Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016
6. Οσίου Νείλου Σόρσκυ Άπαντα τά σωζόμενα Ασκητικά
5:14:00 μ.μ.
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ , ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΣΟΡΣΚΥ
Ετικέτες ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ , ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΣΟΡΣΚΥ
ΛΟΓΟΣ Ε'.
Περί της διαφοράς της
πάλης και της νίκης ημών κατά των οκτώ πρωταρχικών εμπαθών λογισμών και των
λοιπών.
Οί διάφοροι τρόποι πάλης,
με τους οποίους πρέπει να στήσουμε την νίκη κατά των πονηρών λογισμών αναλόγως
με το μέτρον εκάστου αγωνιζομένου, λέγουν οί Πατέρες, είναι οί έξης: το να
προσευχηθεί κανείς κατά των λογισμών, και το να αντιλογήσει προς αυτούς, και το
να εξουθένωση αυτούς και να αποδιώξει αυτούς. Και το μεν να εξουθένωση και να
αποδιώξει αυτούς είναι των τελείων, αλλά και το να μιλήσει κανείς εναντίον των,
και τούτο είναι των προκοψάντων. Των δε αρχαρίων και των αδυνάτων είναι το να
προσευχηθούν εναντίον των και να επιφέρουν καλούς λογισμούς κατά των πονηρών,
επειδή ό άγιος Ισαάκ διατάσσει· «με το σχήμα των αρετών εις τον νουν να
υποκλέψουμε τα πάθη». Και ό Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει· «την αγαθή προσβολή των
λογισμών να έχομεν εργασία τετελεσμένη». Και άλλοι Πατέρες είπον ούτος. Όθεν
καί ημείς όταν καταδυναστευώμεθα υπό των λογισμών και δεν δυνάμεθα να
προσευχηθούμε εν ταπεινώσει καί εσωτερική γαλήνη, πρέπει να προσευχηθούμε
εναντίον των και να μεταβάλομε αυτούς εις ωφελίμους. Πώς δε να προσευχηθούμε
και να τους μεταβάλομε εις ωφελίμους, και περί τούτου θα παραθέσουμε τάς Αγίας
Γραφάς. Διότι «οκτώ λογισμοί ειναι περιεκτικοί, —είπον οί Πατέρες—, και εξ
αυτού γεννώνται και οί λοιποί πολλοί λογισμοί·
1. της γαστριμαργίας.
2.της πορνείας
3.της φιλαργυρίας
4. της οργής
5. της λύπης.
6. της ακηδίας.
7. της κενοδοξίας.
8. της υπερηφάνειας.
Καί ως πρώτον πάντων
έθεσε λοιπόν την γαστριμαργία. Καί ημείς πρώτον θα ομιλήσουμε περί ταύτης, δια
να μη παρέλθομε την τάξιν των σοφών ημείς οί άφρονες, άλλ' ακολουθούμε στους
λόγους των αγίων Πατέρων πράττομε αυτό.
Ι) Πρώτος λογισμός ό της
γαστριμαργίας.
Όταν μας ενοχλεί ό λογισμός της γαστριμαργίας,
υπενθυμίζοντας διάφορα ευχάριστα καί πολυτελή φαγητά, δια να φάγουμε εκτός
ανάγκης καί εν μη καιρώ καί υπέρ μέτρον, τότε πρέπει προ πάντων να
μνημονεύσουμε των ύπο του Κυρίου ρηθέντων λόγων «Μη ποτέ βαρηθώσιν υμών αι
καρδίαι εν αδηφαγία καί μέθη». Καί Αυτόν τον Κύριον παρακαλούντες καί εις
βοήθεια επικαλούμενοι, όφείλομεν να συλλογισθούμε το υπό των Πατέρων λεχθέν,
ότι «το πάθος τούτο είναι δια τους μοναχούς ρίζα παντός κάκου, μάλιστα δε της
πορνείας». Καί ε στην αρχήν του βίου του ανθρωπίνου γένους έγινε άπ' αυτό ή
παράβαση του προπάτορος ημών καί πρώτου άνθρωπου Αδάμ. Διότι ψαύσας την μη
επιτετραμμένη βρώσιν, εξέπεσε του παραδείσου καί επέφερε σε όλον το ανθρώπινο
γένος τον θάνατον, καθώς είναι γεγραμμένο «ωραίος κατά την όψιν καί καλός εις
βρώσιν ήτο ό έμέ θανατώσας καρπός». Έκτοτε δε καί μέχρι σήμερον πολλοί
υποταχθέντες στην κοιλίαν έπεσον την μεγάλη πτώση όπως διηγείται ή Αγία Γραφή· «Μάθε δε, ότι ή ήδύτης και η ευωδιά των τροφών μετα από λίγο θα
μεταβληθούν σε δυσωδία και κόπρο και δεν θα έχουν τίποτα το ωφέλιμο.»
Λέγει ο αββας
ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ.
Και αυτό κατενόησε μέμψου
, τον εαυτό σου ότι επιθυμείς εκείνα τα οποια από ηδύτητα και ευωδιά ταχέως
μεταβάλλονται εις ταύτην δυσωδία. Και ούτω νικήσαν τα πάθος μεταλαμβάνων τροφής
εν μέτρο και εν καιρώ κατάλληλο.
α) Περί του μέτρου της
τροφής.
Τοιούτον δε είναι το
μέτρον της τροφής, είπον οί Πατέρες, όταν καθορίσει κανείς, πόσον τρώγει την
ήμέραν, και αν καταλάβει ότι είναι πολύ και επιβαρύνει αυτόν, τότε ευθύς θα
αφαίρεση άπ' αυτό. όταν όμως δη ότι είναι ολίγον και δεν δύναται με αυτό να
διευθέτηση το σώμα του, τότε ευθύς θα πρόσθεση λίγο και ούτος, άφ' ου δοκίμασε
καλώς, καθορίζει τόσο, όσον δύναται να στερέωση την δύναμη του σώματος του, όχι
δια την ηδονή, άλλα δια την χρείαν του, και ούτω προσλαμβάνει την τροφή,
ευχάριστων τω Θεώ. Να κατακρίνει δε τον εαυτόν του, ότι είναι ανάξιος και αυτής
της μικρής παρακλήσεως. Πάσαι δε οι φύσεις να περιληφθούν υπό ένα κανόνα είναι
αδύνατον, διότι τα σώματα έχουν μεγάλην διαφορά ως προς την δύναμίν τους, όπως
και ό χαλκός και ό σίδηρος διαφέρουν από το κηρίον. Εν κεφαλαίο το μεν μέτρον
των αρχαρίων είναι να τελειώσουν ολίγον πεινώντας. όταν κανείς λαβή μέχρι
κόρου, και τούτο είναι αναμάρτητο. όταν όμως χόρταση κανείς κάποτε ολίγον υ-πέρ
το δέον, αυτός να μεμφθεί τον εαυτόν του. Και τοιουτοτρόπως εξ αιτίας των
πτώσεων εγείρει την νίκη.
β) Περί του καιρόν της
τροφής.
Περί του χρόνου της
καθυστερήσεως του φαγητού είπον οί Πατέρες, ότι πρέπει να νηστεύει κανείς μέχρι
της ενάτης ώρας. Αν θέληση κανείς να αφήσει περισσότερο χρόνο, αυτό είναι στην
προαίρεσίν του. Εν κεφαλαίο όμως νομοθέτησαν ότι όταν κλίνη ή ήμερα και δύο
ώρας άφ' ου ό ήλιος διήλθε την μεσημβρία, τότε είναι ή ενάτη ώρα κατά τον
καιρόν της εαρινής και φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή κατά το θέρος και κατά
τον χειμώνα εις τάς βορείους χώρας ή ήμερα και ή νύχτα αυξάνονται και
σμικρύνονται κατά πολλάς ώρας, όχι όπως στα μεσόγεια, — στην Παλαιστίνη ή στην
Κωνσταντινούπολη—, δια τούτο πρέπει να ρυθμίζουμε την ώραν του φαγητού κατά τον
καιρόν, όπως είναι πρέπον. Κατά τάς μη νηστευσίμους ημέρας αρμόζει να
συντομεύσομε την αναμονή της ώρας του φαγητού καί, εάν χρειασθεί, εν καιρώ του
δείπνου να γευθούμε λίγη τροφή.
γ) Περί διαφοράς των
τροφών.
Περί δε της διαφοράς των
τροφών πρέπει να γνωρίσωμεν ότι δέον από πάντα τα ευρισκόμενα ηδέα φαγητά να
λαμβάνομαι λίγο. «Αύτη είναι ή διάκριση των φρονίμων—, λέγει ό Γρηγόριος ό
Σιναΐτης, —καί δεν πρέπει τα μεν να εκλέξομε, τα δε να αποβάλλομαι, δια να
ευχαριστείται καί ό Θεός καί να κατορθωθεί ή μη έπαρσης της ψυχής. Διότι
τοιουτοτρόπως αποφεύγομε τον τύφο καί δεν βδελυσσόμεθα τα αγαθά κτίσματα του
Θεού. εις δε τους ασθενούντες κατά την πίστιν ή κατά την ψυχήν ή αποχή από τα
εδέσματα είναι ωφέλιμος, επειδή δεν πιστεύουν —λέγει— ότι φυλάσσονται υπό του
Θεού. εις τούτους ό Απόστολος κέλευσε να τρώγουν λάχανα». Εάν κανείς βλάπτεται
από κάποιο φαγητό, είτε λόγω αρρώστιας τινός, είτε εξ αιτίας της φύσεως, δεν
πρέπει να βιάση τον εαυτόν του στην μετάληψη τούτου, αλλά να λαβή ότι ωφελεί
αυτόν, διότι ό Μέγας Βασίλειος λέγει, ότι «δεν αρμόζει με τις τροφές μεν να
ενισχύομε το σώμα, με αυτές δε πάλιν να το πολεμούμε».
δ) Περί διαφοράς των
σωμάτων.
Όστις έχει σώμα υγιές καί
ισχυρό, πρέπει να το κοπιάσει κατά το δυνατόν, δια να ελευθερωθεί από τα πάθη
και Χάριτι Χριστού να δουλωθεί εις την ψυχήν. Όστις έχει σώμα αδύνατον καί
ασθενές, πρέπει ολίγον να το αναπαύσει, δια να μη εκπέσει μέχρι τέλους. Ό
αθλητής πρέπει να βρίσκεται σε ένδεια, μη χορταζόμενος δίδει στο σώμα την χρείαν μόνο κατ' ολίγον, όσον το
φαγητό, τόσο και στο ποτό. Μάλιστα 'δέ εν καιρώ σωματικού πολέμου του εχθρού
όφείλομεν να κάνουμε εγκρατεια. Διότι πολλοί, οι όποιοι δεν κράτησαν τής
γαστρός, έπεσον εις πάθη ατιμίας και εις τον ανεκλάλητο βόθρο της ασέλγειας.
εις δε τον εν τη ευταξία της εγκράτειας της κοιλίας τελούντα γίνεται ή είσοδος
όλων των αρετών καθολικώς. Όθεν λέγει ό Μέγας Βασίλειος-«Εάν κράτησης της
κοιλίας, θα εισέλθεις εις τον παράδεισο. Εάν όμως δεν κράτησης, έγινες
κατανάλωμα του θανάτου. Όταν κανείς δια τον κόπο της οδοιπορίας ή λόγω άλλου
τίνος βαρύτατου έργου συγκαταβή ολίγον προς το σώμα και πρόσθεση ολίγον προς
την συνήθη χρείαν, αυτό δεν είναι επιμεμπτό και εις την τροφή και εις την πόσιν
και εις πάσαν άνάπαυσιν, έφ' όσον πράξη τούτο με διάκρισιν κατά την δύναμίν
του».
2) Δεύτερος λογισμός ό
της πορνείας.
Μέγας είναι ό άγων ημών
κατά του πνεύματος της πορνείας, και λίαν οξύς, διότι έχει διπλούν πόλεμο, εις
την ψυχήν και εις το σώμα. Όθεν πρέπει πάντοτε να έχομε πολλή προθυμία
εγρηγόρως και νηφάλιος να φυλάγουμε την καρδίαν ημών από πάντα λογισμό, μάλιστα
δε κατά τάς αγίας συνάξεις, όταν θέλομε να μεταλάβομε των ηγιασμένων Δώρων.
Διότι τότε ο εχθρός επιδιώκει παντοιοτρόπως να μολύνει την συνείδηση ημών. Καί
όταν οί λογισμοί ούτοι μας προσβάλλουν, τότε πρέπει να έχομεν φόβον Θεού και να
ενθυμηθούμε ότι τίποτε δεν δύναται να κρυφτεί από τον Θεόν, ακόμη και μέχρι του
ψιλού διαλογισμού της καρδίας, και ότι πάντων του των δικαστής και εξεταστής
είναι ό Κύριος. Πρέπει δε να μνημονεύσομε και της υποσχέσεως ημών, την όποια
ομολογήσαμε ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ότι θα παραμείνουμε εν σωφροσύνη και άγνεία. Σωφροσύνη δε και
αγνεία δεν είναι μόνον ο εξωτερικός
βίος, άλλ' ό απόκρυφος της καρδίας άνθρωπος, όταν παραμένει καθαρός αφού τους
ρυπαρούς λογισμούς. τούτο είναι πολύτιμο και προσφιλές στο Θεόν. «Ό δε εκ
προαιρέσεως συνδυαζόμενος επί πολύ με τον λογισμό της πορνείας και μολύνω
των εαυτόν του, αυτός πορνεύει εν τη
καρδία του», ειπον οί Πατέρες. Συμβαίνει δε ίσως και να προχώρηση κανείς και
στην πράξη, και όταν φθάσει στην πράξει, τότε πρέπει να εννοήσωμεν, ποία συμφορά μας αναμένει μετά την εκτέλεση
του πράγματος, ότι περί ουδενός άλλου αμαρτήματος οί Πατέρες δεν μίλησαν όπως
περί του αμαρτήματος τούτου. Διότι πτώση το ονόμασαν, επειδή καθιστά τον
πεσόντα απαρρησίαστο και τον ωθεί στην απόγνωση. Ωφέλιμο είναι, νομίζω, εν
καιρώ πολέμου της πορνείας να διαλογιστούμε εντός του εαυτού μας, εις ποίον
σχήμα και ποια τάξιν ευρισκόμεθα, ότι περιπατούμε στο αγγελικό σχήμα, και πώς
δυνάμεθα να καταπατήσουμε την συνείδηση ημών και να ονειδίσουμε τούτο το άγιον
σχήμα με αυτό το βδέλυγμα. Ομοίως δε πρέπει να ενθυμηθούμε την αισχύνη και
ντροπή εκ μέρους των ανθρώπων, δια να δυνηθούμε ίσως και με αυτό να απορρίψούμε
τον άπρεπη λογισμό τούτον. Διότι εάν θα εβλεπόμεθα εις την ασελγεία ταύτην ύπο
των ανθρώπων, δεν θα προετιμώμεν μάλλον να αποθάνωμεν παρά να ευρεθώμεν εις την
αισχύνη ταύτην; Και ούτως είναι παντοιοτρόπως δυνατό με σπουδή να εκκόψη κανείς
τον λογισμό τούτον. Δυνάμεθα δε να έχουμε
πάντοτε ταύτην την μεγάλην και φοβερά νίκη εναντίων των, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Θεό
όπως διδάσκουν οί άγιοι Πατέρες. Ό μεν Μάξιμος ο Ομολογητής λαβών εκ των ύπο του Δαυίδ
λεχθέντων συμβουλεύει ούτι να προσευχώμεθα κατά των λογισμών της πορνείας-
«Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, το αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των
κύκλωσα με». Ό δε Ιωάννης της Κλίμακος λέγει περί το «Ό Θεός εις την βοήθειά
μου πρόσχες» και όμοια ταύτα . Παρουσιάζει ως μάρτυρα του ότι πρέπει να
προσευχώμεθα κατά τούτων των λογισμών εκείνον, Όστις λέγε ταύτα. Είναι ανάγκη να επικαλώμεθα εις
βοήθεια τους αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας, καθώς ή Δανιήλ ό Σκητεώτης
παρήγγειλε εις τον υπό της πορνείας πολεμούμενον αδελφό να προσεύχηται και να
επικαλείται την βοήθειά της μάρτυρος Θωμαΐδος,
ήτις φονεύθη δια την σωφροσύνη της, και να λέγει ως εξής-«Ω Θεέ, δι'
ευχών της μάρτυρος Θωμαΐδος βοήθει μοι!». Και ευθύς απηλλάγη από το πάθος της
πορνείας, άφ' ου προσηυχήθη παρά τον τάφον της. Έχοντες τάς μαρτυρίας ταύτας,
πρέπει και ημείς ούτω να προσευχώμεθα και να επικαλώμεθα την βοήθειά εκείνων,
τους οποίους ευρίσκομε εις τάς Αγίας Γραφάς ως αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και
αγνείας. Όταν επίκειται σφοδρός πόλεμος, πρέπει ευθύς αναστάντες και επάραντες
τάς χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ούρανόν να προσευχηθώμεν, —όπως παραγγέλλει
ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης—, «και ό Θεός —λέγει— αποδιώκει αυτούς». Να προσευχηθεί
δε κανείς ούτος, όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ· «Σύ είσαι ό δυνατός, Κύριε, και
ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ, Κύριε, πολέμησον και νίκησον εν αύτω υπέρ ημών».
Και όπως ό Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει, λέγων «Βόησον προς τον δυνάμενον να
σώσει, όχι με λόγους σεσοφισμένους, αλλά με ταπεινά λόγια ελέησόν με, Κύριε,
ότι ασθενής ειμί! Και τότε θα γνωρίσεις την δύναμιν του Υψίστου και θα δίωξης
τα αόρατα αοράτος». «Πάντοτε δε μάστιζε τους πολεμίους με το όνομα του Ιησού,
διότι ισχυρότατο του όπλου τούτου δεν θα ευρείς ούτε εν τω ουρανό ούτε επί της
γης». «Παρατηρεί δε ό δαίμων τους καιρούς δια τάς επιθέσεις εναντίον ημών όταν
δεν δυνάμεθα να προσευχώμεθα σωματικός κατ' αυτού, -λέγει ο ίδιος ο Κλίμακος
καί τότε μάλιστα μας πολεμει». Πρόσεχε λοιπόν ακριβώς ω μοναχέ
και μη αμελής να προσεύχεσαι πάντοτε εν καιρώ σφοδρού πολέμου των
αισχρών λογισμών, καθ' ον τρόπον διετυπώσαμεν προηγουμένως. Ανύψωσαν τους
οφθαλμούς σωματικός ή ψυχικώς, αναλόγως με το μέτρον της δυνάμεως σου. Και όταν
γίνεις εργάτης τούτων των λεχθέντων, θα γνωρίσεις καί εκ πείρας, ότι με την
αόρατο βοήθειά της δυνάμεως του Υψίστου νικώνται ταύτα τελείως εκ της
προαιρέσεως ημών. Εάν όμως οκνήσεις, θα καταισχυνθείς εν συνεχεία, διότι θα
έχεις την συνείδησιν μεμολυσμένην, άφ' ου ενικήθης ύπ' αυτών. «Πρέπει δε να
κατανοήσωμεν και ταύτην την πανουργία του διαβόλου, —είπον οί Πατέρες, —αν
κάποτε συμβεί να εισαγάγει εις τον λογισμό ημών ενθυμήσεις εύμόρφων γυναικείων
και νεανικών προσώπων — αν και πρόκειται περί τίνων ευσεβών και αν καί δεν
θεωρώνται εμπαθείς — πρέπει ταχέως να αποκόψωμεν αύτάς. Διότι εάν χρονίσωμεν
εις αύτάς, ό πονηρός πλανευτής ευθύς θα μεταβολή και θα κατακρημνίσει τον
λογισμό εις ρυπαράς και αισχράς επιθυμίας. Συμβαίνει δε ενίοτε και ημείς οί
ίδιοι να πικραινώμεθα δια τους λογισμούς της πορνείας και διαλογιζόμενοι περί
τούτων να περιφρονώμε τον εαυτόν μας, διότι επιθυμούμεν τα βδελυρά ταύτα, τα
όποια «αρμόζουν μόνον εις τα αλόγα κτήνη», όπως λέγουν οί Πατέρες. Εάν συμβεί
και εις τα παρά φύσιν, τούτο είναι ξένον και εις αυτά τα κτήνη, ημείς όμως πολεμούμεθα υπό αυτών. Άλλα προ πάντων
εις τούτους τους λογισμούς πρέπει να φυλασσώμεθα ημείς οί αρχάριοι, να μη
χρονίσομε κάπως εις αυτούς, έστω και
νομιζοντες ότι παλαίομεν με αυτούς, για
να μην βρεθούμε εργαζόμενοι το πάθος. Δια τούτο είναι πάντως καλύτερο να αποκόψωμεν τάς προσβολάς, οι οποίες είναι ή
αρχή του λογισμού. Διότι το να συμπλέκωνται με αυτούς και να κατατάσσουν τους λογισμούς
τούτους κατά τρόπον ευάρεστων είναι έργον των δυνατών. Σύ δε φυλάττου από τάς
συνομιλίας με τάς γυναίκας και από την θέα των και φεύγε την συντυχία με τους
νέους και την θέα γυναικοειδών και λείων προσώπων. Διότι «αυτή είναι ή παγίδα
του διαβόλου εναντίον των μοναχών», είπον μερικοί εκ των Πατέρων. «Και ει
δυνατόν να μη ευρισκόμεθα με αυτούς κατ' ιδίαν, —όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος—,
ούτε εις τίνα αναγκαία χρείαν. Διότι ουδέν, —λέγει—, είναι αναγκαιότερο της
ψυχής, όπερ της οποίας ό Χριστός απέθανε και ανέστη». Και μη θέλεις να ακούσης παρά
τίνος απρεπείς ομιλίας, οι οποιαι διεγείρουν τα πάθη.
3) Τρίτος λογισμός ό της
φιλαργυρίας
«Ή δε νόσος της φιλαργυρίας προέρχεται
έξωθεν της φύσεως ημών από ολιγοπιστία και άνοια», είπον οί Πατέρες. Διό και ό
κατ' αυτής άγων δεν είναι πολύς δι' όσους προσέχουν τον εαυτόν των με φόβον
Θεού και θέλουν αληθώς να σωθούν. Όταν αυτή όμως παγιωθεί εντός ημών, γίνεται
χειρότερα πάντων. Και Όταν υποταχθώμεν εις αυτήν, οδηγεί εις τοσαύτη απώλεια,
ώστε ό Απόστολος να την ονομάσει όχι μόνον ρίζαν παντός κακού, του θύμου και
της λύπης και των λοιπών, αλλά να την χαρακτηρίζει και ως είδωλολατρείαν. Διότι
πολλοί εξ αιτίας της φιλαργυρίας όχι μόνον έξέπεσον του βίου της ευσεβείας,
άλλ' ασφαλών και περί την πίστιν και έπασχον κατά την ψυχήν και το σώμα, όπως
διηγείται ή Αγία Γραφή. Ελέχθη δε υπό των Πατέρων, ότι ό συνάγων χρυσόν και
άργυρο και έλπίζων έπ' αυτά δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός μερίμνων περί αυτού.
Και τούτο λέγει ή Αγία Γραφή· εάν κανείς κυριευθεί υπό υπερηφάνειας ή
φιλαργυρίας, —ύφ' ενός οιουδήποτε των παθών τούτων αυτόν ό δαίμων δεν θα
πολεμήση με άλλο πάθος, επειδή αυτό μόνον το ένα αρκεί δια την απώλεια του.
Δια τούτο πρέπει να
φυλασσώμεθα από τούτο το ολέθριο καί ψυχοφθόρο πάθος και να προσευχώμεθα προς
Κύριον τον Θεόν, να δίωξη άφ' ημών το πνεύμα της φιλαργυρίας. Δεν πρέπει να
απέχωμεν μόνον από την ιδιοκτησία χρυσού και αργύρου, αλλά και πάντων των
πραγμάτων εκτός της αναγκαίας χρείας, και εις τα ιμάτια και εις τα υποδήματα
και εις την οίκοδομήν του κελιού καί εις τα σκεύη και εις πάντα τα εργαλεία.
Και πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν όχι πολύτιμα και διακεκοσμημένα, άλλ' ευτελώς
έχοντα καί μη έμβάλλοντα ημάς εις ταραχάς, δια να μη εμπέσωμεν δια ταύτα εις
κοσμικάς περιπλοκάς. Ή δε αληθινή απομάκρυνσης από την φιλαργυρίαν καί την
πραγματοφιλίαν είναι όχι μόνον το να μη έχομεν ιδιοκτησία, αλλά το ούτε καν να
επιθυμώμεν να αποκτήσωμεν κάτι Τούτο οδηγεί ημάς εις την καθαρότητα της ψυχής.
4) Τέταρτος λογισμός ό
του θυμού
Όταν το πνεύμα του θύμου
βασανίσει ημάς, αναγκάζουν να κρατήσουμε την μνησικακία και παροξύνουν ημάς εις
οργή να ανταποδώσομε το κακόν εις τον θλίψαντα, τότε πρέπει να ενθυμηθώμεν τον
υπό του Κυρίου λεχθέντα λόγον «Εάν μη άφήτε έκαστος τω αδελφό αύτού από των
καρδιών υμών τα παραπτώματα, καί ό Πατήρ μου ό επουράνιος ουκ αφήσει υμίν τα
παραπτώματα υμών». Έκαστος λοιπόν όστις θέλει να λαβή άφεσιν των παραπτωμάτων
του, οφείλει πρώτον να αφήσει από καρδίας εις τον αδελφό του. Διότι ούτος είναι
διατεταγμένων υπό του Κυρίου να ζητούμε αφεσιν των οφειλημάτων: «ως καί ημείς
άφίεμεν».
Καί εάν ημείς οί ίδιοι
δεν αφήσομε, είναι φανερό ότι καί εις ημάς δεν θα αφεθεί. Καί πρέπει να
εννοήσωμεν ότι Όταν πράξομε και κάτι κατά τα φαινόμενα καλόν, αλλά δεν αφήσομε
τον θυμό, δεν είναι δεκτό. Διότι ελέχθη υπό των Πατέρων «Ό οργίλος καν νεκρούς
αναστήσει, ή προσευχή του είναι απρόσδεκτος». Τούτο δε είπον οί Πατέρες, όχι
επειδή ο οργίλος τάχα δύναται να αναστήσει νεκρό, άλλ' δήλωσαν ότι ή προσευχή
τούτου είναι βδέλυγμα. Όθεν πρέπει παντί τρόπω να μη οργιζώμεθα, να μη κάμνομε
κακόν εις τον αδελφό, όχι μόνον με το έργο και τον λόγο, αλλά και με το
πρόσωπο, διότι δύναται κανείς και μόνον με το βλέμμα να λύπηση τον αδελφό του,
όπως είπον οί Πατέρες, και τους λογισμούς του θυμού να εκβάλομε από την
καρδίαν. Καί αύτη είναι ή άφεσης από καρδίας, τούτο δε αποτελεί την με-γάλην
νίκη κατά των λογισμών της οργής: το να προσευχώμεθα υπέρ του θλίψαντος
αδελφού, όπως παρήγγειλε ό άββάς Δωρόθεος, και να λέγωμεν ούτω· «Βοήθησον,
Κύριε, τω αδελφό μου δείνι, καί δι' ευχών αυτού ελέησόν με τον αμαρτωλό!». Και
αύτη είναι ή αγάπη και ή συμπάθεια, το να προσευχώμεθα δια τον αδελφό. Καί το
να έπικαλώμεθα την βοήθεια των ευχών του, τούτο είναι ταπείνωσης. Πρέπει δε
κατά δύναμιν να κάμνομε εις αυτόν το καλόν. Καί ούτως εκπληρώνονται αί έντολαί
του Κυρίου, αί οποιαι λέγουν «Αγαπάτε τους εχθρούς ημών, ευλογείτε τους
καταρωμένους υμίν, ευ ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, εύχεσθε υπέρ των αδικούντων
υμάς».
Τόσον δε μεγάλην
ανταπόδοση υπεράνω των άλλων υπεσχέθη εις τούτους ο Κύριος, διότι δεν είπε
μόνον, Βασιλείαν των ουρανών, ούτε παρηγοριά καί δωρεάν τίνα, καθώς καί εις
τους λοιπούς, αλλά υιοθεσία, «όπως γένησθε —είπεν— υιοί του Πατρός υμών του εν
ουρανοίς». Αυτός δε ό Κύριος καί Θεός ημών Ιησούς Χριστός, Όστις νομοθέτησε την
εντολή ταύτην καί υπεσχέθη την μεγάλην ανταπόδοση ταύτην, έπραξε ότι δίδαξε καί
μας έδωσε το υπόδειγμα δια να γίνωμεν καί ημείς κατά δύναμιν μιμείται εις
ταύτα. Διότι πόσα κακά δεν υπέμεινε παρά των Ιουδαίων δι' ημάς τους αμαρτωλούς!
Καί όχι μόνον δεν ωργίσθη εναντίον των, αλλά και προσευχηθεί υπέρ αυτών εις τον
Πατέρα, λέγων «Πάτερ, άφες αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και πάντες οί Άγιοι,
βαδίσαντες την όδον ταύτην, εύρον Χάριν, διότι όχι μόνον δεν ανταπέδωσαν το
κακόν εις τους θλίψαντας, αλλά και εποίησαν εις αυτούς το καλόν και
προσευχήθηκαν υπέρ αυτών και σκέπασαν τα ελαττώματα των, χαίροντες δια την
διόρθωση των, άφ' ου ήλθον εις αίσθησιν των κακών των, και νουθέτησαν αυτούς με
αγάπη και συμπάθεια.
5) Πέμπτος λογισμός ό της
λύπης.
Δεν είναι μικρός ο άγων
ημών κατά του πνεύματος της θλίψεως, διότι εμβάλλει την ψυχήν εις απώλεια και απόγνωση.
Και όταν ή θλίψις προξενηθή υπό των ανθρώπων, πρέπει να την υπομείνωμεν εύψυχος
και να προσευχηθώμεν υπέρ των θλιψάντων, όπως και ανωτέρω ελέχθη, γνωρίζοντες
σαφώς, ότι πάντα μας συμβαίνουν όχι χωρίς την Θείαν Πρόνοιαν, και πάντα μας
στέλλει ό Θεός προς ωφελείαν και σωτηρία των ψυχών ημών. Αν και κατά τον
παρόντα καιρόν δεν μας φαίνονται ωφέλιμα, άλλ' εν συνεχεία θα βεβαιωθεί, ότι
ούτως είναι ωφέλιμα, όπως ο Θεός ορίζει, και όχι όπως ημείς θέλομε. Δια τούτο
δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από ανθρωπίνους λογισμούς, αλλά να πιστεύωμεν
ολοψύχως ότι ό παντεπόπτης οφθαλμός του Θεού βλέπει τα πάντα και χωρίς το
θέλημα Του δεν δύναται τίποτε να μας συμβεί, και ότι ένεκα του ελέους Του μας
στέλλει ταύτα, δια να στεφανωθώμεν ύπ' Αυτού, άφ' ου επειράσθημεν εις αυτά και
υπεμείναμεν, επειδή άνευ πειρασμών ουδείς εστεφανώθη ποτέ. Όθεν πρέπει δια
πάντα ταύτα να αναπέμπομε ευχαριστία προς τον Κύριο ως αγαθοδότη και σωτήρα
ημών. Διότι «το στόμα, το όποιον πάντοτε ευχαριστεί, δέχεται ευλογία παρά του
Θεού, και εις την καρδίαν, ήτις ευχαριστεί, εμπίπτει ή Χάρις», λέγει ό άγιος
Ισαάκ. Πρέπει λοιπόν να φυλασσώμεθα από τον γογγυσμό κατά των θλιψάντων, διότι
αυτός ό ίδιος λέγει· «Πάσας τάς ασθενείας του άνθρωπου βαστάζει ό Θεός· Τον δε
πάντοτε γογγύζοντας δεν υπομένει, εάν δεν τον παίδευση». Πρέπει δε να έχομε
θλίψιν την ωφέλιμο δια τάς αμαρτίας μετά της δι' αγαθής ελπίδος προς τον Θεόν
μετανοίας, γνωρίζοντες σαφώς, ότι δεν υπάρχει αμαρτία, ήτις νίκα την
φιλανθρωπία του Θεού, αλλά πάντα συγχωρεί εις τους μετανοούντος και προσευχομένους.
Ή μεν θλίψις αυτή είναι ανάμικτος με χαράν και καθίστα τον ανθρωπον πρόθυμο
προς πάν αγαθόν και καρτερικό εις πάντα πόνο.
«Ή γαρ κατά Θεόν λύπη
—λέγει ό Απόστολος— μετάνοια εις σωτηρία αμεταμέλητων κατεργάζεται». Την δε
εναντία λύπη, την παρά των δαιμόνων εις ημάς επιφερομένη, πρέπει με σπουδή να
εκβάλουμε από την καρδίαν, καθώς και τα λοιπά πονηρά πάθη, και δια προσ-ευχής
και αναγνώσεως και συναναστροφής και συνομιλίας μετά πνευματικών ανθρώπων
πρέπει να την καταργήσουμε, επειδή είναι αιτία παντός κάκου. Διότι όταν
χρονίσει εντός ημών, ενδύεται την απόγνωση και οκνηρία προς προσευχή καί
ανάγνωση.
6) Έκτος λογισμός ό της
ακηδίας.
Όταν ή άκηδία δυναμωθεί
κατά πολύ εναντίον ημών, τότε ή ψυχή επάγεται εις μέγαν αγώνα: δινών είναι
τούτο το πνεύμα και βαρύτατο, συνεζευγμένο και συνεργό με το πνεύμα της λύπης.
Εις τους εν ησυχία όντας επιφέρεται ούτος
ό πόλεμος με σφοδρότητα. Όταν ταύτα τα σκληρά κύματα επαναστατούν κατά της
ψυχής, εν εκείνη τη ώρα ό άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα λυτρωθεί ουδέποτε άπ'
αυτά, άλλ' επιβάλλει ό εχθρός εις αυτόν τοιούτους λογισμούς, ότι σήμερον
υπάρχει τόσον κακόν, και εν συνεχεία θα γίνει χειρότερο κατά τάς εξής ημέρας.
Και υποβάλλει εις αυτόν ότι είναι εγκαταλελειμμένος υπό του Θεού, και ότι
Εκείνος δεν μερίμνα περί αυτού ή ότι αυτά συμβαίνουν τυχαίως χωρίς την Θεία
Πρόνοια, και εις αυτόν μόνον γίνονται ταύτα, εις δε τους λοιπούς ούτε έγιναν, ούτε
γίνονται. Άλλα δεν έχουν ούτω τα πράγματα δεν έχουν! Διότι
όχι μόνον εις ημάς τους αμαρτωλούς, άλλα και εις τους άπ' αιώνος ευαρεστήσαντας
Αυτόν Αγίους Του προσφέρει ό Θεός, ως ό φιλότεκνος πατήρ εις τα παιδία του, εξ
αγάπης την πνευματικήν ράβδο δια την προκοπή των αρετών. Ταχέως όμως ακολουθεί
ή απαραίτητος απαλλαγή από τούτων και μετά ταύτα ή επίσκεψις και το έλεος του
Θεού και ή παρηγοριά, διότι εν εκείνη τη δεινότατη ώρα ό άνθρωπος δεν λογίζεται
ότι πρέπει να καρτερήσει εις τον αγώνα της καλής πολιτείας, άλλ' ό εχθρός του
δεικνύει πάντα τα καλά ως βδελυρά. ούτω μετά την απαλλαγή από τούτων πάντα τα
καλά του φαίνονται πάλιν αρεστά, και πάντα τα γενόμενα θλιβερά ότι ήσαν μηδέν.
Και πάλιν ευρίσκεται πρόθυμος εις το αγαθόν, και θαυμάζει την αλλαγή προς την
βελτίωση, και ουδαμώς δεν θέλει να αποχώρηση από την όδόν των αρετών, καί
εννοεί ότι από το έλεος Του ό Θεός του ετοιμάζει ταύτα προς ωφελείαν, και ότι
από αγάπη προσφέρει τα τοιαύτα προς παιδαγώγηση. Και εξάπτεται εις θείον έρωτα,
γνωρίζων σαφώς, ότι ό Κύριος είναι πιστός καί ουδέποτε επιτρέπει εναντίον ημών
πειρασμούς υπέρ την δύναμιν ημών. Ό δε εχθρός δεν δύναται ουδόλως να πράξη
τίποτε εναντίον ημών χωρίς την θεία παραχώρηση. Διότι εκείνος δεν θλίβει την
ψυχήν κατά το δικό του θέλημα, αλλά καθ' όσον παραχωρείται υπό του Θεού. Και
κατανοήσας τούτο εκ της πείρας, σοφίζεται από τάς προηγουμένας απαλλαγάς και
υπομένει γενναίως την επιφοράν των δεινών τούτων, γνωρίζων ότι εν τούτω
φανερώνεται ή αγάπη του μονάχου προς τον Θεόν, Όταν γενναίως υπομείνει ταύτα,
και εκ τούτου έρχεται εις προκοπή. Διότι «τίποτε άλλο δεν προξενεί εις τον
μοναχό τόσους στεφάνους, ως ή άκηδία, Όταν βιάση τον εαυτόν του άκαμπτος εις
την θείαν εργασίαν», λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος. "Όταν όμως υπάρχει
ούτος ό φοβερός πόλεμος, τότε πρέπει ισχυρώς να οπλιστεί κατά του πνεύματος της
αχαριστίας και να φοβηθεί και την βλασφημίαν. Διότι με πάντα ταύτα πολεμεί ό
εχθρός κατά τον καιρόν εκείνον, και τότε ό άνθρωπος πληρούται αμφιβολίας και
φόβου. Και του εμβάλλει ό εχθρός τον λογισμό ότι δεν είναι δυνατόν αυτός να
ελεηθεί υπό του Θεού και να λαβή συγχώρησιν των αμαρτιών του καί να λυτρωθεί
από την αίώνιον κόλασιν και να σωθεί. Και γίνεται επιδρομή άλλων τινών κακών
λογισμών, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παραδώσει κανείς εις την γραφή. Και
είτε ανάγνωση, είτε εκτέλεση το διακόνημα, δεν τον αφήνουν. Τότε λοιπόν πρέπει
να κρατήσομε ρωμαλέος τούτο: να μη παραμείνομε εις την απόγνωση και να μη
αμελήσομε την προσευχή κατά δύναμιν. Καν εάν δύναται κανείς να πέση κατά
πρόσωπον εις την προσευχή, και αυτό είναι λίαν αρμόζον. Και να προσευχηθεί
ούτος, όπως λέγει ό μέγας Βαρσανούφιος· «Κύριε, ίδε την θλίψιν μου και ελέησον
με. Θεέ, βοήθησαν μοι το άμαρτωλώ». Και όπως ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος
παραγγέλλει· «Μη άφήσης εναντίον μου, Δέσποτα, πειρασμόν ή θλίψιν ή πόνο υπέρ
την δύναμίν μου, άλλα χάριζε μοι πάντοτε την έκβασιν και την ισχύν εις το να
δύναμαι να υπομένω ταύτα μετ' ευχαριστίας». Ενίοτε δε πρέπει να επαίρωμεν τους
οφθαλμούς προς τον ούρανόν και να εκτείνωμεν τάς χείρας εις το ύψος και να
προσευχώμεθα καθ' ον τρόπον ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης διέταξε να
προσευχώμεθα κατά του πάθους τούτου. Διότι ταύτα τα δύο πάθη ονόμασε σκληρά,
την πορνεία, λέγω, καί την ακηδία. Και ούτος αγωνιζόμενος, επιμελοΰ όσο δυνατόν
την ανάγνωση καί βιάσου εις το ερχόχειρον, διότι ταύτα είναι μεγάλοι βοηθοί εις
εκείνη την α-νάγκην. Συμβαίνει δε ενίοτε καί όταν καταγίνηται κανείς εις ταύτα,
να μη εγκαταλειφθεί από εκείνα. Τότε χρειάζεται μεγάλη βία καί πολλή ισχύς, καί
με όλη την δύναμη καί με σπουδή να επιδοθεί κανείς εις την προσευχή. Κατά δε
του πνεύματος της αχαριστίας καί της βλασφημίας πρέπει να λέγει τούτο· «Υπάγε
οπίσω μου σατανά. Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω καί Αύτω μόνω λατρεύσω, καί
πάντα τα οδυνηρά καί θλιβερά δέχομαι μετ' ευχαριστίας ως ύπ' αυτού αποσταλέντα προς
θεραπεία των παραπτωμάτων μου, καθώς είναι γεγραμμένο «οργή Κυρίου ύποίσω ότι ήμαρτον Αυτό». Επί
σε δε να επιστρέψει ή αχαριστία καί ή βλασφημία εις την κεφαλήν σου καί προς σε
έγραψε ό Κύριος ταύτα. «Υπάγε λοιπόν άπ' εμού, ό Θεός ό πλάσας με κατ' εικόνα
καί καθ' όμοίωσίν
Του να σε εξουθένωση!».Εάν όμως καί μετά ταύτα
ακόμη σε ενόχληση, μετάθεσε τους λογισμούς εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο
πράγμα. «Υπομονή τε καί ελπίδα πρέπει προ πάντων να εχη ή ψυχή, ήτις θέλει να
ευαρεστήσει εις τον Θεόν, —όπως γράφει ό άγιος Μακάριος—, διότι τούτο είναι το
τέχνασμα της κακίας του εχθρού, το να εμβάλει εις ημάς την ακηδία, δια να
αποστατήσει ή ψυχή από την ελπίδα εις τον Θεόν. Διότι ουδέποτε παραχωρεί ό Θεός
μία ψυχή ελπίζουσα εις Αυτόν να νικηθεί από τους πειρασμούς, επειδή γνωρίζει
πασαν την ασθένεια ημών. Διότι αν εις τους ανθρώπους δεν είναι άγνωστο πόσον
φορτίο δύνανται να βαστάζουν ό ημίονος, πόσον ό όνος καί πόσον ή κάμηλος, καί
εις έκαστο επιθέτουν το δυνατόν, ούτος είναι καί εις τον κεραμέα γνωστόν, πόσον
χρόνον πρέπει να παραδώσει τα σκεύη εις το πυρ, ώστε ούτε να παραμείνουν πλέον
του δέοντος, καί να υποστούν ρήξιν, ούτε πάλιν να εξαχθούν προ της επαρκούς
εψήσεως και να αχρηστευθούν. Και αν οι άνθρωποι έχουν τόση γνώσιν, δεν γνωρίζει ο Θείος Νους πολύ
περισσότερο και αμέτρως περισσότερο, πόση δοκιμασία πρέπει να επιφέρει εις
έκάστη ψυχή, δια να γίνει δόκιμος και κατάλληλος προς την Βασιλείαν των ουρανών
και να αξιωθεί όχι μόνον της μελλούσης δόξης, άλλα και εδώ της παρακλήσεως του
πανάγαθου Πνεύματος;» Ταύτα γνωρίζοντες πρέπει να υπομένωμεν ανδρείως, εντός
των πυλών ησυχάζοντες. Συμβαίνει δε ενίοτε να έχη κανείς χρείαν ενός άνθρωπου
ακριβέστατου κατά την πολιτεία και ωφελιμότατου κατά την ομιλία, όπως λέγει ο
Μέγας Βασίλειος· «διότι πολλάκις, —λέγει—, την ακηδία την ενυπάρχουσαν εν τη
ψυχή δύνανται ή εύκαιρος και ανεπίληπτος προς τους τοιούτους έξοδος και ή εν
μετρώ συνομιλία να διαλύσουν. Και άφ' ου παράσχουν λίγη ενίσχυση και ανάπαυση,
δίδουν την δυνατότητα να προσέλθομε προθυμότατα εις τους υπέρ της ευσέβειας
αγώνας». Άλλα το να παραμείνομε τότε εις την ησυχία χωρίς έξοδο, είναι
καλύτερον, λέγουν οι Πατέρες, εξ ιδίας πείρας κατανοήσαντες.
7) Έβδομος λογισμός ό της
κενοδοξίας.
Πολλής νίψεως έχομεν
ανάγκην κατά του πνεύματος της κενοδοξίας, επειδή κρυφίως και με πάμπολλα
τεχνάσματα κλέπτει την προαίρεσιν ημών και καθίστα τον μοναχό άνευ προκοπής.
Και με σπουδή επιβουλεύεται το έργον ημών, δια να μη γίνει κατά Θεόν, αλλά δια
την κενοδοξία και ανθρωπαρέσκεια. Όθεν πρέπει εν παντί καιρώ να εξετάζομε τον
εαυτόν μας ακριβώς κατά τάς αισθήσεις και τους λογισμούς, δια να γίνει το έργον
ημών κατά Θεον και προς ωφελείαν της ψυχής, και να αποφεύγομε εν πάσι τα
ανθρώπινα, έχοντες πάντοτε προ οφθαλμών το υπό του αγίου Δαυίδ λεχθέν «Κύριος
διασκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων». Και ούτω πρέπει πάντοτε να απορρίπτει κανείς
τους λογισμούς των επαινούντων αυτόν και των αναγκαζόντων αυτόν να πράξη κάτι
προς ανθρωπαρέσκεια, και ολοψύχως πρέπει να στερεώσωμεν τον λογισμό δια να
πράττωμεν τα πάντα κατά Θεόν. Διότι όταν κανείς έχη την προαίρεσιν βεβαίαν εις
τον Θεον και νικηθεί κάποτε εξ αδυναμίας ακουσίως υπό του λογισμού, άλλ'
εξομολογηθεί προσευχόμενος εις τον Κύριον και μετάθεση τους λογισμούς από την
κενοδοξία, αυτός ευθύς συγχωρείται και επαινείται ύπ' Εκείνου, Όστις γνωρίζει
τάς προθέσεις και τάς καρδίας ημών. Τούτο δε πρέπει να πράξωμεν, αν ποτέ
αρχίσωμεν να επινοήσωμεν κάτι προς κενοδοξίαν: Να ενθυμηθώμεν τον θρήνο και την
κατά την ιδιαίτερα προσευχή έμφοβον παράσταση ημών, αν έχομεν ταύτα. Ει δε μη,
ας λάβωμεν κατά νουν την σκέψη περί της εξόδου ημών από την ζωήν ταύτην και ως
αντιλογήσωμεν παντοδαπώς εις την αναίσχυντων κενοδοξίαν. Εάν δεν δυνάμεθα να
πράξωμεν ούτε κατά τούτον τον τρόπον, ας προσέχομε τουλάχιστον την αισχύνη,
ήτις ακολουθεί την κενοδοξίαν. Διότι «ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσετα' πάντως και
εδώ προ του μέλλοντος αιώνος». ταύτα λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. "Αν
ποτέ κανείς αρχίσει να επαινεί ημάς ή όταν ό νους ημών υποστεί παρά των αοράτων
εχθρών την προσβολή του λογισμού της κενοδοξίας, όστις μας αναδεικνύει άξιους
του μεγαλείου της τιμής και του ύψους των θρόνων, επειδή είμεθα δήθεν ανώτεροι
των άλλων, τότε πρέπει εν τη διάνοια ημών να μνημονεύσωμεν ταχέως του πλήθους
και του βάρους των παραπτωμάτων ημών, ή ενός εκ των χειρότερων αυτών. Και
κρατών αυτό εις την διάνοια, λέγε· άραγε οι τα τοιαύτα εργαζόμενοι είναι άξιοι
των επαίνων τούτων; Και αμέσως ευρίσκομεν τους εαυτούς μας αναξίους εκείνων των
ανθρωπίνων επαίνων, και οί δαιμονικοί λογισμοί εξαφανίζονται τροχάδην, «και δεν
θα μας ενοχλήσουν πλέον με δύναμιν προς τούτο», λέγει. ό Νικήτας Στηθάτος. «Εάν
όμως —λέγει— δεν έχεις καμία φαύλον πράξη εις την συνείδησίν σου, τότε λογίσου
τουλάχιστον την τελειότητα των εντολών και θα εύρης τον εαυτόν σου ανεπαρκή,
όπως μία κολυμβήθρα είναι μικρά δια να δεχθεί το μέγεθος της θαλάσσης». Και
πάντοτε ούτω πράττοντες θα φυλαττώμεθα παντοιοτρόπως από την κενοδοξίαν. Εάν
όμως δεν νήψωμεν, αλλά συνδυασθώμεν επί πολύ με τους λογισμούς της κενοδοξίας,
ευθύς θα στερεωθούν και θα γεννήσουν την ύπεροψίαν και την υπερηφάνειαν, ήτις
είναι αρχή και τέλος πάντων των κακών.
8) Όγδοος λογισμός ό της
υπερηφάνειας.
Και τι να λέγωμεν περί
της υπεροψίας και υπερηφάνειας; Διότι αν και διαφέρουν τα ονόματα, άλλ' εις
μίαν έννοια ανάγονται. Και έπαρσις και ύψηλοκαρδία και φυσίωσις και ούτω καθεξής
ονομάζεται υπό των Πατέρων. Πάντα ταύτα είναι αθλιότατα, διότι ή Γραφή λέγει·
«Κύριος ύπερηφάνοις αντιτάσσεται» και «βδελυκτός παρά Κυρίω πας ύψηλοκάρδιος»
και ακάθαρτος ονομάζεται. Έφ' όσον λοιπόν έχει τον Θεόν εναντίον και είναι
βδελυκτός εις Αυτόν και ακάθαρτος ενώπιον Του, πότε και εις τι και που ελπίζει
ότι θα εύρει κάτι καλόν; Και υπό τίνος θα ελεηθεί; Και τίς θα τον καθαρίση; Και
το να ομιλήσει κανείς περί τούτων είναι οδυνηρό. Ό υπό τούτων νικώμενος είναι
δια τον εαυτόν του και δαίμων και πολέμιος
και πάντοτε έχει την απώλεια έτοιμη εντός του εαυτού του. Όθεν πρέπει να
φοβώμεθα και να τρέμωμεν πάντοτε το πάθος της υπερηφάνειας και να φεύγωμεν
αυτήν, λογιζόμενοι τούτο εντός ημών, ότι ουδέν καλόν δύναται να πραχθεί χωρίς
την βοήθεια του Θεού. Άλλ' όταν εγκαταλειφθώμεν υπό του Θεού, τότε ταρασσόμεθα
υπό του διαβόλου ως φύλλον ριπιζόμενον ή ως κόνις υπό του ανέμου
αναστροβιλιζομένη και καταντώμεν εις εμπαιγμό) του εχθρού και εις κλαυθμό των
ανθρώπων. Εννοήσαντες τούτο, διερχόμεθα τον βίον οπωσδήποτε εν ταπεινώσει. Αύτη
δε είναι ή αρχή τούτου· το να έχομεν τον εαυτόν μας κάτωθεν πάντων των
ανθρώπων, τουτέστιν το να νομίσωμεν τον εαυτόν μας αμαρτωλότερον και
ευτελέστερον πάντων των ανθρώπων και αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, ως εις τα
παρά φύσιν όντα και χειρότερο αυτών των δαιμόνων, ως ύπ' αυτών βιαζόμενο και
νικώμενον. Και πρέπει να πράττωμεν το εξής· πάντοτε να εκλέγωμεν μεταξύ των
αδελφών την τελευταία θέση και εις τάς τράπεζας και εις τάς συνάξεις, και να
φορώμεν τα ευτελέστερα Ιμάτια και να αγαπώμεν τάς ατιμοτέρας εργασίας και να
προλαμβάνωμεν τους αδελφούς κατά τάς συναντήσεις με εδαφιαίαν και άοκνων
προσκύνησιν, και να άγαπώμεν την σιωπή και να μη επαιρώμεθα εις τάς ομιλίας,
και να μη είμεθα φιλόνικοι εις τους λόγους, και να μη είμεθα αναίσχυντοι, ούτε
φιλεπιδεικτικοί, και να μη θέλωμεν να επιβάλλομε τον δικό μας λόγον, και αν
φανεί ότι είναι καλός. Διότι οί Πατέρες είπον, ότι εις τους αρχαρίους ό
εσωτερικός άνθρωπος συμμορφώνεται προς τον εξωτερικό. «Όστις δεν φυλάσσεται
έξωθεν, μη πιστεύεις ότι έσωθεν είναι εύτακτος», λέγει ό Μέγας Βασίλειος. Με
ταύτα δε νικώνται ή κενοδοξία και αί ύπερηφάνειαι και έρχεται ή ταπείνωσης: με
το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας και να λέγωμεν, όπως έγραψε ό Γρηγόριος ό
Σιναΐτης· «Που γνωρίζω εγώ ακριβώς τάς αμαρτίας των ανθρώπων, Ποίαι και πόσαι
είναι; Εάν υπερβαίνουν άραγε ή αν συγκρίνονται με τάς ιδικάς μου ανομίας; Και
δια την άγνοια, ω ψυχή, είμαι κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, ως γη και σποδός
κάτωθεν των ποδών αυτών.
Πώς δε να μη έχω τον εαυτόν μου αισχρότερο
πάντων των κτισμάτων, τα όποια είναι εις το κατά φύσιν, ενώ εγώ δια τάς
αμέτρητους μου ανομίας κατήντησα εις το παρά φύσιν; Κατ' αλήθεια λοιπόν και τα
θηρία και τα κτήνη ειναι καθαρότερα εμού του αμαρτωλού. Και ένεκα τούτου είμαι
κάτωθεν πάντων, ευρίσκομαι ωσάν προ του θανάτου καταχθεις εις τον Άδη. Τίς δε
δεν γνωρίζει εν αίσθήσει, ότι ό αμαρτωλός είναι και των δαιμόνων χειρότερος, ως
δούλος και υπήκοος εκείνων, και εντεύθεν με εκείνους εις το σκότος της αβύσσου
κλειόμενος; Κατ' αλήθεια χειρότερος των δαιμόνων είναι ό ύπ' αυτών
καταδυναστευόμενος, και δια τούτο εκληρονόμησας με αυτούς την άβυσσο, ω αθλία
ψυχή! Επί γης δε και προ του θανάτου ζεις εις τον Άδη και εις την άβυσσο, πώς
ονομάζεις τον εαυτόν σου δίκαιον και πλανάσαι τον νουν, άφ' ου με τα κακά σου
έργα κατέστησες τον εαυτόν σου αμαρτωλό και ρυπαρό ως δαίμονα; Φευ της παγίδος
του σκανδάλου σου και της πλάνης σου, κακοδαιμόνιε, ακάθαρτε και παμμίαρε κύων,
ό δια ταύτα εις το πυρ και εις το σκότος αποστελλόμενος!». Τούτο δε λέγεται
περί της υπερηφάνειας των μοναχών: δια τους πολλούς κόπους και άθλους, τους
οποίους κατώρθωσεν ό άνθρωπος, και δια τάς κακώσεις, τάς οποίας υπέμεινε δια
την αρετή, προσβάλλει αυτόν ό λογισμός της υπερηφάνειας δια τον ευλαβή βίον
του. Άλλα το να καυχάται κανείς ότι έχει το όνομα του καλυτέρου μοναστηρίου
λόγω της τοποθεσίας και του πλήθους των αδελφών, αυτό είναι της υπερηφάνειας
των κοσμικών, ειπον οι Πατέρες. Ή κατά την επικρατήσασα τώρα συνήθεια, λόγο της
κτήσεως των γαιών και της προσκτήσεως πολλών κτημάτων και λόγω της επιτυχίας
των παρά τοις επισήμοις του κόσμου. Και περί τούτων τι να είπωμεν; Υπάρχουν δε
μερικοί, οί όποιοι επαίρονται χωρίς να έχουν κάτι, δηλαδή μόνον δια την
καλλιφωνία της ψαλμωδίας ή δια την ευγλωττία εις την ψαλμωδία και εις την
ομιλία και εις την ανάγνωση. Διότι ποίον έπαινο από τον Θεον έχει ό άνθρωπος
εις ταύτα, τα όποια δεν κατορθώνονται από την προαίρεσιν, άλλ' ονομάζονται ύπο
των Πατέρων φυσικά; Έτεροι δε υπερηφανεύονται δια την τέχνη του εργόχειρου. Και
τούτο είναι όμοιων με εκείνο. Υπάρχουν δε και τοιούτοι, οί όποιοι φυσιούνται αν
κατάγηται κανείς από γονείς επιφα-νείς του κόσμου, ή αν έχη συγγενείς μεταξύ
των προεχόντων εις την δόξα του κόσμου, ή αν ό ίδιος κατείχε κάποιον αξίωμα ή
απελάμβανε τιμής εν τω κόσμο. Και ταύτα είναι άνοια. Διότι ταύτα πρέπει να
αποκρύπτει κανείς. "όταν κανείς αποδεχθεί εν τη πολιτεία της άποταγής του
δόξα καί τιμήν παρά των ανθρώπων, αυτό είναι αισχύνη· δια ταύτα πρέπει μάλλον
να εντραπεί κανείς παρά να καυχηθεί.
Όσοι λοιπόν δοξάζονται δια ταύτα, ή δόξα
των είναι αισχύνη. όταν όμως, όπως ελέχθη, δια τον ενάρετον βίον αναισχυντήση
να μας προσβολή ό λογισμός της κενοδοξίας καί της υπερηφάνειας, καί κατά του
τοιούτου δεν υπάρχει νίκη ει μη μόνον με το να προσευχώμεθα εις τον Θεον καί να
λέγωμεν «Κύριε και Δέσποτα και Θεέ μου, πνεύμα κενοδοξίας καί υπερηφάνειας
εκδίωξον άπ' εμού, πνεύμα δε ταπεινώσεως δώρησαί μοι τω σώ δούλω!» Καί να
μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, όπως εγράφη λοιπόν καί ανωτέρω. Διότι ό της Κλίμακος,
ωσάν εκ προσώπου της κενοδοξίας καί της υπερηφάνειας ομιλών, λέγει· «"όταν
συχνάκις μέμφεσαι τον εαυτόν σου ενώπιον του Κυρίου, τότε λογίσου ημάς ως
αράχνην». «Υπερηφάνεια δε είναι, —λέγει ό άγιος Ισαάκ—, όχι όταν εν τη διάνοια
διέλθει ό ταύτης λογισμός, ούτε όταν νικηθεί κανείς ύπ' αυτής κατά καιρόν».
Διότι δια μόνην την κίνησιν του ακουσίου λογισμού δεν τιμωρεί, ούτε κατακρίνει
δ Θεός τον άνθρωπον, ούτε αν καθ' ώραν συμφωνήσωμεν με αυτόν, εάν κατ' εκείνη
την ώραν κεντρίσωμεν το πάθος. Ό Κύριος ούτε καταλογίζει, ούτε μας ελέγχει δια
την τοιαύτην αμέλεια, άλλα δι' εκείνο, το όποιον πράγματι δέχεται ή διάνοια ως
υπόδειγμα καί ωφελούν αυτήν καί δεν εννοεί ότι αυτό βλάπτει αυτήν δεινώς.
Μάλιστα δε όταν κανείς παραστήσει με λόγον και έργον το πάθος, αυτός
κατακρίνεται. τούτο λέγουν οι Πατέρες και περί της κενοδοξίας και περί παντός
πάθους
ΛΟΓΟΣ ΣΤ'.
Περί όλων των λογισμών εν γένει.
«Εναντίον δε πάντων των
κακών λογισμών πρέπει να έπικαλώμεθα τον Θεόν εις βοήθειαν, επειδή δεν εχομεν
πάντοτε την δύναμιν να εναντιωθούμε εις τους πονηρούς λογισμούς», όπως λέγει ό
άγιος Ισαάκ1. Άλλα και δεν υπάρχει άλλη τοιαύτη βοήθεια όπως ό Θεός. Δια τούτο
πρέπει ούτω να προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Δεσπότην Χριστόν με στεναγμούς
και δάκρυα, λέγει ό Νείλος ό Σιναΐτης· «Ελέησαν με, Κύριε, και μη δώσης να
απολεσθώ! Ελέησον με, Κύριε, ότι είμαι ασθενής! Καταίσχυνον, Κύριε, τον δαίμονα
της αυτοπεποιθήσεως! Έπισκιαζον την κεφαλήν μου εν ήμερα δαιμονικού πολέμου!
Τον πολεμούντα με εχθρόν πολέμησαν, Κύριε! Τους κλυδωνίζοντας με λογισμούς
καταπράυνον δια της γαλήνης σου, Λόγε του Θεού!». Ό δε Θεόδωρος ό Στουδίτης,
παραλαβών από τον Δαυίδ, διέταξε να προσευχώμεθα ούτω κατά των ακαθάρτων
λογισμών «Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντάς με και πολέμησαν τους πολεμούντάς με»
και τα λοιπά του ψαλμού. Και καθώς οί υμνογράφοι έγραψαν «Τον διεσκορπισμένον μου
νουν συνάγαγε, Κύριε, και την χερσωθείσαν μου καρδίαν καθάρισον, ως τω Πέτρω
δός μοι μετάνοιαν, ως τω τελώνη στεναγμόν, ως τη πόρνη δάκρυα, ίνα κραυγάζω
σοι, βοήθει μοι, εκ των ρυπαρών λογισμών ρύσαι με, ότι ως κύματα θαλάσσης
επανέστησαν έπ' έμέ αί ανομίαι μου, ως σκάφος εν πελάγει χειμάζομαι υπό των
λογισμών μου· άλλ' εις εύδιον λιμένα οδήγησόν με, Κύριε, δια της μετανοίας και
σώσόν με. Σφοδρώς γαρ θλίβομαι δια την ασθένειαν του νοός μου, ως μη θέλων
πάσχω την ακούσιων προς την αλήθειαν αλλοίωσιν. Διό κράζω σοι, Θεαρχική Τριάς
αγία, βοήθει μοι, εν τη στάσει των αγαθών κατάταξόν με!». Λέγοντες ταύτα και τα
εκ των Αγίων Γραφών όμοια προς ταύτα, τα εις έκαστο λογισμό επιτήδεια και εις
έκαστο καιρό αναγκαία, επικαλούμεθα δι' όλους τον Θεόν εις βοήθειαν, και
Εκείνος θα εξολόθρευση αυτούς.
Εάν δε και τούτο είναι ενίοτε αρμόζον
και εις ημάς τους αδυνάτους, όταν μας θλίβουν οι πονηροί λογισμοί, το να
επιτημήσωμεν και να αντιλογήσωμεν εις αυτούς και να τους αποδιώξωμεν, και αυτό
πρέπει να γίνει όχι απλώς και ως έτυχε, άλλ' επίσης με το όνομα του Θεού. Εκ
των λόγων των Θείων Γραφών και κατά το παράδειγμα των αγίων Πατέρων λέγομε εις
έκαστο λογισμό ούτος· «Έπιτιμήσαι σοι Κύριος!». Και πάλιν «Άπόστητε άπ' εμού
πάντες οι εργαζόμενοι την άνομίαν και εκκλίνατε άπ' εμού, πονηρευόμενοι, όπως
εξερευνήσω τάς έντολάς του Θεού μου». Και κατά το παράδειγμα ενός Γέροντος,
όστις έλεγε «Άπελθε, ελεεινέ, πρόσελθε, ηγαπημένε!». Καί οτε ήκουσε ταύτα ένας
αδελφός και νόμισε ότι μίλησε με κάποιο και ρώτησε αυτόν «Μετά τίνος ομιλείς,
Πάτερ;». Αυτός είπε· «Τους κακούς λογισμούς απεδίωξα και τους καλούς
προσεκάλεσα». Και εάν τούτο είναι ωφέλιμο και εις ημάς, ας λέγωμεν ταύτα και
όμοια προς αυτά .
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου