Φώτης Κόντογλου
Θάλασσα ήσυυχη και φουρτουνιασμένη
ΠΟΤΕ ΔΩ ΘΑΛΑΣΣΑ, ξεπετά ή καρδιά μου. Θαρρείς πώς δέν έχω βγει άπό τήν κοιλιά τής μάννας μου, αλλά από τή θάλασσα. Δέν ξέρω καλά-καλά αν γεννήθηκα στή στεριά ή μέσα στό νερό. Άκούγω άπό μακριά τή βουή της, καί δροσίζεται ή ψυχή μου πρίν νά τήν δώ. Καταλαβαίνω πώς μέ καλεί κοντά της, σάν τή λιονταρίνα πού ρυάζεται καί γυρεύει τά λιονταρό- πουλά της.
Καλά λέγω πώς έβγήκα άπό τή θάλασσα. Γεννήθηκα σ’ ένα ρημονήσι, πού χοχλακοΰσε ή θάλασσα γύρω του. Τήν κούνια μου τή ράντιζε τ’ άρμυρό νερό της. Μέ άλισάχνη πασπάλιζε τά μαλλιά μου. Πρίν νά πιάσω νά περπατώ, έμαθα νά κολυμπώ. Μέ τά τέσσερα κατέβαινα στήν ακροθαλασσιά, καί τραβούσα όλόϊσα μέσα στό νερό, δπως τό καβούρι πού τ’ άφησε ή ξέρα στή στεριά κοιμισμένο, καί σάν ξυπνήσει τρέχει γλήγορα κατά κει πού μυρίζει ή αρμυρή δροσιά της.
Σάν μεγάλωσα λιγάκι, μ’ έπαιρνε στήν αγκαλιά του ό καπετάν-Ρόγκος, ένας γέρος θαλασσινός, μισός ψάρι - μισός άνθρωπος, καί μαζί κ’ οί δυό χωνόμαστε στό νερό. Μέ βούταγε πολλές φορές μέσα, ως νά κοπεί ή άνασαμιά μου, σάν νά μέ βάφτιζε, καί σέ κάθε βουτιά φώναζε ό μπαρμπα-Ρόγκος: «Έέπ! τόν καπτάν-Φώτη! Έέπ! τόν δέλφινα!» Κ’ έγώ, άντίς νά κλάψα), χαχάνιζα κ’ έλεγα: «Πάλι, μπαρμπα-Ρόγκο! Πάλι, μπαρμπα- Ρόγκο!» Αυτά κι άλλα τέτοια κατσαμάκια πού μοΰ ’κανε ό μπαρμπα-Ρόγκος, δέν τά θυμόμουνα σάν μεγάλωσα, μά μοΰ τά λέγανε οί δικοί μου. Ή μητέρα μου κ’ οί θειάδες μου φωνάζανε: «Θά τό πνίξεις τό μωρό!» Μά τό παίρνανε στά χωρατά, δίχως νά φοβηθούνε.
Σάν άρχισα νά καταλαβαίνω παραπάνω, μ’ έβαζε στά γόνατά του, στόλιζε μέ φύκια τά σγουρά μαλλιά μου, καί μοΰ "δείχνε τό ’να καί τ’ άλλο τής θάλασσας, δ,τι τόν ρωτούσα. Μοΰ μάθαινε πώς λεγόντανε οί άκροθαλασσιές, οί κάβοι, τά νησιά, οί ξέρες, ή πλήμμα κ’ ή ξέρα, τά ψάρια, τ’ άλλα τά ζωντανά τής θάλασσας, τά φύκια, οί άτραγάνες, τά σύνεργα τής ψα- ρικής, οί βάρκες, τά λογής-λογής καράβια καί πώς ταξιδεύανε μέ τά πανιά. Σωστός θαλασσοδάσκαλος.
Ό καπετάν-Ρόγκος ήτανε ένας άνθρωπος γίγαντας, σάν δράκος, καί περπατούσε μέ κόπο, γιατί, εκτός άπό καπετάνιος, ήτανε καί βουτηχτής, κ’ είχε πάθει ποδάγρα. Αυτός είχε βρει τήν καπιτάνα τού Όρλώφ, πού είχε βουλιάξει στόν Τσεσμέ κατά τόν Ρωσοτουρκικό πόλεμο καί, έπειδής είχε κρύψει άπό τό κουβέρνο τόν θησαυρό πού βρήκε στόν πάτο τής θάλασσας — τόν κατάδωσε ένας άπό τούς συντρόφους του—, τόν πιάσανε καί τόν βάλανε φυλακή στό Μπουντρούμ, στήν Αλικαρνασσό, κ’ έκανε πολλά χρόνια αλυσοδεμένος, μέ τά ποδάρια μέσα στό νερό, κι άπό κεΐ λέγανε πώς πιάστηκε όλότελα καί δέν μπορούσε νά περπατήξει.
Μού ’κανε, λοιπόν, καραβάκια, μικρά, μεγάλα, όλα τά σκα- ρια, και τ αρμάτωνε μ όλες τις αρματωσιές, και μ επαιρνε στα γόνατά του καί μοΰ τά μάθαινε, ποιό λέγεται καραβόσκαρο, ποιό λέγεται μπομπάρδα, τρεχαντήρι, πέραμα, περαμάτα, άχταρμάς, γκαγκαλής τής Μαύρης Θάλασσας, τουμπάζι, μπρα- ντούσκα, μέχρι τό μπατέλο καί τήν κουρίτα. Μοΰ εξηγούσε καί πως ήτανε ή κάθε αρματωσια, το μπρίκι, ή σκούνα, ή γολέτα, το γολετόμπρικο, τό λόβερ, τό κότερο, τό τσερνίκι, ή σακολέβα, ή πένα, ή λεύκα, ως τό λατίνι καί τήν τέντα πού βάζανε οί ψαρόβαρκες. Ξέρω πώς σάς κουράζω μέ τόσα θαλασσινά ονόματα πού γράφω, αλλά όποιος γεννήθηκε στή θάλασσα θά καταλάβει πώς δέν μπορώ νά κάνω άλλιώς. Οί άλλοι ας μέ συγχωρέσουνε.
Όσο μεγάλωνα, άλλο τόσο μεγάλωνε κ’ ή άγάπη μου γιά τή θάλασσα. Ό γερο-Ρόγκος είχε πεθάνει πρό πολλά χρόνια. Γνωρίστηκα μέ άλλους θαλασσινούς καί μέ ψαράδες. Αλλά πολλές φορές έζοΰσα στό νησί μας επί μήνες, ολομόναχος, λεύτερος σάν τόν Ροβινσόνα, δίχως νά φέρνω στό νοΰ μου καθόλου τίς πολιτείες, τούς άνθρώπους καί τίς μικρολογίες τους. Τό πελαγίσο άγέρι μουρμούριζε γλυκά στ’ αύτιά μου. Οί γλάροι καί τ’ άλλα θαλασσοπούλια πετούσανε από πάνοο μου, εκεί πού τριγύριζα στά όγρά καί μαύρα βράχια τής ακροθαλασσιάς, κι άπό κεΐ πάνω βουτού- σανε στ’ άφρισμένα κύματα, κράζοντας μέ τή βραχνή φωνή τους. Όπως τά κοίταζα, μοΰ φαινότανε πώς πετοΰσα κ’ εγώ μαζί τους, κ’ ύστερα έδινα μιά βουτιά κατά τό δροσερό πέλαγο.
Έκεΐ πού κατηφόριζα άπό τό άνεμοδαρμένο βραχόβουνο κατά τή θάλασσα, ό φρέσκος άγέρας μέ χτυπούσε κατάστηθα, ερχόμενος άπό τό πέλαγο, άρμυρός. Τ' άγρια χαμόδεντρα κ’ οί πρίνοι βουΐζανε κοντά μου, γέρνανε κατά κεΐ πού πήγαινε ό άγέρας, καί πού σήκωνε χώμα καί μικρές πέτρες καί τά σφεντό- νιζε στό πρόσωπό μου. Άπό τόν δυνατό άγέρα πιανότανε ή άνα- σαμιά μου. 7Ωρες-ώρες φυσούσε μέ τέτοιον θυμό, πού μέ κώλωνε πίσω, και τα ρούχα μου μπαταρανε10 απανω στο κορμί μου σάν τά πανιά τού καραβιού πού ορτσάρει απάνω στόν καιρό.
Μέ τό δυνατό μάτι μου κοίταζα σέ ποιό μέρος ήτανε ή πιο άγρια θαλασσοβραχιά, καί τραβούσα κατά κεϊ. Πρίν νά φτάσω σέ κείνον τόν κάβο, έπεφτα σέ κανένα κούφωμα τής στεριάς, κ’ έχανα από τά μάτια μου τή θάλασσα. Τότες άκουγα τή βουή της χωρίς νά τή βλέπω, θαμπή, σβησμένη, κούφια, σάν νά ερχότανε πνιγμένη άπό κάτω από τό χώμα. Όσο άνέβαινα άπό τή χαράδρα κ’ έβγαινα στ’ άνοιχτά, ή βουή δυνάμωνε, ως πού άξαφνα γινότανε πολύ βροντερή, καί γέμιζε όλον τόν άγέρα, λές καί μουγκρίζανε χιλιάδες θηρία άνακατεμένα μέ άγριόβο- δα πού βελάζανε καί κείνα μαζί τους. Σέ λίγο παρουσιαζότανε μονομιάς μπροστά μου τό φουρτουνιασμένο πέλαγο. Τά θολά νερά άλλου πρασινίζανε, άλλου ήτανε μαβιά, άλλου μελανιάζανε άγρια, σάν άτσάλι, σάν κρούσταλλο. Όλάκερο τό πέλαγο σάλευε καί ταραζότανε, τά νερά άνεβοκατεβαίνανε βαριά, οί θάλασσες χυμίζανε κατά τή θαλασσοβραχιά σάν νά ’τανε ζωντανές, σάν νά κλωθογυρίζανε μέσα τους χιλιάδες φίδια πού δαγκώνανε τό ένα τ’ άλλο. Ό βόγγος πού έβγαινε άπ’ όλα κείνα τά νερά πού άγκομαχούσανε, σάν έφτανα πιά κοντά τους, μ’ έκανε νά φοβάμαι. Τόσο δυνατός ήτανε, πού δέν άκουγα τίποτα, ούτε τή φωνή μου, πού φώναζα κ’ εγώ μ’ όλη τή δύναμή μου, ούτε τά θαλασσοπούλια, ούτε τίποτα. Ήμουνα κουφός καί ζαλισμένος.
Τί μεγαλοπρέπεια είχε κείνο τό άχολόγημα, έκεΐνο τό χόχλασμα! Βραχνό καί βαρύ, χοντρόφωνο, τό μεγάλο βούϊσμα, έκανε ολοένα: «Μπούαα! Μπούαα! Μπούαα! Μπούαα! Μπάαα! Μπάαα! Μπάαα! Μπάαχααχαχα!» Ανάμεσα σ’ αυτό, ξεχωρίζανε άνακατεμένα κάτι ούρλιάσματα, χλιμιντρίσματα, σφυρίγματα, γαβγίσματα, μουρμουρίσματα, χάχανα, άναστενάγματα, λογιών-λογιών, πού βγαίνανε άπό τά νερά πού άφρίζανε καί χτυπιόντανε, κι άπό τ’ άπόνερα πού χύνονταν τήν ώρα πού χυμίζανε οί θάλασσες καί γινόντανε θρύμματα καί καπνός απάνω στις άγριοβραχιές. Όλοένα τό ι'διο άκούγεται, χωρίς ν’ αλλάξει, αιώνιο άπό τότε πού έγινε ό κόσμος! Καί, μ’
όλα ταΰτα, ολοένα είναι καινούργιο, πάντα θαρρείς πώς είναι αλλιώτικο. Ποτέ δέν χορταίνει νά τ’ άκοΰγει όποιος νιώθει τί βάθος έχει αυτή ή άνασαμιά τοΰ κόσμου. Θαρρείς πώς βογγοΰνε μέσα στήν άβυσσο όλα τά πλάσματα πού ζοΰνε μέσα στά νερά της. Βαριά φωνή. Αυστηρή, εξουσιαστική. «Φωνή ύδάτων πολλών.»
Κάθε φορά πού θά σκάσει ένα κύμα άπάνω στή στεριά, τήν ώρα πού τραβιέται πίσω κλώθοντας, τραβά μαζί του χαλίκια, κοχύλια, στρούμπουλους, κυδώνια, χιβάδες, κι άλλα θαλασσινά χάβαρα.
Γιά μιά στιγμή τό μούγκρισμα σωπαίνει, καί τότες άπορεΐς γιά τή σιωπή πού βαστά στήν άκροθαλασσιά. Εύθύς ξαναπιάνει πάλι τό βογγητό. Οί θάλασσες έρχονται άπανωδιαστές, ή μιά σπρώχνει τήν άλλη, νερόβουνα πού μετατοπίζουνται βαριά, ως πού τά μπροστινά φτάνουνε μπροστά στούς μαύρους βράχους, πού λαμποκοπάνε βρεμένοι ως τήν κορφή τους. Έκεΐ άνακαμαριάζουνε σάν άγρια βόδια, πού πέφτουνε μέ τά κέρατα μπροστά. Οί άφροί αναβράζουνε σάν άσπρη χήτη άπάνω στήν κεφαλή τους. Ή νερένια καμάρα γιά μιά στιγμή φεγγίζει σά νά ’ναι άπό πράσινο κρούσταλλο, κ’ ύστερα χύνεται καταπάνω στούς βράχους μέ βρόντο φοβερόν, καί μονομιάς γίνεται άχνός πού τόν παίρνει ό άγέρας καί τόν σκορπά πέρα ως τά κοντινά άγριόδεντρα τής στεριάς, καί κολλάνε άπάνω στά κλαριά τους κομμάτια άπό πηχτόν άφρό. ’Ώρες-ώρες φαίνεται άνοιχτά μιά θάλασσα πιό μεγάλη άπό τις άλλες, πού τίς ξεπερισσεύει μέσα στό κοπάδι, μελανή, άγριεμένη, κι αναδιπλώνεται, κ’ έρχεται μέ βαρύν Θυμό κατά τή στεριά. Άπάνω στά μαυροπράσινα νερά της, κάθε φορά πού άνακαμαριάζει, τό μάτι σου ξεχωρίζει, σάν έρθει κοντά, μιά τούφα μαύρα φύκια, πού τά ξερίζωσε ή φουρτούνα άπό τόν πάτο τής θάλασσας, καί θαρρείς πώς είναι τά μαλλιά κανενός πνιγμένου πού πλεύει μπρούμυτος, καί τόν άνεβοκατεβάζει τό κύμα.
Όλόγυρα στή στεριά καί στή θάλασσα, είναι έρημιά. Ψυχή ζωντανή δέ φαίνεται. Όσο περνά ή ώρα καί σκοτεινιάζει ή μέρα, ό άγέρας δυναμώνει, τά νερά μελανιάζουνε, ό βόγγος γίνεται άκόμα πιό άγριος καί πιό βραχνός: «Μπάα! ’Άαααχαα!»
Μέ τή φουσκοθαλασσιά, οί θάλασσες σπρώχνανε τ’ άρμυρά νερά τους μέσα στις σπηλιές τής θαλασσοβραχιάς, καί μέ τέτοια μανία, πού θαρρείς πώς θά κομματιάζανε τ’ άκατάλυτα κρά- κουρα, βγάζοντας έναν βρόντο σάν τ’ αστροπελέκι: «Μπούου! Μπούου!» Οί άφροί σφεντονιζόντανε σφυρίζοντας ως πέντ’-έξι μπόγια ψηλά, σάν σιντριβάνι, κ’ οί βράχοι γυαλίζανε άγρια στό βραδινό φώς. Ψύχρα!
Έχω άκούσει νά λένε πώς στόν ωκεανό τά κύματα σηκώ- νουνται ψηλά ώς είκοσι μέτρα. Τά πιό μεγάλα κύματα τά είδανε στόν ωκεανό τής Νοτιάς, ανοιχτά από τή Στεριά τής Φωτιάς. "Ενας καπετάνιος άνέβηκε στις σκαλιέρες τού καραβιού του καί λογάριασε πώς οί πιό μεγάλες θάλασσες φτάσανε σ’ ένα ψήλος δεκαπέντε μέτρα. Μά πάντα, ανάμεσα στ’ άλλα κύματα σηκώνουνται καί κάποια πού είναι πολύ πιό μεγάλα, κ’ ίσως νά φτάνουνε σέ είκοσι μέτρα ύψος καί παραπάνω.
Στή γερή φουρτούνα, ό λυσσασμένος άγέρας παίρνει τόν άφρό άπό τήν κορφή τής θάλασσας καί τόν σκορπά σάν πάχνη, έπειδής ό άγέρας τρέχει πιό γλήγορα άπό τά κύματα. Τά κύματα πού σκάνε, αυτά κάνουνε τις πιό μεγάλες ζημιές στά καράβια, πέφτοντας άπό ψηλά μέσα στή σκάφη καί πλημ- μάροντάς την πρύμη-πλώρη. "Εχουνε τέτοια φοβερή δύναμη, πού μπορούνε νά βουλιάξουνε λαμαρίνες, νά στραβώσουνε μπουντέλια, νά τσακίσουνε άτσάλια, ν’ άρπάξουνε ασήκωτες άγκουρες (όχι άνθρώπους, πού τούς άρπάχνουνε σάν φτερά), νά στείλουνε στόν πάτο θεόρατα μπάρκα μέσα σέ λίγα λεπτά. Τίποτα δέν βαστά μπροστά στήν ακαταμέτρητη δύναμή τους.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου