Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
"Η ζωή εκ τάφων"-Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου,
Ειρήνης και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων
Η αρχή των αποκαλύψεων
Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας. Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα γιά να βρουν άλλες. Σκάβοντας ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα κάτι σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν. Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, γιά τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να "ξηλώνουν" τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, γιά να τις χρησιμοποιήσουν.
Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, γιά να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε. "Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;". Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, γιά να ανάψει κανένα κερί. Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς. Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.
Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια γιά να πάρει την ευχή του. Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε. Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος! "Έντρομη έβγαλε μια φωνή "Παναγία μου!", και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.
Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει γιά το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού. Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της "Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της". Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. "Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγάν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;". "Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι" του άπαντα εκείνη. "Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;". "Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου".
Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό. Σ’ όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός. Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε "Τι έπαθες, κόρη μ'; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό". Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.
Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων. Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε: "Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα". Μ’ αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.
Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της "Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα". "Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;". Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά μ’ ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.
Το πρωί παρ’ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· ""Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου".
Εντωμεταξύ μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια. Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.
Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε γιά να σκοτώσει μια αλεπού που πρίν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Άπρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού. Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι γιά τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του...».
Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος. Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. "Μπα, αγαθός είναι ετούτος" είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου. Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. "Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;" Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. "Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω... Ε! δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς;". Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα. Έκανε γιά πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν μ’ ένα ανερμήνευτο τρόπο. "Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;" είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.
Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σ’ ένα φως σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του γιά αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Άρχισα να τρέχω προς το χωριό και γιά πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε. "Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος γιά το νερό". Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε "Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό! Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς. Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, γιά σε πολύ καλό θα μας βγουν, γιά σε πολύ κακό".
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου