Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
"Η ζωή εκ τάφων"-Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου,
Ειρήνης και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων
"Ραφαήλ το όνομα μου"
Λίγες μέρες αργότερα γίνεται και άλλο θαύμα από τον άγνωστο Άγιο. Η Βασιλική Ράλλη υπέφερε αρκετό καιρό από το στομάχι της. Ό,τι φάρμακα κι αν έπαιρνε, δεν έβλεπε καμιά βελτίωση, και η εγχείρηση ήταν αναπόφευκτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε το θαύμα του Αγίου στην Παρασκευή Δουργκούνα, ανέβηκε με την Μαρία Τσολάκη στις Καρυές και παρακάλεσε με δάκρυα τον Άγιο να την θεραπεύσει. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ο άντρας της και η μητέρα της την μάλωσαν, που πήγε στο βουνό και ταλαιπωρήθηκε, ενώ είχαν προγραμματίσει να κάνουν την επομένη μια σειρά ιατρικών εξετάσεων στη Μυτιλήνη. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ και με κλάματα έπεσε να κοιμηθή.
Μόλις την πήρε ο ύπνος, βλέπει ένα μοναχό με γλυκύτατη και ασκητική μορφή να στέκεται στο πλάι της. "Μην κλαίς. Εμένα μ’ έσφαξαν γιά τον Χριστό, ας σε μάλωσαν και σένα γιά χάρη μου. Θα αποδείξω μια μέρα σε όλους ότι έχουν άδικο. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου, είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα. Που πονάς, παιδί μου;". "Στο στομάχι μου" απαντά η Βασιλική. Απλώνει τότε το χέρι του και την σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... Βασιλική, είσαι καλά. Προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο γιά σένα".
Την ίδια στιγμή ξύπνησε κι έκανε το σταυρό της με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Η γαλήνια μορφή του Αγίου ήταν βαθειά αποτυπωμένη στο νου της. Το πρωί σαν ξημέρωσε, διηγήθηκε το θαύμα στους δικούς της. Εκείνοι δεν πίστεψαν ότι έγινε καλά και επέμεναν να κάνει τις εξετάσεις. Η Βασιλική όμως ήταν υπερβέβαιη γιά την ευεργεσία και τους αγνόησε. Πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν την ξαναενόχλησε το στομάχι της κι ούτε χρειάστηκε να πάει σε γιατρό η να πάρει φάρμακα. Μετά τη θαυμαστή θεραπεία της, ανέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στις Καρυές και προσευχόταν. Ασπαζόταν το κασονάκι όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα και θερμοπαρακαλούσε: "Ποιός είσαι, άγνωστε μου Άγιε; Σε πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Πες το όνομα σου να το δοξάσουμε όπως σου αξίζει".
Μια νύχτα λοιπόν ξαναείδε στον ύπνο της τον μοναχό με την χαρακτηριστική επιβλητική φυσιογνωμία. "Είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ, της λέει. Δικά μου είναι τα οστά που βρέθηκαν. Ζούσα στο Μοναστήρι των Καρυών και μ’ έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα". Ξύπνησε και θυμόταν καλά το όνομα: Ραφαήλ, θα ήταν τρείς η ώρα. Από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της ξύπνησε και τον άντρα της να του το πει. Το πρωί το συζήτησαν και με τη μητέρα της. Την συμβούλεψαν να μην πει λέξη σε κανένα, γιά να μην τους σχολιάζουν στο χωριό.
Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε οτό σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει. "Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;" την πείραξε ο Άγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. "Όχι, Άγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ".
Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. "Τι πάθατε, Άγγελε; Εγώ στ’ αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα". "Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Άγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες".
"Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί "Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της". Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. "Μπήκε μέσα στην Εκκλησία" μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα. Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: "Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν τ’ άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ μ’ έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι".
Την ίδια στιγμή παρουσιάσθηκε στα δεξιά της ο παπάς εκείνος, τον έδειξε με το χέρι της και μου είπε: "Δικά του είναι τα οστά που βρήκατε. Αύριο να πάς στον παπά-Παχώμιο που είναι στο διπλανό χωριό, να του πείς ν’ ανεβή στο Εκκλησάκι, να λειτουργήσει και να μνημονεύσει τα οστά με το όνομα Ραφαήλ, όχι αγνώστου. Να κάνετε και κόλλυβα. Αν δεν πάς, χειρότερα από τον άντρα σου θα πάθεις!". Την ρώτησα, γιατί να πάμε στον παπά-Παχώμιο και όχι στον παπά του χωριού μας, και μου απάντησε. "Γιατί είναι καλογερόπαπας". Τρείς φορές είδα το ίδιο όνειρο, γιατί κάθε φορά που ξυπνούσα, ξεχνούσα το όνομα. Που να το θυμάμαι; Μαθές, έχουμε τέτοιο όνομα στο χωριό μας; Την τρίτη φορά μου λέει η Παναγία "Σήκω, κόρη μου, και γράψε το όνομα του, να μην το ξεχάσεις"...".
Δόξασαν το όνομα του Θεού και πήραν την απόφαση να πάνε να ειδοποιήσουν τον ιερομόναχο Παχώμιο, εφημέριο της γειτονικής Κοινότητας των Πύργων. Αλλά η μητέρα της Μαρίας, όταν της το είπαν, αντέδρασε και ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της. Έτσι, αναγκάσθηκαν να στείλουν τη γειτόνισσα τους Βιργινία Αδάμ. Ο π. Παχώμιος αμφέβαλε γιά τη γνησιότητα των ονείρων και της είπε "Την Λειτουργία θα σας την κάνω με όλη μου την καρδιά, αλλά μη μου ζητάτε να μνημονεύσω αυτό το όνομα. Χρειάζεται προηγουμένως να πάρω άδεια από τη Μητρόπολη". Ήταν 6 Όκτωβρίου 1959.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, που θα τελούσε τη Λειτουργία, είδε το ακόλουθο όνειρο και μάλιστα δε δίστασε να το περιγράψει με γραπτή κατάθεση του προς τον Μητροπολίτη. "Βρέθηκα στο νεόκτιστο Εκκλησάκι του λόφου των Καρυών, που έλαμπε ολόκληρο από φως. Στα αριστερά της Αγίας Τραπέζης είδα ένα κληρικό με άσπρα μαλλιά και γένια που έμοιαζε με τον παπά-Ευθύμιο, τον εφημέριο της Θερμής. Του λέω "Ούτε ιερό έκανες, αλλά ούτε και νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου". Αμέσως εκείνος άλλαξε όψη και φάνηκε με διαφορετική μορφή· υψηλός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια, σοβαρός, επιβλητικός. "Έμαθα ότι ο νέος ασκητής που φανερώθηκε ονομάζεται Ραφαήλ" του είπα, κι εκείνος συμπλήρωσε με έμφαση "Καί η καταγωγή μου εξ Ιθάκης". "Σκέφτομαι, συνέχισα, να παραγγείλω την εικόνα του στο Άγιον Όρος, όπου αγιογραφούν με ευλάβεια". "Και την Ακολουθίαν μου μαζί" αποκρίθηκε ο "Άγιος".
Την άλλη μέρα το πρωί λειτούργησε στο Εκκλησάκι των Καρυών και μνημόνευσε γιά πρώτη φορά το όνομα Ραφαήλ. "Αν δεν πιστεύετε, είπε στο εκκλησίασμα, αυτές τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν το όνομα του Αγίου, πιστέψτε εμένα που βαστώ τα Άγια και τρέμει η γη κι ο ουρανός· Ραφαήλ είναι το όνομα του Αγίου".
Εντωμεταξύ μέσα στον Οκτώβριο του 1959 πολλαπλασιάζονται οι εμφανίσεις του Αγίου κατά τις οποίες ο ίδιος φανερώνει το όνομα του σε πολλά πρόσωπα. Ένας απ’ αυτούς, ο Κώστας Τσαλίκης, πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών μια εικόνα του Ταξιάρχη γιά αφιέρωμα και άκουσε μια φωνή "Κώστα, Κώστα, το όνομα μου είναι Ραφαήλ!" Τρομοκρατημένος άφησε την εικόνα και έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό.
Η ανεψιά του εφημερίου της Θερμής π. Ευθυμίου, Μυρσίνη Λυκαρδοπούλου, είδε στον ύπνο της τον "Άγιο αυστηρό να την πιάνει από το χέρι και να επαναλαμβάνει: "Ραφαήλ, Ραφαήλ, Ραφαήλ είναι το όνομα μου! Μην αμφιβάλλεις".
Η συνταξιούχος καθηγήτρια Ευγλωττία Σβορώνου, από τους Πύργους, τον είδε μέρα μεσημέρι μέσα στο σπίτι της με λαμπερό μαύρο ράσο, επανωκαλύμμαυχο και κομποσχοίνι περασμένο στο λαιμό. Συγκλονισμένη η Εύγλωττία πήγε αμέσως στον π. Παχώμιο και του ζήτησε να ανεβούν στις Καρυές, όπου και έψαλαν Παράκληση μπροστά στα λείψανα του Αγίου.
Η Μαρία Δουργκούνα είδε στον ύπνο της, στα μέσα Νοεμβρίου 1959, ότι μπήκαν στο σπίτι τους δύο γυναίκες μαζί με ένα μοναχό. Η μία γυναίκα κρατούσε ένα άρτο και της είπε ότι ήταν η Θεοτόκος, ενώ η άλλη με τον Σταυρό στο χέρι ήταν η αγία Παρασκευή. Ο μοναχός την πλησίασε και την ρώτησε τι βιβλία διαβάζει. "Να διαβάζεις την Αγία Γραφή" της είπε. Εκείνη τότε τον ρώτησε ποιος ήταν, και της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη".
Η εύρεση της σιαγόνας του Αγίου Ραφαήλ
Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται και τα γεγονότα παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Τον Ιανουάριο του 1960, η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ και της έδειξε μια ελιά κοντά στο Εκκλησάκι των Καρυών, λέγοντας ότι εκεί, στη θέση αυτής της ελιάς, υπήρχε στα χρόνια τους μια καρυδιά· σ’ εκείνην την καρυδιά τον είχαν κρεμάσει ανάποδα οι Τούρκοι και στο τέλος τον πριόνισαν στο στόμα. Της έδωσε μάλιστα εντολή να σκάψουν οπωσδήποτε σ’ εκείνο το σημείο, γιατί εκεί βρισκόταν η σιαγόνα του, η οποία έλειπε από τα ανευρεθέντα λείψανα του. Την ίδια στιγμή είδε την αναπαράσταση όλων των μαρτυρίων και του πριονισμού του Αγίου. Χρειάστηκε όμως να δεί τον Άγιο κι άλλα δύο βράδια, γιά να νικήσει τους δισταγμούς της και να το πεί στον άντρα της. Ενημέρωσαν την οικογένεια Ράλλη, ιδιοκτήτες του κτήματος, κι εκείνοι συμφώνησαν να υπακούσουν στην υπόδειξη του Αγίου.
Μια Κυριακή μετά την Εκκλησία, η Μαρία με τον Δούκα ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών γιά να σκάψουν. Συνάντησαν εκεί την Αγγελική Μαραγκού, τον Γεώργιο Μυκονιάτη και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή γιά να προσευχηθούν. Η Μαρία έδειξε στο Δούκα το σημείο που υπέδειξε ο Άγιος· ήταν το σημείο όπου τον είχε δει γιά πρώτη φορά, ακέφαλο. Ο Δούκας ξερίζωσε το δένδρο και άρχισε να σκάβει. Οι ώρες περνούσαν, η εργασία συνεχιζόταν, χωρίς να βρίσκεται όμως τίποτε, και ο Δούκας άρχισε να εκνευρίζεται και να τα βάζει με τη γυναίκα του. Σε λίγο, το σκάψιμο έφθασε σε σημείο αδιέξοδο. Στη θέση του δέντρου είχε ανοιχθή ένας λάκκος διαμέτρου διόμισυ μέτρων και βάθους ενάμισυ, ενώ στον πυθμένα υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Για μιά στιγμή ο Δούκας σκέφθηκε να τα παρατήσει. “Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω, εξομολογείται ο ίδιος, ποιά δύναμη με έσπρωχνε να συνεχίσω".
Έσκαψε γύρω γύρω τα χώματα, στήριξε έπειτα τις πλάτες του στα τοιχώματα του λάκκου, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του το βράχο. Ο βράχος μετακινήθηκε και τότε έκπληκτοι όλοι είδαν αποκάτω μιά ανθρώπινη σιαγόνα. Ήταν κατακίτρινη, ανέδιδε μια έντονη ευωδία και δεν της έλειπε κανένα δόντι. "Αυτό είναι το σαγόνι του Αγίου, μονολόγησε ο Δούκας. Άν δεν μας έδειχνε ο ίδιος το σημείο, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ". Μ’ αυτές τις σκέψεις το έπιασε με ευλάβεια και το έδωσε στη γυναίκα του, λέγοντας της να το βάλει με προσοχή μέσα στο κασονάκι, με τα υπόλοιπα λείψανα. Εκείνη το πήρε, πήγε στο Εκκλησάκι, αλλά επειδή φοβήθηκε να πλησιάσει στο κασονάκι, το έρριξε βιαστικά στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Μέχρι το βράδυ, όμως που έπεσε να κοιμηθή, κάτι την βασάνιζε μέσα της.
Τη νύχτα είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ, ο όποιος την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε δυνατά και της είπε αυστηρά: "Γιατί φοβήθηκες και πέταξες το σαγόνι μου; Το σαγόνι που βρήκατε είναι το δικό μου, που το έκοψαν οι Τούρκοι και το πέταξαν. Παρασύρθηκε από τα αίματα μέχρι τη ρίζα του βράχου, εκεί που το βρήκατε. Όταν ανέβηκαν οι Χριστιανοί και μας έθαψαν κρυφά, δεν το βρήκαν να το θάψουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου. Δεν φοβήθηκες τότε που πλύνατε με τη Βασιλική τα οστά μου, και φοβήθηκες τώρα; Να σηκωθής αύριο πρωί πρωί, να πάς να το πάρεις, να το πλύνεις και να το βάλεις μέσα στο κιβώτιο με τα οστά μου. Άν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθής όπως ο άντρας σου!".
Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με την κουμπάρα της Μαριάνθη Ορφανέλλη και τη Βασιλική Ράλλη, παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε, ανέβηκαν στις Καρυές, έπλυναν τη σιαγόνα του Αγίου, τη θύμιασαν και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα λείψανα του.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου