Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
"Η ζωή εκ τάφων"-Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου,
Ειρήνης και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων
Νέες ανασκαφές
Η εύρεση του τάφου του αγίου Νικολάου ήταν καθοριστικής σημασίας γιά την άγια υπόθεση των νεοφανών Μαρτύρων. Το γεγονός αυτό απετέλεσε το κέντρο βάρους της, την ατράνταχτη απόδειξη της, το σημείο αναφοράς κάθε καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας; Γιατί ήταν η πρώτη σημαντική εύρεση με βάση αποκαλυπτικά ενύπνια που τα είδαν επτά διαφορετικά πρόσωπα σε διάστημα ενός εξαμήνου.Νέες όμως αποκαλύψεις έρχονται να ολοκληρώσουν την ιστορία του ιερού λόφου.
Εύρεση νέου Μάρτυρα
Τέλη Δεκεμβρίου του 1960, η Θερμιώτισσα Κωνσταντίνα Δουγκούρη είδε ότι κάτω από μιά ελιά, στο προαύλιο της μικρής Εκκλησίας των Καρυών υπήρχε τάφος με λείψανα μάρτυρα κι έπρεπε χωρίς καθυστέρηση να σκάψουν εκεί. Η ελιά αυτή ήταν δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.
Στο ίδιο σημείο είδε και η Ακίνδυνα Χατζηαντωνίου, πεθερά του διδασκάλου της Θερμής Ελευθερίου Διγιδίκη, έναν άνδρα ανάμεσα σε μερικά παιδιά κι έψελναν το τροπάριο "Τη ύπερμάχω". Ο ίδιος άνδρας της υπέδειξε να πεί στον γαμπρό της να πιστεύει όσα του λέει ο μαθητής του ο Ψυρούκης.Ο Κώστας Ψυρούκης έλεγε συχνά στο δάσκαλο του όσα θαυμαστά έβλεπε γιά τους Αγίους και τους άλλους μάρτυρες των Καρυών, αλλά εκείνος αμφέβαλλε.
Τα παραπάνω, καθώς και άλλα ενύπνια που αποκάλυπταν ότι πολλά αντικείμενα κρύβονταν κάτω από τα αγιασμένα χώματα των Καρυών (εικόνα της Θεοτόκου, άλλες εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, κτίσματα κλπ.) ώθησαν τους ευσεβείς Θερμιώτες να πάρουν μιά άδεια γιά ανασκαφή σε περιορισμένη έκταση. Ήταν καρδιά του χειμώνα, 11 Ιανουαρίου 1961, όταν ανέβηκαν να σκάψουν. Στίς ανασκαφές επιτηρούσε ο τότε αστυνόμος των Παμφίλων Σταύρος το μικρό του όνομα που καταγόταν από τη Λήμνο, μαζί με ένα χωροφύλακα. Άρχισαν να σκάβουν από το σημείο που υποδείχθηκε στην Κωνσταντίνα Δουγκούρη.
Εκείνες τις μέρες ο Νίκος Ποδάρας, αυτός πού έσκαψε μαζί με το Δούκα Τσολάκη γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου, βρισκόταν σε ένα γειτονικό χωριό, στις Νέες Κυδωνίες. Είδε στον ύπνο του τον άγιο Νικόλαο, ξαπλωμένο στο μνημείο του, και του είπε "Νίκο, να πάς στη Θερμή, γιατί αύριο θα βρουν στο πλευρό μου και τον αδελφό μου". Την επομένη άφησε τη δουλειά του, γύρισε στη Θερμή και διηγήθηκε τι είχε δεί.
Τη δεύτερη μέρα των ανασκαφών, βρήκαν ένα μικρό μέρος από τα τείχη του αρχαίου Μοναστηριού, που προχωρούσαν κάτω από τις ρίζες των ελαιοδένδρων. Βρήκαν επίσης τμήμα από ένα τοίχο της αρχαίας Εκκλησίας, την οποία επικάλυπτε το νεόκτιστο Εκκλησάκι, πολλά πήλινα οικιακά σκεύη και, τέλος, έναν τάφο δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.
Ήταν φτιαγμένος με μια σειρά από μεγάλες πέτρες γύρω γύρω και σκεπασμένος με στενόμακρες πλάκες από πέτρα, κτισμένες μεταξύ τους, όπως και ο τάφος του αγίου Νικολάου. Ανοίγοντας τον, αντίκρισαν ένα κουβαριασμένο σκελετό, με το κρανίο χωμένο ανάμεσα στα σκέλη και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο κεφάλι. Στο στόμα είχε ένα κεραμίδι με ένα βυζαντινό σταυρό χαραγμένο, θέαμα ανατριχιαστικό και μυστηριώδες, που έκανε τον αστυνόμο να γονατίσει και να πεί "Κακομοίρη μου, σε κλαίω, στα χάλια που σε βρήκαμε. Ποιος ξέρει τι φρικτά μαρτύρια έπαθες και τι πόνους τράβηξες!". Η ώρα όμως ήταν ήδη περασμένη, και γι’ αυτό έφυγαν, αφήνοντας τον σκελετό όπως τον βρήκαν.
Το ίδιο βράδυ ο Κώστας Ψυρούκης είδε σε όνειρο ότι βρέθηκε στο Εκκλησάκι, όπου προσευχόταν ένας άγνωστος άνδρας. "Κώστα, είμαι ο διδάσκαλος του χωριού, του είπε. Ο τάφος που βρέθηκε χθες είναι δικός μου. Όταν πριόνισαν τον άγιο Ραφαήλ, με έσφαξαν κι εμένα και έβαλαν το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια. Έτσι κουβαριασμένο και παγωμένο καθώς με βρήκαν οι Χριστιανοί, με έθαψαν δίπλα στον άγιο Νικόλαο. Να πείς πως πρέπει πια να μαζέψουν τα κόκκαλα μου".
Τον σκελετό τον άφησαν όπως τον βρήκαν γιά αρκετές μέρες. Πλήθος κόσμου ανέβηκε στις Καρυές και έμειναν άναυδοι από αυτό που αντίκρισαν. Μια νύχτα έπεσε δυνατή βροχή κι αμέσως μετά έκανε παγωνιά· το νερό μέσα στον τάφο πάγωσε και "ύφανε" κρυστάλλινο σάβανο γύρω από τα οστά. Όταν πήγαν να τα μαζέψουν, τα έβγαλαν κομματιασμένα μέσα από τους πάγους.
Εκείνες τις μέρες η Μαρία Τσολάκη είδε σε ενύπνιο μια μαυροφόρα γυναίκα και της είπε· "Ο νεκρός που βρήκατε, να ξέρατε τι μαρτύρια τράβηξε εκεί πάνω, η καρδιά σας θα ράγιζε. Αυτός δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διδάσκαλος του χωριού που μαρτύρησε μαζί με τους καλογήρους".
Μιά άλλη νύχτα είδε ο Ψυρούκης πως βρέθηκε μαζί με μερικούς φίλους του σ’ ένα εξοχικό σπίτι κι εκεί συζητούσαν γιά το μνήμα που είχαν βρεί. "Ψέμματα είναι όλα αυτά" είπε κάποιος απ’ αυτούς. Την ίδια στιγμή άκουσαν ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα και μιά φωνή που τους έλεγε· "Ποιό μνημείο κατηγορείτε; Αυτός είναι ο διδάσκαλος του χωριού, και το όνομα του είναι Θεόδωρος".
Αρχές Οκτωβρίου του 1959, η Βασιλική Ράλλη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ ντυμένο μεγαλοπρεπέστατα με μαύρα λαμπερά ράσα, επανωκαλύμμαυχο και επιστήθιο σταυρό. "Ήρθα να συμπληρώσω την ιστορία μου" της είπε και της ανέφερε συνοπτικά πως έφυγε από την ακτή της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως και έφθασε στη Λέσβο και ποιο ήταν το μαρτυρικό του τέλος.
Την ίδια στιγμή η Βασιλική σαν μέσα από ένα φακό άρχισε να βλέπει σαν κινηματογραφική ταινία τη φυγή του Αγίου. Ένα πλοιάριο της εποχής εκείνης ασφυκτικά γεμάτο τον μετέφερε μακριά από τον κίνδυνο των Τούρκων. Στα πρόσωπα όλων ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος και η αγωνία. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν δύο μοναχοί. Ο ένας, μεγαλόσωμος, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια προσηλωμένα στον ουρανό, όρθιος, έδινε κουράγιο στους άλλους. Δίπλα του ο άλλος, αδύνατος και μικροκαμωμένος, έσφιγγε στην αγκαλιά του μιά εικόνα της Παναγίας. Ήταν ο άγιος Ραφαήλ με τον άγιο Νικόλαο.
Αποβιβάσθηκαν στην παραλία της Θερμής και αναζήτησαν κάποιο μέρος γιά να μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και τον δάσκαλο Θεόδωρο, όπως φανερώθηκε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη στις 14 Μαρτίου 1961. Αυτή τη νύχτα είδε στον ύπνο της ότι στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της και συνομιλούσε με μιά άγνωστη μαυροντυμένη γυναίκα. Ήταν βράδυ, αλλά είχε αστροφεγγιά.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν από μπροστά τους με βιαστικό βήμα δύο μοναχοί με σκονισμένα ράσα και δύο λαικοί κι ανηφόρισαν το δρόμο που οδηγεί στις Καρυές. "Ποιοί είναι αυτοί;" ρώτησε η Μαρία και η μαυροφορεμένη γυναίκα της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος μαζί με τον προεστό Βασίλειο και τον διδάσκαλο Θεόδωρο. Σαν σήμερα ακριβώς ήρθαν πρόσφυγες οι καλόγηροι, και ο προεστός με τον δάσκαλο τους ανέβασαν στο Μοναστήρι. Από τότε είχαν αδελφική φιλία και ανέβαιναν τακτικά στο Μοναστήρι".
"Σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες"
Πέρασαν έτσι εννιά περίπου χρόνια από τότε που ήρθαν οι Άγιοι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγίας. Το φθινόπωρο του 1462, μετά από πολιορκία δεκατεσσάρων ημερών, οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Κατέστρεψαν, τότε, όλα τα Μοναστήρια της Λέσβου. Εγκαταστάθηκαν ασφαλώς και στη Θερμή, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες των αποκαλυπτικών ενυπνίων δεν πείραξαν τότε το Μοναστήρι των Καρυών.
Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ήταν τυραννικοί απέναντι στους Χριστιανούς. "Υποφέραμε πολύ" αποκάλυψε ο ίδιος ο άγιος Ραφαήλ στη Βασιλική Ράλλη σε ένα ενύπνιο το Μάρτιο του 1960. "Μαζί μας υπέφεραν και πολλοί χριστιανοί εξαιτίας ενός γερμανού γιατρού φίλου των Τούρκων, που τους υποκινούσε διαρκώς εναντίον μας, και μας καταπίεζαν ονομαζόταν ντόκτορ Σβάιτσερ".
Όπως φανερώθηκε λίγες μέρες αργότερα σε ένα άλλο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη, οι Χριστιανοί ταλαιπωρημένοι από την τουρκική καταπίεση, έκαναν μιά ανταρσία και πολλοί βγήκαν στα βουνά. Οι Τούρκοι υποψιάσθηκαν τότε πως είχαν γιά κρησφύγετο το Μοναστήρι.
Γιά να καταπνίξουν την ανταρσία, κάλεσαν ενισχύσεις από την απέναντι περιοχή της Μικρασίας. "Εμάς δεν μας έσφαξαν οι Τούρκοι που κάθονταν στό χωριό, αλλά ξένοι Τούρκοι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία μ’ ένα καίκι" είπε η αγία Ειρήνη στον Κώστα Κανέλλο σε ένα ενύπνιο στις 2 Δεκεμβρίου 1961. "Μόλις μάθαμε ότι ένα καίκι γεμάτο Τούρκους άραξε στο λιμάνι του χωριού μας, τρέξαμε αμέσως στο Μοναστήρι να κρυφθούμε και να ειδοποιήσουμε και τους καλογήρους. Ο δάσκαλος μας ειδοποίησε πρώτος και ανέβηκε κι αυτός μαζί μας".
Στίς 9 Μαίου 1961 ο Παναγιώτης Μπάκας, ένας από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στις Καρυές. Το μέρος ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι είναι σήμερα· υπήρχε ένα Μοναστήρι περασμένης εποχής και γύρω γύρω δάσος. Ο ίδιος βρισκόταν από το πίσω μέρος και ξαφνικά άκουσε φωνές και αναταραχή από τη μεριά της εισόδου.
Προχώρησε με προφύλαξη προς τα εκεί και αντίκρισε μιά συνταρακτική σκηνή. Κάτι Τούρκοι με αρχαίες φορεσιές και σαρίκια στο κεφάλι είχαν καταγής τον άγιο Ραφαήλ και τον κτυπούσαν, τον έβριζαν, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Σε μιά στιγμή ο Άγιος σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το λαιμό του ένα μεγάλο Σταυρό που φορούσε και τους είπε "Εμείς αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε". Τότε εκείνοι άρχισαν να τον τραβούν από τα γένια και να τον σέρνουν στη γη.
Ένα ακόμη ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη τον Ιανουάριο του 1960 έρχεται να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Είδε τον άγιο Ραφαήλ να συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του διηγείται: "Οι Τούρκοι μου έκαναν πολλά μαρτύρια. Πρώτα με χτύπησαν με τα ρόπαλα τους και με έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα με κεντούσαν με τα κοντάρια τους, με τραβούσαν από τα γένια και με έσερναν καταγής. Ύστερα με έδεσαν σε μια καρυδιά και με χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο".
"Όταν με βασάνιζαν, είπα "θα αντέξω τα πάντα γιά το θέλημα του Κυρίου, μέχρι την τελευταία μου πνοή". Κρεμασμένος έβλεπα που κλωτσούσαν και κτυπούσαν τους άλλους καλογήρους, αλλά έλεγα "Εδώ, στον αγώνα μέχρι την τελευταία μου πνοή". Γι αυτό είχα και έχω αυτές τις δυνάμεις" φανέρωσε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη. Σε ένα άλλο ενύπνιο, τον Ιανουάριο του 1960, ο Άγιος της παρουσίασε σε αναπαράσταση τα μαρτύρια του.
Της έδειξε ένα σημείο κοντά στο Εκκλησάκι και της είπε: "Από εδώ με έσερναν από τα γένια και με κτυπούσαν. Με κατέβαζαν έως κάτω και πάλι με ανέβαζαν επάνω και με ξανακατέβαζαν, σέρνοντας με στις πέτρες που είχαν βαφή κόκκινες από το αίμα μου. Έπειτα με κρέμασαν ανάποδα είκοσιτέσσερις ώρες σ’ αυτήν την καρυδιά. Σ’ αυτό το δέντρο τελούσαμε κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στο τέλος με πριόνισαν μέσα στο στόμα και με αποκεφάλισαν". "Ήμουν τότε πενηντατριών ετών" της είπε σε όνειρο ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1961.
"Οι συναθλήσαντες θεοφρόνως"
Την Άνοιξη του 1960 σε πολλά ενύπνια αποκαλύφθηκε ότι πάνω στις Καρυές μαρτύρησαν και άλλα πρόσωπα. Όπως έχουμε δει, εξαιτίας της επιδρομής των Τούρκων κατέφυγαν στο Μοναστήρι ο δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος και ο προεστός Βασίλειος με την οικογένεια του.
Η Βασιλική Ράλλη στις 7 Μαίου 1961 είδε ότι βρέθηκε στις Καρυές, όπου ήταν πολλά παιδιά και έπαιζαν. Της έκανε εντύπωση ένα χαμογελαστό κοριτσάκι περίπου δώδεκα χρονών και το ρώτησε "Τίνος είσαι, καλέ;". "Η Ρηνούλα είμαι που με βασάνισαν εδώ οι Τούρκοι" της αποκρίθηκε. Η Βασιλική αμέσως το άγκάλιασε και άρχισε να το φιλά. Την αγκάλιασε κι εκείνο και της έλεγε με δάκρυα στα μάτια: "Να ξέρατε τι υποφέραμε όλοι! Να ξέρατε τι μαρτύρια μας έκαναν οι Τούρκοι! Εμένα, μπροστά στους γονείς μου, μου έριχναν βραστό νερό μέσα στο στόμα, αλλά ο πατέρας μου δεν πρόδωσε τους Έλληνες. Έκλαιγε μόνο, που έβλεπε να με βασανίζουν και η μητέρα μου φώναζε σπαρακτικά".
Στις 3 Οκτωβρίου 1961 η Μαρία Τσολακη είδε ότι ήταν στις Καρυές και κοντά στο κιούπι της αγίας Ειρήνης στεκόταν μια όμορφη γυναίκα, λίγο ψηλή και παχειά, γύρω στα σαράντα. Γυρίζει και της λέει: "Ξέρεις ποιά είμαι εγώ; Είμαι η μητέρα της Ειρήνης. Το όνομα μου είναι Μαρία. Να ήξερες τι υποφέραμε από τους Τούρκους! Όταν μας συνέλαβαν εδώ που είχαμε ανεβή να κρυφτούμε, πρώτα άρχισαν να βασανίζουν τη Ρηνούλα μου μπροστά στα μάτια όλων.
Άρπαξαν και το βρέφος, το μικρό Ραφαήλ που σήκωνα στην αγκαλιά μου, το πέταξαν κάτω και το τσαλαπάτησαν με τα πόδια τους. Το σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Από τον πόνο μου παραφρόνησα, φώναζα και ορμούσα να το πάρω. Με έδεσαν τότε σ’ ένα δένδρο και με υποχρέωσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να παρακολουθήσω το μαρτύριο των παιδιών μου. Δεν άντεξα όμως, παρόλο που έκλεινα τα μάτια μου να μη βλέπω ενώ βασάνιζαν τη Ρηνούλα μου, απελπίστηκα πάρα πολύ και μου ήλθε συγκοπή. Εγώ δεν μαρτύρησα, αλλά ο άνδρας μου τράβηξε πολλά μαρτύρια".
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου