ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η μάννα μου η θάλασσα

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Η μάννα μου η θάλασσα



Φώτης Κόντογλου
Η μάννα μου η θάλασσα

ΘΑΛΑΣΣΑ! ”Ω στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί κι άγαπημένο! Τραβάς τόν άνθρωπο, σάν νά είσαι μαγνήτης! Ό βαθύς κ’ αιώνιος βόγγος σου νανουρίζει τήν ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις κι ανεξιχνίαστες φωνές!Άπό τήν πρώτη μέρα τής δημιουργίας ή θάλασσα ήτανε δπως είναι σήμερα, καί θά ’ναι ή ίδια ως τή συντέλεια τοϋ κόσμου. Δέν θ’ άλλάξει καθόλου όλότελα. Πριν νά πλαστεί ό άνθρωπος απάνω στή γή, αυτά τά ίδια τά νερά βογγούσανε κι άφρίζανε μέσα στόν έρημο τόν κόσμο, κάτω άπό τόν έρημον ουρανό, τά ι'δια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στίς έρημες στεριές, πού δέν υπήρχε άκόμα άπάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι. Τά νερά όμως τής θάλασσας ήτανε γεμάτα άπό πλήθος πλάσματα, μ’ όλο πού άπάνω σ’ αυτήν δέν άρμένιζε τίποτα. Μοναχά ό ήλιος τήν κοντράριζε μέ τίς πυρωμένες σαγίτες του άπό τήν ώρα πού έβγαινε ως τήν ώρα πού βουτοϋσε πίσω άπό τό έρημο πέλαγο, κατά τό βασίλεμα, καί τό φεγγάρι πλανιότανε άπό πάνω της, βουβό, λυπημένο, σάν κομμένο κεφάλι δίχως αιμα, ρίχνοντας άπάνω στ’ άτελείωτα νερά της τό ύδραργυρένιο κρύο φως του.


Ό άνθρωπος, αυτό τό άκατακάθιστο τέρας, αλλάζει ολοένα τήν όψη τής στεριάς, τήν καταπατά, τήν έξουσιάζει. Μά τή θάλασσα, μέ όλα πού σοφίζεται, μέ όλα πού βρίσκει τό μυαλό του, δέν μπορεί νά τής κάνει τίποτα. Ή όψη της απομένει άνάλλαχτη, αμόλευτη, όπως ήτανε τότε πού «πνεύμα Θεού έπεφέρετο επάνω τού ύδατος», όπως λέγει ή Άγια Γραφή. Κανένας δέν μπορεί νά τήν έξουσιάσει, κι αυτό πού λέγει ό άνθρωπος εξουσία άπάνω στή θάλασσα, είναι μιά εξουσία ψεύτικη, ξεγέλασμα τής αλαζονείας του. Τά μεγάλα παπόρια του μπορεί νά ταξιδεύουνε σέ κάθε μέρος της, μά μόλις περάσει τό κάθε πλεούμενο, πού σκίζει τό νερό της, αυτό πάλι κλείνει καί σβήνει πίσ’ άπό τό τιμόνι του τ’ αυλάκι πού χάραξε γιά μιά στιγμή, ή μικρή πληγή πού άνοιξε άπάνω στό παρθένο τό κορμί της σφαλά καί γιατρεύεται στή στιγμή, χωρίς ν’ άπομεί- νει σημάδι όλότελα. Τά υπερωκεάνια καί τις πλεούμενες πολιτείες τίς έχει γιά μπαίγνια, τ’ άφήνει καί πηγαινοέρχουνται άπάνω της, ως πού νά θυμώσει καί νά τά καταπιεί. Ποιος θά εξουσιάσει τή φοβερή άβυσσο; Ποιος μπορεί ν’ άλλάξει κατά τό θέλημά του ένα πράγμα πού άλλάξει ολοένα τό ίδιο άπό τόν έαυτό του, άπομένοντας αιώνια άπάτητο, άσκλάβωτο, άνέγγι- χτο, άμόλευτο, όπως έβγήκε άπό τά χέρια τού Θεού; Στοιχείο άγιασμένο, άσπιλο!
Ή θάλασσα είναι ή αιώνια πατρίδα τής ελευθερίας. Γι’ αυτό, σάν τή βλέπει ό άνθρωπος, νιώθει νά φτερουγίζει μέσα του τούτη ή θεϊκή πνοή. Ό ποιητής Κάλβος γράφει πώς ή Ελευθερία είναι κόρη τού Ωκεανού, καί πώς τού έλεγε τούτα τά λόγια:
Ωκεανέ, πατέρα των χορών αθανάτων, άκουσον τήν φωνήν μου, καί τής ψυχής μου τέλεσον τόν μέγαν πόθον.
Ενδοξον θρόνον εϊχον εις την Ελλάδα  τύραννοι πρό πολλοϋ τόν κρατούσε σήμερον ον βοήθησον, δός μου τόν θρόνον.
"Οταν τους άνοήτονς φεύγω θνητούς, μέ δέχονται ή πατρικαί σου άγκάλαε ή ελπίς μον εις την άγάπην σου στηρίζεται όλη.
Ο Δαβίδ παρομοιάζει τή φωνή τού Θεοΰ σάν τό μούγκρισμα τής φουρτουνιασμένης θάλασσας. Μά καί τήν ειρήνη, τίποτα δεν μπορεί νά τήν παραστήσει τόσο καλά, όσο ή γαληνεμένη θάλασσα. Κι όλες οί όψεις πού παίρνει αυτό τό μυστηριώδες στοιχείο, έχουνε άνταπόκριση μέ τήν κάθε κατάσταση τής ψυχής τοΰ άνθρώπου.
Έγώ τή νιώθω βαθιά τή θάλασσα, γιατί γεννήθηκα κοντά της, καλύτερα μάλιστα πρέπει νά πω πώς γεννήθηκα μέσα της. Κι όπως άγαπά κανένας καί πονά τή μητέρα του, πού τόν βάσταξε στήν κοιλιά της, έτσι κ’ έγώ άγαπώ καί πονώ τή θάλασσα σάν μητέρα μου.

Ή βαθιά μουσική πού βγαίνει άπό τά κύματά της μέ νανούρισε στήν κούνια μου. Άναθράφηκα καί μεγάλωσα μέσα στούς αρμυρούς άφρούς της, δαρμένος άπό τούς ανέμους πού φυσούσανε άπό τό πέλαγο. Τά θαλασσοπούλια κράζανε άπό πάνω μου μέ τή βραχνή φωνή τους, κ’ ήτανε οί πρώτοι φίλοι καί σύντροφοι μου. Μέ τις βάρκες θαλασσοπνιγόμουνα, κι ό μπαρμπα-Ρόγκος στάθηκε ό δάσκαλός μου στά καραβίσια, στό πώς κυβερνιέται ένα πλεούμενο, τί λογής μανούβρες πρέπει νά κάνει κανένας σέ κάθε περίσταση, στά πανιά, στό φουντάρισμα, στό άνέβασμα τής άγκουρας, τί όνομα έχει τό κάθε τι άπάνω στή σκάφη καί στήν αρματωσιά, μ’ έμαθε νά κόβω πανιά, νά τά γραντολογώ, νά σκαρώνω βάρκα, μ’ έναν λόγο μοΰ δίδαξε καταλεπτώς όλα δσα πρέπει νά ξέρει ένας θαλασσινός, καί τό καθένα απάνω στήν πράξη, «μ’ έπραξε καλά», δπως έλεγε ό ίδιος ό μπαρμπα-Ρόγκος, Θεός σχωρέσ’ τον!

Σάν μεγάλωσα, τόν περισσότερον καιρό μου τόν περνούσα στή θάλασσα, πρό πάντων τό καλοκαίρι.
Χαιρόμουνα σάν φυσοϋσε φρέσκος άγέρας. Αγαπούσα τόν βοριά πού σήκωνε μεγάλα κύματα καί τά σφεντόνιζε άπάνω στά βράχια, από τή βορινή μεριά τού νησιού μου. Κατά κείνο τό μέρος είχε έναν-δυό κάβους καί πολλές μύτες, καί τά νερά ήτανε βαθιά κι άπότομα — «κρεμάμενα», δπως λένε οί θαλασσινοί. Ανάμεσα είχε καί κάτι μικρές άμμουδιές καί μικρές σπηλιές, πού άντιβουΐζανε από τό βογγητό τής άγριεμένης θάλασσας.

Έπεφτα στό νερό πού μοσκοβολούσε άρμύρα, πήγαινα στόν πάτο, κι άνέβαινα σάν σαγίτα. Τ’ αυτιά μου, πού τά ’νιωθα βουλωμένα έκεΐ κάτω, καί βουΐζανε άπό τό νερό πού έσκιζα, μόλις άνέβαινα άπάνω τά χτυπούσε άξαφνα τό μουγκρητό τής θάλασσας, πού μ’ έκανε νά χαίρουμαι σάν τόν δέλφινα. Κολυμπούσα ολομόναχος, ώρες πολλές, έβαζα τό κεφάλι μου μπροστά καί πήγαινα καταπάνω στά κύματα, πού μέ σκεπάζανε μέ άφρούς καί μ’ άνεβοκατεβάζανε. Άμα έβλεπα νά ’ρχε- ται καμιά μεγάλη θάλασσα στεφανωμένη μέ πολύν άφρό, τήν περίμενα καί, σάν έφτανε μπροστά μου, έδινα μιά καί χωνόμουνα μέσα στό γαλαζοπράσινο νερό της πού φέγγιζε σάν νεροκρούσταλλο. Τό νερόβουνο μέ κουκούλωνε γιά μιά στιγμή, μούγκριζε άπό πάνω μου καί τραβούσε κατά τήν άκροθαλασσιά. Μαύρα φύκια πλέχανε άπάνω στά δροσερά νερά, γυαλιστερά σάν κορδέλες άπό λουστρίνι.
Σάν έφτανα άνοιχτά, έπεφτα άνάσκελος, μέ τήν πλάτη κατά τό πέλαγο, άπ’ δπου φυσούσε ό άγέρας, καί μέ τό πρόσωπο γυρισμένο κατά τή στεριά. Οί θάλασσες μ’ ανεβοκατεβάζανε, κ’ εγώ έβλεπα τό πανόραμα. Έδώ κ’ εκεί μαύρες ξέρες βγάζανε τίς άγριες κεφαλές τους άπό τήν άβυσσο, κ’ υστέρα πάλι τις χώνανε μέσα στό νερό. Τά μεγάλα κύματα τίς σκεπάζανε όλότελα, άλλα μικρότερα άφήνανε άπ’ όξω τήν κορφή τους καί, σάν περνούσανε, τρέχανε άπό πάνω τους τά νερά καί γυαλοκοπούσανε στόν ήλιο.
Αυτές οί ξέρες βρισκόντανε, όπως είναι πάντα, άνοιχτά άπό τούς κάβους κι άπό τίς μύτες, πού άπάνω τους χτυπούσανε οί θάλασσες καί τινάζανε τ’ άφρισμένα νερά τους κάμποσα μπόγια ψηλά. Κάποιες άπό κείνες τίς μύτες ήτανε ψηλές σάν τήν πλώρη τού παποριού, άλλες πάλι ήτανε μπάσες, κ’ ή μιά έμοιαζε μέ κροκόδειλο, ή άλλη μέ γουρούνι, ή άλλη μέ καμήλα. Μιά άπ’ αυτές ήτανε μιά ίσια πλάκα, κι άπάνω της στεκότανε, σάν βαλμένος ξεπίτηδες, ένας στρογγυλός βράχος, κατάμαυρος σαν πίσσα, ίδιος με μιαν αραπικη κεφαλα. Αυτός ετρωγε τήν πιό μεγάλη μπόρα άπό τό κουτούλισμα πού κάνανε άπάνω του τ’ άγριεμένα κριάρια τού πελάγου, πού τά σαλαγοΰσε ό γερο- τσομπάνος, ό κυρ-Βοριάς.
Έκεΐ πού κολυμπούσα άνάσκελος, γύριζα κ’ έβλεπα άπό πάνω μου καί τά θαλασσοπούλια, πού κράζανε κάπου-κάπου καί σφυρίζανε, βουτώντας μέσα στόν δρόσο των νερών. Οί σταλαγματιές άπό τά ποδάρια τους πολλές φορές πέφτανε στό πρόσωπό μου. Χαιρόμουνα μαζί τους έκεΐνο τό πανηγύρι, ήμουνα σάν μεθυσμένος μέσα στά κατακάθαρα νερά πού παφλάζανε ολόγυρά μου. Ή δυνατή μυρουδιά τους γέμιζε τόν άγέρα. Κάπου-κάπου κατάπινα καί καμιά γουλιά, κι άρμύριζε τό στόμα μου.
Άφηνα τό κορμί μου νά τό σπρώχνουνε τά κύματα κατά τήν άκρογιαλιά. Σιγά-σιγά πήγαινα γιαλό. Άρχιζα νά ξεχωρίζω τόν πάτο άπό κάτω μου. Τά νερά πρασινίζανε σάν σμαράγδι. Καταλάβαινα πώς μ’ άνασηκώσανε όπως κυλούσανε, σέρνοντας κ’ έμενα μαζί τους, ως πού τά ποδάρια μου άγγίζανε στον πάτο, κ’ έβγαινα όξω.
Πολλές φορές, έπαιρνα ένα μαχαίρι κ’ έβγαζα στρείδια, μύδια, καλόγνωμες, φούσκες, έπιανα καί κανένα παβούρι. Τί ήτανε κείνη ή μοσκοβολιά πού βγάζανε! Πεθαμένον άνασταίνανε!
Όπως ήμουνα γυμνός, πήγαινα καί ξάπλωνα άπάνω στά στοιβιασμένα κοχύλια, καί καθόμουνα μπρούμυτος πολλές ώρες, κοιτάζοντας την άγαπημένη μου τή θάλασσα, πού μέ καλοΰσε πάλι κοντά της. Τά κύματά της μουγκρίζανε ολοένα, σφυρίζανε, φωνάζανε, γελούσανε, μουρμουρίζανε, τραγουδάγανε, άλαλάζανε, πανηγυρίζανε.
Έκεΐ πού κοίταζα αύτό τό άχόρταστο θέαμα, έχωνα τά χέρια μου καί τά ποδάρια μου μέσα στόν σωρό τά κοχλίδια. Τί θησαυρός! Θαύμαζα την έμορφιά πού είχανε κείνα τά μικρά στρουμπούλια, μέ τί τέχνη τά ’πλασε τό χέρι τού Θεού! Εξόν άπό τό έμορφο σκέδιο πού είχε τό καθένα, ήτανε πλουμισμένα καί μέ διάφορα πλουμίδια, καφετιά, τριανταφυλλιά, μαύρα, πράσινα, παρδαλισμένα, ψιλοζωγραφισμένα, πλουμισμένα μέ μιά τέχνη έξαίσια, μικρά καί μεγάλα. Χιλιάδες! Κ’ ήτανε σωριασμένα σέ κείνη τήν άγρια έρημιά, ξεχασμένα, χωρίς νά τά ξέρει κανένας.
Έβαζα τά ρούχα μου, κ’ έμπαινα σέ καμιά σπηλιά. ’Άν τύχαινε κ’ είχε μπει νερό στ’ αυτί μου, έπαιρνα κανένα πλατύ βότσαλο, πλάγιαζα τό κεφάλι μου, κολλώντας το στ’ αύτί μου, ύστερα μ’ ένα βότσαλο χτυπούσα ελαφρά τό πλατύ βότσαλο, κ’ έτρεχε τό νερό καί ξεβούλωνε τ’ αύτί μου.
Ξάπλωνα, κι ό άχός τής θάλασσας μ’ άποκοίμιζε.
Στόν ύπνο μου έβλεπα πώς ήμουνα καπετάνιος κι άρμένιζα μέ φουρτούνα, κι όλο ορτσάριζα γιά νά καβατζάρω έναν κάβο, καί δέν τό κατάφερνα, καί βασανιζόμουνα νά πάρω βόλτα.
"Υστερ’ άλλαζε μονομιάς τ’ δνειρο, καί βρισκόμουνα μέ τόν
Ροβινσόνα μέσα στην καλύβα του. Ήτανε δπως τόν ήξερα, με μαύρα γένια καί μακριά μουστάκια, φορούσε κάτι ρούχα από ι προβιά, ένα καπέλο σάν χωνί, κ’ είχε κοντά του τήν καραμπί- να του καί τό παρασόλι του. Παραπέρα, καθότανε σταυροπόδι ό Παρασκευάς, μαύρος σάν τό κατράμι κι ολόγυμνος, κ’ έπλεκε ένα καλάθι. Ό παπαγάλος ήτανε γαντζωμένος άπάνω σ’ ένα ξύλο, καί μού φώναζε: «Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!»
Άπ’ όξω ήτανε κακοκαιριά, κι άκουγότανε ή βουή τής θάλασσας:
«Χού! Χού! Χά! Μπού! Μπού! Μπού! Ρού! ’Ά! Χά! Χά!
Μάς - ά - Φουέρρα! Μάς - ά - Φουέρρα!...»
Ξυπνούσα, κι άκουγα ακόμα αυτά τά βογγητά. Μοναχά ό Ροβινσόνας κι ό Παρασκευάς είχανε φύγει.

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |