Αγιος Θεόδωρος Στουδίτης
Διακονήματα σχετιζόμενα με τήν Λατρεία
Κεφάλαιαο Τέταρτο
Ἀποτελεῖ σημαντικό στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τοῦ κοινοβίου κυρίως, ἡ καθημερινή ἀπασχόληση, ὅλων σέ κάποιο διακόνημα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν καθολική λειτουργία τῆς Μονῆς και ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο στήν πνευματική προκοπή τοῦ κάθε μοναχοῦ ξεχωριστά.Τά διακονήματα ἀπαιτοῦν χρόνο καί κόπο ἀπό τήν ζωή τῶν ἀδελφῶν, χρόνο καί κόπο ὅμως, ὁ ὁποῖος καταβάλλεται καί προσφέρεται ἀπό τόν καθένα μέ τήν αἴσθηση ὅτι προσφέρεται στόν ἴδιο τόν Χριστό. Μέ φιλότιμο καί ἀσκητική προθυμία, ἐμπνέει τούς ἀδελφούς ὁ ἅγιος ἡγούμενος Θεόδωρος, μέ προσευχή καί καλό λογισμό τούς προτρέπει νά ἐπιτελοῦν τά διακονήματά τους, μέ χαρά καί συνέπεια νά στέκονται στόν χῶρο τῆς ἐργασίας τους, μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί τόν ἡγούμενο γιά τήν διακριτική καί εὔστοχη ἐπιλογή καί διαλογή τοῦ διακονήματος τοῦ καθενός προσωπικά. «Τό λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίω, οἱ τάς διακονίας ἐπέχοντες ἴστε ὡς ἐν αὐταῖς πολύς ὁ μισθός ὑμῶν ὑπάρχει»399. Ἐπίσης, συνιστᾶ καί νουθετεῖ τήν προσοχή ἀπό τόν γογυσμό καί τήν ἀγανάκτηση, διότι μέ αὐτό τόν τρόπο, θά ἀπωλέσουν τούς καρπούς τῶν καμάτων τους καί θά θλίψουν τόν Κύριο. «Προσέχετε, μήπως ἐν αὐτοῖς τόν Θεόν παροργίζητε. Καιρός ἐργασίας;
Ἴωμεν ἐπί τήν ἐργασίαν»400.Πάρα πολλὰ ἦταν τὰ διακονήματα στὴ Μονὴ τῶν Στουδίου, τὸ ἀπαιτοῦσε ἄλλωστε ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ ἡ θεόπνευστη ἡγουμενεία τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς σὲ μία ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του: «οἰκονομοῦντες… ἐπιστημοναρχοῦντες… ἐξωεργοῦντες… ἀροτριοῦντες καὶ διασκάπτοντες..ὁ πρωτοβεστιάριος, ὁ κελλαρίτης, ὁ ὑποδηματορράφος, ὁ σκυτεύς… ὁ ἑστιάτωρ, ὁ ὀψοποιός, ὁ μεμβρανοποιός, ὁ ἀριστοποιός, ὁ κηπουρός, ὁ χαλκοτύπος… ὁ νοσοκόμος μετὰ τῶν συνυπουργούντων, ὁ πρωθαλιεὺς σὺν τοῖς ἁλιεῦσιν, οἱ θυρωροί, οἱ φροντισταί, οἱ ζωγράφοι… οἱ ἱερουργοῦντες, οἱ διακονοῦντες, οἱ καλλιγραφοῦντες… οἱ ψάλλοντες καὶ στιχολογοῦντες… ὁ κανοναρχῶν… οἱ ὑπουργοῦντες καὶ διακονοῦντες, οἱ ἀμφιάζοντες καὶ ἀφυπνίζοντες καὶ ἐπιτηροῦντες… οἱ χαρτουλαρευοντες καὶ οἱ νοταρεύοντες καὶ καταγραφόμενοι, οἱ χαρτοφύλακες καὶ σκευοφύλακες, οἱ κανισκάριοι καὶ κανδηλάριοι, ὁ κοσμήτωρ, ὁ ὀπωροφύλαξ, ὁ ὀράριος, ὁ οἰνοχόος, ὁ πρωτοκαλλιγράφος, ὁ βιβλιοφύλαξ, ὁ ταξιάρχης»401.Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διακονήματα ἔχουν ἄμεση σχέση καὶ ἐνεργὸ ρόλο στὴ λατρεία, ἄλλα ἔχουν ἔμμεση σχέση καὶ εἶναι ἐπικουρικὰ ἀλλὰ πάντως σημαντικὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα, κάποια ἄλλα ὡς πιὸ πρακτικὰ ἔχουν μεγίστη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας καὶ τῆς προσφορᾶς της στὴν κοινωνία, ἀλλὰ καμία σχέση μὲ τὴ λατρεία.
Ὁ ἅγιος πολλὲς φορὲς προτρέπει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ τελοῦν τὰ διακονήματά τους μὲ μεγίστη προσοχή, μὲ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, γιατί μπορεῖ ἡ διακονία νὰ εἶναι ἤ ἀφορμὴ ἀπωλείας ἤ αἰτία σωτηρίας. «Ἐν ταῇ ὑποταγῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχάς ὑμῶν402, ἐν τῇ ταπεινώσει ὑμῶν ὑψώσατε τὸ κέρας τῆς διαβιώσεως ὑμῶν, ἐν τῇ ὑπακοῇ ὑμῶν ἐνδείξασθε “μαρτύριον τῆς συνειδήσεως”403 ὑμῶν, ἀδόλως καὶ ἀκαπηλεύτως τὰς διακονίας ὑπεξέρχεσθαι»404.
1. Ἡγούμενος.
Μοναχός καί Ἡγούμενος εἶναι οἱ δύο βασικοί πυρῆνες γιά τή σωτηριώδη λειτουργία τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ πού δέν μποροῦν νά διαχωριστοῦν καί νά διασπαστοῦν σέ καμιά περίπτωση, γιά αὐτό καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος στήν ἐπιστολή του πρός τόν μαθητή τοῦ Νικόλαο ὅταν παρέλαβε «τό τῆς ἠγουμενείας ἀξίωμα»405 τοῦ ἐπισημάνει πρῶτα τό «παραφυλάξαι σέ πάντα τά ἐντεταλμένα σοί ἐν τῷ παρόντι γραμματίω» καί «οὐ διαλλάξεις οὔν ὅνπερ παρέλαβες τύπον καί κανόνα παρά τῆς πνευματικῆς σου μονῆς ἐν ἀπασιν ἄνευ ἀνάγκης»406. Τό πρῶτο πράγμα σάν ἡγούμενος εἶναι νά κρατήσει τήν ἴδια μοναστική καί πνευματική γραμμή τοῦ πρό-ἡγούμενου καί νά συνεχίσει τό λυτρωτικό καί μυστήριο ἔργο της ἡ Μονή εἰς δόξαν Θεοῦ καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν.
Βασικὴ καὶ συνεχόμενη πράξη τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, κατὰ τὴν παράδοση τῆς μοναστικῆς ζωῆς, εἶναι καὶ τὸ διακόνημα τῆς κατήχησης, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν προτρέπει νὰ τὸ τηρεῖ ͘«παραφυλάξεις πάντως τὸ ποιεῖσθαι τρισάκις τὴν κατήχησιν τῇ ἑβδομάδι καὶ καθ΄ ἑσπέραν, ἐπειδὴ πατροπαράδοτον τοῦτο καὶ σωτήριον»407.
Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγούμενου καλεῖται ὁ ἑκάστοτε διακονῶν νὰ ἔχει ὡς βίωμα τὸ ἔργο τῆς βαθειᾶς αἴσθησης τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν τήρηση τῶν θεοπνεύστων κανόνων, τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ τῆς ἁγιαστικῆς ὀρθοπραξίας, γιὰ αὐτὸ καὶ προτρέπει τὸν νέο ἡγούμενο ͘«οὐ παραβῇς τοὺς νόμους καὶ κανόνας τῶν Πατέρων, πρὸ γε πάντων τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου408˙ ἀλλὰ πᾶν, ὅτι ποιεῖς ἢ λέγεις, ὡς μαρτυρίαν ἔχων ἐκ τῶν Γραφῶν πράξεις, ἤ ὡς ἐκ πατρικῆς σου συνηθείας, ἄνευ παραβάσεως ἐντολῆς Θεοῦ»409.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος προτρέπει καὶ ὠθεῖ, καθοδηγεῖ καὶ συμπορεύεται, φωτίζει καὶ θαρροδοτεῖ, σε ἐπιστολή ἀπευθηνόμενη «τῇ ἀδελφότητι Πελεκητῆς» καί τὸν ἡγούμενό της, ὑπομνηματίζοντάς του σημαντικά καὶ βασικὰ σημεῖα τῆς εὐθύνης του. «Ἡγοῦ τῶν ἀδελφῶν, καὶ κατευοδοῦ ἐν Κυρίῳ, ὡς λόγον ἀποδώσων ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ καὶ ὡς τὸν ὑπὲρ αὐτῶν μισθὸν κομιούμενος. Καθ’ ὅσον γὰρ μέγας ζυγὸς τῆς προστασίας, κατὰ τοσούτον καὶ πολυμισθός. Μόνον ἔχε ὀφθαλμοὺς τοῦ ὁρᾶν, καὶ ὦτα τοῦ ἀκούειν, καρδίαν ἄγρυπνον καὶ θεοζήτητον, ἕξιν ποιμαντικήν, λόγον διδασκαλικόν, εὔρυθμον ἦθος, εὔσημον στάσιν καὶ βάσιν»410. Τὸν στερεώνει στὴν πραγματικότητα καὶ τὴν πρακτικὴ καλλιέργεια, στὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀντεπεξέλθει, γιὰ αὐτὸ τοῦ λέει νὰ βλέπει ἐν Χριστῷ, νὰ ἀκούει καὶ νὰ διδάσκει ἐν Χριστῷ, νὰ ζεῖ μὲ ἦθος καὶ ἄγρυπνη καρδιά, κάθε σκέψη πράξη καὶ ὅλη ἡ στάση καὶ βάση του να εἶναι «εὔσημος», νὰ ζητεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχει συναίσθηση τῆς θέσης του ποὺ ὡς ποιμένας τάχθηκε νὰ διακονήσει.
Παρόλα αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἔχει τὸ δικό του διακόνημα, ἂν καὶ ἡ ἡγουμενεία καὶ ἡ φροντίδα μίας τεράστιας ἀπαιτητικῆς ἀδελφότητας όπως τὴ δική του θὰ τοῦ ἐπέβαλε ἀπολύτως δικαιολογημένα νὰ μὴν ἔχει ἄλλο διακόνημα παρὰ μόνο τὰ τοῦ ἡγουμένου καὶ πνευματικοῦ πατέρα τῆς Μονῆς. Ὡστόσο ὡς διακόνημα «ἀντιγράφει δέλτους»411 καί καθὼς λέει καὶ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν πνευματικό του πατέρα ἅγιο Πλάτωνα ͘«πάτερ εὔχου ὅτι τὸν Ἠσαΐαν τὸν ἅγιον ἐκστηθίζω»412. Ἐπίσης ὃ ἅγιος ὄντας ποιητὴς καὶ ὑμνογράφος, μὲ στίχους ἰαμβικοὺς καταγράφει τὰ καθήκοντα τοῦ κάθε διακονήματος, καθὼς καὶ τὶς ὧρες ἐργασίας καὶ τῆς προσευχῆς413 καὶ ὄχι μόνο.
Συγγράφει κανόνες οἱ ὁποῖοι στολίζουν καὶ ὁλοκληρώνουν τὶς ἀκολουθίες πολλῶν ἁγίων. Ἕνα παράδειγμα εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ ἴδιου του ἁγίου ὅταν ἕνας ἀδελφὸς μοναχὸς μαρτυρεῖ καὶ ἀναδεικνύεται ὁμολογητὴς καὶ «περὶ τοῦ τιμίου αὐτοῦ λειψάνου, ὡς γέγραφα περὶ κανόνος, εἰ εὐδοκεῖ Κύριος, ποιήσω»414. Τὸ λειτουργικὸ βιβλίο ποὺ ἀναμορφώθηκε κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο καὶ τὴν στουδιτική παράδοση εἶναι τὸ Τριώδιο, στὸ ὁποῖο βρίσκουμε πάρα πολλὰ λειτουργικὰ στοιχεῖα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸν Κανόνα τοῦ Σταυροῦ, στὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς της Σταυροπροσκυνήσεως415.
Ὡς καλὸς ποιμένας λογικῶν προβάτων, κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου416 κυρίως, νουθετοῦσε τοὺς μοναχούς του τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα τουλάχιστον, μὲ τὸν πνευματικὸ λόγο τῶν κατηχήσεών του «πρὸς τὴν νοητὴν ὡς ἄριστα χειραγωγῶν τῆς ἐπαγγελίας κατάπαυσιν»417.
Πρόκειται γιά μία προσφορά πού ἐπιθυμεῖ ὁ ἅγιος νά τηρεῖ μέ συνέπεια, μέ κάθε ἀφορμή πού τοῦ δίνεται˙ «πάντοθεν ἐπιθυμῶ περιποιεῖσθαι ὑμῖν λόγον παρακλήσεως ἐντεῦθεν καί ἐντεῦθεν τάς ἀφορμάς ἐρανιζόμενος»418. Κι αὐτό, γιατί εἶναι ἀναγκαία ἡ κατήχηση καὶ βοηθητικὴ εἰς ἔμπνευσιν τῆς ἐπιθυμίας τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν τους ͘«ἀναγκαῖον πρὸς τοῖς λαληθεῖσι καὶ ἔτι λαλῆσαι, καὶ πρὸς τοῖς κατηχηθεῖσι καὶ ἔτι κατηχῆσαι, καὶ τοῦτο μέχρις ἂν ἐμπνέωμεν»419.
Βαθειά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς καί σωτήριας σημασίας τῶν διακονημάτων, ὅπως φαίνεται, ἔχει ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ὅταν παρακαλεῖ˙ «ἀδελφοί, ἕκαστος τήν ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ διακονίαν εὐσυνειδότως ἐχέτω, καί ἐν αὐτῇ δοξαζέτω τόν Θεόν καί κατακτάσθω τήν οἰκείαν σωτηρίαν»420.
Αὐτό, ἐπίσης, φαίνεται ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς προτροπὲς καὶ ἐξηγήσεις ὅσον ἀφορᾶ τὸν σκοπὸ τῆς κατήχησης, στὸ νὰ διεγήρει καὶ νὰ ἐμπνεύσει τοὺς ἀδελφοὺς στὸν πνευματικὸ ἀγώνα μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ͘«“τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ”421. Διά τοῦτο οὖν οὐ κόπος μοι, οὐ στενοχωρία εἰς τὸ ἐπισκέπτεσθαι ὑμᾶς διὰ τῆς κατηχήσεως καὶ διεγείρειν ὑμῶν τὸ πρόθυμον τῆς ψυχῆς εἰς τὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἐργασίαν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ εὐφροσύνης ὑπόθεσις καὶ ἀγαλλιάσεως ἀφορμὴ αὐτὸ τοῦτο λαλεῖν καὶ προσφέγγεσθαι ὑμῖν καὶ κινεῖν τὴν περὶ τοῦ σώματος ὑμῶν ὁμιλίαν, τί καὶ πῶς πηλίκως διοδεύσομεν καὶ ἐμπορευσόμεθα, εἰς ἐπιτυχίαν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν»422.
Μᾶλλον ἦταν πολλὲς οἱ φορὲς ποὺ ἡ κατήχηση γινόταν τὶς ὀρθρινὲς ὧρες πρὶν τὴν αὐγή, κυρίως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὄρθρου ἀλλὰ καὶ κατὰ τήν διάρκεια ἢ καὶ μετὰ ἀπὸ τελούμενη ἀγρυπνία. «ἴνα μὴ εἰς μακρὸν ἐκτείνω τὴν κατήχησιν διὰ τὸ αὖγος»423.
Γιά αὐτό τόν λόγο καί ὁ ἴδιος ἀγωνίζεται στό δικό του διακόνημα, πρός παραδειγματισμό ὅλων˙ «ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἐν τούτῳ πληροφορεῖ τήν διακονίαν αὐτοῦ πρός Θεόν βλέπων, παρ’ οὗ καί ἡ ἀποκαραδοκία τῆς μισθαποδοσίας… ἐμοί προσήκει φροντίζειν καί ἀγρυπνεῖν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, παρακαλεῖν τε καί νουθετεῖν ἕνα ἕκαστον424, ἰδίᾳ τε καί δημοσίᾳ, ἀναγγέλλειν τε τό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ»425. Εἶναι ἕνας μυστικός τρόπος, μέσα ἀπό τά διακονήματα, κατά τόν ἅγιο Θεόδωρο, νά ἐπιτελεῖτε ἡ θεία μεταστοιχίωση τῆς ἀδελφότητας σέ σῶμα Χριστοῦ. «Γενώμεθα, ἀδελφοί μου, ἔτι καί ἔτι «ἕν σῶμα και ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν»426 ἀλλήλους ἀγαπῶντες ὡς ἀλλήλων μέλη, ἀλλήλων ἀνεχόμενοι427, ἀλλήλους περιέποντες, ἀλλήλων τά βάρη βαστάζοντες»428.
Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν μαθητὴ καὶ πνευματικό του παιδὶ Νικόλαο, τοῦ παραθέτει τὶς ὑποθῆκες τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ἡγουμενείας καὶ ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ζητήματα, τὸν προτρέπει νὰ διατηρήσει τὴν παράδοση τῆς κατήχησης τρεῖς φορὲς τουλάχιστον, τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ καὶ στὸν καθημερινὸ ἑσπερινὸ ἢ μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. «Παραφυλάξεις πάντως τὸ ποιεῖσθαι τρισάκις τὴν κατήχησιν τὴ ἑβδομάδι καὶ καθ΄ ἑσπέραν, ἐπειδὴ πατροπαράδοτον τοῦτο καὶ σωτήριον»429.
Τὸ διακόνημα τῆς κατήχησης θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν τὸ ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς λατρευτικὴς καθημερινότητας τῆς ζωῆς τῆς ἀδελφότητας. Ὁ ἅγιος δὲν παρέλειπε ποτὲ χάριν μεγάλης ἑορτῆς, λόγω μακρῶν ἀκολουθιῶν , τὴν κατήχηση, ἀλλὰ τηρεῖ τὴν τάξη τοῦ διακονήματος καὶ ὁλοκληρώνει τὴν μυσταγωγικὴ λατρευτικὴ πράξη τοῦ κοινοβίου, μὲ τὸν κατηχητικὸ λόγο. Γιὰ παράδειγμα , τὴν Κυριακή του Πάσχα, γίνεται ἐκτενής καὶ πανηγυρικὸς λόγος πρὸς κατήχηση τῶν ἀδελφῶν430.
Κατὰ τὸν ἅγιο, τὸ ἔργο τῆς κατήχησης εἶχε μυστηριακὸ χαρακτήρα, γιατί θεωροῦσε πὼς τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔδινε τὸν λόγο, γιὰ νὰ ἀκοῦν οἱ ἀδελφοί, θεοφώτιστα λόγια καὶ νουθεσίες ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ἁγίων πατέρων. «Ἀπερικάκητός εἰμι πρὸς τὴν ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας ὑμῶν… ἐπεί φίλον Θεῷ τὸ κατὰ δύναμιν, τὸ ὀφειλόμενον ἀποπληρώσω καὶ νῦν» καὶ πάλιν «μὴ ὅτι εἰκαιολογία ἐστίν ἡ κατήχησις; Μὴ ὅτι θωπεύω φενακίζων ὑμᾶς; Μηδαμῶς, ὦ ἀδελφοί μου. ἐνηχοῦνται ὑμῶν ἀεὶ τὰ ὦτα ταῖς τῶν ἁγίων βοαῖς»431.
Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια σὲ ἄλλη κατήχησή του παρακαλεῖ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν ͘«πλατύναι τὸν Θεὸν τὴν διάνοιάν μου ἐν νοήμασι δι΄ εὐχῆς παρακαλῶ ἔχετε, ὅπως δυνηθῶ ὑμῖν ἐπαρκεῖν πρὸς ταύτην την οἰκτράν καὶ μικράν κατήχησιν, πρὸς τὰς καθ΄ ἑκάστην συμπιπτούσας καὶ παρισταμένας ὑποθέσεις, αἵτινες χρήζουσιν οὐχὶ τῆς τυχούσης μὲν παρακλήσεως, ἀλλ΄ οὐδὲ τῆς ὀλιγοστῆς παραινέσεως»432, δηλαδή, νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός, γιὰ νὰ καλύψει ὅλα τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς τῆς ἀδελφότητας καὶ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ κάθενος προσωπικά, ὡς πατέρας καὶ ἡγούμενός τους, διὰ τῆς κατηχήσεως.
2. Οἰκονόμος.
«Χαίρετε δὲ μᾶλλον οἱ πλεῖον κοπιῶντες˙ χαίρετε οἱ μειζόνως ὠφελοῦντες, χαίρετε οἱ περισσοτέρως διαλάμποντες, χαίρετε οἱ οἰκονομοῦντες»433.
Ὁ Οἰκονόμος, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς μαρτυρίες ποὺ ἐντοπίζονται στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ἡγουμένου στὶς ἐξωτερικὲς ὑποθέσεις τῆς Μονῆς, κάτι τὸ ὁποῖο φαίνεται ἐν πρώτοις ἀπὸ τὰ λεγόμενα του ἁγίου, ὅταν λέει: «ἀπήγγειλεν ἡμῖν εἰσελθὼν ὁ οἰκονόμος, τέκνα καὶ ἀδελφοί, τὴν ἐν Κυρίῳ ἀποκατάστασιν ὑμῶν καὶ ὅπως συνήλθετε εἰς ἀλλήλους οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι, οἱ μὲν κατὰ τὸ πρέπον ἀναλαβόντες τὴν προστασίαν καὶ διανείμαντες ἑκάστῳ δεόντως τὰς διακονίας» 434 .
Ἡ ὑπευθυνότητά του γιὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὑποθέσεις φαίνεται πιὸ λεπτομερῶς, ὅταν ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἅγιο ὁ οἰκονόμος για νὰ μεταφέρει καὶ νὰ παραδώσει ἀντίγραφα ἐπιστολῶν σὲ ἄλλη μονή, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἡγουμένου Θεοδώρου. «Θεοῦ δὲ κελεύσει ἐξερχόμενος ὁ αἰδεσιμότατος ἀδελφὸς ἡμῶν καὶ οἰκονόμος τῆς ἁγίας ὑμῶν μονῆς ἀγάγῃ τῇ ἁγιωσύνῃ σου ἀντίγραφα τῶν διαπεμφθεισῶν ἐπιστολῶν πρὸς ἑκάτερα πρόσωπα».
3. Καλόγηρος.
Ὁ Καλόγηρος εἶναι ὁ πρῶτος τῇ τάξει, μετὰ τὸν ἡγούμενο, βοηθὸς στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες στὴν μονὴ καὶ ἀντικαταστάτης του, σὲ περιπτώσεις ἀποδημίας τοῦ ἡγουμένου, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ἅγιος μιλώντας πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς. «Τὸν μετ’ ἐμὲ ἡγουμενεύσοντα… καὶ ἔδωκα ὑμῖν μετὰ πολλῆς περισκέψεως καὶ θείας ἐπικρίσεως τὸν καλόγηρον» 435.
Μαρτυρία ἐπίσης, γιὰ τὴν ἀντικατάσταση καὶ ἀναπλήρωση τοῦ ἡγουμένου, εἶναι καὶ ἡ διευκρίνηση τοῦ ἁγίου σὲ μία ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του. «Τῷ δέ γε νύν ἔχον ὁ καλόγηρος ἀντιπρόσωπόν μου καὶ μόνον, ἐπειδὴ τοῦτο ἀναγκαῖον, διάδοχός δέ μου οὐδείς ὡρισμένος μέχρι τοῦ τότε καιροῦ» 436.
Μία πολὺ σημαντικὴ λεπτομέρεια, γιὰ τὴ σημαντικότητα τῆς θέσης καὶ τῆς πνευματικῆς ἀξίας τοῦ διακονήματος τοῦ Καλογήρου, ἀποτελεῖ ἡ διατύπωση τῆς φράσης τοῦ ἁγίου, στὴν ὁποία δὲν λέει «ἀντιπρόσωπος», ἀλλὰ «ἀντιπρόσωπον», ἀντὶ δηλαδή τοῦ προσώπου μου437. Ἐπίσης βασικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἡγουμένου, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω, ἀποτελεῖ ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου, ὅταν σὲ ἀναγκαστικὴ ἀπουσία του ἀπὸ τὴ μονὴ ἀναφέρει: «Διὸ ἠναγκάσθην ἀποστεῖλαι τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν τὸν Καλόγηρον, ἀναπληροῦντα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν τὴν ἀπουσίαν» 438.
4. Ἱερουργοῦντες καὶ Διακονοῦντες.
Στὶς ἐνορίες οἱ ἱερεῖς καὶ διακόνοι ἔχουν μία εὐρύτερη εὐθύνη καὶ πολλαπλὴ δραστηριοποίηση, λόγω τῆς φύσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀναγκῶν τῆς ἐνορίας ὡς ἄμεσο καὶ ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς κοινωνίας. Στὰ μοναχικὰ καὶ μοναστηριακά πλαίσια, πολλὰ πράγματα διαφέρουν. Κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη «ἡ ἀκολουθία ρέει ἀνεπιτήδευτα καὶ ταπεινά, ὅπως καὶ ἡ ἐν Χριστῷ σταυρωμένη ζωή, μὲ σεμνότητα καὶ ἱεροπρέπεια. Οἱ ἱερεῖς χειροτονοῦνται διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς μονῆς καὶ ἱερατεύουν ἐκτελώντας ἔργο ὑπακοῆς γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ»439. Ἔτσι «οἱ ἱερουργοῦντες, οἱ διακονοῦντες»440 καλοῦνται νὰ διακονήσουν σύμφωνα μὲ τὴν τάξη τοῦ Μοναστηριοῦ ἐν ὑπακοῇ, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ συμβάλλουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, διὰ τῶν χαρισμάτων ποὺ τοὺς ἔχουν δοθεῖ, στὴν λατρεία τῆς ἀδελφότητας.
Εἶναι ἀρκετὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς φανερώνουν τὶς διάφορες ἱεροπραξίες ποὺ τελοῦνται κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, μέσα στὶς καταχήσεις καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Τὸ τυπικό της μονῆς προβλέπει τὴν ἀκριβῆ προσήλωση στὴν Στουδιτική διαμόρφωση τῶν ἀκολουθιῶν. Στὴν ἀκολουθία τὸ βράδυ τῆς ἀναστάσεως ἀναφέρεται ὅτι, μετὰ ἀπὸ τὴν θυμίαση τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν ἱερέα, «ἑνὸς τῶν λευϊτῶν (διακόνων) μεγαλοφώνως τό “Εὐλόγησον πάτερ”, εἰρηκότος, ἐκφωνεῖ ὁ πρεσβύτερος˙ Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ Τριάδι˙ πάντοτε νῦν»441.
Τὸ διακόνημα τῆς ἱερατικῆς ἐφημερίας σὲ μία μοναστική ἀδελφότητα εἶναι ἀπαραίτητο, λόγω τῆς πυκνῆς συχνότητας τῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Ὁ ἱερουργῶν ἱερουργεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ δεσπότου καὶ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «μυριάδων παρεστηκότων αὐτῷ καὶ χιλίων χιλιάδων λειτουργούντων αὐτῷ ἁγίων ἀγγέλων καὶ πάσης τῆς κτίσεως συμπαρούσης» 442. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ δέος καὶ τὸν φόβο Θεοῦ ποὺ τὸν διακατέχουν τὰ μοιράζεται καὶ τὰ μεταδίδει λέγοντας σὲ αὐτοὺς ποὺ τελοῦν τὸ θεῖο διακόνημα τῆς ἱερουργίας: «Οἱ ἱερουργοῦντες καὶ διακονοῦντες, ὡς ἀρχάγγελοι καὶ ἄγγελοι καὶ πρὸ τοῦ βήματος καὶ ἐν τῷ βήματι καὶ πρὸ τῶν εὐχῶν καὶ ἐν ταῖς εὐχαῖς φαίνοισθε τῷ παντοκράτορι Κυρίῳ» 443.
Σπεύδει νὰ καταρτίσει καὶ νὰ διαμορφώσει τὴ συνείδηση τῶν «εἰς ἱερουργίαν τεταγμένων» 444 , πρῶτα τονίζοντάς τους τὴν ὕψιστη εὐθύνη ποὺ ἔχουν ὡς κάτοχοι τοῦ χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης, προτρέποντάς δὲ τους πρὸς τὸ μετὰ χαρᾶς νὰ ἐπιτελοῦν «τὴν παρισταμένην διακονίαν, ὅτι οὐκ ἀνθρωπίνη οὐδὲ σαρκική ἐστιν, ἀλλὰ ἁγία καὶ σωτήριος, θεοπρεπῶς ἐκτελουμένη»445. Παράλληλα, πρὸς κατανόηση καὶ συναίσθηση τῆς θέσεώς τους, ἀναφέρει στοὺς ἰδίους: «τὸ ἐν ταῖς Πράξεσιν εἰρημένον, τὸ “ἐκλεξόμεθα ἄνδρας πλήρεις πνεύματος ἁγίου καὶ σοφίας, οὗς καταστήσωμεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης” ὥστε τῇ τοιαύτῃ χρήσει τῆς ἱερᾶς διακονίας καὶ τῶν αὐτῶν ἐκείνοις μισθῶν ἐπαξιωθῆναι» 446. Αὐτοὶ ποὺ ἐπιλέγονται νὰ διακονήσουν στὸ μέγα καὶ φοβερὸ ὑπούργημα τῆς ἱεροσύνης πρέπει νὰ εἶναι πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, ἤ τουλάχιστον νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ὡς τέτοιοι.
5. Οἱ Ψάλλοντες , Στιχολογοῦντες καὶ Κανοναρχοῦντες.
«Ἡ χρήση ψαλμῶν, ὕμνων καί ὠδῶν πνευματικῶν, ἦταν ἕνα οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς λατρείας, πού κληρονόμησε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἑβραϊκή παράδοση… Μετά τόν τέταρτο αἰώνα συνέβη στό χῶρο αὐτό προοδευτικά μία βαθειά ἀλλαγή… μία ἀλλαγή στή λειτουργικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας, στή νέα θέση της μέσα στή γενική δομή τῆς λατρείας καί στήν πρόσληψη μίας λειτουργικῆς σημασίας. Ἡ ἀλλαγή αὐτή ἀπεικονίζεται θαυμάσια στήν ἰδιαίτερη θέση πού κατέχει ἡ ψαλμωδία στή σύγχρονη λατρεία καί ὁ διπλός τρόπος με τόν ὁποῖο λειτουργεῖ μέσα σέ αὐτήν»447. Παράθεσα αὐτό τό ἀπόσπασμα ἀπό τά κείμενα τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, γιατί θά βοηθήσουν στή φανέρωση μερικῶν ἁπλῶν μέν , σημαντικῶν δέ, στοιχείων, γιά τήν στήριξη τῶν λειτουργικῶν στοιχείων ἀπό τίς κατηχήσεις, τίς ἐπιστολές καί τούς λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτη καί τῆς ἑρμηνείας τους.
Ὅταν ὁ ἅγιος, κατά τήν κατήχησή του, μιλώντας περί μνήμης θανάτου καί περί παρθενίας, ἀναφέρει τίς λέξεις «οἱ συμψάλται»448, μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά παρατηρήσουμε, πρῶτα πρῶτα, πώς μιλάει στόν πληθυντικό ἀριθμό, ἄρα μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὅτι περιγράφει τήν ὕπαρξη χοροῦ ἀπό περισσότερους ἀπό ἕναν ψάλτες, ἤ ὅτι μιλάει γιά δύο χορούς πολυάριθμων ψαλτῶν, ὅπως συνηθίζεται καί σήμερα στά μοναστήρια κατά τίς διάφορες μορφές λατρείας.
Τό ἀρχικό ἀπόσπασμα τοῦ π. Ἀλεξάνδρου μᾶς βοηθάει νά ἐμπεδώσουμε ὅτι κατά τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, δηλαδή μετά τόν τέταρτο αἰώνα, ἡ λειτουργική καί ἐκκλησιαστική ψαλμωδία, συναντᾶται στήν ἤδη ἐξελιγμένη της μορφή, ὥστε νά μοιάζει στήν πράξη πάρα πολύ μέ τήν σημερινή μορφή της.
Ἐπίσης ἡ ἀναφορά τοῦ ἰδίου, γιά διπλό τρόπο λειτουργίας τῆς ψαλμωδίας μέσα στή λατρεία, ἐπαληθεύει τήν ἀναφορά τοῦ ἁγίου Θεοδώρου στόν πλυθηντικό καί στίς δύο ἐκδοχές πού ὑποδείξαμε πιό πάνω. Θά παραθέσουμε ἀρκετές μαρτυρίες ὅσον ἀφορᾶ τό διακόνημα τοῦ ἱεροψάλτη, στίς ὁποῖες θά ἀναφανεῖ ἡ σημαίνουσα παρουσία καί θέση του στή λατρεία κατά τόν ἅγιο Θεόδωρο.
Κατὰ τὸν τρόπο σκέψης καὶ ἠγουμενείας τοῦ ἁγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, τὸ μοναστήρι καὶ ἡ ἀδελφότητα ἑορτάζουν μὲ τὸν πλέον πνευματικὸ τρόπο, μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν λατρευτικὴ σύναξη, ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ἀπόκρεω διδάσκει καὶ κατηχεῖ τοὺς ἀδελφούς, τὸν τρόπο τῆς ἀληθινῆς ἑορταστικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῆς λατρείας τους στὸ Θεό, μὲ τὸν κύριο τρόπο ποὺ εἶναι ταγμένοι νὰ ἐπιτελοῦν. «Ἐμφορήθητι δὲ μᾶλλον καὶ ἀληθῶς ἑόρτασον καὶ ἐξ ἐναντίας ἀποκρέωσον τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου χαρίσματα… τὴν εὐχήν, τὴν ψαλμῳδίαν, τὴν στιχολογίαν… καὶ ἴδε πῶς καλῶς ἀποκρέωσας, ἴδε πῶς καλῶς ἑώρτασας ὑπὲρ βασιλεῖς, ὑπὲρ ἄρχοντας, ὑπὲρ πάντα τὸν ἐμπαθῶς βιοῦντα ἄνθρωπον»449.
Ὁ ἅγιος ἀναφέρεται συχνά, στὰ κύρια καὶ βασικὰ διακονήματα τῆς λατρείας, μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ τονίζει πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ ἐργάζονται οἱ ἀδελφοὶ σὲ αὐτὰ καὶ νὰ χαίρονται ἐν Κυρίω, μὲ εὐγνωμοσύνη, γιὰ τὴν τάξη τῶν διακονημάτων. «Οἱ ψάλλοντες καὶ στιχολογοῦντες καὶ μάλιστα γε ὁ κανοναρχῶν, εἴπερ συνιεῖτε ἃ ψάλλετε καὶ εἰς ὦτα Θεοῦ ἠχεῖτε»450. Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουν οἱ ἀδελφοὶ συναίσθηση ὅτι ὅταν διακονοῦν διὰ «ἐκστηθισμάτων καὶ διαψαλμάτων»451 λειτουργοῦν ὡς οἱ καλύτεροι παράγοντες τοῦ σωτηριώδους θελήματος τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν λατρευτικὴ πορεία τῆς ἀδελφότητας.
Ἡ νηφαλιότητα κατὰ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἀδελφῶν στὴ λατρεία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ καρποφορία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ ἅγιος προτρέπει τοὺς ἀδελφούς ˙«Ἐν τῷ κανόνι τοίνυν, ἐπειδὴ εἰς ὀλίγον ἐστὶν ἡ ψαλμῳδία, μήτι γε καὶ αὐτὴ συγκεχυμένη ἔστω, ἀλλὰ νηφάλεος, καταρτίζουσα ὑμᾶς πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθόν». Ἡ νηφαλιότητα ἀπὸ μόνη της σκορπίζεται μέσα στὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀσυνέπεια, ἄρα τὸ θεμέλιο τῆς κατάρτισής τους σὲ κάθε ἀγαθοεργία εἶναι ἡ σταθερότητα καὶ ἡ συνέπειά τους στὶς προσευχητικὲς συνάξεις˙«Εὑρίσκεσθε δὲ οἱ πάντες καὶ μηδεὶς ἐναπομενέτω καὶ εὑρεθείη ἀκάνονος καὶ ἄψαλτος» 452 , καθὼς καὶ ἡ ἀνυσταξία, ὁ θεῖος ζῆλος καὶ ἡ σύνεση ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐπιμονή του μέσα ἀπὸ τὴν προτροπή του˙«Οἱ μελετῶντες τὸν νόμον Κυριοῦ ἡμέρας καὶ νυκτὸς453 ἔτι φροντίζετε τῆς θείας ὑμνήσεως καὶ παραστάσεως καὶ ἀνυσταξίας, νύκτωρ τε καὶ μεθ’ ἡμέραν˙ οἱ μεμυκότες ὡς ἄλογα ζῶα ἐν καιρῷ λειτουργίας παντοίας ἀνοίξατε τὸ στόμα καὶ ἑλκύσατε πνεῦμα, ψάλατε τῷ Κυρίῳ συνετῶς» 454.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι ἐπιμένει στὴν παρουσία ὅλων ἀνελλιπῶς, καὶ στὴν ψαλμῳδία μὲ προθυμία καὶ συμφωνία, ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀγγελικὴ χοροστασία τῶν ψαλλόντων ˙«ψάλλων προθύμως καὶ ὑπουργῶν ἐνδυναμούμενος∙ βλέπετε γὰρ ἵνα ἐν τῇ ψαλμῳδία συναθροιζόμενοι πάντες ἀνελλιπῶς καλῶς χοροστατήσωμεν καὶ συμφωνήσωμεν» 455. Γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐπιτύχουν τὸν στόχο τους αὐτό, τοὺς συμβουλεύει: «Δεῦρο μιμησώμεθα ἀλλήλους οὐκ ἐν τῷ ὀκνεῖν καὶ παραλείπειν ἐν ταῖς θείαις καὶ ἡμεριναῖς λειτουργίαις, οὐδὲ ἐν ταῖς νυκτεριναῖς ψαλμῳδίαις καὶ παραστάσεσι, ἀλλ’ ἐν τῷ εὐκινήτους εἶναι, προκαταλαμβάνοντας καὶ τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ἀπάρξεις τῆς ὑμνῳδίας» 456.
Πολὺ σημαντικὸ ἐπίσης εἶναι αὐτὸ ποὺ λιγότερο συναντοῦμε στὶς μέρες μας στὶς ἐνορίες καὶ περισσότερο στὰ μοναστήρια, ἡ εὐταξία, κάτι τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος ἐπιδιώκει στὴν καθημερινὴ λατρεία, νουθετώντας «τοῖς συναθροισθεῖσιν ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ οὖσιν ἐν τῷ καταλόγῳ τοῦ ἀγγελικοῦ στρατεύματος, τὸ τῆς εὐταξίας καλόν». Ἑρμηνεύει στοὺς ἀδελφοὺς τὴν ἔννοια τῆς εὐταξίας, γιὰ καλύτερη κατανόηση καὶ ἐφαρμογή της ˙«λέγω δὴ τὸ ἀθορύβως καὶ ἀταράχως καὶ ψάλλειν καὶ προσεύχεσθαι ἡμᾶς» 457.
Μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία καὶ συγκεκριμένα τὴν ψαλμῳδία καὶ τὴν ὕμνηση τοῦ Θεοῦ, φαίνεται καὶ οἰκοδομεῖται τὸ κοινὸ συμφέρον, ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὁμόνοια, πράγμα τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ προσοχή. Γιὰ αὐτὸ τοὺς συνιστᾶ, λέγοντάς τους: προσέχετε «πῶς καὶ γράφετε καὶ ψάλλετε καὶ ἀναγινώσκετε, μὴ κλεπτῶς, μηδὲ φιλαυτικῶς, μηδὲ ὡς πρὸς τὸ μαθεῖν μόνον καὶ πρὸς τὸ θηράσαι λέξιν… ἀλλὰ πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον, πρὸς τὸ λυσιτελοῦν τῇ οἰκείᾳ ψυχῇ, ἵνα πάντες ὡς ἐν ἕστε τῇ ὁμονοίᾳ καὶ τῇ αὐτοβουλίᾳ» 458.
6. Ὁ Ἀναγνώστης.
Βασικὸ διακόνημα μέσα στὴ λατρευτικὴ τάξη καὶ τὶς λατρευτικὲς καὶ προσευχητικὲς συνάξεις, στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα, φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ὁ ἀναγνώστης. «Οὐχὶ καθ΄ ἑκάστην ὁμιλοῦμεν τῷ θείῳ Δαυὶδ καὶ τοῖς ἄλλοις ἁγίοις πατράσι διὰ τῆς τῶν ἀναγνωσμάτων ἀναλήψεως;»459.
Εἶναι σημαντικὸ στοιχεῖο νὰ ὑπάρχει ἡ τάξις, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὰ πάντα, σχετικὰ μὲ τὴν λατρευτικὴ σύναξη τῆς κάθε ἡμέρας, θὰ τελοῦνται ἁρμονικὰ μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πνευματικὴ ἀναγωγὴ τῶν μετεχόντων σὲ αὐτή. Ἔτσι καὶ στὴ Μονὴ τῶν Στουδίου πάντοτε ὑπῆρχε ὁρισμένος ἀναγνώστης ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν «σοφισμάτων καὶ ἀναγνωσμάτων»460.
Σὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία μιλάει σχετικὰ μὲ τὰ ἐπιτίμια τῶν πεπτωκότων σὲ διάφορα ἁμαρτήματα καὶ ἀτοπήματα, ἀναφέρεται καὶ σὲ μία περίπτωση ἀναγνώστου. Ἀπὸ τό ἀπόσπασμα φαίνεται ὅτι μέσα στὰ διακονήματά του στὸ χῶρο τῆς λατρείας, ἦταν καὶ ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. «Περὶ τοῦ ἀναγνώστου, ὅτι ἐπέστρεψεν ἐπιτιμιασθείς, δίκαιόν ἐστιν ἕως καιροῦ συνόδου μὴ ἀποστολίζεσθαι αὐτόν ͘ὁ μὲν γὰρ πρεσβύτερος εἴργεται τῆς λειτουργίας ἐπιτιμιασθεῖς, ὁ δὲ διάκονος τῆς διακονίας, καὶ ὁ ἀναγνώστης τῆς ἀναγνώσεως»461.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θεωρήσαμε καλὸ νὰ παραθέσουμε μία μαρτυρία ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου, ἡ ὁποία φανερώνει πὼς ἡ ἀνάγνωση στὴν τράπεζα, ὡς μέρος τῆς μοναχικῆς παράδοσης, ὑπῆρχε τουλάχιστον ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Θεόδώρου: «ἄρτιος γάρ ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος κατὰ πάντα, ὄργανόν τι ὤν καὶ ὑπὸ τοῦ ἐνοικοῦντος αὐτῷ πνεύματος κινούμενον καὶ πρὸς τὸ πίνειν∙ μηδὲ γὰρ ὧδε λυσσωδῶς ὅλον τὸν νοῦν εἰς τὸ βρῶμα ἐνιλυσπῶντες, ἀλλ’ ἐν ἀκροάσει τῆς προσοχῆς τῶν ἀναγνωσμάτων» 462 . Καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἀναφορά του στὸ διακόνημα τοῦ ἀναγνώστου, «κατά τε τὴν λειτουργίαν τῆς ἐκκλησίας, κατά τε τὴν ὑπουργίαν τῆς τραπέζης» 463.
Ἐπίσης ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὸ διακόνημα, ποὺ ἔχει ἄμεση συνάφεια μὲ αὐτὸ τοῦ ἀναγνώστου, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου, ὅταν μιλάει περί «τινος κρατοῦντος βιβλίον», δηλαδὴ, τῷ «βιβλιοφύλακι», ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν εὐθύνη καὶ τὸ διακόνημα «εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν ἡ εἰς τὸ ἀνταποδοῦναι τὰς βιβλίους» 464. Αὐτοὶ ποὺ τελοῦσαν τὴν διακονία τῆς διανομῆς τῶν βιβλίων, κατὰ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις, ἐξυπυρετώντας ἔτσι τὴν εὐταξία καὶ τὴν εὐσχημοσύνη στὴ λατρεία, ἦταν «οἱ βιβλιοδοτοῦντες» 465.
7. Ἀφυπνιστές, Ταξιάρχες καί Ἐπιτηρητές.
Τὸ διακόνημα τοῦ ἀφυπνιστῆ ἔχει τὸν ρόλο τῆς φροντίδας τῆς ἔγερσης ἐκ τοῦ ὑπνοῦ καὶ τῆς ἔγκαιρης παρουσίας τῶν ἀδελφῶν στὸ ναό, ἀφοῦ ὅπως καταγράφεται στὸ Τυπικό της Μονῆς Στουδίου, ὅλοι ἐγείρονται ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ τὸν ἀφυπνιστή, ὁ ὁποῖος «περιέρχεται τοὺς κοιτῶνας μετὰ φανοῦ, προτρεπόμενος τοὺς ἀδελφοὺς εἰς ἐξανάστασιν τῆς ἑωθινῆς δοξολογίας»466.
Παρόμοια διακονία ἐπιτελοῦν καὶ ἐργάζονται οἱ ταξιάρχες μαζὶ μὲ τοὺς ἐπιτηρητές, οἱ ὁποῖοι προσέχουν τὴν τάξη καὶ ρυθμίζουν τὴν λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ στάση τῶν ἀδελφῶν, μέσα στὸ πρόγραμμα ἀκολουθιῶν τοῦ κοινοβίου. «Καὶ ταξιάρχαι δύο κατὰ χορόν, ὑφ΄ ὧν οἱ ἀδελφοὶ κοσμίως ἵστασθαι ἐν τοῖς χοροῖς ὑπομιμνήσκονται. Καὶ ἀφυπνιστής ἕτερος, ὁ ἐν ταῖς ἀναγνώσεσι τοῦ ὄρθρου, ἠρέμα περιερχόμενος τοὺς ἀδελφούς, καὶ τοὺς κοιμωμένους ἐξυπνίζων. Ἀλλὰ καὶ ἐπιτηρηταὶ καθ΄ ἑσπέραν δύο τάσσονται ἀμοιβαδόν, οἵτινες μετὰ τὴν φωνὴν τοῦ ξύλου προτρέπονται τοὺς νωθροὺς συνδραμεῖν εἰς στὰ ἑσπερινὰ καὶ εἰς τὰ ἀποδείπνια καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ἀποδείπνου περινοστοῦσιν τοὺς κρυπτούς του μοναστηρίου τόπους. Ἀναφέρεται ὁ ρόλος τῶν ταξιαρχῶν στὴ ἐπικράτηση τῆς τάξης μέσα στὴν ἀκολουθία, μὲ τὸν ὑπομνηματισμό τους στοὺς χοροὺς τῶν ψαλτῶν, καθὼς καὶ ἡ ταυτόχρονη, ὅπως προαναφέραμε φροντίδα ἀφύπνησης καὶ ἔγερσης τυχόν ἀργοπορημένων ἀδελφῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ ὄρθρου, πιθανότατα καί κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἑξάψαλμου. Παρομοίως καὶ ἐπιτηρητὲς προτρέπουν σὲ ἐγρήγορση τοὺς ἀδελφοὺς μπροστὰ στὴν τελούμενη ἀκολουθία, στὴ προκειμένη περίπτωση, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ἀποδείπνου.
Ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Σκαλτσὴς ἀναφέρει σχετικὰ ὅτι, «Ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχει παλαιὰ παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ μοναχὸς ποὺ ξυπνᾶται ἀπὸ ἄλλον ἀδελφὸ γιὰ νὰ λάβει μέρος “εἰς τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας” ἀπολαμβάνει μεγάλες δωρεὲς καὶ σπουδαία πνευματικὰ ἀγαθά». Ἀναφερόμενος σχετικὰ ὁ ἀββὰς Δωρόθεος (500-555) κάνει λόγο γιὰ τὸν ἄγγελο ἐκεῖνο ποὺ λαμπροφορεμένος κατέβαινε στὸ κοινόβιο καὶ σφράγιζε ὅσους βρίσκονταν “ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ψαλμῳδίας, καὶ τοῖς μένουσιν ἕως τῆς ἀπολύσεως, διὰ τὴν προθυμίαν καὶ σπουδὴν καὶ καλὴν προαίρεσιν”468»469.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός, ὅπως προβάλλεται ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ ἀγγέλου στὸ ναὸ καὶ τῆς σφραγίσεως ἀπὸ αὐτὸν ὡς ἔνδειξη εὐαρέστησης τοῦ Θεοῦ, τῶν διακονημάτων τῶν ἀφυπνιστῶν, τῶν ταξιαρχῶν καὶ τῶν ἐπιτηρούντων, νὰ βοηθοῦν στὴ λατρευτικὴ προσπάθεια τοὺς ἀδελφούς, καὶ νὰ τοὺς ἐμπνέουν τὴν ἐγρήγορση, τὴν φιλότιμη προθυμία, τὴν σπουδὴ καὶ τὴν καλὴ προαίρεση στὶς ἀκολουθίες καὶ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις.
Μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ παρακολουθεῖ ὁ ἅγιος τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν, θεσπισθέντων ὑπ’ αυτοῦ, διακονημάτων καὶ τοὺς διακονοῦντες σὲ αὐτά, οἱ ὁποῖοι κοπιάζουν ἐπιτηρώντας κατὰ τὴν ἡμέρα, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ τὴ νύχτα: «οἱ ἐπιτηροῦντες καὶ μάλιστά γε ἐν ταῖς νυξίν, ὧν πολὺ τὸ ψυχικὸν κέρδος καὶ ὁ μισθὸς∙ οἱ ἀφυπνίζοντες, ὧν οὐχ ὁ τυχῶν καὶ ὁ αὐτῶν σωτήριος κάματος∙ οἱ κανοναρχοῦντες, οἱ ταξιαρχοῦντες, ὧν ἡ ἐργασία ἐπωφελὴς καὶ πολυκερδὴς»470. Ὑπογραμμίζει τὸν κόπο τους καὶ τὴ φιλοτιμία τους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν πολὺ πνευματικὸ μισθὸ καὶ οὐράνιο κέρδος.
Ἄλλοτε ἐπικεντρώνει τὴν προσοχή του στὸ διακόνημα τοῦ ἀφυπνιστῆ, ἐκφράζοντας τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμό του, παρηγορώντας παράλληλα τὴν κοπιώδη διακονία του˙ «Τί γάρ ἐστιν ἀφυπνιστής, ἀλλ’ ἤ τὸ προκατορθωκέναι αὐτὸν τὴν τοῦ ὕπνου τυραννίδα; Ὅπερ ἐστὶ τῶν λίαν ἀσκητικῶν ταγῆναι ὑπὸ Θεοῦ ἄγγελος τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς ἀφυπνίζων, πρὸς δόξαν καὶ αἶνον τῆς Τριάδος» 471 .
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
399 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΙΗ’, σ. 300.
400 ‘Οπ. π., σ. 300.
401 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΣΤ’, σ. 80.
402 Λουκ. κα΄ 19.
403 Β΄ Κορ. α΄ 12.
404 ΄Οπ. π., κατ. Β΄, σ. 31.
405ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’ επ. Ι’ Νικολάω Μαθητή, σ.68
406 ΄Οπ. π. επ., Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68
407 ΄Οπ. π. επ., Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
408 Τους μοναχικούς όρους κατά πλάτος και κατ΄ επιτομήν, καθώς επίσης και τις ασκητικές διατάξεις. Βλ. Μ. Βασιλείου, Άπαντα, ΕΠΕ, τόμοι 8 και 9.
409 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’, επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.70.
410 ΄Οπ. π., Επ. ΡΜς’, Τη αδελφότητι Πελεκητής, σ. 500.
411 Μιχαήλ Μοναχού, Βίος… Όπ. π., σ. 314.
412 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’, επ. Β’ Πλάτωνι πνευματικώ πατρί, σ. 44.
413 Μιχαήλ Μοναχού, Βίος… Όπ. π., σ. 313.
414 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Β’, επ. Ρ΄, σ. 418.
415 Τριώδιον, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, εις τον Όρθρον, ο Κανών του Σταυρού.
416 Βλ. ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. 50.
417 Μιχαήλ Μοναχού, Βίος… Όπ. π., σ. 312.
418 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΙΖ’, σ. 295.
419 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Α’, σ. 26.
420 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΜΔ’, σ. 123.
421 Α΄ Κορ. θ΄ 1.
422 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΕ’, σ. 74
423 ΄Οπ. π., κατ. ΙΕ΄, σ. 77.
424 Πρβλ. Πράξ. κ’, 31.
425ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΜΔ’, σ. 124.
426 Εφεσ. δ’ 4.
427 Εφεσ. δ’ 2.
428 Γαλ. ς’ 2.
429 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’, επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
430 Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Κατηχητικός τη Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, Λόγος Γ’, ΕΠΕ 18, σ. 50.
431 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΣΤ’, σ. 78.
432΄Οπ. π., κατ. ΙΖ΄, σ. 82.
433΄Οπ. π., κατ. ΙΣΤ’, σ. 80.
434ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΝΕ’, σ. 221.
435ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΗ’, σ. 467.
436ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΗ’, σ. 468.
437Παρόμοια διατύπωση βλ. Ανωνύμου Αγιορείτου Ησυχαστού, Νηπτική Θεωρία, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 198.
438ΑΘΣΕ, 3, Ἐπιστολαί, Βιβλ. Α’, επ. ΙΕ’, Θεοδούλῳ Κιονίτῃ, σ. 83.
439 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Τελετουργικά Θέματα, [Σειρά «Λογική Λατρεία», τομ. 12], εκδ. ΑΘΗΝΑ 2002, Κεφ. Α’, σ. 17.
440 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΣΤ’, σ. 80.
441 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1705A.
442ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΑ’, σ. 62.
443ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΟΘ’, σ. 302.
444ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΕ’, σ. 452.
445ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΚΓ’, σ. 486.
446ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΚΑ’, σ. 475.
447 Π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η Εκκλησία προσευχόμενη, Εισαγωγή στη λειτουργική Θεολογία, εκδ. Ακρίτας, 1991. σ. 188.
448ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΛ’, σ. 332.
449 ΄Οπ. π., κατ. ΙΒ’, σ. 67.
450 ΄Οπ. π., κατ. ΙΣΤ’, σ. 80-81.
451 ΄Οπ. π., κατ. Α’, σ. 26.
452ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΞΖ’, σ. 260.
453Ψαλμ. α’ 2.
454ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΟΘ’, σ. 302.
455ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΟΑ’, σ. 270.
456ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΝΑ’, σ. 209.
457ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΟΖ’, σ. 293.
458ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Νς’, σ. 224.
459 ΄Οπ. π., κατ. ΝΘ΄, σ. 159.
460 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Α’, σ. 27.
461 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, Επ. ΡϞΑ΄, Φιλόθεω κτήτορι, σ. 597.
462ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Ϟς’ σ. 373.
463ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΟΑ’, σ. 270.
464ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΠΘ’, σ. 343.
465ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΚ’, σ. 474.
466 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1704D.
467 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1709D, 1712Α.
468 Διδασκαλίαι ψυχοφελείς διάφοροι 11, PG 88, 1741 ABC. Βλ. και Αββά Δωροθέου, Έργα Ασκητικά, εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια-πίνακες, εκδ. «Ετοιμασία» Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2000, σσ. 276-277.
469 Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, Η παράδοση της κοινής και της κατ΄ ιδίαν προσευχής, Με ειδική αναφορά στο Ωρολόγιο του Θηκαρά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 198.
470ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ϞΔ’, σ. 363.
471ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΒ’, σ. 400.
Διάκονος Ηλίας Κακουσιάς.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
Σύμβουλος Καθηγητής: Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας.
Θεσσαλονίκη 2015
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου