Φώτης Κόντογλου
Η Νοτιά
ΠΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΑΝ ΦΥΣΑ ΝΟΤΙΑ, αυτός ό όγρός καί χλιαρός καιρός, πού δίνει οπήν πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, όλότελα διαφορετική άπό τόν βοριά κι άπό τούς άλλους καιρούς! Όλα τά τυλίγει μέσα σέ μιάν άντάρα, βουνά καί πολιτείες. Μιά δυναμώνει, μιά λασκάρει. Γιά μιά στιγμή φουρτουνιάζει καί φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, πού λές καί νύχτωσε μέρα-μεσημέρι, καί σέ λίγο ξανοίγει πάλι καί βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Καί πάλι ξαναφρεσκάρει καί ρίχνει καμιά μπόρα, καί πάλι κόβει, κ’ έτσι ολοένα φουρτουνιάζει καί βάζει άγέρα, μέρες πολλές. Ένώ ό βοριάς είναι στρωτός καί σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οί μέρες, τόσο στρώνει.
Ή νοτιά φυσά μ’ ένα δικό της φύσημα, κ’ έχει μιά βουή δυνατή καί ξεσυρμένη. Άξαφνα δέν άκούγεται όλότελα, καί λές πως μπουνατσαρισε κ επεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολο- τελα, καί σέ μιά στιγμή πιάνει άξαφνα καί βογγά, σάν νά θέλει νά πάρει τή σκεπή. Έτσι φυσά ή νοτιά, μπουρίνια-μπουρίνια, γιά τούτο τή λένε καί παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οί μέρες, τόσο σκυλιάζει, ενώ ό βοριάς τ’ άνάποδο, όσο περνάνε οί μέρες, τόσο στρώνει. Γι’ αύτό λένε οί θαλασσινοί:
Γέρο βοριάν άρμένιζε καί νότο παλληκάρε
Καί δεν είναι μονάχα αυτά τά συνήθια τής νοτιάς, άλλά κ’ ή δψη πού δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη τήν σκεπάζει μέ μυστήριο. Τό φως τής μέρας γίνεται πότε σταχτί, πότε κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά τήν ωρα. Τά βουνά είναι ανταριασμένα, καί μιά φαίνουνται, μιά χάνουνται. Τά δέντρα άνεμαλλιάζουνται. Τά σύννεφα τρέχουνε γλήγορα καί γέρνουνε τά κεφάλια τους κατά τόν βοριά κι ολοένα βγαίνουνε καινούργια σύννεφα πίσω από τά βουνά καί φουσκώνουνε σάν άφροί. Άλλα πάλι τυλίγουνται σάν τό μαλλί τής ρόκας, καί κολλάνε άπάνω στίς πλαγιές τών βουνών άπό τή νοτινή μεριά.
Ό ουρανός άλλάζει όψη κάθε τόσο. Γιά μιά στιγμή σκίζου- νται τά σύννεφα καί βγαίνει σάν δοξαριά ή θολή άχτίδα τοϋ ήλιου, καί πάλι σφαλάνε οί σκισμάδες κ’ οί τρύπες πού άνοί- γουνε στά σύννεφα, κι ό ουρανός γίνεται μελανός σάν χάλκωμα. Ή θάλασσα παίρνει μιάν όψη άλλιώτικη τά νερά μελανιάζουνε, καί πέρα τό πέλαγο τό σκεπάζει μιά θολούρα πού χάνεται. Άπάνω άπό τή θολούρα στέκεται ολόγυρα ένα φώς σάν τό θαμπό γυαλί, σάν τό σιντέφι. Τό πέλαγο βγάζει ένα βογγητό βραχνιασμένο, σάν νά ρουχαλίζει. Οί θάλασσες άνακαμαριά- ζουνε βαριά, κ’ εκεί πού χτυπάνε στά βράχια, τά νερά είναι θολά κ’ οί άφροί σταχτιοί. Άπό ψηλά άκούγεται τό βογγητό τοϋ πελάγου, σάν νά ’ναι κανένα κοπάδι άπό βουβάλια. Σαγανάκια 11 χυμίζουνε κάθε τόσο καί μελανιάζουνε τή θάλασσα. Ωρες-ώρες βγαίνει άπό μιά θυρίδα τ’ ούρανοϋ ένας ήλιος σπανός κι άσπροκίτρινος καί πέφτει άπάνω σέ μιά μεριά τής θάλασσας καί σέ κανέναν κάβο πού στέκεται έρημος πέρα μακριά, ένώ άπό τήν άλλη μπάντα τό πέλαγο είναι μαϋρο καί μπουρινιασμένο.
Σάν αρμενίζεις μέ τή νοτιά, πρέπει νά ’χεις τόν νοϋ σου καί τή σκότα στά χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μαζεμένος ό αγέρας
σέ μιά στιγμή, καί τά παίρνει κάτω όλα, πανιά κι άντένες. Ό αγέρας είναι ακαταστατος, ποτέ ερχεται απο δω, ποτέ απο κει. Στρώνει γιά μιά στιγμή κ’ υστέρα σκυλιάζει μονομιάς, πού μπορεί ν’ αναποδογυρίσει τή βάρκα ώς πού νά ορτσάρεις.
Άναλόγως τον καιρό, είναι καί τά αισθήματα πού έχει μέσα του ό άνθρωπος. Ό βοριάς είναι καθαρός καί, σάν φυσά, όλα μιλάνε καθαρά. Με τή νοτιά περισκεπάζεται ό κόσμος από μυστήριο. Τό φως είναι καφεκίτρινο. Άπό τά παλιά τά χτίρια πέφτουνε κομμάτια σουβάδες όλες οί τρύπες σφυρίζουνε άπά- νου στά χτίρια.
Θυμάμαι στά μικρά μου χρόνια, πόσες φορές βρέθηκα στή θάλασσα μέ νοτιά μπουρινιασμένη.
Τή μιά, είχα σκαρώσει μιά βάρκα μαζί μ' έναν καραβομαραγκό. Τήν πολεμούσαμε άπό τό καλοκαίρι, Κόψαμε όλα τά στραβόξυλα άπό τά δέντρα πού ’χει τό βουνό μας, στήσαμε τις πόστες, τά ποδοστάματα, βάλαμε τό σωτρόπι. Έγώ μάθαινα. Μάστορας ήτανε ό Στρατής ό Μπεκός, ένας καλός άνθρωπος, σάν ξομολόγος. Σκαρώσαμε μιά βάρκα έμορφη σάν τήν κοπέλα καί τή βάψαμε μέ μεράκι. Ζωγράφισα καί δυό γοργόνες στά μάγουλα, κ’ έγραψα καί τ’ όνομά της: «Άγια Παρασκευή». Πίσω, απάνω στόν τάκο12, έγραψα ένα τραγούδι:
"Οποιος δέν είναι μερακλής πρέπει γιά νά πεθάνει, γιατί σέ τούτον τόν ντουνιά τόν τόπο μόνο πιάνει.
Καί, μ’ όλα ταΰτα, έμείς οί δυό μερακλήδες κοντέψαμε νά πνιγούμε κιόλας, μ’ όλο τό μεράκι μας. Τή βάρκα τή ρίξαμε στή θάλασσα στις 27 Όκτωβρίου, άνήμερα τ’ Άγιου-Νέστορα. Φυσούσε νοτιά καί, μ’ όλο πού ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε αρχίσει νά φυσά μιά μέρα πριν, τ’ Άγιοΰ-Δημητρίου, σάν πήγαμε
ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι, πού έλεγες πώς είναι Δευτέρα Παρουσία. Ή βάρκα μπατάρισε καί γέμισε νερά ή μισή. Καλά πού προφτάξαμε καί λασκάραμε τή σκότα. Έκεϊ πού παλεύαμε νά μαϊνάρουμε τά πανιά, έρχεται ένα άνεμοβρόχι μέ χαλάζι, καί μάς σάστισε. Μετά πολλά, πήραμε κάτω τήν άντένα, κι άρμενίζαμε μέ τό φλόκο. Οί θάλασσες μάς καβαλικεύανε άπό τήν πρύμη καί βγάζανε φωτιές. Έγώ ήμουνα στό τιμόνι καί γίνηκα πάπια. Ό Θεός βοήθησε καί δέν έβγήκε τό τιμόνι άπό τά βελόνια, έτσι πού μάς σφεντόνιζε στόν άγέρα ή θάλασσα, κ’ έβγαινε ή πλώρη μισό μπόγι όξω άπό τό νερό. Ό Μπεκός πήγε καί τρύπωσε άπό κάτ’ άπό τήν πλώρη, μαζί μ’ έναν σκύλο, πού έτρεμε καί χτυπούσανε τά κατασάγονά του. Ή βάρκα δέν είχε κουβέρτα καί γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μά φτάξαμε στήν πολιτεία. Μέ τό δρόμο πού είχε ή βάρκα, πε- τάχτηκε ολάκερη στή στεριά, μ’ όλο πού ήτανε βαριά άπό τό νερό, σάν νά ’τανε φορτωμένη. Ό Μπεκός κόντεψε νά πεθά- νει, γιατί πούντιασε άπό τό μούσκεμα. Έγώ δέν έπαθα, πού μπροστά του ήμουνα ώμος καί καλομαθημένος. Αυτή ή βάρκα, ως τό τέλος, βγήκε γουρσούζικη-ΰστερ’ άπό έναν χρόνο βού- λιαξε, καί πνίγηκε μιά θειά μου — ένα μυστήριο, γιατί τήν κου- μαντάριζε ένας γεροθαλασσινός έβδομήντα χρόνων, ό καπε- τάν-Νικολός ό ’Αρθούνας πνίγηκε κι αυτός.
Άλλη φορά μάς έκλεισε ή νοτιά σέ κάποιο ρημονήσι. Είμαστε τρεις. Άμα είδαμε πώς δέ θά μπορούσαμε νά πιάσουμε στή στεριά, πήγαμε κι άράξαμε σ’ αυτό τό ξερονήσι, ως νά περάσει τό μπουρίνι. Μά ό καιρός χειροτέρεψε καί τόσο πολύ φουρτούνιασε, πού τή νύχτα τή βάρκα μας τήν έκανε κομμάτια, μ’ όλο πού είχαμε φουντάρει δυό σίδερα. Είμαστε τρυπωμένοι σέ μιά σπηλιά καί τρώγαμε ό,τι είχαμε παρμένο άπό τή βάρκα. Νερό πίναμε άπό τις κουφάλες πού ήτανε μαζεμένο άπό τή βροχή. Πέρασε μιά μέρα, περάσανε δυό. Βροχή κι άγέρας, βροχή κι άγέρας. Αγριευτήκαμε τόσο πολύ, πού σιγά-σιγά δέ μιλούσαμε όλότελα, ενώ στην αρχή λέγαμε ιστορίες καί παραμύθια, νά περάσουμε την ώρα μας. Τό νησί είχε απάνω μοναχά σκίνα, καί λίγα ψωρόπευκα. Στό τέλος τρώγαμε χοχλίδια τής θάλασσας, σαλιγκάρια κ’ ελιές, πού είχαμε ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο.
Στις τέσσερις μέρες καλοσύνεψε. Άπό μακριά είδαμε δυό- τρεΐς ψαρόβαρκες, μά δέν ήρθανε κοντά μας. Απάνω στό ξερονήσι δέν είχε τίποτα κανωμένο άπό άνθρωπο, έξόν άπό μιά παλιόβαρκα σαραβαλιασμένη, ξεροσκασμένη άπό τά λιοπύρια τού καλοκαιριού. Οί άρμοί ήτανε άνοιχτοί καί φεγγίζανε. Δέν είχε όχι κουπί, μά μήτε σκαρμό. Πιάσαμε καί φράξαμε τούς αρμούς μέ φούντες των πεύκων καί μέ φύκια, καί κόψαμε καί τρία-τέσσερα κλαδιά γιά νά κάνουμε κουπιά, έξόν άπό τούς μπάγκους τής δικής μας βάρκας πού βρεθήκανε, ένώ τά κουπιά της χαθήκανε. Ή άπελπισία κάνει τόν άνθρωπο ν’ άποφα- σίσει κάτι πράγματα απίστευτα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα σέ κείνη τή βάρκα, πού, μόλις τή ρίξαμε στή θάλασσα, γέμισε νερά. Κατά καλή μας τύχη, βρέθηκε ένας ντενεκές άπό τήν άλλη βάρκα. Ταξιδεύαμε μέ μισό γόνατο νερό μέσα στή βάρκα, κι ολοένα ξαγκουλούσαμε13 μέ τόν ντενεκέ. Καί, μ’ όλα ταΰτα, δέν πνιγήκαμε. Ό καιρός γύρισε στόν βοριά καί πηγαίναμε πρίμα, βοηθούσαμε κ’ έμεΐς, άλλος μέ τά κλαδιά, άλλος μέ τούς μπάγκους. Εφτά ώς οχτώ μιλιά περάσαμε μέ κείνον τόν σκυλοπνίχτη, καί βγήκαμε γεροί στή Μυτιλήνη, στά μέρη τού Μανταμά- δου, καί γλυτώσαμε μέ τή βοήθεια τού Θεού.
Ή νοτιά έχει μεγαλοπρέπεια στ’ Άγιον Όρος. Βρέθηκα μιά φορά τέτοιον καιρό στά Καψοκαλύβια, πού είναι μιά σκήτη χτισμένη άπάνω σ’ έναν άπό τούς πολλούς κάβους πού κοιτάζουνε κατά τή νοτιά. Σάν πάρει λοιπόν νοτιά, οί θάλασσες ξεκινάνε άπό τήν Άλεξάντρεια καί περνάνε χιλιάδες μίλια ώς νά
φτάξουνε στό Όρος. Μπροστά στά Καψοκαλύβια είναι ένα μικρό ξερονήσι τοΰ 'Αγίου Χριστοφόρου κι άπό κάτω άπό τή σκήτη ό βράχος είναι γεμάτος μεγάλες σπηλιές. Σάν πάρει λοιπόν όστρια καί φουρτουνιάσει, οί θάλασσες είναι σάν βουνά, καί πάνε καί σπάνε μέσα σ’ αυτές τις σπηλιές, κι ολόγυρα ή άγρια άκρογιαλιά άσπρίζει άπό τόν άφρό. Μέ κείνο τό μπου- κάρισμα πού κάνει ή θάλασσα μέσα στις σπηλιές, τή νύχτα κοιμάσαι καί νιώθεις βουβά πώς σειέται ή στεριά- τόση δύναμη έχουνε τά νερά, πού θέλουνε νά κρεπάρουνε τά θεόχτιστα βράχια. Τή μέρα τό θέαμα πού παρουσιάζεται στά μάτια εκείνου πού κοιτάζει άπό πάνω, είναι άγριο καί γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Οί θάλασσες πού έρχουνται άπό τό πέλαγο, άνακα-μαριάζουνε καί χτυπιούνται μέ τό άντιμάμαλο πού σηκώνεται άπό τά κοφτά βράχια καί πού τούς δίνει στήθος, καί πε- τιοϋνται τά νερά σ’ ένα μεγάλο ύψος, βγάζοντας μιά τέτοια βροντερή βουή, πού δέν μπορείς ν’ άκούσεις τίποτα. Τό μπάσο ξερονήσι τ’ Άγιου-Χριστόφορου λούζεται μέσα στόν άφρό- οί θάλασσες περνάνε άπό πάνω του καί τό καταποντίζουνε.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου