Ιερομόναχου Serapheim Rose
Η Ορθοδοξία και η θρησκεία τού μέλλοντος
5. Ο σκοπός του Ινδουϊσµού:
Η παγκόσµια θρησκεία Έµεινα κατάπληκτη βλέποντας την εισβολή που είχε κάνει ο Ινδουϊσµός κατά τη διάρκεια της απουσίας µου από τον Χριστιανισµό. Μπορεί να φαίνεται παράξενο το ότι ανακάλυψα όλες αυτές τις αλλαγές µε µιας. Αυτό έγινε γιατί ο γκουρού µου διατηρούσε κυριαρχία πάνω σε κάθε µου πράξη, κι όλον αυτό τον καιρό ζούσα, χωρίς υπερβολή, αποµονωµένη – ακόµα και µέσα στον κόσµο. Οι αυστηρές εντολές του Σουάµι µε εµπόδιζαν από το να διαβάζω οποιαδήποτε χριστιανικά βιβλία ή από το να µιλάω µε Χριστιανούς. Παρ’ όλα τα υποκριτικά λόγια, ότι όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, οι Σουάµι ξέρουν ότι ο Χριστός είναι η Νέµεσή τους. Έτσι για είκοσι χρόνια ήµουν ολοκληρωτικά απορροφηµένη στη µελέτη της ανατολικής φιλοσοφίας και στην πρακτική των ασκήσεων και της πειθαρχίας της. ∆ιατάχτηκα από τον γκουρού µου να πάρω ένα δίπλωµα στη φιλοσοφία και την ανθρωπολογία, αλλά αυτά ήταν µόνο πάρεργα που γέµιζαν το χρόνο µεταξύ των σηµαντικών κοµµατιών της ζωής µου: το χρόνο µε τον Σουάµι και το χρόνο µε τις διδασκαλίες και τις πρακτικές της Βεδάντα. Η αποστολή του Σουάµι Βιβεκανάντα έχει εκπληρωθεί σε πολλά επί µέρους σηµεία, αλλά ένα µέρος ακόµα δεν έχει περατωθεί. Αυτό είναι η ίδρυση µιας παγκόσµιας θρησκείας. Σ’ αυτό βρίσκεται η τελική νίκη του διαβόλου. Επειδή η Παγκόσµια Θρησκεία δεν µπορεί να περιέχει καθόλου «ατοµιστικές µισαλλόδοξες» ιδέες δεν θα έχει τίποτα κοινό µε το Χριστιανισµό, εκτός από τη σηµασιολογία του. Ο «κόσµος» και η «σάρκα» µπορούν να είναι φωτιά στη σόµπα και στην καµινάδα, αλλά η Παγκόσµια Θρησκεία θα είναι µια ολική πυρκαγιά για το Χριστιανισµό. Το ζήτηµα σε όλα αυτά είναι ότι ο Ιησουΐτης ιερέας Teilhard de Chardin έχει ήδη θέσει το θεµέλιο για ένα «Νέο Χριστιανισµό», ο οποίος είναι ακριβώς όπως οι προδιαγραφές του Σουάµι Βιβεκανάντα για την Παγκόσµια Θρησκεία. Ο Teilhard de Chardin αποτελεί παρεκτροπή επειδή, αντιθέτως µε τους παραδοσιακούς θεολόγους της Ρώµης, εκτιµάται πάρα πολύ από τον λόγιο κλήρο ο οποίος, µε επιείκεια, πιστεύω ότι δεν έχει ιδέα για τι πράγµα µιλάει, γιατί οι ιδέες του Teilhard είναι σε ένα µεγάλο βαθµό λογοκλοπία από τη Βεδάντα και την Τάντρα, κολληµένες µαζί µε φρασεολογία που ηχεί χριστιανική και έντονα χρωµατισµένες µε εξελικτισµό
. Ας παραθέσω ένα παράδειγµα από αυτόν: «Ο κόσµος µέσα στον οποίο ζω γίνεται θεϊκός. Αλλά αυτές οι φλόγες δεν µε καίνε ολοκληρωτικά, ούτε αυτά τα νερά µε διαλύουν· γιατί, αντιθέτως µε τις ψευδείς µορφές του µονισµού που µας ωθούν µέσω της παθητικότητας στην αναισθησία (έλλειψη συνειδητότητας), ο παν – Χριστιανισµός που ανακαλύπτω τοποθετεί την ένωση στο τέρµα µιας επίπονης πορείας διαφοροποίησης. Θα αποκτήσω το πνεύµα µόνο απελευθερώνοντας τελείως διεξοδικά όλες τις δυνάµεις της ύλης... Αναγνωρίζω ότι, ακολουθώντας το παράδειγµα του ενσαρκωµένου Θεού που µου αποκαλύφθηκε µέσω της Καθολικής πίστης, µπορώ να σωθώ µόνο µε το να γίνω ένα µε το σύµπαν». Αυτό είναι απροκάλυπτος Ινδουϊσµός. Έχει λίγο απ’ όλα µέσα – ένα αναγνωρίσιµο απόσπασµα από µια Ουπάνισαδ (Upanishad) και κοµµάτια από πολλά από τα φιλοσοφικά συστήµατα και τις πρακτικές τους. Σε µια συνέντευξη τύπου που έδωσε ο π. Arrupe, αρχηγός της Εταιρείας του Ιησού, τον Ιούνιο του 1965, υπερασπίστηκε τον Teilhard de Chardin για το λόγο ότι «δεν ήταν επαγγελµατίας θεολόγος και φιλόσοφος, έτσι ώστε είναι πιθανόν να µην έχει γνώση όλων των φιλοσοφικών και θεολογικών περιπλοκών που συνδέονται µε κάποιες από τις εµπνεύσεις του». Μετά ο π. Arrupe τον εξύµνησε: «Ο π. Teilhard είναι ένας από τους µεγάλους κυρίους της σύγχρονης σκέψης, και δεν είναι ν’ απορεί κανείς µε την επιτυχία του. Για την ακρίβεια έφερε σε πέρας µια µεγάλη προσπάθεια να συµφιλιώσει τον κόσµο της επιστήµης µε τον κόσµο της πίστης». Το τελικό αποτέλεσµα της συµφιλίωσης είναι µια νέα θρησκεία. Και µε λόγια του Teilhard: «Η νέα θρησκεία θα είναι ακριβώς η ίδια ο παλιός µας Χριστιανισµός, αλλά µε µια νέα ζωή, ξεκαθαρισµένη από την εύλογη εξέλιξη των δογµάτων του καθώς αυτά έρχονται σε επαφή µε νέες ιδέες». Με αυτή η µικρή ιδέα από το υπόβαθρο, ας κοιτάξουµε την Παγκόσµια Θρησκεία του Βιβεκανάντα και τον «Νέο Χριστιανισµό» του Teilhard. Η Παγκόσµια Θρησκεία έτσι όπως προτάθηκε από τον Βιβεκανάντα πρέπει να έχει πέντε χαρακτηριστικά. Πρώτον, πρέπει να είναι επιστηµονική. Θα οικοδοµηθεί πάνω σε πνευµατικούς νόµους. Έτσι, θα είναι µια αληθινή κι επιστηµονική θρησκεία. Στην πραγµατικότητα, και ο Βιβεκανάντα και ο Teilhard χρησιµοποιούν θεωρητικό επιστηµονισµό ως άρθρο της πίστης τους. ∆εύτερον, το θεµέλιό της είναι η εξέλιξη. Με λόγια του Teilhard: «Μια µέχρι τώρα άγνωστη µορφή θρησκείας – µια που κανείς δεν µπόρεσε ακόµα να φανταστεί ή να περιγράψει, λόγω έλλειψης ενός σύµπαντος αρκετά µεγάλου και αρκετά οργανικού ώστε να την εµπεριέχει – ανθίζει στις καρδιές των ανθρώπων, από ένα σπόρο που έσπειρε η ιδέα της εξέλιξης». Και πάλι: «το προπατορικό αµάρτηµα... µας δένει χειροπόδαρα και µας στεγνώνει το αίµα» επειδή «έτσι όπως εκφράζεται τώρα, αντιπροσωπεύει µια επιβίωση στατικών αρχών οι οποίες είναι ένας αναχρονισµός µέσα στο εξελικτικό σύστηµα σκέψης µας». Τέτοια ψευδοθρησκευτική αρχή «εξέλιξης», η οποία έχει συνειδητά απορριφθεί από τη χριστιανική σκέψη, είναι βασική στην ινδουϊστική σκέψη για χιλιετηρίδες· κάθε ινδουϊστική θρησκευτική πρακτική την θεωρεί δεδοµένη. Τρίτον, η Παγκόσµια Θρησκεία δεν θα οικοδοµηθεί γύρω από κάποια συγκεκριµένη προσωπικότητα, αλλά θα θεµελιωθεί πάνω σε «αιώνιες αρχές».
Ο Teilhard είναι για τα καλά στο δρόµο προς τον απρόσωπο θεό όταν γράφει: «Ο Χριστός µου γίνεται όλο και πιο απαραίτητος... αλλά ταυτόχρονα η µορφή του ιστορικού Χριστού γίνεται όλο και λιγότερο ουσιώδης και ευδιάκριτη για µένα». «...η οπτική µου γι’ Αυτόν µε πάει συνεχώς µακρύτερα και υψηλότερα εµπρός στον άξονα της (ελπίζω) ορθοδοξίας». Λυπάµαι που το λέω, αλλά αυτό το πνεύµα του µη ιστορικού «Χριστού» είναι ινδουϊστική ορθοδοξία, όχι χριστιανική. Τέταρτον, ο κύριος σκοπός της Παγκόσµιας Θρησκείας θα είναι να ικανοποιεί τις πνευµατικές ανάγκες ανδρών και γυναικών µε διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι πρωτότυπες «διασπαστικές» θρησκείες δεν µπορούν να το κάνουν αυτό. Ο Teilhard πίστευε ότι ο Χριστιανισµός δεν ταίριαζε µε τις θρησκευτικές επιθυµίες όλων. Κατέγραψε τη δυσαρέσκειά του µ’ αυτά τα λόγια: «Ο Χριστιανισµός είναι ακόµα καταφύγιο σε κάποιο βαθµό, αλλά δεν αγκαλιάζει, ή δεν ικανοποιεί ή ακόµα δεν καθοδηγεί άλλο πια τη ‘’σύγχρονη ψυχή’’». Πέµπτο και τελευταίο, µέσα στην Παγκόσµια Θρησκεία (ή Νέο Χριστιανισµό), ταξιδεύουµε σιγά- σιγά όλοι µαζί προς τον ίδιο προορισµό. Για τον Teilhard de Chardin αυτό είναι το σηµείο Ωµέγα, το οποίο ανήκει σε κάτι που είναι πέρα από αναπαράσταση. Για τον Βιβεκανάντα είναι το Οµ, η ιερή συλλαβή των Ινδουϊστών: «Όλη η ανθρωπότητα, συγκλίνοντας στους πρόποδες αυτού του ιερού µέρους όπου βρίσκεται το σύµβολο που δεν είναι σύµβολο, το όνοµα που είναι πέρα από κάθε ήχο». Που θα τελειώσει αυτή η αλλοίωση του Χριστιανισµού και ο θρίαµβος του Ινδουϊσµού; Θα έχουµε το Οµ, ή θα έχουµε το Ωµέγα; 3. Το « θαύ µ α » ενός φακίρη και η προσευχή του Ιησού Αρχιµανδρίτη Νικολάι Drobyazgin Ο συγγραφέας αυτής της κατάθεσης, ένας νεοµάρτυρας της κοµµουνιστικής σκλαβιάς, απολάµβανε µια λαµπρή κοσµική σταδιοδροµία ως διοικητής στο Ναυτικό, όντας παράλληλα βαθειά αναµεµειγµένος στον αποκρυφισµό ως εκδότης της αποκρυφιστικής εφηµερίδας «Rebus». Καθώς σώθηκε από σχεδόν βέβαιο θάνατο στη θάλασσα από ένα θαύµα του αγίου Σεραφείµ, έκανε ένα προσκύνηµα στο Σαρώφ και µετά εγκατέλειψε την κοσµική σταδιοδροµία του και τους δεσµούς µε τον αποκρυφισµό για να γίνει µοναχός. Αφ’ ότου χειροτονήθηκε ιερέας, υπηρέτησε ως ιεραπόστολος στην Κίνα, την Ινδία και το Θιβέτ, ως ιερέας σε διάφορες εκκλησίες πρεσβειών, και ως ηγούµενος πολλών µοναστηριών. Μετά το 1914 έζησε στη Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου, όπου συζητούσε µε τους νέους που τον επισκέπτονταν σχετικά µε την επιρροή του αποκρυφισµού σε σύγχρονα γεγονότα στη Ρωσία. Το φθινόπωρο του 1924, ένα µήνα αφ’ ότου τον είχε επισκεφθεί κάποιος Tuholx, ο συγγραφέας του βιβλίου «Μαύρη Μαγεία», δολοφονήθηκε από «αγνώστους» στο κελλί του, µε φανερή ανοχή των Μπολσεβίκων, καρφωµένος από στιλέτο µε ειδική λαβή, η οποία είχε ξεκάθαρη αποκρυφιστική σηµασία. Το γεγονός που περιγράφεται εδώ, αποκαλυπτικό της φύσης ενός από τα µεντιουµιστικά «χαρίσµατα» τα οποία είναι κοινά στις ανατολικές θρησκείες, έλαβε χώρα λίγο πριν το 1900, και καταγράφηκε γύρω στο 1922 από τον γιατρό Α. Π. Τιµόφιεβιτς, τώρα τελευταία στη γυναικεία µονή του Νόβο Ντιβέγιεβο, στη Νέα Υόρκη. (Το ρωσικό κείµενο δηµοσιεύθηκε στο «Orthodox Life» το 1956, Νο 1). Μια θαυµάσια τροπική αυγή, το πλοίο µας διέσχιζε τα νερά του Ινδικού Ωκεανού, πλησιάζοντας το νησί της Κεϋλάνης.
Τα εύθυµα πρόσωπα των επιβατών – οι περισσότεροι Άγγλοι µε τις οικογένειές τους, που ταξίδευαν για τις εργασίες τους ή για δουλειά στην ινδική αποικία τους, κοιτούσαν ακόρεστα στο βάθος, ψάχνοντας µε τα µάτια το µαγεµένο νησί, το οποίο για τους περισσότερους, από την παιδική τους ηλικία, είχε στην πράξη συνδεθεί µε τόσα που ήταν ενδιαφέροντα και µυστήρια στις ιστορίες και τις περιγραφές των ταξιδιωτών. Το νησί ακόµα ελάχιστα ορατό ενώ ένα λεπτό, µεθυστικό άρωµα από τα δέντρα του τύλιγε ήδη το πλοίο όλο και περισσότερο µε κάθε περαστικό µελτέµι. Τελικά ένα είδος µπλε σύννεφου απλώθηκε στον ορίζοντα, αυξάνοντας συνεχώς σε µέγεθος καθώς το πλοίο πλησίαζε γρήγορα. Κανείς µπορούσε να δει τα κτίρια που απλώνονταν κατά µήκος της ακτής, χωµένα µέσα στην πρασινάδα των µεγαλοπρεπών φοινίκων, και το πολύχρωµο πλήθος των ντόπιων κατοίκων που περίµεναν την άφιξη του πλοίου. Οι επιβάτες, που είχαν γρήγορα γνωριστεί ο ένας µε τον άλλον πάνω στο πλοίο, γελούσαν και συζητούσαν ζωηρά στο κατάστρωµα, θαυµάζοντας το καταπληκτικό σκηνικό του παραµυθένιου νησιού, καθώς αυτό ξεδιπλωνόταν µπροστά στα µάτια τους. Το πλοίο κινιόταν αργά· προετοιµαζόταν να αγκυροβολήσει στην αποβάθρα της πόλης – λιµανιού Colombo. Εδώ το πλοίο σταµάτησε να πάρει κάρβουνο, και οι επιβάτες είχαν αρκετό χρόνο για να βγουν στην ακτή. Η µέρα ήταν τόσο ζεστή ώστε πολλοί επιβάτες αποφάσισαν να µη φύγουν από το πλοίο µέχρι το απόγευµα, όταν µια ευχάριστη δροσιά αντικατέστησε τη ζέστη της µέρας. Μια µικρή οµάδα οκτώ ανθρώπων – ανάµεσά τους κι εγώ – οδηγείτο από τον συνταγµατάρχη Elliot, που είχε ξαναβρεθεί στο Κολόµπο πρωτύτερα και ήξερε καλά την πόλη και τα περίχωρα. Αυτός έκανε µια δελεαστική πρόταση: «Κυρίες και κύριοι! Θα θέλατε να πάµε µερικά µίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθούµε έναν από τους τοπικούς µάγους – φακίρηδες; Ίσως να δούµε κάτι ενδιαφέρον». Όλοι δέχτηκαν την πρόταση του συνταγµατάρχη µε ενθουσιασµό. Ήταν ήδη απόγευµα όταν αφήσαµε πίσω τους θορυβώδεις δρόµους της πόλης και προχωρήσαµε σ’ ένα θαυµάσιο δρόµο µέσα στη ζούγκλα, που σπινθηροβολούσε από τις αναλαµπές εκατοµµυρίων πυγολαµπίδων. Στο τέλος ο δρόµος φάρδαινε ξαφνικά και µπροστά µας βρισκόταν ένα µικρό ξέφωτο, περιτριγυρισµένο από ζούγκλα προς κάθε κατεύθυνση. Στο άκρο του ξέφωτου, κάτω από ένα µεγάλο δέντρο, βρισκόταν ένα είδος καλύβας, δίπλα από την οποία έκαιγε µια φωτιά, κι ένας αδύνατος, κοκκαλιάρης γέρος µε τουρµπάνι στο κεφάλι του καθόταν σταυροπόδι, µε την ακίνητη µατιά του να κατευθύνεται στη φωτιά. Παρά τη θορυβώδη άφιξή µας, ο γέρος συνέχιζε να κάθεται εντελώς ακίνητος, µη δίνοντάς µας την παραµικρή προσοχή. Κάπου µέσα από το σκοτάδι εµφανίστηκε ένας νέος και, πηγαίνοντας στον συνταγµατάρχη, κάτι τον ρώτησε σιγανά. Μέσα σε µικρό διάστηµα έφερε έξω αρκετά σκαµνιά και η µικρή οµάδα µας παρατάχθηκε σε ηµικυκλική διάταξη, όχι µακριά από τη φωτιά. Ένας ελαφρύς κι αρωµατικός καπνός ανέβηκε. Ο γέρος καθόταν στην ίδια στάση, χωρίς φαινοµενικά να προσέχει κανέναν και τίποτα. Το µισοφέγγαρο που ανέτειλε έδιωξε σε κάποιο βαθµό το σκοτάδι της νύχτας, και στο αµυδρό φως του όλα τα αντικείµενα έπαιρναν φανταστικά περιγράµµατα. Όλοι σώπασαν χωρίς να το θέλουν, και περίµεναν να δουν τι θα συνέβαινε.
«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί, πάνω στο δέντρο!» φώναξε η δεσποινίς Μαίρη σ’ ένα εκστατικό ψίθυρο. Όλοι γυρίσαµε τα κεφάλια µας στην κατεύθυνση που µας υπέδειξε. Και πράγµατι, ολόκληρη η επιφάνεια της τεράστιας κορυφής του δέντρου, κάτω από το οποίο καθόταν ο φακίρης, ήταν σαν να έρρεε ήσυχα στον απαλό φωτισµό του φεγγαριού, και το δέντρο το ίδιο άρχισε βαθµιαία να λιώνει και να χάνει τα περιγράµµατά του· χωρίς υπερβολή, κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο κάλυµµα που γινόταν όλο και πιο συµπυκνωµένο µε κάθε στιγµή. Σύντοµα µπροστά στην κατάπληκτη µατιά µας παρουσιάστηκε µε τέλεια καθαρότητα η κυµατοειδής επιφάνεια της θάλασσας. Το ένα κύµα ακολουθούσε το άλλο µε ένα ελαφρό βόµβο, κάνοντας άσπρα σκουφάκια από αφρό· ανάλαφρα σύννεφα πλανιόντουσαν σ’ ένα ουρανό που είχε γίνει γαλάζιος. Άναυδοι, δεν µπορούσαµε να ξεκολλήσουµε απ’ αυτή την εντυπωσιακή εικόνα. Και τότε στο βάθος εµφανίστηκε ένα λευκό καράβι. Πυκνός καπνός έβγαινε από τα δυο φουγάρα του. Μας πλησίασε γρήγορα, διασχίζοντας το νερό. Προς µεγάλη µας έκπληξη αναγνωρίσαµε το δικό µας πλοίο, αυτό που µας είχε φέρει στο Κολόµπο! Ένα µουρµουρητό το διαπέρασε τις γραµµές µας καθώς διαβάσαµε στην πρύµνη, γραµµένο µε χρυσά γράµµατα, το όνοµα του πλοίου µας, «Luisa». Αλλά αυτό που µας κατέπληξε περισσότερο απ’ όλα είναι αυτό που είδαµε πάνω στο πλοίο – εµάς! Μην ξεχνάτε ότι την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε η σκέψη του κινηµατογράφου και ήταν αδύνατον ακόµα και να συλλάβει κανείς κάτι τέτοιο. Καθένας µας έβλεπε τον εαυτό του στο κατάστρωµα ανάµεσα σε ανθρώπους που γελούσαν και µιλούσαν ο ένας στον άλλον. Αλλά το πιο καταπληκτικό: ∆εν είδα µόνο τον εαυτό µου, αλλά ταυτόχρονα όλο το πλοίο µέχρι την παραµικρή λεπτοµέρεια, σαν µε το βλέµµα ενός πουλιού – κάτι που βεβαίως, απλώς δεν µπορούσε να συµβεί στ’ αλήθεια. Είδα ταυτόχρονα τον εαυτό µου ανάµεσα στους επιβάτες, και τους ναύτες να δουλεύουν στην άλλη µεριά του πλοίου, και τον καπετάνιο στην καµπίνα του, κι ακόµα και την αγαπηµένη από όλους πιθηκίνα, τη Nelly, να τρώει µπανάνες στο κεντρικό κατάρτι. Ταυτόχρονα όλοι οι σύντροφοί µου, καθένας µε τον τρόπο του, είχαν εξαφθεί από αυτό που έβλεπαν, κι εξέφραζαν τα συναισθήµατά τους µε χαµηλές φωνές και ψιθύρους συγκίνησης. Είχα εντελώς ξεχάσει ότι ήµουν ιεροµόναχος, και, κατά πως φαινόταν, δεν είχα καµµιά δουλειά να συµµετέχω σε ένα τέτοιο θέαµα. Τα µάγια ήταν τόσο ισχυρά που και ο νους και η καρδιά είχαν σωπάσει. Η καρδιά µου άρχισε να χτυπάει µε πόνο σαν σήµα κινδύνου. Ξαφνικά ήρθα στον εαυτό µου. Φόβος κατέλαβε όλη µου την ύπαρξη. Τα χείλη µου άρχισαν να κινούνται και να λένε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν µε τον αµαρτωλό!» Αµέσως ένοιωσα ανακουφισµένος. Ήταν λες και άρχιζαν να πέφτουν κάποιες µυστηριώδεις αλυσίδες που µε έδεναν.
Η προσευχή έγινε πιο συγκεντρωµένη, και µ’ αυτό επέστρεψε και η ειρήνη της ψυχής µου. Συνέχισα να κοιτώ στο δέντρο και ξαφνικά η εικόνα έγινε θολή και διαλύθηκε, σαν να την πήρε ο άνεµος. ∆εν έβλεπα τίποτ’ άλλο εκτός από το µεγάλο δέντρο, φωτισµένο από το φως του φεγγαριού, και το φακίρη που καθόταν σιωπηλός πλάι στη φωτιά, ενώ οι σύντροφοί µου συνέχιζαν να εκφράζουν αυτά που ένοιωθαν κοιτώντας την εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε ακόµα διαλυθεί. Αλλά ξαφνικά φαίνεται πως κάτι συνέβηκε και στο φακίρη. Έγειρε στο πλάι χάνοντας την ισορροπία του. Ο νεαρός έτρεξε προς τα κει τροµαγµένος. Η πνευµατιστική συγκέντρωση διακόπηκε ξαφνικά. Βαθειά συγκινηµένοι από όλη την εµπειρία που αποκόµισαν, οι θεατές σηκώθηκαν· µοιράζονταν ζωηρά τις εντυπώσεις τους ο ένας µε τον άλλον, και χωρίς καθόλου να καταλαβαίνουν γιατί το όλο πράγµα διακόπηκε τόσο απότοµα και απρόσµενα. Ο νεαρός εξήγησε ότι οφειλόταν στην εξάντληση του φακίρη, ο οποίος καθόταν όπως πριν, µε το κεφάλι κάτω, και χωρίς να δίνει την παραµικρή προσοχή στους παρισταµένους. Αφού η οµάδα µας αντάµειψε γενναιόδωρα το φακίρη µέσω του νεαρού, για την ευκαιρία που είχαµε να συµµετάσχουµε σ’ ένα τόσο καταπληκτικό θέαµα, ξεκινήσαµε γρήγορα το µικρό ταξίδι της επιστροφής. Καθώς αρχίσαµε να φεύγουµε, στράφηκα ακούσια προς τα πίσω άλλη µια φορά, µε σκοπό να εντυπώσω στη µνήµη την όλη σκηνή, και ξαφνικά ανατρίχιασα από ένα δυσάρεστο συναίσθηµα. Η µατιά µου συνάντησε τη µατιά του φακίρη, που ήταν γεµάτη µίσος. Αυτό έγινε για µια µόνο στιγµή, και µετά ξαναπήρε τη συνηθισµένη του στάση· αλλά αυτό το βλέµµα µου άνοιξε µια και καλή τα µάτια στο να συνειδητοποιήσω τίνος δύναµη παρήγαγε αυτό το «θαύµα». Η ανατολική «πνευµατικότητα» δεν περιορίζεται µε κανένα τρόπο σε τέτοια µεντιουµιστικά κόλπα, όπως αυτά που εξασκούσε αυτός ο φακίρης· θα δούµε µερικές από τις πιο ειλικρινείς πλευρές της στο επόµενο κεφάλαιο. Ακόµα, όλη η δύναµη που δίνεται σ’ όσους εξασκούν ανατολικές θρησκείες προέρχεται από το ίδιο φαινόµενο µεντιουµισµού, του οποίου το κεντρικό χαρακτηριστικό είναι µια παθητικότητα µπροστά στην «πνευµατική» πραγµατικότητα, η οποία ικανώνει κάποιον να έρθει σε επαφή µε τους «θεούς» των µη χριστιανικών θρησκειών. Αυτό το φαινόµενο εµφανίζεται στον ανατολικό «διαλογισµό» (ακόµα κι όταν µπορεί να τους έχει δοθεί το όνοµα « χριστιανικός») κι ίσως ακόµα στα περίεργα αυτά «δώρα», τα οποία στις ηµέρες µας της πνευµατικής παρακµής χαρακτηρίζονται εσφαλµένα ως «χαρισµατικά».
4. Ο Ανατολικός διαλογισ µ ός εισβάλλει στο Χριστιανισ µ ό Ως απάντηση στο ερώτηµα της πιθανότητας διαλόγου της Ορθοδοξίας µε τις διάφορες µη χριστιανικές θρησκείες, παρουσιάστηκαν στον αναγνώστη οι µαρτυρίες τριών Ορθοδόξων Χριστιανών που επιβεβαιώνουν, βάσει του Ορθοδόξου δόγµατος και της δικής τους εµπειρίας, αυτό που πάντα δίδασκε η Ορθόδοξη Εκκλησία: ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καθόλου δεν έχουν τον «ίδιο Θεό» µε τους αποκαλούµενους «µονοθεϊστές» που αρνούνται την Αγία Τριάδα· ότι οι θεοί των ειδωλολατρών είναι στην πραγµατικότητα δαίµονες· κι ότι οι εµπειρίες και οι δυνάµεις που οι ειδωλολατρικοί «θεοί» µπορούν να παράσχουν, και παρέχουν, είναι σατανικής φύσης. Αυτά µε κανένα τρόπο δεν έρχονται σε αντίθεση µε τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, ότι «Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος αυτός που τον φοβάται κι εργάζεται τη δικαιοσύνη γίνεται δεκτός από Αυτόν» (Πράξ. 10:34-35) · ή µε τα λόγια του αποστόλου Παύλου, ότι «Ο Θεός στις περασµένες γενιές άφησε τα έθνη ν’ ακολουθούν το δικό τους δρόµο, αν και δεν άφησε τον εαυτό Του χωρίς µαρτυρία, διότι σας ευεργετούσε µε το να στέλνει βροχή από τον ουρανό και εποχές καρποφόρες, µε το να γεµίζει µε τρόφιµα και χαρά την καρδιά σας» (Πράξ. 14-17). Αυτοί που ζουν κάτω από την υποδούλωση του σατανά, του «πρίγκιπα αυτού του κόσµου» (Ιω. 12:31), στο σκοτάδι που δεν έχει φωτιστεί από το χριστιανικό Ευαγγέλιο – κρίνονται στο φως της φυσικής µαρτυρίας του Θεού που κάθε άνθρωπος µπορεί να έχει, παρά την υποδούλωση αυτή. Για τον Χριστιανό, πάντως, στον οποίο έχει δοθεί η αποκάλυψη του Θεού, κανένας «διάλογος» δεν είναι δυνατός µε τους εκτός πίστης. «Να µη συνδέεστε µε τους απίστους· γιατί τι σχέση έχει η δικαιοσύνη µε την ανοµία; Ή τι επικοινωνία µπορεί να έχει το φως µε το σκοτάδι; Μπορεί να υπάρχει συµφωνία µεταξύ του Χριστού και του Βελίαλ; Ή τι κοινό έχει ο πιστός µε τον άπιστο; ... Γι’ αυτό φύγετε από µέσα από αυτούς και χωριστείτε, λέγει ο Κύριος» (Β’ Κορινθ. 6:14-17). Η χριστιανική κλήση είναι µάλλον να φέρει το φως του Ορθόδοξου Χριστιανισµού σ’ αυτούς, καθώς έκανε ο άγιος Πέτρος στη θεοσεβή οικογένεια του Κορνηλίου του εκατοντάρχου (Πράξεις 10:34-48), µε σκοπό να φωτίσει το σκοτάδι τους και να τους ενώσει µε το εκλεκτό ποίµνιο της Εκκλησίας του Χριστού. Όλα αυτά είναι αρκετά προφανή στους Ορθόδοξους Χριστιανούς που γνωρίζουν και πιστεύουν στην αλήθεια της αποκάλυψης του Θεού στην Εκκλησία του Χριστού. Όµως, πολλοί που θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό έχουν πολύ µικρή γνώση της ριζικής διαφοράς µεταξύ του Χριστιανισµού και των άλλων θρησκειών· και µερικοί που µπορεί να έχουν αυτή τη γνώση, έχουν πολύ λίγη διάκριση στον τοµέα των «πνευµατικών εµπειριών» - µια διάκριση που έχει εξασκηθεί και καταγραφεί στα Ορθόδοξα πατερικά συγγράµµατα και τα συναξάρια των Αγίων για 2.000 χρόνια σχεδόν. Στην απουσία τέτοιας γνώσης και διάκρισης, η αυξανόµενη παρουσία των ανατολικών θρησκευτικών κινήσεων στη ∆ύση, ειδικά τις περασµένες δυο δεκαετίες, έχει προκαλέσει µεγάλη σύγχυση στα µυαλά πολλών δήθεν Χριστιανών. Η περίπτωση του Thomas Merton έρχεται αµέσως στο νου: ένας ειλικρινής νεοφώτιστος στο Ρωµαιοκαθολικισµό και τον Καθολικό µοναχισµό περίπου 400 χρόνια πριν (πολύ πριν τις ριζικές µεταρρυθµίσεις του Βατικανού), τελείωσε τη ζωή του διακηρύσσοντας την ισότητα των χριστιανικών θρησκευτικών εµπειριών και των εµπειριών του Ζεν Βουδισµού κι άλλων παγανιστικών θρησκειών. Κάτι έχει «εισχωρήσει στον αέρα» σ’ αυτές τις τελευταίες δυο δεκαετίες περίπου, κάτι που έχει διαβρώσει ό,τι απέµενε από την ορθή χριστιανική αντίληψη στον Προτεσταντισµό και το Ρωµαιοκαθολικισµό, και τώρα επιτίθεται στην ίδια την Εκκλησία, την Αγία Ορθοδοξία. Ο «διάλογος µε τις µη χριστιανικές θρησκείες» είναι µάλλον ένα αποτέλεσµα παρά µια αιτία αυτού του νέου «πνεύµατος».
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουµε µερικά από τα ανατολικά θρησκευτικά κινήµατα που είχαν επιρροή στη δεκαετία του 1970, µε ιδιαίτερη έµφαση στις προσπάθειες ανάπτυξης ενός συγκρητισµού Χριστιανισµού και ανατολικών θρησκειών ειδικά στον τοµέα των «πνευµατικών πρακτικών». Τέτοιες προσπάθειες πολύ συχνά παραθέτουν τη Φιλοκαλία και την ανατολική Ορθόδοξη παράδοση της ενατενιστικής προσευχής, ως πιο συγγενείς µε τις ανατολικές πνευµατικές πρακτικές από οτιδήποτε υπάρχει στη ∆ύση· είναι λοιπόν καιρός, να καταδείξουµε µε σαφήνεια τη µεγάλη άβυσσο που υπάρχει µεταξύ χριστιανικής και µη χριστιανικής «πνευµατικής εµπειρίας», και γιατί η θρησκευτική φιλοσοφία που αποτελεί το υπόβαθρο αυτού του νέου συγκρητισµού είναι κίβδηλη και επικίνδυνη. 1. «Χριστιανική γιόγκα» Η ινδουϊστική γιόγκα είναι γνωστή στη ∆ύση για πολλές δεκαετίες, και ειδικά στην Αµερική έχει γίνει αφορµή για αναρίθµητες λατρείες κι ακόµα µια εκλαϊκευµένη µορφή ψυχικής θεραπείας που υποτίθεται ότι δεν έχει θρησκευτικούς σκοπούς. Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, ένας Γάλλος Βενεδικτίνος µοναχός έγραψε για τις εµπειρίες του κατά τη διαµόρφωση της γιόγκα σε µια «χριστιανική» πειθαρχία η περιγραφή που ακολουθεί είναι παρµένη από το βιβλίο του (J. M. Dechanet, Christian Yoga, Harper & Row, New York, 1972). Η ινδουϊστική γιόγκα είναι µια πειθαρχία που προϋποθέτει µια µάλλον λιτή, πειθαρχηµένη ζωή, και συνίσταται σε έλεγχο της αναπνοής και συγκεκριµένες σωµατικές στάσεις που παράγουν µια κατάσταση χαλάρωσης στην οποία κάποιος διαλογίζεται, συνήθως µε τη βοήθεια ενός µάντρα ή ιερής λέξης που βοηθά στη συγκέντρωση. Η ουσία της γιόγκα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η πειθαρχία, αλλά ο διαλογισµός, που είναι ο σκοπός της. Ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν γράφει: «Ο σκοπός της ινδουϊστικής γιόγκα είναι πνευµατικός. Είναι ισοδύναµο µε προδοσία να ξεχνάει κανείς αυτό και να διατηρεί µόνο την καθαρά σωµατική µορφή αυτής της αρχαίας πειθαρχίας, για να µη δει σ’ αυτήν τίποτα περισσότερο, παρά ένα µέσο για τη σωµατική υγεία ή οµορφιά» (σελ. 54). Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί ότι το πρόσωπο που χρησιµοποιεί τη γιόγκα µόνο για φυσική ευεξία ήδη εκθέτει τον εαυτό του σε συγκεκριµένες πνευµατικές στάσεις, για τις οποίες αναµφίβολα δεν έχει ιδέα· περισσότερα γι’ αυτό θα λεχθούν παρακάτω. Ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει µετά: «Η τέχνη του γιόγκι είναι να εδραιώσει τον εαυτό του µέσα σε απόλυτη σιωπή, να αδειάσει από όλες τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, να απορρίψει και να ξεχάσει τα πάντα εκτός από αυτή τη µοναδική ιδέα: ο αληθινός εαυτός του ανθρώπου είναι θεϊκός· είναι Θεός, και το υπόλοιπο είναι σιωπή» (σελ. 63). Αυτή η ιδέα βέβαια δεν είναι χριστιανική αλλά παγανιστική, όµως ο σκοπός της «χριστιανικής γιόγκα» είναι να χρησιµοποιήσει την τεχνική της γιόγκα για ένα διαφορετικό πνευµατικό σκοπό, για «χριστιανικό» διαλογισµό. Το αντικείµενο της τεχνικής γιόγκα, σύµφωνα µε αυτή την οπτική, είναι να κάνει κάποιον χαλαρό, ευχαριστηµένο, χωρίς σκέψεις, και παθητικό ή δεκτικό σε πνευµατικές ιδέες και εµπειρίες. «Αµέσως µόλις κάνεις τη στάση, θα νοιώσεις το σώµα σου να χαλαρώνει κι ένα αίσθηµα γενικής ευεξίας θα εδραιωθεί µέσα σου» (σελ. 158). Οι ασκήσεις παράγουν «µια ασυνήθιστη αίσθηση ηρεµίας» (σελ. 6).
«Στην αρχή κάποιος έχει το αίσθηµα ενός γενικού καλµαρίσµατος, µιας ευεξίας που τον καταλαµβάνει, µιας ευφορίας που θα κρατήσει, και που πραγµατικά κρατάει. Αν τα νεύρα κάποιου είναι ερεθισµένα και τεντωµένα, οι ασκήσεις τα ηρεµούν, και η κούραση εξαφανίζεται σε µικρό χρονικό διάστηµα» (σελ. 49). «Ο σκοπός όλων των προσπαθειών (του γιόγκι) είναι να σωπάσει τον σκεπτόµενο εαυτό µέσα του, µε το να κλείνει τα µάτια σε κάθε είδος έλξης» (σελ. 55). Η ευφορία που φέρνει η γιόγκα «µπορεί να αποκληθεί µια ‘’κατάσταση υγείας’’ που µας επιτρέπει να κάνουµε περισσότερα και να τα κάνουµε καλύτερα στο ανθρώπινο πεδίο, κατ’ αρχήν, και στο χριστιανικό, πνευµατικό πεδίο κατόπιν. Η πιο κατάλληλη λέξη για να το περιγράψει είναι ευχαρίστηση, µια ευχαρίστηση που ενοικεί στο σώµα και στην ψυχή, και µας προδιαθέτει... προς την πνευµατική ζωή» (σελ. 31). Ολόκληρη η προσωπικότητα κάποιου µπορεί να αλλάξει από αυτό: «Η Χάθα (Hatha) γιόγκα αλλάζει το χαρακτήρα προς το καλό. Μετά από µερικές εβδοµάδες πρακτικής, παραδέχεται κανείς ότι δεν γνωρίζει πια τον εαυτό του, και όλοι αντιλαµβάνονται µια αλλαγή στη συµπεριφορά και τις αντιδράσεις. Είναι πιο ευγενικός και µε περισσότερη κατανόηση. Αντιµετωπίζει τις εµπειρίες ήρεµα. Είναι ευχαριστηµένος... ολόκληρη η προσωπικότητά του έχει µεταβληθεί κι αυτός ο ίδιος τη νιώθει να σταθεροποιείται και να ξανοίγεται προς τα έξω· από αυτό προκύπτει µια σχεδόν µόνιµη κατάσταση ευφορίας, ‘’ευχαρίστησης’’» (σελ. 50). Όµως όλα αυτά είναι µόνο µια προετοιµασία για ένα «πνευµατικό» σκοπό, ο οποίος αρχίζει να γίνεται αισθητός πολύ σύντοµα: «Καθώς έγινα στοχαστικός σε διάστηµα εβδοµάδων, στην προσευχή µου δόθηκε µια ιδιάζουσα και νέα απόχρωση» (σελ. 7). Καθώς έγινε ασυνήθιστα ήρεµος, ο συγγραφέας παρατήρησε «την ευκολία που είχε να αρχίσει προσευχή, να συγκεντρωθεί σε ένα θέµα» (σελ. 6). Γίνεται κανείς «πιο δεκτικός σε εµπνεύσεις και ερεθίσµατα από τον ουρανό» (σελ. 13). «Η πρακτική της γιόγκα τείνει προς αυξηµένη ευκαµψία και δεκτικότητα, και κατά συνέπεια σε άνοιγµα προς αυτές τις προσωπικές ανταλλαγές µεταξύ του Θεού και της ψυχής, που σηµατοδοτούν το δρόµο της µυστικιστικής ζωής» (σελ. 31). Ακόµα και για τον «µαθητευόµενο γιόγκι» η προσευχή γίνεται «γλυκειά» και «αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο» (σελ. 183). Είναι κανείς χαλαρωµένος κι «έτοιµος να ριγήσει στο άγγιγµα του Αγίου Πνεύµατος, να δεχθεί και να καλωσορίσει ό,τι ο Θεός, µέσα στην αγαθότητά Του, βρίσκει κατάλληλη εµπειρία για µας» (σελ. 71). «Πρέπει να κάνουµε την ύπαρξή µας έτοιµη να αρπαγεί, να καταληφθεί – κι αυτή είναι σίγουρα µια από τις µορφές, για την ακρίβεια η υψηλότερη µορφή χριστιανικής ενατένισης» (σελ. 72). «Κάθε µέρα οι ασκήσεις, και για την ακρίβεια όλη η ασκητική πειθαρχία της γιόγκα, διευκολύνει τη χάρη του Χριστού να ρέει µέσα µου. Νοιώθω αυξηµένη την πείνα µου για το Θεό και τη δίψα µου για δικαιοσύνη και την επιθυµία µου να είµαι Χριστιανός µε την πλήρη δυναµική της λέξης» (σελ. 11). Ο καθένας που καταλαβαίνει τη φύση της πλάνης, (βλ. παρακάτω, κεφ. 7), θα αναγνωρίσει σ’ αυτή την περιγραφή της «χριστιανικής γιόγκα» ακριβώς τα χαρακτηριστικά αυτών που έχουν λοξοδροµήσει πνευµατικά, είτε σε παγανιστικές θρησκευτικές εµπειρίες είτε σε αιρετικές «χριστιανικές» εµπειρίες. Ο ίδιος µόχθος για «ιερά και θεϊκά αισθήµατα», το ίδιο άνοιγµα και η προθυµία για «αρπαγή» από ένα πνεύµα, η ίδια αναζήτηση όχι για το Θεό αλλά για «πνευµατική παρηγοριά», η ίδια αυτοµέθη που λανθασµένα θεωρείται ως «κατάσταση χάρης», η ίδια απίστευτη ευκολία µε την οποία κανείς γίνεται «ενατενιστής» ή «µυστικιστής», οι ίδιες «µυστικές αποκαλύψεις» και ψευδοπνευµατικές καταστάσεις. Αυτά είναι τα κοινά χαρακτηριστικά όλων όσων βρίσκονται σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση πνευµατικής πλάνης. Αλλά ο συγγραφέας της «χριστιανικής γιόγκα», όντας Βενεδικτίνος µοναχός, προσθέτει κάποιους ειδικούς «διαλογισµούς» που τον αποκαλύπτουν γεµάτο από το πνεύµα του ρωµαιοκαθολικού «διαλογισµού» των πρόσφατων αιώνων, ο οποίος είναι ελεύθερο παιχνίδι φαντασιών πάνω σε χριστιανικά θέµατα. Έτσι, για παράδειγµα, έχοντας διαλογιστεί σε ένα θέµα της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, αρχίζει να βλέπει το Παιδίον στην αγκαλιά της Μητέρας Του: «Κοιτώ· τίποτα περισσότερο. Εικόνες, ιδέες (συνειρµοί ιδεών: Σωτήρας-Βασιλιάς-Φως-Φωτοστέφανο-Ποιµένας-Παιδίον-Φως και πάλι) έρχονται η µια µετά την άλλη, τρέχουν στο παρελθόν... Όλα αυτά τα κοµµάτια ενός ιερού παζλ βαλµένα µαζί εγείρουν µια ιδέα µέσα µου... ένα σιωπηλό όραµα του όλου µυστηρίου των Χριστουγέννων» (σελ. 161-2).
Ο καθένας µε την παραµικρή γνώση της Ορθόδοξης πνευµατικής πειθαρχίας, θα δει ότι αυτός ο αξιολύπητος «Χριστιανός γιόγκι» έχει πέσει για τα καλά σε µια παγίδα στηµένη από έναν από τους κατώτερους δαίµονες, που καραδοκούν για τον αναζητητή «πνευµατικών εµπειριών»: δεν έχει καν δει έναν «άγγελο φωτός», αλλά έχει µονάχα παραδοθεί στις δικές του «θρησκευτικές φαντασιώσεις», προϊόν µιας καρδιάς κι ενός νου εντελώς απροετοίµαστου για πνευµατικό πόλεµο και για τις απάτες των δαιµόνων. Τέτοιος «διαλογισµός» εξασκείται σήµερα σ’ έναν αριθµό ρωµαιοκαθολικών µοναστηριών, αντρικών και γυναικείων. Το γεγονός ότι το βιβλίο τελειώνει µε ένα άρθρο του Γάλλου µεταφραστή της Φιλοκαλίας, µαζί µε αποσπάσµατα από τη Φιλοκαλία, αποκαλύπτει µόνο την άβυσσο που χωρίζει αυτούς τους ερασιτέχνες από τη γνήσια πνευµατικότητα της Ορθοδοξίας, η οποία είναι εντελώς απρόσιτη στους σηµερινούς «σοφούς», που δεν καταλαβαίνουν πια τη γλώσσα της. Μια επαρκής ένδειξη της ανικανότητας του συγγραφέα να κατανοήσει τη Φιλοκαλία, είναι το ότι ονοµάζει «καρδιακή προσευχή» (η οποία στην Ορθόδοξη παράδοση είναι η υψηλότερη νοητική προσευχή, που κατορθώνεται από πολύ λίγους µόνο µετά από πολλά χρόνια ασκητικής πάλης και υποταγής σ’ ένα πραγµατικά θεοφόρο Γέροντα) το εύκολο κόλπο του να συγχρονίζεις συλλαβές στο ρυθµό του χτύπου της καρδιάς. Θα σχολιάσουµε πληρέστερα παρακάτω τα σχετικά µε τους κινδύνους της «χριστιανικής γιόγκα» όταν σηµειώσουµε τι κοινό έχει µε άλλες µορφές «ανατολικού διαλογισµού» που προσφέρονται στους Χριστιανούς σήµερα. 2. «Χριστιανικό Ζεν» Μια ανατολική θρησκευτική πρακτική σε πιο εκλαϊκευµένο επίπεδο προσφέρεται στο βιβλίο του Ιρλανδού Καθολικού ιερέα William Johston: «Χριστιανικό Ζεν». Ο συγγραφέας ξεκινά βασικά από το ίδιο σηµείο µε τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»: ένα αίσθηµα ανικανοποίητου από το ∆υτικό Χριστιανισµό, µια επιθυµία να του δώσει µια διάσταση ενατένισης ή διαλογισµού. «Πολλοί άνθρωποι, δυσαρεστηµένοι µε παλιές µορφές προσευχής, δυσαρεστηµένοι µε τις παλιές προσευχές που κάποτε εξυπηρετούσαν τόσο καλά, ψάχνουν για κάτι που θα ικανοποιήσει τις επιθυµίες της µοντέρνας καρδιάς» (σελ. 9). «Η επαφή µε το Ζεν... µου άνοιξε νέους ορίζοντες διδάσκοντάς µε ότι στο Χριστιανισµό υπάρχουν δυνατότητες που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ». Κανείς µπορεί «να εξασκεί το Ζεν ως τρόπο να βαθύνει και να διευρύνει τη χριστιανική του πίστη» (σελ. 2). Η τεχνική του ιαπωνικού Ζεν είναι πολύ παρόµοια µε αυτή της ινδικής γιόγκα – από την οποία τελικά προέρχεται – παρ’ ότι είναι µάλλον απλούστερη. Υπάρχει η ίδια βασική στάση (αλλά όχι η ποικιλία στάσεων της γιόγκα), αναπνευστική τεχνική, η επανάληψη ενός ιερού ονόµατος αν αυτό είναι επιθυµητό, όπως επίσης και άλλες τεχνικές ιδιαίτερες στο Ζεν. Ο σκοπός αυτών των τεχνικών είναι ο ίδιος µε αυτόν της γιόγκα: η κατάργηση της λογικής σκέψης και η επίτευξη µιας κατάστασης ενός ήρεµου, σιωπηλού διαλογισµού. Η καθιστή στάση «εµποδίζει την απεραντολόγα λογική και σκέψη» και καθιστά κάποιον ικανό να µεταβεί «κάτω στο κέντρο της ύπαρξής του, όντας σε µια ενατένιση σιωπηλή και χωρίς εικόνες» (σελ. 5) σε «ένα βαθύ και όµορφο πεδίο ψυχικής ζωής» (σελ. 17), σε «βαθειά εσωτερική σιωπή» (σελ. 16). Η εµπειρία που αποκτάται έτσι είναι κάτι παρόµοιο µε αυτό που επιτυγχάνεται µε τη χρήση ναρκωτικών, γιατί «οι άνθρωποι που έχουν χρησιµοποιήσει ναρκωτικά καταλαβαίνουν λίγο από Ζεν, εφόσον αυτοί έχουν αφυπνιστεί στην συνειδητοποίηση ότι στο νου υπάρχει βάθος άξιο εξερεύνησης» (σελ. 35). Κι ακόµα αυτή η εµπειρία ανοίγει «µια νέα προσέγγιση στο Χριστό, µια προσέγγιση που είναι λιγότερο δυϊστική και περισσότερο ανατολίτικη» (σελ. 48). Ακόµα και τελείως αρχάριοι στο Ζεν µπορούν να φτάσουν σε «µια αίσθηση ενότητας και µια ατµόσφαιρα υπερφυσικής παρουσίας» (σελ. 31), µια ιδιάζουσα γεύση «µυστικής σιωπής» (σελ. 30)· µέσω του Ζεν, η κατάσταση ενατένισης η µέχρι τώρα περιορισµένη σε λίγους «µυστικιστές» µπορεί τώρα να «διευρυνθεί», και «όλοι µπορούν να έχουν όραµα, όλοι µπορούν να φτάσουν στο σαµάντι (φώτιση)» (σελ. 46). Ο συγγραφέας του «χριστιανικού Ζεν» µιλάει για την ανανέωση του Χριστιανισµού· όµως παραδέχεται πως την εµπειρία που µπορεί να την προξενήσει µπορεί να την έχει ο καθένας, Χριστιανός ή µη Χριστιανός.
«Πιστεύω ότι υπάρχει µια βασική ανθρώπινη φώτιση που δεν είναι ούτε χριστιανική ούτε βουδιστική ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι απλώς ανθρώπινη» (σελ. 97). Πράγµατι, σε µια συνεδρία διαλογισµού σε ένα ναό Ζεν κοντά στο Kyoto, «το εκπληκτικό ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε κοινής πίστης. Κανένας δεν έµοιαζε να έχει το παραµικρό ενδιαφέρον για το τι πιστεύει ή δεν πιστεύει οποιοσδήποτε άλλος, και κανένας, απ’ όσο θυµάµαι, δεν ανέφερε καν το όνοµα του Θεού» (σελ. 69). Αυτός ο αγνωστικιστικός χαρακτήρας του διαλογισµού έχει ένα µεγάλο πλεονέκτηµα για «ιεραποστολικούς» σκοπούς, γιατί «µ’ αυτόν τον τρόπο ο διαλογισµός µπορεί ν διδαχθεί σε ανθρώπους που έχουν λίγη πίστη – σ’ αυτούς που είναι προβληµατισµένοι στη συνείδησή τους ή φοβούνται ότι ο Θεός είναι νεκρός. Τέτοιοι άνθρωποι µπορούν πάντα να κάθονται και να αναπνέουν. Γι’ αυτούς ο διαλογισµός είναι µια έρευνα, κι έχω ανακαλύψει... πως οι άνθρωποι που αρχίζουν να ψάχνουν µ’ αυτόν τον τρόπο τελικά βρίσκουν το Θεό. Όχι τον ανθρωποµορφικό Θεό που έχουν απορρίψει, αλλά το µεγάλο Ον µέσα στο οποίο ζούµε, κινούµαστε και υπάρχουµε» (σελ. 70). Η περιγραφή της εµπειρίας της «φώτισης» του Ζεν από το συγγραφέα αποκαλύπτει τη βασική της ταυτότητα µε την «κοσµική» εµπειρία που παρέχει ο σαµανισµός και πολλές παγανιστικές θρησκείες. «Εγώ ο ίδιος πιστεύω ότι µέσα µας βρίσκονται κλειδωµένοι χείµαρροι χαράς που µπορούν να απελευθερωθούν µε το διαλογισµό – καµµιά φορά µπορούν να ξεχυθούν µε απίστευτη δύναµη, πληµµυρίζοντας την προσωπικότητα µε µια εξαιρετική ευτυχία που κανείς δεν ξέρει από που έρχεται» (σελ. 88). Είναι ενδιαφέρον ότι όταν ο συγγραφέας γύρισε στην Αµερική µετά από 20 χρόνια στην Ιαπωνία, βρήκε αυτή την εµπειρία πολύ κοντινή µε τις εµπειρίες των Πεντηκοστιανών, κι έλαβε κι ο ίδιος το «βάπτισµα του πνεύµατος» σε µια «χαρισµατική» συγκέντρωση (σελ. 100). Ο συγγραφέας κατέληξε: «Επιστρέφοντας στην Πεντηκοστιανική συνάθροιση, µου φαίνεται ότι η χειροθεσία, οι προσευχές του λαού, η φιλανθρωπία της κοινότητας – αυτά µπορούν να είναι δυνάµεις που απελευθερώνουν την ψυχική ισχύ, η οποία φέρνει τη φώτιση στο πρόσωπο που έχει εξασκήσει τακτικά το Ζαζέν» (σελ. 92-93). Στο έβδοµο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θα εξετάσουµε τη φύση των πεντηκοστιανικών ή «χαρισµατικών» εµπειριών. ∆εν χρειάζεται να λεχθούν πολλά σε κριτική αυτών των απόψεων: είναι βασικά οι ίδιες µε αυτές του συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα», µόνο πιο εσωτερικές και πιο εκλαϊκευµένες. Οποιοσδήποτε πιστεύει ότι η αναγνωστικιστική, παγανιστική εµπειρία του Ζεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για µια «ενατενιστική ανανέωση µέσα στο Χριστιανισµό» (σελ. 4), σίγουρα δεν ξέρει τίποτα για τη µεγάλη ενατενιστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που προϋποθέτει φλογερή πίστη, ορθά δόγµατα, και έντονη ασκητική πάλη· κι όµως ο ίδιος συγγραφέας δεν διστάζει να σύρει τη Φιλοκαλία και τις «µεγάλες Ορθόδοξες σχολές» στην αφήγησή του, δηλώνοντας ότι κι αυτές επίσης οδηγούν στην κατάσταση της «ενατενιστικής σιωπής και ειρήνης» και είναι ένα παράδειγµα «Ζεν µέσα στη χριστιανική παράδοση» (σελ. 39) · και συνιστά τη χρήση της προσευχής του Ιησού κατά το διαλογισµό Ζεν γι’ αυτούς που το επιθυµούν (σελ. 28). Τέτοια άγνοια είναι ασφαλώς επικίνδυνη, ιδίως όταν ο κάτοχός της καλεί τους σπουδαστές στις διαλέξεις του να «κάθονται σε Ζαζέν για 40 λεπτά κάθε απόγευµα», σαν ένα πείραµα στο «µυστικισµό» (σελ. 30). Πόσοι πολλοί ειλικρινείς, παραπλανηµένοι ψευδοπροφήτες δεν υπάρχουν στον κόσµο σήµερα, που ο καθένας τους σκέφτεται ότι προκαλεί ευεργεσία στους συνανθρώπους του, αντί για µια πρόσκληση σε ψυχική και πνευµατική καταστροφή!
Γι’ αυτό θα µιλήσουµε περισσότερο στο συµπέρασµα πιο κάτω. 3. Υπερβατικός διαλογισµός Η τεχνική ανατολικού διαλογισµού η γνωστή ως «υπερβατικός διαλογισµός» (ή «Υ∆» για συντοµία) έχει επιτύχει τέτοια δηµοσιότητα τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Αµερική, κι έχει υποστηριχθεί µε τόσο εξοργιστικά επιπόλαιο τόνο, που κάθε σοβαρός µελετητής των σύγχρονων θρησκευτικών ρευµάτων θα έχει αρχικά την τάση να τον αψηφήσει, ως µόνο και µόνο ένα παραφουσκωµένο προϊόν της αµερικανικής διαφήµισης και των τεχνικών προσέλκυσης της προσοχής του κοινού. Όµως αυτό θα ήταν λάθος, γιατί στους σοβαρούς ισχυρισµούς του δεν διαφέρει αξιοσηµείωτα από τη γιόγκα και το Ζεν, ενώ µια προσεκτική µατιά στις τεχνικές του τον αποκαλύπτει ίσως πιο αυθεντικά «ανατολίτικο» από τους κάπως τεχνητούς συγκρητισµούς, τη «χριστιανική γιόγκα» και το «χριστιανικό Ζεν». Σύµφωνα µε µια αναγνωρισµένη έκθεση αυτής της κίνησης, τον «υπερβατικό διαλογισµό» έφερε στην Αµερική (όπου είχε την πιο θεαµατική επιτυχία) ένας µάλλον «ανορθόδοξος» Ινδός γιόγκι, ο Maharishi Mahesh, κι άρχισε να αναπτύσσεται αισθητά γύρω στο 1961. Το 1967 έλαβε ευρεία δηµοσιότητα όταν οι δηµοφιλείς τραγουδιστές γνωστοί ως «Beatles» µεταστράφηκαν σ’ αυτόν και έκοψαν τα ναρκωτικά· αλλ’ αυτοί σύντοµα εγκατέλειψαν το κίνηµα (παρ’ ότι συνέχισαν να διαλογίζονται), κι ο Maharishi άγγιξε το κατώτατο σηµείο την επόµενη χρονιά, όταν η αµερικάνικη περιοδεία του µε ένα άλλο συγκρότηµα προσηλύτων τραγουδιστών, τους «Beach Boys», εγκαταλείφθηκε ως οικονοµική αποτυχία. Η ίδια κίνηση πάντως συνέχισε να αναπτύσσεται: το 1971 την ακολουθούσαν 100.000 διαλογιζόµενοι, µε 2000 ειδικά εκπαιδευµένους δασκάλους, κάνοντάς την ήδη τη µεγαλύτερη κίνηση «ανατολικής πνευµατικότητας» στην Αµερική. Το 1975 η κίνηση έφτασε στο απόγειό της, µε σχεδόν 40.000 εκπαιδευόµενους νους κάθε µήνα και πάνω από 600.000 οπαδούς. Κατά τα έτη αυτά χρησιµοποιείτο ευρέως στο στρατό, στα δηµόσια σχολεία, στις φυλακές, τα νοσοκοµεία, και από εκκλησιαστικές οµάδες, περιλαµβανοµένων και ενοριών της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής στην Αµερική, ως µια δήθεν ουδέτερη µορφή «νοητικής θεραπείας» συµβατής µε κάθε είδος θρησκευτικής πίστης ή πρακτικής. Η µέθοδος του Υ∆ είναι ειδικά προσαρµοσµένη στον αµερικανικό τρόπο ζωής, κι έχει αποκληθεί µε συµπάθεια «µια µέθοδος για να πετύχεις πνευµατικά χωρίς να προσπαθήσεις καθόλου» (σελ. 17)· ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον αποκαλεί µια τεχνική που είναι «σαν να βουρτσίζεις τα δόντια σου» (σελ. 104). Άλλοι Ινδοί γκουρού έχουν επικρίνει αυστηρά το Μαχαρίσι, γιατί εξευτέλισε τη µακρά παράδοση της γιόγκα στην Ινδία, κάνοντας αυτή την εσωτερική πρακτική προσιτή στις µάζες για χρήµατα. (Η χρέωση το 1975 ήταν 125 δολλάρια για τη σειρά µαθηµάτων, 65 δολλάρια για τους µαθητές κολλεγίου, και προοδευτικά λιγότερα για το λύκειο, το γυµνάσιο, και τα πολύ µικρά παιδιά). Στους σκοπούς, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσµατα, ο Υ∆ δεν διαφέρει αξιοσηµείωτα από τη «χριστιανική γιόγκα» ή το «χριστιανικό Ζεν»· διαφέρει από αυτά κυρίως στην απλότητα των τεχνικών του και στην όλη φιλοσοφία του, και στην ευκολία µε την οποία επιτυγχάνονται τα αποτελέσµατά του. Σαν κι αυτά, «ο Υ∆ δεν απαιτεί καµµιά πίστη, κατανόηση, ηθικό κώδικα, ή ακόµα συµφωνία µε τις ιδέες και τη φιλοσοφία» (σελ. 104)· είναι µια καθαρή και απλή τεχνική, η οποία «βασίζεται στη φυσική ικανότητα του νου να κινείται προς µεγαλύτερη ευτυχία και απόλαυση... Κατά τον υπερβατικό διαλογισµό ο νους σας αναµένεται να ακολουθήσει ό,τι είναι πιο φυσικό και πιο ευχάριστο» (σελ. 13). «Ο Υ∆ είναι πρώτα πρακτική και µετά θεωρία. Είναι ουσιώδες στο ξεκίνηµα, το άτοµο να µην σκέφτεται καθόλου διανοητικά» (σελ. 22). Η τεχνική που επινόησε ο Μαχαρίσι είναι απαράλλαχτα η ίδια σε όλα τα κέντρα Υ∆ σε όλο τον κόσµο: Μετά από δύο εισαγωγικές διαλέξεις, πληρώνει κανείς τα δίδακτρα και µετά έρχεται για «µύηση», φέρνοντας µαζί του µια φαινοµενικά παράξενη συλλογή αντικειµένων πάντα τα ίδια: τρία κοµµάτια γλυκού φρούτου, τουλάχιστον έξι φρέσκα λουλούδια, κι ένα καθαρό µαντήλι (σελ. 39). Αυτά τοποθετούνται σ’ ένα καλάθι και µεταφέρονται στο µικρό «δωµάτιο µύησης», όπου τα βάζουν σ’ ένα τραπέζι µπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού του Μαχαρίσι, από τον οποίο αυτός µυήθηκε στη γιόγκα· στο ίδιο τραπέζι καίνε ένα καντήλι και θυµίαµα.
Ο µαθητής είναι µόνος στο δωµάτιο µε το δάσκαλό του, ο οποίος απαιτείται να έχει ο ίδιος λάβει µύηση και να έχει εκπαιδευτεί προσωπικά από τον Μαχαρίσι. Η τελετή µπροστά στο πορτραίτο διαρκεί για µισή ώρα και συνίσταται από απαλό τραγούδισµα στα Σανσκριτικά (µε νόηµα άγνωστο στον µυούµενο) και ψάλσιµο των ονοµάτων περασµένων διδασκάλων της γιόγκα· µε τη λήξη της τελετής δίνεται στον µυούµενο ένα «µάντρα», µια µυστική σανσκριτική λέξη που θα επαναλαµβάνει ακατάπαυστα κατά το διαλογισµό, και που δεν θα την ξέρει κανείς εκτός από το δάσκαλό του (σελ. 42). Η αγγλική µετάφραση αυτής της τελετουργίας δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους µυούµενους· είναι διαθέσιµη µόνο στους δασκάλους και στους ίδιους τους µυητές. Περιλαµβάνεται σ’ ένα ανέκδοτο εγχειρίδιο που λέγεται «Η Ιερή Παράδοση», και το κείµενό της έχει τώρα τυπωθεί από το «Spiritual Counterfeits Project» (Σχέδιο Πνευµατικοί Απατεώνες) στο Berkeley ως ξεχωριστό φυλλάδιο. Αυτή η τελετή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά µια παραδοσιακή ινδουϊστική τελετή λατρείας των θεών (puja), περιλαµβανοµένου του θεοποιηµένου γκουρού του Μαχαρίσι (Shri Guru Dev) και ολόκληρης της γραµµής των «διδασκάλων» µέσω των οποίων αυτός έλαβε τη µύησή του. Η τελετή λήγει µε µια σειρά εικοσιδύο «προσφορών» στο γκουρού του Μαχαρίσι, που η καθεµιά τελειώνει µε τις λέξεις «γονατίζω στο Shri Guru Dev». Ο ίδιος ο µυητής γονατίζει µπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού Dev στο τέλος της τελετής, και καλεί τον µυούµενο να κάνει το ίδιο· µόνο τότε µυείται ο δεύτερος. (Το γονάτισµα του µυούµενου δεν είναι εντελώς απαραίτητο, αλλά οι προσφορές είναι). Έτσι ο µοντέρνος αγνωστικιστής, συνήθως εντελώς ανήξερος, έχει εισαχθεί στο χώρο των ινδουιστικών θρησκευτικών πρακτικών· τον έβαλαν πολύ εύκολα να κάνει κάτι από το οποίο οι δικοί του Χριστιανοί πρόγονοι είχαν ίσως προτιµήσει βασανιστήρια και σκληρό θάνατο: έχει προσφέρει θυσία σε ειδωλολατρικούς θεούς. Στο πνευµατικό πεδίο είναι ίσως αυτή η αµαρτία, παρά η ίδια η ψυχική τεχνική, που κυρίως εξηγεί τη θεαµατική επιτυχία του Υ∆. Από τη στιγµή που θα µυηθεί, ο µαθητής του Υ∆ διαλογίζεται δυο φορές την ηµέρα, για είκοσι λεπτά (ακριβώς το ίδιο διάστηµα συνιστάται από τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»), αφήνοντας το µυαλό να περιπλανιέται ελεύθερα, κι επαναλαµβάνοντας το µάντρα όσο συχνά το σκέφτεται· συχνά οι εµπειρίες κάποιου ελέγχονται από το δάσκαλό του. Πολύ σύντοµα, ίσως από την πρώτη προσπάθεια, αρχίζει κανείς να µπαίνει σε ένα νέο επίπεδο συνείδησης, που δεν είναι ούτε ύπνος ούτε εγρήγορση: στην κατάσταση του «υπερβατικού διαλογισµού». «Ο υπερβατικός διαλογισµός παράγει µια κατάσταση συνείδησης που δεν µοιάζει µε τίποτα από όσα έχουµε γνωρίσει πριν, και είναι κοντά στην κατάσταση εκείνη του Ζεν, η οποία αναπτύσσεται µετά από πολλά χρόνια εντατικής άσκησης» (σελ. 115). «Σε αντίθεση µε τα χρόνια που πρέπει να ξοδέψει κάποιος για να µάθει άλλες πνευµατικές πειθαρχίες και τη γιόγκα, οι οποίες προσφέρουν τα ίδια αποτελέσµατα που αξιώνουν οι οπαδοί του Υ∆, οι δάσκαλοι λένε ότι ο Υ∆ µπορεί να διδαχθεί µέσα σε διάστηµα λεπτών» (σελ. 110-111). Κάποιοι που έχουν εµπειρία τον περιγράφουν ως «µια κατάσταση εκπλήρωσης» παρόµοια µε κάποιες εµπειρίες ναρκωτικών (σελ. 85), αλλά ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον περιγράφει µε παραδοσιακούς ινδουϊστικούς όρους: «Αυτή η κατάσταση βρίσκεται πέρα από όλα όσα βλέπονται, ακούγονται, αγγίζονται, µυρίζονται και έχουν γεύση – πέρα από κάθε σκέψη και συναίσθηµα. Αυτή η κατάσταση της ανεκδήλωτης, απόλυτης, καθαρής συνείδησης της Ύπαρξης είναι η έσχατη κατάσταση ζωής» (σελ. 23). «Όταν ένα άτοµο έχει αναπτύξει την ικανότητα να φέρνει αυτή τη βαθειά κατάσταση στο επίπεδο του συνειδητού σε µόνιµη βάση, λέµε ότι έχει φτάσει την κοσµική συνείδηση, το σκοπό όλων των διαλογιζοµένων» (σελ. 25). Στα προχωρηµένα επίπεδα του Υ∆ διδάσκονται οι βασικές στάσεις της γιόγκα, αλλά δεν είναι απαραίτητες για την επιτυχία της βασικής τεχνικής· ούτε κάποια ασκητική προπαρασκευή απαιτείται.
Από τη στιγµή που κάποιος έχει φτάσει «το υπερβατικό στάδιο ύπαρξης», όλα όσα απαιτούνται από κάποιον είναι είκοσι λεπτά διαλογισµού δυο φορές την ηµέρα, αφού αυτή η µορφή διαλογισµού δεν είναι καθόλου ένας ξεχωριστός τρόπος ζωής, όπως στην Ινδία, αλλά µάλλον µια πειθαρχία γι’ αυτούς που ζουν µια δραστήρια ζωή. Η διαφορά του Μαχαρίσι βρίσκεται στο ότι έχει φέρει αυτή την κατάσταση συνείδησης σε όλους, όχι µόνο σε λίγους εκλεκτούς. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες επιτυχίας του Υ∆, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αποτελεσµατικός σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις: Η έξη στα ναρκωτικά ξεπερνιέται, οικογένειες ξαναενώνονται, κάποιος γίνεται υγιής κι ευτυχισµένος· οι δάσκαλοι του Υ∆ διαρκώς χαµογελούν, γεµάτοι ευτυχία. Γενικά, ο Υ∆ δεν αντικαθιστά άλλες θρησκείες, αλλά ισχυροποιεί την πίστη σε οτιδήποτε σχεδόν· «Χριστιανοί»¨, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάντες, βρίσκουν επίσης ότι κάνει το πιστεύω τους και την πρακτική τους πιο βαθειά και πιο µεστή σε νόηµα (σελ. 105). Η άµεση και εύκολη επιτυχία του Υ∆, παρ’ ότι είναι σύµπτωµα της φθίνουσας επιρροής του Χριστιανισµού στη σύγχρονη ανθρωπότητα, οδήγησε επίσης και στη γρήγορη παρακµή του. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη κίνηση «ανατολικής πνευµατικότητας», είχε το χαρακτήρα περαστικής µόδας, και ο εξαγγελµένος σκοπός του Μαχαρίσι να «µυήσει» όλη την ανθρωπότητα είναι προφανώς καταδικασµένος σε αποτυχία. Μετά το απόγειο του 1975, οι εγγραφές σε µαθήµατα Υ∆ µειώνονται σταθερά, τόσο που το 1977 η οργάνωση ανακοίνωσε την έναρξη µιας ολόκληρης νέας σειράς «προχωρηµένων» µαθηµάτων, που φανερά επινοήθηκε µε σκοπό να ανακτήσει το δηµόσιο ενδιαφέρον και τον ενθουσιασµό. Αυτά τα µαθήµατα σκοπεύουν να οδηγήσουν τους µυηµένους στα «siddhis» ή «υπερφυσικές δυνάµεις» του Ινδουϊσµού: πέρασµα µέσα από τοίχους, να γίνεται κανείς αόρατος, αιώρηση και πτήση στον αέρα και τα παρόµοια. Τα µαθήµατα χαιρετίστηκαν γενικώς µε κυνισµό, παρ’ ότι ένα διαφηµιστικό φυλλάδιο του Υ∆ παρουσιάζει έναν «αιωρούµενο» διαλογιζόµενο (βλ. περ. Time, 8 Αυγούστου 1977, σελ. 75). Είτε τα µαθήµατα (που κοστίζουν γύρω στα 3000 δολλάρια) παράγουν τα αποτελέσµατα που ισχυρίζονται είτε όχι – αποτελέσµατα της δικαιοδοσίας των παραδοσιακών «φακίρηδων» της Ινδίας (βλ. κεφ. 3), ο Υ∆ έχει αποδειχτεί µια περαστική φάση του αποκρυφιστικού ενδιαφέροντος στο δεύτερο µισό του 20ού αιώνα. Ήδη έχουν δηµοσιευθεί πολλά παραδείγµατα τόσο δασκάλων, όσο και µαθητών του Υ∆, που έχουν προσβληθεί από τις κοινές ασθένειες αυτών που ανακατεύονται µε τον αποκρυφισµό: διανοητικές και συγκινησιακές νόσους, αυτοκτονίες, απόπειρες φόνου, δαιµονοκαταληψία. Το 1978 ένα οµοσπονδιακό ∆ικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι ο Υ∆ είναι πράγµατι θρησκευτικής φύσης και δεν µπορεί να διδάσκεται στα δηµόσια σχολεία.7 Αυτή η απόφαση αναµφίβολα θα µειώσει περισσότερο την επιρροή του Υ∆, ο οποίος, πάντως, πιθανόν να συνεχίσει να υπάρχει ως µια από τις πολλές µορφές διαλογισµού που πολλοί βρίσκουν συµβατές µε το Χριστιανισµό – άλλο ένα λυπηρό σηµείο των καιρών.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου