ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 2. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

2. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή


monaxos

«Τι είδους πνευματική τροφή ζητείς;» μ' ερώτησε ο γέρο-μοναχός. «Τι είναι αυτό που σε κάνει τόσο πολύ ν' απορείς; Σε παρακαλώ έλα, έλα να πάμε στο μοναστήρι, αδελφέ μου. Εκεί έχουμε αγίους πνευματικούς οδηγούς με ώριμη σκέψη που θα μπορέσουν να καθοδηγήσουν την ψυχή σου στο αληθινό μονοπάτι, με τη βοήθεια που παρέχει το φως του Λόγου του Θεού και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας».

«Αφού είναι έτσι, πάτερ μου, άκουσέ με», του είπα. «Εδώ κι ένα χρόνο, ένα Σάββατο στην λειτουργία, άκουσα απ' την περικοπή του Αποστόλου, λόγια που παρότρυναν τους ανθρώπους λέγοντάς τους να προσεύχονται αδιάλειπτα. Δεν κατόρθωσα να καταλάβω την βαθειά τους έννοια κι άρχισα έτσι να διαβάζω πολύ το Ευαγγέλιο. Άλλοι μου είπαν σε διάφορα μέρη, ότι σύμφωνα με την εντολή αυτή του Παύλου, πρέπει να προσευχόμαστε κάθε στιγμή, σε κάθε μέρος, όχι μόνον όταν είμεθα ξύπνιοι, αλλά και όταν κοιμόμαστε ακόμα, όπως λέει κι ένα άλλο ρητό, εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Έτσι έχασα την ηρεμία μου, επειδή κι ο ίδιος χάθηκα στις σκέψεις για να εννοήσω όλα αυτά, και να βρω τρόπο να τα εφαρμόσω. Μέρα και νύκτα οι σκέψεις μου στριφογύριζαν επάνω στο θέμα αυτό, που  μου  αναστάτωνε  τις  πνευματικές  μου  δυνάμεις  και  μου  φλόγιζε  την  επιθυμία  για  μάθηση. Πήγαινα στις εκκλησίες για ν' ακούσω ειδικές ομιλίες κι άκουσα πολλές, αλλά καμιά δεν έσβησε την δίψα  που  είχα  για  να  γνωρίσω  πώς  να  προσεύχομαι  ακατάπαυστα,  ακόμη δε  γυρίζω  τρέχοντας ζητώντας φλογερά να μάθω, πώς να γευθώ τον άγνωστο καρπό, που θα με κάνει να γνωρίσω τον τρόπο, ώστε να προσεύχομαι αδιάλειπτα».

Όταν είπα αυτά, είδα τον γέρο-μοναχό να κάνει το σταυρό του και να μου λέει: «Δόξασε το όνομα του Θεού, αδελφέ μου, που σου απεκάλυψε την ανειρήνευτη επιθυμία, για την ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή. Πρέπει να αναγνωρίσεις ότι αυτό είναι κλήση του Θεού, και ειρήνευσε με τον εαυτό σου. Ησύχασε με την βεβαιότητα ότι, αυτό που έχει συμβεί μέσα σου μέχρι τώρα, δεν είναι παρά μια εξέταση της αρμονίας της εσωτερικής σου θελήσεως, με του Θεού την φωνή

»Έχεις ήδη αξιωθεί να καταλάβεις ότι, το ουράνιο φως της αδιάλειπτου προσευχής, δεν επιτυγχάνεται ούτε με την σοφία αυτού του κόσμου ούτε με την σκέτη επιθυμία για γνώσι, αλλ' αντίθετα αποκτάται με την απλότητα του πνεύματος και την πραγματική πείρα της απλότητας της καρδιάς. Γι' αυτό δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι, μέχρι τώρα δεν άκουσες τίποτα για την ουσιώδη εργασία της προσευχής και δεν απέκτησες την γνώσι, πώς να κατορθώσεις να αποκτήσεις την ατελείωτη ενέργειά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί από τους διαφόρους ιεροκήρυκες και συγγραφείς. Εφ' όσον όμως περισσότερα απ' αυτά, βασίστηκαν στην σκέψη και την εργασία της συνηθισμένης σοφίας και όχι στην ενεργητική πραγματική πείρα, απετέλεσαν μόνον λόγους, για τις ιδιότητες της προσευχής μάλλον, παρά για την ουσία της. Ο ένας πραγματεύεται όμορφα, για την αναγκαιότητα της προσευχής, ο άλλος για την δύναμή της και τις ευεργεσίες της, ο τρίτος για όλα αυτά  που οδηγούν  στην τελειότητα  της προσευχής,  δηλαδή,  για  την  απόλυτη αναγκαιότητα του ζήλου, για την προσήλωση του μυαλού, για την θερμότητα της καρδιάς, την καθαρότητα της σκέψεως, την συμφιλίωση με τους εχθρούς μας, την ταπείνωση, την συντριβή, και άλλα.

»Αλλά  τι  είναι  η  προσευχή;  Ποια  είναι  η  ουσία  της;  Και  πώς  μαθαίνει  κανείς  να  προσεύχεται; Απάντηση στις ερωτήσεις αυτές που είναι πρωταρχικές και ουσιώδεις, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να πάρει σήμερα, επειδή αυτές τις απορίες πολύ δυσκολότερα τις καταλαβαίνει κανείς από τις ιδιότητες της προσευχής που προηγουμένως ανέφερα. Οι απορίες αυτές χρειάζονται γνώση πολλή, γνώση βαθειά, γνώση μυστικιστική και όχι μόνο την γνώση που δίνουν τα σχολεία.

»Αλλά  το  πιο  θλιβερό  απ'  όλα  είναι  ότι,  η  μάταιη  σοφία  του  κόσμου  αυτού,  απαιτεί,  τα  θεία πράγματα, να μετρηθούν με ανθρώπινο μέτρο. Πολλοί άνθρωποι σκέπτονται λανθασμένα για την προσευχή, νομίζοντας ότι, οι καλές πράξεις και η καλή διάθεση, μας κάνουν ικανούς, γι' αυτή, μα συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, επειδή η προσευχή είναι εκείνη που έχει ως αποτέλεσμα τα καλά έργα και τις αρετές όλες. Αυτοί που σκέπτονται, όπως είπαμε παραπάνω, θεωρούν, λανθασμένα βέβαια, ότι οι καρποί και τα αποτελέσματα είναι τα μέσα για την απόκτησή της. Έτσι όμως υποτιμούν την δύναμη της προσευχής.

»Είναι δε το παραπάνω λάθος αυτό, αντίθετο προς την Αγία Γραφή, επειδή ο Απόστολος Παύλος γράφει: Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας1. [1 Προς Τιμ. Α’ β, 1]



Αυτό λοιπόν που ο Παύλος είπε, είναι ότι, η προσευχή προπορεύεται σε κάθε τι. Παρακαλώ πρώτον πάντων... Ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος να κάνει πολλές ενάρετες πράξεις, αλλά πρώτα απ' όλα οφείλει να προσεύχεται, επειδή χωρίς προσευχή καμιά άλλη καλή πράξη δεν είναι τελεία.

»Χωρίς προσευχή ο χριστιανός δεν ημπορεί να καταλάβει την αλήθεια, δεν μπορεί να σταυρώσει την σάρκα αυτού συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις. Η καρδία του αδυνατεί να φωτιστεί με το φως του Χριστού κι ο ίδιος δεν μπορεί να ενωθεί δια της σωτηρίας με τον Θεό. Κανένα απ' όσα αναφέραμε δεν είναι αποτελεσματικό, εάν δεν προηγείται σ' αυτό συνεχής προσευχή. Λέγω συνεχής, επειδή η τελειότης της προσευχής δεν εξαρτάται από τις δικές μας δυνάμεις, όπως λέγει κι ο Παύλος, το γαρ τι προσεύξασθαι καθ' ο δει ουκ οίδαμεν.

»Έτσι είναι σωστό να προσευχόμαστε συχνά, να προσευχόμαστε πάντοτε, πράξεις που έχουμε τη δύναμη  να  τις  κάνουμε  και  που  θα  μας  βοηθήσουν  σιγά-σιγά  να  φθάσουμε  στο  ύψος  της καθαρότητας  της  προσευχής,  που  είναι  η  μητέρα  κάθε  πνευματικής  ευλογίας.  Αιχμαλώτισε  την μητέρα κι αυτή θα σου δώσει τα παιδιά, είπε ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Μάθε πρώτα πώς να αποκτήσεις την δύναμη της προσευχής κι έπειτα χωρίς δυσκολία θα κατορθώσεις την εφαρμογή όλων των άλλων αρετών. Είναι όμως γεγονός ότι αυτοί που δεν γνωρίζουν πολλά απ' αυτήν την πρακτική πείρα και τις βαθιές διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, έχουν φτωχές γνώσεις στο θέμα μας τούτο και δεν είναι ικανοί να μας πουν πολλά γι' αυτό».

Με το τέλος των λόγων αυτών, είχαμε φθάσει σχεδόν στο μοναστήρι. Για να μη χάσω την επαφή με τον σοφό αυτό γέρο-μοναχό, και για να βρω όσο μπορούσα γρηγορότερα αυτό που ήθελα, έσπευσα να τον παρακαλέσω, λέγοντας: «Κάνετέ μου την χάριν, άγιε πάτερ, να μου δείξετε τι σημαίνει αδιάλειπτη προσευχή και πώς να την αποκτήσω; Κατάλαβα, πάτερ μου, ότι όλα αυτά δεν σας διαφεύγουν».

Συγκατατέθηκε στην παράκλησή μου ο άγιος αυτός γέρος και με πήρε στο κελί του.

«Έλα μέσα», μούπε, «θα σου δώσω ένα τόμο των Πατέρων της Εκκλησίας απ' τον οποίο, με του Θεού τη βοήθεια, θα μπορέσεις να μάθεις για την προσευχή αυτή, καθαρά και με λεπτομέρειες».

Μπήκαμε στο κελί του κι άρχισε να μου μιλά με τα παρακάτω λόγια.

«Η ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή του Χριστού, είναι μια συνεχής αδιάκοπη επίκληση του θείου ονόματος του Ιησού Χριστού, με τα χείλη, με το πνεύμα, και με την καρδιά, ενώ συγχρόνως μέσα στο μυαλό  σχηματίζεται  η  εικόνα  της  διαρκούς  παρουσίας  Του  και  κυριαρχεί  η  Χάρις  Του,  σε  κάθε ασχολία μας, σε κάθε στιγμή, σε κάθε τόπο, ακόμη και όταν κοιμόμαστε. Η επίκληση αποτελείται από τα λόγια: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".

»Εκείνος  που  συνηθίζει  τον  εαυτόν  σου  σ'  αυτή  την  επίκληση,  παίρνει  στην  ψυχή  του  σαν αποτέλεσμα,  μια  βαθειά  παρηγοριά  και  αισθάνεται  την  ανάγκη  να  προσεύχεται  πάντοτε,  μη μπορώντας πια να ζήσει χωρίς την επίκληση αυτή, ενώ ο εσωτερικός του εαυτός συνεχίζει να την απαγγέλλει σιωπηλά, ώστε να μοιάζει η άφωνη αυτή απαγγελία σαν αρμονική ηχώ των λέξεων που άρθρωναν τα χείλη του. Κατάλαβες τώρα τι είναι η αδιάλειπτη προσευχή;»

«Βεβαίως κατάλαβα, πάτερ μου, αλλ' στην αγάπη του Χριστού, σε παρακαλώ, δίδαξέ με ακόμα, πώς να αποκτήσω την συνήθεια αυτήν;» εφώναξα συνεπαρμένος από χαρά.

«Διάβασε αυτό το βιβλίο», μου είπε, «ονομάζεται Φιλοκαλία των Νηπτικών και περιλαμβάνει σε λεπτομέρειες την επιστήμη της συνεχούς εσωτερικής προσευχής, γραμμένη από τριάντα Πατέρες της Εκκλησίας. Το βιβλίο αυτό περιέχει υψηλή σοφία και είναι τόσο ωφέλιμο για τον αναγνώστη, ώστε θεωρήθηκε ότι είναι το καλύτερο, της εσωτερικής μυστικής και πνευματικής ζωής, εγχειρίδιο. Ο όσιος Νικηφόρος, γράφει ότι το βιβλίο αυτό οδηγεί τον κάθε ένα στην σωτηρία, χωρίς κόπο και ιδρώτα».

«Είναι πιο υψηλό και άγιο και από την Αγία Γραφή;» ερώτησα.

«Όχι, δεν είναι. Αλλά περιλαμβάνει σαφή ερμηνεία για όσα η Αγία Γραφή μιλεί, με κεκαλυμμένο τρόπο, και τα οποία δεν ημπορούμε εύκολα να τα συλλάβουμε με τις ασθενείς μας ανθρώπινες δυνάμεις. Θα σου πω ένα παράδειγμα σχετικό. Ο ήλιος είναι το πιο μεγάλο, το πιο λαμπρό και το πιο θαυμάσιο απ' όλα τα ουράνια σώματα, αλλά δεν ημπορεί κανείς να τον συλλάβει και να τον εξετάσει με   απροστάτευτα  μάτια.  Πρέπει   να   χρησιμοποιήσει   μαύρα   γυαλιά   που  είναι   σε   επιφάνεια εκατομμύρια φορές μικρότερα από τον ήλιο. Όμως, μέσα από τα μικρά αυτά μαύρα γυαλιά μπορεί κανείς να εξετάσει τον μεγαλόπρεπο μονάρχη των άστρων, μπορεί να τον χαρεί χωρίς να τον βλάψουν οι σουβλερές του ακτίνες.

»Η Αγία Γραφή είναι σαν τον λαμπερό ήλιο, και το βιβλίο τούτο η Φιλοκαλία, είναι τα μικρά γυαλιά που μας κάνουν ικανούς να εντρυφήσουμε στον ήλιο και την βασιλική του λάμψη. Αλλά τώρα άκουσέ με. Θα σου διαβάσω ένα κομμάτι που πραγματεύεται γι' αυτή την ατελεύτητη εσωτερική προσευχή». Άνοιξε το βιβλίο και διάβασε τα παρακάτω από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο:

«Κάθισε κάτω μόνος σε σιωπή, χαμήλωσε το κεφάλι σου, κλείσε τα μάτια σου, ανάπνεε ήρεμα και φαντάσου ότι βλέπεις μες της καρδιάς σου τα βάθη. Κάνε ώστε οι σκέψεις σου να βαδίζουν απ' εκεί μέσα την καρδιά σου και με το ρυθμό της αναπνοής σου λέγε, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Λέγε την επίκληση αυτήν ελαφρά με τα χείλη σου ή καλύτερα με το μυαλό σου, προσπάθησε να διώξεις κάθε άλλη σκέψη και με υπομονή και ηρεμία προχώρα επαναλαμβάνοντάς την συνεχώς».

Ο γέρο-μοναχός μου τα εξήγησε όλα αυτά με λόγια και με παραδείγματα. Έπειτα διαβάσαμε απ' την Φιλοκαλία σελίδες του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Καλλίστου, του αγίου Ιγνατίου, και ό,τι διαβάζαμε μου το εξηγούσε ο γέροντας με δικά του λόγια. Άκουγα με προσοχή και με μεγάλη ευχαρίστηση και προσπαθούσα να τα χαράξω στο μυαλό μου, για να μπορώ να θυμούμαι και την πιο μικρή λεπτομέρειά τους. Έτσι περάσαμε όλη τη νύχτα κι επήγαμε στον Όρθρο το πρωί, χωρίς νάχουμε κοιμηθεί καθόλου.

Ο Πνευματικός οδηγός μου, με άφησε να φύγω δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι, κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκηση για την προσευχή, θα έπρεπε συχνά να τον επισκέπτομαι και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική πρόοδος δεν ημπορεί να προχωρήσει καλά και με επιτυχία, χωρίς την καθοδήγηση του πνευματικού διδασκάλου.

Εις την εκκλησία μέσα, αισθάνθηκα να γιγαντώνεται η επιθυμία μου, να κάνω το κάθε τι που θα περνούσε από το χέρι μου, για να μπορέσω να μάθω την ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή —την προσευχή  της  καρδιάς—  και  παρεκάλεσα  τον  Θεό  να  με  βοηθήσει  σ'  αυτό.  Έπειτα  άρχισα  να διερωτώμαι πώς θα μπορούσα να καταφέρω να ιδώ τον Πνευματικό μου οδηγό πάλι, για να τον συμβουλευθώ και να εξομολογηθώ, επειδή δεν μπορούσε κανείς να πάρει άδεια για να μείνει στον ξενώνα του μοναστηριού περισσότερο από τρεις ημέρες και δυστυχώς ούτε άλλα σπίτια, κοντά γύρω εκεί, υπήρχαν.

Ευτυχώς έμαθα, ότι σε μικρή απόσταση, μόνο τέσσερα πέντε χιλιόμετρα, από το μοναστήρι, ήταν ένα χωριουδάκι και πήγα για να βρω κανένα μέρος να μείνω, πράγμα που ο Θεός εύκολα μου το χάρισε. Ένας χωρικός με άφησε να κατοικήσω σ' ένα καλύβι στο κτήμα του για όλο το καλοκαίρι, με την υποχρέωση να προσέχω τον μικρό του κήπο. Ήμουν ικανοποιημένος γιατί θα έμενα όλο το καλοκαίρι μόνος. Ας έχει δόξαν ο Θεός. Είχα βρει ένα ήρεμο μέρος. Έτσι εγκαταστάθηκα στην καλύβα μου, άρχισα να εφαρμόζω όσα είχα μάθει για την εσωτερική προσευχή και θα πήγαινα κάθε τόσο να επισκέπτομαι τον Πνευματικό μου οδηγό.

Για μιαν εβδομάδα φρόντισα να εφαρμόσω όλα όσα μέχρι τη στιγμή είχα μάθει. Εις την αρχή τα πράγματα επήγαν καλά. Μα έπειτα η προσπάθεια με κούραζε πολύ. Αισθανόμουν οκνηρία και στενοχώρια, με κυρίευε η νύστα και σύννεφα από σκέψεις όλων των ειδών με περικυκλώνανε. Επήγα με θλίψη στον γέρο οδηγό μου να του εξομολογηθώ την κατάστασή μου.

Με χαιρέτησε και μου είπε με πολύ φιλικό τρόπο: «Αδελφέ μου, ήλθε επάνω σου η επίθεση του κόσμου του σκότους, επειδή ο κόσμος εκείνος τίποτε άλλο δεν έχει χειρότερο από την δική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος αυτός του σκότους προσπαθεί με κάθε τρόπο να σ' εμποδίσει και να σε απομακρύνει από την προσευχή της καρδιάς. Όμως μη φοβείσαι. Ο Θεός ουδέποτε επιτρέπει τον πειρασμό να είναι για τον άνθρωπο μεγαλύτερος από ό,τι χρειάζεται.

»Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσή σου να δοκιμαστεί ακόμα, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο, είναι ίσως πολύ νωρίς να πλησιάσεις την υψηλότερη είσοδο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσεις σε πνευματικό χάος. Θα σου δώσω αυτή τη φορά γι' αυτήν την περίπτωση συμβουλές όχι δικές μου, αλλά από την Φιλοκαλία».

Ξεφύλλισε τις σελίδες του οσίου Νικηφόρου και διάβασε:

«Εάν έπειτα από μερικές προσπάθειες δεν επιτυγχάνεις να μπεις μέσα στα βασίλεια της καρδιάς σου, όπως διδάχθηκες, κάνε αυτό που θα σου πω τώρα, και με του Θεού την βοήθεια θα βρεις εκείνο που ζητείς. Η ικανότης να προφέρει κανείς τις λέξεις, βρίσκεται στον λάρυγγα και την γλώσσα. Απόρριψε όλες τις άλλες σκέψεις —μπορείς να το κάνεις αυτό αν θελήσεις— και κάνε την γλώσσα σου να επαναλαμβάνει συνεχώς τις ακόλουθες λέξεις: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με''.

»Πίεσε τον εαυτόν σου να κάνει το ίδιο συνεχώς. Εάν επιτύχεις για κάμποσο χρόνο, τότε χωρίς καμιάν αμφιβολία, η καρδιά σου θα ανοίξει, τέλος, για προσευχή. Αυτό το ξέρουμε από πείρα».

«Έχεις γι' αυτό την διδασκαλία των αγίων πάτερων», μούπε ο οδηγός μου, «έτσι, λοιπόν, πρέπει από τώρα και στο εξής να εφαρμόζεις τις οδηγίες μου με πεποίθηση και να επαναλαμβάνεις την προσευχή του Χριστού όσο το δυνατόν συχνότερα. Να ένα κομποσκοίνι προσευχής. Πάρε το και άρχισε να λες την παραπάνω προσευχή, τρεις χιλιάδες φορές την ημέρα. Είτε στέκεσαι, είτε κάθεσαι κι όταν περπατάς κι όταν είσαι ξαπλωμένος ακόμη, λέγε χωρίς διακοπή: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
«Λέγε το μέσα σου, χωρίς βιασύνη, αλλ' ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο από τρεις χιλιάδες φορές την ημέρα. Ο Θεός θα σε βοηθήσει και με τον τρόπον αυτό θα κατορθώσεις να φθάσεις στο σημείο, που της καρδιάς η ενεργητικότητα γίνεται ακατάπαυστη».

Με χαρά άκουσα την καθοδήγηση και άρχισα στην καλύβα μου, αμέσως, πιστά την εφαρμογή της. Για δυο ημέρες μου ήταν λίγο δύσκολο, αλλ' έπειτα συνήθισα τόσο, και μου ήταν τόσο ευχάριστο, ώστε αν καμιά φορά σταματούσα, αισθανόμουν σαν ανάγκη εσωτερική να εξακολουθήσω την προσευχή του Ιησού και στο τέλος την επαναλάμβανα εντελώς θεληματικά και ελεύθερα, χωρίς καθόλου να βιάζω τον εαυτόν μου, όπως μου συνέβαινε στην αρχή.

Ανέφερα όλα αυτά στον Πνευματικό μου οδηγό, που μου είπε να επαναλαμβάνω την Προσευχή, τώρα, έξι χιλιάδες φορές την ημέρα, να είμαι ήρεμος, να εφαρμόζω με κάθε δυνατή ακρίβεια τον αριθμό της επαναλήψεως της προσευχής κι ο Θεός θα με παρηγορεί και θα μου παρέχει την Χάρη Του.

Εις την απομονωμένη μου κατοικία έλεγα την προσευχή του Ιησού έξι χιλιάδες φορές την ημέρα, για μιαν εβδομάδα.

Δεν αισθάνθηκα ούτε την παραμικρή ανησυχία. Δεν έδινα καμιά σημασία στις επιθέσεις άλλων λογισμών που είχα, παρά μόνο στην απόφασή μου να εφαρμόσω τις οδηγίες του γέρου οδηγού μου. Και τι έγινε τέλος; Απλούστατα, συνήθισα τόσο πολύ την προσευχή μου αυτή, ώστε όταν συνέβαινε να σταματήσω μια στιγμή, νόμιζα πως η στιγμή αυτή, πήγαινε χαμένη, νόμιζα πως κάτι έχανα. Από την ίδια στιγμή που ξανάρχιζα την προσευχή, προχωρούσα εύκολα κι όλο χαρούμενα την κάθε φορά. Όταν συναντούσα τυχόν κάποιον, δεν αισθανόμουν την επιθυμία ούτε να του μιλήσω. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να μένω μόνος και να λέγω την προσευχή του Ιησού Χριστού. Τόσο πολύ την συνήθισα την προσευχή μέσα σε μιαν εβδομάδα!

Ο  οδηγός  μου  δεν  με  είχε  δει  για  δέκα  μέρες.  Την  ενδεκάτη  όμως  ημέρα  ήλθε  ο  ίδιος  να  με συναντήσει κι έμαθε την πρόοδό μου.

Άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπα, και μου απήντησε: «Τώρα συνήθισες την νοερά προσευχή, αλλά πρέπει να διατηρήσεις την συνήθεια και να την δυναμώσεις. Μη χάνεις καιρό, λοιπόν, και ζήτησε από σήμερα την βοήθεια του Θεού, να λες στο εξής την προσευχή δώδεκα χιλιάδες φορές την ημέρα. Μείνε στην μοναξιά σου, να σηκώνεσαι ενωρίς το πρωί, να κοιμάσαι αργά το βράδυ και νάρχεσαι κάθε δεκαπέντε ημέρες σε μένα για συμβουλές».

Έκανα όπως με συμβούλευσε. Την πρώτη μέρα κατόρθωσα να φέρω εις πέρας τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις αργά το βράδυ. Την δεύτερη ημέρα το ίδιο έγινε ευκολότερα και με ευχαρίστηση. Εις την αρχή  αυτή  η  πραγματικά  ατελείωτη  προσευχή  μούφερε  ορισμένα  συμπτώματα  κοπώσεως.  Την γλώσσα την αισθανόμουνα σαν μουδιασμένη, είχα ένα στυγνό αίσθημα στα σαγόνια μου, στην αρχή είχα ένα αίσθημα ευχαριστήσεως στον ουρανίσκο που έγινε όμως έπειτα δυσάρεστο από ένα είδος πόνου. Ο αντίχειρας του αριστερού μου χεριού με τον οποίο μετρούσα τις προσευχές στους κόμπους του κομποσκοινιού είχε λίγο ματώσει. Το ίδιο μου χέρι είχε ένα γλυκό ερεθισμό απ' το κάτω μέρος μέχρι τον αγκώνα. Παρ' όλα ταύτα όμως, όλα όσα ανέφερα, με παρότρυναν περισσότερο στην επανάληψι της επικλήσεως.

Για πέντε ημέρες επαναλάμβανα καθημερινά τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις, και μόλις απέκτησα και την συνήθεια αυτήν, αισθάνθηκα συγχρόνως και την ευχαρίστηση της ικανοποιήσεως για την επιτυχία μου.

Ενωρίς ένα πρωί, η Προσευχή με ξύπνησε κι άρχισα να λέγω τις συνηθισμένες μου προσευχές του όρθρου, αλλά η γλώσσα μου αδυνατούσε να τις λέγει εύκολα και με ακρίβεια.

Η όλη μου επιθυμία ήταν προσηλωμένη σ' ένα μόνο πράγμα, στο να λέγω την προσευχή του Ιησού. Όπως δε προχωρούσα γέμιζα από χαρά και ανακούφιση.

Τα χείλη μου και η γλώσσα μου προφέρανε τα λόγια αυτά της προσευχής εντελώς αυθόρμητα, χωρίς καμιά από μέρους μου προσπάθεια.

Πέρασα όλη την ημέρα αυτή σε μια κατάσταση μεγίστης ευχαριστήσεως και είχα την εντύπωση ότι είχα αποξενωθεί από κάθε άλλο πράγμα.
Ζούσα σαν σ' έναν άλλον κόσμο, και ενωρίς το βραδάκι τελείωσα τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις. Αισθανόμουν την επιθυμία μέσα μου να προχωρήσω, αλλ' ο Πνευματικός μου οδηγός μου είχε πει να
μη ξεπεράσω τις δώδεκα χιλιάδες.

Κάθε μέρα έκανα το ίδιο, και τ' όνομα του Ιησού μου έδινε μεγάλη ετοιμότητα και ευχαρίστηση.

Τέλος,  πήγα  να  δω  τον  γέρο  οδηγό  μου  και  του  είπα  τα  καθέκαστα,  ειλικρινά,  και  με  κάθε λεπτομέρεια.

Αυτός με άκουσε και μου είπε: «Να είσαι ευγνώμων στον Θεό επειδή σε αξίωσε να έχεις την επιθυμία αυτή για την Προσευχή και σε βοήθησε να προοδεύσεις σ' αυτή, με ευκολία.

»Αυτό είναι η φυσική συνέπεια που ακολουθεί την συνεχή προσπάθεια και τα πνευματικά κατορθώματα.

»Έτσι και μια μηχανή την βάζει κάποιος σε κίνηση, κι έπειτα αυτή εργάζεται μόνη της, αλλά για να εξακολουθήσει να εργάζεται θέλει λάδωμα και κάθε τόσο ένα καινούργιο ξεκίνημα.

»Βλέπεις, λοιπόν, πόσα ο Θεός χαρίσματα, με την αγάπη του προς τον άνθρωπο, έχει χαρίσει, όχι μόνο στην ψυχή του αλλά και στο ανθρώπινο το υλικό του σώμα;

»Βλέπεις τι συναισθήματα είναι δυνατόν να παραχθούν, έστω κι έξω απ' την κατάσταση της Χάριτος του Θεού, σε μια ψυχή αμαρτωλή και υποκείμενη σε πάθη, όπως συ ο ίδιος έλαβες ανάλογη πείρα;

»Αλλ' ακόμη πόσο θαυμάσιο, πόσον ευχάριστο, και πόσο παρηγορητικό πράγμα είναι, όταν ο Θεός ευαρεστείται να χαρίσει το δώρο της αντενεργούσης πνευματικής Προσευχής, καθώς και το δώρο της καθάρσεως της ψυχής από κάθε γήινη αίσθηση! Είναι μία κατάσταση που είναι αδύνατον να περιγραφεί, και η ανακάλυψη αυτού του μυστηρίου της Προσευχής είναι μία πρόγευση, στην γη, της ευλογίας των ουρανών, του Παραδείσου.

»Παρόμοια ευτυχία φυλάσσεται γι' αυτούς που ακολουθούν τον Θεό με απλότητα και αγάπη καρδιάς. Τώρα σου δίνω την άδεια να επαναλαμβάνεις την επίκληση όσο συχνά μπορείς κι επιθυμείς. Προσπάθησε κάθε σου στιγμή να είναι αφιερωμένη στην προσευχή, επικαλέσου το όνομα του Ιησού Χριστού χωρίς να μετράς πόσες φορές και υπόταξε τον εαυτόν σου ταπεινά στου Θεού την θέληση, παρακαλώντας Τον για βοήθεια. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα σε εγκαταλείψει αλλά θα σε οδηγήσει στο αληθινό μονοπάτι».

Υπό την καθοδήγηση αυτήν πέρασα όλο το καλοκαίρι με ακατάπαυστη προφορική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και αισθανόμουν απόλυτη ειρήνη στην ψυχή μου. Εις τον ύπνο μου, πολλές φορές ονειρεύτηκα ότι έλεγα την Προσευχή. Κατά το διάστημα της ημέρας, εάν τύχαινε να συναντήσω κάποιον, οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, χωρίς εξαίρεση, συνέβαινε, να τους αισθάνομαι όλους αγαπητούς τόσο, σαν να ήσαν από τους πιο στενούς συγγενείς μου.

Αλλά δεν ερχόμουν σε πολλές σχέσεις μαζί τους. Όλες μου οι ιδέες ήταν ήρεμες με το κάθε τι. Δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά την Προσευχή. Το μυαλό μου ήταν συνεπαρμένο μ' αυτή και η καρδιά μου άρχισε μόνη της να αισθάνεται, πολλές φορές, θερμότητα και ευφροσύνη. Όταν πήγαινα στην εκκλησία, η μακρά ακολουθία του μοναστηριού μου φαινόταν σύντομη και ποτέ τώρα δεν μ' στενοχωρούσε, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Η μικρή μου καλύβα μου φαινόταν λαμπρό παλάτι και δεν εύρισκα τρόπο πώς να ευχαριστήσω τον Θεό που έστειλε σ' εμένα, ένα χαμένο αμαρτωλό, τον άγιο και σοφό Πνευματικό μου οδηγό.

Όμως δεν χάρηκα πολύ τον γέρο οδηγό και διδάσκαλό μου, που ήταν γεμάτος από θεία σοφία, γιατί εκοιμήθη στο τέλος του καλοκαιριού. Τον έκλαψα ήρεμα, τον γέμισα με χαιρετίσματα και ευγνωμοσύνη για την πατρική διδασκαλία που έδωσε στον ερειπωμένο εαυτό μου σαν ευλογία και ενθύμιο, παρεκάλεσα δε να μου χαρισθεί το κομποσκοίνι που στους κόμπους του, μετρούσε την ιδική του επίκληση.


Έτσι έμεινα μόνος. Το καλοκαίρι τελείωσε και μαζί μ' αυτό και ο κήπος που εφύλαγα. Δεν είχα πια μέρος  να  μείνω.  Ο  χωρικός  που  είχε  το  κτήμα,  με  πρόπεμψε  δίδοντάς  μου  λίγα  χρήματα  και γεμίζοντάς μου το σακίδιο με παξιμάδι για το ταξίδι μου. Άρχισα πάλι τα ταξίδια μου. Αλλά τώρα δεν βάδιζα μόνος, όπως πριν, γεμάτος από φροντίδες. Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού έκανε χαρούμενο τον δρόμο μου. Ο κάθε άνθρωπος που συναντούσα ήταν ευγενικός σε μένα, και ήμουν βέβαιος ότι το κάθε πλάσμα του Θεού, λογικό ή άλογο, μ' αγαπούσε θερμά.

Όπως περιπλανιόμουνα άρχισα να απορώ, τι να κάνω τα λίγα χρήματα που μου είχε δώσει ο χωρικός. Τι τα ήθελα; Σταμάτησα για μια στιγμή και σκέφθηκα. Τώρα πια δεν είχα Πνευματικόν οδηγό. Γιατί τάχα να μην αγόραζα με τα δυο ρούβλια που είχα μια Φιλοκαλία, και να εξακολουθήσω περισσότερο να διδάσκομαι απ' αυτή για την εσωτερική Προσευχή;

Έκανα το σταυρό μου κι εξακολούθησα το δρόμο μου με την γνωστή επίκληση. Έφθασα σε μια μεγάλη πόλη, όπου εζήτησα εις όλα τα βιβλιοπωλεία το βιβλίο που ήθελα. Εις το τέλος το βρήκα, αλλά μου ζήτησαν τρία ρούβλια ενώ εγώ είχα μόνο δύο. Παζάρεψα για πολλή ώρα, αλλ' ο βιβλιοπώλης ήταν ανένδοτος. Τέλος μου είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία εδώ κοντά, και μίλησε σ' έναν επίτροπο. Αυτός έχει ένα παλιό και λίγο φθαρμένο σώμα της Φιλοκαλίας κι ίσως σου το πουλήσει για δυο ρούβλια». Επήγα  πράγματι  και  τέλος  την  αγόρασα.  Ήμουν  πολύ  ευχαριστημένος.  Την  συμμάζεψα  όσο μπορούσα, της έκανα ένα πάνινο κάλυμμα, και την είχα μαζί με την Αγία Γραφή μου.

Τώρα πλέον προχωρώ με την ακατάπαυστη επανάληψι της Προσευχής του Χριστού, που είναι για μένα το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο αυτό.

Μερικές φορές βαδίζω πενήντα έως πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ημέρα και αισθάνομαι ότι δεν περπατώ καθόλου, επειδή το μόνο γεγονός που καταλαβαίνω είναι η προσευχή.

Όταν το πικρό κρύο με περονιάζει, αρχίζω την προσευχή του Χριστού και μια γλυκιά θερμότης απλώνεται σε όλο το κορμί μου. Όταν η πείνα αρχίζει να με κυριεύει, το όνομα του Ιησού με κάνει να την λησμονώ εντελώς. Όταν οι ρευματισμοί απλώνονται στα πόδια και την πλάτη μου, προσηλώνω τις σκέψεις μου στην Προσευχή του Ιησού κι έτσι δεν αισθάνομαι τον πόνο. Όταν κανείς μου κάνει κακό, σκέπτομαι αμέσως, «πόσο γλυκιά είναι του Ιησού η Προσευχή» και η βλάβη η ή προσβολή, φεύγουν και εξαφανίζονται. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από τις φασαρίες του κόσμου αυτού. Το μόνο που με ικανοποιεί, είναι να βρίσκομαι μόνος, να προσεύχομαι αδιάλειπτα, και κάνοντας αυτό γεμίζω από χαρά. Ο Θεός γνωρίζει τι μεγάλο πράγμα έχει συντελεσθεί σε μένα τον αμαρτωλό.

Βεβαίως όλα αυτά που μου συμβαίνουν είναι φυσικά και γήινα όπως ο Πνευματικός μου οδηγός είχε πει. Είναι μια τεχνητή κατάσταση η οποία ακολουθεί την οδό της κατά φυσικό τρόπο. Αλλά εγώ λόγω της αναξιότητάς μου και της αμυαλωσύνης μου δεν τολμώ μόνος μου να προχωρήσω, να μάθω περισσότερα και να εφαρμόσω στα βάθη της καρδιάς μου την πνευματική προσευχή, περιμένοντας να μου δώσει ο Θεός την ευκαιρία.

Στο μεταξύ αναπαύομαι με την ελπίδα που έχω στις προσευχές του Πνευματικού μου διδασκάλου, για μένα. Έτσι, αν και δεν έχω ακόμη φτάσει στο ύψος της αδιάλειπτης πνευματικής προσευχής, που είναι η αυτενέργεια της καρδιάς, όμως ευχαριστώ τον Θεό, επειδή τώρα αντιλαμβάνομαι την έννοια των λόγων του Αποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»2. [2 Προς Θεσσαλονικείς Α΄ ε, 17 ]




Β'  Επισκέφθηκα για κάμποσο καιρό διάφορες περιοχές έχοντας, για συνταξιδιώτη μου την προσευχή του Ιησού Χριστού που με εγκαρδίωνε και με παρηγορούσε σε όλα μου τα ταξίδια, σε όλες μου τις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους στις μακρές μου πορείες.

Τέλος, όμως, άρχισα να αισθάνομαι την ανάγκη να σταματήσω κάπου και να εγκατασταθώ σε έναν τόπο, για να μπορώ έτσι στην μοναξιά μου να μελετώ την Φιλοκαλία.

Αν και την διάβαζα όσο μπορούσα, όπου κατέφευγα τη νύκτα ή όπου για λίγο στεκόμουνα την ημέρα, όμως, επιθυμούσα να την διεξέλθω όσο πιο βαθύτερα ήτο δυνατόν, με πίστη και εγκάρδια προσευχή, για να μάθω απ' την μελέτη της, την διδασκαλία της για την αλήθεια και για τη σωτηρία της ψυχής μου.

Αλλ' όσο κι αν φρόντιζα, όσο κι αν το επιθυμούσα δεν ημπόρεσα να βρω το καταφύγιο που ζητούσα, γιατί αδυνατούσα να βρω δουλειά, επειδή το αριστερό μου χέρι ήταν μισοπαράλυτο από τότε που ήμουν παιδί ακόμη.

Έτσι,  σκέφθηκα  κι  αποφάσισα  να  πάω  στην  Σιβηρία  για  να  προσκυνήσω  τον  τάφο  του  αγίου
Ιννοκεντίου, στο Ιρκούτσκ.

Κατέληξα στην απόφαση αυτή, γιατί θα μπορούσα στα δάση και τις Σιβηριανές στέπες, να ταξιδεύω με μεγάλη ησυχία κι έτσι θα είχα μια πολύ καλή ευκαιρία για την μελέτη και την Προσευχή μου. Άρχισα,  λοιπόν,  το  ταξίδι  μου  κι  έλεγα,  όπως  προχωρούσα,  την  προφορική  επίκληση  χωρίς  να σταματώ καθόλου.

Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα είχα το συναίσθημα ότι η Προσευχή του Χριστού, πέρασε κάπως, από τα χείλη στην καρδιά μου, κι αυτό σήμαινε ότι με τον κάθε φυσικό κτύπο της καρδιάς μου αυτόματα ελέγοντο οι λέξεις της Προσευχής, όπως π. χ. ένα, Κύριε, δύο, Ιησού, τρία, Χριστέ κοκ. Είχα σταματήσει να λέγω την Προσευχή με τα χείλη μου και απλώς άκουγα αυτό που η καρδιά μου έλεγε με τους κτύπους της. Μου φαινόταν ότι τα μάτια μου έβλεπαν ολόισα μέσα στην καρδιά μου και θυμόμουν έντονα τα λόγια του μακαρίτη του οδηγού μου που μου είχε μιλήσει γι' αυτή τη χαρά.

Έπειτα αισθάνθηκα μέσα στην καρδιά μου κάτι σαν ελαφρό πόνο, μα στις σκέψεις μου επικρατούσε τόση μεγάλη αγάπη για τον Χριστό, ώστε δημιουργούσα μέσα μου την εικόνα ότι έβλεπα τον εαυτόν μου ριγμένο στα πόδια Του, χωρίς να τ' αφήνω απ' τ' αγκαλιάσματα και τα τρυφερά φιλιά. Έβλεπα, με τα μάτια της ψυχής μου, ότι Τον ευχαριστούσα με θερμά δάκρυα επειδή με την μεγάλη Χάρη Του και την αγάπη, με αξίωσε να βρω τόση μεγάλη παρηγοριά στο Όνομά Του, εγώ ένα αμαρτωλό και ανάξιο πλάσμα. Σαν συνέχεια ήλθε στην καρδιά μου μια θεία θερμότητα που απλώθηκε σ' όλο μου το στήθος.

Αυτό  με  κίνησε  σε  ακόμη  στενότερη  μελέτη  της  Φιλοκαλίας,  με  τον  σκοπό  να  εξετάζω  τα συναισθήματά μου και να κάνω μια ολοκληρωμένη μελέτη της άφωνης και μυστικής προσευχής της καρδιάς.

Η γνώμη μου ήταν, μήπως χωρίς παρόμοια εξέταση έπεφτα θύμα της ομορφιάς της Προσευχής ή μήπως έπαιρνα κατά λάθος ορισμένα φυσικά φαινόμενα ως αποτελέσματα της χάριτος του Θεού κι ακόμη, μήπως με κατελάμβανε χωρίς να το καταλάβω, υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου αυτό, της Προσευχής.

Γι' αυτούς τους κινδύνους ο μακαρίτης Πνευματικός μου οδηγός μου είχε μιλήσει όταν ζούσε.



Τώρα  απεφάσισα  να  περπατώ  περισσότερο  στο  διάστημα  της  νύκτας  για  να  διαβάζω  απ'  την
Φιλοκαλία την ημέρα, κάτω απ' τις σκιές των δένδρων των πυκνών δασών.

Ω! τι σοφία, ανακάλυπτα κατά την μελέτη μου αυτή, σοφία που ούτε καν την είχα πριν υποπτευθεί. Εντρυφώντας στα βάθη της σοφίας αυτής αισθανόμουν ευτυχία, που ποτέ δεν θα μπορούσα ούτε να την φαντασθώ.

Είν' αλήθεια ότι μερικά χωρία, πολύ απείχαν από του να τα κατανοήσω, αλλ' η Προσευχή της καρδιάς μου, έκανε ώστε να ξεκαθαρίζω κάπως αυτά, που τέλεια δεν ημπορούσα να τα συλλάβω με το μυαλό μου.

Άλλοτε πάλι, αν και σπάνια, έβλεπα στον ύπνο μου τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό να μου εξηγεί πολλές δυσκολίες, και να καθοδηγεί την άξεστή μου ύπαρξη, όλο και περισσότερο στην ταπείνωση.

Εις  αυτή  την  κατάσταση  της  ουρανίου  ευλογίας  πέρασαν  περισσότερο  από  δυο  μήνες  απ'  το καλοκαίρι. Το περισσότερο μέρος του χρόνου στο διάστημα αυτό, βάδιζα μέσα από συντομότερα μονοπάτια των δασών. Σαν έφθασα σ' ένα χωριό εζήτησα μόνο λίγο παξιμάδι και μια χούφτα αλάτι, γέμισα δε και το παγούρι μου με νερό και ξεκίνησα για άλλα εκατό χιλιόμετρα ταξίδι.

Κατά  το  τέλος  του  καλοκαιριού  «δέχθηκα  επίθεση ενός  πειρασμού,  που  ήταν  αποτέλεσμα  ίσως αμαρτιών της αθλίας ψυχής μου, ή ανάγκης για την πνευματική μου ζωή, ή και ανάγκης για απόκτηση διδασκαλίας από την πείρα. Μου συνέβη, λοιπόν, το εξής: Μια ημέρα βάδιζα στον αμαξωτό δρόμο την ώρα που έπεφτε το λυκόφως, όταν συνάντησα δυο ανθρώπους με ξυρισμένα κεφάλια. Ήλθαν ίσια κατεπάνω μου. Τους επήρα για στρατιώτες. Μου εζήτησαν χρήματα. Όταν τους είπα ότι δεν είχα ούτε μια πεντάρα επάνω μου, δεν μ' επίστεψαν και μου φώναξαν άγρια: «Όλοι σεις οι προσκυνητές είσθε ψεύτες και μαζεύετε ένα σωρό λεφτά, ζητιανεύοντας». «Γιατί να συζητούμε μαζί του»; είπε μετά ο ένας απ' τους δύο και μούδωσε ένα κτύπημα στο κεφάλι με το δρύινο ραβδί του, αφήνοντάς με αναίσθητο. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα αναίσθητος αλλ' όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένος στην άκρη του δάσους δίπλα στον αμαξωτό δρόμο και αντιλήφθηκα ότι με είχαν ληστέψει. Το σακίδιό μου είχε κάνει φτερά και το μόνο που έμεινε απ' αυτό ήταν τα υπόλοιπα κορδόνια μου επάνω στην πλάτη μου, κομμένα με μαχαίρι.

«Δόξα τω Θεώ» που δεν μου είχαν πάρει το βιβλιάριο με την ταξιδιωτική μου άδεια, γιατί το είχα μέσα στο γούνινο καπέλο μου, για ευκολία να το δείχνω αμέσως όταν μου το ζητούσαν. Σηκώθηκα με πικρά δάκρυα, όχι τόσο για τον πόνο στο κεφάλι μου, όσο για το χάσιμο των βιβλίων μου, της Αγίας Γραφής και της Φιλοκαλίας μου, που τα είχα μέσα στο σακίδιό μου και μου τα είχαν κλέψει μαζί του.

Όλη αυτή την ημέρα δεν σταμάτησα να κλαίω και να θρηνώ. Πού να βρισκόταν η Βίβλος μου τώρα, πού την είχα μαζί μου και την διάβαζα απ' τα μικρά μου χρόνια; Πού να ήταν η Φιλοκαλία μου, που είχα πάρει τόση μεγάλη πνευματική ωφέλεια απ' το διάβασμά της και παρηγοριά; Ω! ο δυστυχής εγώ, που έχασα τον πρώτο και τον τελευταίο θησαυρό μου, πριν ακόμη γεμίσω την ψυχή μου μ' αυτούς. Καλύτερα να με είχαν σκοτώσει, παρά που έμεινα χωρίς την πνευματική τους τροφή, επειδή νομίζω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να βρω χρήματα για να ξαναγοράσω βιβλία σαν κι αυτά.

Επί δυο ημέρες έσερνα κυριολεκτικά το κορμί μου στο δρόμο και ήμουν τόσο συντετριμμένος απ' το βάρος της ατυχίας μου, ώστε την τρίτη ημέρα εξαντλήθηκα τελείως. Στάθηκα κι εξάπλωσα στην σκιά ενός θάμνου, όπου μ' επήρε ο ύπνος. Εις τον ύπνο μου είδα όνειρο. Είδα πως ευρέθηκα πάλι στο μοναστήρι, στο κελί του Πνευματικού μου οδηγού και έκλαιγα γι' αυτά που μου πήραν. Ο Γέροντας προσπαθούσε να με παρηγορήσει. «Ας σου γίνει αυτό ένα μάθημα», μου είπε, «που θα σε διδάξει την αποξένωση από τα γήινα πράγματα, επειδή χωρίς αυτά καλύτερα προχωρείς προς τον ουρανό. Αυτό έγινε κατά παραχώρηση για να σε προλάβει από την πτώση, που είναι η απλή και σκέτη ευχαρίστηση για τα πνευματικά. Ο Θεός θέλει τον χριστιανό να πετάξει εντελώς από πάνω του, όλες τις επιθυμίες του, τις ευχαριστήσεις, τους συνδέσμους, και να υποτάξει τον εαυτόν του τέλεια στην Θεία θέληση. Αυτός κατευθύνει κάθε γεγονός για την βοήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου, Αυτός, "θέλει πάντας σωθήναι".

»Έχε θάρρος, λοιπόν, και πίστευε ότι ο Θεός επιτρέπει τον πειρασμό αλλά και λυτρώνει απ' αυτόν. Παραχωρεί "συν τω πειρασμώ και την έκβασιν". Γρήγορα θα πάρεις πολύ περισσότερη χαρά από όση λύπη έχεις τώρα». Σ' αυτά τα λόγια ξύπνησα και αισθάνθηκα ότι είχα ξαναποκτήσει τις δυνάμεις μου και ότι η ψυχή μου είχε πάρει φως και ειρήνη. Κύριε, «γενηθήτω το θέλημά Σου» είπα, έκανα το σταυρό μου και σηκώθηκα και συνέχισα τον δρόμο μου. Η Προσευχή άρχισε πάλι να κτυπά μαζί με τους παλμούς της καρδιάς μου κι βάδισα τρεις ημέρες με ειρήνη στην ψυχή μου.

Αμέσως με το ξεκίνημά μου διασταυρώθηκα στον δρόμο με μιαν ομάδα από καταδίκους που μεταφέρονταν υπό συνοδεία. Όταν πλησίασα, ανεγνώρισα μέσα σ' αυτούς, και τους δυο ανθρώπους που με είχαν ληστέψει. Ήσαν κι οι δυο στην εξωτερική γραμμή της παρατάξεως. Έπεσα σχεδόν στα πόδια τους, παρακαλώντας θερμά να μου πουν, τι έκαναν τα βιβλία μου. Εις την αρχή δεν μούδωσαν σημασία αλλά τέλος ένας απ' αυτούς μου είπε: «Εάν μας δώσεις κάτι, θα σου πούμε που είναι τα βιβλία σου. Δώσε μας ένα ρούβλι». Τους βεβαίωσα πως για την αγάπη του Χριστού, αν μπορούσα, θα το ζητιάνευα ένα ρούβλι να τους το δώσω και τους προσέφερα το διαβατήριό μου για ενέχυρο. Έτσι μου είπαν ότι τα βιβλία μου ήσαν στις αποσκευές που ακολουθούσαν τους καταδίκους, μαζί με άλλα κλεμμένα αντικείμενα.

«Πώς θα μπορέσω να τα πάρω;» ερώτησα. «Παρακάλεσε τον αξιωματικό της συνοδείας» μου απήντησαν, και έσπευσα να τον βρω και να τον παρακαλέσω. «Λες αλήθεια πως ξέρεις να διαβάζεις την Αγία Γραφή»; με ρώτησε. «Μάλιστα», απήντησα «και όχι μόνο μπορώ να διαβάζω καλά, αλλά, ξέρω και να γράφω. Εις το Ευαγγέλιό μου πάνω, υπάρχει η υπογραφή μου για να σε βεβαιώσει ότι είναι δικό μου. Να το διαβατήριό μου με το όνομα και το επώνυμό μου».

Μετά από αυτά ο αξιωματικός μου είπε ότι οι λωποδύτες ήσαν λιποτάκτες, κρύβονταν σε μια λασπωμένη καλύβα του δάσους και είχαν ληστέψει πολλούς διαβάτες, αλλά ένας έξυπνος αμαξάς όταν του επετέθησαν χθες, κατόρθωσε να τους πιάσει και να τους δέση. «Εν τάξει» προσέθεσε «θα σου δώσω τα βιβλία σου, αλλά πρέπει να έλθεις μαζί μας μέχρι τον πρώτο σταθμό που θα κάνουμε για την νύχτα. Είναι μόλις τριάμισι χιλιόμετρα απ' εδώ, και θα σταματήσουμε εκεί, γιατί εδώ στην μέση του δρόμου δεν ημπορούμε να διακόψουμε την πορεία».

Με μεγάλη χαρά πεζοπόρησα δίπλα του και κουβεντιάζαμε, εγώ πεζός κι αυτός επάνω στο άλογό του. Ήταν ευγενικός, φαινόταν ειλικρινής και είχε περάσει την πρώτη του νιότη. Μ' ερωτούσε από που ερχόμουν και που πήγαινα. Απήντησα σ' όλες τις ερωτήσεις του χωρίς να κρύψω το παραμικρό κι έτσι φθάσαμε στο σπίτι που θα γινόταν η στάθμευση για την διανυκτέρευση. Βρήκε τα βιβλία μου και μου τα έδωσε πίσω, λέγοντας: «Πού να πας τώρα νύχτα καιρό; Κάθισε εδώ και κοιμήσου σ' αυτό εκεί το δωματιάκι». Με έπεισε να μείνω.

Τώρα που είχα βρει τα βιβλία μου ήμουν τόσον ευτυχής ώστε δεν ήξερα πραγματικά πώς να ευχαριστήσω τον Θεό.

Έσφιξα τα βιβλία στο στήθος μου και τα κράτησα εκεί τόσον, ώσπου τα χέρια μου μουδιάσανε. Έχυσα δάκρυα χαράς, και η καρδιά μου κτυπούσε με ευφροσύνη. Ο αξιωματικός με παρακολουθούσε και είπε: «Πρέπει όπως βλέπω, να αγαπάς πάρα πολύ την ανάγνωση της Γραφής». Αλλ' η χαρά μου ήτο τόσο μεγάλη ώστε δεν ημπόρεσα να του απαντήσω και αισθανόμουν διάθεση να κλάψω.

Έπειτα προχώρησε λέγοντάς μου: «Κ' εγώ διαβάζω τακτικά, κάθε μέρα το Ευαγγέλιο» και έβγαλε ένα μικρό βιβλιαράκι που είχε τα τέσσερα Ευαγγέλια, τυπωμένο στο Κίεβο και δεμένο με αργυρές πλάκες.
«Κάθισε», εξακολούθησε, «και θα σου πω τι μου συνέβη κάποτε.

»Φέρετέ μας κάτι να φάμε για βράδυ», φώναξε δυνατά και πλησιάσαμε στο τραπέζι ενώ συγχρόνως, άρχιζε την ιστορία του.

«Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα στον στρατό έξω στην ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός στην δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά - σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωσε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω απ' την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλ' όταν έπινα γινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά. Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μια φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα στον διοικητή μου και τιμωρήθηκα με φυλάκιση και υποβιβασμό στην τάξη του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδομαι  στο  πάθος  μου  αυτό  της  μέθης.  Παρ'  όλες  τις  ποινές  όμως  και  τις  απειλές  δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω στον εαυτό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος. Επιχειρούσα, αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροί μου απογοητευμένοι από την κατάστασή μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μυαλό μου πήγε να σταματήσει. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσα στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός  που  έκανε  εράνους  για  μιαν  εκκλησία.  Καθένας  μας  τούδωσε  ό,τι  μπορούσε.  Έπειτα  ο μοναχός  αυτός  ήλθε  κοντά  μου  και  μ'  ερώτησε  γιατί  ήμουν  τόσο  θλιμμένος.  Του  είπα  τι  μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: "Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε με τον αδελφό μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον βοήθησε; Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραβάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζει ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρηση, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιει. Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχωρήσει στο διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγο καιρό κατόρθωσε να απαλλαγεί απ' το πάθος του ποτού. Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δεις ότι και συ θα γλυτώσεις από την δυστυχία αυτή. Έχω ένα Τετραβάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω.

»Τον άκουσα με προσοχή και μόλις τελείωσε του είπα: "Πώς θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν απ' το πάθος του ποτού;" Μίλησα κατ' αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξερα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει". "Μη το λες αυτό", μου είπε, ο μοναχός, "σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήσει", και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραβάγγελο.

»Το άνοιξα, έριξα μια ματιά μέσα και είπα: "Δεν το παίρνω, γιατί πώς θα το χρησιμοποιήσω μη γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα"; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιώσει ότι οι λέξεις αυτές καθ' εαυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρη, και έχουν θεία δύναμη, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και αποκάλυψε στους ανθρώπους. "Δεν πειράζει αν στην αρχή δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον, προχώρησε στο διάβασμα με επιμέλεια. Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: Εάν συ δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν". Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και στο δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω απ' αυτό με τη δύναμή του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέπτονται πολύ να κάνουν κακό".


»Έδωσα λίγα χρήματα στον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραβάγγελο, το έβαλα μέσα σ' ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το ξέχασα εκεί. Σε λίγο μια ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζει. Μια ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ' έκανε ώστε, σαν τυφλός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραβάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσα στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχε πει. Άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω απ' το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστή Ματθαίου. Έφθασα στο τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μια λέξη, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός, μου είχε πει: "Μη στενοχωρείσαι αν δεν καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε στο διάβασμα με επιμέλεια". Εμπρός, είπα στον εαυτό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι. »Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο κι έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επιτρεπόταν η έξοδος, σε κανένα κι έπρεπε όλοι να πάνε για ύπνο. Όταν ξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, σκέφθηκα να διαβάσω ακόμη ένα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποια θα ήτο η αποτελεσματικότητα του Ευαγγελίου. Το διάβασα πράγματι, ηρέμησα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμη ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφιση. Αυτό μου έδωσε θάρρος κι έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύει, διάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.

»Το περισσότερο δε, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και η κατάστασή μου καλυτέρευε και όταν πάνω- κάτω τελείωνα την ανάγνωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας ν' ανήκει πια στο παρελθόν.

»Σε λίγο καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ' ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.

»Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα στον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα στην σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζυγό μου, έχουμε όλα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεό που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους πτωχούς κατά δύναμη και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητές. Έχω κι ένα γιό αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως και το εξής: Αφ' ότου θεραπεύθηκα απ' το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο απ' τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ώρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και φύγω απ' τον κόσμο αυτό.

»Τίποτε στον κόσμο δεν ημπορεί να με εμποδίσει από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζει, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραβάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα στην επάνω τσέπη του σακακιού μου».

Άκουσα με πολλή χαρά όλη την ιστορία αυτή, και του είπα ότι κι εγώ ήξερα μια παρόμοια περίπτωση.
«Εις ένα εργοστάσιο στο χωριό μου, ήταν ένας τεχνίτης πολύ ικανός, καλός κι ευγενής άνθρωπος. Δυστυχώς   όμως   έπινε   και   συχνά   μάλιστα.   Ένας   θεοφοβούμενος   άνθρωπος   μια   μέρα,   τον συμβούλευσε, ώστε όταν επρόκειτο να τον καταλάβει η επιθυμία του ποτού να επαναλαμβάνει την προσευχή του Ιησού Χριστού τριάντα τρεις φορές, προς τιμήν της Αγίας Τριάδος και εις ανάμνηση των τριάντα τριών ετών της ζωής του Χριστού.

»Η συμβουλή του έγινε ακουστή, και ο άνθρωπος με το πάθος την εφήρμοσε, και αλήθεια, πολύ σύντομα απαλλάχτηκε απ' αυτό.


»Τρία χρόνια αργότερα ο άνθρωπος αυτός ελεύθερος πια, αφιέρωσε στον Θεό τον εαυτόν του και κλείστηκε σ' ένα μοναστήρι».

«Και ποιο είναι καλύτερο, να επαναλαμβάνει κανείς την Προσευχή του Χριστού, ή να διαβάζει από τα
Ευαγγέλια»; μ' ερώτησε ο αξιωματικός.

«Είναι το ίδιο», απήντησα. «Ό,τι είναι το Ευαγγέλιο είναι και η Προσευχή του Χριστού, επειδή το θείον όνομα του Ιησού Χριστού κατέχει μέσα του όλη την ευαγγελική αλήθεια. Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η Προσευχή του Χριστού είναι η περίληψη του Ευαγγελίου».

Μετά  την  συνομιλία  μας  κάναμε  την  προσευχή  μας  και  ο  ταγματάρχης  άρχισε  να  διαβάζει  το Ευαγγέλιο του ευαγγελιστή Μάρκου απ' την αρχή του, ενώ εγώ άκουγα λέγοντας την «Προσευχή» μέσα στην καρδιά μου.

Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα τελειώσαμε κι επήγε ο καθένας να κοιμηθεί.

Σηκώθηκα, όπως συνήθως, ενωρίς το πρωί. Όλοι κοιμούνταν ακόμη. Όταν άρχισε να φέγγη λίγο, επήρα στα χέρια μου με χαρά την αγαπημένη μου Φιλοκαλία. Με τι ευχαρίστηση την άνοιξα! Δεν θα χαιρόμουνα τόσο, ούτε και τον πατέρα μου αν έβλεπα ή τον πιο αγαπημένο μου φίλο, να νεκρανασταίνονται. Την ασπάστηκα και ευχαρίστησα τον Θεό που μου την ξαναχάρισε.

Άρχισα αμέσως να διαβάζω από τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η διδασκαλία του με εξέπληξε, όταν διάβασα που έγραφε ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί συγχρόνως να απασχολείται με τρία διαφορετικά πράγματα, να τρώει όταν κάθεται στο τραπέζι, να ακούει ανάγνωση και συγχρόνως να προσεύχεται με το μυαλό του. Αλλά η ανάμνηση της τόσον ευχάριστης προηγουμένης βραδιάς, με έκανε, από την ίδια μου την πείρα, να καταλάβω την έννοια της σκέψεως αυτής του Θεολήπτου και ακόμη κατάλαβα ότι το μυαλό και η καρδιά είναι διαφορετικά πράγματα.

Όταν ο ταγματάρχης σηκώθηκε, επήγα να τον ευχαριστήσω για την καλοσύνη του και να τον αποχαιρετήσω.

Μου έδωσε τσάι κι ένα ρούβλι και με κατευόδωσε.

Άρχισα τον δρόμο μου πάλι, ευχαριστημένος. Είχα προχωρήσει δυο χιλιόμετρα, όταν θυμήθηκα ότι είχα υποσχεθεί στους λιποτάκτες ένα ρούβλι και να που το ρούβλι μου είχε έλθει, χωρίς να το ζητήσω από πουθενά.

Έπρεπε να το δώσω ή όχι; Εις την αρχή σκέφθηκα ότι αυτοί με κτύπησαν και με λήστεψαν. Έπειτα, σε τι θα τους χρησίμευε το ρούβλι αυτό αφού ήσαν φυλακισμένοι; Αργότερα όμως έκανα άλλες σκέψεις, θυμήθηκα  ότι  είναι  γραμμένο  στην  Καινή  Διαθήκη,  «εάν  πεινά  ο  εχθρός  σου  ψώμιζε  αυτόν», θυμήθηκα ότι και ο ίδιος ο Χριστός είπε: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |