Η εξουσία γιά τή χριστιανική παράδοση είναι ή δυνατότητα καί ή ικανότητα πού έχει κάποιος νά γιατρεύει τήν άνθρώπινη αδυναμία, νά θεραπεύει τήν ανθρώπινη άνάγκη καί νά άποκαλύπτει, νά παρουσιάζει τήν άλήθεια.
Τρίτη 9 Αυγούστου 2016
10. Εκκλησία και Εξουσία
Η εξουσία γιά τή χριστιανική παράδοση είναι ή δυνατότητα καί ή ικανότητα πού έχει κάποιος νά γιατρεύει τήν άνθρώπινη αδυναμία, νά θεραπεύει τήν ανθρώπινη άνάγκη καί νά άποκαλύπτει, νά παρουσιάζει τήν άλήθεια.
Εξουσία είναι ή
διαδικασία ύποδουλώσεως τών έχθρικών γιά τόν άνθρωπο δυνάμεων καί ή όπελευθέρωσή
του άπ' αύτές. Ή γνήσια έξουσία έλευθερώνει καί σώζει τόν άνθρωπο.
"Ετσι δείχνει ό
Ιησούς Χριστός ότι έχει έξουσία καί έτσι άντιλαμβάνονται τήν έξουσία του, άκόμη
καί οί εχθροί του. Όταν τόν ρωτούν «έν ποία έξουσία ταύτα ποιείς;» (Ματθ. 21,
23), δείχνουν ότι, καί άποκαλούν έξουσία τή δυνατότητα θεραπείας καί
άναγνωρίζουν ότι ό Χριστός έχει αύτή τή δυνατότητα. Εκείνο πού θέλουν νά
έξιχνιάσουν είναι άπό πού ό Χριστός τήν παίρνει αύτή τή δυνατότητα. Δέν
αμφισβητούν ότι ή έξουσία τοϋ Χριστού συνίσταται στήν ίκανότητά του νά έκβάλλει
δαιμόνια, μόνο πού ύποπτεύονται ότι ή πηγή αύτής τής δυνάμεώς του είναι ό
διάβολος, «έν τω άρχοντι τών δαιμονίων έκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34).
«Μ' αύτόν πράγματι τόν
τρόπο (ό Χριστός) έξήσκησε τή γνήσια καί άληθινή Του Βασιλεία, έπαρκώντας ό
"Ιδιος σ' αύτήν. Καί κυβέρνησε έτσι σέ όσους έβασίλευσε, ώστε ήταν πιό
προσηνής άπό φίλους, άλλά καί πιό δίκαιος άπό τυράννους, πιό στοργικός άπό
πατέρα, πιό οικείος άπό μέλη, πιό άπαραίτητος κι άπό καρδιά. Όχι κάμπτοντάς
τους μέ φόβο ή ύποτάσσοντάς τους μέ δώρα, άλλ' όντας Αύτός μόνος ή δύναμη της
έξουσίας Του καί συνάπτοντας ό Ίδιος τούς ύπηκόους Του στόν έαυτό Του. Γιατί τό
νά βασιλεύει κανείς μέ άπειλές ή δωροδοκίες δέν σημαίνει πώς ό Ίδιος άληθινό
εξουσιάζει, άλλά ή ύπακοή σ' αύτόν κρίνεται άπό τίς έλπΐ δες άμοιβης καί τίς
άπειλές
. Κι όπως κατά συνέπεια δεν άρχει
ούσιαστικά όποιος άντλεί τήν έξουσία έξω άπό τόν έαυτό του, έτσι κι εμείς δέν
ύπηρετούμε γνήσια τόν Θεό, όταν ύποτασσόμαστε μέ έναν άπό αύτούς τούς
τρόπους Εφόσον έπρεπε λοιπόν Αύτός νά
άσκήσει τή γνησιότερη βασιλεία γιατί δέν ήταν φυσικό ν' ασκήσει τήν άλλη βρήκε καί τόν τρόπο νά τό κατορθώσει. Κι ήταν
αύτός ό πιό παράδοξος τρόπος, γιατί μεταχειρίζεται τά άντίθετα. Για νά είναι
άληθινός Δεσπότης, δέχεται φύση δουλική καί διάκονεί τούς δούλους μέχρι σταυρού
καί θανάτου κι έτσι αίχμαλωτίζει τίς ψυχές τών δούλων καί ύποτάσσει άμεσα τή
θέλήση τους. Γι' αύτό καί ό Παύλος, πού γνώριζε ότι αύτή ή διακονία Του ήταν τό
μυστικό τής Βασιλείας Του, λέει: "ταπείνωσεν έαυτόν γενόμενος ύπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου
δέ σταυρού, διά
τούτο ό Θεός
αύτόν ύπερύψωσι ",
καί ό θαυμαστός Ησαΐας: "Διά τούτο
αύτός κληρονομήσαι πολλούς
καί τών ισχυρών
μεριεί σκύλα, άνθ'
ών παρεδόθη εις θάνατον ή ψυχή αύτού καί μετά άνομων έλογίσθη".
Μέ τήν πρώτη δημιουργία ό
Χριστός έγινε Κύριος στή φύση μας. Άλλά μέ τήν καινή κτίση ύπέταξε τή θέλησή
μας πράγμα πού σημαίνει πώς βασιλεύει
άληθινά στούς άνθρώ πους, έφόσον τούς κυβερνά, έχοντας πρώτα δεσμεύσει και
ύποτάξει στόν έαυτό Του τήν αύτονομία τού λογικού καί ιό αύτεξούσιο τής
θελήσεως, πού συνιστούν τόν άνθρωπο. Γί αύτό καί λέει: "Εδόθη μοι πάσα
έξουσία έν ούρανώ καί έπί γής", σάν νά συνέβη κάτι καινούριο στόν
προαιώνιο Δεσπότη τοϋ κόσμου, πού καί ή άνθρώπινη φύση άνεγνώρισε μαζί μέ τόν
ούράνιο κόσμο τόν κοινό Δεσπότη. Άλλά καί ό λόγος τοϋ Δαβίδ: "Έβασίλευσεν
ό Θεός επί τά έθνη" αύτη τή βασιλεία ύπαινίσσεται, στήν όποία τά έθνη θά είναι σύσσωμα τω Σωτήρι καί συμμέτοχα, κατά τήν έκφραση τοϋ Παύλου. Γιατί, έχοντας ενωθεί
τόσο τέλεια μέ τά σώματα καί τίς ψυχές μας, ό Χριστός έγινε Κύριος όχι μόνο τών
σωμάτων, άλλά καί τών ψυχών καί τών θελήσεων. Ετσι εξασκεί τήν όντως αύτάρκη
καί γνήσια βασιλεία καί κυβερνά άμεσα ό Ίδιος, όπως ή ψυχή τό σώμα καί ή κεφαλή
τά μέλη»1.
1. Νικολάου Καβάσιλα,
«Περί τής έν Χριστώ ζωής», Λόγος Δ', ΜίΛηε 150, 617 621Α.
Ό Χριστός βασιλεύει στούς
άνθρώπους, γιατί γίνεται υπηρέτης τους, γιατί «προσελάβετο ύμάς» (Ρωμ. 15, 7)
καί σύναψε όλους εμάς στόν έαυτό του. Μέ τό νά γίνει αύτός άνθρωπος καί νά
κάνει εμάς θεούς γεφυρώθηκε τό χάσμα άνάμεσα στόν Θεό καί στόν άνθρωπο, άνάμεσα
στόν έξουσιαζόμενο καί τόν έξουσιαστή. "Ετσι ό Χριστός μάς έξουσιάζει
πραγματικά, γιατί ή έξουσία Του πηγάζει μέσα άπό μάς τούς ίδιους, γιατί μέ τήν
άγάπη Του μεταμορφώνει τή λογική μας, πού είναι λογική τοϋ συμφέροντος, καίτή
θέληση μας, πού άρνε'ίται νά βγει έξω άπό τόν έαυτό της, σέ λογική τής άγάπης,
πού ύπερβαίνει τήν ιδιοτέλεια, καί σέ θέληση πού ταυτίζεται μέ τή θέληση τοϋ
άλλου.
Η έξουσία ώς δυνατότητα
ίάσεως τών ανθρωπίνων άδυναμιών καί άσθενειών έκφράζεται μόνο ώς θεραπεία
άναγκών καί ώς διακονία. Η έξουσία ώς δυνατότητα άποκαλύψεως τής άλήθειας, ώς
μαρτυρία, πραγματώνεται μέ τό πάθος καί τό μαρτύριο. Ή παρουσία τής έξουσίας ώς
δυνατότητας ίάσεως, πού έκφράζεται ώς θεραπεία καί διακονία καί ώς δυνατότητας
άποκαλύψεως τής αλήθειας, πού πραγματώνεται μέ τό μαρτύριο, εξασφαλίζει κύρος
γι' αύτόν πού τήν άσκε'ί καί προκαλεί τήν αναγνώριση τών άνθρώπων, πού δίνουν
σ' αύτόν μιά έξέχουσα καί περίοπτη θέση.
Όταν όμως κάποιος, χωρίς
νά έχει τή δυνατότητα καί »ήν πρόθεση τής ίάσεως καί τής μαρτυρίας, ζητεί,
άπαιτεί ή και άναγκάζει τούς ανθρώπους,
μέ οποιονδήποτε τρόπο, να τού δώσουν αύτη τήν περίοπτη θέση, τότε ασκεί
καταχρηστική έξουσία «κατεξουσιάζει» καί «κατακυριεύει», όπως λέει τό Εύαγγέλιο.
"Ετσι, οί
πολιτικοί άρχοντες συνήθως
κατεξουσιάζουν και κατακυριεύουν
έστω καί άν τό
κάνουν συχνά «δημοκρατικά». Ή
ποιότητα τής έξουσίας δέν κρίνεται άπό τά έξωτερικά σχήματα, γι' αύτό μπορεί νά είναι γνήσια
ή έξουσία ένός
βυζαντινού αύτοκράτορα, γιατί
είναι θεραπεία, διακονία» καί μαρτυρία, καί
ένας πρόεδρος τής δημοκρατίας ή ένας κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, πού
ή έξουσία του δέν είναι ούτε θεραπεία ούτε διακονία οϋτε μαρτυρία, νά
κατεξουσιάζει καί νά κατακυριεύει.
Στήν πολιτική ζωή συνήθως
«... έξουσία σημαίνει μόνιμη διάκριση, μόνιμη άρνηση συνάψεως άρχόντων καί
άρχομένων, σημαίνει ότι γιά νά έχουμε έξουσία θά πρέπει νά ύπάρ χει πάντοτε ένα
διάκενο μεταξύ άρχ όντων καί άρχομένων,
ένα διάκενο τό
όποιο είναι άνυπέρβατο
γιά τούς άρχομένους
καί ανυποχώρητο γιά
τόν άρχοντα. Ό άρχοντας δέν μπορεί νά ύποχωρήσει καί νά διαβεί αύτό τό
διάκενο, οί δε αρχόμενοι δέν μπορούν νά τό ξεπεράσουν, καί γι' αύτό σ' αύτά τά
έπίπεδα δέν θά ύπάρξει ίσως ποτέ αύτη ή σύναψη»2·
2. Κώστας Ζουράρις, «Ή
αληθινή φύση τής εξουσίας», «Σύναξη» "Ανοιξη 1983, σελ. 53.
"Οταν ή πολιτική έξουσία θεραπεύει τήν άνθρώπινη
άνάγκη καί μαρτυρεί τήν άλήθεια καί σάν άποτέλεσμα είναι διακονική καί
μαρτυρική, τότε ταυτίζεται μέ τήν έκκλησία όχι ώς πρός τήν εξωτερική της μορφή,
άλλά ώς πρός τήν έσωτερική της ποιότητα, γίνεται έκκλησιαστική.
Θά ήταν αδιανόητο γιά τήν
έκκλησία νά ταυτιστεί μέ μια πολιτική έξουσία, πού ώς πρός τήν έσωτερική της
ποιότητα να είναι άντιεκκλησιαστική, δηλαδή μιά πολιτική έξουσία, πού δέν θεραπεύει
τήν άνθρώπινη άδυναμία, πού δέν μαρτυρεί
τήν άλήθεια καί πού δέν είναι διακονική, άλλά πού, άνεξάρητα άπό τό
έξωτερικό της σχήμα καί χρώμα, καί εξουσιάζει καί κατακυριεύει. Μία τέτοια
ταύτιση θά ισοδυναμούσε μέ αύτοαναίρεση τής έκκλησίας.
Όπως ό Χριστός, έτσι καί
ή ' Εκκλησία δέν είναι μιά έξωτερική έξουσία. Ή "Εκκλησία βέβαια γνωρίζει
τόν πειρασμό τής έξωτερικής έξουσίας, άλλά ή εξωτερική έξουσία, Λίαν
έμφανίζεται στή ζωή τής Έκκλησίας, δέν προέρχεται άπό τή φύση τής Έκκλησίας,
άλλά άπό τήν πτωτική κατάσταση τοϋ άνθρώπου, τόν όποιο δέν έχει άκόμη
μεταμορφώσει τό Άγιο Πνεύμα. Τό "Αγιο
Πνεύμα καταργεί τήν έξωτερική έξουσία, άποκαλύπτοντας τήν έσωτερική
ένότητα ιών δημιουργημάτων τοϋ Θεοϋ.
Πολύ συχνά έκκλησιαστικές
διοικήσεις, ιδιαίτερα τά τελευταία χρόνια, έχουν ταυτιστεί μέ πολιτικές
έξουσίες, άντιεκκλησιαστικές ώς πρός τήν έσωτερική τους ποιότητα. Λέν είναι
όμως άλήθεια πώς οί εκκλησιαστικές διοικήσεις ταυτίζονται μόνο μέ μαύρες
πολιτικές έξουσίες. Υπάρχουν σήμερα εκκλησιαστικές διοικήσεις πού άντιστρατεύονται
δυναμικά μαύρες πολιτικές έξουσίες, όπως ύπάρχουν εκκλησιαστικές διοικήσεις πού
ταυτίζονται δουλικά μέ κόκκινες πολιτικές έξουσίες.
Άν είναι άδιανόητο γιά
τήν έκκλησία νά ταυτιστεί μέ μιά καταχρηστική πολιτική έξουσία, είναι βέβαια
άκόμη πιό άδιανόητο νά γίνεται ή ίδια μιά έξωτερική έξουσία πού δέν διακονεί,
άλλά πού κατεξουσιάζει καί κατακυριεύει, δηλαδή νά γίνεται μιά παραχαραγμένη
καί καταχρηστική έξουσία.
Ό άνθρωπος τής έκκλησίας
πού προσπαθεί νά επιβληθεί, νά ανυψωθεί καί νά διακονηθεί, κάνοντας χρήση
κάποιου εκκλησιαστικού λειτουργήματος, βλασφημεί κατά τοϋ Ιησού Χριστού καί τής
Έκκλησίας Του.
Ό πρώτος στήν Εκκλησία
τοϋ Χριστοϋ δέν περιβάλλεται τά σύμβολα τής διακονίας σάν διακριτικά ύπεροχής,
δέν στολίζεται μ' αύτά γιά νά καμαρώσει, άλλά περιζώνεται ιό λέντιον καί πλένει
τά πόδια τών μαθητών, όχι τελετουργικά καί μία φορά τό χρόνο, άλλά έμπειρικά
καί καθημερινά.
[68]
«"Γιατί ποιός σοϋ
δίνει τήν ύπεροχή; Τί έχεις πού νά μήν τό έλαβες;" (Α' Κορ. 4, 7), λέει ό
Παϋλος. Έν συνε χεία, άφού άφησε τούς άρχομένους, έρχεται πρός τούς άρχοντες.
Καί αύτό πού λέει σημαίνει τό έξής: 'Από πού φαίνεται ότι αξίζεις νά
έπαινεΐσαι; "Εχει γίνει λοιπόν ή κρίση; Προχώρησε ή εξέταση, ή δοκιμασία,
ό άκριβής έλεγχος (τών πράξεών σου); Δέν θά μπορούσες νά τό ισχυρισθείς. Έάν δέ
άνθρωποι κρίνουν, ή κρίση τους δί ν είναι άλάνθαστη. "Ας ύποθέσουμε όμως,
ότι καί έπαίνους άξίζεις καί ότι έχεις όντως τό χάρισμα καί ότι δέν έσφαλλε ή
κρίση τών ανθρώπων οϋτε καί τότε έπρεπε νά ύπερηφανεύεσαι, γιατί δέν τό έχεις
μέ τίς δικές σου ικανότητες, άλλά άφοϋ τό έλαβες άπό τόν Θεό. Γιατί λοιπόν
προσποιείσαι ότι έχεις κάτι τό όποιο δέν τό έχεις; Άλλά τοϋτο τό έχεις σύ καί
άλλοι μαζί σου. Λοιπόν έχεις, άφοϋ έλαβες, όχι τοϋτο καί έκείνο, άλλά όλα όσα
έχεις.
Δέν είναι λοιπόν αύτά
δικά σου κατορθώματα, άλλά τής χάριτος τού Θεοϋ. Καί άν αναφέρεις τήν πίστη,
αύτή τήν έχεις λόγω τής κλήσεως άν άναφέρεις τήν άφεση τών άμαρτημάτων, άν τά
χαρίσματα, άν τό διδασκαλικό λόγο, άν τίς δυνάμεις, όλα τά έλαβες άπό έκεί. Πές
μου, λοιπόν, τί έχεις, πού τό έχεις χωρίς νά τό έλαβες, άλλά πού νά τό
κατόρθωσες σύ ό "ίδιος μέ τίς δικές σου δυνάμεις; Δέν θά μπορούσες νά
άπαντήσεις. Άλλά τά έλαβες καί γι' αύτό ύπερηφανεύεσαι; Γιά τοϋτο άκριβώς θ'
άρμοζε νά είσαι ταπεινός, γιατί ό,τι σοϋ δόθηκε δέν είναι δικό σου, άλλά
έκείνου πού σοϋ τό έδωσε. Έάν δηλαδή έλαβες κάτι, τό έλαβες άπό έκεΐνον καί άν
τό έλαβες άπό εκείνον δέν πήρες δικό σου έάν δέ δέν πήρες δικό σου, γιατί
υπερηφανεύεσαι σάν νά έχεις κάτι δικό σου; Γιά τοΰτο καί πρόσθεσε (ό Παϋλος):
"Καί άν τό έλαβες, γιατί καυχάσαι σάν νά μήν τό έλαβες;"
Χρησιμοποιώντας λοιπόν
συνεχείς έρωτήσεις, άποδεικνύει ότι αυτοί χρειάζονται άκόμη πολλά, καί τονίζει
ότι καί άν άκόμη είχατε λάβει τά πάντα, δέν έπρεπε νά καυχάσθε, γιατί τίποτα
δέν είναι δικό σας· τώρα όμως έχετε πολλές άκόμη έλλείψεις. Καί άρχικώς μέν
αύτό υπαινίχθηκε, όταν είπε: "Δέν μπόρεσα νά μιλήσω σέ σάς σάν σέ
πνευματικούς", καί "Απεφάσισα νά μή γνωρίζω τίποτε άλλο, όταν ήμουν
μεταξύ σας, παρά μόνον τόν Ίησοϋ Χριστό καί τούτον έσταυρωμένο". Τώρα όμως
προσπαθεί νά τούς δημιουργήσει τό συναίσθημα τής ντροπής λέγοντας: "Τώρα
πλέον είστε χορτασμένοι, τώρα πλέον είστε πλούσιοι", δηλαδή δέν έχετε
πλεόν καμιά έλλειψη, έχετε γίνει τέλειοι, κατέχετε τήν ϊδια τήν κορυφή, δέν
έχετε πλέον τήν άνάγκη κανενός, ούτε άποστόλων, ούτε διδασκάλων.
"Τώρα πλέον είστε
χορτασμένοι". Καί καλώς χρησιμοποίησε τό "πλέον", δείχνοντας άπό
τό χρόνο τού ρήματος τό άπίθανο τής καταστάσεώς τους καί τήν παράλογη άλαζονεία
τους. Γι' αύτό, διακωμωδώντας τους, έλεγε: Τόσο γρήγορα φτάσατε στό τέλος, πράγμα
τό όποιο ήταν άδύνατο νά συμβεί λόγω τού χρόνου, γιατί τά τελειότερα μένουν γιά
τό μέλλον τό νά χορτάσει δέ κάποιος μέ τά λίγα, είναι χαρακτηριστικό άσθενούς
ψυχής· τό νά νομίζει ότι μέ τά λίγα γίνεται πλούσιος, δείχνει ψυχή άηδιαστική
καί ταλαίπωρη: διότι ή εύλάβεια δέν χορταίνει· καί είναι χαρακτηριστικό
παιδικής διανοίας τό νά νομίζουν ότι μέ τήν απόκτηση τών πρώτων έχουν λάβει τό
πάν καί, ένώ άκόμη δέν βρίσκονται ούτε κάν στήν αρχή, νά ύπερηφανεύονται ότι
έχουν ήδη φθάσει στό τέλος.
Κατόπιν καί διά τών έξης
τούς έλέγχει περισσότερο. Άφού δηλαδή είπε: "Τώρα πλέον είστε
χορτασμένοι", πρόσθεσε: "είστε πλέον πλούσιοι, χωρίς έμάς γίνατε
βασιλείς· καί εϊθε νά είχατε γίνει βασιλείς γιά νά συμβασι λεύσουμε καί μεΐς
μαζί σας". Είναι πλήρης βαρύτητος ό λόγος, γιά τούτο καί τόν πρόσθεσε
τελευταίο μετά τήν πολλή επίπληξη...
"Χωρίς έμάς γίνατε
βασιλείς". Έδώ ύπάρχει πολλή έμφαση καί γιά τούς δασκάλους καί γιά τούς
μαθητές. Αποδεικνύεται ή άσυνειδησία καί ή μεγάλη ανοησία τους. Αύτό δηλαδή πού
λέει σημαίνει τό εξής: Στούς κόπους μέν είναι όλα κοινά καί γιά μάς καί γιά
σάς, στά έπαθλα όμως καί τά στεφάνια εσείς είστε πρώτοι. Άλλά δέν στενοχωριέμαι
καθώς τά λέγω αύτά· γι' αύτό καί πρόσθεσε: "Καί είθε νά είχατε γίνει
βασιλείς". "Επειτα, γιά νά μή φανεί ότι είναι κάποια ειρωνεία,
πρόσθεσε "γιά νά συμβασιλεύσουμε καί μεΐς μαζί σας", διότι καί έμείς
τότε, λέγει, θά μπορούσαμε νά πετύχουμε αύτά τά αγαθά.
Είδες πώς φανερώνει
συγχρόνως καί τή σοβαρότητα καί τήν πατρική φροντίδα του καί τό φιλόσοφο νού
του; Είδες πώς άφαιρεί τήν άλαζονεία; "Γιατί νομίζω ότι ό Θεός έμάς τούς
άποστόλους μάς έδειξε τελευταίους ώς μελλοθανάτους" (Α'
Κορ. 4,9). Δείχνει πάλι
πολλή έμφαση καί
βαρύτητα μέ τό
νά πει "έμάς". Καί
δέν άρκέσθηκε μόνο σ' αύτό, άλλά πρόσθεσε καί τό άξίωμα, έλέγχοντας έτσι
έντονα αύτούς: "έμάς τούς άποστόλους", δηλαδή οί όποιοι ύπομένουμε
μύρια κακά, πού σπέρνουμε τό κήρυγμα τής εύσεβείας, πού σάς οδηγούμε σ' αύτή τή
φιλοσοφία· αύτούς τούς παρουσίασε σάν τελευταίους άνθρώπους, σάν μελλοθανάτους,
δηλαδή σάν κατάδικους. Έπειδή δηλαδή είπε "γιά νά συμβασιλεύσουμε καί μεΐς
μαζί σας" καί μείωσε μέ τό λόγο αύτό τήν αύστηρότητα τοϋ έλέγχου, γιά νά
μήν τούς κάνει νά χαλαρώσουν, έπανέρχεται πάλι σ' αύτό μέ περισσότερη πικρία
καί λέει: Γιατί νομίζω ότι ό Θεός έμάς τούς άποστόλους μάς έδειξε τελευταίους
ώς μελλοθανάτους. Δηλαδή άπ' ό,τι βλέπω, λέει, καί άπό ό,τι σεις λέτε, οί πλέον
περιφρονημένοι καί καταδικασμένοι είμαστε έμείς, οί όποιοι πάντοτε είμαστε
έκτεθειμένοι στίς ταλαιπωρίες, ένώ έσείς φαντάζεσθε ήδη βασιλεία καί τιμές καί
έπαθλα...
«Διότι γίναμε θέαμα στόν
κόσμο καί στούς άγγέλους καί στούς ανθρώπους». Τί σημαίνει "γίναμε θέαμα
στόν κόσμο"; Δέν ύποφέρουμε, λέει, αύτά σέ μία γωνία οϋτε σ' ένα μικρό
μέρος τής οικουμένης, άλλά παντού καί ενώπιον όλων. Τί σημαίνει δέ "καί
στούς άγγέλους"; Είναι δυνατόν νά είμαστε θέαμα γιά τούς άνθρώπους καί όχι
γιά τούς άγγέλους, όταν τά συμβαίνοντα είναι εύτελή οί ιδικοί μας όμως άγώνες είναι τέτοιοι, ώστε
άξίζουν νά τούς βλέπουν καί οί άγγελοι. Κοίταξε πώς, ένώ έξευτελίζει τόν έαυτό του,
πάλι τόν παρουσιάζει μεγάλο ένώ δέ έκείνοι ύπερηφανεύονται, πώς τούς
παρουσιάζει εύτελεϊς. Επειδή δηλαδή έθεωρεΐτο ότι ήταν εύτελέστερο τό νά είναι
μωροί άπό τό νά φαίνονται φρόνιμοι καί τό νά είναι άδύνατοι άπό τό νά γίνονται
ισχυροί καί τό νά είναι περιφρονημένοι άπό τό νά είναι ένδοξοι καί φημισμένοι,
καί έπειδή πρόκειται νά άποδώσει τά μέν δεύτερα σ' έκείνους, τά δέ πρώτα τά δέχθηκε γιά τόν
έαυτό του, δείχνει ότι αύτά είναι ανώτερα άπό κείνα, έφ' όσον χάρις σ' αύτά
πέτυχε νά τούς βλέπουν όχι μόνο όλοι οί άνθρωποι άλλά καί τό σύνολο τών άγγέλων
γιατί ή δική μας πάλη δέν είναι μόνο πρός άνθρώπους, άλλά καί πρός τίς άσώματες
δυνάμεις. Γιά τούτο γίνεται καί μεγάλο θέαμα.
«Εμείς θεωρούμαστε μωροί
χάριν τού Χριστού, σεις δέ φρόνιμοι έν Χριστώ» (Α' Κορ. 4, 10). Πάλι καί τούτο
τό είπε, γιά νά προκαλέσει ντροπή, δείχνοντας ότι είναι άδύνατο νά συμβαίνουν
αύτά τά άντίθετα καί ότι δέν είναι δυνατό νά συνέρχονται στόν 'ίδιο τόπο
άνθρωποι πού άπέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Πώς δηλαδή είναι δυνατό, λέει, σέ
θέματα πού αφορούν στόν Χριστό, σείς μέν νά είστε φρόνιμοι, έμείς δέ μωροί;
Έπειδή δηλαδή αύτοί μέν δέρονταν καί καταφρονούνταν καί άτιμάζονταν καί
θεωρούνταν τιποτένιοι, ένώ εκείνοι άπολάμβαναν
τιμής καί μερικοί μάλιστα θεωρούνταν σοφοί καί συνετοί άπό πολλούς, γι' αύτό τά
λέει αύτά1ότι δηλαδή, πώς είναι δυνατόν εκείνοι πού κηρύττουν αύτά νά θεωρούν
ότι είναι τά άντίθετα;
"Εμείς άσθενικοί,
σεις δέ ισχυροί". Δηλαδή έμείς μέν τρεπόμαστε σέ φυγή, καταδιωκόμαστε,
σεις όμως δέν φοβάστε τίποτα καί σάς περιποιούνται. Άλλά τούτο δέν τό άνέχεται
ή φύση τού κηρύγματος. "Εμείς άσημοι σείς δέ ένδοξοι". Έδώ
άπευθύνεται πρός όσους έχουν ευγενή καταγωγή καί ύπερηφανεύονται γιά τά
κοσμικά.
""Εως αύτήν τήν
ώρα καί πεινάμε καί διψάμε καί έχουμε έλλείψεις σέ ρουχισμό καί μάς κακομεταχειρίζονται
καί περιπλανιόμαστε καί κοπιάζουμε, εργαζόμενοι μέ τά 'ίδια μας τά χέρια"
(Α' Κορ. 4, 1112). Δηλαδή, δέν διηγούμαι παλαιά, άλλά πράγματα γιά τά όποια έχω
μάρτυρα τήν τωρινή πραγματικότητα. Γιατί δέν μιλάμε καθόλου γιά τά ανθρώπινα ούτε
γιά τή δόξα τού κόσμου, άλλά άποβλέπουμε μόνο στόν Θεό, καί αύτό ακριβώς είναι
άνάγκη νά κάνουμε καί μεϊς παντού καθ' όσον δέν βλέπουν αύτό μόνον οί άγγελοι,
άλλά καί πρίν άπό έκείνους ό άγωνοθέτης.
"Ας μήν έπιζητοΰμε
λοιπόν άλλοι νά μάς έπαινούν, γιατί, όταν σπεύδουμε πρός τούς συνδούλους μας,
άποφεύ γοντας έκείνον (τόν Θεό), γιατί δήθεν δέν μάς είναι άρκετός ό δικός Του
θαυμασμός, τούτο είναι σάν νά Τόν βρίζουμε...
[...] Επίσης, τό νά μήν
άποδίδουν τιμή σέ κάποιον καί νά τόν περιφρονούν καί τό νά μήν έχει καμιά
δύναμη, φαίνεται στούς πολλούς ομοίως ότι είναι μεγάλη ντροπή καί εύτέλεια.
Αύτό έπίσης τό άποφεύγουμε, όχι γιατί πράγματι τό καταδικάζουμε, άλλά λόγω τής
κρίσεως τών κυρίων μας. Τό άντίθετο έπίσης μάς προκαλεί ζημιά ό πλούτος δηλαδή,
ή άλαζονεία, ή δόξα καί ή λαμπρότητα θεωρούνται άγαθά" καί δέν έπιδιώκουμε
πάλι αύτά έδώ, έπειδή κρίναμε ότι έκ φύσεως τά πράγματα αύτά είναι καλά, άλλά
γιατί πεισθήκαμε άπό τή γνώμη τών κυρίων μας. Δηλαδή κύριος μας είναι ό κόσμος
καί ό πολύς όχλος, καί είναι ώμός κύριος καί σκληρός τύραννος. Καί οϋτε τοϋ
χρειάζεται νά μάς διατάξει, γιά νά ύπακούσουμε, άλλά αρκεί μόνο νά γνωρίζουμε
τί θέλει καί άμέσως ύποκύπτουμε χωρίς διαταγή" τόσο πολύ τόν σεβόμαστε»3.
3. Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. ΙΒ' Εις Α ' Κορινθίους, 1 4, ΕΠΕ, τόμ. 18, σελ. 320332."Ετσι, αύτός
πού χρησιμοποιεί τήν
έκκλησιαστική του έξουσία
καταχρηστικά, ώς ένα
μέσο γιά νά κατεξουσιάσει καί νά ύποδουλώσει τούς
άλλους γιά τή δική του άνάδειξη καί ικανοποίηση, έχει στήν πραγματικότητα
ύποδουλωθεί εκείνος στούς άλλους.Στό ποσοστό πού ό κληρικός λειτουργεί ώς
πραγματικός μαθητής τοϋ Χριστού, καί στό ποσοστό πού είναι πνευματικά ώριμος,
δέν έπιζητεί τιμές καί έπαίνους καί ιδιαίτερα άπό τούς άνθρώπους πού έχουν
κοσμικό πνεύμα: «"Ας έλθουν οί έπαινοι σου άπό τά στομάχια τών πεινασμένων
καί όχι άπό τά πλούσια δείπνα τών καλοφαγάδων», παραγγέλλει ό Ιερώνυμος.
Ό Απόστολος Παϋλος δέν
κατηγορεί έκείνον πού έπιδιώκει τό επισκοπικό λειτούργημα: [69]«Αν κανείς
έπιθυμεί νά γίνει έπίσκοπος", δέν
τόν κατηγορώ, λέει, γιατί αύτό πού έπιθυμεί είναι νά αναλάβει έργο προστασίας.
Άν κανείς έχει αύτή τήν έπιθυμία, ώστε νά μήν επιζητεί μόνο τήν κυριαρχία καί
τήν έξουσία άλλά καί τήν προστασία, δέν τόν κατηγορώ "γιατί έπιθυμεί καλό
έργο", λέει. Άκόμη καί ό Μωυσής έπεθύμηοι τό πράγμα αύτό, άλλά όχι τήν
έξουσία καί τό έπεθύμηοι έτσι, ώστε νά άκούσει τό "ποιός σέ όρισε άρχοντα
καί δικαστή μας;» "Αν λοιπόν κανείς έτσι τό έπιθυμεί άς τό έπιθυμεί
λέγεται δέ έπισκοπή γιατί έχει όλων τήν έπίβλεψη
Πρέπει λοιπόν (ό
έπίσκοπος) νά είναι άγρυπνος όχι μόνο γιά τίς δικές του φροντίδες, άλλά καί γιά
τίς φροντίδες τών άλλων. Πρέπει νά είναι
ξύπνιος, ένθερμος στό πνεύμα καί τρόπον τινά νά άναπνέει φωτιά καί σάν
στρατηγός πού παρακολουθεί μέρα καί νύχτα τό στράτευμα, νά άγωνιά καί νά
φροντίζει καί νά μεριμνά καί νά ένδιαφέρεται γιά όλους»5.
5. Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. Γ Εις Α' Τιμόθεον, ΜίΛηε 62, 5478. 188Συχνά τά έκκλησιαστικά άξιώματα
έπιζητούνται τόσο πολύ καί κάποτε μέ άνέντιμο καί άνήθικο τρόπο, έπειδή
δέν θεωρούνται ώς
μέσα διακονίας, άλλά ώς εύκαιρίες
έξουσιαστικής έπιβολής στούς
άλλους καί ικανοποιήσεως τών
παθών έκείνων πού τά έπιζητούν.
«Διότι δέν ανερχόμαστε
στήν έξουσία γιά τήν προστασία τών αδελφών, άλλά γιά τή δόξα καί τήν άνάπαυση.
Διότι, έάν γνώριζες, ότι ό έπίσκοπος όφείλει νά φροντίσει γιά όλα καί νά
βαστάζει τά βάρη όλων, ότι στούς άλλους μέν όταν οργίζονται ύπάρχει συγγνώμη,
γι' αύτόν δέ καθόλου, ότι γιά τούς άλλους όταν άμαρτάνουν ύπάρχει πολλή αίτηση
συγγνώμης, σ' αύτόν δέ καθόλου, δέν θά έσπευδες πρός τήν έξουσία, δέν θά
έτρεχες. Διότι αύτός είναι έκτεθειμένος στά στόματα όλων, στίς κρίσεις όλων,
καί τών σοφών καί τών μή σοφών κάθε ήμερα καί κάθε νύχτα κόπτεται μέ φροντίδες·
πολλοί είναι εκείνοι πού τόν μισούν καί πολλούς έχει πού τόν φθονούν.»
Διότι δέν θέλω νά μού
πεις γιά έκείνους, πού σέ όλους χαρίζονται, έκείνους πού θέλουν νά είναι
άργόσχολοι, έκείνους πού άνέρχονται στό άξίωμα γιά άνάπαυση. Δέν γίνεται λόγος
γι' αύτούς, άλλά γιά έκείνους, πού άγρυπνούν γιά τίς ψυχές σας, πού προτάσσουν
άπό τή δική τους σωτηρία, τή σωτηρία τού λαού τους.
[...] "Ωστε, άν
έσπευδε κάποιος νά πει ότι ή άρχιερωσύνη είναι γιά τήν προστασία τού ποιμνίου,
κανένας δέν θά τή δεχόταν άμέσως. Τώρα δέ, όπως άκριβώς τίς κοσμικές έξουσίες,
έτσι έπιδιώκομε καί αύτήν. Διότι, γιά νά όοξασδοϋμε, γιά νά τιμηδοϋμε άπό τούς
άνθρώπους, χάνομε τή σωτηρία μας κοντά στόν Θεό. Ποιό είναι τό κέρδος τής
τιμής; Πώς έλέγχεται ότι δέν είναι τίποτα αύτή; Όταν έπιθυμήσεις τήν Ιερωσύνη,
σύγκρινέ την μέ τή γέεννα, σύγκρινε τίς έκεΐ εύθύνες, σύγκρινε τήν ήσυχη ζωή,
σύγκρινε τό μέτρο τής τιμωρίας· διότι άν άμαρτήσεις μόνο σάν άτομο, τίποτε δέν
θά πάθεις άπό αύτά, έάν όμως άμαρτήσεις, ένώ είσαι ιερεύς, χάθηκες. Σκέψου πόσα
ύπέμενε καί πόσα αντιμετώπισε μέ έγκαρτέρηση ό Μωυσής, καί πόσα έπέδειξε
αγαθά" καί όταν διέπραξε ένα μόνο άμάρτημα, τιμωρήθηκε σκληρά.
Δικαιολογημένα. Διότι αύτό έγινε μέ βλάβη τών άλλων ώστε σκληρότερα
τιμωρούνταν, όχι έπειδή έγινε φανερό, άλλά διότι ήταν καί αμάρτημα ιερέως.
Διότι δέν τιμωρούμαστε μέ τήν ϊδια τιμωρία καί γιά τά φανερά καί τά κρυφά άμαρτήματα.
Διότι είναι μέν ή άμαρτία ή ϊδια, δέν είναι όμως ϊδια ή ζημία μάλλον δέ ούτε ή
άμαρτία είναι ή ϊδια. Διότι δέν είναι τό ϊδιο νά άμαρτάνεις, διαφεύγοντας τήν
προσοχή καί κρυφά, καί τό ν' άμαρτάνεις φανερά. Ό έπίσκοπος όμως δέν είναι
δυνατόν νά άμαρτάνει κρυφά. Διότι είναι έπιθυμητό, χωρίς ν' άμαρτήσει νά άπαλλάσσεται άπό τίς κατηγορίες,
χωρίς βέβαια ν' άμαρτήσει σέ κάτι. Καί
άν όργισθεί, καί άν γελάσει, καί όνειρευθι ι κάποια άνεση, πολλοί είναι έκείνοι
πού τόν χλευάζουν, πολλοί είναι έκείνοι πού σκανδαλίζονται, πολλοί είνιιι
έκείνοι πού νομοθετούν, πολλοί είναι έκείνοι πού ένθυ μοΰνται τούς
προηγούμενους καί κακίζουν τόν παρόντα καί κάνουν αύτά, χωρίς νά θέλουν νά
έγκωμιάσουν έκεί νους, άλλά νά βλάψουν αύτόν, ένθυμούμενοι τούς συνι πισκόπους
καί τούς πρεσβυτέρους»
«Πάλιν παραλαμβάνει αύτόν
ό διάβολος εις όρος ύψηλόν λίαν, καί δείκννσιν αυτώ πάσας τάς βασιλείας τοϋ κόσμου καί τήν δόξαν
αυτών καί λέγει αυτώ παντα πάντα σοι δώσω, έάν πεσών προσκύνησης μοι».
(Ματθ. 4, 89).Κατά καιρούς
εκτοξεύεται κατά τών κληρικών ή κατηγορία ότι δέν πρόβαλαν καμιά άντίσταση
έναντίον τών άνελεύθερων πολιτικών καθεστώτων πού επικρατούσαν στή χώρα τους.
Άλλοτε πάλι κατηγορούνται πού δέν συμμετέχουν σέ διαμαρτυρίες γιά τίς διάφορες
μορφές κοινωνικής άδικίας πού έπικρατοϋν στίς κοινωνίες στίς οποίες ζοϋν.
Σ' όλες αύτές τίς
περιπτώσεις οί κληρικοί κατηγορούνται έπειδή δέν συμμερίζονται τίς κοσμικές
ιδεολογικές άντιλήψεις, όσον άφορά τό τί χρειάζεται νά γίνει καί πώς γιά νά
βελτιωθεί ή ζωή τών ανθρώπων. Μέ άλλα λόγια οί κληρικοί κατηγορούνται έπειδή
δέν άγωνίζονται γιά νά άντικατασταθεί ένα πολιτειακό ή πολιτικό καθεστώς μέ ένα
άλλο, ή γιά νά βελτιωθεί τό ισχύον νομικό καθεστώς. Τούς λίγους κληρικούς πού
άνταποκρίνονται σ' αύτή τήν προσδοκία, έκείνοι πού κατηγορούν όσους δέν
άνταποκρίνονται, τους θεωρούν σάν τούς μόνους φωτισμένους κληρικούς καί τούς
ήρωοποιούν.
Άλλά όλοι αύτοί οί
έπιτιμητές τού κλήρου γιά κανένα λόγο δέν αναγνωρίζουν στούς κληρικούς, άλλά
καί <κ οποιαδήποτε άλλα μέλη τής Εκκλησίας, τό δικαίωμα να άγωνιστούν γιά
τήν έπικράτηση τής χριστιανικής όντιλήψι ως όσον άφορά τό τί πραγματικά
χρειάζεται ό κόσμος και τό πώς αύτό πρέπει νά πραγματοποιηθεί. "Οταν
μάλιστα συμβεί κάποτε νά έπιχειρήσουν νά άντισταθούν ένάντιο στήν προσπάθεια
οιουδήποτε πολιτικού συστήματος νά άναγκάσει τήν Εκκλησία νά έργασθεί γιά τήν
έπίτευξη τής κοσμικής σωτηρίας, πού αύτό τό πολιτικό καθεστώς
προσφέρει στόν άνθρωπο,
τότε αποδοκιμάζονται τρομοκρατικά καί
βίαια, ή γελοιοποιούνται.
Κάθε προσπάθεια τής Εκκλησίας
νά λειτουργήσει ώς σώμα Χριστού, δηλαδή ώς οικογένεια, τά μέλη τής οποίας
προσπαθούν νά μοιράζονται μεταξύ τους ό,τι έχουν καί δ,τι είναι, προκαλεί
τουλάχιστον δυσαρέσκεια στούς κοσμικούς άρχοντες καί τά πολιτικά κόμματα, πού
συνήθως τήν υπονομεύουν καί, όταν μπορούν, τή ματαιώνουν.Είναι φανερό ότι στό
δυτικό κόσμο καί στόν τόπο μας, οί πιό πολλοί άνθρωποι καί ιδιαίτερα έκείνοι
πού είναι ιδεολογικά στρατευμένοι, βλέπουν τήν Εκκλησία σάν ένα στοιχείο πού
εϊτε μπορεί νά παρεμποδίσει ή, στήν καλύτερη περίπτωση, νά διευκολύνει τήν
έπίτευξη τής κοσμικής σωτηρίας καί οπωσδήποτε δέν θέλουν νά προχωρήσει ή
Εκκλησία στήν πραγματοποίηση τής δικής της σωτηριολογίας. Θέλουν τήν Εκκλησία
απλώς σάν διακοσμητικό στοιχείο κι αύτό όχι γιά αισθητικούς λόγους, άλλά γιατί
έτσι είναι έξασφαλισμένο ότι δέν θά έχει καμιά ούσιαστική οντότητα καί
προπαντός ότι δέν θά άντιτάξει μιά άλλη σωτηριολογία στήν κοσμική σωτηριολογία
της ιδεολογίας καί τού κράτους.
Είναι τραγικό, ότι
πολλοί κληρικοί καί
όχι σπάνια έπίσκοποι, είναι άπόλυτα
ικανοποιημένοι, άκόμα καί
κολακευμένοι, μέ τό διακοσμητικό ρόλο πού τό κράτος τούς άναθέτει , υιοθετώντας
αύτή τήν άντίληψη γιά τό διακοσμητικό μόλο τής Εκκλησίας, καί πολύ συχνά
καμαρώνουν, δίνοντας τήν ίεροτελεστική τους παράσταση μέ όλα τά σχετικά
παραφερνάλια. "Ετσι έχουν καθιερωθεί καί έχουν γίνει αποδεκτές άπό όλες
τίς πολιτικές παρατάξεις οί έμπαικτικές
ορκωμοσίες στό όνομα τής «Άγιας ομοουσίου καί άδιαιρέτου Τριάδος» καί οί
τρίλεπτοι άγιασμοί στήν έναρξη ιών έργασιών τής βουλής, στά έγκαίνια καί σέ
άλλες παρόμοιες εύκαιρίες.
Στήν ύπόλοιπη Εύρώπη καί
στήν Αμερική τό κράτος καί οί ιδεολογίες άφήνουν άνενόχλητους τούς διάφορους
Εκκλησιαστικούς οργανισμούς, έπειδή άκριβώς είναι τόσο εκκοσμικευμένοι, ώστε νά
έχουν έντελώς σχεδόν παραιτηθεί τής έκκλησιαστικής σωτηριολογίας καί νά
προσφέρουν πρόθυμα τόν έκκλησιαστικό μανδύα γιά νά περιβάλλουν τήν κοσμική
σωτηριολογία τοϋ κράτους. Στή δύση οί εκκλησιαστικοί οργανισμοί ύπηρετοϋν τήν
κοσμική σωτηριολογία, άγωνιζόμενοι γιά τά «κοινωνικά προβλήματα», ένώ στόν τόπο
μας ή Έκκλησία προσφέρει στό κράτος τόν
τελετουργικό διάκοσμο, όπως έκανε
ή ειδωλολατρική θρησκεία στή Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία. Σήμερα στόν τόπο μας ή
Έκκλησία λειτουργεί γιά τό κράτος σάν γραφείο τελετών καί πρό παντός σάν
γραφείο κηδειών.
Ή Ανατολική Έκκλησία μόνο
στούς τελευταίους χρόνους άντιμετωπίζει μιά κοσμική σωτηριολογία, πού τήν
άνταγωνίζεται καί πού έπιδιώκεΐ νά ύποκαταστήσει τήν εκκλησιαστική
σωτηριολογία. Ή άνατολική Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία είχε άποδεχθεί τήν έκκλησιαστική
σωτηριολογία καί έθετε έαυτήν στήν ύπηρεσία της. Άν ύπήρξαν κατά καιρούς
συγκρούσεις μεταξύ τών αυτοκρατορικών καί τών έκκλησιαστικών άρχών, γιά
έκκλησιαστικά θέματα, οί συγκρούσεις αύτές ήταν ένδοεκκλησιαστικές. Δέν ήταν
συγκρούσεις άνάμεσα σέ δυό διαφορετικές σωτηριολογίες, τήν κρατική καί τήν
εκκλησιαστική, άλλά άνάμεσα σέ δυό διαφορετικές άντιλήψεις μέσα στήν Έκκλησία,
ώς πρός το περιεχόμενο τής εκκλησιαστικής σωτηριολογίας καί τόν τρόπο
πραγματοποιήσεώς της.
Ή δυτική εκδοχή τής
χριστιανικής σωτηριολογίας, όχι μόνο δέν ανταποκρίθηκε στήν άνάγκη γιά σωτηρία
τοΰ δυτικοϋ άνθρώπου, άλλά ενέτεινε
τήν ταλαιπωρία του, οδηγώντας τον
έτσι στήν αναζήτηση
μιάς άλλης σωτηριολογίας, μέ
άποτέλεσμα νά δημιουργηθούν στή δύση σωτηριολογίες πού ανταγωνίστηκαν τήν έκκλησιαστική,
άφού δέν είναι δυνατό νά συνυπάρχουν περισσότερες άπό μιά σωτηριολογίες στόν
ϊδιο χώρο, χωρίς νά προσπαθεί ή μία νά έξοβελίσει τήν άλλη.
Κατ' άρχήν στήν παπική
εκκλησιαστική σωτηριολογία ό δυτικός άνθρωπος άντέταξε άλλες έκδοχές τής
χριστιανικής σωτηριολογίας, πού όμως δέν διαφοροποιήθηκαν ούσιαστικά άπό τήν
παπική, καί έτσι τελικά μέ τά κινήματα τού ούμανισμού καί τού διαφωτισμού
άναπτύχθηκαν οί κοσμικές σωτηριολογίες.
Μερικές άπό τίς κοσμικές
σωτηριολογίες έμφανίζονται στήν άρχή καλυμμένες, άργότερα όμως γίνονται πιό
έκδηλες. "Οσο πιό έκδηλες γίνονται οί κοσμικές σωτηριολογίες, τόσο πιό
άνοικτή γίνεται καί ή σύγκρουση τών φορέων τους μέ τήν Εκκλησία.Στή γαλλική
επανάσταση γίνεται 'ίσως ή πιό σαφής καί βίαιη σύγκρουση τής κοσμικής σωτηριολογίας
μέ τή δυτική έκκλησιαστική σωτηριολογία, πού όμως είναι άρκετά έκκοσμικευμένη,
έτσι ώστε οί άντιμαχόμενοι νά είναι διαφορετικές όψεις τού ίδιου νομίσματος καί
ούσιαστικά νά χρησιμοποιούν τά ϊδια όπλα γιά νά εξουδετερώσουν ό ένας τόν άλλο.
Ή σωτηριολογία τού δυτικού ούμανισμού καί διαφωτισμού παίρνει διάφορες μορφές
έκτοτε, άλλά ή έπόμενη πιό έκδηλη σύγκρουσή της μέ τήν έκκλησιαστική
σωτηριολογία γίνεται μέ τή μαρξιστική έπανάσταση στή Ρωσία. ' Η μαρξιστική
κοσμοθεωρία όχι μόνο δέν άποκρύπτει τή σωτηριολογία της, άλλά καί τήν
άπολυτοποιεΐ, ούτως ώστε νά άποκλείει έντελώς οποιαδήποτε άλλη. Ό ολοκληρωτικός
χαρακτήρας τής μαρξιστικής λενινιστικής ιδεολογίας, ό σωτηριολογικός καί
έκκλησιαστικός ισχυρισμός της ότι έχει απαντήσεις σέ όλα τά κοινωνικά,
υπαρξιακά καί βασικά άνθρώπινα προβλήματα, κάνει τή συνύπαρξή της μέ τήν
Εκκλησία λογικά καί πρακτικά αδύνατη. Καί οί δύο στοχεύουν στή μεταμόρφωση τού
ανθρώπου ή άκριβέστερα στή δημιουργία ένός νέου άνθρώπου. Ή Εκκλησία στοχεύει
σέ μιά μεταμόρφωση τού ανθρώπου, πού θά επιτευχθεί μέ τόν άναπροσανατολισμό τών
άνθρωπίνων άξιών καί τήν έκούσια καί έσωτερική ήθική αναμόρφωση τού ανθρώπου,
ένώ ό μαρξισμός έπιδιώκει νά μεταμορφώσει τόν άνθρωπο μέ μιά έπαναστατική καί
βίαιη άλλαγή τής κοινωνίας καί τής οικονομικής δομής της, πού όταν έπιτευχθεΐ
θά άλλάξει τή φύση τού άνθρώπου. Γι' αύτό είναι φυσικό ό Μάρξ νά πιστεύει ότι
«ή απάλειψη τής θρησκείας ώς μιάς ψευδαισθήσεως εύτυχίας είναι αναγκαία γιά τή
δημιουργία τής πραγματικής εύτυχίας».
Ό Λένιν άνέπτυξε
περισσότερο τή φόρμουλα τοϋ Μάρξ, αποκαλώντας τή θρησκεία «φεγγαρόφωτο» καί
άποκλείοντας κατηγορηματικά κάθε «έρωτοτροπία... μέ κάποιο θεό». Προκειμένου νά
ύπονομεύσουν τή θρησκεία, οί κομμουνιστές θά πρέπει νά ανέχονται «έναν κληρικό
πού βιάζει νεαρές κοπέλες» μάλλον, παρά κάποιον «πού διαθέτει ήθικό κύρος καί
μόρφωση, γιατί έτσι ή ύπονόμευση θά είναι εύκολότερη». Σέ άλλη περίπτωση ορίζει
ρητά ότι «τό κόμμα πρέπει νά κάνει έντονο άγώνα κατά τής Εκκλησίας».
Συνεπής μέ τήν πρώιμη
μαρξιστική θεωρία, σύμφωνα μέ τήν όποία ή θρησκεία είναι μέρος τοϋ οικονομικού
ύπερσυστήματος, είχε προφανώς σκεφθεί ότι θά τήν έξαφάνιζε, άν τής στερούσε τήν
οικονομική της βάση. Έτσι, με τό διάταγμα τής 8ης Νοεμβρίου τοϋ 1917,
εθνικοποίησε όλα τά περιουσιακά στοιχεία τής Ρωσικής Έκκλησίας. Με το διάταγμα τής
19ης Φεβρουαρίου τοϋ 1918 άποστέρησε τήν Έκκλησία τοϋ δικαιώματος άποκτήσεως
περιουσίας καί μέ τό διάταγμα τής 23ης Ιανουαρίου τοϋ 1918 άποστέρησε τήν
Έκκλησία τής νομικής υποστάσεως.
Άπό τήν άλλη μεριά, στό
memorandum πού άπηύθυναν τό Μάρτιο τοϋ
1917 στή Σοβιετική Κυβέρνηση οί έπίσκοποι, πού ήταν φυλακισμένοι στά νησιά
Σολόφσκυ, ύπογραμμίζεται ότι ή Έκκλησία καί ό κομμουνισμός βρίσκονται σέ πλήρη
άντίθεση, γιατί «ή Έκκλησία αναγνωρίζει πνευματικές άρχές
τής ύπάρξεως, ένώ ό κομμουνισμός
τίς άπορρίπτεί. Ή Έκκλησία πιστεύει στό ζώντα Θεό, τό δημιουργό τοϋ κόσμου καί
άρχηγό τής ζωής του καί τοϋ προορισμού του ό κομμουνισμός άρνεΐται τήν ύπαρξη
τοϋ Θεοϋ, πιστεύει στήν αύτόματη ύπαρξη τοϋ κόσμου καί στήν άπουσία κάποιας
λογικής καί έσχατων αιτίων τής ιστορίας του. ' Η Έκκλησία προϋποθέτει ότι ό
σκοπός τής άνθρώπινης ζωής
βρίσκεται στήν ούράνια πατρίδα,
άκόμη καί άν ζει
σέ συνθήκες ύψηλής άναπτύξεως τοϋ ύλικοϋ πολιτισμού καί γενικής εύημερίας ό
κομμουνισμός αρνείται νά αναγνωρίσει κάθε άλλο σκοπό στήν ύπαρξη τοϋ άνθρωπίνου
γένους άπό τήν έπίγεια εύημερία. Οί ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τής Έκκλησίας
καί τοϋ σοβιετικού κράτους έκτείνονται άπό τήν κορυφή τών φιλοσοφικών
παρατηρήσεων μέχρι τήν πρακτική σφαίρα... τής ήθικής, τής δικαιοσύνης καί τού νόμου.
Ό κομμουνισμός τά θεωρεί όλα αύτά άποτελέσματα τοϋ ταξικού αγώνα καί άξιολογεί
τά φαινόμενα τής ήθικής σφαίρας άποκλειστικά μέ τά κριτήρια τής χρησιμότητας. Ή
Έκκλησία κηρύσσει άγάπη καί φιλευσπλαχνία, ό κομμουνισμός συντροφικότητα καί
άνίλεο άγώνα. Ή Εκκλησία ενσταλάζει στούς πιστούς ταπεινοφροσύνη,
πού ανυψώνει
τό πρόσωπο, ό
κομμουνισμός έξαχρειώνει τόν
άνθρωπο μέ τήν
έπαρση. Ή Εκκλησία διαφυλάσσει τήν αγνότητα τού σώματος
καί τήν ιερότητα τής άναπαραγωγικής διαδικασίας, ό κομμουνισμός δέν βλέπει
τίποτε άλλο στίς σωματικές σχέσεις παρά τήν ικανοποίηση τών ένστικτων. Ή
Εκκλησία βλέπει στή θρησκεία μιά ζωοφόρο δύναμη πού... λειτουργεί ώς πηγή κάθε
μεγαλωσύνης στή δημιουργικότητα τού άνθρώπου, ώς βάση τής επίγειας εύτυχίας,
ψυχικής ύγείας καί εύημερίας του, ό κομμουνισμός βλέπει τή θρησκεία σάν όπιο,
πού ναρκώνει τόν άνθρωπο καί χαλαρώνει τήν ένεργητικότητά του, σάν τήν πηγή τής
δυστυχίας καί τής φτώχειας του. Ή Εκκλησία θέλει τήν άνθηση τής θρησκείας, ό
κομμουνισμός θέλει τό θάνατο της. Τέτοια βαθειά σύγκρουση στούς τρόπους ζωής
(πού προτείνουν οί κομμουνιστές) άποκλείει κάθε εσωτερική προσέγγιση ή
συμφιλίωση ανάμεσα στήν Εκκλησία καί τό κράτος, όπως δέν μπορεί νά ύπάρξει κάτι
τέτοιο άνάμεσα στήν κατάφαση καί τήν άρνηση... γιατί ό κομμουνισμός άρνεϊται
αύτή τήν ϊδια τήν ψυχή τής ' Εκκλησίας καί τήν κατάσταση καί τήν αίσθηση τής
ύπάρξεώς της Έπειδή άκριβώς οί ήγέτες τού σοβιετικού κράτους ήταν πεπεισμένοι
ότι αποκλείεται ή συνύπαρξη τού κομμουνισμού μέ τή θρησκεία, γι' αύτό επεδίωξαν
τήν έξάλειψή της μέ κάθε δυνατό μέσο καί γι' αύτό, όταν τό σοβιετικό κράτος
άπέτυχε νά εξαφανίσει την Εκκλησία
αφαιρώντας της τήν οικονομική της βάση, χρησιμοποίησε πιό δόλιες μεθόδους. Μιά
άπό αύτές ήταν τό «Ανανεωτικό» λεγόμενο κίνημα, μέσα στούς κόλπους τής Ρωσικής
Εκκλησίας.
Στό σημείο αύτό πρέπει νά
λεχθεί ότι ή ιστορία τής συγκρούσεως μιάς κοσμικής σωτηριολογίας μέ τή
σωτηριολογία τής Εκκλησίας στή Ρωσία έχει ιδιαίτερη σημασία γιά τήν κατανόηση
αυτής τής συγκρούσεως στόν τόπο μας, γιατί, ένώ έκείνη ή σύγκρουση έχει τά ϊδια
βασικά χαρακτηριστικά μέ έτούτη, προηγείται όμως μερικές δεκαετίες. Έτσι,
μελετώντας έκείνη τή σύγκρουση, μπορούμε νά καταλάβουμε καλύτερα τί άκριβώς
συμβαίνει σήμερα σέ μάς καί άκόμη νά προβλέψουμε μελλοντικές έξελίξεις.
Αύτό πού είναι ξεκάθαρα
κοινό στή ρωσική καί τήν ελληνική σχετική πραγματικότητα είναι, ότι ή κοσμική
σωτηριολογία άναπτύσσεται καί στή Ρωσία καί στήν Ελλάδα, σάν άποτέλεσμα τής
εισβολής καί στίς δύο αύτές ορθόδοξες
χώρες τού δυτικού
ούμανισμού καί διαφωτισμού.
Οί διάφορες δυτικές
ιδεολογίες, όπως ό μαρξισμός, είναι προϊόντα τού δυτικού
ούμανισμού καί διαφωτισμού καί γι' αύτό, έστω καί άν συχνά παρουσιάζουν
έξωτερικές διαφορές μεταξύ τους, έχουν πάντοτε τό δυτικό ούμανισμό καί
διαφωτισμό σάν κοινό βασικό τους θεμέλιο. "Ενα βασικό χαρακτηριστικό όλων
αύτών τών ιδεολογιών είναι, ότι προσπαθούν νά ύποκαταστήσουν τήν έκκλησιαστική
σωτηριολογία μέ μιά σωτηριολογία κοσμική.
Δέν είναι λοιπόν καθόλου
παράξενο πού ό Μέγας Πέτρος, ένας μονάρχης, καί ό Αένιν, ένας επαναστάτης,
έχουν κοινές άντιλήψεις όσον άφορά τή σχέση τους μέ τήν Εκκλησία καί έφαρμόζουν
παρόμοιες τακτικές. Άλλά είναι άσφαλώς τραγικό τό ότι ή διοικούσα Εκκλησία, γιά
νά άντιμετωπίσει τήν προσπάθεια τού κράτους νά έπιβάλλει τή δική του
σωτηριολογία έξοβελίζοντας τή δική της, χρησιμοποίησε σέ κάποιο βαθμό στή
Ρωσία, καί πολύ περισσότερο χρησιμοποίησε καί χρησιμοποιεί έδώ στήν Ελλάδα,
τρόπους πού, άν καί έχουν κάποια έπίφαση έκκλησιαστικότητας, άποτελούν
έκφράσεις τής κοσμικής σωτηριολογίας. Γι' αύτό καί άπέτυχαν, σ' ένα μεγάλο
βαθμό, νά αποκρούσουν τήν ώμή εισβολή τού κράτους στό χώρο τής Εκκλησίας, γιατί
έδωσαν τήν έντύπωση στούς ανθρώπους ότι ή Εκκλησία δέν είχε ούσιαστικά νά τούς
προσφέρει τίποτε άλλο, παρά μιά κακή απομίμηση τών λύσεων πού προσέφερε ή κοσμική
σωτηριολογία τού κράτους.
"Ενα άλλο κοινό τής
ρωσικής καί τής έλληνικής σχετικής πραγματικότητας είναι ότι καί οί δύο αύτές
χώρες, πού είχαν έναν πολιτισμό καί έναν τρόπο ζωής πού άποτελοϋσαν έκφραση τής
διδασκαλίας τής άνατολικής Έκκλησίας, ύπέστησαν
μιά βίαιη εισβολή τοϋ δυτικού πολιτισμού, πού είναι έκφραση τής
διδασκαλίας τής δυτικής Έκκλησίας καί ή όποία προκάλεσε καί στίς δυό μιά βαθειά
πολιτιστική καί θεολογική άλλοτρίωση. "Ενα άπό τά πιό δραματικά
άποτελέσματα αύτής τής άλλοτριώσεως είναι ή άνεπίγνωστη άποδοχή άπό τήν '
Εκκλησία τής κοσμικής σωτηριολογίας καί ή υιοθέτηση τών σχετικών κοσμικών
μεθόδων.
Άλλά άς παρακολουθήσουμε
βήμα πρός βήμα τήν εξέλιξη τής συγκρούσεως ανάμεσα στήν κοσμική καί τήν
έκκλησιαστική σωτηριολογία στή Ρωσία μετά τόν Μέγα Πέτρο καί στήν Ελλάδα μετά
τήν επανάσταση τοϋ 1821.
Οί κοσμικές
μεταρρυθμίσεις, πού έπέβαλε ό Μέγας Πέτρος στήν Έκκλησία, τή μετέτρεψαν σέ μιά
κρατική ύπηρεσία, διοικούμενη άπό μιά
κοσμική γραφειοκρατία, τής όποιας κεφαλή
ήταν ό
Τσάρος. Σ' αύτό τό σύστημα οί
έπίσκοποι, πού ζούσαν σέ μιά έξωτερική πολυτέλεια, ήταν αιχμάλωτα πουλιά σ' ένα
χρυσό κλουβί. "Ενα ιεράρχης δέν μπορούσε θεωρητικά νά φύγει άπό τήν
έπισκοπική του έδρα γιά νά έπισκεφθεί άπομακρυσμένες ενορίες τής έπισκοπής του,
χωρίς νά έχει πάρει προηγουμένως τήν άδεια τοϋ Τσάρου, ή τοϋ Αύτοκρατορικοΰ
Επιτρόπου, τήν όποία έπρεπε νά ζητήσει μέσω τής διοικούσης συνόδου στήν
Πετρούπολη. Οί ιερείς βρίσκονταν σέ μιά ιδιαίτερα αντιφατική θέση. Άπό τή μιά,
εξαρτιόνταν γιά τήν κάλυψη τών βιοτικών άναγκών
τους κυρίως άπό
τίς προσφορές τών
ένοριτών τους (πού
σέ πολλές άγροτικές
περιοχές ήταν έξαιρετικά ισχνές,
λόγω τής φτώχειας τών περισσοτέρων χωρικών) καί άπό τή συγκομιδή πού άπεκόμιζαν
καλλιεργώντας, όπως όλοι οί άλλοι χωρικοί, έναν άγρό παραχωρημένο στήν ένορία.
Άπό τήν άλλη, σύμφωνα μέ τό νόμο καί τόν όρκο πού είχαν δώσει κατά τή
χειροτονία τους, ήταν ex officio πράκτορες τού κράτους, ύποχρεωμένοι νά
ένημερώνουν το ύπουργεϊο
έθνικής άμύνης γιά
τό ποιοί ήταν
στήν περιοχή τους στρατεύσιμοι καί ήταν έπίσης θεωρητικά
ύποχρεαιμί νοι νά δίνουν άναφορά στίς άρχές γιά όλες τίς έξομολογή σεις πού
είχαν ένα άντικαθεστωτικό περιεχόμενο, άν καί οί εκκλησιαστικοί κανόνες τό
άπαγορεύουν αύτό μέ τήν ποινή τής καθαιρέσεως. Είναι φανερό ότι, εύρισκόμενη σ'
αυτή τή δεινή θέση, ή "Εκκλησία δέν μπορούσε σάν θεσμός νή άναλάβει έναν
ήγετικό ρόλο στή ζωή τού ρωσικού έθνους
Οί'ίδιες ιδεολογικές
άρχές τού διαφωτισμού πού προκάλεσαν τίς παραπάνω έξελίξεις στίς σχέσεις
Εκκλησίας και Πολιτείας στή Ρωσία προκάλεσαν άνάλογες
εξελίξεις στις σχέσεις
"Εκκλησίας καί Πολιτείας
στήν "Ελλάδα. Μετά τήν έπανάσταση τού 1821, τό νεοϊδρυμένο ελληνικό
κράιος, πού έχει βασιστεί σ' ένα μεγάλο βαθμό
στίς άρχές τού
Διαφωτισμού, υιοθετεί μιά
κοσμική σωτηριολογία, πού
όμως δέν άποκαλύπτεται ανοικτά, άλλά πού ώστόσο
έρχεται οί σύγκρουση μέ τήν έγχώρια παράδοση, πού ήξερε μό νο ι ή σωτηριολογία
τής Εκκλησίας. "Αν καί ή
κοσμική σωτήριο λογία τού νέου
ελληνικού κράτους τηρεί κάποια εξωτερική προσχήματα
έκκλησιαστικής εύσέβειας, οί προθέσεις ιης γίνονται άντιληπτές άπό μερικούς.
"Εκείνο τό όποίο ουσιαστικά μάχονται ό Μακρυγιάννης, ό Παπουλάκος ή ό
Παπαδιαμάντης είναι αύτή ή κοσμική σωτηριολογία, πού έπιδιώκει νά έξοβελίσει τή
σωτηριολογία τήν εκκλησιαστική
Πρωτοπόρος εισηγητής τών
άπόψεων τού διαφωτισμού στήν ελεύθερη
άπό τούς Τούρκους ' Ελλάδα ήταν ό ' Αδαμάντιος
Κοραής, «φωτιστής μέν
τού έθνους μας, άλλά
καί initiator άλλοτριωτικών τής
ούσίας μας καινοτομιών στόν Εκκλησιαστικό
χώρο καί τήν πνευματική παράδοσή μας»5
5. Πρωτοπρεσβυτέρου
Γεωργίου Δ. Μεταλληνοϋ, Έλλαδικού Αυτικέφαλου Παραλειπόμενα, "Αθήνα 1983,
σελ. 9.
Πιστός φορέας τών ιδεών τοΰ διαφωτισμού καί τοϋ
Κοραή όΘεόκλητος Φαρμακίδης, ύπήρξε καί ό κύριος έμπνευστής του αύτοκεφάλου, τό
όποιο ό έκ τών μελών τής αντιβασιλείας Maurer χρησιμοποίησε γιά νά έξασφαλίσει
τήν άπρόσκοπτη επιβολή τής έξουσίας τοϋ Όθωνος σ' όλο τό φάσια τής έθνικής μας
ζωής6.
6 Ο.π, σελ. 16.
Τό Β.Δ. τοϋ 1833, μέ τό
όποιο ή Πολιτεία άνακήρυξε τήν αύτοκεφαλία τής Ελλαδικής Έκκλησίας, χωρίς τή
σύμφωνη γνώμη της, ορίζοντας ότι ό πολιτικός άρχων (ό βασιλέας) ήταν άρχηγός
τής Εκκλησίας ·· κατά τό διοικητικό μέρος» (άρθ. 1) καί εισάγοντας τό θεσμό τοϋ
παντοδύναμου «Βασιλικού Επιτρόπου» (άρθ. 6, .'), έπεδίωκε νά καταστήσει τήν
Εκκλησία «εύχρηστο μέγεθος γιά τή λειτουργία τής Πολιτείας, άλλά ποτέ ισότιμο
καί συνεπώς έπικίνδυνο»7.
7. ο.π., σελ. 17.
Σάν άποτέλεσμα αύτών τών
ρυθμίσεων, ή Ελλαδική Έκκλησία έχασε έντελώς τό προεπαναστατικό της κύρος καί
κατάντησε ύπόδουλη καί «έρμαιο στά χέρια τών Βαυαρών καί τών ξένων»8.
8 . Οπ, σελ. 20.
Εκτοτε όλες
οί έλληνικές κυβερνήσεις,
όσον άφορά τίς
σχέσεις τους μέ
τήν Έκκλησία, είχαν
τίς ίδιες αντιλήψεις, τίς ίδιες
προθέσεις καί τίς ίδιες επιδιώξεις.
Ολοι οί πολιτικοί, μετά
τήν έπανάσταση τοϋ 1821, ήταν λιγότερο ή περισσότερο οί γενίτσαροι τής
Έκκλησίας. Ολοι τους ήταν καί είναι θρεμμένοι άπό τό δυτικό ούμανισμό καί
διαφωτισμό, χωρίς οϋτε βίωμα, άλλ' ούτε καί διανοητική γνώση τής πνευματικής
παραδόσεως τής "Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όλοι τους άντιμετώπισαν καί
άντιμετωπίζουν τήν Εκκλησία τουλάχιστον μέ μιά συγκρατημένη περιφρόνηση καί μιά
θλιβερή γιά ένηλίκους άνθρώπους έφηβική έπαρση, παρακινημένοι άπό τό σύμπλεγμα
τοϋ φτωχού συγγενούς πού τούς δημιούργησε ή δυτική τους παιδεία. Ή άγνοια
μάλιστα μερικών άπ' αυτούς καί οί άντιλήψεις τους, γιά τό τί χρειάζεται ή
εκκλησιαστική ζωή καί πώς αύτό πρέπει νά γίνει, είναι τόσο άξιοθρήνητες, ώστε
νά μή μπορεί κανείς νά πιστέψει ότι αύτοί οί άνθρωποι μέ τέτοιες άπόψεις γιό
πράγματα τόσο κρίσιμα γιά τή ζωή αύτοΰ τού τόπου κρα τούσαν καί κρατούν στά
χέρια τους τήν τύχη του.
Τό άκόλουθο παράδειγμα
αρκεί γιά νά προκαλέσει ρίγη σ' όσους ξέρουν νά χωρίσουν δυό γαϊδουριών άχυρο
στά έκκλησιαστικά πράγματα. Θά πρέπει ώστόσο νά άναφερθεί ότι ύπάρχουν κληρικοί
πού προβάλλουν αύτά τά θεολογικά χλιμιντρίσματα σάν δείγματα μεγαλοφυούς πολιτικής άντι
μετωπίσεως τών έκκλησιαστικών πραγμάτων καί θά ήθελαν νά άναλάβουν αύτοί οί
παιδαριώδεις γενίτσαροι νά τά βάλλουν σέ τάξη.
«Υπόμνημα: Ανδρέα
Μιχαλακοπούλου πρός Έλευθέριον Βενιζέλον
Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε,
Σάς έλεγα πρό καιρού εις
τό Συμβούλιον ότι: όταν ξεμπερδέψωμεν μέ τό καλό τόν έθνικόν άγώνα, τόν
τεράστιον, τόν όποιον άνελάβατε, πρέπει, διά τό καλόν τού τόπου, νά άναλάβητε
έναν άλλον, έπίσης μεγάλον τήν
τακτοποίησιν έπί τω νεωτεριστικώτερον τών θρησκευτικών πραγμάτων. Λέγων
θρησκευτικών δίδω έννοιαν εύρυτάτην. Εννοώ καί τά τού κλήρου καί τά τών
θρησκευτικών έκδηλώσεων (λειτουργιών, έορτών, ημερών αργίας, άγίων πολυωνύμων
κλπ.) καί τά τών μοναστηριακών κτημάτων καί εϊ τι άλλο.
Θά σάς χρειασθή νά τεθή
έπί κεφαλής τής άληθώς έπαναστατικής μεταρρυθμίσεως ένας εύρείας διανοίας σχεδόν σάν καί σάς εις τήν πολιτικήν
κληρικός. Τόν έχετε: είναι ό Κύπρου. (Σ.Σ. Πρόκειται περί τού Μελετίου
Μεταξάκη). Αύτός θά γίνη, ύπό τήν κηδεμονίαν σας, ό Βενιζέλος τής Ελληνικής
Εκκλησίας.
Ποία τά χρήζοντα
μεταρρυθμίσεως, άφού ή έπανάσταπις, ή πολιτική θέτει κατά μέρος τόν Προκόπιον
τών Αθηνών καί τούς όμοιους του εις τήν διανόησιν καί τόν καλογηρισμόν καί
καταρτίσει τήν έκκλησιαστικήν ίεραρχίαν, τήν οίκουμενικήν (ή έλληνικήν ϊσως)
έκκλησιαστικήν σύνοδον;
Αύτοί θά κρίνουν, άλλ'
ιδού μερικά προσπίπτοντα εις ιήν άντίληψιν κάθε άνθρώπου:
α) Κατάργησις τών
νηστειών αί όποίαι είναι σήμερον ένας
τύπος. Κανείς δέν νηστεύει εί μή ό μή έχων νά φάγη. Οί Αγγλοι καί οί Γερμανοί
καί οί βόρειοι άκόμη Ιταλοί (πού έχουν άπελευθερωθή άπό τόν θρησκευτικόν
φανατισμόν) τρώγουν καλά, τρώγοντας δέ καλά καί έργάζονται καλά καί φυλήν καλήν
κατασκευάζουν. Τό φαγί φέρει τήν δύναμιν πρός έργασίαν καί ή έργασία τό κέρδος
καί τό κέρδος τό καλό φαγί. Δέν ύποθέτω ότι οί βόρειοι Ιταλοί είναι χειρότεροι
άπό τούς μεσημβρινούς, τούς όποιους δέν κατώρθωσεν άκόμη νά άποσπάση άπό τούς
όνυχας τής θρησκοληψίας ή μεγάλη προπαγάνδα, πού διενεργεί ή Dante Alighieri
εις τήν Ίταλίαν.
β) Ρύθμισις τών διαφόρων
τελετών καί λειτουργιών έπί τό νεωτεριστικώτερον.
Λιγότερο ιερέα, λιγότερο
ψάλτη, λιγότερο διάκο καί πολύ
ιεροκήρυκαέρμηνευτήν. Τί καταλαμβάνει ό λαός, πού πηγαίνει εις τάς ακολουθίας;
είναι πολλοί πού άκολουθούν 40 καί 50 χρόνια τάς λειτουργίας τής Κυριακής
Εκκλησίας των. Έκ περιεργείας πολλάκις ύπέβαλα εις έξέτασιν πολλούς, διά νά ιδώ
τί τούς άπέμεινεν άπό αύτάς τάς καταναλωθείσας ώρας καί τήν όρθοστασίαν. Μηδέν.
Άν ό παπάς είχε ύποχρέωσιν νά διαβάζη 23 ύμνους (τροπάρια, άπολυτίκια, κοντάκια
καί όπως άλλέως τά έλεγεν ό βυζαντινισμός) άπόστολον, εύαγγέλιον, καί νά κάμη
διδασκαλίαν μισήν ώραν, θά ήσαν, είς όλιγώτερον χρόνον, πολύ περισσότερον
ώφελημένοι οί άκροαταί του κοινωνικώς, ήθικώς,
πατριωτικώς.
γ) Φυσικά μέ τά άνωτέρω
συνέχεται ή έκπαίδευση τού κλήρου. Οί ιερείς, έξερχόμενοι έκ τών ειδικών
σχολών, θα έχουν μάθει
όχι τί σημαίνει
τό «πρόσχωμεν τά άγια
των άγίων» ούτε
ότι, όταν περιβάλλωνται
τά περιχειρίδια, πρέπει νά μουρμουρίζουν
«αϊ χείρές σου έποίησάν
με καί έπλασάν με» κλπ., άλλά πώς θά ομιλήσουν καταληπτώς είς
τόν λαόν διά τήν έγκράτειαν, διά τήν
άποταμίευσιν (λ.χ. έπί ιή ευκαιρία τοϋ εύαγγελίου τοϋ άποκρυβέντος ταλάντου),
δια τά πολιτικά άκόμη καθήκοντα τών ακροατών των κλπ. κλη,
δ) Θά λείψουν αί έορταί
τών διαφόρων "Αι Θανάσηδοιν καί "Αγι 'Ανδρέηδων καί προφάσεις πρός
όργίαν. Ή Κυριακή άργία καί 23 ήμέραις τό έτος όλόκληρον είναι άρκετή τεμπελιά.
Είς τά χωρία άργοϋν περισσοτέρας ήμέρας κατ' έτος, παρά εργάζονται. 'Ο παπάς
ευρίσκει άφορμήν άπό τόν μικρότερον καί άγνωστότερον άγιον τοϋ συναξαρίου του
διά νά δεκαρολογήση καί νά ύψώνη τήν θρησκευτική ν καταληψίαν τών συγχωριανών
του, τούς πείθει ότι είναι έγκλημα νά έργασθούν, ή διδασκαλία τούς άρέσει,
διότι τούς δίδει τήν τεμπελιάν καί ιδού ή άργία καί όλα της τά κακά τέκνα,
μεθύσι, χαρτοπαιξία καί έγκλημα κατά τήν ύπόλοιπον μετά τήν θείαν λειτουργίαν
ήμέραν.
Δέν είναι δυνατόν βέβαια
νά έξαλείψη κανείς τήν λέξιν τής άγιωσύνης. Άλλά, άν θεσπισθή τήν Κυριακήν, τήν
μετά τήν ήμέραν τής έορτής τού Αγίου, νά διαβάζεται κατά τήν λειτουργίαν κάποια
ειδική εύχή διά τόν Άγιον αύτόν καί έπί τέλους ό κηρύττων τόν λόγον τού Θεού
ιερεύς νά τόν μνημονεύη κατά τήν διδασκαλίαν του αύτήν, άντλών παραδείγματα έκ
τού βίου έφ' όσον συνάδουν πρός τό νεώτερον πνεύμα αύτό νομίζω θά είναι
άρκετόν. Μού είχε πέσει είς τά χέρια κάποτε, καί ή φιλαναγνωσία μέ έκανε νά τό
διαβάσω, ένα γαλλικόν βιβλίον, έχον τόν τίτλον Panorama du Redicateur ,ογκώδες.
Εΐχεν, ούτως ειπείν, ύποδείξεις πώς θά ήδύνατο νά όμιλήση πρός τόν λαόν κάθε ίεροκήρυξ
έξ άφορμής τοϋ βίου ή τών έργων τοϋ δείνα άγιου ή έξ αφορμής τοϋ Εύαγγελίου ή
τής πράξεως τών άποστόλων κλπ. Θά έκδοθή ένα τέτοιο ύπό καλών κληρικών καί
λογίων συνεργαζομένων έπί τούτω.
ε) Θά καταργηθούν τά
μοναστήρια, αί έστίαι πάσης διαφθοράς καί καταχρήσεως ήθικής καί περιουσιακής.
Τά κτήματά των θά γίνουν τών γεωργών. Ευτυχώς δέν θά δύναται πλέον νά μάς
προβληθή ό λόγος ότι, άν τό κάμωμεν, θά καταργήση καί ή Τουρκία τά ιδικά μας
μοναστήρια.
Φυσικά, αύτά
πού εκθέτω ανωτέρω
είναι έλάχιστα σημεία.
Θά είναι πολλά
άκόμη τά χρήζοντα μεταρρυθμίσεως. Άλλ' άν αύτά
γίνουν, ή ώφέλεια τού "Εθνους διά τό μέλλον θά είναι μεγάλη»9.
9. Άπό τό βιβλίο τοϋ Γ.
Καρανικόλα, Προβλήματα 'Εκκλησιαατικα Κοινωνικά, ΙανουάριοςΜάρτιος 1987
Β/27.Είναι τραγικό, έμεΐς πού θεωρούμε τούς έαυτούς μας χριστιανούς καί
ιδιαίτερα έμεΐς οί κληρικοί, νά είμαστε τόσο άγευστοι ύπερβατικής εμπειρίας, νά
άγνοοϋμε τόσο τή δύναμη τού Θεού καί τή σοφία τής Έκκλησίας, ώστε νά πιστεύουμε
καί νά έλπίζουμε ότι ή Πολιτεία θά σώσει καί έμάς καί τήν Έκκλησία. Είναι
έξοργιστικό νά είμαστε τόσο δουλικοί άπέναντι στούς άρχοντες τοϋ κόσμου τούτου,
παρά τή μεγαλοστομία τών φιλελευθέρων διακηρύξεών μας, ώστε νά πιστεύουμε ότι
θά πρέπει νά καλέσουμε τούς... ήθικούς πολιτικούς νά φρονιματίσουν τούς
άνήθικους παπάδες.
"Αν ή Έκκλησία δέν
μπορεί νά σώσει τόν έαυτό της καί τόν κόσμο, τότε ό κόσμος είναι χωρίς έλπίδα.
«... έάν τά μέλη τής ' Εκκλησίας κατά τή διακονία τους προδίδουν τή χριστιανική
φύση... τών διακονιών τους (καί άπό τή χάρη καί τήν άγάπη έπιστρέφουν στό νόμο
καί άπό τό νόμο στήν άνομία), τότε φυσικά ούτε
ό νόμος τού κόσμου τούτου", ούτε συντάγματα καί κυβερνήσεις θά
έπαναφέρουν τό πνεύμα τοϋ Χριστού στήν έκκλησιαστική ζωή, άλλά ή ακατανόητη
"άναζωπύρωσις τού χαρίσματος τού Θεού" (Β' Τιμ. 1, 6), πού ποτέ δέν
έγκαταλείπει τήν Εκκλησία»10.
10. Αλεξάνδρου Σμέμαν,
Ευχαριστία, Ακρίτας, Αθήνα 1987, σελ. 98.Στήν Ελλάδα εξασφαλιζόταν ή ύποταγή
τής Εκκλησίας στόν πολιτικό άρχοντα μέ τήν ανακήρυξη τοΰ αύτοκεφάλου, στή Ρωσία
μέ τήν κατάργηση τοΰ πατριαρχικού θρόνου, τή σύσταση καί στίς δύο χώρες μιάς
ολιγομελούς αριστίνδην συνόδου έπισκόπων, πού δέν είχαν καμιά δύναμη καί ήταν
πειθήνια όργανα τού κοσμικού άρχοντα, καί τόν αποκλεισμό συγκλήσεως εύρυτέρων
συνόδων μέ τή συμμετοχή περισσοτέρων έπισκόπων καί άλλων κληρικών καί λαϊκών.
Μέ τό διάταγμα τής Ανοχής
τοϋ 1905 καί μέ τό ούκάζ τοϋ 1906 αναγνωρίζονταν στή Ρωσία οί αιρετικοί ώς
νομικά πρόσωπα καί έτσι μπορούσαν νά συγκαλούν συνέδρια καί συνόδους, μέ τά
όποια άνέπτυσσαν τή δυνατότητα νά έξαπολύουν έπιθέσεις κατά τής "Ορθοδόξου
"Εκκλησίας, ένώ ή τελευταία, χωρίς τέτοια προνόμια, παρέμενε στατική,
στερουμένη συνοχής καί δυναμισμού, γραφειοκρατημένη καί ιεραρχικά ύποταγμένη
στήν αιχμάλωτη σύνοδο καί τόν παντοδύναμο κοσμικό αύτοκρατορικό έπίτροπο
Μετά τή δήμευση τής
έκκλησιαστικής περιουσίας, γιά λογαριασμό τοϋ κράτους, άπό τήν Αικατερίνη Β', ή
Ρωσική "Εκκλησία φτώχυνε οικονομικά, άφοϋ πήρε άπότό κράτος, σάν
άποζημίωση τής δημευθείσης περιουσίας της, μόνο τό 10% τοϋ εισοδήματος πού
εισέπραττε προηγουμένως άπ' αύτήν. Στήν "Ελλάδα, μέ τό διάταγμα τής 25ης
Σεπτεμβρίου τοϋ 1833, περιήλθε στό κράτος ολόκληρη ή άκίνητη καί κινητή
περιουσία τής Εκκλησίας, ίερά σκεύη, εικόνες κτλ. πού έκποιήθηκαν στίς πλατείες
τών πόλεων. Μέ τό νόμο 1072 τοϋ 1919 «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αγροτικών
ακινήτων», «κτήματα ανήκοντα είς
Μονάς ή εύαγή ιδρύματα όπαλλοτριοΰνται έν τω συνόλω», ένώ συγχρόνως ό νόμος
αύτός αφήνει στούς ιδιώτες ώς άναπαλλοτρίωτα μέχρι χίλια στρέμματα. Τέλος, μέ
τό διάταγμα τής 29ης "Οκτωβρίου 1949 «Περί κωδικοποιήσεως τών άγροτικών νόμων» άρθ. 2 «ύπόκεινται εις όλοκληρωτικήν όπαλλοτρίωσιν καί παρα χώρησιν τά
εις τό Δημόσιον, τούς Δήμους, Μονάς
καί πάσης φύσεως
θρησκευτικά ιδρύματα, άνήκοντα
κτήματα ανεξαρτήτως εκτάσεως, είδους καλλιεργείας κτλ.». Αύτά έγιναν άπό τό
1833 μέχρι τό 1951, άλλά οί απαλλοτριώσεις συνεχίσθηκαν καί μετά.
"Ετσι, άπό τό 1833 μέχρι σήμερα ή
"Εκκλησία παραχώρησε στό κράτος
κτήματα πού ούτε τούς τόκους τής άξίας τους δέν καλύπτει τό ποσό πού καταβάλλει
σήμερα τό κράτος γιά τή μισθοδοσία τού κλήρου13.
13. Δαμιανού Μ.
Στρουμπουλή, «Τί έδωσε ή Έκκλησία στό
Κράτος σέ κτήματα άπό τό 1833 ώς τό 1951»,Καθημερινή, ΚυριακήΔευτέρα 1213
Απριλίου 1987, σελ. 4.
Οί δημεύσεις τής
έκκλησιαστικής περιουσίας άπό τό κράτος, τόσο στόν τόπο μας όσο καί σ' άλλες
χώρες, γίνονται μέ τό πρόσχημα τής ένισχύσεως τών άδικημένων καί τών
άναξιοπαθούντων, άλλά συνήθως άλλα είναι τά κίνητρα' αύτών τών δημεύσεων, άφοϋ,
άν μή τί άλλο, τά δημευόμενα κτήματα σέ μερικές μόνο περιπτώσεις χρησιμοποιούνται
γιά κοινωνικούς σκοπούς, ένώ πολύ συχνά οικοπεδοποιούνται καί διανέμονται σέ
στελέχη τοϋ κυβερνώντος κόμματος.
"Οταν οί κοσμικοί
άρχοντες καί οί πολιτικοί έκφράζοϋν μελοδραματικά τήν άγανάκτησή τους γιά τό
ότι, ένώ ύπάρχουν τόσοι φτωχοί άνθρωποι, ή Έκκλησία έχει άμύθητα πλούτη,
κινούνται συνήθως άπό τό παλιό καί έπαίσχυντο κίνητρο τοϋ Ιούδα τοϋ Ισκαριώτη,
πού, όταν είδε τήν άμαρτωλή γυναίκα νά χύνει τό πολύτιμο μύρο στά πόδια τοϋ
Χριστού, σ' ένα ξέσπασμα παράφορης αγάπης γι' αύτόν, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας:
«διατί τοϋτο τό μϋρον ούκ έπράθη τριακοσίων δηναρίων καί εδόθη πτωχοίς; είπε δε
τοϋτο οϋχ ότι περί τών πτωχών έμελεν αύτώ, άλλ' ότι κλέπτης ην, καί τό
γλωσσόμον είχε καί τά βαλλόμενα έβάσταζεν» (Ίωάν. 12, 56).
Πέρα όμως άπό τά ιδιοτελή
καί μικροκομματικά ώφέλη, πού προσπαθούν νά άποκομίσουν οί πολιτικοί άρχοντες,
μέ όσα λένε καί κάνουν σέ σχέση μέ τήν έκκλησιαστική περιουσία, τά
χρησιμοποιούν όλα αύτά κυρίως σάν όπλο μέ τό όποίο έπιδιώκουν νά ύπονομεύσουν
τό κύρος της καί νά τήν έξουθενώσουν, γιά νά μπορέσουν έτσι νά τήν
έξουδετερώσουν εύκολότερα.
"Ετσι έξηγούνται καί
οί τρομερές άντιφάσεις τους, πού άπό τή μιά κατηγορούν τήν Εκκλησία γιά
άνεπαρκές κοινωνικό έργο κι άπό τήν άλλη αφαιρούν τήν οικονομική της βάση, γιά
νά τήν άπαλλάξουν δήθεν άπό τίς φροντίδες τίς οικονομικές, ώστε νά μπορεί νά
άσχοληθεΐ άπερίσπαστη μέ τά πνευματικά.
Είναι τουλάχιστον
άξιοπερίεργο τό ότι τέτοιες μανιχαϊστικές άπόψεις, πού διαχωρίζουν τά...
άνώτερα πνευματικά άπό τά... κατώτερα ύλικά, άκούγονται άπό... προοδευτικά στόματα.
Ή Εκκλησία τού Χριστού πραγματικά θεωρεί τέτοιου είδους διαχωρισμούς
σκοταδιστικούς καί τούς αποκρούει όλοκληρωτικά, γι' αύτό καί άγκαλιάζει καί
προσπαθεί νά άποκαταστήσει στή φυσική της κατάσταση ολόκληρη τή δημιουργία. Τό
ένδιαφέρον γιά τόν άνθρωπο είναι όλοκληρωτικό καί ή άγάπη της γι' αύτόν
έκφράζεται μέ φροντίδα γιά όλες του τίς άνάγκες. Οί κοσμικές ιδεολογίες καί όχι
ή Εκκλησία συγκεντρώνουν τό ένδιαφέρον τους σέ ορισμένες μόνο άνάγκες τού
άνθρώπου καί, άγνοώντας τίς ύπόλοιπες, τόν διαμερισματοποιοΰν. Ή άγάπη τοϋ
Χριστού, μέ τήν όποία ή Εκκλησία έπιδιώκει τή σωτηρία τοϋ άνθρώπου, έκφράζεται
μέ όλα καί τά περιλαμβάνει όλα. "Οσοι ζητούν άπό τήν ' Εκκλησία νά μήν
ένδιαφέρεται γιά οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες καί νά μήν προσπαθεί νά ανταποκριθεί
σ' αύτές, ούσιαστικά τής ζητούν νά μήν άγαπά. "Ομως τίποτε δέν είναι πιό
πνευματικό άπό τήν άγάπη τής Έκκλησίας, όπως τίποτε δέν είναι πνευματικό χωρίς
αύτή τήν άγάπη.Όταν όμως ζητούν άπό τήν Έκκλησία νά άσχολείται μόνο μέ τά
πνευματικά, οί άρχοντες τού κόσμου τούτου στήν πραγματικότητα τής ζητούν νά
περιορισθεί στίς διακοσμητικές ιεροτελεστίες, γιά νά τούς άφήσει ελεύθερους νά
προσπαθήσουν νά σώσουν αύτοί τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο μέ τά πολιτικά τους
συστήματα, τήν τεχνοκρατία καί τή γραφειοκρατία τους καί χωρίς τήν άγάπη τής
Έκκλησίας.
Μιά περίτρανη άποκάλυψη
τών πραγματικών επιδιώξεων αύτής τής τακτικής τής κοσμικής έξουσίας, όσον άφορά
τά περιουσιακά στοιχεία τής Έκκλησίας, άποτελεΐ αύτό πού συνέβη κατά τόν άνευ
προηγουμένου λιμό στή Ρωσία τό 19211922. Τόν Αύγουστο τού 1921 ό Πατριάρχης
Τύχων έκανε έκκληση στούς άρχηγούς τών διαφόρων χριστιανικών έκκλησιών έκτός
τής Ρωσίας. Ταυτόχρονα συνεστήθη μιά πανεθνική έκκλησιαστική έπιτροπή γιά τή
βοήθεια τών πεινώντων καί έγινε έρανος σέ κάθε ένορία. Ή κυβέρνηση διέταξε τήν
κατάργηση τής επιτροπής καί τά συγκεντρωμένα χρήματα παραδόθηκαν στήν
κυβερνητική έπιτροπή γιά τήν άντιμετώπιση τού λιμού.Στίς 19 Φεβρουαρίου 1922 ό
πατριάρχης ζήτησε άπό όλα τά έκκλησιαστικά συμβούλια νά παραδώσουν όλα τά
πολύτιμα άντικείμενα τών ναών χάριν τών πεινώντων, έκτός άπ' αύτά πού
έχρησιμοποιούντο γιά τήν τέλεση τών μυστηρίων. Ή κυβέρνηση κατ' άρχήν ενέκρινε τή δημοσίευση τής πατριαρχικής
εντολής στόν κρατικό τύπο, άλλά ϋστερα άλλαξε γνώμη καί έξέδωσε ένα διάταγμα,
τό Φεβρουάριο τοϋ 1922, μέ τό όποιο διέτασσε τή δήμευση όλων τών πολυτίμων
άντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων καί αύτών πού έχρησιμοποιούντο στή λατρεία.
Τήν ϊδια μέρα ό πατριάρχης άπάντησε μέ άλλη έγκύκλιο, μέ τήν όποία άπαγόρευε
τήν παράδοση τών άντικειμένων πού έχρησιμοποιούντο στή λατρεία καί, ταυτόχρονα,
προέτρεπε καί πάλι τούς πιστούς νά βοηθήσουν αύτούς πού είχαν πληγεί άπό τό
λιμό.
Σ' αύτήν άκριβώς τήν άπάντηση ήλπιζε ή κυβέρνηση
γιά νά άρχίσει τήν προπαγάνδα καί τήν έκστρατεία τρόμου έναντίον τής Εκκλησίας,
παρουσιάζοντάς την άνακριβώς σάν έναν οργανισμό άκαρδο, πού μένει άδιάφορος στόν άνθρώπινο
πόνο καί σπαταλάει χρήματα σέ σκανδαλώδεις καί άνόητες πολυτέλειες, τή στιγμή
πού πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν άπό τήν πείνα.
Ή γραμμή αύτή έχει
κρατηθεί μέ συνέπεια έκτοτε άπό τά κομμουνιστικά κινήματα σ' όλο τόν κόσμο καί
τά ϊδια σχετικά συνθήματα επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα άπό τούς κομμουνιστές
λογοτέχνες καί θεατρικούς συγγραφείς, πού τά έπαναλαμβάνουν δουλικά, χωρίς νά
τούς πειράζει ή παντελής έλλειψη πρωτοτυπίας.
Ό φορέας τής κοσμικής
σωτηριολογίας κράτος έχει έπίσης προσπαθήσει μέ συνέπεια καί ομοιομορφία νά
έπιτύχει τήν εξουδετέρωση τής Εκκλησίας, έπεμβαίνοντας στήν έκκλησιαστική
έκπαίδευση, έτσι ώστε μέ αύτή νά άποκόψει τήν Εκκλησία άπό τή ζωή καί τό λαό.
Γιά νά τό έπιτύχει αύτό στή Ρωσία, ό Μέγας Πέτρος άνάγκασε τήν Εκκλησία νά
συνεχίσει τή σλαβονική γλώσσα στή λατρεία καί νά έπιβάλλει τή λατινική γλώσσα
σάν γλώσσα διδασκαλίας στίς έκκλησιαστικές σχολές, πού διατηρήθηκε μέχρι τό
1840, έτσι ώστε τό χάσμα ανάμεσα στή ζωή καί τήν ' Εκκλησία νά μεγαλώνει καί νά
βαθαίνει διαρκώς, άφού οί κληρικοί μιλούσαν μιά ρωσική γλώσσα μέ ιδιόρρυθμη
προφορά καί πολλούς άρχαϊσμούς, προκαλώντας συχνά κοροϊδευτικά σχόλια. Καθώς οί
έκκλησιαστικές σχολές προοδευτικά δέχονταν αποκλειστικά τά παιδιά τών κληρικών,
οί κληρικοί άποτέλεσαν ένα γκέτο, πού διδασκόταν σέ μιά ξένη γλώσσα καί
λειτουργούσε σέ άλλη γλώσσα άπό έκείνη πού μιλούσε ό λαός.Εφόσον οί
έκκλησιαστικές σχολές ήταν προσιτές μόνο στούς γιούς τών κληρικών, άκόμη κι άν
δέν ήταν πιστοί καί δέν είχαν καμιά πρόθεση νά γίνουν κληρικοί, τό πνεύμα τής
πραγματικής θεολογίας άρχισε σιγά σιγά νά διαβρώνεται.
Ό αθεϊσμός, ό μηδενισμός
καί ό επαναστατικός ριζοσπαστισμός κυριαρχούσαν σέ σχολές πού ύποτίθετο ότι
προπαρασκεύαζαν ποιμένες, καί μιά
έλάχιστη μειοψηφία αύτών
πού άποφοιτούσαν άπ'
αύτές τίς σχολές γίνονταν κληρικοί. Στήν προσυνοδική
έπιτροπή τοϋ 1906 ή πλειοψηφία τών έπισκόπων ζητούσε δραστικές άλλαγές στήν
εκκλησιαστική έκπαίδευση. Μερικοί μάλιστα πρότειναν νά κλείσουν όλες οί
εκκλησιαστικές σχολές πού λειτουργούσαν τότε καί νά δημιουργηθούν άλλες, πού θά
είχαν λειτουργικό προσανατολισμό καί σέ κατάλληλες άγροτικές περιοχές.
Μιά άλλη
αιτία άποπροσανατολισμοϋ στούς
κόλπους τής Ρωσικής
Έκκλησίας ήταν τό
κίνημα τού «διανοουμένου»
μοναχισμού, πού δέν είχε τίποτα κοινό μέ τίς γνήσιες ορθόδοξες παραδόσεις τής
ήσυχίας, τής προσευχής καί τής ύπερβατικής έμπειρίας. Τόν άκαδημαϊκό μοναχισμό
τόν δανείστηκε ή θεολογική Ακαδημία τοϋ Κιέβου άπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς τό
δέκατο έβδομο αιώνα
Καθώς οί θεολογικές
σχολές, οί βασισμένες στά παπικά πρότυπα, διαδόθηκαν στήν ύπόλοιπη Ρωσία
μεταδόθηκε καί τό άνάλογο ήθος. «Δέν ύπήρχε τίποτε κοινό μεταξύ τοϋ
"διανοουμένου" μοναχισμού καί τοϋ μοναχισμού τών μοναστηριών καί ή
σύγκρουση μεταξύ τους μερικές φορές έλαβε δραματική οξύτητα»15. Αύτοί οί
«μοναχοί», πού συνήθως άποφοιτούσαν άπό τίς θεολογικές άκαδημίες, έκείροντο
μοναχοί γιά νά γίνουν επίσκοποι στόν κόσμο, κινούμενοι άπό έπαρση καί
ματαιοδοξία καί έπεδίωκαν δύναμη καί προβολή σέ πλήρη άντίθεση μέ τόν
πραγματικό σκοπό τής μοναχικής κουράς. Οί έπίσκοποι αύτοί μέ τήν άκαδημαϊκή
έκπαίδευση καί τόν κοσμικό προσανατολισμό αναπόφευκτα έφερναν στό χώρο τής
Έκκλησίας τήν κοσμική άντίληψη και σωτηριολογία, έτσι ώστε ή άλωση νά έπέλθει
έκ τών έσω
Ανάλογη τακτική
άκολούθησε, ώς φορέας τής κοσμικής σωτηριολογίας τό κράτος καί στόν τόπο μας,
όπου ή Βαυαροκρατία έπεδίωξε νά οργανώσει έτσι τήν εκκλησιαστική παιδεία, ώστε
οί κληρικοί νά μήν είναι έκπαιδευτικά προπαρασκευασμένοι, γιά νά μπορούν νά
έχουν οποιαδήποτε πρόσβαση καί ουσιαστική έπίδραση στό λαό. Ή έκκλησιαστική
έκπαίδευση οργανώθηκε έτσι, ώστε νά άποπροσανατολίζει τόν ύποψήφιο κληρικό άπό
τό έργο του ώς πνευματικού πατέρα τής εκκλησιαστικής οικογένειας καί νά τόν
έκπαιδεύσει νά μιλάει διαρκώς γιά άσχετα πράγματα καί μέ άκατανόητη άπό τό λαό
γλώσσα. Οί πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές ιδιαίτερα, πού μιμήθηκαν τίς
προτεσταντικές θεολογικές σχολές τής Δύσεως, έκπαίδευαν καί έκπαιδεύουν τούς
σπουδαστές τής θεολογίας, γιά νά γίνουν οί πιό άποτελεσματικοί ύποστηρικτές τής
κοσμικής σωτηριο λογίας. Άπό τούς άποφοίτους αύτών τών θεολογικών σχολών μέ
αύτή τήν έκκοσμικευμένη, ξενόφερτη καί άκαδημαϊκή παιδεία γίνονται οί
έπίσκοποι, πού άναπότρεπτα γίνονται πράκτορες τής κοσμικής σωτηριολογίας μέσα
σ' αύτή τήν ϊδια τήν καρδιά τής Εκκλησίας. Τόν έκκλησιαστικό άποπροσανατολισμό
τών περισσοτέρων άπ' αύτούς έχει μάλιστα ολοκληρώσει ή έπίδραση πού υπέστησαν
άπό τά εύσεβιστικά κινήματα, πού έφεραν στόν τόπο μας τό πνεύμα τής κοσμικής
σωτηριολογίας μέσω τών προτεσταντικών καταβολών τους.
Σάν άποτέλεσμα,
λίγοι μόνο κληρικοί
καί στή Ρωσία
καί στήν Ελλάδα
διέθεταν γνήσιο έκκλησιαστικό φρόνημα, ώστε νά μή
συμβιβαστούν ποτέ μέ τό άντικανονικό σχήμα τής Εκκλησίας πού έπέβαλε ό Μέγας
Πέτρος στή Ρωσία καί ή Βαυαροκρατία στήν Ελλάδα, καί άγωνίστηκαν νά
άποκαταστήσουν τήν ανεξαρτησία τής Εκκλησίας. Στην ελλαδική Έκκλησία πάντως οί
κληρικοί πού προέβαλαν αύτή τήν άντίσταση δέν ήταν έπίσκοποι.
"Οπως θά πρέπει νά
έχει γίνει ήδη σαφές, τό νεότερο κράτος έπεδίωξε τήν έξουδετέρωση τής
Έκκλησίας, άνε ξάρτητα άπό τό ιδεολογικό του χρώμα, έτσι ώστε νά έχουν
ύπονομεύσει τήν Έκκλησία άποτελεσματικά τόσο τό τσαρικό καθεστώς στή Ρωσία καί
οί δεξιές κυβερνήσεις στήν Ελλάδα, όσο οί Μπολσεβίκοι στή Ρωσία καί οί
άριστεροί στήν Ελλάδα.
"Οταν κατέρρευσε ή
μοναρχία στή Ρωσία κάθε ύπεύθυνος έκκλησιαστικός άνδρας γνώριζε ότι γιά τή
θλιβερή κατάσταση στήν όποία βρισκόταν τότε ή Ρωσική Έκκλησία ήταν ύπεύθυνο τό
τσαρικό καθεστώς. Αύτή ή πεποίθηση διαφαίνεται στήν άρνηση τής διορισμένης άπό
τόν Τσάρο Ρωσικής Συνόδου νά ικανοποιήσει τό αίτημα τού αύτοκρατορικοϋ
έπιτρόπου, πού ζητούσε άπό τή σύνοδο νά κάνει έκκληση στό έθνος νά
ύποστηρίξει τήν καταρρέουσα
μοναρχία. "Αντίθετα, στίς
17 Μαρτίου τού
1917, ή σύνοδος
έπικρότησε απόφαση τοϋ Μεγάλου Δουκός Μιχαήλ νά άρνηθεί τήν προσφορά τοϋ
θρόνου καί νά άφήσει τό θέμα τοϋ μελλοντικού πολιτεύματος τής χώρας στήν
έλεύθερη άπόφαση τής μελλοντικής Συντακτικής "Εθνοσυνελεύσεως. Επίσης,
στίς 26 "Ιουλίου ή σύνοδος χαρακτήρισε τά όσα συνέβαιναν τότε σάν «τήν ώρα
τής γενικής έλευθερίας γιά τή Ρωσία. "Ολη ή χώρα άγάλλεται γιά τίς νέες
λαμπρές ή μέρες τής ζωής της» είχε δηλώσει.
Πραγματικά, οί έλπίδες
πού είχαν δημιουργηθεί έπί Τσάρου "Αλεξάνδρου τοϋ Β', γιά κάποιες
μεταρρυθμίσεις στήν Έκκλησία τής Ρωσίας,
ματαιώθηκαν οικτρά μέ τό διορισμό
τοϋ Κόμητος Ντιμίτρυ
Α. Τολστόι ώς αυτοκρατορικού
επιτρόπου τό 1865. Ό Φλορόφσκυ θεωρεί τόν Τολστόι ένα θρησκευτικά άδιάφορο
άνθρωπο καί ένεργητικά έχθρικό
κατά τής Έκκλησίας, πού αγωνιζόταν
νά περιορίσει τίς
δραστηριότητες καί τήν έπίδρασή της στό λαό. "Οσο ήταν
αύτός αύτοκρατορικός έπίτροπος διέλυσε πάνω άπό δύο χιλιάδες ένορίες καί
έπέβαλε ένα σχεδόν άπόλυτο έλεγχο τών λαϊκών στήν Έκκλησία άπό τό λαϊκό
αύτοκρατορικό έπίτροπο μέχρι τούς τοπικούς εκπροσώπους τοϋ Υπουργείου
Θρησκευμάτων. Αύτή ή πληροφορία θά μπορούσε νά είναι χρήσιμη σέ όσους πιστεύουν
εϊτε ότι τέτοια μέτρα είναι καινούρια εϊτε ότι παίρνονται μόνο άπό άριστερές
κυβερνήσεις.
Είναι δυστυχώς γεγονός, ότι
άφ' ότου άρχισε τό σύγχρονο κράτος
τήν προσπάθεια ύποταγής καί τελικά έξουδετερώσεωςτής Έκκλησίας, ή
έκκλησιαστική διοίκηση, δηλαδή ό κλήρος, κατά κανόνα δέν άντέδρασε μέ
εκκλησιαστικό τρόπο, άλλά μέ τρόπο κοσμικό στόν όποιο έφόρεσε ένα καθόλου
πειστικό έκκλησιαστικό μανδύα κι αύτό όχι πάντοτε. Αύτό βέβαια δέν είναι
καθόλου παράξενο, άφού ή έκκλησιαστική ζωή έχει ύποστεί έκ τών έσω μιά
μακροχρόνια διάβρωση μέσω κυρίως τής έκκλησιαστικής έκπαιδεύσεως.
Υιοθετώντας, ίσως
άνεπίγνωστα, ό κλήρος, άλλά καί τά λαϊκά μέλη τής Έκκλησίας, μιά κοσμική
τακτική γιά νά άντιταχθοϋν στήν προσπάθεια τοϋ κράτους νά καταργήσει τήν
Έκκλησία, έκαναν συνήθως τό λάθος νά ταυτίζουν τήν άπειλή μέ τό ιδεολογικό
χρώμα τοϋ συγκεκριμένου κράτους άπό τό όποιο προερχόταν. "Ετσι οί κληρικοί
καί οί λαϊκοί πού άντιμετώπιζαν τήν υπονόμευση τής Έκκλησίας άπό ένα δεξιό
κράτος έτειναν νά πιστεύουν ότι αύτό πού άπειλοϋσε τήν Εκκλησία ήταν ή δεξιά
ιδεολογία, ένώ έκείνοι πού αντιμετώπιζαν τήν ύπονόμευση τής Έκκλησίας άπό ένα
άριστερό κράτος έτειναν νά πιστεύουν ότι αύτό πού άπειλοϋσε τήν Έκκλησία ήταν ή
άριστερή ιδεολογία. Στην
πραγματικότητα ή άπειλή είναι τό
σύγχρονο κράτος μέ τήν κοσμική του σωτηριολογία, πού
άνεξάρτητα άπό τή δεξιά ή τήν άριστερή του ιδεολογία είναι άποκύημα τοϋ δυτικού
ούμανισμού καί διαφωτισμού.
Τό σύγχρονο κράτος,
ύποβάλλοντας τήν Εκκλησία στόν ίδιο πειρασμό στόν όποιο ύπέβαλε άλλοτε ό
Διάβολος τό Χριστό, τής λέει, δείχνοντάς της «πάσας τάς βασιλείας τοϋ κόσμου
τούτου καί τήν δόξαν αύτών», «...ταϋτα πάντα σοι δώσω έάν (πεσοϋσα) προσκυνήσης
μοι». Ό Χριστός απέκρουσε τόν πειρασμό μέ τό μόνο τρόπο μέ τόν όποιο αύτός ό
πειρασμός μπορεί νά αποκρουσθεί πραγματικά. «Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις
καί αύτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4, 810), είπε στό Διάβολο.
Βέβαια, αύτή ή απόκρουση
δέν είναι ένα ρητορικό καί μεγαλόστομο κήρυγμα, άλλά ένας τρόπος ζωής μέ τόν
όποιο έκφράζεται έμπρακτα καί ούσιαστικά.
Δυστυχώς τά
τελευταία χρόνια ένα
μεγάλο μέρος τού
κλήρου, άλλά καί
γενικά τοϋ πληρώματος
τής Εκκλησίας, στ' όνομά της, προσκυνάει τό κράτος καί άντί νά πιστεύει
ότι ή Εκκλησία θά σώσει τόν κόσμο περιμένει άπό τόν κόσμο καί τούς άρχοντές
του, δηλαδή τό κράτος, νά σώσουν τήν Εκκλησία. Βέβαια, όταν ή Εκκλησία άναθέτει
στό κράτος τή σωτηρία της, αύτοκαταργείται. '
Αλλά ό Διάβολος, ζητώντας άπό τήν
Εκκλησία νά πέσει καί νά προσκυνήσει τούς άρχοντες τοϋ κόσμου τούτου,
καταφέρνει νά παγιδεύσει πολύ δόλια αύτά τά μέλη της πού τήν οδηγούν σ' αύτό τό
προσκύνημα. Δηλαδή τά πείθει άκριβώς ότι ή Εκκλησία άπειλείται άπό τό κράτος,
πού είναι φορέας τής πολιτικής ιδεολογίας τής άντίθετης άπό τήν πολιτική
ιδεολογία τής προτιμήσεώς τους. Γι' αύτό, καί ένώ άγανακτούν κατά τής κρατικής
εισβολής στήν Εκκλησία, όταν τό κράτος βρίσκεται στά χέρια τών πολιτικών τους
άντιπάλων, όταν ή κρατική εξουσία περιέλθει στήν παράταξή τους, ζητούν μέ πάθος
άπό τό κράτος νά εισβάλλει στήν ' Εκκλησία, γιά νά τή διασώσει. Πολλά μάλιστα
άπό αύτά τά μέλη της Εκκλησίας, πού πέφτουν σ' αύτή τή διαβολική παγίδα,
διατηρούν τή θέση τοϋ κρατικού συμβούλου, πού προτείνει τήν κρατική εισβολή στήν
Έκκλησία, στίς έναλλασσόμενες κρατικές έξουσίες, όσο καί αν είναι διαφορετική ή
καί αντίθετη ή ιδεολογική τους προέλευση. Γίνονται μάλιστα καί οί έμπνευστές
τών σχετικών νομοσχεδίων καί άναλαμβάνουν άκόμη καί άστυνομικό ρόλο,
προτείνοντας τούς άπαραίτητους γιά
τήν κρατική κάθαρση τής
Έκκλησίας άποκεφαλισμούς. "Ετσι ό Διάβολος πανηγυρίζει δικαιολογημένα,
γιατί έχει πείσει τόσο τά μέλη τής Εκκλησίας πού έχουν ένστερνισθεί τήν
άριστερή πολιτική ιδεολογία, όσο καί έκείνα πού έχουν ενστερνισθεί τή δεξιά
πολιτική ιδεολογία, ότι δέν ύπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ αύτών τών δύο
ιδεολογιών, τουλάχιστον όσον άφορά τίς σχέσεις τους μέ τήν Έκκλησία καί ότι
έχθρός τους δέν είναι έκείνος, δηλαδή ό Διάβολος καί ή κοσμική σωτηριολογία τής
όποιας αύτός είναι εμπνευστής, άλλά ό πολιτικός τους αντίπαλος. Γι' αύτό τό
λόγο δέν έχουν καί οί μέν καί οί δέ καμιά έλπίδα νά δοΰν ότι παρά τή
φαινομενική τους άντίθεση,
τουλάχιστον ώς πρός
τή στάση τους
άπέναντι στήν Έκκλησία, είναι πανομοιότυποι. Ού σιαστικά, καί οί μέν καί οί δέ προσκυνούν
σάν θεούς τους τούς άρχοντες τοϋ κόσμου τούτου καί άπ' αύτούς καί τά κοσμικά
πολιτικά τους συστήματα περιμένουν τή σωτηρία τους, καί όχι άπό τόν ' Ιησού
Χριστό. "Εχει πολύ λίγη σημασία τό χρώμα τοϋ ιδεολογικού μανδύα πού ό
άρχοντας τοϋ κόσμου τούτου φοράει· αύτό πού έχει σημασία είναι ότι όσοι
προσμένουν τή σωτηρία τους άπό έναν έπίγειο άρχοντα είναι ειδωλολάτρες, έστω
καί άν διατηρούν κάποια έπίφαση έκκλησιαστικής εύσέβειας, πού μπορεί νά είναι
άκρως παραπλανητική, όχι μόνο γιά τούς άλλους, άλλά καί γι' αύτούς τούς ίδιους.
Στή Ρωσική
Έκκλησία πολλοί κληρικοί
καί λαϊκοί θεολόγοι
έπεσαν σ' αύτή
τήν παγίδα καί
πριν τήν έπανάσταση τών
Μπολσεβίκων πίστευαν ότι θά βελτίωναν τήν κατάσταση τής Έκκλησίας μέ στοιχεία
σοσιαλιστικά, ένώ μετά την επανάσταση αρκετοί φαίνεται νά πιστεύουν ότι θά
έσωζε τήν Εκκλησία ή αποκατάσταση τής μοναρχίας, πού γιά αιώνες τήν είχε
ύπονομεύσει τόσο καίρια. Μερικοί άπ' αύτούς πού άνηκαν στήν πρώτη κατηγορία
άποτέλεσαν τό 1905 τήν όμάδα τών Τριάντα Δύο Ιερέων τής Πετρουπόλεως, τούς
οποίους χαρακτήριζε ένα έντονο άντιμοναστικό πνεύμα καί οί όποιοι ήταν
πρόδρομοι τού μετεπαναστατι κοΰ Ανανεωτικού Κινήματος. Αύτό τόν άντιμοναχισμό ό
π. Φλωρόφσκυ τόν αποκαλεί «Προτεσταντισμό τοϋ άνατολικοϋ τυπικού».
Τήν περίοδο αύτή
πολλοί διανοούμενοι έπέστρεφαν
στήν Εκκλησία μέσω
τοϋ Μαρξισμού, άπογοητευμένοι άπ' αύτόν, άλλά διατηρώντας τόν άκτιβισμό
τους καί τό μεταρρυθμιστικό τους ζήλο, πού είχε ένα χριστιανοσοσιαλιστικό
προσανατολισμό. «Ή διανόηση έπέστρεφε στήν Εκκλησία γεμάτη προσδοκίες γιά
μεταρρυθμίσεις... έδώ είναι πού άπέτυχε ή "νέα θρησκευτική
συνείδηση". Δέν ήταν παρά μιά καινούρια μορφή τοϋ ϊδιου παλιού
ούτοπιστικοϋ πειρασμού, τής άπουσίας εύαισθησίας γιά τήν ιστορία»,
χαρακτηριστικής αύτοϋ τού κύκλου τών διανοουμένων, γράφει ό Φλωρόφσκυ Οί
διανοούμενοι αύτής τής κατηγορίας προέρχονται βασικά άπό ιερατικές οικογένειες
καί γι' αύτό ήταν φυσικό νά έχουν κάποια συγγένεια σκέψεως καί μεταρρυθμιστικών
οραματισμών μέ τούς έγγαμους κληρικούς μέ τήν άκαδημαϊκή μόρφωση, καθώς έπίσης
καί τούς λαϊκούς καθηγητές τής θεολογίας. Ήταν αύτοί οί φιλόδοξοι κληρικοί τών
πόλεων καί οί λαϊκοί καθηγητές τής θεολογίας πού αισθάνονταν μιά ιδιαίτερη
πικρία γιά τούς περιορισμούς πού έβαζε στίς εύκαιρίες προαγωγής στήν
εκκλησιαστική ιεραρχία τό γεγονός ότι ήταν έγγαμοι της μερικούς άκόμη
χριστιανοσοσιαλιστές καί μετονομάσθηκε «"Ενωση γιά τήν Ανανέωση τής
Έκκλησίας». Τό memorandum πού ύπέβαλε
αύτή ή "Ενωση στό Μητροπολίτη Αντώνιο Βαντκόφσκυ είναι μιά άπό τίς
γνωστότερες διατυπώσεις τών ριζοσπαστικών καί μεταρρυθμιστικών τάσεων στή
Ρωσική Έκκλησία. Μεταξύ άλλων, τό memorandum απαιτούσε χωρισμό Έκκλησίας καί
Πολιτείας, μιά συνοδική δημοκρατική μορφή διοικήσεως τής Έκκλησίας, τήν
εισαγωγή τού Γρηγοριανοΰ ημερολογίου, εκκλησιαστικές άκολουθίες στήν
καθομιλουμένη γλώσσα, έγγαμους έπισκόπους καί κατάργηση τοϋ μονοπωλίου τών
αγάμων έπισκόπων. Ή "Ενωση ήταν έναντίον τής αποκαταστάσεως τοϋ
Πατριαρχικού θεσμού. Λίγο άργότερα διακήρυξε ότι ήταν καθήκον τής Έκκλησίας νά
προστατεύσει τούς εργαζόμενους άπό τήν έκμετάλλευση τών κεφαλαιοκρατών.
Παρά τήν άντίδραση πού
συνάντησαν, αύτοί οί χριστιανοσοσιαλιστές κληρικοί καί καθηγητές τής θεολογίας
συνέχισαν νά ύπεραμύνονται τοϋ χριστιανικού σοσιαλισμού, άλλά, ένώ μερικοί άπ'
αύτούς έπέκριναν τόν ύλισμό καί τόν στρατευμένο άθεϊσμό τοϋ μαρξισμού, άλλοι
επαινούσαν άνεπιφύλακτα τούς μαρξιστές, σάν ανθρώπους πού έδειχναν πραγματική
καί ένεργό άγάπη γιά τόν άνθρωπο, τόν όποιο, όπως έλεγαν, ή ιστορική Έκκλησία
συχνά πρόδιδε.
Μετά τή Φεβρουαριανή
έπανάσταση, οί τάσεις τής ομάδας τών Τριάντα Δύο ξαναεμφανίστηκαν, όταν μιά
άλλη όμάδα μέ παρόμοιες ιδέες καί μέ άρκετά άπό τά άρχικά μέλη τής όμάδας τών
Τριάντα Δύο έμφανίστηκε μέ τήν έπωνυμία «Πανρωσικός Σύνδεσμος τών Δημοκρατικών
Όρθοδόξων Κληρικών καί Λαϊκών». Αύτή ή όμάδα ύποστήριζε τό πολιτικό καί
κοινωνικό πρόγραμμα τών Σοσιαλιστών ' Επαναστατών, πού καταδίκαζε τή μοναρχία,
διακήρυσσαν ότι ή δημοκρατία ήταν ή άριστη μορφή πολιτεύματος, εξήγγειλαν άγώνα
ένάντια στόν καπιταλισμό καί τήν άπόδοση όλης τής γής στούς χωρικούς καί τών
έργοστασίων στούς έργάτες καί εύνοοΰσαν έκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις καί τήν
κατάργηση τοϋ μαθήματος τών θρησκευτικών στά δημόσια σχολεία. Τό 1917
έμφανίστηκε τό κόμμα τών Χριστιανοσοσιαλιστών Εργατών, μέ πολιτικό πρόγραμμα
παρόμοιο μέ έκεϊνο τών Σοσιαλιστών Επαναστατών, πού δέν έπεδίωκε έκκλησιαστικές
μεταρρυθμίσεις καί πού άργότερα πήρε τό όνομα Χριστιανοσοσιαλιστές. "Αν
καί καμιά άπ' αύτές τίς χριστιανοσοσιαλιστικές ομάδες δέν επιδοκίμαζε τή χρήση
βίας καί τρόμου, ή ύποστήριξή
τους καί ή συμπάθειά τους γιά τούς
Σοσιαλιστές Επαναστάτες, πού χρησιμοποιούσαν τόν τρόμο σάν βασικό μέσο τακτικής, φανερώνει
πόσο έκφυλισμένη αντίληψη είχαν έκείνη τήν έποχή κάποιοι κύκλοι τής Ρωσικής
Εκκλησίας γιά τό βασικό μήνυμα τοϋ ' Ιησού Χριστού. Δείχνει άκόμη, ότι άνάλογη
σύγχυση έχει οδηγήσει σέ παρόμοιες αντιλήψεις καί ένέργειες προτεσταντικά καί
ρωμαιοκαθολικά ριζοσπαστικά κινήματα μέ μαρξιστικές τάσεις τοϋ δευτέρου ήμίσεος
τοϋ αίώνα μας, καθώς έπίσης καί στήν περίφημη θεολογία τής απελευθερώσεως.
Γίνεται έμφανές, μέ όσα άναφέρθηκαν, ότι τά άνάλογα φαινόμενα στόν τόπο μας
στερούνται παντελώς πρωτοτυπίας καί μέ ένα στοιχειώδες α'ίσθημα καλαισθησίας
διαπιστώνεται ότι άποτελοϋν κακόγουστες παραστάσεις τσίρκου.
Υπάρχουν πολλοί κοινοί
στόχοι άνάμεσα στήν όμάδα τών Τριάντα Δύο, πού τελικά κατέληξε στό Ανανεωτικό
Σχίσμα τής Ρωσικής Εκκλησίας καί τό χριστιανικό σοσιαλισμό τών πρώην μαρξιστών
Σεργίου Μπουλγκάκοφ καί Νικολάου Μπερντιάγεφ, άλλά ή βασική τους διαφορά είναι
ή στάση τών τελευταίων άπέναντι στούς Μπολσεβίκους καί τή δικτατορία τοϋ Λένιν.
Γιά τόν Μπουλγκάκοφ καί τόν Μπερντιάγεφ ό σοσιαλισμός είχε μόνο ένα πρακτικό
νόημα καί ήταν άδιανόητο γι' αύτούς νά δεχθεί ένας χριστιανός τό στρατευμένο
αθεϊσμό του. Ένώ γιά τούς ' Ανανεωτές ό σοσιαλισμός είχε μιά apriori άξία καί,
άν ό θαυμασμός τους γιά τόν Λένιν ήταν ειλικρινής, τότε ήταν κλασσικές
περιπτώσεις αιρετικών ούτοπιστών. Άλλά μπορεί καί νά ήταν άπλώς τυχοδιώκτες,
πού φαίνεται πιό πιθανό, άν λάβει κανείς ύπ' όψη του τόν άμοραλιομό τους. Οί
ομοιότητες καί πάλι μέ τά «παρ' ήμίν ισχύοντα» είναι ήλιου φαεινότερες.
Τελικά ένας βασικός
παράγοντας πού οδήγησε στή δημιουργία τοϋ
Ανανεωτικού Σχίσματος στή Ρωσική Έκκλησία, αμέσως μετά τήν έπικράτηση
τών Μπολσεβίκων, ήταν ή προσπάθεια τοϋ κομμουνιστικού καθεστώτος νά ύποσκάψει
καί νά έξουδετερώσει τήν Έκκλησία.
Γνήσιες αντιθέσεις,
κοινωνικοθρησκευτικές παρεξηγή σεις, άνεκπλήρωτες φιλοδοξίες καί ή άσυνειδησία
μερικών άπό τούς πρωταγωνιστές, μπορούσαν νά συνδυασθούν κατάλληλα καί νά
οδηγήσουν στή δημιουργία ένός έξωτερικό συμπαγή οργανισμού, πού όμως στήν
πραγματικότητα όφειλε τήν ύπαρξή του αποκλειστικά στήν ύποστήριξη τοϋ
καθεστώτος.
Μερικοί άπό τούς ήγέτες
τοϋ Ανανεωτικού Σχίσματος, όπως ό Βλαντιμήρ Κράσντσκυ, προέρχονταν άπό μιά
γνωστή φασιστική οργάνωση, οί όποιοι, έκτός άπό τόν τυχοδιωκτισμό μετεπήδησαν
στούς Μπολσεβίκους καί άπό τό φόβο τών
άντεκδικήσεων (ύπεραναπλήρωση, γιά νά ικανοποιηθεί τό
καινούριο καθεστώς καί νά αποτρέψει τή βεντέτα άπό τήν πλευρά
του). Καί αύτοϋ τού φαινομένου τά άντίστοιχα δέν λείπουν καί άπό τή δική μας
πραγματικότητα. Πρόσωπα πού ένέπνευσαν ή έφεραν σέ πέρας τά
«εκκαθαριστικά» σχέδια τής
εκκλησιαστικής δικτατορίας κατά τή διάρκεια τής πολιτικής δικτατορίας τών έτών
19671974 στήν Ελλάδα,
έμφανίστηκαν μετά τή
μεταπολίτευση σάν οί κατ' έξοχήν «προοδευτικοί» στόν έκκλησιαστικό χώρο,
έτοιμοι καί πάλι νά παίξουν τόν «έκκαθαριστικό» τους ρόλο, κάτω άπό άντίθετη
αύτή τή φορά πολιτική σημαία. Τά κίνητρα μερικών άπ' αύτούς ήταν έμφανώς
τυχοδιωκτικά. Οί πιό έπικίνδυνοι όμως είναι έκείνοι πού έχουν τό σύνδρομο τοϋ
δημίου, τό όποιο καλύπτουν καί γιά τούς άλλους, άλλά κυρίως γιά τόν έαυτό τους,
μέ ένα ένδυμα ιερού πάθους γιά τήν «κάθαρση» τής Έκκλησίας. Αύτοί οί
διακεκριμένοι Καλβινιστές κινούνται συνήθως άπό τόν έσωτερικό τρόμο, πού ή
πουριτανική τους ιδιοσυγκρασία τούς δημιουργεί, γιά τό ενδεχόμενο ή πίεση
τών «αμαρτωλών», ερωτικών
κυρίως, παρορμήσεών τους
νά κάμψει τόν
έλεγχο τους. Είναι
οί άνθρωποι αύτής τής ψυχοπαθολογίας πού έριχναν στήν πυρά τής Ιεράς
Εξετάσεως τούς αιρετικούς, ή πού παρέδιναν στούς πουριτανούς δημίους τούς
αμαρτωλούς καί τίς μάγισσες.
Ή αντίστροφη διαδικασία
έλαβε χώρα στή φασιστική Ιταλία καί στήν έθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, όπου πρώην
μαρξιστές έγιναν φασίστες.
Ό τυχοδιωκτικός καί
καριεριστικός χαρακτήρας τών κινήτρων πολλών ήγετών τού "Ανανεωτικού κινήματος τής
Ρωσικής Εκκλησίας τονίστηκε
ιδιαίτερα άπό δύο
άπό τίς πιό
διακεκριμένες προσωπικότητες τοϋ κινήματος, τόν έπίσκοπο "Αντωνιν
Γκρανόφσκυ καί τόν καθηγητή Τιτλίνοφ. Αύτοί ύποστήριξαν ότι ή άντιεπισκοπική
«Ζώσα Εκκλησία», ένα παρακλάδι τοϋ σχίσματος, ήταν μιά άνταρσία έγγάμων
κληρικών, πού διψούσαν γιά δύναμη
καί έπεδίωκαν τήν
ικανοποίηση τών ταπεινών
συντεχνιακών τους ένδιαφερόντων ένάντια στούς έπισκόπους καί
τούς μοναχούς.
Φιλελεύθερες καί
ριζοσπαστικές ιδέες δέν ήταν σπάνιες άνάμεσα στούς πρεσβυτέρους καί τούς
διακόνους καί πρίν καί μετά τήν έπανάσταση. "Ωστόσο, παρά τήν ύποστήριξη
πού είχαν οί "Ανανεωτές άπό τή Σοβιετική Κυβέρνηση, μέ σκοπό τήν
άποδυνάμωση τής Πατριαρχικής Εκκλησίας, τά τρία κύρια παρακλάδια τοϋ
Ανανεωτικού σχίσματος ή «Ζώσα Εκκλησία», ή «"Ενωση τών Κοινοτήτων τής
"Αρχαίας "Αποστολικής "Εκκλησίας» καί ή «"Ενωση
γιά τήν Ανανέωση
τής "Εκκλησίας» άπέτυχαν
νά άποσπάσουν τή
μεγάλη πλειοψηφία τοϋ ρωσικού λαού άπό τήν Πατριαρχική Εκκλησία. Γύρω
στά 1923 ή πλειοψηφία τών έπισκόπων είχε πεισθεί νά δεχθεί τυπικά τήν
Ανανεωτική διοίκηση τής Εκκλησίας καί ή πλειοψηφία τών ναών πού λειτουργούσαν
είχε παραδοθεί άπό τούς σοβιετικούς στούς 'Ανανεωτές. Άλλά, 'ίσως έπειδή οί
Άνανεωτές δέν είχαν άρκετή υποστήριξη άπό τό λαό, χρησιμοποιούσαν δόλια μέσα
κιιί ζητούσαν όλο καί περισσότερο τήν ύποστήριξη τής Σοβιετικής Κυβερνήσεως,
γιά νά έπιτύχουν τούς σκοπούς τους, εύνοώντας καί προκαλώντας τήν έπέμβαση τού
κράτους στά πράγματα τής Έκκλησίας, έτσι ώστε ή Έκκλησία ύπό τήν Ανανεωτική
διοίκηση νά είναι πολύ περισσότερο Έκκλησία κρατική άπ' όσο ήταν τήν έποχή τών
Τσάρων. Όσο όμως περισσότερο γινόταν ή Ανανεωτική διοίκηση τής Ρωσικής
Έκκλησίας ύποτελής τού Σοβιετικού Κράτους, τόσο περισσότερο προκαλούσε τήν
περιφρόνηση τού ρωσικού λαού.
"Αν καί ό λαός δέν
ύποστήριξε το Ανανεωτικό σχίσμα, πολλοί κληρικοί, συχνά νέοι καί έντιμοι,
παρέμειναν πιστοί στό κίνημα, παρά τό γεγονός ότι άναγκάστηκαν νά κάνουν πολλές
θυσίες καί νά ύποστοϋν πολλές ταλαιπωρίες. "Ολοι αύτοί πονούσαν πραγματικά
γιά τό κατάντημα τής Έκκλησίας καί ονειρεύονταν μέ πάθος μιά άλλαγή στά
έκκλησιαστικά πράγματα, μόνο πού δέν είχαν καταλάβει ότι ή Εκκλησία' βρισκόταν σ' αύτή τή θλιβερή
κατάντια, έπειδή άκριβώς ή κρατική έπέμβαση τής άπέκλειε τή δυνατότητα νά
λειτουργήσει σάν Έκκλησία καί τής έπέβαλε ένα κοσμικό τρόπο λειτουργίας γιά τήν
έπίτευξη μιάς κοσμικής σωτηρίας. Γι' αύτό καί βασικά οί 'Ανανεωτές προσπαθούσαν
νά διορθώσουν τό κακό πού προκάλεσε ή εισαγωγή τοϋ κοσμικού τρόπου στή ζωή τής
Έκκλησίας, χρησιμοποιώντας άκόμη κοσμικότερους τρόπους καί άντιλήψεις. Οί
άπόψεις τών 'Ανανεωτών δέν είχαν σχεδόν καθόλου θεολογική βάση, άλλά ήταν
δάνεια άπό τίς κοσμικές ιδεολογίες.
Ή πιό ειλικρινής καί
θεολογικά προσανατολισμένη όμάδα τού 'Ανεωτικοϋ Σχίσματος ήταν αύτή τής όποιας
ήγείτο ό "Αντωνιν Κκραβόφσκυ πού,
άποκόπτοντας τόν έαυτό του τό 1923 άπό τούς άλλους 'Ανανεωτές,
έκήρυξε τήν άντίθεσή του
πρός τόν αύταρχικό χαρακτήρα τής Πατριαρχικής Έκκλησίας καί τήν ιερατική
ολιγαρχία τών 'Ανανεωτών. "Αργότερα κατήργησε όλους τούς τίτλους καί τά
διακριτικά τών κληρικών, όπως οί μίτρες κ.ά. καί διατήρησε μόνο τούς τρεις
βαθμούς τής ίερωσύνης. Παραιτήθηκε άπό τόν τίτλο τοϋ μητροπολίτη, τροποποίησε
τά άμφιά του, διατηρώντας μόνο τό ώμοφόριο, τό εγκόλπιο καί τήν ποιμαντορική
ράβδο, σάν τίς μόνες επισκοπικές προσθήκες στά άμφια τοϋ ιερέα καί έπέμεινε στή
συχνή θεία μετάληψη. Ή νεωτεριστική του διάθεση όμως δέν τοϋ δημιούργησε
προκαταλήψεις κατά τοϋ μοναχισμού, τόν όποιο θαύμαζε καί τόν θεωρούσε σάν τήν
ύπέρτατη έκφραση τής άναζητήσεως τοϋ άνθρώπου γιά άσκητισμό, ήσυχία, προσευχή
καί ταπείνωση. "Ολα αύτά τά θεωρούσε άναγκαία προπαρασκευή γιά τό
έπισκοπικό λειτούργημα καί άντετίθετο στήν ιδέα τών έγγάμων έπισκόπων, έπειδή
οί έγγαμοι είναι πολύ άπορροφημένοι άπό τίς οικογενειακές φροντίδες, γιά νά
μπορούν νά άφιερώσουν τούς έαυτούς τους πλήρως στήν Εκκλησία.
Ό Άντωνιν καί ή μικρή
όμάδα του άπό άφιερωμένους ιερείς κήρυτταν καί έφήρμοζαν ύλική πτώχεια, τό
αδιαχώριστο τών κληρικών άπό τούς λαϊκούς καί τήν άνάγκη νά είναι οί πρώτοι
άπόλυτα στήν ύπηρεσία τών τελευταίων.
Οί Άνανεωτές ταυτίστηκαν
τελικά τόσο πολύ μέ τό Σοβιετικό καθεστώς, ώστε έγιναν στενοί συνεργάτες του
καί όργανα τής GPU , πολλοί μάλιστα έγκατέλειψαν τήν Εκκλησία γιά νά γίνουν
πράκτορες τής άθεϊστικής προπαγάνδας τού καθεστώτος.
Τό Ανανεωτικό Σχίσμα
κληροδότησε στήν Πατριαρχική Εκκλησία μιά φοβερή κληρονομιά, αύτό πού μερικοί
αποκάλεσαν «προσαρμογή στόν άθεϊσμό»
Ή Σοβιετική Κυβέρνηση
τελικά άπέσυρε τήν ύποστήριξή της άπό τό Ανανεωτικό Σχίσμα, όταν πείσθηκε ότι ή
πρακτική τοϋ «διαίρει καί βασίλευε» δέν τήν έξυπηρετοϋσε πιά καί ότι θά ήταν
χρησιμότερο γι' αύτήν νά ύπάρχει μια ενιαία Έκκλησία, γιά νά μπορεί νά τήν
ελέγχει ευκολότερα. Τό Ανανεωτικό Σχίσμα δέν μπόρεσε νά έπιζήσει χωρίς τήν κρατική
υποστήριξη.
Έκτός άπό τά μέλη τής
Ρωσικής Έκκλησίας, πού έπεδίωξαν τή βελτίωση τής έκκλησιαστικής ζωής μέ τήν
εισαγωγή σ' αύτή στοιχείων τής
αριστερής ιδεολογίας, ύπήρξαν καί
άλλα μέλη της, πού πίστεψαν ότι ή
Έκκλησία θά σωζόταν άν άπεκαθίστατο ή μοναρχία. Πρόκειται γιά ένα τμήμα τής
Ρωσικής Έκκλησίας πού αρχικά βρισκόταν στίς περιοχές πού κατείχαν οί Λευκορώσοι
καί πού τελικά μετανάστευσε στό εξωτερικό καί άποτέλεσε τήν έκκλησιαστική
διοίκηση τή γνωστή ώς Σύνοδο τού Καρλοβιτσίου ή ώς Ύπερόριο Ανώτερη
Εκκλησιαστική διοίκηση. Αύτό τό παράξενο έκκλησιαστικό σώμα ισχυριζόταν άρχικά
ότι ήταν συνέχεια τής έκκλησιαστικής διοικήσεως τής Νοτίου Ρωσσίας.
"Αργότερα μετέβη στή Γιουγκοσλαβία καί μέ έπικεφαλής τό μητροπολίτη πρώην
Κιέβου Αντώνιο Κραποβίτσκυ συνεκάλεσε σύνοδο. Μερικά μέλη αύτής τής συνόδου
ήταν άντιπρόσωποι ένοριών, ένώ άλλα έπιλέγηκαν άπό τό μητροπολίτη
"Αντώνιο. Σ' αύτή τήν τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονταν τριάντα
μοναρχικοί πού έρχονταν και' εύθείαν άπό τό πολιτικό συνέδριο πού έγινε στόBad
Reincenhal τής Βαυαρίας,
όπου είχε συσταθεί
ένα Ανώτερο Μοναρχικό
Συμβούλιο. Σ' αύτούς άναγνωρίστηκαν πλήρη δικαιώματα ψήφου
καί έτσι οί μοναρχικοί έξασφάλισαν τήν πλειοψηφία στή σύνοδο. Άρχικά οί
μοναρχικοί έπιτέθηκαν κατά τοϋ πρώην προέδρου τής Δούμας Μιχαήλ Β. Ροντζιάνκο,
τόν όποιο θεωρούσαν προδότη, έπειδή είχε εισηγηθεί τήν παραίτηση τού Τσάρου. Οί
μοναρχικοί, μέ τήν ύποστήριξη τού Αντωνίου, άπαίτησαν τήν άποχώρηση τού
Ροντζιάνκο άπό τή σύνοδο καί στή συνέχεια έπέβαλαν στή σύνοδο ψήφισμα μέ τό
όποιο οριζόταν σάν ένας άπό τούς σκοπούς τής συνόδου ή άποκατάσταση τών
Ρωμανώφ. Τό Μάρτιο τοϋ 1922 ή έκκλησιαστική όμάδα Καρλοβιτσίου έκανε έκκληση
στό Συνέδριο τής Γενεύης νά οργανώσει στρατιωτική σταυροφορία κατά τών
Μπολσεβίκων, άντί νά όργανώσει βοήθεια σέ τρόφιμα, γιατί ό λιμός θά μπορούσε νά
συμβάλει στήν καταστροφή τους.
Σέ αντίθεση μέ τούς
Άνανεωτές, στήν όμάδα τοϋ Καρλοβιτσίου περιλαμβάνονταν πρόσωπα πού είχαν βαθειά
θεολογική κατάρτιση καί πνευματικότητα. "Ενας άπ' αύτούς ήταν ό
μητροπολίτης Αντώνιος, ένας άπό τούς πιό σημαντικούς έπισκόπους καί
φιλοπαραδοσιακούς μεταρρυθμιστές τής Ρωσικής Εκκλησίας πρίν άπό τήν επανάσταση,
τοϋ όποιου τό θεολογικό κύρος έφθανε πολύ πέραν τών όρίων τής ρωσικής
αύτοκρατορίας στόν όρθόδοξο κόσμο. Κοσμήτωρ τής Θεολογικής Ακαδημίας τής
Μόσχας, όπου κατόρθωσε νά απελευθερώσει την ' Ορθόδοξη Θεολογία άπό τήν
έπίδραση τής άφηρημένης καί ορθολογιστικής γερμανικής θεολογικής σκέψεως,
δίνοντας έμφαση στούς άνατολικούς πατέρες καί τή ζώσα υπαρξιακή θεολογία τής
"Ορθοδοξίας, δημιούργησε μιά ολόκληρη σχολή μαθητών καί θαυμαστών άνάμεσα
στούς νεότερους έπισκόπους καί θεολόγους, άπό τούς όποιους "ίσως ξεκίνησε
ή πρόσφατη άναγέννηση τής ορθόδοξης θεολογίας. Άλλά, ένώ ό "Αντώνιος
θεολογικά πολέμησε τήν κατάσταση πού δημιουργήθηκε στή Ρωσική "Εκκλησία
μετά τό Μεγάλο Πέτρο, πολιτικά ήταν φιλομοναρχικός, άκόμη καί άντιδραστικός καί
στενοκέφαλος, Ρώσος έθνικιστής.
'Ενώ ή πλειοψηφία τών
έπισκόπων πού υπέβαλαν τό memorandum στή σύνοδο τής Ρωσικής ' Εκκλησίας γιά τίς
άναγκαίες έκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις εύνοοϋσε μιά σύνοδο μέ κληρικούς όλων
τών βαθμών καί μέ λαϊκούς, ό Αντώνιος
έβλεπε τή σύνοδο
σάν συμβούλιο έπισκόπων
καί συμφώνησε νά
ανεχθεί άλλους κληρικούς καί
λαϊκούς ώς παρατηρητές καί συμβούλους μόνο, χωρίς δικαίωμα ψήφου. *'Επίσης ό
Αντώνιος εύνοοϋσε τήν άπελευθέρωση τής "Εκκλησίας άπό τήν κρατική
γραφειοκρατία καί ήθελε τήν έπανοργάνωσή της σέ ένα αποκεντρωμένο ομοσπονδιακό
μητροπολιτικό σύστημα, μέ έναν Πατριάρχη καί ένα συμβούλιο επισκόπων στήν κορυφή.
Ή εσωτερική σύγκρουση
άνάμεσα στόν Αντώνιο ώς διακεκριμένο έπίσκοπο καί θεολόγο καί τόν Αντώνιο ώς
μοναρχικό πολιτικό στίς ιδιόρρυθμες οπιίβΓέ συνθήκες τής νοσταλγίας τού
παρελθόντος καί τής αποστροφής τοϋ παρόντος, κατέληξε στό θρίαμβο τών πολιτικών
του συναισθη μάτων πάνω στή θεολογική του κρίση, στή σύνοδο τοϋ Καρλοβιτσίου καί στό Συνέδριο τών Μοναρχικών
Bad Reinchenhal πού προηγήθηκε καί πού άποφάσισε τή σύγκληση αύτής τής
έκκλησιαστικής συνόδου κληρικών καί λαϊκών.
Άν καί έκεϊνοι πού
συμμετείχαν στήν όμάδα τοϋ Καρλο βίτσιου διακρίνονταν γιά τό θεολογικό τους
βάθος καί τήν πνευματικότητά τους καί ώς πρός αύτό ύπερείχαν πολύ άπό τούς
Άνανεωτές, έν τούτοις καί αύτοί, όπως καί έκείνοι, έπεσαν στήν παγίδα τοϋ
τρίτου πειρασμού, πού πραγματικά μπορεί νά είναι άφάνταστα δόλιος καί
παραπλανητικός, καί τελικά άποδέχτηκαν, μάλλον άνεπίγνωστα, τήν κοσμική άντί
τής έκκλησιαστικής σωτηριολογία.
Είναι πραγματικά απορίας
άξιον πώς άνθρωποι μέ τό θεολογικό βάθος τοϋ Αντωνίου Κραποβίτσκυ μπορούσαν νά
αποθεώνουν τή μοναρχία, πού ήταν ύπεύθυνη καί γιά τό κατάντημα τής Ρωσικής
"Εκκλησίας, άλλά καί γιά τίς άπερίγραπτες ταλαιπωρίες τοϋ ρωσικού λαού.
"Ισως μέρος μόνο τής απορίας νά έξηγείται άπό τήν ώμότητα τής έχθρότητας
τοϋ Σοβιετικού καθεστώτος κατά τής Εκκλησίας.
Πάντως, ένώ μέρος τής
Ρωσικής "Εκκλησίας ύπέκυψε, έστω
καί άνεπίγνωστα, στόν τρίτο πειρασμό καί όχι μόνο άπεμπόλησε τήν έκκλησιαστική
σωτηριολογία, άλλά καί έλπισε ότι ό άρχων τοϋ κόσμου τούτου καί οί κοσμικές
ιδεολογίες θά έσωζαν καί αύτήν άκόμη τήν "Εκκλησία, ό κορμός τής Ρωσικής
Εκκλησίας, μέ κάποιες ϊσως περιστασιακές άποκλίσεις, αναζήτησε έκκλησιαστικούς
τρόπους γιά νά έπιτύχει τή βελτίωση τών έκκλησιαστικών πραγμάτων.
Τόν Ιούνιο τοϋ 1917
συγκλήθηκε στή Μόσχα ένα πανρωσσικό συνέδριο κληρικών καί λαϊκών πού,
έπηρεασμένο άπό τό κλίμα του ριζοσπαστισμού πού επικρατούσε γενικά εκείνη τήν
εποχή, υιοθέτησε ψηφίσματα μέ τά
όποια ζητούσε λαϊκή
κυριαρχία στήν Έκκλησία
καί τό κράτος,
τή μεταβίβαση τής έκκλησιαστικής
περιουσίας στούς καλλιεργητές καί μεταρρυθμίσεις στούς όρους έργασίας τών
έργατών τών έργοστασίων. Στά έκκλησιαστικά θέματα τά ψηφίσματα τού συνεδρίου
ήταν ήπια.
Ή προσωρινή κυβέρνηση
ικανοποίησε ένα παλιό αίτημα τής Έκκλησίας καί έδωσε τήν άδεια γιά τή σύγκληση
ενός σομπόρ, δηλαδή μιάς πανρωσικής συνόδου, μέ συμμετοχή κληρικών όλων τών
βαθμών τής Ίερωσύνης καί λαϊκών.
Τό σομπόρ άποκατέστησε τό
πατριαρχικό σύστημα καί ξανάδωσε στήν έκκλησιαστική διοίκηση συνοδικό
χαρακτήρα, σύμφωνα μέ τούς κανόνες, άπό τόν Πατριάρχη μέχρι τήν ένορία.
Ανακήρυξε τή γενική σύνοδο τών επισκόπων, πρεσβυτέρων, διακόνων καί λαϊκών,
δηλαδή τό σομπόρ, πού θά συγκαλούσε ό Πατριάρχης, ώςτό ύπέρτατο νομοθετικό,
δικαστικό καί διοικητικό όργανο τής Έκκλησίας. Ό Πατριάρχης θά ήταν primus
inter pares μεταξύ τών έπισκόπων, πρόεδρος
τών σομπόρ καί τού Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Ή Σύνοδος τών Επισκόπων
θά αποτελείτο άπό δεκατρία μέλη μέ τόν Πατριάρχηπρόεδρο καί τόν μητροπολίτη
Κιέβου μόνιμα μέλη, έξι έπισκόπους έκλεγμένους άπό τό σομπόρ, γιά μιά περίοδο
τριών ετών καί πέντε έπισκόπους λαμβανομένους κατά σειρά άπό τό γενικό
κατάλογο τών επισκόπων τής επικράτειας γιά μιά περίοδο δώδεκα μηνών.
Όλόκληρη ή έπικράτεια χωριζόταν σέ πέντε αύτόνομες μητροπολιτικές περιφέρειες,
μέ έπί κεφαλής τό μητροπολίτη καί μέ άρκετές έπισκοπές ή κάθε μία. Οί πέντε
έπίσκοποιμέλη τής συνόδου τών έπισκόπων, πού θά λαμβάνονταν άπό τό γενικό
κατάλογο τών έπισκόπων, θά άντιπροσώπευαν ό καθένας μιά μητροπολιτική
περιφέρεια. Τό Ανώτατο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο θά άποτελεϊτο άπό τρεις
έπισκόπουςμέλη τής Συνόδου τών Έπισκόπων, ένα μοναχό πού θά αντιπροσώπευε τά
μοναστήρια, πέντε μέλη άπό τίς τάξεις τών πρεσβυτέρων καί τών διακόνων καί έξι
λαϊκούς, πού θά είχαν έκλεγεΐ άπό τό σομπόρ. Τά θεολογικά θέματα καί τά θέματα
έκκλησιαστικής διοικήσεως καί έκκλησιαστικής πειθαρχίας
θά άνήκαν στή
δικαιοδοσία τής συνόδου. Τά
νομικά θέματα, ή φιλανθρωπία καί άλλα κοινωνικά ζητήματα σχετιζόμενα μέ τήν
Έκκλησία θά άποτελούσαν αρμοδιότητα τού Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Καί
τά δυό σώματα θά λειτουργούσαν μεταξύ τών συγκλήσεων τών σομπόρ.
Τό σομπόρ επανέφερε
επίσης τήν άρχαία πράξη τής έκλογής τών επισκόπων άπό μεικτά μητροπολιτικά
συμβούλια άπό ύποψηφίους
πού όριζε ή
Σύνοδος τών Επισκόπων.
Τό σομπόρ αύτό
έλαβε καί άλλες σημαντικές άποφάσεις, γιά διάφορα
εκκλησιαστικά θέματα.
Τό συνοδικό σύστημα στό
έπίπεδο τών ένοριών, ή νέα εύθύνη πού ανατέθηκε στά έκκλησιαστικά συμβούλια καί
ή ασφάλεια τής μονιμότητας τών ιερέων, κατά τή γνώμη πολλών έκκλησιαστικών
ιστορικών, έσωσε τήν Έκκλησία άπό τή διάλυση στούς χρόνους, πού ή κρατική
νομοθεσία, οί περιοδικές συλλήψεις έπισκόπων καί ό πολλαπλασιασμός τών
σχισματικών ομάδων είχαν στήν πράξη προκαλέσει τήν ολοκληρωτική κατάρρευση τής
έκκλησιαστικής διοικήσεως. Επίσης, ιστορικοί έχουν παρατηρήσει ότι σ' αύτές τίς
έπισκοπές πού έφαρμόσθηκε ό θεσμός τής έκλογής τών έπισκόπων άπό τά μεικτά
μητροπολιτικά συμβούλια, δηλαδή άπό όλα τά μέλη τής τοπικής Έκκλησίας, ή
άντίσταση κατά τών σχισματικών καί τών μεθοδεύσεων τού καθεστώτος έναντίον τής
Έκκλησίας ήταν πιό συμπαγής καί σθεναρά.
"Ενα χαρακτηριστικό
τών κληρικών καί λαϊκών πού έχουν, έστω άνεπίγνωστα, δεχθεί τήν κοσμική
σωτηριολογία καί πού έπιχειροΰν νά εισάγουν τούς κοσμικούς τρόπους στήν
έκκλησιαστική ζωή, είναι ότι προσπαθούν νά φέρουν σ' αύτήν τίς γλωσσικές
προκαταλήψεις τής ιδεολογίας, τής όποιας έχουν άποδεχθεί τή σωτηριολογία. Χωρίς
ίσως νά τό υποπτεύονται, προσπαθούν νά άντικαταστήσουν τήν εκκλησιαστική
γλώσσα, πού είναι μιά γλώσσα επιλεγμένη γιά νά συμβάλλει στή δημιουργία τού
κλίματος τής βασιλείας τοϋ Θεοϋ, μέ τήν ξύλινη γλώσσα τής ιδεολογίας, πού
συνθηματοποιεΐ τίς λέξεις καί άπό μέσα κοινωνίας τίς μετατρέπει σέ μέσα
προπαγάνδας.
«.. βλέπεις έχουμε καί
μιά γλώσσα πού μονάχα οί μορφωμένοι κομμουνιστές καταλαβαίνουν», γράφει ό
Χρόνης Μίσσιος, «όταν τήν έμαθα καί γώ καί μιλούσα στούς έργάτες καί στούς
νεολαίους, μέ κοιτάγανε μ' ένα θαυμασμό, άλλο πράμα... Επικοινωνία, πού λένε,
νά σοϋ φύγει τό καφάσι, λές καί ήμασταν μητροπολίτες... Μιά ζωή ή φόρμα μάς
ένοιαζε... Όχι, δέν ήταν τυχαίο, όλοι φοβόμασταν πώς θά έκφράσουμε τίς σκέψεις
μας, μήπως κάνουμε δεξιά ή άριστερή παρέκκλιση
ανάλογα κάθε φορά άπό πού ήταν ό βασικός κίνδυνος πού έλεγε ή καθοδήγηση
καί, βέβαια, τελικά καταφέρναμε νά ύποτάσσουμε τίς σκέψεις μας στίς λεκτικές
διατυπώσεις, δηλαδή άντί οί λέξεις νά ύπηρετούν τή σκέψη μας, οί σκέψεις μας
υπηρετούσαν τίς λέξεις, μέ αποτέλεσμα νά μιλούμε σάν κομμένες κεφαλές ή σάν
μαγνητόφωνο τής καθοδήγησης»23.
23. Χρόνη Μίσσιου,
...Καλά, έσύ σκοτώθηκες νωρίς. Δεκάτη εβδόμη έκδοση, εκδόσεις «Γράμματα», Σόλωνος
130, Αθήνα 1985, σελ. 174
"Ετσι κι έδώ, όπως
καί στή Ρωσία, κληρικοί ή λαϊκοί πού έχουν δεχθεί τήν άριστερή σωτηριολογία
ένοχλοϋνται άπό λέξεις τής λειτουργικής ζωής τής "Εκκλησίας, πού στήν
ξύλινη γλώσσα τής ιδεολογίας τους άποτελοΰν... αντιδραστικά συνθήματα καί
άντικαθιστοϋν π.χ. τή λέξη «δούλος» τού Θεοϋ μέ τή λέξη «τέκνο» τοϋ Θεοϋ, γιατί
στήν ξύλινη γλώσσα τής ιδεολογίας τους ή λέξη δούλος περιγράφει ταξική
διάκριση, ή άντικαθιστοϋν τή φράση τοϋ άπολυτικίου τοϋ Τιμίου Σταυρού «νίκας
τοις βασιλεϋσι κατά βαρβάρων... » μέ τή φράση «νίκας τοϊς εύσεβέσι κατ'
έναντίων...». Ή τελευταία αύτή έπέμβαση, έκτός τοϋ ότι είναι μιά άπαράδε κτη
προσπάθεια εισαγωγής τής ξύλινης ιδεολογικής γλώσσας στή λειτουργική ζωή τής
Έκκλησίας, είναι καί μιά έπέμβαση πού, έκτός άπό τήν ιδεολογική μικρόνοια,
προδίδει καί μιά άνευ προηγουμένου αισθητική βαρβαρότητα.
"Οπως ήδη
έπανειλημμένα τονίσθηκε, ή Έκκλησία δέν έχει καμιά προτίμηση γιά τή δεξιά ή τήν
άριστερή σωτηριολογία, γιατί έχει τή δική της σωτηριολογία, πού δέν χρειάζεται κάποιο
άριστερό ή δεξιό συμπλήρωμα. Επομένως ή γλώσσα της δέν έκφράζει καμιά τέτοια
προτίμηση, άλλά είναι μιά γλώσσα έπιλεγμένη μέ πολλή σοφία, γιά νά εισάγει τόν
πιστό στό χώρο τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ γιά νά γευτεί τήν έν Χριστώ σωτηρία. Στό
χώρο τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ δέν χωράει καμιά άλλη σωτηρία έκτός άπό τήν έν
Χρίστο) σωτηρία, γι' αύτό καί δέν έχουν έκεΐ θέση σύμβολασυνθήματα οποιασδήποτε
κοσμικής σωτηριολογίας.
Μέσα στό χώρο τής
Βασιλείας τοϋ Θεοϋ όλοι προσεύχονται γιά όλους. «Πρώτον πάντων ποιεΐσθαι δεήσεις,
προσευχάς, έντεύξεις, εύχαριστίας ύπέρ πάντων ανθρώπων» (Α' Τιμ. 2, 1),
παραγγέλλει ό Παϋλος. Προσεύχονται όλοι στό χώρο τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ καί γιά
τούς καλούς και γιά τούς κακούς· καί γιά τούς εκμεταλλευόμενους καί γιά τούς
έκμεταλλευτές καί γιά τούς φτωχούς καί γιά τούς πλούσιους· καί γιά τούς
δυναστευόμενους καί γιά
τούς δυνάστες· καί
γιά τούς έξουσιαζόμενους καί
γιά τούς έξουσιαστές.
Στή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ δέν ύπάρχουν έξουσιαζόμενοι καί έξουσιαστές. Στόν
κόσμο, όμως, στόν όποίο ή Βασιλεία τοϋ
Θεοϋ θέλει νά
κυριαρχήσει καί νά
τόν μεταμορφώσει, ύπάρχουν.
Γι' αύτό ή
Έκκλησία πάντοτε προσεύχεται γιά
τούς κοσμικούς άρχοντες. Ό όρος «βασιλεύς» τής λειτουργικής γλώσσας δέν
περιγράφει μιά μορφή κοσμικής σωτηρίας. Ό λειτουργικός όρος «βασιλεύς» είναι ένας όρος ιδεολογικά ούδέτερος, πού θά
πάψει νά είναι ούδέτερος, άν άλλάζει σύμφωνα μέ τίς κρατούσες ιδεολογικές
προτιμήσεις καί πολιτειακές μεταβολές
καί άναφέρεται στόν
όποιονδήποτε εξουσιαστή, πού
αναπότρεπτα θά είναι
ό οποιασδήποτε πολιτικής
άποχρώσεως κοσμικός άρχοντας, γιά νά προσευχηθεί ή Εκκλησία γιά τή μεταμόρφωσή
του σέ μή εξουσιαστή , δηλαδή σέ μέλος τής Εκκλησίας. «... λάλησον είς τήν
καρδίαν αύτών (τών βασιλέων) αγαθά ύπέρ τής Εκκλησίας σου καί παντός τοϋ λαού
σου», λέει ή λειτουργία ιού Μεγάλου Βασιλείου. Ό Παύλος ζητούσε άπ' τήν πρώτη
Εκκλησία νά προσεύχεται γιά τόν Νέρωνα, άν καί ήταν ϊ νας φοβερός τύραννος καί
άκριβώς έπειδή ήταν ένας φοβερός τύραννος. Γιατί στή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ δέν
σώζεται ό δυναστευόμενος μέ τήν καταδίκη ή τήν έξολόθρευση τοϋ δυνάστη, άλλά μέ
τή μεταμόρφωση τοϋ δυνάστη σέ μή δυνάστη. Άν παύσει ή Εκκλησία νά τό κάνει
αύτό, θά άρνηΟεί ένα κρίσιμο λειτούργημά της μέσα στόν κόσμο καί κυρίως θά
αρνηθεί τή δική της
πολιτική εύθύνη, πού
δέν είναι νά
συμβάλλει στή βελτίωση
τοϋ πολιτικού συστήματος, υιοθετώντας απόψεις καί τρόπους
τοϋ κόσμου, ούτε προσπαθώντας μ' αύτά νά τό άντικαταστήσει μέ ένα άλλο
πολιτικό σύστημα, άλλά
μεταμορφώνοντάς το σέ
Βασιλεία τοϋ Θεοϋ,
μεταμορφώνοντας σέ μέλη
τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ άρχοντες καί άρχομένους.
Πέρα άπ' όλα αύτά, ή
άπόδοση νοήματος κοσμικοσωτηριολογικοϋ, δηλαδή πολιτικού, σέ λειτουργικούς
όρους θά μεταβάλλει τό χώρο τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ σέ χώρο άνταγωνισμοϋ
διαφόρων κοσμικών σωτηριολογιών καί κληρικοί καί λαϊκοί θά χρησιμοποιούν τή
λατρεία γιά νά προβάλλουν τή σωτηριολογική τους συνθηματολογία.
Θά πρέπει ώστόσο νά
λεχθεί ότι ή σύγχρονη τάση χρησιμοποιήσεως τής έκκλησιαστικής καί λειτουργικής
γλώσσας γιά τήν προβολή άριστερών κοσμικοσωτηριολογικών συνθημάτων, είναι
αντίδραση σέ μιά μακροχρόνια χρήση τους γιά τήν προβολή δεξιών
κοσμικοσωτηριολογικών συνθημάτων, όπως οί έξεζητημένοι καί έκδηλα
κοσμικοσωτηριολογικοί πολυχρονισμοί τών βασιλέων κ. ά. Ή φράση τοϋ Μίσσιου
«έπικοινωνία, πού λένε, νά σοϋ φύγει τό καφάσι, λές καί ήμασταν
μητροπολίτες...» άναφέρεται άκριβώς στό ότι έμεϊς οι «χριστιανοί» κληρικοί καί
λαϊκοί καί κυρίως κληρικοί, μεταβάλλαμε τή λειτουργική γλώσσα τής Έκκλησίας καί
γενικότερα τήν εκκλησιαστική γλώσσα σέ μιά θρησκευτική ξύλινη γλώσσα, μέ τήν
όποία προσπαθήσαμε καί προσπαθούμε νά έπιβάλλουμε τήν πολιτική τής προσωπικής
μας νευρώσεως. Παίρνουμε π.χ. τή λέξη «τέκνον», πού χρησιμοποίησε ό Χριστός, οί
Απόστολοι, οί Πατέρες καί άλλοι "Αγιοι, γιά νά έκφράσουν μιά άπερίγραπτα
τρυφερή προσωπική άγάπη, καί τή χρησιμοποιούμε γιά νά βάλουμε τόν άλλο σέ
μειονεκτική άπέναντί μας θέση καί νά έξασφαλίσουμε έτσι μιά έξουσιαστική
ύπεροχή, πού θά καλύψει τό αίσθημα άνεπάρκειας καί μηδαμινότητας πού μάς
βασανίζει.
Άκόμη δέν μπορούμε στό
χώρο τής Έκκλησίας νά άπολυτοποιοϋμε τούς όρους καί τίς λέξεις καί νά τά
χρησιμοποιούμε γιά νά περιγράψουμε στεγανές κατηγορίες, όπως κάνουν οί
ιδεολογίες π.χ. μέ τούς όρους «προοδευτικός»
καί «συντηρητικός». Ή
έκκλησιαστική ζωή έπιδιώκει πάντοτε τήν ανάπτυξη τού άνθρώπου, δηλαδή τή σωτηρία του. ' Αλλά γιά
νά έπιτύχει αύτή τήν ανάπτυξη τοϋ
ανθρώπου ή Έκκλησία κάποτε χρειάζεται νά συντηρήσει, νά διασώσει
κρίσιμες άλήθειες γιά τόν άνθρωπο, πού
αποκάλυψε ό Θεός καί διαφύλαξε ή Έκκλησία. Γιά τήν έκκλησιαστική
ζωή πάντως τό κατ' έξοχήν κριτήριο τής
προοδευτικότητας είναι ή εύκαμψία καί γι' αύτό μόνο στήν έκκλησιαστική ζωή
ύπάρχει πραγματική προοδευτικότητα, γιατί μόνο στήν έκκλησιαστική ζωή δέν
ύπάρχει δογματισμός, δηλαδή πεποιθήσεις πού δέν είναι έδραιωμένες στήν
έμπειρία. Ή Έκκλησία όχι μόνο δέν έπιβάλλει τήν τυφλή άποδοχή άξιωμάτων, όπως
κάνουν οί ιδεολογίες, άλλά θεωρεί άπαραίτητο ό κάθε άνθρωπος νά βιώσει καί νά
διαπιστώσει ό ϊδιος τίς άλήθειες της. Άν ή εύκαμψία είναι σημείο ζωής, ή
άκαμψία είναι βέβαιο σημάδι θανάτου, καί τότε, στό θάνατο τής ιδεολογικής
άκαμψίας, ή εύκαμψία τής έκκλησιαστικής ζωής αντιπαραβάλλεται ώς άδιάψευστο
σημείο της όντως ζωής.
Ό οποιοσδήποτε
χριστιανός, άλλά ιδιαίτερα ό
κληρικός, δέν μπορεί νά
δεχθεί άλλη άπό τή
χριστιανική σωτηριολογία, γι' αύτό καί ή άνάληψη τής πολιτικής του
εύθύνης είναι κυρίως νά έργασθεί γιά νά έπικρατήσει τό πολίτευμα τής Βασιλείας
τοϋ Θεοϋ μέ τήν άνακαίνιση τών άνθρωπίνων καρδιών, άνεξαρτήτως κόμματος ή
τάξεως. Στήν προσπάθεια τοϋ κόσμου νά τόν παγιδεύσει νά δεχθεί μιά οποιαδήποτε
σωτηριολογία άπαντάει όπως άπάντησε ό Χριστός στόν τρίτο πειρασμό τοϋ Διαβόλου.
O άνθρωπος δέν θά σώσει τόν άνθρωπο καί, πολύ περισσότερο, δέν θά σώσει τόν Θεό
καί τήν Εκκλησία του. Ό Θεός μόνος θά σώσει τόν άνθρωπο, άν ό έλεύθερος
άνθρωπος Τοϋ τό επιτρέψει.
Επομένως, ό χριστιανός
καί ιδιαίτερα ό κληρικός δέν μπορεί νά άγωνίζεται ένάντια στήν αύθαιρεσία μιάς
πολιτικής στ' όνομα μιάς άλλης πολιτικής, γιατί έτσι θά έξαντλοϋσε τήν ενέργεια
πού πρέπει νά χρησιμοποιήσει γιά νά συμβάλλει στήν έπικράτηση τής Βασιλείας τοϋ
Θεοϋ έναντι κάθε πολιτικής· καί δέν μπορεί ό αγώνας τοϋ χριστιανού καί
ιδιαίτερα τοϋ κληρικού νά ύπαινίσσεται άπόρριψη γιά οποιονδήποτε άνθρωπο, άκόμη
καί γιά τό δυνάστη. '0 άγώνας τοϋ
χριστιανού καί ειδικότερα τοϋ κληρικού πρέπει νά είναι αγώνας γιά τήν
άντικατάσταση τής βασιλείας
τοϋ ανθρώπου, τής
οποιασδήποτε βασιλείας τοϋ
άνθρώπου, πού είναι οπωσδήποτε έξουσιαστική, μέ τή Βασιλείά
τοϋ Θεοϋ, πού είναι Βασιλεία άγάπης καί ό αγώνας του θά πρέπει νά είναι
οπωσδήποτε αγώνας αγάπης.
Ό πραγματικός χριστιανός,
καί πιό συγκεκριμένα ό κληρικός, δέν μπορεί νά έξαντλείται σ' έναν αγώνα γιά
τήν αντικατάσταση ένός άριστεροϋ καθεστώτος μέ ένα δεξιό καθεστώς καί
άντίστροφα, μπορεί όμως, κάτω άπό οποιοδήποτε καθεστώς, νά γίνεται φορέας τής
άγάπης τοϋ Χριστού πρός όλους, καί έκείνους πού ύποφέρουν σάν θύματα καί
έκείνους πού ύποφέρουν σάν θύτες.
Ο Μίσσιος άναφέρέι δύο
άντίθετα παραδείγματα κληρικών ενός πού δέν έγινε καθόλου φορέας τής αγάπης τού
Χριστού σέ άνθρώπους πού ύπέφεραν φρικτά στή δίνη τών πολιτικών συγκρούσεων καί
ένός πού άκτινοβολούσε αύτή τήν άγάπη, χωρίς όμως νά γίνει όργανο μιάς κοσμικής
σωτηριολογίας στόν αγώνα της έναντίον μιάς άλλης κοσμικής σωτηριολογίας.
Ό πρώτος είχε έπισκεφθεΐ
ένα μεσημέρι μιά φοβερή καί άπόμακρη φυλακή γιά νά κάνει «ποιμαντική τών
φυλακισμένων», δηλαδή νά βγάλεικάποιο λόγο τής πεντάρας, πού στήν ούσία
προπαγάνδιζε τήν κοσμική σωτηριολογία τοϋ καθεστώτος, πιό πολύ άπ' όσο κήρυττε,
έστω καί μέ λόγια, τήν έν Χριστώ σωτηρία. «Άφοϋ έκανε τά δικά του, έφαγε καλά
καλά, έριξε καί τά κρασιά του, έπεσε γιά τό μεσημεριάτικο ϋπνο στόν πάνω όροφο
τοϋ Διοικητηρίου. Εμείς (ό Μίσσιος καί ό σύντροφος του) δουλεύουμε άπό κάτω,
ντάκα ντούκου, σπάμε τή δεύτερη παρτίδα
βράχια μέσα στή λαύρα τοϋ μεσημεριού. Κάποια στιγμή άνοίγει τό παράθυρο καί
βγαίνει ό πάτερ οργισμένος. Γιά όνομα τοϋ Θεοϋ, τί κατάσταση είναι αύτή, δέν
σταματάτε καμιά στάλα γιά νά κοιμηθώ; Τά καρακόλια κλαρίνο. Έμάς φτερούγισε ή
καρδιά μας, νά σταματήσουμε μιά στάλα! Ό
Σάβανος λέει τού παπά, ξέρ'τε πάτερ μου, δέν μποροϋμ' νά σταματήσουμ'. Αύτοί
είναι οί άμετανόητοι. "Α, έτσι; Καλά, παιδιά μου. Τί νά γίνει, συνεχίστε,
μέ τή βοήθεια τοϋ Θεού έλπίζω νά τά καταφέρω νά κοιμηθώ...»24.
24. Ό.π., σελ. 66.
Τόν δεύτερο τόν περιγράφει
ό συγγραφέας μέ έναν τρόπο πού τά λέει όλα. Δέν χρειάζεται κανένα σχόλιο. «...
ήταν φίνος άνθρωπος, βοηθούσε πραγματικά τούς ποινικούς, έτρεχε γιά τά χαρτιά
τους, τούς έφερνε ρούχα, παπούτσια. Προσπάθησε νά κάνει βιβλιοθήκη, άλλά καί μέ
μάς (τούς πολιτικούς κρατούμενους) ήταν πολύ έντάξει, άπλώς έμεΐς δέν τοϋ
ζητάγαμε τίποτα, άλλά μάς κοίταζε πάντα μέ τέτοια συμπάθεια, τρυφερότητα θά
μπορούσα νά πώ, πού τόν νιώθαμε σάν δικό μας, γλυκαίναμε καί νιώθαμε
περήφανοι»25.
25. Ό.π., σελ. 78.
Μόνο όταν εμείς οί χριστιανοί
καί ιδιαίτερα εμείς οί κληρικοί άντιμετωπίζουμε τήν εχθρότητα τών ανθρώπων κατά
τής Εκκλησίας, άκόμη καί όταν αύτοί είναι εκπρόσωποι τού κράτους, μέ τρόπο
έκκλησιαστικό, μπορούμε νά έξαλείψουμε αύτή τήν εχθρότητα· καί ό έκκλησιαστικός
τρόπος είναι ή προσευχή, ή μετάνοια καί ή άγάπη. Προσευχόμαστε γιά νά μάς
φωτίσει ό Θεός νά δούμε ότι ή έχθρότητα τών άνθρώπων κατά τής Εκκλησίας είναι
άποτέλεσμα τής άμαρτωλότητας ήμών τών χριστιανών καί ιδιαίτερα τών ποιμένων.
Δέν θά πρέπει νά ήταν γιά κανένα παράξενο πού ό συγγραφέας τών παραπάνω
παραδειγμάτων θά είχε εχθρική διάθεση κατά τής Εκκλησίας άν είχε γνωρίσει, μόνο
ή κυρίως, χριστιανούς καί κληρικούς σάν κι αύτόν τού πρώτου παραδείγματος. Οί
άνθρωποι περιμένουν άπό
τούς χριστιανούς άγάπη
καί άπό τούς
κληρικούς πατρική φροντίδα καί
άπογοητεύονται καί οργίζονται όταν άντ' αύτών συναντούν τήν ιδιοτέλεια τών
χριστιανών καί τήν άδιαφορία, άν όχι τήν άπόρριψη τών κληρικών, κι αύτή ή
άπογοήτευση καί ή όργή γίνονται, άργά ή γρήγορα,διάθεση εχθρική καί πόλεμος
κατά τής Εκκλησίας."Αν έμεΐς οί
χριστιανοί καί πρό παντός οί κληρικοί είχαμε τά πνευματικά μας μάτια άνοιχτά,
θά ξέραμε ότι αιτία γιά κάθε εχθρική έκδήλωση κατά τής Εκκλησίας είναι οί δικές
μας αμαρτίες καί θά ζητούσαμε μέ δάκρυα νά μάς συγχωρήσει ό Θεός, πού όχι μόνο
κολάζουμε τή δική μας ψυχή, άλλά οδηγούμε καί άλλους στήν απώλεια.
Τέλος, άν άντιμετωπίζαμε
έκκλησιαστικό τήν έχθρότητα κατά τής Εκκλησίας, θά προσευχόμαστε στόν Θεό νά
μάς δώσει κατανόηση καί άγάπη γι' αύτούς πού δείχνουν αύτή τήν έχθρότητα. Νά
διερωτηθούμε τί συμβαίνει σ' αύτούς τούς άνθρώπους, πώς ή δική μας καί άλλων
μελών τής Εκκλησίας άμαρτωλότητα τούς
έχει πληγώσει, νά ζητήσουμε ταπεινά τή
συγνώμη τους καί νά τούς δείξουμε άγάπη σαν
κι αύτή πού έδειξε ό παπάς τοΰ δευτέρου παραδείγματι άπ' αύτά πού
αναφέρθηκαν πιό πάνω καί μέ τήν όποί αύτός κέρδισε ένα δηλωμένο άρνητή.
Αύτό έκανε κι ένας άλλος
άγιος παπάς, ό παπαΝικόλας Πλανάς, στή βιογραφία τοΰ οποίου άναφέρεται τό
άκόλουθο περιστατικό.«Είς τήν οίκογένειαν πού συχνότατα έπήγαινε ό Παππούς, τόν
χώρο τους έντός τής αύλής τόν είχε ένοικιάοει ένας τσαγγάρης κομμουνιστής, έκ
τών σημαινόντων στελεχών. Τό μίσος του πρός όλους, καί έξαιρετικώς πρός τού
ιερείς, δέν είχε όρια. "Εκεί πού είργάζετο παραληρούσε μονολογών, άπό πού
θ' άρχίση μέ τήν παρέα του νά σφάζουν τούς παπάδες. Καί έλεγε:
"Πρώταπρώτα, θά σφάξουμι τούς παπάδες τής Ζωοδόχου Πηγής". Καί έλεγε
συνέχεια καί γιά τούς άλλους. "Οπως σάς είπα αύτός είργάζετο έντός τής
αύλής. Ό Παππούς μέ τήν καλωσύνην του πήγε κοντά του καί τού λέγει:
"Καλησπέρα, παιδί μου". Εκείνος, χωρίς νά σηκώση τό κεφάλι του άπό τή
δουλειά του, κάτι μουρμούρισε. Τό άλλο Σάββατο πήγε πάλι ό Παππούς:
"Καλησπέρα, Λουκά μου, τί κάνεις, παιδί μου;" Εδέησε νά πή
"καλά, παππού". Συνέχεια ό Παππούς νά τόν έπισκέπτεται έκεϊ πού
δούλευε, ώς πού έσπασε ό πάγος. Σηκώνεται άπό τή δουλειά του, τοΰ άσπάζεται μέ
σεβασμό τό χέρι, καί λέγει σέ μάς: ""Οταν θά σκοτώσουν τούς παπάδες,
έγώ θά πώ γιά τόν παπαΝικόλα νά μή τόν σκοτώσουν. Καί όχι μόνον θά ειπώ, άλλά
θά τόν περιφρουρήσω". Κατόπιν, όταν ήρχετο ό Παππούς, έσπευδε αύτός νά τόν
συναντά, καί νά τοΰ φιλή τό χέρι. Οΰτε ήξερε ό Παππούς τάς προθέσεις του, ούτε
άπό κομμουνισμό είχε ίδέαν, ούτε καί τήν μεταβολήν του κατάλαβε έτσι νομίζουμε έμείς. Ποιός ξέρει πώς έβλεπε αύτός μέ τό διορατικόν
τής ψυχής του. Λοιπόν, ό κομμουνιστής αύτός, όσα κηρύγματα καί άν άκουε, καί
όσας συμβουλάς νά τοϋ έλεγαν, τίποτε άπ' αύτά δένθά μπορούσε νά έπιδράση εις
τήν πεπωρωμένην ψυχή ν του, όσον ή άγαθότης τοϋ πολιού αύτοϋ γεροντάκου, μέ τό
νά τόν έπισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, άδιαφορών άν αύτός κατ' αρχήν τόν
περιφρονούσε. Μέ τήν εύχούλα τοϋ Παππούλη μετενόησε. Καί όταν σέ λίγο καιρό
άρρώστησε μέ μίαν άσθένειαν (παράλυσιν τών κάτω άκρων τών ποδών του) καί
άπέθανεν εις ήλικίαν 30 έτών, έκοιμήθη ώς καλός χριστιανός καί χωρίς νά...
σκοτώση κανένα. Αύτή τήν έπίδρασιν είχε ή φυσιογνωμία τοϋ Παπποϋ εις όσους τόν
έγνώριζαν. Καί γι' αύτό δέν είχε έχθρόν κανένα»26. 26. Μάρθας Μοναχής, Ό
ΠαπάΝικόλας Πλανάς, έκδ. «Αστήρ» Άλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1967, σελ.
62-63.
Μιά παρόμοια άντιμετώπιση
παρουσιάζει κι ό Παπαδιαμάντης στό διήγημά του «Ό 'Αλιβάνιστος», όπου
περιγράφει έναν άγριάνθρωπο, πού ούτε άνθρωπο πλησίαζε, οϋτε σέ Έκκλησία
έμπαινε καί τόν όποιο συνάντησε ένας παπάς πηγαίνοντας νά κάνει Ανάσταση σ' ένα
ξωκκλήσι.
« Πώς έκαμες βλοημένε, κι
έχασες τόν δρόμο; ήρώτησε τόν παπάν ό "Αγγελής ό Πολύχρονος. Μή ρωτάτε... θέλησα νά πάω άπό τόν άλλο
δρόμο... άπ' τά Ρόγγια... εΐπεν ασθμαίνων ό παπάς ήθελα νά ιδώ τό χωράφι...
ειπε νά τό σπείρη κείνος ό Ντανάκιας καί τάφησε άσπαρτο... κι έγώ χαμπάρι δέν
είχα τόσους μήνες τώρα... Ας είναι καλά ό άνθρωπος... Είχα καί δυό τρεις
άγιασμούς νά κάμω, κι ένύχτωσα... Καλά πού έπεσα κοντά στό καλυβάκι τοϋ
μπάρμπαΚόλια έδώ (δεικνύων τόν καλούμενον 'Αλιβάνιοτον) καί μ' έβοήθησε νά βρώ
τό δρόμο!... "Ας έχη τήν εύχή! Ό παπά Γαρόφαλος έδείκνυεν έκείνον, τόν οποίον άπεκάλει
μπάρμπαΚόλιαν, όστις όμως, ώς άληθής
σκιά,είχεν άρχίσει νά γλυστρά όπισθεν τών δένδρων, καί ν' άπομακρύνεται.Ό
Μπαρέκος, τρέξας, τόν έδραξεν ισχυρώς άπό τόν βραχίονα:Πού πάς, μπάρμπαΚόλια;
είπε. Τώρα δέ σ' άφηνουμε... τελείωσε. Φέτος θά κάμωμε Ανάσταση μαζί!...Ό
Σταμάτης, μή δυνάμενος νά κρατήση τά γέλια, άρχισι νά κάμνη, μέ τό φανάρι τό
όποιον έκράτει, κινήματα ώς νά έλιβάνιζε πρός τό βάθος εις τό μέρος, όπου ϊστατο
τό σύ μπλεγμα τοϋ Μπαρέκου καί τοϋ μπάρμπα Κόλια. Ό γέρων έφαίνετο αληθινός
λυκάνθρωπος. Έφόρει είδος ράσου, άπροσδιορίστου χρώματος καί μαύρην
σκούφιαν είχε μακράν κόμην, μαύρην
άκόμη, καί ψαρά, σγουρά γένεια. Έδυσανασχέτει, διότι τόν έκράτει μέ τήν ρωμαλέαν
χείρα του ό Μπαρέκος, κι ήθελε νά φύγη.
"Αφσε με, νά ζήσης!
Δέν μπορώ!... τί "Ανάσταση νι'ι κάμω γώ... τί μέ θέλετ' εμένα;! Εσείς
κάμετε Ανάσταση Μέ γειά σας, μέ χαρά σας! Πάω στό καλύβι μου, έγώ!..Τότε ό
παπάΓαρόφαλος έλαβε τόν λόγον.
Νάχης τήν εύχή τοϋ
Χριστού, παιδί μου! "Ελα! Νά παρης εύλογία!... Νά μοσχοβολήσ' ή ψυχή σου!
"Ελα νά άπο λάψης τή χαρά τοϋ Χριστού μας! Μήν άδικης τόν έαυτό σου! Μήν
κάνης τού έχτρού τό θέλημα!... Πάτα τόν πειρασμό! "Ελα, Κόλια! "Ελα,
Νικόλαε. "Ελα! Νικόλαε μακάριε ! Ό άγιος Νικόλαος νά σέ φωτίση!»27
27. Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη, Τά "Άπαντα, τόμος πρώτος, Εκδόσεις «Βίβλος», σελ. 125.Αύτό
πού είναι ιδιαίτερα άνησυχαστικό στό κορύφωμα τής κρίσεως πού παρατηρείται στίς
μέρες μας, στίς σχέσειις Εκκλησίας καί Πολιτείας, είναι ότι έμεΐς πού
διακηρύσουμε ότι είμαστε πιστά μέλη της καί ιδιαίτερα έμείς οί κληρι κοί, δέν
μπορούμε νά άντιμετωπίσουμε έκκλησιαστικά αύ τή τήν κρίση. Δέν προσευχόμαστε
καί ώς έκ τούτου δέν έχουμε ούτε μετάνοια γιά τά δικά μας λάθη, οϋτε κατανόηση
καί άγάπη γι' αύτούς πού στράφηκαν ένάντια στήν εκκλησία έξ αιτίας μας.
Ό κύριος κορμός τής
Ρωσικής Εκκλησίας στήν ώρα τής μεγάλης κρίσεως, μακρινός άπόηχος τής οποίας
είναι ή κρίση τής δικής μας Εκκλησίας σήμερα, κινήθηκε έκκλησιαστικά καί έτσι μπόρεσε ή Ρωσική Εκκλησία νά
έπιζήσει μέσα άπό τίς άπερίγραπτες ταλαιπωρίες της.Μιά άπ' τίς πρώτες της
ένέργειες ήταν ή σύγκληση μιάς μείζονος κληρικολαίκής καί πραγματικά
έκκλησιαστικής συνόδου, άντί έκείνης τήν όποία τής είχε έπιβάλλει ό κοσμικός
άρχοντας καί ή όποία ήταν εικόνα
καί ομοίωμα του
εξουσιαστή πραγματικού δημιουργού
της καί όχι
έκφραση τοϋ πνεύματος
του Χριστού καί τής άνόθευτης Εκκλησίας του. Εμείς όμως σήμερα, όχι μόνο
περιοριζόμαστε σέ κοσμικά τερτίπια, άλλά καταφεύγουμε καί στά άθλιότερα άπ'
αύτά, όπως οί κατάρες καί οί φωνασκίες άπό τά μπαλκόνια καί οί πορείες καί τά
συλλαλητήρια τής πιό θλιβερής θρησκευτικής
ύστερίας. Στό μεταξύ ή δαιμονική
έπαρση παραμένει άδιάπτωτη, ή φιλαρχία άμείωτη, ή ματαιοδοξία
αταλάντευτη καί σέ μιά στιγμή τέτοιας άποφασιστικής κρίσεως
μένει άχρησιμοποίητο ένα
πολύ σημαντικό δυναμικό
τής Εκκλησίας, γιατί συνεχίζουμε νά βλέπουμε τήν εύθύνη σάν
εξουσία καί αξίωμα καί νά ταυτίζουμε τήν άξία μέ τά λοφία τά άποκτημένα μέ
έπαίσχυντες ραχοκαμψίες.
Γιά πολλές μέρες πρίν άπό
τά Χριστούγεννα έπικρατεΐ ένας τρομακτικός οργασμός προετοιμασίας.
Διακοσμούνται καί φωταγωγούνται οί δρόμοι καί τά καταστήματα καί ό κόσμος
τρέχει νά ψωνίσει δώρα, νά άγοράσει καινούρια ρούχα καί νά προμηθευτεί τρόφιμα.
Στολίζονται τά σπίτια, παρασκευάζονται γλυκά καί φαγητά καί τέλος, έτοιμάζεται
μέ ιδιαίτερη φροντίδα τό χριστουγεννιάτικο τραπέζι μέ κρύσταλλα, πορσελάνες,
άσημικά, λινά τραπεζομάντηλα καί άφθονα, πλούσια καί σέ μεγάλη ποικιλία καί
ποσότητα φαγητά. Καί μετά άπ' όλα αύτά, γύρω στίς δύο ή τρείς μετά τό μεσημέρι
τής ή μέρας τών Χριστουγέννων, τό χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει μεταβληθεί σέ
σκουπιδότοπο μέ τσαλακωμένες πετσέτες, πιάτα λερωμένα μέ παγωμένο λίπος,
κόκκαλα, πορτοκαλόφλουδες κι ίσως αποτσίγαρα καί στάχτες. Κι έμεΐς καθισμένοι
άκόμη γύρω άπό τό τραπέζι ρευόμαστε,
ξεκουμπώνουμε τό γιακά
τού πουκαμίσου καί
αισθανόμαστε βαρυστομαχιά καί
άνία. Προσπαθούμε όμως άπεγνωσμένα
νά διατηρήσουμε τό
έορταστικό κλίμα. Προφασιζόμαστε ότι διασκεδάζουμε καί έπιχειροϋμε κάτω άπ'
αύτή τήν έπίπλαστη εύφορία νά κρύψουμε τήν πλήξη καί τήν άπογοήτευσή μας, όπως
μερικές άξιοθρήνητες γηραιές κυρίες προσπαθούν νά κρύψουν κάτω άπό τήν ψεύτικη
μάσκα τοϋ φτιασιδώματος τήν αλήθεια τών γηρατειών τους.
Είναι ολοφάνερο ότι αύτό
πού προσδοκούσαμε δέν ήρθε. Τά Χριστούγεννα είχαν δώρα, φώτα, γουρουνόπουλο ή
γαλοπούλα, άλλά δέν είχαν αύτό πού κυρίως προσδοκούσαμε. Καί είναι ολοφάνερο
ότι αύτό πού όλοι προσδοκούμε, είτε τό συνειδητοποιούμε είτε όχι, είναι ό
λυτρωτής.
Άλλά καί τί μ' αύτό; Καί
οί Ιουδαίοι προσδοκούσαν τό λυτρωτή καί ό Ηρώδης περίμενε τό λυτρωτή, άλλά όταν
ήρθε ή στιγμή γιά νά φανεί ό λυτρωτής, έκαμαν ό,τι μπορούσαν γιά νά ματαιώσουν
τήν άφιξή του. Ό Ηρώδης έσφαξε δυό χιλιάδες νήπια γιά νά μήν υπάρξει ό
λυτρωτής.
Μόνη ή ύπαρξη τής
προσδοκίας δέν άρκεί γιά τήν πλήρωσή της. Χρειάζεται καί ή ένεργός
προπαρασκευή, καί σ' αύτό στοχεύει ή λειτουργική ζωή τής Έκκλησίας.
Οί έορτασμοί πού
βασίζονται είτε στίς δεσποτικές καί θεομητορικές εορτές, εϊτε στίς μνήμες τών
άγιων, δέν είναι βέβαια άπλώς εύκαιρίες γιά φαγοπότι καί διασκέδαση. Είναι
άσφαλώς εύκαιρίες χαράς, γιατί άναφέρονται στά γεγονότα πού άπεργάζονται τή
σωτηρία μας, άλλά κυρίως είναι λυτρωτικά πρότυπα ζωής. Οί άγιοι μάς βεβαιώνουν
γιά τή δυνατότητα πού έχει ό άνθρωπος νά θεωθεί, γιατί είναι ζωντανά
παραδείγματα θεωμένου άνθρώπου. Οί δεσποτικές έορτές μάς δείχνουν κυρίως τόν
τρόπο μέ τόν όποίο θά φθάσουμε στή θέωση. Γιά νά θεωθοΰμε είναι άπαραίτητο κι
έμείς, όπως ή Θεοτόκος στόν Εύαγγελισμό, νά απαντήσουμε στή φωνή τοϋ Θεού πού
μάς καλεί νά άφήσουμε τό Λόγο τοϋ Θεοϋ νά ριζώσει μέσα μας: «Γένοιτο μοι κατά
τό ρήμά σου» (Λουκ. 1, 38). Κι άφοϋ ριζώσει καί άναπτυχθεΐ, νά τού επιτρέψουμε
νά γεννηθεί καί νά άνδρωθεί στήν καρδιά μας. «Διά τοϋτο ή Εκκλησία σπαργά καί
ώδίνει, μέχρι περ άν Χριστός έν ήμίν μορφωθή γεννηθείς» (Μεθόδιος Όλύμπου).
Σ' αύτή τήν ανάγκη τοϋ
άνθρώπου άνταποκρινόμενος ό Λόγος σαρκοϋται «βουληθέντα έποφθήναι παιδίον νέον
τόν πρό αιώνων Θεόν» (Κοντάκιον Χριστουγέννων). Τίκτεται «λαθών ύπό τό
σπήλαιον» τής καρδιάς μας (Εσπερινός Χριστουγέννων). «Ό άχώρητος παντί» χωράει
μέσα μας, ό άσαρκος σαρκώνεται (Κάθισμα όρθρου Χριστουγέννων) καί έτσι «ό
κραταιά κτισας χειρί τήν κτίσιν, οπλάχνον όράται πλάσματος».«Αΰτός πού μέ
δυνατό χέρι έκτισε τόν κόσμο όλο, παρουσιάζεται άδύναμο βρέφος τοϋ πλάσματος».
(Ίδιόμελον έκτης ώρας Χριστουγέννων)
«Ό έν τή έρήμω μάννα
όμβρίσας τω λαώ» ζητάει νά τραφεί άπό τό
γάλα τής δικής μας αρετής (Ίδιόμελον ένάτης ώρας Χριστουγέννων). Έρχεται καί
γεννιέται ώς βρέφος μέσα στήν καρδιά μας«ό κατά πάντα τέλειος Θεός...
διαλύοντας σειρές αμαρτημάτων διά τών σπαργάνων καί τής νηπιότητός Του,
θεραπεύει τής Εύας τούς όξεΐς πόνους τής δυστυχίας. "Ας χορεύει λοιπόν καί
άς πηδά (άπό χαρά) όλη ή πλάση διότι ό Χριστός γιά νά τήν έπαναφέρει καί νά
σώσει τή ζωή μας έχει έλθει σέ βοήθειά μας».(Δοξαστικόν Λιτής Χριστουγέννων) Ό
Θεός πού έκτισε μέ σύνεση «πάσαν τήν κτίσιν» εκούσια έρχεται «έν τοίς ποιήμασι»
καί θέλει νά άναπαυθεί σ'αύτά (Κανών κθ' Δεκ. ώδή δ').
«ό παντέλειος Θεός...
σειράς αμαρτημάτων λύων διά σπαργάνων καί διά νηπιότητος, τής Εύας θεραπεύει,
τάς έν λύπαις ώδίνας. Χορευέτω τοίνυν πάσα ή κτίσις καί σκιρτάτω άνακαλέσαι γάρ
αύτήν, παραγέγονε Χριστός, καί σώσαι τάς ψυχάς ήμών».«Έπειδή έβλεπε ό Κτίστης τόν άνθρωπο, πού μέ τά χέρια
του δημιούργησε, νά άφανίζεται, ύποχωρών
άπό τούς ούρανούς έρχεται στή γή».
(Κανών Χριστουγέννων ώδή
α')
Πτωχεύει δέ, κατερχόμενος
στό έπίπεδό μας καί έτσι ολόκληρη τήν ύπαρξή μας καί αύτήν άκόμη τή χωμάτινη μέ
τήν ένωσή Του καί τήν κοινωνία Του μέ μάς τή θεουργεί (Κανών Χριστουγέννων ώδή
ε'). Ένανθρωπιζόμενος ό Χριστός γίνεται σύμμορφος τής δικής μας πήλινης καί
εύτελούς ύπάρξεως καί συμμετέχοντας στήν κατώτερη σάρκα τής μεταδίδει θεία
προέλευση (Κανών Χριστουγέννων ώδή γ').Σαρκούμενος κατακερματίζει έτσι
ολοκληρωτικά καί καταστρέφει έκείνον πού κυριαρχεί καί καταφθείρει τήν ψυχή τού
άνθρώπου, συνάπτοντας τόν κόσμο μέ τίς άλλες ούσίες καί κάνοντας προσιτό τό
Δημιουργό τής κτίσεως (Κανών Χριστουγέννων ώδή ε').
Παρατηρώντας ό ύμνωδός
τόν Θεό νά κινείται έτσι πρός τόν άνθρωπο καί νά προσπαθεί νά σαρκωθεί μέσα
στόν άνθρωπο αναφωνεί:
«Άρρωγέ Χριστέ, τό
βροτοϊς έναντίον, πρόβλημα τήν σάρκωσιν αρρήτως έχων ήσχυνας, όλβον τής θεώσεως
φέρων, Μορφούμενος νϋν: ης τίνος δι' ελπίδα, "Ανωθεν εις κευθμώνας ήλθομεν
ζόφου».
Ίδών ό Κτίστης όλλύμενον
τόν άνθρωπον χερσίν ον έποίησε, κλίνας ούρανούς κατέρχεται»
«Βοηθέ Χριστέ, τόν έχθρόν
τών θνητών πού έμποδίζεται άπό τήν άνέκφραστη σάρκωσή σου, καταντρόπιασες, τώρα
πού πήρες (άνθρώπινη) μορφή, φέρνοντας τήν εύτυχία τής θεώσεως σέ μάς: στήν
όποία έλπίζοντας ήλθαμε (κατά τό παρελθόν) άπό ψηλά, σέ άδυτα σκοτεινών τόπων».
(Κανών Χριστουγέννων ώδή
ζ')
« Ηκεις
πλανήτιν πρός νομήν
επιστρέφων, τήν άνθοποιόν
έξ έρημαίων λόφων,
Ή τών έθνών
έγεραις,ανθρώπων φύσιν: 'Ρώμην βιαίαν τοϋ βροτοκτόνου σβέσσι, Άνήρ
φανείς τε, καί Θεός προμηθεία.» «"Εχεις έλθει (Χριστέ έσύ) ή έγερσις τών
έθνών, γιά νά στρέψεις πρός τήν τροφή τήν περιφερόμενη άνθρώπινη φύση πού
παράγει άνθη άπό έρημους λόφους: (καί γιά) νά καταπνίξεις τή βίαιη ίσχύ τοϋ
άνθρωποκτόνου (έσύ Χριστέ), πού φανερώθηκες (θεία) προνοία άνθρωπος καί Θεός
συγχρόνως».
(Κανών Χριστουγέννων ώδή
η')
«'Ός ήν έν άρχή, πρός·Θ
εόν Θεός Λόγος, Νυνί κρατύνει, μή σθέναοαν τήν πάλαι, Ίδών φυλάξαι, τήν καθ'
ήμάς ούοίαν, Καθείς εαυτόν Δευτέρα κοινωνα, Αύθις προφαίνων τών παθών
έλευθέραν».
«Αύτός ό όποιος
υπήρχε "πρό πάντων τών
αιώνων", ό ϊδιος Θεός καί Λόγος τοϋ Θεοϋ, τώρα δά, τήν παλαιά (άνθρώπινη
φύση) έπειδή έβλεπε νά είναι άδύναμη νά διαφυλάξει τήν ϋπαρξή μας, τήν
ένισχύει, κατεβάζοντας τόν έαυτό του (πρός έμάς) μέ μιά δεύτερη ένωση, καί έκ
νέου παρουσιάζοντάς την έλεύθερη άπό πάθη». (Κανών Χριστουγέννων ώδή στ')
«Χριστός γεννάται, τήν
πρίν πεαοϋσαν άναστήαων εικόνα».
«Χριστός ό Θεός ήμών,
γαστρός όν Πατήρ, πρό Εωσφόρου γεννςί, τάς ήνίας δέ, ό κρατών τών άχράντων
Δυνάμεων, έν φάτνη τών άλογων άνακλίνεται, ράκει σπαργανοϋται, λύει δέ,
πολυπλόκους σειράς παραπτώσεων».
«Ό Χριστός γεννιέται γιά
νά άναστήσει τόν άλλοτε πεσμένο άνθρωπο». ("Ωρα τρίτη Χριστουγέννων)
"Ερχεται καί
σαρκώνεται μέσα μας
«Ό Χριστός ό Θεός μας,
παίρνοντας σάρκα άπό τήν κοιλιά (τής Παναγίας), αυτός τόν οποίο ό Πατήρ γεννά
πρίν τόν "Εωσφόρο, αυτός ό όποιος κρατά τά ήνία άσπιλων Δυνάμεων, γέρνει
τό κεφάλι μέσα σέ φάτνη άλογων: φασκιώνεται (τό θείο βρέφος) μέ κουρέλια καί
(έτσι) διαλύει πολύπλοκες σειρές παραπτωμάτων».
«Μυστήριον φρικώδες όρώ'
Θεός γάρ ό κατέχων δρακί, πάσαν κτίσιν, περιέχεται σαρκί, έν φάτνη τών αλόγων, καί
ράκει σπαργανούται ό σπαργανών ομίχλη θάλασσαν».
«Μυστήριο φοβερό βλέπω· ό
Θεός δηλαδή πού μέ τήν παλάμη του κατέχει όλη τήν κτίση, περιβάλλεται ανθρώπινη
σάρκα σέ φάτνη άλόγων καί περιτυλίσσεται μέ κουρέλια γιά σπάργανα, αύτός πού
περιτυλίσσει τή θάλασσα μέ ομίχλη».
("Απόστιχον
"Εσπερινού κθ' Δεκ.)
Ό Χριστός γεννιέται καί
άνακλίνεται στό λίκνο τής καρδιάς μας πού είναι λίκνο τών άλογων παθών θέλων
«ρύσασθαι ήμάς τής άλογίας» (Συναξάριον Χριστουγέννων).
Άλλά έμεΐς προσπαθούμε
διαρκώς νά ματαιώσουμε τή σύλληψη καί τή γέννηση τοϋ Χριστού μέσα στήν καρδιά
μας. Όταν άρχίζει νά σπαρταράει γιά μιά στιγμή ό σπόρος τοϋ λόγου Του μέ τήν
έμφάνιση κάποιας διαθέσεως ειλικρινούς αύτοερεύνης ή γνήσιας προσφοράς στόν
άλλο, τόν πνίγουμε μέ έκλογικευμένες προφάσεις: Ή τίμια αύτοεξέταση είναι
φροϋδική ψυχανάλυση, πού δέν ταιριάζει σ' ένα χριστιανό καί μάλιστα ορθόδοξο.
Σάν ή όρθόδοξη παράδοση νά μή συμβιβάζεται μέ τή διαβεβαίωση τοϋ Χριστού
«Γνώσεσθε τήν άλήθειαν καί ή άλήθεια έλευθερώσει ύμάς» (Ίωάν. 8, 32). Ή
έκλογικευμένη πρόφαση μέ τήν όποία πνίγουμε τή σύλληψη τοϋ Χριστού στήν καρδιά
μας, όταν αύτή γίνεται μέ τή διάθεση τής προσφοράς στόν άλλο, είναι τό γνωστό
«κορόιδο είσαι, όλοι φροντίζουν τόν έαυτούλη τους».
Άλλά ματαιώνουμε τή
σύλληψη καί τή γέννηση τοϋ Χριστού μέσα στήν καρδιά μας, παραλείποντας τήν
άπαραίτητη γι' αύτό προπαρασκευή. Πρίν άπό τήν ιστορική γέννηση τού Χριστού
προηγείται μιά μακρόχρονη ιστορική προπαρασκευή, μιά άλληλουχία γεγονότων.
«Αβραάμ έγέννησε τόν Ισαάκ, Ισαάκ δέ έγέννησε τόν Ιακώβ, Ιακώβ δέ έγέννησε τόν
Ίούδαν καί τούς άδελφούς αύτοϋ» (Ματθ. 1, 2) καί «άπό Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαί
δεκατέσσαρες καί άπό Δαυίδ έως τής μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες,
καί άπό τής μετοικεσίας Βαβυλώνος έως τοϋ Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες» (Ματθ.
1, 17).
Πρίν άπό κάθε σύλληψη καί
γέννηση τοϋ Χριστού, προηγείται μιά μακρόχρονη καί έπίπονη προπαρασκευαστική
πορεία. Γιά νά φθάσουμε στή σύλληψη καί στή γέννηση τού Χριστού μέσα μας, είναι
απαραίτητο νά άξιοποιήσουμε μιά σειρά άπό εύκαιρίες πού μάς προσφέρονται γιά νά
κινηθούμε άπό τήν κατάσταση τής ψυχολογικής καί πνευματικής νηπιάσεως, στήν
κατάσταση τής ψυχολογικής καί πνευματικής ένηλικιώσεως. «Μέχρι καταντήσωμεν οί πάντες
εις την ενότητα τής πίστεως καί τής έπιγνώσεως τού υίοϋ τοϋ Θεοϋ, εις άνδρα
τέλειον, εις μέτρον ήλικίας τοϋ πληρώματος τοϋ Χριστοϋ, 'ίνα μηκέτι ώμεν
νήπιοι» (Έφ. 4, 13
14).
Μερικές άπό τίς εύκαιρίες
πού μάς προσφέρονται γιά νά προπαρασκευασθούμε κατάλληλα γιά τή σύλληψη καί τή
γέννηση τοϋ Χριστού μέσα μας είναι γεγονότα σημαντικά καί έντυπωσιακά, όπως ή
βασιλεία τοϋ Δαυίδ, ή ή μετοικεσία τής Βαβυλώνος. Μπορεί δηλαδή νά είναι μιά
δραματική έμπειρία μεταστροφής, όπως έκείνη τοϋ Παύλου στήν πορεία του πρός τή
Δαμασκό, πού άκολουθεί μιά μεγάλη δοκιμασία καί μιά θαυμαστή ύπέρβασή της.
"Ομως οί πιό κρίσιμες εύκαιρίες ίσως είναι οί σχεδόν άδιόρατες εύκαιρίες
πού μάς δίνει συνεχώς ή καθημερινότητα καί πού χτίζουν πετραδάκι πετραδάκι τό
οικοδόμημα τής πνευματικής μας άναπτύξεως. Πέρα άπό τά
δραματικά γεγονότα τής
βασιλείας τοϋ Δαυίδ
καί τής μετοικεσίας
τής Βαβυλώνος πού προπαρασκεύασαν τήν ιστορική γέννηση τοϋ
Χριστοϋ, σ' αύτή τήν προπαρασκευή συνετέλεσαν άποφασιστικά οί διαδοχικές
γεννήσεις άνθρώπων όχι ιδιαίτερα σημαντικών, πού ό καθένας τους όμως πρόσθεσε
τή δική του μικρή άλλά άπαραίτητη συμβολή. «Φαρές δέ έγέννησε τόν Έσρώμ, Έσρώμ
δέ έγέννησε τόν Άράμ, 'Αράμ δέ έγέννησε τόν 'Αμιναδάβ...» (Ματθ. 1, 34).
Παρόμοια, ή δική μας
καθημερινότητα μάς προσφέρει διαρκώς μικρές, φαινομενικά άσήμαντες εύκαιρίες
πού, ώστόσο, ή συμβολή
τους είναι άποφασιστική
γιά τήν προπαρασκευή
τής ύπαρξιακής συλλήψεως
καί γεννήσεως τοϋ Χριστοϋ μέσα στήν καρδιά μας. Οί εύκαιρίες αύτές
μπορεί νά είναι νά παρατηρήσουμε κάποια έκφραση στενοχώριας στό σύντροφο μας,
νά τονώσουμε τό πεσμένο ήθικό κάποιου, έκφράζοντας τή δική μας έκτίμηση γι'
αύτόν, νά παραβλέψουμε μιά ένοχλητική έκδήλωση κάποιου άλλου, νά άπλώσουμε τό
χέρι μας σέ κάποιον άποθαρρυμένο, νά σταθούμε γιά λίγο πλάι σέ κάποιο θλιμμένο.
Άκόμη οί εύκαιρίες αύτές μπορεί νά είναι νά δούμε πώς τό κίνητρο μας γιά τήν
κριτική πού κάνουμε γιά έναν άλλο άνθρωπο δέν είναι τό πάθος μας γιά τήν άλήθεια
άλλά ό φθόνος, νά αναγνωρίσουμε ότι τίς ιδεολογικές μας πεποιθήσεις τίς έχουμε
διαμορφώσει έτσι ώστε νά μάς δικαιώνουν καί νά καλύπτουν τή διαφθορά μας, νά
δούμε ότι γιά πολλές ένέργειές μας τά κίνητρά μας είναι εγωκεντρικά.
"Ομως συνήθως
άφήνουμε όλες αύτές τίς εύκαιρίες ανεκμετάλλευτες καί παραμένουμε τυφλοί καί
νήπιοι. Κρύβουμε πίσω άπό διάφορες νευρώσεις τήν πραγματική μας κατάντια, όπως
ή στρουθοκάμηλος κρύβει άπό τά μάτια της τόν κίνδυνο χώνοντας τό κεφάλι της
μέσα στήν άμμο. Μ' αύτό τόν τρόπο ή καρδιά μας γίνεται ένας άποκρουστικός
σκουπιδότοπος καί όταν ζητήσει νά συλληφθεί καί νά γεννηθεί μέσα της ό Χριστός
δέν ύπάρχει έκεϊ χώρος,
όπως άκριβώς συνέβη
μέ τήν ιστορική
του γέννηση πού
«έπέστη ό καιρός
ό τής γεννήσεως, καί τόπος ήν ούδείς
τω καταλύματι» (ώρα πρώτη Χριστουγέννων). "Αν καί μέσα άπό τίς
λειτουργικές γεννήσεις τού Χριστού ό υμνωδός προτρέπει «Χριστός έξ ούρανοϋ
άπαντήσατε» (Κανών Χριστουγέννων ώδή α'), έμεϊς δέν κινούμεθα πρός Εκείνον, δέν
Τόν προσδοκούμε πραγματικά, όπως έκανε ό Μακάριος έκείνος προφητάναξ Δαυίδ, ό
όποιος «...ώμοσε τω Κυρίω, ηϋξατο τω Θεώ Ιακώβ. Εί είσελεύσομαι είς σκήνωμα
οίκου μου, εί άναβήσομαι έπί κλίνης στρωμνής μου, εί δώσω ϋπνον τοις όφθαλμοίς
μου, καί τοις βλεφάροις μου νυσταγμών, καί άνάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ού
εϋρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».«...ορκίστηκε στόν Κύριο, έκαμε
τάξιμο στόν Θεό τού Ισραηλιτικού λαού. (Είπε): δέν θά εισέλθω στή σκηνή πού
κατοικώ, ούτε θ' ανεβώ στό στρωμένο κρεβάτι μου, ούτε θά παραδώσω τά μάτια μου στόν
ύπνο, καί τά βλέφαρά μου στό νυσταγμό, δέ θά δώσω άνάπαυση στούς κροτάφους μου,
μέχρις ότου εύρω κατάλληλο τόπο γιά τόν Κύριο, γιά τήν κατοικία τοϋ Θεού τοϋ
Ιακώβ». (Ψαλμ. ρλα') «καί νύν καθαρθέντες, τώ βίω προσενέγκωμεν, άρετάς αντί
μύρου, προευτρεπίζοντες πιστώς, τών γενεθλίων τάς εισόδους, έπί τών ψυχικών
θησαυρισμάτων».«καί άφοϋ καθαρίσουμε τό νοϋ, άς προσφέρουμε στή ζωή μας αρετές
αντί μύρου, έτοιμάζοντες προηγουμένως μέ πίστη τίς εισόδους τών γενεθλίων
δώρων, έπί τών θη σαυρών τής ψυχής». ("Ωρα έκτη Χριστουγέννων)
Άλλά όχι μόνο ματαιώνουμε
τή σύλληψη καί τή γέννηση τοϋ Χριστού στήν καρδιά μας, άλλά καί όταν συμβεί νά
ακτινοβολήσει γιά μιά στιγμή ή χάρη τοϋ Θεοϋ μέσα μας καί «ό πρό αιώνων Θεός»
συλληφθεί καί γεννηθεί «παιδίον νέον» σπεύδουμε νά Τόν δολοφονήσουμε, όπως
έκανε ό Ηρώδης, πού : «Θησαυρόν τόν κρυπτόμενον, έκζητών ό παράνομος, τούς
άκάκους παϊδας έδυσε καί ή Ραχήλ άπαράκλητος,υπήρχε τήν άδικον κατοπτεύουσα
σφαγήν, καί τόν άωρον θάνατον».
«Τό ξίφος ώθησε μανείς ό
άνομος καί παράφρων Ηρώδης, καθ' έαυτοϋ, άνελειν πειρώμενος, τόν εύεργέτην τοϋ παντός
καί άνώλεθρον θεότητι»
«Αναζητώντας ό παράνομος τόν κρυμμένο θησαυρό τά άκακα
μωρά ώς θύματα έσφαξε καί ή Ραχήλ ήταν
άπαρηγόρητη, καθώς παρατηρούσε τήν άδικη σφαγή καί τόν άκαιρο θάνατο».
(Στιχηρό Εσπερινού κβ'
Δεκ.)
«Εξοργισθείς ό παράνομος
καί παράφρων Ηρώδης, έ σπρώξε τό ξίφος έναντίον του, στήν προσπάθειά του νά
φονεύσει τόν εύεργέτη όλου τοϋ κόσμου καί ανίκητο ώς πρός τή θεότητα». (Κανών
κθ' Δεκ. ώδή δ')
«Οί Μητέρες έστεροϋντο τά
παιδιά τους καί ή άγουρη ήλικία τών βρεφών σκληρά εξοντωνόταν οί μαστοί
στέγνωσαν καί οί πόροι τοϋ γάλακτος συ μμαζεύονταν ».
("Ωρα Ενάτη
Χριστουγέννων)
«Γαλακτοτροφούμενα βρέφη,
έξ άγκαλών μητρικών άφήρπαζεν» (Δοξαστικό Εσπερινού κθ' Δεκ.).
«Μητέρες ήτεκνοϋντο, καί ή άωρος ηλικία τών βρεφών,
πικρώς κατεθερίζετομαστοί έξηραίνοντο
καί πόροι γάλακτος συνεστέλλοντο».«"Ω τής Ήρώδου πωρώσεως! κατά Θεοϋ
έμμανείς, τή οαρκί νηπιάσαντος, Βηθλεέμ τοις βρέφεαι, τόν δυμόν έπαφίησι, καί
ξίφει πάντα, δημίων δίδωοι ζωής στερήσαι, τόν ζωής αίτιον τούτων οίόμενος, τής
σφαγής τώ αϊματι, ό λυμεών, τοϋ καρπού τής φύσεως ό άπηνέστατος»
«"Ω, πόσο
σκληρόκαρδος ήταν ό ' Ηρώδης! ' Επειδή έγινε έξαλλος εναντίον τοϋ Θεοϋ, ό
όποιος έγινε νήπιο κατά τήν άνθρώπινη φύση, ρίχνει τό θυμό του πάνω στά βρέφη
τής Βηθλεέμ καί τά παραδίδει όλα στά ξίφη τών δημίων, νομίζοντας ότι μ' αύτά θά
στερήσει τή ζωή άπό αύτόν, πού ό 'ίδιος είναι ή αιτία τής ζωής (ό Ηρώδης,
αύτός) ό πλέον σκληρός καταστροφέας τοϋ καρποϋ τής φύσεως μέ τό αίμα τής
σφαγής».(Στιχηρό προσόμοιο Αίνων κθ' Δεκ.)
"Ετσι κι έμεΐς
πολλές φορές, όταν νιώθουμε τό θείο βρέφος νά σκιρτά μέσα μας καί νά ζητάει νά
γεννηθεί καί νά άνδρωθεί καί νά πληρώσει όλο τό χώρο τής καρδιάς μας, τό
πνίγουμε μέ τίς βιοτικές μέριμνες καί τ' άλλα μας πάθη, όπως έκανε ό πλούσιος
έκείνος νέος πού ένιωσε νά άναδεύεται ό Χριστός μέσα του σάν ανάγκη γιά τήν
κληρονομιά τής αιώνιας ζωής, άλλά πού Τόν έπνιξε άμέσως στή γένεσή του μέ τό
πάθος τής πλεονεξίας.Μαζί μέ τόν Χριστό γεννιούνται ένα άπέραντο πλήθος
εύλογημένων κλίσεων, τάσεων, διαθέσεων καί προθέσεων πού βρίσκονται σέ νηπιακή
κατάσταση καί πού, άν τούς έπιτρέψουμε, θά αναπτυχθούν καί θά άνδρωθούν,
«προαιώνιε Κύριε καί δι' άγαθότητα νηπιάσαντι χορός νηπίων προσήνεκται»
(Στιχηρό προσόμοιο Εσπερινού κθ' Δεκ.) καί πού τίς νεκρώνουμε όταν νεκρώνουμε
"Εκείνον. "Ετσι, όταν έρχεται λειτουργικά ή ήμέρα τών Χριστουγέννων
καί ή "Εκκλησία μάς διαβεβαιώνει ότι:
[71]
«Γεννήθηκε γιά μάς μικρό
παιδί, δόθηκε σέ μάς αύτός ό υίός τοϋ όποιου ή άρχή καί ή έξουσία ύπάρχέι άπ'
άρχής πάνω στούς ώμους του καί θά ονομάζεται αγγελιαφόρος τής μεγάλης βουλής
τοϋ Θεοϋ, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, έξουσιαστής, άρχηγός τής ειρήνης,
πατήρ τού μέλλοντος αιώνος» (Ήσ. 9, 6),έμεΐς άντιμετωπίζουμε τή διαβεβαίωση μέ
σκεπτικισμό. Μέ παρόμοιο σκεπτικισμό άντιμετωπίζουμε καί τή Χριστουγεννιάτικη
διαβεβαίωση τής Εκκλησίας «Σήμερον ό Θεός επί γής παραγέγονε καί άνθρωπος εις
ούρανούς άναβέβηκε» (Στιχηρό Ίδιόμελο
Λιτής Χριστουγέννων). Ούτε βλέπουμε μέ τή λειτουργική γέννηση τοϋ Χριστοϋ νά
πραγματοποιείται ή προφητεία, σύμφωνα μέ τήν όποία, όταν γεννηθεί «παιδίον
νήπιον» έκ τής ρίζης Ίεσσαί, «τότε συμβοσκηθήσεται λύκος μετά άρνών» (Ήσ. 11).
Ό κόσμος γύρω μας
εξακολουθεί νά είναι ή ζούγκλα πού ήταν πάντοτε καί ούτε τόν Θεό βρίσκουμε
κοντά μας, οϋτε εμείς αισθανόμαστε νά άνεβαίνουμε στούς ούρανούς, άλλ' άντίθετα
μετά τό χριστουγεννιάτικο γεϋμα αισθανόμαστε πώς τό βαρύ μας στομάχι καί ή
βαρειά μας καρδιά μάς κατεβάζουν πιό πολύ μέσα στή γή. "Ολα αύτά όμως δέν
άποδεικνύουν τίποτε άλλο, παρά ότι χάσαμε κι αύτή τή φορά τήν εύκαιρία πού μάς
έδωσε ή λειτουργική γέννηση τού Χριστού γιά νά βιώσουμε τήν ύπαρξιακή γέννησή
Του μέσα στήν καρδιά μας. Κανένα άλλο μέσο δέν μάς μένει άπό τήν προσευχή γιά
νά βγούμε άπ' αύτό τό φοβερό τέλμα. Δέν μάς μένει παρά μέ συντριβή καί πόνο νά πούμε:
«Τώ θείω φέγγει σου
Άγαθέ, τάς τών όρθριζόντων ψυχάς, πόδω καταύγασον δέομαι, σέ είδέναι Λόγε Θεοϋ,
τόν όντως Θεόν, έκ ζόφου τών πταισμάτων άνακαλούμενον»
«Μέ τό θεϊκό σου φώς, σέ
παρακαλώ θερμά Αγαθέ, τίς ψυχές αύτών πού άπό νωρίς τό πρωί έχουν σηκωθεί,
φώτισε καλά, νά γνωρίσουν έσένα, Λόγε Θεοϋ, τόν άληθινό Θεό, ό όποιος μάς
άνορθώνεις άπό τό φοβερό σκοτάδι τής αμαρτίας».
(Κανών κθ' Δεκ. Ώδή ε')
Ό Χριστός γεννιέται
διαρκώς γιά χάρη μας κι άν Τού τό ζητήσουμε μέ τήν καρδιά μας, θά γεννηθεί γιά
μάς ύπαρξιακά καί όταν δέν ε'ιναι ό καιρός νά γεννηθεί λειτουργικά. Καί τότε
έμεϊς, άντί γιά τά άχριστα καταναλωτικά Χριστούγεννα, τοϋ χριστουγεννιάτικου
δένδρου, τής φάτνης καί τοϋ στρουμπουλού μπέμπη, μέ τό γουρουνόπουλο ή τή
γαλοπούλα θά ζήσουμε τά ένχριστα Χριστούγεννα, πού μπορεί νά μήν έχουν ούτε τά
δώρα, ούτε τά φώτα, ούτε τό επίσημο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, άλλά πού θά
έχουν τόν Χριστό, πού είναι ούσιαστικά όλα όσα γνήσια έπιθυμεΐ ή καρδιά μας καί
πού είναι ό Λυτρωτής Τόν όποιο πραγματικά προσδοκούμε.
ΑΗΘΕΣ
ΗΘΟΣ
Οί άξιες πού κυριαρχούν
στό πολιτιστικό μας περιβάλλον βασίζονται καί προάγουν τόν άτομικισμό τού
άνθρώπου, είτε ξεκινούν άπό καταναλωτικές άντιλήψεις, εϊτε έχουν μιά
πολιτικοπροοδευτική προέλευση, πού άνάγει σέ ανώτατη αξία τά άτομικά δικαιώματα.
Σάν άποτέλεσμα ό
σημερινός άνθρωπος βάζει πάνω άπ' όλα τό ατομικό του όφελος καί μάλιστα τό
κάνει αύτό πολύ συχνά όχι μέ τυχοδιωκτικό κυνισμό, άλλά μέ πλήρη ιδεολογική
κάλυψη καί τότε ίσως είναι πιό έπικίνδυνος καί γιά τόν έαυτό του καί γιά τούς
άλλους.
Πάντως εϊτε ξεκινάει άπό
τή μιά, εϊτε άπό τήν άλλη κατεύθυνση, στήν πράξη άκολουθεϊ βασικά τόν ϊδιο
τρόπο ζωής καί δέν αισθάνεται καμιά ήθική αναστολή έπιδιώκοντας άποκλειστικά
τήν άτομική του ικανοποίηση.
"Ετσι, μπορεί άνετα
νά ένεργεϊ μέ οποιονδήποτε τρόπο θά τοϋ έξασφαλίσει τήν άτομική του
ικανοποίηση. Γι' αύτό βρίσκει πολύ φυσικό σάν έπιχειρηματίας νά έπιδιώξει τό
μέγιστο δυνατό κέρδος καί νά έχει σάν μοναδικό κριτήριο τήν καπατσωσύνη. Δέν
ύπάρχει μέτρο κερδοσκοπίας πού δέν θάπρεπε νά ύπερβεϊ, οϋτε μέσο πού δέν
θάπρεπε νά χρησιμοποιήσει. Ποτέ δέν ντρέπεται γιά τό ΰψος τοϋ κέρδους του,
άντίθετα, όσο μεγαλύτερο κέρδος μπορεί νά έξασφαλίσει τόσο πιό έπιτυχημένο καί
ικανό επιχειρηματία θεωρεί τόν έαυτό του.Ανάλογη είναι
καί ή στάση
τοϋ τεχνίτη πού
είναι απόλυτα βέβαιος
πώς δικαιούται νά
κερδίσει γιά τίς ύπηρεσίες πού προσφέρει, όσο γίνεται
περισσότερα καί μετράει κι αύτός τήν άξία του μέ τό ϋψος τών κερδών του.
Ό δημόσιος ύπάλληλος,
εξάλλου, είναι έντελώς άπελευθερωμένος άπό οποιοδήποτε αίσθημα καθήκοντος καί
φυσικά θεωρεί άφελές νά τόν άπασχολεί τό συμφέρον τής ύπηρεσίας. Θεωρεί
χονδροειδή ήλιθιότητα τό νά μήν προσπαθεί νά δουλεύει όσο γίνεται λιγότερο καί
χωρίς κανένα ένδοιασμό προσπαθεί νά άπομυζήσει τήν ύπηρεσία όσο
γίνεται περισσότερο. Ή
έννοια τής νομιμότητας
είναι ταυτισμένη μέ
τήν έννοια τοϋ συμφέροντος, γι' αύτό θεωρεί παράνομο
μόνο ό,τι θά έχει δυσάρεστες συνέπειες γι' αύτόν. Επομένως δέν έχει καμιά
δυσκολία νά δεχθεί δωροδοκία, νά ύπεξαιρέσει χρόνο τής ύπηρεσίας, νά πληρωθεί
γιά ύπηρεσίες πού δέν προσφέρει, ή νά χρησιμοποιήσει γιά τόν έαυτό του ύλικά
τής ύπηρεσίας, έφόσον δέν διατρέχει τόν κίνδυνο νά τιμωρηθεί γι' αύτό. Όταν
μπορεί διαβάζει εφημερίδα τήν ώρα τής δουλειάς, πλέκει ή συμπληρώνει τό δελτίο
τοϋ προπο, χωρίς καμιά τύψη.Σάν πολίτης, ό σύγχρονος άνθρωπος δέν έχει κανένα
δισταγμό προκειμένου νά άποκρύψει τά εϊσοδήματά του άπό τήν έφορία, ή
προκειμένου νά έπιδιώξει οποιοδήποτε ρουσφέτι καί ή μόνη διαφοροποίηση πού
παρατηρείται σ' αύτό είναι ότι μερικοί τό κάνουμε κυνικά καί ξεδιάντροπα, ένώ
άλλοι τό κάνουμε μέ τήν πεποίθηση ότι αύτό έξυπηρετεί κάποιο πολιτικό
μετασχηματισμό, μέ τόν όποιο θά έπιτευχθεί μιά άπρόσωπη κοινωνική δικαιοσύνη.
Τέλος, ό
σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί
σάν δεδομένο ότι
μπορεί νά κακομεταχειρίζεται οτιδήποτε
είναι δημόσιο. Πατάει μέ άπόλυτη άνεση πάνω στά νεοφυτεμένα φυτώρια ένός
δημόσιου κήπου, γιά τά όποία τό δημόσιο έχει δαπανήσει τεράστια ποσά καί γιά τά
όποια χρειάστηκε πολλή καί άκριβοπληρωμένη έργασία. Θεωρεί πολύ φυσικό νά πετάει
τά σκουπίδια του στούς δημόσιους χώρους καί στούς δημόσιους δρόμους. Αισθάνεται
ότι αύτό είναι ένα άδιαμφισβήτητο δικαίωμά του πού κανείς δέν μπορεί νά τόν
έμποδίσει νά τό ασκήσει. Συνηθίζει νά πετάει οπουδήποτε τό άναμμένο τσιγάρο ή
σπίρτο του καί επομένως τό κάνει αύτό καί σέ χώρους όπου θά μπορούσε νά
προκληθεί πυρκαίά καί νά καταστραφούν χιλιάδες στρέμματα δάσους. Ένώ δέ κάνει
όλα αύτά, ταυτόχρονα μπορεί
νά είναι ένας
στρατευμένος οικολόγος καί
νά καταπατεί καί νά
καταστρέφει τό θλιβερό δημοτικό παρκάκι, τήν ώρα άκριβώς πού διαμαρτύρεται γιά
τή διατάραξη τής οικολογικής ισορροπίας τοϋ πλανήτη άπό τίς πυρηνικές
δοκιμές.Οί παραδοσιακές άντιλήψεις περί τιμιότητος θεωρούνται σχεδόν άπό όλους
μας (καί σ' αύτό τό σημείο ύπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ τής έποχής μας
καί άλλων έποχών), γελοίος άναχρονισμός καί όλοι σχεδόν καί οί κατά τεκμήριο
πνευματικότεροι άνθρωποι, τίς παραθεωροϋν χωρίς ένδοιασμό. Κάποτε ένα
μοναστηριακό αύτοκίνητο περνούσε τά διόδια τής έθνικής όδοϋ. Ή μοναχή πού
οδηγούσε έδωσε τό σχετικό άντίτιμο
χωρίς νά πάρει άπόδειξη, μιά καί
έκείνη δέν τή χρειαζόταν, κάτι πού
πρίν άπό τίς πρόσφατες μεταρρυθμίσεις
τού συστήματος εισπράξεως τών διοδίων, γινόταν πολύ συχνά. "Οταν κάποιος φίλος τοϋ μοναστηριού πού βρισκόταν
μέσα στό αύτοκίνητο παρατήρησε ότι αύτό πού έκανε ή οδηγός μοναχή ήταν κλοπή σέ
βάρος τοϋ δημοσίου ή συνεργία σέ κατάχρηση σέ βάρος τοϋ δημοσίου, έκείνη
άντέδρασε μέ μιά άδιάφορη άπορία. Ωστόσο έπρόκειτο γιά έναν πολύ πνευματικό
άνθρωπο μέ ένα ιδιαίτερα αύστηρό κανόνα προσευχής.
Τελικά, όμως, αύτή ή
νοοτροπία δημιουργεί μιά άτμόσφαιρα βασανιστικής άνασφάλειας γιά όλους μας, πού
αισθανόμαστε ότι μπορεί νά γίνουμε άπό
στιγμή σέ στιγμή καί άνελέητα, βορά τοϋ
έγωκεντρισμοϋ τών συνανθρώπων
μας. Πολύ συχνά μάλιστα αύτό τό αίσθημα τής άνασφάλειας φθάνει τά όρια τοϋ
πανικού. Ύπό τό κράτος αύτού τοϋ πανικού ζητούμε άπεγνωσμένα κάποιο σωτήρα καί
τότε γινόμαστε εύκολη λεία γιά τούς διάφορους τσαρλατάνους, πού μάς
εκμεταλλεύονται μέ τόν πιό άπάνθρωπο τρόπο "Ολοι αύτοί μάς ύπόσχονται νά
μάς θεραπεύσουν άπό τά δεινά μας, χωρίς νά ζητούν άπό μάς οποιαδήποτε
προσπάθεια. Υπαινίσσονται ή μάς διαβεβαιώνουν ξεκάθαρα, ότι κάποιος άλλος έχει
τήν εύθύνη γιά τή δική μας κατάντια. Τό μόνο πού μάς ζητούν είναι νά τούς
άκολουθούμε. Μάς περιπαίζουν καί έκμεταλλεύονταιτή δεινή θέση μας, τόν πανικό
μας, άλλά καί τήν έπιθυμία μας νά βρούμε άνώδυνους γιά μάς τρόπους θεραπείας.
"Ομως, ένώ έκείνοι άποκσμίζφυν απατηλά όφέλη άπό τή δική μας άφέλεια καί
άνωριμότητα, έμείς παραμένουμε στήν τραγική μας κατάντια μέ τήν άγωνία, τήν
άβεβαιότητα καί τόν πανικό.
Είναι συγκλονιστική ή
ομοιότητα πού παρουσιάζει ή έποχή μας μέ τήν έποχή τής ένσαρκης παρουσίας τοϋ
Χριστού στόν κόσμο
μας. Καί οί
άνθρωποι τής έποχής
εκείνης βρίσκονταν σέ
μιά ανάλογη κατάσταση πανικού, γιατί κι αύτοί όπως κι
έμεϊς ήταν έρμαια τοϋ έγωκεντρισμοϋ τους. Φρόντιζε ό καθένας άπ' αύτούς νά
ικανοποιήσει τίς δικές του έπιθυμίες καί άδιαφοροΰσε γιά τίς άνάγκες τών άλλων.
Οί δημόσιοι λειτουργοί, καί τότε όπως καί τώρα, έκαναν κατάχρηση τής έξουσίας
τους γιά τό δικό τους συμφέρον καί δέν εισέπρατταν μόνο αύτά πού οί πολίτες
όφειλαν στό κράτος, άλλά προσπαθούσαν νά πάρουν άπ' αύτούς έπιπρόσθετα ποσά γιά
νά τά
καρπωθούν έκείνοι. Γιά όλους αύτούς
τούς λόγους καί έκείνοι
τότε, όπως καί έμείς
σήμερα, αισθάνονταν νά πνίγονται άπό τό κλίμα πού είχε δημιουργηθεί καί
προσπαθούσαν νά βροΰν τρόπους νά ξεφύγουν άπό τίς συμφορές πού ή κατάστασή τους
έγκυμονούσε. Προσπαθούσαν νά βρούν τρόπους «φυγείν άπό τής μελλούσης όργής»
(Λουκ. 3, 7). Μέσα στήν απόγνωση καί τόν πανικό τους κατέφευγαν έξαλλοι στόν
Ιωάννη τόν Πρόδρομο, πού ήταν ό μόνος τότε πού τούς ένέπνεε έμπιστοσύνη, γιατί
ήταν ό μόνος πού μέσα σέ ένα κλίμα άνεντιμότητας καί εγωκεντρισμού, παρέμενε
ακέραιος καί κατατρωγόταν άπό τήν άγωνία πού τόν διακατείχε γιά τήν τύχη τών
άλλων. Μέσα σέ μιά κοινωνία παραδομένων καί συμβιβασμένων ανθρώπων πού θυσίαζαν
όλες τίς πνευματικές άξίες στήν καλοπέραση, ήταν ό μόνος γνήσιος έπαναστάτης,
γιατί ήταν άσκητής καί μόνο ένας άσκητής μπορεί νά είναι γνήσιος έπαναστάτης.
Έπειδή άκριβώς ό Ιωάννης ήταν άσκητής καί γνήσιος έπαναστάτης, πού δέν φοβόταν
μήπως χάσει, ή μήπως δέν άποκτήσει κάτι πεπερασμένο, γι' αύτό δέν ήταν
δημοκόπος. Δέν είχε άνάγκη νά είναι δημοκόπος. Δέν είχε άνάγκη νά κολακεύσει τό
λαό. Κολακεύουν τό λαό έκείνοι πού δέν αισθάνονται καμιά γνήσια συμπάθεια γι'
αύτόν. Εκείνοι πού δέν άγαποϋν πραγματικά τό λαό, άλλά
θέλουν άπλώς νά
τόν έκμεταλλευτούν. Αύτοί
είναι έκείνοι πού
απαλλάσσουν τό λαό
άπό οποιαδήποτε εύθύνη καί τοϋ λένε ότι τήν εύθύνη γιά τή δική του
κατάντια τήν έχουν άλλοι, γιατί ξέρουν ότι έτσι θά τόν ναρκώσουν άρκετά, ώστε
νά μπορούν νά τόν χρησιμοποιήσουν άνεμπόδιστα. Ή άπο προσωποποίηση τής εύθύνης
είναι τό ολέθριο όπιο πού προσφέρουν στό λαό γιά νά τόν έκμαυλίσουν καί νά τόν
χρησιμοποιήσουν γιά τούς δικούς τους σκοπούς. Αύτοί άκριβώς οί λαοκάπηλοι είναι
οί μεγαλύτεροι έχθροί τοϋ λαού, άπό τή γοητεία τών οποίων ό λαός ξεφεύγει αργά
ή γρήγορα πιό πολύ άπογοητευμένος άπ' όσο ήταν, όταν έπεσε στήν παγίδα τους.
Ό Ιωάννης ό Πρόδρομος δέν
διστάζει νά κάνει τή διάγνωσή του γιά όλους αύτούς πού κατέφευγαν σ' αύτόν όχι
άπό γνήσια διάθεση άλλαγής, άλλά γιατί ήθελαν νά αποφύγουν τίς συνέπειες τής
διεστραμμένης ζωής τους καί τούς αποκαλεί γεννήματα
έχιδνών, πού θέλουν
άπλώς νά αποφύγουν
τίς δυσάρεστες συνέπειες
καί πού νομίζουν ότι τούς φθάνει
πού βρίσκονται στή σωστή παράταξη, πού είναι παιδιά τοϋ Αβραάμ. Πού έχουν
ένστερνισθεί τή σωστή ιδεολογία. "Αξίζει νά σημειωθεί ότι αύτοί πού
καταφεύγουν στόν Ιωάννη πιστεύουν ότι θά άποφύγουν τίς συνέπειες τής
διεστραμμένης ζωής τους άπλώς βαπτιζόμενοι. Δηλαδή μόνο μέ μιά ιεροτελεστία καί
χωρίς νά αλλάξουν αύτό τό διεστραμμένο τρόπο ζωής. Ό Ιωάννης γι' αύτό τό λόγο
τούς άποκαλεϊ «γεννήματα έχιδνών» καί τούς
δηλώνει: δέν πρόκειται νά
ξεφύγετε τή μέλλουσα όργή, άν δέν
«ποιήσετε καρπούς άξιους
τής μετανοίας... πάν ούν δένδρον μή ποιούν καρπόν κόπτεται καί είς πϋρ
βάλλεται» (Λουκ. 3, 89). Δέν μπορείτε νά αποφύγετε τίς συνέπειες τού τρόπου
ζωής σας, άν δέν άλλάξετε τρόπο ζωής.
Ή περίπτωση αύτή έχει
ιδιαίτερη σημασία γιά μάς σήμερα, γιατί καί πολλοί άπό μάς, πού μάλιστα
θεωρούμε τούς έαυτούς μας καί θεωρούμεθα άπό τούς άλλους πιστοί καί πνευματικοί
άνθρωποι, φαίνεται νά πιστεύουμε ότιτό μόνο πού χρειάζεται γιά νά διασωθούμε
άπό τόν όλεθρο πού μάς περιμένει, είναι νά συμμετάσχουμε σέ κάποιες
ιεροτελεστίες.
Ή μετάνοια όμως δέν είναι
ούτε μιά χειρονομία, ούτε μιά προφορική δήλωση, ούτε μιά ιεροτελεστία, άλλά
είναι μιά μεταστροφή ζωής. "Αν πραγματικά έχετε μετανοήσει, λέει ό Ιωάννης
ό Πρόδρομος:
[72]
«Εκείνος πού έχει δύο
ύποκάμισα, άς δώσει είς έκείνον πού δέν έχει, καί έκείνος πού έχει τρόφιμα, άς
κάνει τό ίδιο», καί οί δημόσιοι λειτουργοί
[73]
«νά μήν εισπράττετε
τίποτε περισσότερο άπ' ό,τι σάς έχουν διατάξει... Κανένα νά μήν έκβιάσετε ούτε
νά συκοφαντήσετε, άλλά νά άρκεΐσθε είς τόν μισθό σας» (Λουκ. 3, 11-14).
[74]
«Λουσθήτε στό λουτρό τής
μετανοίας, γίνετε εσωτερικώς καθαροί, άφαιρέσατε τίς πονηρίες άπό τίς καρδιές
σας ώστε
νά είστε καθαροί
ένώπιόν μου. Πάψετε
πλέον τίς πονηρίες
σας. Μάθετε νά
κάνετε τό καλό, επιδιώξατε μέ όλη σας τήν καρδιά τό
δίκαιο, σώστε άπό τά χέρια τοϋ άδικου αύτόν πού άδικεΐται, άποδώστε τό δίκαιο
στόν ορφανό καί τήν άδικούμενη χήρα. Καί (έτσι μ' αύτή τή μετάνοια) έλάτε νά
συζητήσουμε λέγει ό Κύριος» (Ήσ. 1, 1618).
Ή προχριστιανική νομική
άντίληψη γιά τή μετάνοια μετράει τή μετάνοια μέ τά έξωτερικά της γνωρίσματα,
γι' αύτό δέν είναι έπαρκής.' Η χριστιανική μετάνοια μετριέται μέ τήν έσωτερική
κίνηση τής καρδιάς, πού άπό τόν έρωτα τοϋ πράγματος καί τοϋ άτομικοϋ
συμφέροντος, στρέφεται στόν έρωτα τοϋ προσώπου τοϋ Θεοϋ καί τοϋ προσώπου τοϋ
άνθρώπου.
Ο Ιωάννης ό Βαπτιστής
γνωρίζει τήν ανεπάρκειά του γιά προσφορά στόν άνθρωπο, σέ σχέση μέ έκείνο πού
μπορεί νά τοϋ προσφέρει ό Χριστός, γι'
αύτό καί δηλώνει ότι δέν είναι ικανός «λύσαι τόν ιμάντα τών ύποδημάτων αύτού»
(Λουκ. 3, 15).
Ό "Ιωάννης ό
Βαπτιστής βάπτιζε στό νερό αύτούς πού προσέρχονταν σ' αύτόν. Τό βάπτισμα τοϋ
νεροϋ όμως, μόνο τό σώμα μπορούσε νά καθαρίσει, όχι τήν ψυχή καί συμβόλιζε μόνο
καί προανάγγελλε τήν κάθαρση τών ψυχών, πού ήταν καί τότε όπως καί τώρα
άπαραίτητη, γιά νά άλλάξει τό κλίμα, πού προκαλούσε καί τότε όπως καί τώρα,
τόσο τρόμο στόν άνθρωπο.
Άλλά ή κάθαρση καί ή
άλλαγή τοϋ τρόπου ζωής τών άνθρώπων, πού είναι άπαραίτητα γιά τήν άλλαγή τοϋ
άπο πνικτικοϋ κλίματος, δέν είναι έργα άνθρώπινα. Ξεπερνάνε τή δύναμη τοϋ
ανθρώπου. Γι' αύτό, δέν μπορεί κανένας άνθρωπος νά λυτρώσει τόν άνθρωπο καί γι'
αύτό,
[75]
«... εμφανίστηκε ή χάρις
τοϋ Θεοϋ, ή όποία σώζει όλους τούς άνθρώπους, καί μάς διδάσκει νά άρνηθοϋμ» τήν
άσέβειαν καί τάς κοσμικάς επιθυμίας καί νά ζούμε εις τόν παρόντα κόσμον μέ
έγκράτειαν, δικαιοσύνην καί εύσέβειαν, άναμένοντες τήν εύλογημένην έλπίδα μας
καί τήν έμφάνισιν τής δόξης τοϋ μεγάλου Θεοϋ καί Σωτήρός μας Ίησοϋ Χριστοϋ, ό όποιος
έδωκε τόν εαυτόν του γιά μάς, γιά νά μάς λυτρώση άπό κάθε άνομίαν καί καθαρίση
διά τόν έαυτόν του ένα λαόν έκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων.
[...] Άλλ' όταν
έμφανίσθηκε ή χρηστότης καί ή φιλανθρωπία τοϋ Σωτήρος μας Θεοϋ, μάς έσωσε, όχι
άπό έργα δικαιοσύνης, τά όποία έκάναμε έμείς, άλλά σύμφωνα μέ τό δικό του
έλεος, διά τοϋ λουτρού τής άναγεννή σεως καί τής άνακαινίσεως ύπό τοϋ Άγίου
Πνεύματος, τό όποιον έξέχυσε σ' έμάς πλούσια διά τοϋ Ίησοϋ Χριστού τοϋ Σωτήρός
μας, ώστε, δικαιωμένοι μέ τήν χάριν εκείνου, νά γίνωμεν, σύμφωνα μέ τήν έλπίδα
μας, κληρονόμοι τής αιωνίου ζωής» (Τίτ. 2, 11-14· 3, 47).
"Οταν οί άνθρωποι,
εϊτε σάν μεμονωμένα άτομα εϊτε σαν κοινωνίες περνούν κάποια κρίση, όταν δηλαδή
ό τρόπος πού ζοϋν δέν λειτουργεί καλά, δημιουργείται ή άνάγκη τής αλλαγής. Οί
άλλαγές πού προτείνονται σ' αύτές τίς περι πτώσεις άνήκουν σέ τρεις κατηγορίες.
Οί άλλαγές τής πρώ της κατηγορίας είναι άλλαγές γενικές, έξωτερικές καί
άπρόσωπες. Είναι άλλαγές κοινωνικές, πολιτειακές ή πολιτιστι κές. Οί άλλαγές
τής δεύτερης κατηγορίας είναι έξωτερικέι» μέν άλλά προσωπικές. Οί άλλαγές τής
τρίτης κατηγορίας είναι προσωπικές καί εσωτερικές. Τίς γενικές, έξωτερικί ς καί
απρόσωπες αλλαγές τίς προτείνουν οί διάφορες ίδεολ< ι γίες. Ή Αγία Γραφή
προτείνει τίς άλλαγές τών δύο τελευταίων κατηγοριών. Τήν άλλαγή τής δεύτερης
κατηγορίας τήν προτείνει ή Παλαιά Διαθήκη καί τήν άλλαγή τής τρίτης κατηγορίας
τήν προτείνει ή Καινή Διαθήκη καί γενικότερα ή χριστιανική παράδοση. "Αν
υπάρχει κάποια ένταση μεταξύ τών πολιτικών ιδεολογιών καί τής χριστιανικής παραδόσεως,
συνίσταται άκριβώς σ'
αύτό. Οί πολιτικές
ιδεολογίες προτείνουν άλλαγές
κοινωνικές, συνταγματικές, θεσμικές,
ένώ ή χριστιανική
παράδοση προτείνει τήν
προσωπική έσωτερική αλλαγή
τοϋ κάθε ανθρώπου, πού αποκαλεί μετάνοια.
Οί πολιτικές ιδεολογίες πιστεύουν ότι
οί άνθρωποι άλλάζουν όταν άλλάζουν οί
κοινωνικές δομές, ένώ στή χριστιανική παράδοση κυριαρχεί ή πεποίθηση ότι μόνο
οί αλλαγμένοι, δηλαδή οί θεωμένοι άνθρωποι, μπορούν νά πραγματοποιήσουν καί τίς
δομικές άλλαγές πού θά οδηγήσουν στή βελτίωση τής κοινωνίας.
Ό Ιωάννης ό Πρόδρομος
π.χ. άντιμετωπ/ζοντας μιά άνευ προηγουμένου κοινωνική κρίση άξιώντής έποχήςτου,
προτείνει τήν αλλαγή
τής μετανοίας σάν
μιά αλλαγή προσωπική.
Δέν προτείνει άλλαγές
στήν κρατική διοίκηση, άλλά
προτείνει άλλαγές στή συμπεριφορά τών κρατικών λειτουργών. «Μηδείς πλέον παρά
τό διατεταγμένον ύμίν πράσσετε» (Λουκ. 3, 13). Δέν προτείνει άλλαγές στό
στράτευμα, άλλά προτείνει άλλαγές στή συμπεριφορά τών στρατιωτικών. «Μηδένα
συκοφαντήσητε μηδέ διασείσητε καί άρκείσθε τοις όψωνίοις ύμών» (Λουκ.
3, 14). Είναι
άξιοσημείωτο ότι ό
Ιωάννης ό Πρόδρομος
δέν προτείνει μιά
αλλαγή τού συστήματος διανομής
τοϋ έθνικοϋ εισοδήματος, άλλά στήν άγωνιώδη έρώτηση τών άνθρώπων τής έποχής του
«τί πρέπέι νά γίνει γιά
νά σταματήσει ό κατήφορος;» ό Ιωάννης άπαντά: «ό έχων δύο χιτώνας μεταδιδότω τώ
μή έχοντι, καί ό έχων βρώματα ομοίως ποιείτω» (Λουκ. 3, 11). Άκόμη καί όταν ό
Ιωάννης έπικρίνει τόν Ηρώδη, δέν έπικρίνει τό κυβερνητικό του σύστημα, άλλά τήν
προσωπική του διαφθορά.
Στό κλίμα πού έπικρατεί
στίς μέρες μας είναι εύκολο νά θεωρηθεί αύτή ή έμμονή τής χριστιανικής
παραδόσεως στήν ανάγκη τής προσωπικής άλλαγής ύποπτη, ή τουλάχιστον ένδειξη
καθυστερήσεως καί άφελείας. "Ηδη όμως άρχίζει νά διαφαίνεται τό ενδεχόμενο
νά άναγνωρίσουμε σύντομα ότι αύτή ή έμμονή βασίζεται σέ μιά μακραίωνη σοφία,
όσον άφορα τά άνθρώπινα, πού φαίνεται ότι δυστυχώς ούτε τήν ύποπτεύονται οί
ιδεολογίες τού συρμού. Είναι γεγονός ότι ή πρόταση τής προσωπικής άλλαγής δέν
είναι καθόλου δημοφιλής, γιατί δημιουργεί άμεσες εύθύνες γιά τόν κάθε άνθρωπο.
Ένώ αντίθετα ή πρόταση γιά άπρόσωπες αλλαγές δέν φαίνεται νά δημιουργεί καμιά
σχεδόν προσωπική εύθύνη. Ή πρόταση τής απρόσωπης άλλαγής δημιουργεί τή βέβαιη
εντύπωση στόν κάθε άνθρωπο, ότι ή άλλαγή πού προτείνεται δέν θά στοιχίσει
τίποτε σ' αύτόν καί ότι δέν άπαιτεί άπ' αύτόν τίποτε άλλο, έκτός άπό μιά
πολιτική έπιλογή."Ομως τά πολλά, χωρίς προσωπική εύθύνη, μέτρα πού
προτείνονται, άπό πολλούς καί άπό διάφορες κατευθύνσεις, γιά τήν άνάσχεση τής
διαφθοράς καί τής άνεντιμότητας πού έπικρατούν στίς κοινωνίες μας, όλα, τό ένα
μετά τό άλλο, άποδεικνύονται ανίκανα νά άνταποκριθοΰν στίς σχετικές έξαγγελίες.
Πολλοί κατηγορούν άλλους γιά άνεντιμότητα καί ύπαινίσσονται ότι έκείνοι θά
διατηρήσουν τήν άκεραιότητά τους, άλλά καί αύτοί άργά ή γρήγορα κατηγορούνται
γιά δραστηριότητες άνάλογες έκείνων, γιά τίς όποιες κατηγορούσαν τούς
αντιπάλους τους.
Η αύτοδικαιωτική κατάκριση τών άλλων μάς
οδηγεί άναπότρεπτα σέ ήθική πτώση κι αύτό γιατί άκριβώς ό αύτοδικαιωτικός
έπικριτής τών άλλων πιστεύει στή δική του δικαιοσύνη. Πιστεύει πώς μπορεί
αύτοδύναμα νά αντισταθεί στό κακό.
"Οσοι δέν έπιμένουν
να έθελοτυφλούν αρχίζουν νά άναγνωρίζουν
ότι ή άποφυγή τοϋ κακού καί ή άντίσταση στή διαφθορά δέν είναι άνθρώπινο έργο·
κι έκείνοι πού άνεβαίνουν άκόμη ένα σκαλοπάτι στήν κλίμακα τής ώριμότητας άναγνωρίζουν
ότι «ούδείς άγαθός
ειμή εις ό
Θεός» (Μάρκ. 10,18) καί ότι
χωρίς Αύτόν δέν μπορούμε έμεΐς οί άνθρωποι νά καταφέρουμε
τίποτε, καί τότε ρίχνονται στό έλεός Του καί ζητοϋν τή χάρη Του πού μόνη μπορεί
νά κάνει εϋηθες τό άηθες ήθος μας.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ «ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ»
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΗΘΟΣ ΑΗΘΕΣ
Π.ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Εξώφυλλο Δ.Κ.
Σωτηρόπουλος
Οταν οί άνθρωποι, εϊτε
σάν μεμονωμένα άτομα είτε σάν κοινωνίες, περνούν κάποια κρίση, οταν δηλαδή °
τρόπος πού ζούν δέν λειτουργεί καλά. δημιουργείται ή άνάγκη της άλλαγής. Οί
άλλαγές πού προτείνονται σ' αύτές τις περιπτώσεις ανήκουν σέ τρεις κατηγορίες:
α) Αλλαγές γενικές,
εξωτερικές καί απρόσωπες. Δηλαδή κοινωνικές, πολιτειακές ή πολιτιστικές· β)
Εξωτερικές μέν άλλά προσωπικές και γ) Προσωπικές καί εσωτερικές.
Τίς γενικές,
έξωτερικές καί άπρόσωπες
άλλαγές τίς προτείνουν
οί διάφορες ιδεολογίες.
Ή Άγια Γραφή προτείνει τίς άλλαγές τών δύο
τελευταίων κατηγοριών. 'Άν ύπάρχει κάποια ένταση μεταξύ τών πολιτικών ιδεολογιών
καί τής χριστιανικής παραδόσεως, συνίσταται άκριβώς σ' αύτ°: Οί πολιτικές
ιδεολογίες πιστεύουν ότι οί άνθρωποι άλλάζουν όταν άλλάζουν οί κοινωνικές
δομές, ένώ στή χριστιανική παράδοση κυριαρχεί ή πεποίθηση ότι μόνο οί
άλλαγμένοι, δηλαδή οί θεωμένοι άνθρωποι, μπορούν νά πραγματοποιήσουν καί τίς
δομικές άλλαγές πού θά οδηγήσουν στή βελτίωση τής κοινωνίας.
Π. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ ΗΘΟΣ
ΑΗΘΕΣ
Ή αποφυγή του κακού καί ή
αντίσταση στή διαφθορά
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου