Δεν αγαπώ τον Θεό. Αν αγαπούσα πραγματικά
τον Θεό θα είχα συνεχώς την σκέψη μου εστραμμένη προς Αυτόν και θα ήμουν
ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για τον Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση.
Αντιθέτως, όμως, πολύ συχνότερα και πολύ ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήινα
πράγματα, ενώ η απασχόληση της σκέψεώς μου με τον Θεό καταντά εργασία επίπονη
και ξερή. Εάν αγαπούσα τον Θεό, η συνομιλία μου με Αυτόν, δια της προσευχής, θα
ήτο η τροφή και η τρυφή μου και θα με
οδηγούσε σε αδιάσπαστη
επικοινωνία με Αυτόν.
Όμως, όλως αντίθετα,
όχι μόνο δεν ευρίσκω ευχαρίστηση στην προσευχή μου
αλλά χρειάζεται κάθε φορά να καταβάλλω προσπάθεια για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι
κατά της απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητά μου και είμαι πάντα πρόθυμος
να καταπατώ με κάθε ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμη και κατά την ώρα της προσευχής,
γεγονότα, που, όπως είναι φυσικό, μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν την
σκέψη από αυτήν. Ο καιρός μου περνά αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε
μάταιες απασχολήσεις, όταν δε απασχολούμαι με τον Θεό, όταν θέτω τον εαυτόν μου
κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται πως είναι ένας ολόκληρος
χρόνος.
Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο, το σκέπτεται όλη την ημέρα
χωρίς διακοπή, διατηρεί συνεχώς την εικόνα του μέσα στην καρδιά του, φροντίζει
γι' αυτό, και σε καμιά περίπτωση το αγαπημένο του πρόσωπο δεν φεύγει από την
σκέψη του. Εγώ, όμως, ολόκληρη την ημέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και
μιαν ώρα για να βυθισθώ σε εντρύφηση και θεία μελέτη, για να ζωογονήσω την
καρδιά μου με την αγάπη μου προς Αυτόν, ενώ με ευκολία και ευχαρίστηση ξοδεύω
τις είκοσι τρεις ώρες του ημερονυκτίου σαν μια θερμή προσφορά και θυσία στα
είδωλα των διαφόρων παθών.
»Ολοένα συζητώ για τιποτένια πράγματα και
γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εις τις
σκέψεις μου για τον Θεό, είμαι ξηρός, απρόθυμος και αμελής. Κι όταν ακόμη χωρίς
να το θέλω,
συμβαίνει ώστε άλλοι
να με παρακινήσουν
σε πνευματική συζήτηση, κοιτάζω να μετατρέψω το θέμα σε κάτι άλλο, πιο ευχάριστο στις
επιθυμίες μου. Είμαι τρομερά περίεργος για κάθε μοντέρνο, για τα πολιτικά και
για χίλια δυο άλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίηση στην αγάπη προς
τις κοσμικές γνώσεις, στην επιστήμη, στην τέχνη, και θέλω όλο και περισσότερα
αγαθά να αποκτήσω. Η μελέτη του Νόμου του Θεού, η γνώσις Αυτού και της
θρησκείας, δεν μου κάνουν πολλή εντύπωση, ούτε ικανοποιούν την πνευματική πείνα
της ψυχής μου. Όλα αυτά τα παραδέχομαι ότι είναι όχι μόνον ανούσια απασχόληση
για ένα χριστιανό, αλλ' επί πλέον και ανωφελής.
»Εάν η αγάπη προς τον Θεό είναι η τήρηση
των εντολών Του, όπως ο Χριστός είπε «ει αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς
τηρήσατε», εγώ όχι μόνον δεν τηρώ τις εντολές Του, αλλ' ούτε καμιά προσπάθεια
καταβάλλω να κατορθώσω την τήρησή τους. Έτσι είναι απόλυτη αλήθεια, την οποία
εύκολα συμπεραίνει κανείς, ότι δεν αγαπώ τον Θεό. Επάνω σ' αυτό ο Μέγας
Βασίλειος λέει: "Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεό και τον
Χριστό, έγκειται στο γεγονός ότι δεν τηρεί τις εντολές του".
»2. Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν
αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και
την ζωή μου γι' αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω,
αλλ' ούτε και την παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι' αυτόν. Εάν
αγαπούσα τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολή του Ευαγγελίου, οι λύπες του θα
ήσαν και δικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν στο πρόσωπό μου,
όπως στο δικό του. Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα
πράγματα γι' αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Το κάθε κακό τυχόν που ακούω
για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα
είδος χαράς, ενδιαφέροντος
και ελπίδας, ν'
ακούσω περισσότερα. Το
σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνον δεν το
σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερική ικανοποίηση. Η ευτυχία του
πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίδουν δε
αντιθέτως το συναίσθημα της αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν
την ψυχή μου περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
»3. Δεν έχω θρησκευτική πίστη. Ούτε στην
αθανασία, ούτε στο Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και πίστευα
χωρίς αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η ανταπόδοση
των πεπραγμένων αυτού του κόσμου, θα σκεπτόμουν συνεχώς αυτό, χωρίς ανάπαυλα. Η
ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα αυτήν την
πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα στον νου του την
φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φθάσει στην γλυκιά του πατρίδα. Αντίθετα, όμως,
εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι στην ζωή μου σαν
να πιστεύω ότι το τέλος του παρόντος βίου είναι και το τέρμα της ανθρώπινης
υπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη που συνοψίζεται στο: ποιος
ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατον;
»Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου
συμφωνεί μ' εκείνην, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από του να είναι πεπεισμένη
γι' αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την
συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία του
Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει στην καρδιά μου με την ανάλογη πίστη, θα είχα
καταληφθεί απ' τον Λόγο του Θεού και θα τον μελετούσα, θάβρισκε δε η αφοσίωση
και η προσοχή την κατοικία της στην ψυχή μου. Η προσοχή, η ευσπλαχνία, η αγάπη
που κρύπτονται μέσα σ’ Αυτόν θα με οδηγούσαν στην χαρά και την ευτυχία της
μελέτης του Νόμου του Θεού νύκτα και ημέρα. Εις την μελέτη αυτήν θα εύρισκα
τροφή πνευματική, τον επιούσιο άρτο της ψυχής μου και η καρδιά μου θα
παρεκινείτο στην τήρησή του.
»Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν θάταν δυνατό
να με αποτρέψει απ' την εφαρμογή της στην ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε
τόσο διαβάζω ή ακούω τον Λόγο του Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώση με
ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις
περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω στο
τέλος της μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα πρόθυμος να τον αλλάξω
με ελαφρά αναγνώσματα που μου είναι πολύ ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.
»Είμαι πλήρης από υπερηφάνεια και
φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό στον εαυτόν
μου, επιθυμώ να το κάνω εμφανές ή να υπερηφανευτώ γι' αυτό μπροστά σε άλλους
ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς.
Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική
ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της ιδικής μου δυνάμεως,
θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερο από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό
τους. Όταν ανακαλύπτω
ένα σφάλμα μου
προσπαθώ να το
δικαιολογήσω και να
το σκεπάσω, λέγοντας: Τι να κάνω;
Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήσει, θυμώνω με
όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι είναι
άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία του άλλου. Αγάλλομαι για τα
χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα.
Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστηση στις ατυχίες των εχθρών μου. Όταν
αγωνίζομαι για κάτι κάλο το κάνω με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω
κάποια ελαστικότητα στον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη
παρηγοριά.
»Με μια λέξι, συνεχώς κατασκευάζω ένα
είδωλο του εαυτού μου προς το οποίον αποδίδω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου,
φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστησή μου και την καλλιέργεια των παθών
και των επιθυμιών μου. Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου να είναι
γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστία, από
έλλειψη αγάπης προς τον Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση
θα μπορούσε να υπάρξει πιο αμαρτωλή από αυτήν; Η κατάσταση των πνευμάτων του
σκότους πρέπει να είναι καλύτερη από την δικήν μου.
Εκείνα, αν και δεν αγαπούν τον Θεό, αν και
μισούν τους ανθρώπους και τροφή τους είναι η υπερηφάνεια, μ' όλα ταύτα
πιστεύουν στον Θεό και φρίττουν.
Εγώ όμως; Μπορώ να βρεθώ σε χειρότερη κόλαση απ' αυτήν που
αντιμετωπίζω; Πώς δε δεν θα λάβω την πιο αυστηρή τιμωρία για την ανόητη και
απρόσεκτη ζωή μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω»;
Διαβάζοντας όλον αυτόν τον τύπον της
εξομολογήσεως που μου έδωσε ο ιερεύς, τρομοκρατημένος σκέφθηκα και είπα μέσα
μου: «Θεέ και Κύριε! Τι φοβερά αμαρτήματα υπάρχουν κρυμμένα μέσα μου και μέχρι
τώρα δεν τα είχα ανακαλύψει!» Η επιθυμία να καθαρισθώ από αυτά με έκαναν να
ικετεύσω αυτόν τον μεγάλο εξομολόγο να με διδάξει πώς να γνωρίσω την αιτία όλου
αυτού του κακού και πώς να θεραπεύσω, απ' αυτό, τον εαυτόν μου. Έτσι ο άγιος
αυτός πνευματικός άρχισε να με καθοδηγεί λέγοντας:
«Παιδί μου και αδελφέ μου, η αιτία της
ελλείψεως αγάπης προς τον Θεό είναι έλλειψη πίστεως. Η έλλειψη αυτή της πίστεως
είναι αιτία της ελλείψεως της πεποιθήσεως και η αιτία του τελευταίου αυτού,
είναι η αποτυχία μας ως προς την αναζήτηση της αληθινής και αγίας γνώσεως και η
αδιαφορία μας ως προς την αναζήτηση του φωτός του πνεύματος. Με μια λέξι εάν δεν
πιστεύεις, δεν ημπορείς να αγαπάς. Εάν δεν είσαι πεπεισμένος για κάτι, δεν
είναι δυνατόν να πιστεύεις. Για να αποκτήσεις δε την πεποίθηση που είναι
απαραίτητη, πρέπει να λάβεις πλήρη και ακριβή γνώση του θέματος περί του οποίου
πρόκειται να πεισθείς. Με την αγιαστική μελέτη του λόγου του Θεού και με την
απόκτηση πείρας, πρέπει να γεννηθεί στην ψυχή σου μία δίψα, μια ακατάσχετη
επιθυμία, κάτι σαν θαύμα, το οποίον θα σου φέρει μιαν ασίγαστη επιθυμία να
μάθεις, όσο μπορείς πιο πολύ, πιο τέλεια, πιο βαθειά, ό,τι περιβάλλει όλους
μας.
»Ένας πνευματικός συγγραφεύς ομιλεί γι'
αυτό ως εξής: "Η αγάπη συνήθως αυξάνεται με τη γνώσι και όσο μεγαλύτερη
έκταση και βάθος έχει η γνώσις, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγάπη. Όσο δε
περισσότερη είναι η προσήλωση προς την πληρότητα και το κάλλος της θείας φύσεως
και της απείρου αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο η
ανθρώπινη καρδιά μαλακώνει και διατίθεται και προσκλίνει, προς την αγάπη του
Θεού".
»Φαντάζομαι τώρα πως θα κατάλαβες ότι η
αιτία των αμαρτημάτων, τα οποία διάβασες προηγουμένως, είναι η αδράνεια της
ψυχής μας για σκέψεις επάνω σε πνευματικά πράγματα, αδράνεια που ξηραίνει τα
συναισθήματα και την ανάγκη της ψυχής για παρόμοιες πνευματικές
εντρυφήσεις. Εάν θέλεις
να μάθεις πώς
θα νικήσεις αυτή
την αιτία του
κακού, φρόντισε να αποκτήσεις με όλη σου την δύναμη τη φώτιση
του πνεύματος, τη φώτιση της ψυχής, με επιμελή και αγιαστική μελέτη του λόγου
του Θεού, με την μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας, με τις συμβουλές πνευματικών
ανθρώπων και με συζητήσεις με άτομα που είναι σοφοί και γεμάτοι από Χριστό.
Παιδί μου και αδελφέ μου, πραγματικά, πολλές είναι οι καταστροφές και δυστυχίες
που έρχονται επάνω μας εξ αιτίας της αμελείας μας να φροντίζουμε να βρίσκουμε
το φως για τις ψυχές μας δια του λόγου της αληθείας. Δεν μελετούμε τον λόγο του
Θεού νύκτα και ημέρα, ούτε προσευχόμαστε γι' αυτό με επιμέλεια και πόθο συνεχή.
Εξ αιτίας αυτού, ο εσωτερικός μας άνθρωπος είναι εξαντλημένος, πεινασμένος και
άθερμος, τόσον, ώστε δεν έχει την δύναμη να κάνει το αποτελεσματικό βήμα προς
την οδό της δικαιοσύνης και της σωτηρίας! Γι' αυτό, αγαπητέ μου, ας
αποφασίσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους αυτές και, όσον το δυνατόν
περισσότερο, ας γεμίζουμε το μυαλό μας με σκέψεις για τα θεία. Τότε η Αγάπη θα
ξεχυθεί στις καρδιές μας από τα ύψη και θ' ανάψει μέσα μας σαν μια φλόγα. Ας
κάνουμε την προσπάθεια αυτή μαζί και ας προσευχόμαστε, όσο συχνότερα μπορούμε,
επειδή η προσευχή είναι απ' τις κυριότερες και ισχυρότερες αιτίες που χαρίζουν
αναγέννηση και εσωτερική πνευματική ευεξία. Ας προσευχηθούμε με τα λόγια, Κύριε
Ιησού Χριστέ, κάνε μας να σε αγαπήσουμε τόσον, όσο πριν γνωρίσουμε Σένα,
αγαπούσαμε την αμαρτία»·
Άκουσα όλα αυτά με μεγάλη προσοχή και
βαθειά συγκινημένος ερώτησα τον άγιο αυτό πνευματικό αν θα μου επέτρεπε να
μεταλάβω. Έτσι την άλλη μέρα μετά την Αγία Κοινωνία που αξιώθηκα να λάβω,
σκόπευα να φύγω για το Κίεβο, έχοντας εφόδιο μαζί μου τα Άγια Μυστήρια που είχα
λάβει. Αλλ' ο άγιος αυτός άνθρωπος, επειδή θα πήγαινε για ένα διήμερο στην
Λαύρα, με άφησε στο ερημητήριό του ώστε
στην αδιατάρακτη εκεί
σιωπή να βρω
την ευκαιρία να
παραδοθώ στην προσευχή χωρίς
κανένα εμπόδιο και επιφύλαξη, πραγματικά δε, πέρασα τις δυο αυτές ημέρες σαν να
ήμουν σ' ένα ουράνιο παράδεισο. Γαλήνη, αν και είμαι ανάξιος, κατέλαβε την ψυχή
μου και τέλεια ειρήνη. Η Προσευχή εκπήγαζε από την καρδιά μου τόσον εύκολα και
ευχάριστα τις δυο αυτές ημέρες, ώστε με έκανε να ξεχνώ τα πάντα και τον εαυτό
μου, επειδή στο μυαλό μου κυριαρχούσε ο Ιησούς Χριστός και μόνον.
Όταν ο ιερεύς ήλθε πίσω τον παρεκάλεσα να
με συμβουλεύσει ποιο μέρος θα ήταν καλύτερο τώρα, για το προσεχές προσκύνημά
μου. Μου έδωσε την ευλογία του και μου είπε τις ακόλουθες λέξεις:
«Πήγαινε στο Ποτσαέβ για να προσκυνήσεις
εκεί το θαυματουργό αποτύπωμα του ποδιού της Παναχράντου Μητέρας του Θεού, η
οποία θα οδηγήσει τα διαβήματά σου εις οδόν ειρήνης». Τρεις ημέρες, λοιπόν,
μετά ταύτα, σύμφωνα με τις οδηγίες του πνευματικού αυτού, ξεκίνησα για το
Ποτσαέβ.
Τα πρώτα εκατό χιλιόμετρα που βάδισα δεν
ήσαν και τόσον ευχάριστα γιατί ο δρόμος διεκόπτετο από χάνια και εβραϊκά χωριά,
σπανίως δε κανείς συναντούσε καμιά χριστιανική κατοικία. Τέλος, κοντά σε μια
αγροικία, διέκρινα ένα ρωσικό χριστιανικό χάνι και κατευθύνθηκα προς αυτό για
να ανεφοδιασθώ με ψωμί και ντόπιο παξιμάδι, που μου τελείωναν. Είδα τον
νοικοκύρη, ένα γέρο αλλά καλοβαστούμενον άνθρωπο, που έμαθα έπειτα ότι
καταγόταν απ' την ίδια περιοχή που καταγόμουν και εγώ, το Ορλόβσκυ. Μόλις μπήκα
μέσα, η πρώτη ερώτηση του ξενοδόχου προς εμένα ήταν: «Ποια θρησκεία ακολουθείς»;
«Είμαι χριστιανός ορθόδοξος» απάντησα. «Ορθόδοξος»; μου είπε, μόλις το άκουσε.
«Σεις οι ορθόδοξοι είσθε με τα λόγια μόνο ορθόδοξοι· στην πραγματικότητα, όμως,
είσθε εθνικοί. Την ξέρω καλά την θρησκεία σας. Ένας παπάς γραμματισμένος κάποτε
με έπεισε και έγινα κι εγώ ορθόδοξος, αλλά παρέμεινα μόνον έξι μήνες, γιατί
έπειτα ξαναγύρισα στην θρησκευτική μου κοινότητα. Το να γίνει κανείς ορθόδοξος
είναι ανωφελές. Οι αναγνώστες σας στις ακολουθίες διαβάζουν κατά τρόπον που
κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα».
»Η ψαλμωδία επίσης δεν είναι καλύτερη απ'
τα τραγούδια της ταβέρνας. Ο λαός στέκεται στις ακολουθίες, ανάμικτα άνδρες και
γυναίκες και το πλείστον κουβεντιάζουν, μετακινούνται, κοιτάζουν από δω κι από κει, γενικά δε, δεν ημπορεί κανείς
να βρει ησυχία και γαλήνη μέσα εκεί για να προσευχηθεί. Τι είδος λατρείας είναι
αυτή; Αντί για λατρεία, νομίζω πως καταντά αμαρτία. Εμείς είμεθα αφοσιωμένοι
στον Θεό την ώρα της λατρείας. Ο καθένας ακούει καθαρά όλα όσα διαβάζονται σ'
αυτή, δεν ξεφεύγει από κανένα ούτε η παραμικρή λέξη, η ψαλμωδία είναι
κατανυκτική, ο λαός στέκει ήσυχα, χωριστά οι άνδρες απ' τις γυναίκες κι ο
καθένας γενικά ξέρει τι πρέπει να κάνει και πώς να δείξει τον απαιτούμενο
σεβασμό και την συμμόρφωση σε ό,τι η Εκκλησία διατάζει. Όταν συμβαίνει να μπαίνει
κανείς σε μια απ' τις δικές μας εκκλησίες αισθάνεται ότι αληθινά μπαίνει για να
λατρεύσει τον Θεό, ενώ στις ιδικές σας δεν διακρίνει κανείς εάν έχει πάει στην
εκκλησία ή στην αγορά».
Απ' όσα είπε ο ξενοδόχος αντιλήφθηκα ότι
ήταν φανατικός Παλαιόδοξος σχισματικός, Ρασκόλνικος, όπως συνήθως ονομάζονται
αυτοί. Ο άνθρωπος αυτός μίλησε με τόσην ευλογοφάνεια, που αμέσως κατάλαβα ότι
θα ήταν ματαιοπονία να συζητήσω μαζί του και να τον πείσω. Σκέφθηκα ότι είναι
αδύνατο να μεταστραφούν οι Ρασκόλνικοι αυτοί στην αληθινή Εκκλησία, αν δεν
διορθωθούν στην τελευταία ορισμένα πράγματα απ' αυτά που ανέφερε ο φανατικός
αυτός άνθρωπος. Οι Παλαιόδοξοι αυτοί σχισματικοί δεν γνωρίζουν τίποτε από
εσωτερική ζωή, αναπαύονται σε εξωτερικά μόνο πράγματα, στα οποία εμείς οι ορθόδοξοι
δεν δίνουμε και πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Σκέφθηκα να φύγω απ' το ξενοδοχείο και
ετοιμαζόμουν γι' αυτό, όταν προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα μέσα από μιαν
ανοιγμένη πόρτα σ' ένα δωμάτιο, έναν άνθρωπο που δεν έμοιαζε για Ρώσος. Ήταν
ξαπλωμένος σ ένα κρεβάτι και διάβαζε κάποιο βιβλίο. Μου ένευσε και με ρώτησε να
μάθει ποιος ήμουν. Του απήντησα κι εκείνος άρχισε να μου λέει: «Άκουσε, φίλε
μου. Δεν θα συμφωνούσες να περιποιηθείς καμιά βδομάδα έναν άρρωστο άνθρωπο, σαν
κι εμένα, μέχρις ότου γίνω λίγο καλύτερα; Είμαι Έλληνας μοναχός απ' το Όρος του
Άθω και ήλθα στην Ρωσία να συλλέξω μερικά χρήματα για διάφορες ανάγκες του
μοναστηριού μου. Δυστυχώς, όμως, τώρα στην επιστροφή μου, αρρώστησα και δεν
ημπορώ καθόλου να περπατήσω από πόνους στα πόδια μου, κείτομαι δε έρημος και
άρρωστος σ’ αυτό εδώ το πανδοχείο. Μη μου αρνηθείς την υπηρεσία αυτήν, άνθρωπε
του Θεού, κι εγώ θα σε ανταμείψω».
«Δεν είναι ανάγκη να με ανταμείψετε, του
απήντησα. Θα σας εξυπηρετήσω με χαρά όσο καλύτερα μπορώ για την αγάπη του
Θεού». Έτσι έμεινα μαζί του, άκουσα δε από το στόμα του πάρα πολλά πράγματα που
αφορούν στην σωτηρία των ψυχών μας. Μου μίλησε για το Άγιον Όρος του Άθω, για
τους πολλούς του
ασκητές, τους ερημίτες,
τους αναχωρητές. Είχε
μαζί του ένα
αντίτυπο της Φιλοκαλίας στην
ελληνική γλώσσα και ένα βιβλίο γραμμένο από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο. Διαβάζαμε
μαζί και παραβάλαμε με το ελληνικό κείμενο την Σλαβονική μετάφραση που έκανε ο
Παΐσιος Βελινόφσκυ. Ο Έλληνας αυτός μοναχός, συγκρίνοντας κείμενο και
μετάφραση, ομολόγησε χωρίς επιφύλαξη, ότι είναι απίστευτη η ακρίβεια και η
τελειότητα της μεταφράσεως την οποίαν επέτυχε ο Παΐσιος.
Παρατήρησα ότι προσευχόταν συνεχώς με την
εσωτερική προσευχή της καρδιάς, και επειδή μιλούσε τέλεια τα ρωσικά, σκέφθηκα
να του κάνω μερικές ερωτήσεις για το ζήτημα αυτό. Πράγματι, μου απάντησε σε
όλες μου τις ερωτήσεις και παρακολουθώντας προσεκτικά έμαθα στο θέμα αυτό πολλά
ωφέλιμα πράγματα. Ορισμένα μάλιστα απ' αυτά τα έγραψα, όπως π.χ. αυτό που είπε
για την εξοχότητα και το μεγαλείο της προσευχής του Ιησού. «Ακόμη και ο απλός
τύπος της νοεράς αυτής προσευχής, είπε, δείχνει πόσο μεγάλο πράγμα είναι.
Αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», οδηγεί
τις σκέψεις μας στην ζωή του Χριστού κι όπως οι άγιοι Πατέρες λένε, αυτό το
πρώτο μέρος είναι όλο το Ευαγγέλιο σε συντομία. Το δεύτερο μέρος, "Ελέησόν
με τον αμαρτωλό», μας υπενθυμίζει το γεγονός της αμαρτωλότητας και αδυναμίας
μας, πρέπει δε να ομολογηθεί, ότι η επιθυμία και η παράκλησις μιας πτωχής
αμαρτωλής και ταπεινής ψυχής δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με καλύτερες,
σοφότερες και εκφραστικότερες λέξεις από το «Ελέησόν με». Κανένας άλλος τύπος
λέξεων δεν θα μπορούσε να είναι τόσο πλήρης και τόσον ικανοποιητικός. Οι
εκφράσεις συγχώρησέ με, απομάκρυνε τα αμαρτήματα από πάνω μου, καθάρισέ με απ'
τα παραπτώματά μου, σβήσε τα διάφορα σφάλματά μου, εκφράζουν μόνο μιαν αίτηση
που σκοπό έχει κυρίως να λυτρώσει απ' την
τιμωρία η οποία είναι
ο φόβος της δειλής και άθερμης ψυχής. Το «Ελέησόν με», όμως, δηλώνει όχι μόνο την
επιθυμία για την συγγνώμη, που γεννάται άλλως τε από φόβο, αλλ' είναι η
ειλικρινής κραυγή της αγάπης του παιδιού που θέτει την ελπίδα του στο έλεος του
Θεού και πατέρα και αναγνωρίζει ταπεινά ότι ευρίσκεται σε αδυναμία να νικήσει
το θέλημά του και να κρατήσει σε μιαν αυστηρή επιτήρηση τον εαυτόν του. Είναι
κραυγή, ελέους, δηλαδή, φωνή για χάρη, που θα φέρει σαν δώρο Θεού την δύναμη
απ' αυτόν, η οποία θα μας καθιστά ικανούς να αντιστεκόμαστε στους πειρασμούς
και να υπερνικούμε τις αμαρτωλές μας κλίσεις. Είναι, τα λόγια αυτά, «ελέησόν
με», σαν ένας απένταρος οφειλέτης που παρακαλεί θερμά τον δανειστή του όχι μόνο
να του χαρίσει το χρέος του αλλά να λυπηθεί επί πλέον την μεγάλη του φτώχεια
και ανέχεια και να του δώσει ελεημοσύνη. Είναι σαν να λέμε: Εύσπλαχνε Κύριε,
συγχώρησε τα αμαρτήματά μου και βοήθησέ με να κάνω πάντα το καλό. Βάλε στην
ψυχή μου δύναμη και ορμή για να τηρώ τα προστάγματά σου. Δώρισέ μου την Χάρη
Σου, για να συγχωρήσει τα παραπτώματά μου και να οδηγήσει το μυαλό μου, την
καρδιά και την θέλησή μου προς Εσένα και μόνο».
Τα λόγια αυτά κέντησαν την προσοχή μου και
θαυμάζοντας την σοφία τους, ευχαρίστησα τον μονάχο αυτό για μια τέτοια
διδασκαλία που μου χάρισε, εκείνος δε εξακολούθησε λέγοντας:
«Εάν θέλεις, μου είπε, ενώ εγώ σκεπτόμουνα
μέσα μου πώς θάναι κανένας σοφός καθηγητής του
Πανεπιστημίου της Ελλάδος, θα εξακολουθήσω
να σου μιλήσω για τον διαφορετικό τόνο με τον οποίο λέγεται η Προσευχή του
Ιησού. Συμβαίνει να έχω ακούσει πολλούς θεοφοβούμενους χριστιανούς να
εφαρμόζουν προφέροντας την προφορική αυτή προσευχή του Χριστού, σύμφωνα με τη
διδασκαλία της Αγίας Εκκλησίας και την Παράδοση. Την χρησιμοποιούν και
ιδιαιτέρως και στην κοινή λατρεία μέσα στον ναό. Εάν κανείς τους παρακολουθήσει
προσεκτικά και φιλικά θα αντιληφθεί ότι ο τόνος της φωνής με την οποία λένε την
προσευχή αυτή διαφέρει από τον ένα στον άλλο. Δηλαδή άλλοι τονίζουν την πρώτη
λέξι της προσευχής λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ», τις άλλες δε λέξεις τις
προφέρουν σε χαμηλότερο τόνο. Άλλοι αρχίζουν την Προσευχή με χαμηλή φωνή,
τονίζουν περισσότερο την λέξι Ιησού κι εξακολουθούν τα υπόλοιπα σε χαμηλό τόνο,
όπως άρχισαν. Άλλοι πάλι αρχίζουν χαμηλά την Προσευχή και προχωρούν τονίζοντας
τις τελευταίες λέξεις «Ελέησόν με», ενώ η φωνή τους έχει κάτι το εκστατικό, και
άλλοι, τέλος, λένε όλη την
Προσευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», τονίζοντας μόνο τις λέξεις
«Υ ιέ του Θεού».
»Τώρα τι συμβαίνει; Η Προσευχή είναι σ’
όλες τις περιπτώσεις η ίδια και μία. Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν μία και την
αυτή πίστη. Η γνώσις είναι κοινή σε όλους. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι η υπέρτατη
αυτή προσευχή των προσευχών, περιλαμβάνει δύο πράγματα: το όνομα «Κύριε Ιησού»
και την επίκληση προς Αυτόν. Αυτό το ξέρουν καλά όλοι. Γιατί, όμως, δεν την
λένε όλοι κατά τον ίδιο τρόπο και δεν την τονίζουν με τον ίδιο τόνο; Γιατί η
κάθε ψυχή συμβαίνει να τονίζει διαφορετικές λέξεις στην Προσευχή αυτή και δεν
τονίζουν όλοι στο ίδιο μέρος, τις ίδιες λέξεις; Πολλοί λένε ότι αυτό είναι
αποτέλεσμα κάποιας συνηθείας, την οποίαν απεκόμισαν αντιγράφοντας άλλους
ανθρώπους. Άλλοι παραδέχονται ότι αυτό εξαρτάται από την κατανόηση των λέξεων
και ανταποκρίνεται σε ατομική αντίληψη, τέλος δε άλλοι πιστεύουν ότι αυτό έχει
σχέση με το ζήτημα της ευκολίας ή δυσκολίας την οποίαν έχει κάθε άτομο ως προς
την προφορά των διαφόρων λέξεων. Εγώ, όμως, φροντίζω να βρω κάτι υψηλότερο,
κάτι άγνωστο όχι μόνον στον ακροατή αλλά και σε αυτόν που προσεύχεται. Δεν θα
μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι αυτό που κινεί αόρατα τον τόνο είναι το Άγιο Πνεύμα
το οποίον εντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις, μέσα σ’ εκείνους οι οποίοι
δεν ξέρουν πώς και για ποιο πράγμα πρέπει να προσεύχονται; Εάν ο κάθε ένας
προσεύχεται στο όνομα του Ιησού Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο
Απόστολος, το Άγιο αυτό Πνεύμα, που εργάζεται μυστικά μέσα στην ψυχή αυτού που
προσεύχεται και του χαρίζει την προσευχή, είναι δυνατόν επίσης να εμπιστευτεί
το αγαθοποιό του χάρισμα, παρά το γεγονός της ελλείψεως εκ μέρους του ανθρώπου
αναλόγου δυνάμεως.
»Εις τον ένα, το Άγιο Πνεύμα παρέχει το
χάρισμα του φόβου του Θεού, στον άλλον, την αγάπη, στον τρίτον σταθερότητα
πίστεως, σ’ άλλον ταπείνωσαν κ.ο.κ. Εφ' όσον έτσι έχει το πράγμα, αυτός ο
οποίος έχει λάβει το χάρισμα της τιμής και δοξολογίας προς την δύναμη του
Παντοδυνάμου, στις προσευχές του, ασφαλώς θα
τονίζει με ιδιαίτερη θέρμη την λέξι
Κύριε, επειδή είναι φυσικό
να αισθάνεται περισσότερο την δύναμη και το μεγαλείο του Πλάστη του
Σύμπαντος. Αυτός που έχει λάβει την μυστική έκχυση της αγάπης στην καρδιά του,
ρίχνεται στην έκσταση και γεμίζει από ευτυχία προφέροντας τις λέξεις «Ιησού
Χριστέ», ακριβώς όπως κάποτε με έναν ορισμένο μοναχό, ο οποίος δεν μπορούσε να
ακούσει το όνομα Ιησού και στις καθημερινές ακόμη ομιλίες, χωρίς να αισθανθεί
ένα κύμα αγάπης και ευτυχίας να εκχύνεται από την καρδιά του.
»Ο ακλόνητος προς την θεότητα του Χριστού
και το Ομοούσιόν Του προς τον Πατέρα, γεμίζει με λαύρα πίστεως όταν λέει τις
λέξεις «Υιέ του Θεού». Αυτός που έχει λάβει το δώρο της ταπεινοφροσύνης και
γνωρίζει βαθειά τις αδυναμίες του, με τις λέξεις «Ελέησόν με», αισθάνεται την
αμαρτωλότητά του και οι πάρα πάνω λέξεις που προφέρει, συντρίβουν κυριολεκτικά
την καρδιά του, χωρίς να του βγάζουν την ελπίδα ότι η απέχθεια του Θεού για τα
αμαρτήματα δεν είναι μεγαλύτερη από την αγάπη Του προς τον αμαρτωλό. Αυτές είναι
οι σκέψεις μου επάνω στο ζήτημα των διαφόρων τόνων φωνής, με τους οποίους οι
διάφοροι άνθρωποι λέγουν την Προσευχή, στο όνομα του Ιησού. Έτσι, λοιπόν, από
τον τρόπο που ακούει κανείς να λέγεται η Προσευχή μπορεί να καταλάβει με τι
χάρισμα είναι προικισμένος από τον Θεό εκείνος που την λέει.
»Ένας αριθμός ανθρώπων με έχουν ερωτήσει
και για το εξής ζήτημα: Γιατί δεν παρουσιάζονται ενωμένα όλα αυτά τα σημεία των
κρυμμένων πνευματικών χαρισμάτων; Επειδή όχι μόνον μία, αλλά κάθε λέξις της
Προσευχής θα μπορούσε να λεχθεί με ένα και τον ίδιο τόνο, στην ερώτηση αυτή
συνήθως απαντώ ως εξής: Εφ' όσον η χάρις του Θεού διανέμει τα χαρίσματα με
σοφία στον κάθε άνθρωπο σύμφωνα με την δύναμή του, όπως το βλέπουμε και στην
Αγία Γραφή, ποιος μπορεί με το περιορισμένο του μυαλό να μπει και να ερωτήσει
το μυστήριο που διέπει τη διανομή της χάριτος αυτής; Δεν είναι ο πηλός απόλυτα
στην διάθεση του κεραμοποιού που φτιάχνει με αυτόν, αυτό το αντικείμενο ή το
άλλο»;
Έμεινα πέντε ημέρες κοντά στον Έλληνα
αυτόν Πνευματικό οδηγό ο οποίος, εν τω μεταξύ, άρχισε να αισθάνεται πολύ
καλύτερα, ως προς την υγεία του. Οι ημέρες αυτές υπήρξαν τόσον ωφέλιμες για την
ψυχή μου ώστε δεν κατάλαβα καθόλου πώς πέρασαν, επειδή μέσα σ’ αυτό το μικρό
δωμάτιο σε σιωπηλή απομόνωση δεν ασχολούμεθα με τίποτε άλλο παρά με την νοερά
προσευχή στο όνομα του Ιησού και δεν ομιλούσαμε παρά μόνο γι' αυτήν.
Μια μέρα ένας άλλος προσκυνητής ήλθε να
μας επισκεφτεί. Παραπονιόταν πολύ πικρά για τους Εβραίους, τους
οποίους και κατηγορούσε.
Είχε περάσει από τα χωριά
τους και είχε
πολύ δυσαρεστηθεί από τις κοροϊδίες που του έκαναν και από την έχθρα που
του έδειξαν. Ήτο τόσο πολύ εναντίον
τους, ώστε τους
καταριόταν κι επιπλέον
έλεγε ότι ήσαν
ανάξιοι και να
ζουν λόγω της επιμονής των στην απιστία. Τέλος
προσέθεσε ότι η δυσαρέσκειά του ήτο τόσο μεγάλη, ώστε φοβόταν ότι δεν θα
μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτόν του.
«Δεν έχεις δίκιο, φίλε μου, του είπε ο
πνευματικός αυτός οδηγός, να βρίζεις και να καταριέσαι τους Εβραίους κατ' αυτόν
τον τρόπο. Ο Θεός τους έχει πλάσει κι αυτούς όπως έπλασε κι εσένα κι εμένα.
Έπρεπε να λυπηθείς
γι' αυτά που
έκαναν και όχι
να τους καταριέσαι.
Θα ήτο καλύτερο
να προσεύχεσαι γι' αυτούς. Πίστεψέ με. Η απέχθεια που αισθάνεσαι γι'
αυτούς προέρχεται από το γεγονός ότι δεν είσαι θεμελιωμένος στην αγάπη του Θεού
και δεν έχεις την ασφάλεια της εσωτερικής προσευχής, γι' αυτό δεν έχεις και
εσωτερική γαλήνη. Θα σου διαβάσω ένα κομμάτι από τους αγίους Πατέρας πάνω σ'
αυτό το ζήτημα, που είναι γραμμένο από τον όσιο Μάρκο τον ασκητή. Άκουσε τι
λέει: "Η ψυχή η οποία είναι εσωτερικά ενωμένη με τον Θεό γίνεται με το
μέγεθος της χαράς της σαν ένα απλό και καλόκαρδο παιδί. Δεν καταδικάζει
κανέναν, ούτε ειδωλολάτρη, ούτε Εβραίο, ούτε αμαρτωλό, αλλά τους βλέπει όλους
με καθαρό μάτι, παίρνει χαρά απ' όλα τα πλάσματα και θέλει όλους, αμαρτωλούς,
Εβραίους, ειδωλολάτρες, να δοξάζουν τον Θεό".
»Ο Μέγας Μακάριος ο Αιγύπτιος, λέει
επίσης, για τον πνευματικότατον εσωτερικά άνθρωπο, τα εξής: "Αυτός που
έφτασε σε ανώτερη πνευματικότητα φλέγεται από τόσο μεγάλη αγάπη ώστε εάν ήτο
δυνατόν θα ήθελε τον κάθε ένα να κατοικεί μέσα στην καρδιά του, ασχέτως αν
αυτός είναι καλός ή κακός". Βλέπεις, αγαπητέ αδελφέ, πώς σκέπτονται και
διδάσκουν γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες; Σε συμβουλεύω, λοιπόν, να εγκαταλείψεις
την δυσαρέσκειά σου, να περιβάλεις τα πάντα με καλοσύνη και αγάπη, όπως τα
περιβάλλει η παντογνωστική Πρόνοια του Θεού, όταν δε ενοχληθείς από κάποιον, να
μη κατηγορείς αυτόν, αλλά να τα βάλεις με τον εαυτόν σου, που έχει έλλειψη
υπομονής και ταπεινοφροσύνης».
Τέλος, μετά παρέλευσιν μιας εβδομάδος και
πλέον, ο ασθενής αυτός Πνευματικός οδηγός έγινε καλά κι εγώ ετοιμάσθηκα να
αναχωρήσω. Τον ευχαρίστησα εγκάρδια για την ευλογημένη αυτή διδασκαλία που μου
έδωσε, και του φίλησα το χέρι χαιρετώντας τον. Αυτός σκεπτόταν να επιστρέψει
στο Άγιον Όρος, ενώ εγώ εξακολούθησα την εφαρμογή του σχεδίου μου, δηλαδή την
αναχώρησή μου για το Ποτσαέβ. Δεν είχα
προχωρήσει περισσότερο από
πενήντα χιλιόμετρα όταν
με έφτασε ένας στρατιώτης, τον οποίον ερώτησα που
πήγαινε. Μου είπε ότι επέστρεφε στο μέρος όπου είχε γεννηθεί, στην περιοχή του
Καμενέτς Ποντόλσκ.
Προχωρήσαμε μαζί περίπου πέντε χιλιόμετρα
σιωπηλοί, όταν παρατήρησα ότι κάπου - κάπου αναστέναζε πολύ βαθειά, σαν κάποια
μεγάλη θλίψις να πίεζε τα στήθη του, ενώ γινόταν συγχρόνως όλο και πιο
μελαγχολικός. Τον ερώτησα γιατί ήτο τόσο λυπημένος κι εκείνος μου είπε:
«Καλέ μου φίλε, αφού κατάλαβες την λύπη
μου, εάν με βεβαιώσεις σε ό,τι έχεις ιερόν ότι δεν θα πεις τίποτε ποτέ σε
κανένα, θα σου πω όλη την ζωή μου, επειδή άλλως τε είμαι πολύ κοντά στον θάνατό
μου».
Τον βεβαίωσα σαν χριστιανός ότι δεν θάλεγα
ούτε το παραμικρό σε οποιονδήποτε και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής να του παράσχω
όσο περισσότερες και καλύτερες συμβουλές θα μπορούσα.
«Λοιπόν, άρχισε να διηγείται, ήμουν
στρατιώτης και υπηρέτησα σ' ένα μέρος, περίπου πέντε χρόνια, οπότε η εργασία
εκεί έγινε εξαιρετικά σκληρή, συχνά δε με τιμωρούσαν για αμέλεια, που άρχισε να
με καταλαμβάνει και το πιοτό, που συνήθισα να πίνω. Μπήκε τότε στο κεφάλι μου
να δραπετεύσω, δεν άργησα δε να πραγματοποιήσω την σκέψη μου αυτή κι έγινα
λιποτάκτης. Από τότε έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα έξι
χρόνια κρυβόμουνα όπως μπορούσα κι έκλεβα διάφορα πράγματα από αποθήκες,
μπακάλικα και αγροικίες. Έκλεβα και άλογα, φρόντιζα δε να πουλώ τα διάφορα
κλοπιμαία με διαφόρους τρόπους. Ό,τι χρήματα έπαιρνα τα έπινα, γενικά δε έκανα
μια πολύ άσωτη ζωή και διέπραττα κάθε είδος αμαρτίας. Εις την αρχή πήγαινα
καλά, έπειτα, όμως, επειδή δεν είχα
χαρτιά και ταυτότητα
για να ταξιδεύω,
με πιάσανε και
με βάλανε στην
φυλακή. Τέλος κατόρθωσα να
δραπετεύσω από εκεί, για μεγάλη μου δε τύχη συναντήθηκα μετά με ένα στρατιώτη
που είχε
απολυθεί από τον
στρατό και πήγαινε
σπίτι του σε
μια μακρινή διοικητική
περιοχή. Φαινόταν άρρωστος, γιατί περπατούσε με δυσκολία, με παρεκάλεσε
δε να τον βοηθήσω μέχρι το πλησιέστερο χωριό όπου θάβρισκε ένα μέρος για να
ησυχάσει. Τον βοήθησα και φθάσαμε εκεί που επιθυμούσε. Ο αστυνομικός διευθυντής
μου επέτρεψε να μείνουμε σε μια χάρτινη καλύβα, όπου ξαπλωθήκαμε για ν'
αναπαυθούμε την νύκτα αυτή. Όταν ξύπνησα το πρωί, κοίταξα τον σύντροφό μου αλλά
ήταν ακίνητος και ξυλιασμένος. Ήταν νεκρός. Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, έσπευσα
να τον ψάξω για να βρω τα χαρτιά του και προ παντός το χαρτί της απολύσεώς του.
Το πήρα μαζί με τα λίγα χρήματα που είχε και εξαφανίσθηκα μέσα σ' ένα κοντινό
δάσος, ενώ όλοι κοιμόνταν ακόμη.
»Τα χαρτιά ευτυχώς συνέπεσε να είχαν
τέτοια χρονολογία και ηλικία, που να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω εύκολα.
Ευχαριστήθηκα πολύ για την επιτυχία μου αυτή, επειδή θα μπορούσα τώρα, έχοντας
χαρτιά, να ταξιδεύω παντού. Έτσι επήγα μέχρι τα βάθη του Αστραχάν. Εκεί
απεφάσισα να παραμείνω και έπιασα δουλειά εργάτου σε ένα ζωέμπορο, ηλικιωμένο
άνθρωπο εγκατεστημένο εκεί.
»Ζούσε ο άνθρωπος αυτός με την κόρη του,
που ήταν χήρα. Μετά ένα έτος ζωής κοντά του νυμφεύθηκα την χήρα κόρη του,
έπειτα δε από λίγο καιρό ο γέρος απέθανε. Δυστυχώς δεν ημπορέσαμε να
συνεχίσουμε την επιχείρηση, κι εγώ άρχισα πάλι να πίνω. Η γυναίκα μου έκανε κι
αυτή το ίδιο. Σε διάστημα ενός χρόνου σπαταλήσαμε όσα μας είχε αφήσει ο γέρος
πεθερός μου. Μετά από λίγο καιρό η σύζυγός μου αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τότε
εγώ πούλησα ό,τι είχε απομείνει, τα έφαγα και έμεινα χωρίς πεντάρα. Άρχισα να
πεινώ, οπότε ξαναγύρισα στην παλιά μου τέχνη. Τώρα, όμως, έκανα τον
κλεπταποδόχο, γιατί είχα πια χαρτιά και ταυτότητα. Με το ξαναγύρισμα στο
αμαρτωλό επάγγελμα, ξαναβρήκα και την παλιά μου αμαρτωλή ζωή. Οι επιτυχίες μου
αυτές διήρκεσαν ένα χρόνο. Αργότερα, όμως, δεν επήγαν και τόσο καλά τα
πράγματα. Έκλεψα ένα γέρικο άλογο από ένα ακτήμονα χωριάτη, ένα Μπόμπιλο, όπως
τους λέμε, και το πούλησα για λίγα λεπτά.
»Με τα χρήματα που πήρα ήπια αρκετά σε μια
μπυραρία κι ύστερα μου ήλθε η ιδέα να πάω σε ένα γειτονικό χωρίο, όπου γινόταν
ένας γάμος, με το σκοπό να επιδοθώ σε κλοπές, όταν μετά την διασκέδαση θα
έπεφταν όλοι στον ύπνο. Πριν ακόμη δύση ο ήλιος μπήκα μέσα σ' ένα κοντινό δάσος
για να νυχτώσει. Εξάπλωσα εκεί κάπου για να περάσει η ώρα, αλλά με πήρε ο ύπνος
χωρίς να το καταλάβω. Εις τον ύπνο μου αυτόν είδα ένα όνειρο. Είδα ότι καθόμουν
σ' ένα πλατύ και ωραίο χλοερό μέρος. Ξαφνικά παρατήρησα ότι ένα φοβερό σύννεφο
άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό. Σε λίγο ξέφυγε μια τόσο τρομερή βροντή
κεραυνού από το σύννεφο αυτό, ώστε σείστηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου κι
έτρεμε. Εγώ νόμισα σαν κάποιος να με αναποδογύρισε και να με κύλισε κάμποσες
φορές επάνω στο έδαφος. Έπειτα, το σύννεφο αυτό, φάνηκε σαν να κατεβαίνει προς
τα κάτω χαμηλά κι από μέσα πρόβαλλε σε λίγο η μορφή του πατέρα μου, που είχε
πεθάνει πριν είκοσι χρόνια. Ήταν, στην ζωή του, ο πατέρας μου, ένας εξαίρετος
άνθρωπος κι είχε υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια ως εκκλησιαστικός επίτροπος
στο χωριό μας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου