεως, τοϊς δέ έν αύτφ τυγχάνουσι,
δι’ ών όμού καί τάς τών μαρτύρων μνήμας έτίμα, καί τήν αύτού πόλιν τφ τών
μαρτύρων καθιέρου Θεφ.»(Έκκλ. Ίστ. έν τφ βίψ Κωνσταντίνου. Βιβλ. III κεφ. ΜΗ’.)
Ό δέ Σψζόμενος (βιβλ. γ' κεφ. Ίδ’.) λέγει
περί τού τάφου τού θεσπεσίου Ίλαρίωνος τά έξής θαυμάσια δι’ ών μαρτυρεϊται, ότι
ού μόνον τά τών άγιων Λείψανα, άλλά καί οί τάφοι καί οί πρότερον τοιούτοι
κενωθέντες θεραπείας παρέχουσι.
«Διέπρεπε δέ τότε Ίλαρίων ό θεσπέσιος...
έπί τοσούτον δέ θεοφιλής έγένετο, ώς έτικαί νύν έπί τφ αύτφ τάφψ πολλούς
ίάσθαικάμνοντας καί δαιμονώντας, καί τόγε παραδοξότατον, παρά τε Κυπρίοις, ού
πρότερον έτάφη, καί παρά Παλαιστινίοις, παρ’ οίς έστι νύν, συμβάν γάρ αύτόν έν
Κύπρψ διατρίβοντα τελευτήσαι, προς τών έπιχωρίων έκηδεύθη, καί έν πολλή τιμή
καί θεραπείμ παρ’ αύτοϊς ήν. Μετά δέ ταύτα Ήσύχας, ός εύδοκιμώτατος έγένετο τών
αύτού μαθητών, κλέψας τό Λείψανον, διεκόμισεν εις Παλαιστίνην καί έν τφ ίδίψ
Μοναστηρίψ έθαψεν».
Ό θείος Χρυσόστομος έν τή προς Κορινθ. Βα
έπιστολή, ομιλία 26, λέγει τά έξής περί τής δόξης τών άγιων καί τών άγιων
Λειψάνων αύτών:
«Τά δέ όστά τών άγιων ού ταύτην έχει τήν
έξουσίαν τήν οίκτράν καί ταπεινήν τήν τών άρχόντων, τού Λύειν καίδεσμεΐν τούς
άνθρώπους, άλλ’ έκείνην τήν ποΛΛφ μείζονα· δαίμονας γάρ παρίστησι καί βασανίζει
καί τών δεσμών έκείνων τών πικροτάτων άπολύει τούς δεδεμένους.... τού δαίμονος
ού φέροντος τήν θαυμαστήν δύναμιν έκείνην. Καί οί τά σώματα φέροντες τών
άσωμάτων κρατούσι δυνάμεων ή κόνις καί τά όστά καί ή τέφρα τάς άοράτους έκεϊνας
διαξαίνει φύσεις. Διά τούτο ύπέρ μέν τού βασιλικάς ίδεΐν αύλάς
ούδε'ις άν ποτέ απόδημη σείε- βασιλείς δε
πολλοί πολλάκίς άποδεδημήκασί ταύτης ένεκεν της θεωρίας. Τής γάρ μελλούσης
κρίσεως ίχνη καί σύμβολα τα μαρτυρία των άγιων (οί ναοί επ' όνόματί αυτών
άνεγηγερμένοβ παρέχεται δαιμόνων μαστιζόμενων, ανθρώπων κολαζομένων καί
έλευθερουμένων. Είδες τών άγιων την δύναμίν καί τετελευτηκότων; κτλ.»
Ή Ζ’ άγια οικουμενική Σύνοδος περί άγιων
λειψάνων λέγει εν τφ Ζ’ κανόνι τά έξής:
«Τή ούν άσεβεί αίρέσεί τών
χρίστίανοκατηγόρων καί άλλα άσεβήματα συνηκολούθησαν. Ώσπερ γάρ τήν τών σεπτών
εικόνων άφείλοντο όψίν έκ τής έκκλησίας, καί έτερα έθη παραλελοίπασίν, ά χρή
άνανεωθήναί καί κατά τήν έγγραφον καί άγραφον θεσμοθεσίαν ούτω κρατεΐν. Όσοι
ούν σεπτοί ναοί καθίερώθησαν έκτος άγιων λειψάνων μαρτύρων, όρίζομεν έν αύτοίς
κατάθεσίν γίνεσθαί λειψάνων μετά τής συνήθους εύχής. Ό δέ άνευ άγιων λειψάνων
καθίερών ναόν, καθαίρείσθω, ώς παραβεβηκώς τάς έκκλησίαστίκάς παραδόσεις».
Ό δέ Ιστορικός Σωκράτης βίβλ. γ' κεφ. 18
λέγει τά έξής περί τής δυνάμεως τών μαρτυρικών λειψάνων:
«Τά γάρ κατά τήν Αντιόχειαν ιερά τών
Ελλήνων άνοίγήναί κελεύσας (ό Ίουλιανός), χρησμόν λαβείν παρά τού έν Δάφνη
Απόλλωνος έσπευδεν ώς δέ ό ένοίκών τφ Ίερφ δαίμων τον γείτονα δεδοίκώς, λέγω δή
Βαβύλαν τον μάρτυρα, ούκ άπεκρίνατο- πλησίον γάρ ήν ή σορός, ή τό σώμα τού
μάρτυρος, κρύπτουσα- γνούς τήν αιτίαν ό βασιλεύς, τήν σορόν τάχος κελεύει
μετοικίζεσθαι. Τούτο μαθόντες οίκατά τήν Αντιόχειαν χριστιανοί, άμα γυναίξί καί
νέμ ήλικίμ χαίροντες καί ψαλμωδούντες, άπό τής Δάφνης έπί τήν πόλίν μετέφερον
τήν σορόν.»
Κύριλλος δέ ό Ιεροσολύμων έν κατηχήσει ιη'
λέγει περί άγιων λειψάνων τάδε:
«Καί τον Έλίσσαίον τον δίς έγείραντα, έν
τε τφ ζήν καί μετά τό τελευτή σαι αύτόν ζών μέν γάρ ένήργησε τήν άνάστασιν, διά
τής αύτού ψυχής, ϊνα δέ μή μόνον τίμηθώσί τών δικαίων αί ψυχαί, πιστευθή δέ ότι
καί έγκειται έν τοίς τών Δικαίων σώμασί δύναμις, ό ριφθείς έν τφ μνημείψ τού
Έλίσσαίου νεκρός, τού νεκρού σώματος τού προφήτου έφαψάμενος, έζωοποιήθη, καί
τό σώμα τού προφήτου τό νεκρόν άπετέλεσε ψυχής έργον καί τό τελεύτησαν καί
κείμενον, ζωήν παρέσχε τφ τελευτήσαντι, καί παράσχον τήν ζωήν, αύτό ομοίως
έμεινεν έν νεκροΐς. Διατί; ϊνα μή έξαναστάντος τού Έλίσσαίου, τή ψυχή μόνη
προσγραφή τό πράγμα, δειχθή δέ ότι καί ψυχής μή παρούσης, έγκειται τις δύναμις
τφ τών άγιων σώματι, διά τήν έν τοσούτοις έτεσιν ένοικήσασαν έν αύτφ δικαίαν
ψυχήν, ής ύπηρέτημαγέγονε. Καί μή άπιστώμεν νήπιοι, ώς μή γεγενημένου τούτου.
Εί γάρ σουδάρια καί σημικίνθια τά έξωθεν όντα, τών σωμάτων άπτόμενα τών
νοσούντων, ήγειρε τούς άσθενείς, πόσψ μάλλον αύτό τό σώμα τού προφήτου ήγειρε
τον νεκρόν»;
Καί Μητροφάνης δέ ό Κριτόπουλος έν Κεφ.
ις' τής έαυτού ομολογίας λέγει περί τών άγιων λειψάνων τά έξής:
«Τήν αύτήν δέ τιμήν άπονέμει ή ’Εκκλησία
καί τοίς άγίοις λειψάνοις εί μόνον άληθή καί άνόθευτα εϊη. Πολλαί γάρ
πανουργίαι καί καπηλίαι έπενοήθησαν περί ταύτα, ώς συμβαίνειν τον αύτόν άγιον,
ου τά λείψανα όνομάζουσι τρικέφαλον, καί τετρακέφαλον είναι τοσαυτόχειρα δέ καί
τοσαυτόποδα. Πολλαχού γάρ δεικνύουσι τά αύτά μέλη τού αύτού άγιου, όπερ ώς
άτοπον καί καπηλευτικόν ή Εκκλησία μισεί καί άποτρέπεται».
Περί δέ τής όφειΛομένης τοϊς όντως άγιοις
Λειψάνοις τιμής τον δέ τον Λόγον άποδίδωσιν:
«Επειδή οί Εθνικοί οί διώκται τών
Χριστιανών έπονείδιστον καί έφύβριστον ήγούντο τον υπέρ Χριστού θάνατον, ό Θεός
καί Πατήρ τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού τίμιον καί ένδοξον θέλων άποδείξαι τον
τοιούτον τρισόλβιον θάνατον, άτε δή ύπέρ τού Μονογενούς αύτού γενόμενον,
έπέθηκε τοϊς λειψάνοις των ύπέρ έκείνου θανόντων χάριν καί δωρεάν τού Παναγίου
Πνεύματος, όπερ ή Εκκλησία καταμαθούσα προθύμως άπεδέξατο καί τοϊς μετέπειτα
παρέδωκεν. Ότι δέ άληθώς χάρις τού Παναγίου Πνεύματος προσετέθη τοϊς άγιοις
Λειψάνοις μαρτυρούσι πολλοί των τής άρχαιοτάτης Εκκλησίας συγγραφέων καί σοφοί
καί άγιοι καί τά διά των άγιων Λειψάνων γενόμενα θαύματα· οία διαμονών φυγαί
καί ποικίλων νόσων θεραπεία, ών τούς τόπους καιρού διδόντως δυνάμεθα
παραστήσαι, εί καί νύν διά τό κατεπεΐγον τής ώρας παρατρέχω».
Περί τής τιμής τών άγιων μαρτύρων ή άγια
έν Λαοδικείμ Σύνοδος έν τφ ΝΑ' κανόνι Λέγει:
«Ότι ού δει έν τή τεσσαρακοστή μαρτύρων
γενέθλια έπιτελεΐν, άλλά τών άγιων μαρτύρων μνήμας ποιεΐν έν τοϊς Σαββάτοις καί
ταΐς Κυριακαΐς»»· ή άπαγόρευσις δέ αύτή διετάχθη ώς Λέγει ό Βαλσάμων, ώς όντων
τών γενεθλίων τών μαρτύρων χαροποιών καί πανηγύρεων προξένων, έξ ού δηλούται,
ότι πανάρχαιον τό τιμάν τούς άγιους μάρτυρας καί πανηγυρίζειν κατά τήν μνήμην
τής ήμέρας τών γενεθλίων ήτοι τού μαρτυρίου τού άγιου μάρτυρος. Τούτο δέ
μαρτυρεΐται καί ύπό τού Τερτυλλιανού καί τού άγιου Κυπριανού. Ούτος ό
Τερτυλλιανός (de corona, c.3) λέγει! «μνήμας ύπέρ τών κεκοιμημένων έτησίους
ποιούμεν». Ήκμασε δέ ό Τερτυλλιανός κατά τό 160 — 245. Επίσης καί ό άγιος
Κυπριανός έν έπιστολή λδ' λέγει: «θυσίας ύπέρ αύτών (τών μαρτύρων) προσφέρομεν
πάντοτε, καί μνήμας έπιτελούμεν κατά τήν ήμέραν τής άθλήσεως τού μάρτυρος, καί
έτησίους πανηγυρίζομεν μνήμας». Ό Κυπριανός δέ έμαρτύρησε κατά τό 258.
Πανάρχαιον Λοιπόν άποφαίνεται έκ πάντων
τούτων τό έθος τής χριστιανικής Εκκλησίας τής τιμής καί τού σεβασμού προς τούς
άγιους καί προς τά άγια αύτών Λείψανα.
Η
ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου