Αγιος Θεόδωρος Στουδίτης
Κεφάλαιο τρίτο
Οι ακολουθίες του νυχθημερού
Μέσα ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ ἁγίου Θεοδώρου γιά τήν λατρευτική προσευχή καί τήν συχνότητά της στό καθημερινό τυπικό της μοναχικῆς ἀδελφότητας, ὅτι «ψαλμωδία τήν ψαλμωδίαν διαδέχεται, ἀνάγνωσις τήν ἀνάγνωσιν, μελέτη τήν μελέτην, προσευχή τήν προσευχήν»355 δηλαδή ἀκολουθία τήν ἀκολουθία διαδέχεται, μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἀκολουθίες ἦταν ἐκτενεῖς, καλύπτοντας σχεδόν τό ἕνα τρίτο της ἡμέρας. «Ἡ παροῦσα μαρτυρία καὶ ἡ παρόμοια τῆς κατηχήσεως νβ΄ (52) ἀποτελοῦν μὲν ὑπαινιγμὸ ἀδιαλείπτου καὶ ἀκοιμήτου δοξολογίας στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου κατὰ τὴν δεύτερη περίοδο ἀκμῆς της, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενος ὁ ἅγιος Θεόδωρος, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ στηρίξουν τὴν ἄποψη ὅτι καὶ πράγματι ὑπῆρχε»356. Κατά τόν ἀείμνηστο καθηγητή Ἰωάννη Φουντούλη, τό ἐκτενές τῶν ἀκολουθιῶν «εἶναι ἡ βασική ἐπιδίωξη τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἡ κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν ἀκατάπαυστος ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, τό ἔργον τῶν ἀγγέλων»357.
1. Μεσονυκτικό.
Στὴ μοναχικὴ προσευχητικὴ ζωή καὶ ὄχι μόνο, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ κάποιος καὶ νὰ ἐγείρεται τὸ «μεσονύκτιον» προσευχόμενος εἶναι μία συνεχὴς ἐφαρμογὴ καὶ ἀπόδειξη πρὸς τὸν Θεό ὅτι ἀφήνει κάθε τί δικό του, ἀρνεῖται τὸν ἑαυτὸ του ὅπως λέει καὶ στὸ μυστήριο τῆς μοναχικῆς κουρᾶς358, καὶ μπορεῖ ἔτσι νὰ περιγράψει μία φωτοτόκο κατάσταση τὴν ὁποία ἀρχίζει νὰ ζεῖ, μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ μεσονυκτίου: «διαλύομαι μέσα στὸν Χριστόν, καὶ ὁ Χριστὸς ρέει μέσα σὲ ὅλη τὴν πυκνότητα τῆς ὑπάρξεώς μου, ποὺ τὴν γέννησε ὁ ἴδιος»359.
Κάθε τί καὶ κάθε λεπτομέρεια ἔχει μεγίστη πνευματικὴ ἀξία γιὰ τὸν ἅγιο, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο στὸν ἐπικήδειό του πρὸς τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία ἔγινε μοναχὴ καὶ ἔζησε ὀσιακὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή, τονίζει τὴν τέλεση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἀγρυπνιτικῆς στάσης, μέσα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ. «Τίς οὖν ἐκείνων ἔλαθεν μεσονυκτικοῦ καιρός; Ἐπειδὴ ἔργον τὸ λόγιον ἐπλήρου “μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου”. Τίς δὲ ὄρθρου ἐξέγερσις; Τίς δὲ ἑτέρας διωρισμένης εὐχαριστίας ὥρα παρελείπετο; οὐδαμῶς»360.
Ὁ ἅγιος συγκεκριμένα μιλάει γιὰ διωρισμένη ὥρα, δηλαδὴ γιὰ ὁρισμένη ἀκολουθία, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο μέσα στὸ καθημερινὸ πρόγραμμα ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς, στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ Μεσονυκτικό. Στὸν ἴδο λόγο, ἐπιμένει στὴν ἀναφορά του γιὰ τὶς ἀκολουθίες αὐτὲς καὶ τὴν βαθειὰ σημασία ποὺ ἔχει ἡ συμμετοχὴ σὲ αὐτές, γιὰ τὴν νηπτικὴ ζωή: «Ὤ τιμίων ποδῶν ἀποσφυρώσεως, ἐκ τῆς ἐντευκτικῆς πρὸς Θεὸν ἀνενδότου πήξεώς τε καὶ παραστάσεως! Ὤ οὐ μόνον ἑσπερινῆς, ἀλλὰ καὶ ὀρθρινῆς καὶ μεσονυκτικῆς ὁσίων χειρῶν πρὸς Θεὸν ἐπάρσεως»361. Ὄχι μόνο ἑσπερινὴ ἀλλὰ καὶ ὀρθρινὴ καί μεσονυκτικὴ προσευχητικὴ παρουσία, ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή του στὶς δύο τελευταῖες, γιὰ τὸν λόγο τοῦ μεγάλου κόπου ποὺ ἀπαιτοῦν, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ καρποφορία τους.
2. Ἑσπερινός.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, μέσα στὸν ἡμερονύκτιο χρόνο της, ἔχει καὶ αὐτὴ «καθαρὲς βιβλικὲς θεμελιώσεις, ἰδιαίτερα στὰ προσευχητικά κορυφώματα τῶν ψαλμῶν τοῦ Δαυὶδ»362. Ἔτσι, γιὰ τὸν Ἑσπερινό ἔχουμε τὸ «Ἑσπέρας καὶ πρωὶ καὶ μεσημβρίας διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου»363. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, δηλαδὴ τοῦ «Λυχνικοῦ», τελεῖται στὴ Μονὴ κατὰ τὸ σύνηθες τρεῖς ὧρες μετὰ τὴν ἐννάτη ὥρα, ὡς ἕνας εὐχαριστιακὸς ἐπίλογος τῆς ἡμέρας καὶ εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταφῆς τοῦ Σωτῆρος «ἐν ἑσπέρᾳ γὰρ τέθαπται»364.
Σύμφωνα μὲ τὶς ἀναφορὲς τοῦ Στουδιτικοῦ Τυπικοῦ, πάντοτε τελεῖται ὁ ἑσπερινὸς ὡς βασική, πρὸ τοῦ ἀποδείπνου καὶ μετὰ τήν ἐννάτη, κατακλείδα τῆς ἡμέρας, στὸ κύκλο ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. «Μετὰ γὰρ τὸ κροῦσμα, συναγόμεθα εἰς τὸν ναόν, καὶ ποιήσαντες τὸ λυχνικόν, κατερχόμεθα εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ πάλιν μετὰ βρῶσιν κάματος οὐκ ἔστιν, ἀλλ΄ ἡ μελέτη». Καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, κυρίως τὶς καθημερινὲς μέρες τὶς ἑβδομάδας, «τῇ δὲ ἑβδόμῃ κρούει τὰ τρία καὶ πάλιν ἀπέρχεται ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ διακονίαν ἕως τοῦ λυχνικοῦ»365.
Κατὰ τὶς προσωπικὲς μαρτυρίες τοῦ ἁγίου Θεοδώρου μέσα ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του, πάντοτε ἀναφέρονται στοιχεῖα, ὅπως ἡ στιχολογία, ἡ ψαλμωδία, ἡ νυκτερινὴ καὶ ἡμερινὴ προσευχή, τὰ ἀναγνώσματα τὰ διὰ γλώσσης ὑμνούμενα, ἡ ὑμνωδία δηλαδή τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχονται στὸν ἑσπερινό, καὶ προβάλλονται ὡς ὁδηγοὶ γιὰ τὴν λατρευτικὴ πορεία τῶν ἀδελφῶν. Γιὰ παράδειγμα τὸ «ὡς ἀληθῶς ἑόρτασον καὶ ἐξ ἐναντίας ἀποκρέωσον τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου χαρίσματα, τὴν εἰρήνην τὴν ἀγάπην, τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, τὴν εὐχήν, τὴν ψαλμῳδίαν, τὴν στιχολογίαν... τὴν ἀγρυπνίαν»366. Καθὼς ἐπίσης καὶ «καλὸν ἡ καθαρὰ προσευχή, νυχτερινὴ τε καὶ ἡμερινή…. Καλὸν ἡ τῶν ἀναγνωσμάτων ἀγρυπνητική ἐπακρόασις»367. Ἀκόμα καὶ τὸ «ἐν τῷ νῷ δὲ ἔχοντες τὰ θεῖα παραγγέλματα, τὰ καθ΄ ἡμέραν ἀναγνώσματα, τὰ διὰ γλώσσης ὑμνούμενα, τὰ δι΄ εὐχῆς παριστάμενα»368.
Ἄλλοτε ἀνιχνεύεται ἡ αὐτὴ μαρτυρία, γιὰ τὴν μία ἐκ τῶν βασικοτέρων ἀκολουθιῶν τοῦ ἡμερονυκτίου, πιὸ ξεκάθαρη ἀπὸ ἄλλες κατηχήσεις˙ «εἰς στὰ ἑσπερινὰ καὶ εἰς τὰ ἀποδείπνια καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ἀποδείπνου»369. Καθὼς ἐπίσης ἡ ἔντονη καὶ ἐπίμονη προτροπὴ τοῦ ἡγουμένου Θεοδώρου, νὰ τηρεῖται ἀδιάσπαστα ἡ ἀκολουθιακή καὶ λατρευτικὴ ἁλυσίδα ὅλη τὴν ἡμέρα, μὲ σκοπὸ τὴν συμμετοχὴ καὶ τὴ σωτηρίαν τῶν ἀδελφῶν. «Καὶ τὴ ἑσπέρα˙ “εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον”370, καὶ ὅσα προηγούμενα καὶ ἑπόμενα»371.
3. Ὄρθρος.
Εἶναι πολλές οἱ μαρτυρίες μέσα ἀπό τίς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ὅτι ἡ κατηχητική διδασκαλία τοῦ ἁγίου γινόταν κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Ἔτσι, ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέσα ἀπό μία κατήχησή του, τήν ἡμέρα τῆς Ἀπόκρεω, ὅτι τό εὐαγγέλιο διαβαζόταν, ἀφοῦ εἶχε ψαλλεῖ ὁ κανόνας, μεταξύ τῶν ὁποίων κατηχοῦσε ὁ ἅγιος. Αὐτό φαίνεται, ὅταν ἀναφέρει˙ «μᾶλλον ἀπίδωμεν πρός τό σήμερον ἐξακουτίζεσθαι μέλλον εὐαγγέλιον372, ἐφ’ ᾧ καί ὁ κανών ἔψαλται, ἐννοοῦντες τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ ἡμέραν τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»373.
Μᾶλλον ἦταν πολλὲς οἱ φορὲς ποὺ ἡ κατήχηση ἀπὸ τὸν ἅγιο γινόταν τὶς ὀρθρινὲς ὧρες πρὶν τὴν αὐγή, κυρίως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὄρθρου ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ἢ καὶ μετὰ, ἀπὸ τελούμενη ἀγρυπνία˙ «ἵνα μὴ εἰς μακρὸν ἐκτείνω τὴν κατήχησιν διὰ τὸ αὖγος»374.
Ἡ ἀκολουθία τῆς ἀγρυπνίας, σύμφωνα μὲ τὸ Στουδιτικὸ τυπικὸ, «προβλέπει κατ΄ ἐπίδραση ἐνοριακοῦ-ἀσματικοῦ τυπικοῦ, τὴν ἀκολουθία τῆς ἀσματικῆς παννυχίδος, κατανυκτικῆς τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Νηστειῶν, ἑορταστικῆς δὲ κατὰ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν μεγάλων ἁγίων. Ἡ διάρκειά της εἶναι σχετικῶς μικρὴ καὶ καταλαμβάνει τὶς πρῶτες ὧρες τῆς νυκτός, ὅπως ἡ παράλληλη ἀκολουθία τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ τυπικοῦ, τὸ ἀπόδειπνο. Σ΄ αὐτὴν παρεμβάλλεται ὁ κανόνας ἢ καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, ὅπως περίπου γίνεται μέχρι σήμερα στὶς ἐνορίες κατὰ τὶς Παρασκευὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μὲ τὴν τμηματικὴ ψαλμωδία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἢ τοῦ Μ. Κανόνος, κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν καὶ κατὰ τὴν Τετάρτη της Ἐ΄ ἑβδομάδος, τοῦ Μεγάλου δηλαδὴ Κανόνος»375, κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη. Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται νὰ ἐφαρμόζεται στὶς ἀκολουθίες τοῦ μοναστηριοῦ, μέσα ἀπὸ τὰ λεγόμενα τῶν κατηχήσεων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, πρὸς τοὺς ἀδελφούς. «Κεκοπιακότες ἐστέ ἤδη ἐκ τῆς παρελθούσης ἀγρυπνίας τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Σάββα, ἄρτι δὲ καὶ ἐκ τοῦ παρόντος κανόνος τοῦ ἐν ἁγίοις καὶ θαυματοποιοῦ πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, καὶ ὁ κόπος ὑμῶν ὅσιος καὶ ψυχοφελής, οὐκ ἀπολλύμενος, ἀλλὰ σωζόμενος, τηρούμενος εἰς ἡμέραν ἀνταποδόσεως δικαιοκρισίας Θεοῦ»376.
Εἶναι σὰν να συναρμολογοῦμε ἕνα λατρευτικὸ πὰζλ ἀκολουθιῶν, καθὼς περιοδεύουμε μέσα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. «Οὐχὶ καθ΄ ἑκάστην ὁμιλοῦμεν τῷ θείῳ Δαυὶδ καὶ τοῖς ἄλλοις ἁγίοις πατράσι διὰ τῆς τῶν ἀναγνωσμάτων ἀναλήψεως;»377. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τοῦ ἁγίου, ποὺ δείχνει τὴν χρήση τῶν ψαλμῶν τοῦ Δαυὶδ ἀλλά
καὶ στίχους καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ ποιήματα ἄλλων πατέρων, δικαίων καὶ ἁγίων, στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες, κυρίως δὲ τοῦ ὄρθρου.
Ὅπως ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω εἰς τὸν Ἑσπερινό, περὶ τῶν στοιχείων ποὺ δομοῦν μία ἀκολουθία, θὰ παραθέσουμε κι ἐδῶ δύο ἀποσπάσματα, τὰ ὁποῖα στηρίζουν καὶ συναπαρτίζουν τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἐπίσης, ἀφοῦ εἶναι βασικὸ δομικὸ ὑλικό τοῦ ὄρθρου, ἡ προσευχὴ ἡ «νυκτερινὴ», μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπουσίας τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας, καὶ «ἡμερινὴ» διὰ τὴν «ἐξανάστασιν τῆς ἑωθινῆς δοξολογίας»378. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο «καλὸν ἡ καθαρὰ προσευχή, νυχτερινὴ τε καὶ ἡμερινή…. Καλὸν ἡ τῶν ἀναγνωσμάτων ἀγρυπνητική ἐπακρόασις»379.
Ἡ ἀναφορά στά «ἀναγνώσματα» καὶ «ταῖς ἀναγνώσεσι», ὡς τὰ μὴ ψαλλόμενα στοιχεῖα τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου, καθὼς καὶ τὰ «διὰ γλώσσης ὑμνούμενα» καὶ τά ὑπὸ τοῦ ἱερέως δι’ «εὐχῆς παριστάμενα», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Θεόδωρος, «ἐν τῷ νῷ δὲ ἔχοντες τὰ θεῖα παραγγέλματα, τὰ καθ΄ ἡμέραν ἀναγνώσματα, τὰ διὰ γλώσσης ὑμνούμενα, τὰ δι΄ εὐχῆς παριστάμενα»380 ἀποτελοῦν στοιχεῖα τοῦ λειτουργικοῦ σύμπαντος τοῦ ὄρθρου381.
Ἐπίσης, κατά τὴν ἐνταλματικὴ προτροπὴ τοῦ θεοφόρου ἡγουμένου, «Ἔστω (κάθε μοναχός) ἀρκούμενος τῷ ὡρισμένῳ ὕπνῳ καὶ ἐν τῷ κανόνι νηφαλέως καὶ ἐγρηγόρως παριστάμενος, ἀκριβευόμενος μέχρις ἑνὸς στίχου μὴ ἀπολέσαι˙ ἔστω καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν βάλλων ἀρχὴν καὶ μέχρις ἑσπέρας τὸ τῆς ζωῆς αὐτοῦ πέρας διοριζόμενος»382. Ὁ ὕπνος τῆς νυκτὸς διακόπτεται ἀπὸ τὴν ἀκολουθία πάντοτε τοῦ «κανόνα» ποὺ στὴν προκείμενη περίπτωση ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν θὰ τελεστεῖ Θ. Λειτουργία ἢ ὄχι. Γιὰ αὐτὸ προτρέπει νὰ εἶναι ὅλοι παρόντες ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ μὴν χάσουν οὔτε ἕνα στίχο.
Αὐτοὶ «οἱ παρευρισκόμενοι πάντοτε ἐν τῷ κανόνι, κατὰ τὸν θεῖον Σάββαν»383, μέσα στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, βρίσκουν τὴν λατρευτική τους διάθεση καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀγαθὰ ἔργα τῆς ὑπόλοιπης ἡμέρας.
Σὲ μία προσπάθεια τοῦ ἁγίου νὰ ἐμπνεύσει, κατηχώντας τοὺς ἀδελφούς, νὰ ἀγωνίζονται στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ τελείωσης, ἀναφέρεται ἀναπόφευκτα στὴ λατρευτικὴ καὶ προσευχητικὴ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῶν πνευματικῶν στόχων τους. Κεντρικὴ καὶ βασικὴ ἀκολουθία εἶναι ὁ ὄρθρος, χωρὶς νὰ ὑποτιμῶνται οἱ ἄλλες ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. «Ἡ γὰρ στάσις ἐπὶ τοῦ καλοῦ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ γίνεται. Οὐκοῦν μηδὲ ἡμεῖς στῶμεν, ἀδελφοί, τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς, ἀλλ΄ ἀεὶ ὦμεν εὐκίνητοι, νεόκτιστοι, μεταταττόμενοι ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ἕως ἂν φθάσωμεν εἰς “ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ”384. Ἔσται δὲ τοῦτο πῶς; Ἐὰν πᾶσαν ἡμέραν εὐθύμως διατελοῦμεν˙ οἷον φέρε εἰπεῖν˙ πάρεστιν ὁ ὄρθρος˙ τάχει τοῦ ὕπνου διανιστώμεθα τῇ προσευχῇ παριστάμενοι. Μετήλθομεν ἐντεῦθεν˙ προθύμως τοῦ ἔργου ἐπιλαβόμεθα, ὁμοῦ μὲν ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τὴ καρδία ἠμῶν τῷ Κυρίω385, ὁμοῦ δὲ ταῖς χερσίν ἐργαζόμενοι. Συμπεπέρασται ἡ ἡμέρα˙ μετὰ εὐχαριστίας καὶ κατανύξεως ἐπὶ τὸν ὕπνον ἴωμεν, ὡς ἂν τῇ τοιάυτῃ διαδοχῇ πληρῶσαι τὸ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Δαυὶδ εἰρημένον˙ “ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλειν γνῶσιν”386»387.
4. Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν.
Μία ἄλλη μαρτυρία, γιά ἄλλο σημεῖο τοῦ Ὡρολογίου, ὅσον ἀφορᾶ τόν κανόνα γιά τήν ἀνάπαυση τῶν μοναχῶν, μᾶς δείχνει, κατά τήν ὑποτύπωση τοῦ ἰδίου, ὅτι ὁ κανόνας περιλαμβάνει καί καθίσματα διηρημένα σέ τρεῖς στάσεις τό καθένα, ὅταν κάνει λόγο γιά τήν ψαλμωδία τῶν ὡρῶν «μετά καθίσματος πάντοτε»388.
Ἡ ξεχωριστὴ ὡραιότητα καὶ ὠφελιμότητα τῆς ἀκολουθίας τῶν ὡρῶν βρίσκει τὴν ἔκφρασή της μέσα ἀπὸ τὰ λεγόμενα καὶ τὶς προτροπὲς τοῦ ἁγίου. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία κάθε ὥρας, δίνεται ἡ εὐκαιρία τῆς μυστικῆς ἀναβίωσις σωτηριωδῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα προτρέπει ὁ ἅγιος ἡγούμενος Θεόδωρος νὰ ἐπιζητοῦν οἱ ἀδελφοὶ καὶ νὰ ἐκμεταλλεύονται στὴν καθεμερινὴ λατρευτικὴ ζωή τους, μέσα στὸν κύκλο ἀκολουθιῶν τοῦ κοινοβίου. «Οὐ γάρ ἐσμέν συνδεδεμένοι τοῖς βιοτικοῖς πράγμασιν ἵνα δύσληπτον ἔχωμεν τὴν πρὸς τὸ καλὸν ἐνέργειαν, ἀλλ΄ εὔκολον ἡμῖν τὸ δράξασθαι τῆς σωτηρίας κατὰ πᾶσαν ἡμέραν, εἴπερ βουλώμεθα τῷ ἕωθεν εὐθὺς ψάλλειν το Δαυϊτικόν ἐκεῖνο συνετῶς˙ “τὸ πρωὶ εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου˙ τὸ πρωὶ παραστήσομαι καὶ ἐπόψει με”389. Καὶ τῇ Τρίτῃ ὥρᾳ˙ “τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ΄ ἐμοῦ”390. Καὶ τῇ ἕκτῃ˙ “ρῦσαί με ἀπὸ συμπτώματος μεσημβρινοῦ, ἀπὸ βέλους πετουμένου ἡμέρας”391. Καὶ τὴ ἐννάτῃ˙ “κλῖνον, Κύριε, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἐπάκουσόν μου”392… Ἐὰν γὰρ οὕτω καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν ποιῶμεν καὶ ἀλλήλους ὑψοῦμεν καὶ φωτίζωμεν δι΄ ἀγαθῶν τρόπων καὶ λόγων, ἀλλὰ μὴ καταβιβάζωμεν καὶ σκοτίζωμεν διὰ ἀδιαφορίας καὶ λογολεσχίας. Οὕτως δυνάμεθα σώζεσθαι, δυνάμεθα καλῶς διανύειν τὸ μέτρον τῆς ἡμέρας»393.
Μία ὁλοκληρωμένη καὶ προσευχητικὰ ἄριστα δομημένη μὲ ἀκολουθίες, ἰσορροπημένα γεμάτη, λατρευτικὴ καθημερινὴ ζωὴ καὶ πράξη χαρακτηρίζει τὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου, μὲ ἀρχιτέκτονα αὐτοῦ τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ φιλακόλουθου προγράμματος τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Φαίνεται πὼς ὅλη ἡ διάταξη τῶν διακονημάτων καὶ οἱ ρυθμίσεις, ὅσον ἀφορᾶ τὸ τρίπτυχο τῆς καθημερινότητας στὴ Μονή, ἐργασία, προσευχή καὶ ξεκούραση, καθορίζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ἀλληλοστηρίζεται ἀπό τὶς διάφορες ἀκολουθίες, κυρίως δὲ τῶν Ὡρῶν.
Ἕνα παράδειγμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιώσει αὐτὴν τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν δομικὴ διάρθρωση τῆς λατρευτικῆς καὶ πρακτικῆς ζωῆς τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, μὲ ἡγούμενο τὸν θεοφόρο Θεόδωρο, εἶναι αὐτό πού, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστή, μετὰ τὴν πρώτη ὥρα «ἀπέρχεται ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ διακονίαν. Στιχολογία δὲ γίνεται τοῦ ψαλτηρίου ὅλου ἐν αὐταῖς, πλὴν τῶν καλλιγράφων, κάμνουσί τε ἕως τῆς ἐννάτης, καὶ ἔκτοτε ἰδιάζει ἕκαστος, ὡς βούλεται˙ θέλει μελετῶν, θέλει κοιμώμενος ἄχρι κρούσει τὰ τρία. Μετὰ γὰρ τὸ κροῦσμα συναγόμεθα εἰς τὸν ναόν, καὶ ποιήσαντες τὸ λυχνικόν, κατερχόμεθα εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ πάλιν μετὰ βρῶσιν κάματος οὐκ ἐστιν, ἀλλ΄ ἡ μελέτη. Ἐν δὲ ταῖς λοιπαῖς ἡμέραις τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὅτε μὲν ψάλλωμεν ὥρας, κρούει τὰ τρία τὸ πρωί, καὶ ἀπέρχεται ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ διακονίαν καὶ ἐνεργεῖ μέχρι ἀρίστου. Μετὰ δὲ τὴν βρῶσιν ἰδιάζει τῷ τρόπῳ ᾧ εἰρήκαμεν, ἕως ὥρας ζ΄. τῇ δὲ ἑβδόμῃ κρούει τὰ τρία καὶ πάλιν ἀπέρχεται ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ διακονίαν ἕως τοῦ λυχνικοῦ. Ὄτε δὲ ψάλλομεν ὥρας, τελέσαντες τὴν πρώτη ὥραν πρωί, ἀπέρχονται οἱ ἀδελφοὶ εἰς τὰς ἑαυτῶν διακονίας ἕως ὥρας ἕκτης κἄν τέ ἐστιν ἐννάτη κἄν τε μὴ κάμνοντες. Καὶ μετὰ τὴν ἕκτην ἡσυχάζει ἕκαστος, ὡς εἴρηται, ἕως τῆς ἐννάτης καὶ τὰ ἑξῆς»394.
5. Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων.
Μᾶς παραθέτει ὁ ἅγιος μία μαρτυρία μέσα ἀπὸ τὸν λόγο του εἰς τὴν Παραμονὴν τῶν Φώτων, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν ἁγίων Θεοφανίων, ἡ ὁποία περιγράφεται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ ποιητικὸ λόγο, μιάς καὶ ὁ ἅγιος ἦταν μεγάλος ποιητὴς καὶ ὑμνογράφος. «Σὺ δὲ μοι ἄθρει οἷα τὰ ὁρώμενα˙ κολυμβῆθραι ὑδάτων πεπλήρωνται, πηγαὶ τε καὶ κρῆναι, ποταμοὶ τε καὶ λίμναι, δοχεῖα τοῦ Πνεύματος πρόκειται, ἡ φύσις τῶν ὑδάτων εἰς τιμὴν ὑπέρτιμον προέρχεται˙ φῶτα πολυειδῶς τῆς ἱερᾶς νυκτὸς δίκην ἀστέρων κατὰ πᾶσαν τὴν ὑπουράνιον ἑτοιμάζεται˙ εἰστήκει δὲ κατὰ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν κῆρυξ ἐπὶ τοῦ μετεώρου ἱερεύων τὰ θεῖα, καὶ ἁγιάζων τὰ ὕδατα διὰ τῆς ἐπ΄ αὐτὰ τοῦ Θείου Πνεύματος ἐπιφοιτήσεως, ὧν τῇ μεθέξει ἁγιασθείημεν»395. Μᾶς περιγράφει τὴν πρακτικὴ προετοιμασία μέσα στὴν Ἐκκλήσια ἀλλὰ καὶ μὲ ξεχωριστὸ τρόπο τὴν προετοιμασία ὅλου του κόσμου, γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ἀλλὰ καὶ τῆς μετοχῆς του, στὸν μεγάλο ἁγιασμὸ καὶ τῆς μεταλήψεως ἀπὸ αὐτόν, ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἐξαιρετικὰ εὐλογημένα δῶρα τοῦ Θεοῦ.
«Εἰς αὐτὰ εἰσβαίνοντες τὰ ὕδατα, πλουσίας τῆς αἴγλης μεταλάβωμεν». Ἀναφέρει ἐπίσης καὶ τὴν εἴσοδο ὅλων στὰ ἁγιασμένα ὕδατα, σὲ συνάρτηση μὲ τὴν μετάληψη ἀπὸ αὐτά, «φωτοειδεῖς ἐν πνεύματι γενόμενοι, καὶ τὸν τοῦ φωτὸς αἴτιον Ἰησοῦν τὸ πατρικὸν ἀπαύγασμα πανευφήμοις εὐχαριστίαις εὐφημήσωμεν»396.
Ὅλα ὅσα ἀναφέραμε περιγράφουν τὴν τάξη πρὸ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, δηλαδὴ τῆς παραμονῆς. Στὴν ἐποχή μας, τὰ τελευταῖα χρόνια δηλαδή, ἐπικράτησε, ἀπὸ Ἱεροσολυμιτική ἐπίδραση, ἡ τέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ τὴν παραμονὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε πὼς ὁ μέγας ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτός, ὅπως εἶναι καὶ ἡ Θ. Λειτουργία μία καὶ ἡ αὐτή, ἀνεξαρτήτως ἀπό τὸ πόσες φορὲς θὰ τελεστεῖ τὸν χρόνο, τὸν μήνα, τὴν ἑβδομάδα ἀκόμα καὶ τὸ ἡμερονύκτιο. Ἔτσι, κατατοπιστικὰ καὶ διευκρινιστικά, κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη, «ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, εἴτε τελεῖται τὴν παραμονὴ εἴτε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Καὶ ὅπως ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, εἴτε τελεῖται τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὴν Κυριακή, ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τοῦ ἔτους καὶ ὁ κοινωνῶν κοινωνεῖ πάντοτε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ἔτσι καὶ στὴν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ μεταβάλλεται διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ εὐλογημένο ὕδωρ σὲ μέγα ἁγιασμό, σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς δύο μέρες τελεσθεῖ ἡ ἀκολουθία»397.
Καὶ ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀναφορὰ μας αὐτή, παραθέτουμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ κ. Φουντούλη τὴν δική του ὑπόμνηση, ὡς τὴν ἐπικρατέστερη, ὅσον ἀφορᾶ τὴν διπλὴ τέλεση τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, στὴν ὁποία παραπέμπει στὸν κώδικα Βατοπεδίου 321, γιὰ τὴν αἰτιολόγηση τῆς πράξεως αὐτῆς ͘«ἐπεί γοῦν καὶ ἐν τοῖς μέρεσι τῶν Ἱεροσολύμων σεβάσμιαι μοναί, ἀλλὰ δὴ καὶ αἱ ἐκκλησίαι, καὶ μάλιστα αἱ
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
354ΑΘΣΕ, 3, Ἐπιστολαί, Βιβλ. Α’, επ. Μ’, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, σ. 166.
355 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΞΖ’, σ. 176.
356 ΄Οπ. π., σ. 176. σημ. 3. Υπό του επιμελητού της εκδόσεως, αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα. Βλ. Ιωάννη Φουντούλη, «Η εικοσιτετράωρος ακοίμητος δοξολογία» (Διατριβή επι διδακτορία), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1963, σ. 63-65.
357 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Τελετουργικά Θέματα, Σειρά «Λογική Λατρεία», τομ. 12, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2002, σ. 17.
358 Πρβλ. Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, Κατήχησις.
359 Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπερίτου, Λόγος Περι Νήψεως, Ερμηνεία στον άγιο Ησύχιο, Εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2007, σ. 108.
360 Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιτάφιος εις την εαυτού μητέρα, Λόγος ΙΒ’, ΕΠΕ 18, σ. 280.
361 Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιτάφιος εις την εαυτού μητέρα, Λόγος ΙΒ’, ΕΠΕ 18, σ. 294.
362 Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χώρος και Χρόνος στη λειτουργική θεολογία του Συμεών Θεσσαλονίκης, Ρεαλισμός και Σύμβολο, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 283.
363 Ψαλμ. 54, 18.
364 Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, οπ. π. σ. 286.
365 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου,PG 99, 1717 Α.
366 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΒ΄, σ. 67.
367 ΄Οπ. π., κατ. ΚΕ’, σ. 114.
368 ΄Οπ. π., κατ. ΠΗ’, σ. 340.
369ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1709D, 1712Α.
370 Ψαλμ. ΡΒ’, 1. Ψαλμ. ΡΓ’, 1.
371 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΕ’, σ. 453.
372 Το ευαγγέλιο της Κρίσεως, ο εσχατολογικός λόγος του Κυρίου. Βλ. Ματθαίου κε’, 31-46.
373‘ Οπ. π., κατ. Ν’, σ. 139.
374 ‘Οπ. π., κατ. ΙΕ΄, σ. 77.
375 Ιωάννη Φουντούλη, «Αγιορείτικα Λειτουργικά Τυπικά» στο Άγιον Όρος. Φύση-Λατρεία-Τέχνη [Πρακτικά Συνεδρίων εις το πλαίσιον των παραλλήλων εκδηλώσεων της Εκθέσεως «Θησαυροί του Αγίου Όρους»], τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 147-148.
376 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΛΕ’, σ. 152.
377 ΄Οπ. π., κατ. ΝΘ΄, σ. 159.
378 ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1704D.
379 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΚΕ’, σ. 114.
380 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΠΘ’, σ. 340.
381 Βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1709D, 1712Α.
382ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΖ’, σ. 86.
383 ΄Οπ. π., κατ. ΙΖ’, σ. 86.
384 Εφ. Δ’ 13.
385 Εφ. ε’ 19.
386 Ψαλμ. ιη’ 3.
387 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΗ’, σ. 273.
388 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1708B.
389 Ψαλμ. ε’ 4.
390 Ψαλμ. ν’ 13.
391 Ψαλμ. Ϟ’, 5-6.
392 Ψαλμ. ΠΕ’, 1.
393 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΕ’, σ. 453.
394 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1717 Α.
395 Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Εις την Παραμονήν των Φώτων, Λόγος Β’, ΕΠΕ 18, σ. 48.
396 ΄Οπ.π., σ. 36.
397 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Β΄, σ. 157
398 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, οπ. π., σ. 159.
Διάκονος Ηλίας Κακουσιάς.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
Σύμβουλος Καθηγητής: Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας.
Θεσσαλονίκη 2015
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου