ΙΙολύ συχνά, έμείς πού
νομίζουμε ότι συμμετέχουμε ενεργά στή ζωή τής Εκκλησίας, διαχωρίζουμε μέ πολλή
αύταρέσκεια καί θρησκευτικό σνομπισμό
«έμάς» άπό «αυτούς», παρά τήν προειδοποίηση τού Παύλου, ότι οί πραγματικά
δυνατοί δέν αύταρέσκονται, άλλά δίνουν τό χέρι τους σ' αύτούς πού είναι άδύνατοι.ΙΙαρά
τήν προειδοποίηση, έπιμένουμε νά κολλάμε την επιγραφή τού άπιστου, τού άθεου ή
τοϋ αιρετικού σέ άλλους άνθρώπους καί
τελικά νά βλέπουμε μόνο τήν έπιγραφή καί
νά χάνουμε έντελώς τόν άνθρωπο. Αύτή ή στάση είναι αναμφισβήτητα ένδειξη τής πνευματικής μας
άνωριμότητας καί τής άνασφάλειας, πού
στό βάθος αισθανόμαστε για τη δική μας πίστη καί γιά τή δική μας πνευματική
κατάσταση.Οσοι έχουν επιτύχει πραγματική πνευματική άνάπτυξη αισθάνονται γιά όλους αύτούς τούς «άλλους»
όπως όΊωάννης Χρυσόστομος, πού τονίζει:
[36]
«Μή φοβηθείς νά προσεύχεσαι ύπέρ τών
είδωλολατρών, γιατί αύτός ό ίδιος ό Θεός τό έπιθυμεϊ. Έάν δέ χρειάζεται νά προσεύχεσαι ύπέρ τών ειδωλολατρών, είναι
πρόδηλο πώς πρέπει νά προσευχόμαστε καί ύπέρ τών αιρετικών καί όλων άνεξαιρέτως
τών ανθρώπων και όχι νά τούς καταδιώκουμε
αύτό επιβάλλεται καί γιά άλλο λόγο, άπό τό ότι δηλαδή μετέχουμε τής ίδιας φύσεω
μέ αύτούς. Καί ό ίδιος ό Θεός έπαινεΐ καί άποδέχεται τή μεταξύ μας εύνοια καί
φιλοστοργία. (Μερικοί όμως) λένε άφού
όίδιος ό Θεός θέλει νά είναι χορηγός (πρός αύτούς) τί χρειάζονται οί δικές μου
προσευχές; Αύτό (δηλαδή οί προσευχές σου) ένώνει σημαντικά έκείνους μέ σένα,
ελκύει έκείνους πρός τήν άγάπη καί εσένα δέν σε αφήνει νά μεταβληθείς σέ άγριο
θηρίο. Αύτά δέ είναι αρκετά γιά νά προσελκύσουν κάποιον στήν πίστη. Γιατί πολλοί
άνθρωποι άπομακρύνθηκαν άπό τόν Θεό λόγω τής μεταξύ τους φιλονικείας»1.
1. Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. VII Εις Τιμόθεον, Μigne 62, σελ. 536
Ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος
θεωρεί τή μεταξύ τών άνθρώπων έχθρότητα σάν αίτιο τής αίρέσεως καί τής άπιστία
καί γι' αύτό συνεχίζει:
[37]
«Καί μή μού λές τόν ψυχρό
αύτό λόγο, καί τί μέ ένδιαφέρει; Τίποτε τό κοινό δέν έχω μαζί του. Μέ τό
Διάβολο δέν έχουμε τίποτε κοινό. Μέ τούς ανθρώπους όλους πολ λά έχουμε κοινά.
Γιατί είναι μέτοχοι τής 'ίδιας φύσεως με
μάς, τήν ϊδια γή κατοικούν, καί μέ τίς ϊδιες τροφές τρέφο νται, τόν ϊδιο
έχουν Δεσπότη, τούς ίδιους νόμους δέχθη καν, στά ϊδια άγαθά μέ μάς έχουν καί
αύτοί προσκληθεί "Ας μήν ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι τίποτε κοινό δέν ύπάρχει
αναμεταξύ μας γιατί αύτή ή φωνή είναι σατανική και διαβολική άπανθρωπιά , κι άς
μή μιλάμε έτσι, άλλά άς έπιδεικνύουμε τή
φροντίδα πού άρμόζει σέ άδελφούς»
2.Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. Α' Κατά Άδριάντων, Migne 49,Σελ 34.
[38]
«Ας συμμορφωνόμαστε
λοιπόν καί άς συνδεόμαστε μεταξύ μας. Γιατί εδώ δέν παρακινεί τούς άσθενείς
μόνο, αλλά όλους. Καί άν άκόμη κάποιος
θέλει νά άποσπασθεΐ από σένα, μήν άποσπασθεΐς κι έσύ, ούτε νά ξεστομίσεις αυτο τόν ψυχρό λόγο... Μή μετατρέψεις λοιπόν
τήν αιτία τής φιλοπονίας σέ αιτία οκνηρίας, καί μήν ισχυρίζεσαι ότι αν τον
άμελείς γιατί είναι άρρωστος. Γιατί άρρώστια είναι τό πάγωμα τής άγάπης· σύ
όμως αύτό πού πάγωσε άναθέρμανέ το. Καί άν δέν θερμαίνεται, ρωτά κάποιος, τί να
κάνω; Έσύ συνέχιζε νά προσπαθείς»3.
3. Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. VII Εις Τιμόθεον, Μigne 62, σελ. 536
Αυτό είναι τό πνεύμα τής ύγιούς παραδόσεως, ένώ ή
πνευματική αύταρέσκεια είναι σατανική φωνή καί διαβολική απανθρωπία κατά τό
χρυσοστομικό χαρακτηρισμό.
Όμως αύτή ή σατανική καί άπάνθρωπη πνευματική
αύταρέσκεια , πολύ συχνά, είναι τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πολλών άπό μάς πού
φαινόμαστε σάν ένεργά μέλη τής Έκκλησίας
άν καί ή σχέση ένός άνθρώπου μέ τόν Θεό καί την Εκκλησία δέν καθορίζεται
άπό τά φαινόμενα.Ωστόσο έμείς, μέ
βάση αύτά τά
φαινόμενα, βάζουμε τους
εαυτούς μας στή
χορεία τών έκλεκτών
καί τούςάλλους τούς βλέπουμε,
είτε μέ συγκατάβαση είτε σάν εχθρούς,
πού αισθανόμαστε ότι έχουμε ιερό καθήκον
νά κατατροπώσουμε. Έτσι, όταν κάποιος άπ' αύτούς τούς «αποστάτες» «άναγνωρίζει
τήν πλάνη του» καί δείχνει κάποια
διάθεση «έπιστροφής» αισθανόμαστε ότι θριαμβεύουμε και άρχίζουμε τίς τυμπανοκρουσίες καί τούς
πανηγυρισμούς, όχι γιατί ένας άνθρωπος, ένας άδελφός, έρχεται κοντά μας καί κοντά σ' αύτόν πού θά τού δώσει τό
φώς καί τή ζωή καί τή χαρά πού ζητάει ή
ψυχή του, άλλά γιατί έμείς νικήσαμε.Μιά τέτοια διάθεση δίνουν τήν έντύπωση ότι
εκφράζουν οί έπανειλημμένες αναδημοσιεύσεις σέ θρησκευτικά έντυπα δηλώσεων
διαφόρων διασήμων άνθρώπων, πού προηγουμένως ήταν άδιάφοροι ή καί εχθρικοί
έναντι τής Έκκλησίας, καί μέ τίς όποιες εκφράζουν τήν προσήλωσή του», στήν
ορθόδοξη παράδοση.
Δέν άκολουθοϋν τόν ίδιο
δρόμο όλοι οί άνθρωποι στίς άναζητήσεις τους καί ίσως έκείνοι πού φαίνονται πιό
άνήσυχοι άπό μάς νά είναι καί πιό τίμιοι καί πιό τολμηροί άπό μάς. «Ού πάς ό
λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, είσελεύσεται είς τήν βασιλείαν τών ούρανών... πολλοί
έρούσί μοι έν έκείνη τή ήμέρα Κύριε Κύριε, ού τω σώ ονόματι προεφητεύσαμεν καί
τότε ομολογήσω αύτοΐς ότι ούδέποτε έγνων ύμάς» (Ματθ. 7, 2123) διακηρύσσει ό
Ιησούς Χριστός καί μέ τήν παραβολή τού άμπελώνος μάς προειδοποιεί, ότιτό θέλημα
τού πατρός του δέν τό πραγματοποιεί έκείνος πού σπεύδει νά άπαντήσέι μέ τό «έγώ Κύριε» στήν πρόσκληση
πού μάς άπευθύνει νά δουλέψουμε στόν άμπελώνα του, άλλά έκείνος πού, άν καί
έξωτερικά φαίνεται νά άπειθεί, τελικά παίρνει πιό σοβαρά αύτή τήν πρόσκληση.
Η ΕΣΩΘΕΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Οταν κυκλοφορούν φήμες
γιά τίς άμαρτίες κάποιου κληρικού , όπως συμβαίνει συχνά, εκείνος μέν σπεύδει
νά άποκρούσει τίς κατηγορίες, φοβούμενος ότι θά χάσει τήν έξωθεν μαρτυρία,
έμεϊς δέ οί άλλοι έκφράζουμε μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο τήν ιερή μας
αγανάκτηση πού κάποιος παπάς αμάρτησε,
ύπαινισσόμενοι έντονα ότι έμεΐς είμαστε υπεράνω πάσης ύποψίας.
Αύτό όλο τό κλίμα όμως
φαίνεται νά βρίσκεται σέ πλήρη αντίθεση
μέ τό κλίμα πού έπικρατεϊ στήν παράδοση τής Εκκλησίας μας γενικά καί στή
λειτουργική της ζωή είδικότερα , πού προϋποθέτει τήν άμαρτωλότητα τών άνθρώπων
και ' όπου, άντί νά απομονώνουν καί νά καταδικάζουν οί πολλοί τόν ένα, τόν
άμαρτωλό, ό καθένας παρουσιάζεται απόλυτα πεπεισμένος ότι είναι άμαρτωλότερος άπό
τούς άλλους.«Οίδα Σώτερ ότι άλλος ώς έγώ ούκ έπταισέ σοι, ούδέ έπραξεν τάς
πράξεις άς έγώ κατηργασάμην», ομολογεί κάθε
χριστιανός προσερχόμενος στό μυστήριο τής θείας εύχαριστίας , διά τών
εύχών τής θείας μεταλήψεως τού Συμεών του Νέου Θεολόγου.
«Ημαρτόν σοι μόνος έγώ,
ήμαρτον ύπέρ πάντας», «ημάρτηκα Κύριε
ήμάρτηκά σοι... ού γάρ έστίν ός τις ήμαρτεν εν άνθρώποις, όν ούχ ύπερέβην τοις
πταίσμασι», προσθέτει ό Ανδρέας ό Κρήτης μέ τό Μεγάλο Κανόνα καί προχωρώντας από
τό γενικό στό συγκεκριμένο συμπληρώνει
[39]
«Δέν υπάρχει στή ζωή
άμαρτία, οϋτε πράξη, οϋτε κακία πού έγώ δέν διέπραξα Σωτήρα μου, εϊτε κατά νού,
εϊτε κατά λόγο ή προαίρεση καί έχω γενικώς άμαρτήσει καί μέ τή φαντασία καί μέ
τή διάνοια καί έμπράκτως, όπως κανείς άλλος ποτέ μέχρι τώρα».
«Αν δέ αύτές οί ομολογίες άμαρτωλότητας άφοροϋν
τούς πιστούς γενικά, ύπάρχουν στή λειτουργική ζωή όμολογίες άμαρτωλότητας πού
άφοροϋν ειδικά έμάς τούς κληρικούς, πού στή λειτουργία τοϋ Ιωάννου τοϋ
Χρυσοστόμου λέμε
[40]
«Ίκάνωσέ μας νά σοϋ
προσφέρουμε δώρα καί θυσίε ς πνευματικές γιά τίς αμαρτίες μας πού ό λαός τίς
άγνοει»,
ένώ στή λειτουργία τοϋ Μ.
Βασιλείου ομολογούμε ότι δέν άξιωθήκαμε νά λειτουργήσουμε στό άγιο θυσιαστήριο,
«δια τάς δικαιοσύνας ήμών (ού γάρ έποιήσαμέν τι άγαθόν έπί τής γής)». Άλλά καί
σ' όλες σχεδόν τίς ίεροπραξίες της
Εκκλησίας ό λειτουργός ιερέας κάνει μιά ομολογία άμαρτωλότητας, πού
συχνά είναι πολύ δραματική. Σέ μιά εύχή τού βαπτίσματος λέει:
[41]
«Ό Θεός
ό εύσπλαχνος καί
ελεήμων πού εξετάζεις
τήν καρδιά καί
όλον τόν έσωτερικό
κόσμο καί γνωρίζεις καλά μόνο έσύ
τά άπόκρυφα τών άνθρώπων, γιατί δέν είναι κανένα πράγμα κρυφό μπροστά σου, άλλά
είναι όλο γυμνά καί φανερά στά μάτια σου σύ πού γνωρίζεις κοί όσα συμβαίνουν σέ
μένα μή μέ σιχαθείς, μήτε ν' άπομακρύνεις τό πρόσωπο σου άπό μένα, άλλά τούτη
τήν ώρα, παράβλεψε τά παραπτώματα μου, έσύ πού παραβλέπεις τα ανθρώπινα
σφάλματα μέ σκοπό τή μετάνοια καί ξέπλυνέ μου τή βρωμιά τού σώματος καί τίς
κηλίδες τής ψυχής»Συγκλονιστική στήν
ευθύτητα της είναι ή ομολογία της
αμαρτωλότητας πού κάνει ό "ιερέας στό μυστήριο τού εύχέλαιου όπου λέει προσευχόμενος:
[42]
«Εσύ πού καί έμένα τόν
ανάξιο δούλο σου, πού είμαι
περιπλεγμένος μέ πολλές άμαρτίες καί συγκυλίομαι μέ τά πάθη τών ήδονών
μέ έκάλεσες στό άγιο καί πολύ μεγάλο άξίωμα τής ίερωσύνης».
Εξ’ άλλου ή τόλμη τών
ομολογιών άμαρτωλότητας τών Πατέρων τής
Εκκλησίας πολύ συχνά μάς αφήνει άναυδους, όπως αύτό τό κείμενο τοϋ Συμεών τοϋ
Νέου Θεολόγου:
[43]
«Εχω γίνει φονιάς,
άκοϋστε όλοι, γιά νά κλάψετε μέ συμπάθεια όσον άφορά τόν τρόπο, τόν άφησα κατά
μέρος λόγω τοϋ μάκρους πού θά έπαιρνε ό λόγος.
Εχω όμως άλίμονο γίνει καί μοιχός στήν καρδιά καί ομοφυλόφιλος στή
διάνοια καί στήν προαίρεση. Καί άκόμη, ορκίζομαι άλλά καταπατώ τόν όρκο,
πλεονέκτης, κλέφτης, ψεύτης, άναιδής καί άρπαγας, άλίμονό μου, κακολόγος,
μισάδελφος, πολύ φθονερός καί φιλάργυρος, άναίσχυντος καί γενικά κάθε άλλη
μορφή κακίας έχω διαπράξει. Καί πιστέψτε με, γιατί μιλώ άληθινά καί όχι
φανταστικά ή μέ σοφιστείες» 1.
1.Συμεών Νέου Θεολόγου,
Τά ευρισκόμενα, Λόγος Η', έκδοτικός οίκος ΙΙασ. Ρηγοπσύλου, Θεσσαλονίκη,
1977,σελ. 1415.
[44]
«Γιατί άγαποϋσα, όπως
έχει λεχθεί, τή δόξα καί τόν πλούτο τοϋ κόσμου καί τά φανταχτερά ροϋχα καί τους
ανόητους τρόπους. Δέν γνωρίζω τί θά ξεστομίσω ούτε ξέρω τί θά σού πώ. Γιατί φοβάμαι καί νά
μιλήσω καί νά γράψω γι' αϋτά, μήπως καί σκοντάψω στά ίδια μου τα λόγια καί
άμαρτήσω καί παραμείνει άνεξάληπτο αύτό πού ψεύτικα έχει γραφτεί. "Οταν μέ
προσκαλούσε κάποιος σέ πράξεις μανίας καί άμαρτίας τοϋ απατηλού αυτοϋ κόσμου ή
καρδιά μου στρεφόταν πρός τά έσω και
όπως κρυβόταν καλά γιατί ντρεπόταν τόν έαυτό της, συγκρατιόταν μέ άσφάλεια χωρίς άλλο άπό τό θεϊκό Σου χέρι.
Καί άγαποϋσα άνεξαιρέτως όλα τά πράγματα πού στή ζωή εύχαριστοϋν τά μάτια, καί
γαργαλίζουν τόν ούρανίσκο καί ομορφαίνουν τό φθαρτό σώμα. Σύ όμως, Θεέ μου,
έξάλειψες άπ' τήν καρδιά μου τίς μιαρές πράξεις καί τίς άκόλαστες έπιθυμίες καί
μέσα στήν ψυχή μου έσπειρες μίσος γι' αύτά, άν καί μέ τήν προαίρεση πρός αύτά
έκλινα καί περισσότερο μέ έκανες νά έχω όρεξη άπρακτη καί πράξεις
ανεπιθύμητες»2.
2. Συμεών Νέου Θεολόγου,
Τά ευρισκόμενα. Λόγος ΛΘ', ό.π., οελ. ΛΗ
Τολμηρότατη είναι καί ή
παρρησία μέ τήν οποία ό συγγραφέας τής Λαυσαϊκής Ιστορίας Παλλάδιος
περιγράφειπροσωπικές του έμπειρίες:
«"Εμενε στή Σκήτη κάποιος, ονομαζόμενος Πάχων, πού
είχε φτάσει πιά στά έβδομήντα. Καί μού συνέβη κάποτε νά μέ ένοχλήσει ή
έπιθυμία τής γυναίκας, ώστε νά μέ βαραίνουν οί
λογισμοί καί οί
νυχτερινές φαντασίες· καί άφού
έφτασα στό σημείο παρά λίγο νά βγώ άπό τήν έρημο, καθώς μέ πίεζε τό
πάθος, δέν έμπιστεύτηκα τό ζήτημα στούς γείτονές μου, οϋτε στό δάσκαλο μου τόν
Εύάγριο άλλά άφού έφυγα κρυφά γιά τήν
πανέρημο, γιά δεκαπέντε μέρες συναστρεφόμουν μέ τούς Πατέρες της Σκήτης πού
είχαν γεράσει στην έρημο· μεταξύ τών οποίων καί τόν Πάχωνα. Καθώς τόν βρήκα
λοιπόν πνευματικότερο καί άσκητικότερο, θάρρεψα νά τοϋ έμπιστευτώ τό λογισμό
μου. Καί μοϋ λέει: Μη σε παραξενεύει τό
πράγμα διότι δέν τό έπαθες άπό ραθυμυμία
καί μαρτυρεί γι αύτό ό τόπος όπου καί τά άναγκαία πράγματα σπανίζουν, καί γυναίκες δέν μπορεί
νά συναντήσει κανείς άλλά μάλλον άπό
υπερβολικό ζήλο. Διότι ο πόλεμος τής
πορνείας είναι τριών ειδών άλλοτε επιτίθεται ή σάρκα, πού είναι εύρωστη άλλοτε
τά πάθη μέ τούς λογισμούς καί άλλοτε ό
ϊδιος ό δαίμονας μέ τό φθόνο. Καί το διαπίστωσα αύτό μετά άπό πολλή παρατήρηση.
Νά, μέ βλέπεις γέρον άνθρωπο σαράντα χρόνια έχω σ' αύτό τό κελλί φροντίζοντας
γιά τή σωτηρία μου καί μέχρι τώρα, σ' αύτή την ηλικία, πειράζομαι". Καί
καθώς μοϋ ορκίστηκε: "Μετά τα πενήντα μου, δέν έπαψε νά μέ πολεμάει, δέν
μέ άφησε να πάρω άνάσα, νύχτα μέρα. '
Αφοϋ λοιπόν έβαλα μέ τό νού ότι με
έγκατέλειψε ό Θεός καί καταδυναστεύομαι, προτίμησα νά πεθάνω
άλογα, παρά νά άσχημονήσω
άπό τό σωματικό
πάθος. Βγήκα λοιπόν καί, άφοϋ
τριγύρισα στήν έρημο, βρήκα τή σπηλιά μιάς ύαινας όπου άφησα τόν έαυτό μου
όλη μέρα γυμνό γιά νά βγοϋν τά θηρία καί
νά μέ φάνε. Οταν λοιπόν νύχτωσε, κατά τό γεγραμμένο "Έθου σκότος και
εγένετο νύξ· έν αύτή διελεύσονται πάντα τά θηρία του δρυμού , βγήκαν τά θηρία,
άρσενικό καί θηλυκό καί αψοϋ μέ μύρισαν μέ έγλειψαν άπ' τό κεφάλι ώςτά πόδια
και εκει πού περίμενα νά μέ φάνε,
άπομακρύνθηκαν άπό μένα. Και έμεινα έκεί
πεσμένος όλη νύχτα καί δέν μέ έφαγαν Τότε στυλλογίστηκα ότι μέ λυπήθηκε
ό Θεός καί γύρισα άμέσως στό κελλί. 'Αφοϋ περίμενε λοιπόν ό δαίμονας λίγες
μετα πάλι μοϋ έπιτέθηκε σφοδρότερα άπό
πρίν, ώστε παρά λιγάκι νά πέσω σέ
βλασφημία. Πήρε λοιπόν τή μορφή μιάς μαύρης νέας πού είχα δει κάποτε στά νιάτα
μου νά μαζεύει στάχυα τό καλοκαίρι, καί κάθησε στά γόνατά μου καί τόσο με
διέγειρε, ώστε νά νομίσω ότι συνευρέθηκα μαζί της.
Εξοργισμένος λοιπόν τής
έδωσα ένα χαστούκι κι έγινε άφαντη. Καί έπί δύο χρόνια δέν μπορούσα νά ύποφέρω
τή δυσοσμία τού χεριού μου. Επειδή λοιπόν έπεσα σέ μικροψυχία καί έχασα τήν
ελπίδα, βγήκα στήν πανέρημο περιπλανώ μένος καί αφού βρήκα μιά μικρή άσπίδα,
τήν πήρα καί της έδωσα τά γεννητικά μου
μόρια, γιά νά μέ τσιμπήσει καί νά πεθάνω. Καί με όλο πού έτριψα τό κεφάλι τού θηρίου στό
μόρια, ώς αίτια τοϋ πειρασμού, πάλι δέν τσιμπήθηκα. Και άκουσα φωνή πού ήρθε
στό νοϋ μου: 'Πήγαινε Πάχων, καί νά άγωνίζεσαι
γι' αύτό σέ άφησα νά βασανίζεσαι, γιά νά μήν ύψηλοφρονήσεις γιά τή
δύναμή σου, άλλά νά γνωρίσεις τήν άσθένειά σου, νά μήν εμπιστευτείς στήν
πολιτεία σου καί νά προσπέσεις στή
βοήθεια τοϋ Θεού'»3.
3. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή
Ιστορία, δ.π., σελ. 8486.
Ό Παλλάδιος γράφει έπίσης
γιά τό δάσκαλό του τόν Εύάγριο, πού τόν χειροτόνησε άναγνώστη ό Μέγας Βασίλειος
καί διάκονο ό Γρηγόριος ό Θεολόγος, ότι δημιούργησε ένα τεράστιο σκάνδαλο μέ τή
γυναίκα ενός ύπάρχου στήν Κων σταντινούπολη καί ότι άναγκάστηκε νά φύγει καί νά
πάι ι στά Ιεροσόλυμα, όπου ή ζωή του ήταν έξ ίσου άστατη Τελικά κατέφυγε στήν
έρημο τής Αιγύπτου, όπου έζηοΓ αυστηρή άσκητική ζωή. «Μέσα σέ δεκαπέντε χρόνια,
λοι πόν, άφοϋ έφτασε σέ άκρα καθαρότητα τοϋ νοϋ, άξιώθηκι χαρίσματος καί γνώσης
καί σοφίας καί διάκρισης πνεύμα των. Καί έγραψε τρία βιβλία ιερά, μοναχικά,
αντιρρητικά λεγόμενα, πού διδάσκουν τέχνες κατά τών δαιμόνων. Αύτόν τόν
ενόχλησε δυνατά ό δαίμονας τής πορνείας, όπως ό ίδιος διηγόταν καί έμεινε όλη
νύχτα γυμνός στό πηγάδι, χειμώνα καιρό, ώστε νά παγώσουν οί σάρκες του.
"Αλλοτε πάλι τόν ένόχλησε πνεύμα βλασφημίας· καί γιά σαράντα μέρες δέν
μπήκε κάτω άπό τή στέγη, όπως ό ίδιος μάς διηγήθηκι, μέχρι πού τό σώμα του
γέμισε τσιμπούρια, όπως τών ζώων»4
4.Ό.π., σελ. 123.104
'Ο Εύάγριος, κατά τίς
μαρτυρίες πάντοτε τοϋ Παλλαδίου , πέθανε σέ ηλικία πενήντα τεσσάρων χρόνων καί,
άν και έζησε πολύ αύστηρή άσκητική ζωή, όπως ομολογούσε ό ίδιος πρίν άπό τό θάνατο του, μόνο τά τελευταία
τρία χρόνιο ιής ζωής του δέν τόν βασάνιζαν οί σαρκικές έπιθυμίες.
Ο Κοσμάς ό Αιτωλός, συνεχίζοντας αύτή τή
θαυμαστή παράδοση τής ταπεινώσεως καί τής ειλικρίνειας τών Πατέρων έλεγε:
«Πρέπον καί εύλογον ήτον άδελφοί μου, νά είχα και γώ τήν καρδίαν μου καθαράν,
ώσάν τούς άγιους 'Αποστόλους,
έδώ όπου άξιώθηκα
καί ήλθα εις
τήν εύλογημένην σας
χώραν καί σάς άπέλαυσα καί μέ έδέχθητε ώς 'Απόστολο τού
Χριστού μας, νά έχω έκείνην τήν χάριν τού Παναγίου Πνεύματος νά εύλογήσω τήν
χώραν σας, μά δέν την έχω και επειδή καί είμαι άμαρτωλός... Καί πρώτον, άδελφοί
μου άμποτε νά εύσπλαχνισθή ό Κύριος νά συγχωρήση τά αμαρτήματά σας, άνίσως
έχετε ώσάν έμένα» 5.
5. Ιωάννου Β. Μενούνου,
Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, ο.π., σελ. 115.
Επαθα μίαν απάτην,
άδελφοί μου, καί όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίες, όπου μπορώ καί
δύναμαι, καί ώσάν γεράσω, έχω χρόνον νά κάμω καλά καί σώνομαι. Τώρα έγέρασα καί
αί αμαρτίαι έκαμαν ρίζες καί δέν ήμπορώ νά κάμω κανένα καλό» 6
6 ο, π., σελ. 269
«Κάμνοντας άρχήν νά
διδάσκω, μέ ήλθε ό λογισμός εδώ όπου
περιπατώ νά ζητώ νά παίρνω άσπρα, διατί ήμου φιλάργυρος καί άγαπούσα τά γρόσια
καί τά φλουριά περισσότερον»7.
7 ο, π., σελ. 118.
Μιά σύγχρονη όσιακή
μορφή, ό 'Αθανάσιος ό Ίβηρίτης, έγραφε στόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη: «Εύχου,
εύχου, εύχου πρός άπαλλαγήν
μου άπό τόν τάρταρον
καί τόν βρυγμόν
τών οδόντων, διότι
ούδείς ώς έγώ κατάφορτος, άμαρτήσας έν έπιγνώσει τοϋ
κακού» 8.
8.Θεοκλήτου Διονυσιάτη,
«Ή γνωριμία μου μέ τόν Αθανάσιο Ίβηρίτη» Εκκλ. Αλήθεια, 16 Σεπτ. 1985.
Οι Ιερείς, άκριβώς πρίν άπό τήν τρομερή στιγμή
πού θά δεχθούν τό Σώμα καί τό Αίμα τοϋ Χριστού, κάνουν τήν έξής ομολογία:
«Πιστεύω Κύριε καί
ομολογώ, ότι σύ εί αληθώςο Υιός τού Θεού ό έλθών εις τόν κόσμον αμαρτωλούς
σώσαι πρώτος είμι εγώ». Διερωτάται
κανείς, πώς όλοι εμείς πού έχουμε δεθεί
καί στή συνέχεια διαιωνίζουμε τό κλίμα έκείνο πού μάς έπιβάλλει νά
συμπεριφερόμαστε καί άκόμη και νά
πιστεύουμε ότι έμείς είμαστε οί άψογοι καί κάποιοι άλλοι είναι οί άμαρτωλοί,
άκούμε καί επαναλαμβάνουμε τήν ομολογία «ών πρώτος είμι εγώ»
Τί άπό
τά δυό πραγματική
πιστεύουμε, ότι είμαστε άπό
έκείνους πού είναι
«εντάξει» ή ότι
είμαστε οί μεγαλύτεροι αμαρτωλοί;
Κι άν πιστεύουμε τό πρώτο πώς άντιλαμβανόμαστέ αύτή τήν ομολογία; Είναι άραγε ταπεινολογία, ή είναι απλώς ένας τύπος;
Στήν άπορία πού μπορεί νά
έχουμε, γιά τό πώς είναι δυνατόν ένας ιερέας, ένας άνθρωπος τού Θεοϋ νά είναι
άμαρτωλότερος καί άπό ένα έγκληματία, ή γνήσια όρθόδοξη παράδοση δίνει τήν
άπάντηση μέ τό στόμα τοϋ άββά Ποιμένος:
[45]
«Είπε ό ο αββάς
Ποιμήν:Έάν θά φθάσει άνθρωπος τό ρητό του άποστόλου, τό "όλα είναι καθαρά
γιά τούς καθαρούς", βλέπει τόν εαυτό του μικρότερο άπό όλα τά πράγματα τής
κτίσεως.
Λέγει ό άδελφός: Πώς
μπορώ νά θεωρήσω τόν έαυτό μου κατώτερο άπό τόν φονέα;
Λέγει ό γέρων: Έάν φθάσει
ό άνθρωπος σ' αύτόν τό λόγο καί ιδεί άνθρωπο νά φονεύει, λέγει, αύτήν μόνο τήν
άμαρτία έκανε αύτός, ένώ έγώ φονεύω κάθε ήμέρα»"9
9. Αποφθέγματα Γερόντων,
ο.π., σελ. 568569
Ο αββάς Ποιμήν δέν
ύπερέβαλε καθόλου, μόνο είχε βαθειά επίγνωση τής προσωπικής του καταστάσεως καί
γνώριζε έπίσης πολύ καλά τό λόγο τοϋ Χριστού, πού τόνισε ότι ο πιο απάνθρωπος φόνος δέν γίνεται μέ ένα όπλο,
άλλά μέ απόρριψη τοϋ άλλου «ός δ' άν φονεύση, ένοχος έσται τη κρίσει ... ός δ'
άν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις τήν γέενναν του Πυρός» (Ματθ. 5,2123). Γιατί μέ τό όπλο
θανατώνεται οΑνθρωπος μόνο βιολογικά,
ένώ ή άπόρριψη τόν θανατώνει πνευματικά καί αύτό πού μάς οδηγεί στήν άπόρριψη
του άλλου είναι οί προκαταλήψεις μας. Ό άββάς Ποιμήν ήξερε ότι έξακολουθοϋσε νά έχει πολλές προκαταλήψεις έξ
αιτίας των όποιων άπέρριπτε καθημερινά στήν καρδιά του πολλούς άνθρώπους.
Αύτός πού πιστεύει ότι
είναι «έντάξει» άποδεικνύει μόνο ότι δεν
έχει επίγνωση τής πραγματικής καταστάσεως του και ότι δέν γνωρίζει τήν άλήθεια
τής Εκκλησίας.
[46]
«Είπε ό
άββάς "Ωρ: "Οταν
σου εισέλθει λογισμός
ύψηλοφροσύνης ή ύπερηφανείας,
νά έρευνήσεις τή συνείδηση οου, άν έφύλαξες όλες τίς
έντολές, άν άγαπάς τους εχθρούς σου καί λυπήσαι γιά τή ζημία τους, καί άν
θεωρείς τόν έαυτό σου δούλο άχρηστο καί
άμαρτωλότερο από όλους τούς άνθρώπους· καί πάλι οϋτε τότε νά μή μεγαλοφρονήσεις
ότι τά κατόρθωσες όλα, γνωρίζοντας οτι αύτός ό λογισμός καταλύει τά πάντα»10.
10.ο.π., σελ. 754755.
Η πραγματική άμαρτωλότητα
δέν είναι έξωτερική συμπεριφορά, άλλά έσωτερική έμπάθεια. Ή έξωτερική
συμπεριφορά είναι μόνο σύμττωμα τής
έσωτερικής έμπάθειας και τα συμπτώματα πολύ συχνά δέν είναι ανάλογα τής
έσωτερικής παθολογίας. Μπορεί νά είναι κανείς γεμάτος καρκίνο νά μήν αισθάνεται
τίποτε κι άλλος νά έχει ένα χαλασμένο δόντι καί νά τρελαίνεται άπό τόν πόνο.
Άπό τό χαλασμένο δόντι όμως απαλλάσσεται κανείς πολύ εύκολα, ένώ ό καρκίνος
φέρνει γρήγορα τό θάνατο.
Ό άνθρωπος πού έχει
άποκτήσει πνευματική εύαιαθησία, αύτός δηλαδή πού έχει «καρδίαν νήφουσαν»
βλέπει τήν πραγματική του άμαρτωλότητα, πού είναι ή άμαρτωλότητα τής καρδιάς
του καί πού είναι άσύγκριτα πιό άποκρουστική άπό τήν άμαρτωλότητα τής
συμπεριφοράς τών άλλων.
"Ελεγε ό όββάς
Ματώης: [47]
«"Οσο έγγίζει ό
άνθρωπος τόν Θεό, τόσο αμαρτωλό βλέπει τόν έαυτό του. Διότι ό Ησαΐας ό
προφήτης, όταν είδε τόν Θεό, έχαρακτήρισε τόν έαυτό του ταλαίπωρο καί ακάθαρτο»".
Είναι εύκολο νά πιστεύει
κανείς ότι τό σπίτι του είναι
πεντακάθαρο όσο είναι τά παράθυρά του κλειστά καί είναι βυθισμένο στό
σκοτάδι. "Οταν όμως μπει μέσα σ' αύτό τό ίδιο σπίτι μιά ήλιαχτίδα, τότε
μπορεί νά φανεί τρομερά βρώμικο καί σκονισμένο. Θά πίναμε πολύ δύσκολα νερό άν
πρίν τό πιούμε τό εξετάζαμε μέ ένα μικροσκόπιο καί βλέπαμε όλους αύτούς τούς
τερατόμορφους μικροοργανισμούς, πού άναδεύονται μέσα του. Γι' αύτό καί μάς
αρέσει νά παραμένουμε πνευματικά τυφλοί, γιατί έτσι μπορούμε νά φανταζόμαστέ
τούς εαυτούς μας άψογους καί τέλειους καί γι'
αυτό προτιμάμε νά άσχολούμαστε μέ τά φαινόμενα καί τήν έξω τερική
συμπεριφορά καί νά τονίζουμε τήν «έξωθεν μαρτυρία».
Τό κλίμα όμως πού τονίζει
τήν «έξωθεν μαρτυρία» οί βάρος τής έσωθεν μαρτυρίας, δέν είναι ένα κλίμα
ορθόδοξο, Στή γνήσια ορθόδοξη παράδοση ή σαλότητα θεωρείται ή πιό ύψηλή μορφή
αγιότητας, ή όποία, χάριν τής έσωθι ν μαρτυρίας, όχι μόνο δέν έπιζητεί άλλά καί
άποφεύγει τή μαρτυρία τήν έξωθεν.
1. "Ο.π., σελ.
462463.
[48]
Ηλθε κάποτε ένας άρχοντας
νά ιδεί τόν αββά Σίμωνα Αύτός δέ, μόλις τό άκουσε, έπήρε τή ζώνη κι έπήγε σε
ένα φοίνικα νά τόν καθαρίσει. Εκείνοι δέ, όταν ήλθαν φώναξαν: Γέροντα, ποϋ
είναι ό άναχωρητής;
Αύτός δέ είπε: Δέν
υπάρχει έδώ άναχωρητής. Καί όταν άκουσαν αύτό άναχώρησαν. Αλλοτε πάλι ήλθε
άλλος άρχοντας νά τόν ιδεί. Και προηγουμένως τοϋ είπαν οί κληρικοί: 'Αββά,
έτοιμάσου, δίοτι ό άρχοντας έρχεται νά
εύλογηθεί άπό σένα, έπειτα για όσα άκουσε γιά σένα.
Λύτός δέ είπε: Ναί,
έτοιμάζομαι. Αφού λοιπόν έφόρεσε τό κουρελοένδυμα καί έπήρε ψωμί καί τυρί στά
χέρια του, έπήγε στήν πύλη, όπου εκάθησε τρώγοντας. Καί όταν ήλθε ό άρχοντας μέ
τήν ακολουθία του καί τόν είδαν, τόν εξουθένωσαν λέγοντας: Αύτός είναι ό
άναχωρητής γιά τόν όποιο ακούσαμε; Καί άμέσως επέστρεψαν» 12.
12. ' Ό.π., σελ. 698-699.
Οι πιό μεγάλοι άγιοι τής
Εκκλησίας χρησιμοποιούν άκόμα καί
ψεύτικη άμαρτωλότητα, γιά νά κρύψουν τήν άρετή
τους καί όταν τούς κατηγορούν γιά
αμαρτίες πού δέν έχουν διαπράξει άποδέχονται τίς κατηγορίες καί ζητοϋν
ταπεινά συγγνώμη άπό τούς κατηγόρους
τους, γιατί έχουν πολλή πίστη στήν άγάπη καί τήν παντοδυναμία τοϋ Θεοϋ.
[49]
« Αδελφός έρώτησε κάποιον άπό τούς πατέρες
λέγοντας, πώς ό Διάβολος έπιφέρει τούς πειρασμούς στούς άγίους;
Καί τοϋ λέγει ό γέρων:
Κάποιος άπό τούς πατέρες, ονομαζόμενος Νίκων, κατοικούσε στό όρος Σινά. Κάποτε
ένας άνδρας, όταν έπισκέφθηκε τή σκηνή
ένός Φαρανίτη κι εύρήκε τή θυγατέρα του μόνη, έπεσε μαζί της
Καί τής λέγει: Είπέ ότι ό
άναχωρητής, ό άββάς Νίκων, μοΰ τό έκανε αύτό.
Καί όταν ήλθε ό πατήρ της
καί έμαθε, παίρνοντας ξίφος έπήγε έπάνω στό γέροντα. Καί μόλις έκρουσε, έξήλθε
ό γέρων. Καί καθώς άπλωσε τό ξίφος του νά τόν φονεύσει έξηράθηκε τό χέρι του.
Φεύγοντας τότε ό Φιρανίτης
άπευθύνθηκε στούς
πρεσβυτέρους καί αυτοί τόν προσκάλεσαν καί ήλθε ό γέρων, καί άφοΰ τοϋ έδωσαν
πολλά κτυπήματα ήθελαν νά τόν διώξουν.
Καί τούς παρεκάλεσε
λέγοντας: Άφήσατέ με γιό ιό όνομα τού Θεοϋ έδώ νά μετανοήσω.
Καί, άφοϋ τόν άφώρισαν
τρία έτη, έδωσαν έντολή να μήν τόν
έπισκεφθεί κανείς. Καί έκανε τρία έτη, έρχόμε νος κάθε Κυριακή σέ μετάνοια καί
παρακαλούσε όλους τούς άνθρώπους, λέγοντας: Εύχηθήτε γιά μένα.
"Ύστερα, έκεϊνος πού
είχε κάνει τήν άμαρτία καί έρρι ψε τό βάρος τού πειρασμού έπάνω στόν άναχωρητή
έδαι μονίσθηκε καί ώμολόγησε στήν έκκλησία ότι: Έγώ έκανα τήν άμαρτία καί τής
είπα νά συκοφαντήσει τό δούλο τοϋ Θεοϋ.
Καί όλος ό λαός έπήγε κι
έζήτησε συγγνώμη άπό τό γέροντα μέ τούς λόγους: Συγχώρεσέ μας, άββά, καί μείνε
μαζί μας.
Καί τούς λέγει: ' Ως πρός
τή συγγνώμη, σάς έχει δοθεί ώς πρός τό νά μείνω, δέ θά μείνω έδώ μαζί σας,
διότι δεν εύρέθηκε οϋτε ένας άνθρωπος πού νά έχει τή διακριτικότητα νά μέ
συμπαθήσει»13.
13. "Ο.π., σελ.
498501.
"Οταν ή στάση αύτή
τών αγίων δέν είναι τό πρότυπο ι ης δικής μας στάσεως, τότε γίνεται τό μέτρο
τής άπομακρόν σεώς μας άπό τή γνήσια παράδοση τής Εκκλησίας καί ό έλεγχος μας.
ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑΣ ΕΝΔΕΙΞΗ Η
ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑ
Ζούμε σέ μιά κοινωνία πού
κατ' έξοχήν διαχωρίζει τούς ανθρώπους σέ διάφορα γκέτο. "Υπάρχουν διάφορα
γκέτο πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά πού είναι όλα άπόλυτα στεγανά κι έμείς
όλοι είμαστε ένταγμένοι σέ κάποιο άπ' αυτά " Κάθε γκέτο έχει τήν κουλτούρα του, τήν
ιδεολογία και τά δόγματά του, πού είναι
άπόλυτα καί άκαμπτα. Κάθε γκέτο έχει επίσης τό έτοιμο άρχείο του, όπου
βρίσκονται ταξινομημένοι προκατασκευασμένοι ορισμοί γιά όλα, έτσι ώστε νά μή
χρειάζεται τά μέλη τού γκέτο νά κουράζονται
νά φτιάχνουν δικούς τους ορισμούς. Οί προκατασκευασμένοι ορισμοί
λειτουργούν όπως τά κατάλληλα συσκευασμένα μείγματα γιά κρέμες καί γλυκίσματα
πού βρίσκει κανείς στίς ύπεραγορές καί
στά όποια χρειάζεται μόνο νά προσθέσει... τό σάλιο γιά νά τά μασήσει καί νά
καταπιεί. Δέν χουν άκόμη κυκλοφορήσει τέτοια εϊδη πού νά είναι ήδη μασημένα,
άλλά θά κυκλοφορήσουν σύντομα.
Ολα τά μέλη τοϋ κάθε
γκέτο δέν έχουν τήν παραμικρή αμφιβολία ότι ή άλήθεια τού γκέτο είναι Η ΑΛΗΘΕΙΑ
καί είναι άπόλυτα βέβαια ότι ύπάρχουν
μόνο δύο κατηγορίες ανθρώπων: οί καλοί, οί έντιμοι, οί φωτισμένοι, οί
πολιτισμένοι, οί άνοιχτόμυαλοι, πού είναι φυσικά τά μέλη τοϋ δικού τους γκέτο καί οί άλλοι, οί κακοί, οί άνέντιμοι,
οί έκμεταλλευτές οί σκοταδιστές καί οί
μικρόμυαλοι. Όλοι αίσθανόμαστέ πολύ εύχαριστημένοι πού ανήκουμε στό γκέτο
των καλών καί τών σωστών, αισθανόμαστε
τήν περιφρόνηση πού κάθε καλός πρέπει νά αισθάνεται γιά τούς κακούς και
φροντίζουμε νά στεκόμαστε μακριά τους, γιά νά μή λερώσουν μέ τήν πολιτική,
πολιτιστική ή θρησκευτική βρωμιά τους τή δική μας πολιτική, πολιτιστική ή
θρησκευτική καθαρότητα.
Δέν ύπάρχει καμιά
άπολύτως διαγκετοική έπικοινωνίιι (πώς θά μπορούσε;), άλλά όλα τά γκέτο έχουν
σάν κοινό βασικό θεμέλιο τήν πεποίθηση γιά τίς δυό στεγανές κατηγορίες τών
άνθρώπων πού, άν καί είναι ή πεποίθηση πού δημιούργησε τήν Ιερά Εξέταση καί τίς
καλβινικές κοινότητες τών καθαρών στό μεσαίωνα, στίς μέρες μας θεωρειται πολύ προοδευτική άντίληψη καί τό καύχημα τοϋ
προοδευτικοϋ σύγχρονου ανθρώπου. Γκέτο ύπάρχουν άκόμη και στό χώρο τής Εκκλησίας.
"Ολοι σχεδόν όσοι
θεωρούμε τούς έαυτούς μας μέλη τής Εκκλησίας τού Χριστού ανήκουμε σέ κάποιο
ένδοεκκλησιαστικό γκέτο, όπως είναι τά όργανωσιακά γκέτο, τά γκέτο τής
άκαδημαϊκής θεολογίας, τά γκέτο τής νεοπατερικής θεολογικής κουλτούρας, τά
γκέτο τών άνένταχτων, τά γκέτο τών
παλαιοημερολογιτών, τά γκέτο τής πολιτικοκοινωνικής χριστιανικής ιδεολογίας καί
τά γκέτο τών προφητικών φωνών, πού είναι έκείνοι πού αισθάνονται ότι τούς έχει
έκλέξει ό Θεός νά αναγγείλουν στόν άμαρτωλό κόσμο τήν έπερχόμενη όργή του.
"Οπως κάθε
έξωεκκλησιαστικό γκέτο έχει τή δική του ιδεολογία έτσι καί κάθε
ένδοεκκλησιαστικό γκέτο έχει τή δική του θεολογία. Ολοι εμείς, τά θεολογούντα μέλη όλων αύτών
τών ένδοεκκλησιαστικών γκέτο (καί ποιά δέν είναι θεολογούντα), είμαστε άπόλυτα
βέβαιοι, ότι εμείς καί μόνο έμείς ερμηνεύουμε σωστά τό Εύαγγέλιο, είμαστε οί
γνώστες τοϋ θελήματος τοϋ Θεοϋ καί οί θεματοφύλακες τής όρθοδόξου παραδόσεως
καί θεωρούμε άδιανόητη οποιαδήποτε συνεργασία μέ τούς άλλους, «τίς...
συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ» (Β' Κορ. 6,
15). Όλοι μας
αισθανόμαστε ότι σε μας απευθύνεται
ό Χριστός, όταν
λέει «ύμίν δέδοται
γνώναι τα μυστήρια τοϋ
Θεού, τοίς δέ
λοιποίς έν παραβολαίς,
ίνα βλέποντες μή
βλέπωσι καί άκούοντες
μή συνιώσιν» (Λουκ 8, 10).
Τελικά ή εικόνα πού
δίνουμε είναι εικόνα βαβελικής συγχύσεως καί άκοινωνησίας. Κανείς δέν μιλάει
καί δέν καταλαβαίνει τή γλώσσα κανενός.
Όλοι μιλάμε καί γράφουμε ακατάσχετα, άλλά κανείς δένύποπτεύεται ότι μπορεί
έκείνος να εξαντλείται σέ «μωράς... συζητήσεις καί γενεαλογίας και έρεις καί
μάχας νομικάς» (Τιτ. 3, 9).
Μιλάμε πολύ, άλλά πώς
ξέρουμε ότι αύτά πού λέμε είναι λόγος καί όχι λόγια; Τό κριτήριο πού μάς δίνει
ό Παύλοςγιά να βρούμε άν αύτό πού λέμε
είναι λόγος καί όχι λόγια, είναι το αν άποτελεί ή δέν αποτελεί γεύση ζωής. Ή
αμεσότητά του.Η δυνατότητα νά ανταποκριθεί στήν άνθρώπινη πραγματικότητα καί νά
τή μεταμορφώσει. «Μανθανέτωσαν δέ και οι
ημέτεροι καλών έργων έπίστασθαι εις τάς άναγκαίας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι»
(Τιτ. 3, 14).
Ο λόγος ό δικός μας
πάντως δέν φαίνεται νά έπηρεάζει σημαντικά τό κλίμα τής παραφροσύνης, πού
κυριαρχεί στόν κόσμο μας καί πού γίνεται έκρηκτικότερο άπό μέρα σέ μέρα ωστόσο
κανείς μας δέν σκέπτεται μήπως, άντί νά συσπειρονόμαστε γιά νά άντισταθοϋμε
ένωμένοι κατά του Διαβόλου
[50]
«άφοϋ διαλύσαμε τήν έχθρα
μας πρός έκείνον παρακινούμαστε νά στρεφόμαστε ό ένας έναντίον τού άλλου»1.
1. Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Όμιλ. XIV Εις Έφεσίους, Migne 62, σελ.
Ό καθένας μας φαίνεται νά
πιστεύει, ότι εκείνος μόνος του θά έπιτελέσει τό έργο τής Εκκλησίας καί όχι
μόνο δέν φαίνεται νά
θεωρούμε απαραίτητο συμπλήρωμα
καί συμβολή τίς
προσπάθειες τών άλλων, άλλά
τίς βλέπουμε τουλάχιστον σάν ένόχληση, άν όχι σάν κάτι έπικίνδυνο ή άκόμα
καί ολέθριο. Δέν φαίνεται νά συμμεριζόμαστε τήν άποψη του Παύλου, πού παρομοιάζει τό έργο τής Εκκλησίας
μ' ένα φυτό πού κάποιος τό φυτεύει, κάποιος τό ποτίζει και και Θεός τό αύξάνει
(Α' Κορ. 3, 6).
Όμως, όσο κι άν ό καθένας
μας πιστεύει ότι αύτός, έστω καί μόνος του, θά φέρει σέ πέρας τό έργο τής
Έκκλησίσιας, τό έργο τής
Εκκλησίας χωλαίνει δραματικά «τό γάρ πολλοστόν τού κόσμου μόλις διασώζεται»2.
"Αραγε δέ θά 'πρεπε
γι' αύτό νά διερωτηθούμε μήπως καί ή δική μας ένασχόληση μέ τό σχίσιμο τής
θεολογική τρίχας στά δύο, είναι ή δική μας άπόδραση άπό τήν όδύνη τής δικής μας
ζωής, καί μήπως, άντί νά είναι ή ένδειξη τής θεοπνευστίας μας, όπως νομίζουμε,
είναι τό σύμπτωμα της δικής μας παραφροσύνης;
2. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. I Εις Α '
Τιμόδεον, Μigne 62, σελ. 552
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο
από το Βιβλίο :
ΗΘΟΣ
ΑΗΘΕΣ
Π.ΦΙΛΟΘΕΟΣ
ΦΑΡΟΣ
Η
ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται
η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να
διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για
μη εμπορικούς σκοπούς,με
βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου