ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Γιά όσους άρνήθηκαν τόν Χριστό.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Γιά όσους άρνήθηκαν τόν Χριστό.



ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΜΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ     ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ

 Α΄ Γιά όσους άρνήθηκαν τόν Χριστό.

 Ό ογ’ Κανόνας τού Μεγάλου Βασιλείου κανονίζει έκείνους, πού άρνήθηκαν θεληματικά τόν Χριστό, νά μή κοινωνήσουν σέ όλη τους τήν ζωή, παρά μόνο στόν θάνατό τους. Ό β' όμως τού Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όσους βέβαια θεληματικά άρνήθηκαν, παρόμοια τούς έμποδίζει άπό τά Μυστήρια σέ όλη τους τήν ζωή· ένώ έκείνους πού άρνήθηκαν λόγω άνάγκης καί κατόπιν βασάνων διά τής βίας, ώς πόρνους κανονίζει, δηλαδή έννέα χρόνια. Βλέπε καί τόν πα' τού Βασιλείου, τόν ια' τής Α' Συνόδου, τόν στ' τής έν Άγκύρα καί τόν γ' Πέτρου Αλεξάνδρειάς.
 Ή τωρινή όμως τής ’Εκκλησίας συνήθεια οίκονομεί ώς έπί τό πλείστον έκείνους, πού άρνήθηκαν τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τήν διατύπωσι τού Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου· δηλαδή, έάν μέν κάποιος όντας παιδί, σκλαβώθηκε καί άπό φόβο ή άγνωσία άρνήθηκε τήν πίστι, αύτός, άφού έπιστρέψη στήν πίστι, άκούει γιά έπτά ήμέρες τίς συνήθεις ’Εξιλαστήριες Εύχές καί τήν όγδοη λούζεται καί μέ τό Άγιο Μύρο χρίεται καί έτσι μεταλαβαίνει, παραμένοντας μετά άπό αύτά οκτώ ήμέρες στήν ’Εκκλησία καί άκούοντας καθημερινά τίς Ιερές Ακολουθίες καί τήν Θεία Ιερουργία. ’Εάν όμως κάποιος ήταν τέλειος στήν ηλικία και άρνήθηκε κατόπιν βασανιστηρίων, αύτός, άφού νηστεύση πρώτα ογδόντα ήμέρες καί άπέχει άπό κρέας, τυρί, αύγά· στίς τρεις όμως ήμέρες τής έβδομάδος, Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή άπέχει καί άπό λάδι καί κρασί [172]  άκούει έπτά ήμέρες τίς ίδιες εύχές καί έτσι λούζεται καί αύτός καί χριόμενος μέ τό 'Άγιο Μύρο, μεταλαμβάνει
.

     Έάν κάποιος πήγε θεληματικά καί άρνήθηκε, νά νηστεύη δύο χρόνια μέ τήν ίδια νηστεία, πού είπαμε, καί νά κάνη γονυκλισίες, σύμφωνα μέ τήν δύναμί του ρ' (100) ή σ' (200) καί τότε νά άκροάζεται τίς Έξιλαστικές Εύχές καί νά λούζεται μετά τίς έπτά ήμέρες καί, χριόμενος μέ τό Άγιο Μύρο νά μεταλαμβάνη, όπως καί οί προηγούμενοι (Βλάσταρις στήν Σύνοψι τών Κανόνων τού Νηστευτού καί ό Άρμενόπουλος Τμήματ. ε' Έπιγραφ. δ' τής Έπιτομ. τών Κανόνων. Βλέπε καί στό Εύχολόγιο τήν διατύπωσι αύτή καί τίς εύχές).


               

Β'. Γιά τούς πίπτοντας σέ άκατανόμαστα πάθη.


    Ό ιστ' Κανών τής έν Άγκύρα διαιρεί σέ τρεις κατηγορίες έκείνους, πού πέσουν σέ τέτοια πάθη· έάν λοιπόν αύτοί είναι είκοσι έτών είκοσι χρόνια νά άπέχουν άπό τήν Κοινωνία· έάν πέσουν πάρα πολλές φορές χρόνια είκοσι πέντε· έάν πάλι είναι πάνω άπό είκοσι έτών καί έχουν και γυναίκες, νά μεταλαβαίνουν μετά άπό τριάντα χρόνια· έάν όμως είναι πάνω άπό τά πενήντα έγγαμοι, μόνον στόν θάνατό τους νά μεταλαβαίνουν.

     Ό δέ δ' Κανόνας τού Αγίου Νύσσης δεκαεννέα χρόνια κανονίζει, όσους έπεσαν σέ παρόμοια πάθος. Ό δέ ό Μέγας Βασίλειος στόν ζ' Κανόνα τούς κανονίζει σάν τούς ομοφυλόφιλους καί φονείς, δηλαδή είκοσι χρόνια· ένω στόν ξγ' τούς κανονίζει σάν τούς μοιχούς, δηλαδή δέκα πέντε χρόνια.

     Βλέπε καί στά έπιτίμια τού Νηστευτού.


Γ'. Οί δίγαμοι καί τρίγαμοι.


     'Ο δίγαμος, σύμφωνα μέ τόν δ' Κανόνα τού Μεγάλου Βασιλείου, ένα χρόνο ή δύο έμποδίζεται άπό τά θεία Μυστήρια· σύμφωνα όμως μέ τόν β' τού Αγίου Νικηφόρου καί τήν α' άπόκρισι τού Ήρακλείας Νικήτα, ούτε στεφανώνεται, σύμφωνα μέ ε' τής έν Νεοκαισαρεία καί τόν ίδιο Νικήτα, ούτε ό Ιερέας πού τούς εύλόγησε τρώει στήν τράπεζά του. Τόν δέ τρίτο γάμο ό μέν Θεολόγος Γρηγόριος ονομάζει παρανομία· ό δέ δ' Κανόνας τού Μεγάλου Βασιλείου, πολυγαμία καί ό π' τού ίδιου, μεγαλύτερο άπό τήν πορνεία καί ό ν' τού ίδιου ρύπασμα τόν ονομάζει καί μόλυσμά τής Εκκλησίας. Γι’ αύτό ό δ' Κανόνας αύτού πέντε χρόνια άφορίζει τούς τριγάμους άπό τήν Κοινωνία[173] Λέει άκόμη ό ’Ιωσήφ ό Βρυέννιος, ότι οί μέν πρωτόγαμοι άρραβωνιάζονται καί εΰλογούνται καί στεφανώνονται· ένώ οί δίγαμοι άρραβωνιάζονται καί εύλογούνται μόνο, άλλά δέν στεφανώνονται· οί δέ τρίγαμοι μόνο άρραβωνιάζονται, καί αύτό κατά συγχώρηση καί ούτε εύλογούνται, ούτε στεφανώνονται (Τόμ. γ' σελ. 108).

Δ’.Γιά Γάμο πού έγινε μεταξύ όρθοδόξου μέ αιρετικό.


     Ό ιδ' Κανών τής Δ' Συνόδου καί ό ι' καί λα' τής έν Λαοδικεία καί ό κθ' τής έν Καρθαγένη έμποδίζουν νά παντρεύωνται ορθόδοξοι μέ αιρετικούς· ό δέ οβ' τής ΣΤ' χωρίζει καί άκυρο θεωρεί τόν γάμο, πού θά κάνη άπλά ’Ορθόδοξος Χριστιανός ή Χριστιανή μέ αιρετικούς. Ή δέ λγ' άπόκρισις τού Βαλσαμώνα λέει, ότι ’Ορθόδοξο πρόσωπο,πού πήρε έτερόδοξο ή αιρετικό, δέν έπιτρέπεται νά κοινωνήση τά θεία Μυστήρια, έάν προηγουμένως δέν χωρισθή καί κανονισθή. Αύτό τό ίδιο λέει καί ό Θεσσαλονίκης Συμεών (Άπόκρισις μζ') προσθέτοντας, ότι μόνο στό τέλος τής ζωής του νά μεταλαβαίνη τό πρόσωπο αύτό, άφού γίνη γι’ αύτόν Εύχέλαιο (έάν μετανοή δηλαδή)· άλλ’ ούτε μερίδα νά παίρνη άπό αύτό τό πρόσωπο ό Ιερέας, ούτε τίς προσφορές του καί Άειτουργίες νά δέχεται, παρά μόνο κερί καί θυμίαμα καί κάποτε (όχι δηλαδή πάντοτε) νά τού δίνη άγιασμα καί άντίδωρο· καί αύτό γιά νά μή πέση σέ άπελπισία καί νά τόν προστάζη νά δίνη έλεημοσύνες. Τό δέ α' βιβλίο τού Κώδικος Τίτλ. ε' διάταξις ιβ' λέει, ότι έάν φιλονικούν οί παρόμοιοι γονείς (πού έφθασαν κατά κάποιον τρόπο νά παντρευθούν), νά ύπερνικά έκείνος, πού θέλει νά κάνη τά τέκνα του ’Ορθόδοξα. Αύτό τό ίδιο λέει καί ή ιη' Διάταξις τού ίδιου Τίτλου (στόν Φώτιο Τίτλ. ιβ' κεφ. ιγ').

Ε'.Ποίων οί προσφορές δέν γίνονται δεκτές.


    Οί διαταγές τών Αποστόλων Βιβλ. δ' κεφ. στ', ζ', θ' λένε νά μή δέχωνται οί κληρικοί καί ιερωμένοι τίς προσφορές καί τά δώρα έκείνων, πού είναι κατηγορημένοι· έκείνων πού δέν μετανοούν στίς άμαρτίες, άλλ’ έπιμένουν σέ αύτές· έκείνων πού δέν προσφέρουν στόν Θεό άπό δικαίους πόνους καί άποκτήσεις, άλλά άπό άδικίες· καί έκείνων, πού παίρνουν τόκους άπό τά χρήματά τους. Ό α' Κανόνας τού Αγίου Νικηφόρου καί ή ε' άπόκρισις τού Πέτρου τού Χαρτοφύλακος καί Διακόνου τής μεγάλης ’Εκκλησίας, ορίζουν νά μή δέχωνται οί Ιερείς τίς προσφορές, ούτε τό θυμίαμα έκείνων, πού έχουν γυναίκα παλλακή άνευλόγητη καί ούτε νά τήν εύλογηθούν θέλουν, ούτε νά τήν άφήσουν. Ό δέ Ήλίας Κρήτης (Γραικορ. σελ. 337) λέει νά μή δέχωνται τίς προσφορές έκείνου τού πατρός, μέ τού όποίου τήν γνώμη πορνεύουν παιδιά του, πού είναι στήν έξουσία του· διότι μολονότι μπορούσε νά τά έμποδίση άπό τήν άμαρτία, δέν τά παντρεύει νόμιμα, άλλά τά άφήνει νά άμαρτάνουν.

    Ό προαναφερθείς μάλιστα Πέτρος λέει, ότι δέν είναι δεκτές ούτε οί προσφορές τών πορνών γυναικών, ούτε τό θυμίαμα, έπειδή είναι κάτω άπό έπιτίμιο. Καί ό Συμεών Θεσσαλονίκης (Άπόκρισις μζ') λέει, ότι δέν γίνονται δεκτές οί προσφορές καί έκείνων τών άνθρώπων, πού άμαρτάνουν φανερά καί δέν άπέχουν άπό τήν άμαρτία.

    Βλέπε καί τό παραπάνω άναφερόμενο κεφάλαιο στ' κεφ. τού δ' βιβλίου τών Άποστολικών Διαταγών, όπου αναφέρει ονομαστικά έκείνους, τών όποιων δέν είναι δεκτές οί προσφορές. Βλέπε καί στήν Διδασκαλία τού Πνευματικού, ότι δέν είναι δεκτές οί προσφορές έκείνων, πού δέν θέλουν νά δεχθούν τόν κανόνα τών άμαρτιών τους.


                    

ΣΤ'.  Ή Νηστεία τής Τετάρτης καί τής Παρασκευής.


    Ό ξθ' Κανόνας τών Αγίων Αποστόλων ορίζει, ότι όποίος Αρχιερέας ή Ιερέας ή Διάκονος ή υποδιάκονος ή άναγνώστης ή ψάλτης δέν νηστεύει τήν Αγία Τεσσαρακοστή καί τήν Τετάρτη καί Παρασκευή, άς καθαιρήται· έάν όμως είναι λαϊκός, άς άφορίζεται, έκτος μόνο άν έμποδίζεται νά νηστεύη άπό σωματική άσθέντια. Βλέπε ότι οί Απόστολοι μαζί μέ τήν νηστεία τής Αγίας Τεσσαρακοστής συναρίθμησαν καί τήν νησταα τής Τετάρτης καί Παρασκευής· έτσι, όπως ή νηστεία τής Τεσσαρακοστής γίνεται μέ ξηροφαγία, πού είναι νά τρώη κανείς μία φορά τήν ήμέρα στήν ένάτη ώρα, χωρίς νά τρώη λάδι καί νά πίνη κρασί· έτσι καί ή νηστεία τής δ' καί στ' άπαράλλακτα μέ ξηροφαγία πρέπει νά γίνεται. Γι’ αύτό καί ό 'Άγιος Έπιφάνιος λέει· «Νηστεία τήν Τετάρτη καί προσάββατο (δηλαδή τήν Παρασκευή), έως ένάτης»· παρόμοια καί ό Φιλοστόργιος (Βιβλ. ι' Έκκλησιαστ. Ίστορ.) λέει, ή νηστεία τής δ' καί στ' δέν περιορίζεται στήν άποχή τού κρέατος, άλλά κανονίζεται στό νά μή γευθή κανείς τροφή μέχρι τό έσπέρας· γι’ αύτό καί ό Άγιος Βενέδικτος (Κανόνας μα') ορίζει τήν νηστεία τής δ' καί στ' έως ώρας ένάτης· καί ό Βαλσαμώνας έμποδίζει νά τρώγωνται οστρακόδερμα τήν δ' καί στ' όπως καί τήν τεσσαρακοστή. Λοιπόν άς μή παραλογίζωνται μερικοί λέγοντας ότι ή νηστεία τής δ' καί τής στ' δέν είναι νομοθεσία Άποστολική. Διότι, νά οί Απόστολοι στούς Κανόνες τους τήν συναριθμούν μέ τήν νηστεία τής μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένώ στίς Διαταγές τους τήν συναριθμούν μέ τήν νηστεία τής Μεγάλης έβδομάδος, λέγοντας·

    «Χρή νηστεϋειν τήν μεγάλην εβδομάδα καί Τετράδα καί Παρασκευήν»· άλλά τί λέω, ότι ή νομοθεσία αύτή είναι μόνο τών Αποστόλων; αύτή είναι νομοθεσία τού ίδιου τού Χριστού· διότι έτσι λένε οί Απόστολοι στό Βιβλ. ε' κεφ. ιδ' τών Διαταγών· «Παρήγγειλεν ήμΐν αύτός (ό Χριστός δηλαδή) νηστεύειν Τετράδα καί Παρασκευήν». Νηστεύουμε λοιπόν αύτές τίς ήμέρες, σύμφωνα μέ τόν Άγιο Ιερομάρτυρα Πέτρο (Καν. ιε') «τήν μέν Τετάρτη, διότι σέ αύτήν έγινε τό συμβούλιο τών Εβραίων γιά τήν προδοσία τού Κυρίου μας· ένώ τήν Παρασκευή, διότι σέ αύτήν έπαθε τόν θάνατο γιά τήν σωτηρία μας». Αύτό τό ίδιο λέει καί ό θείος Ιερώνυμος.

    "Ετσι, έπειδή ή νηστεία τής μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ίση μέ τήν νηστεία τής Τετάρτης καί Παρασκευής, κατά συνέπεια ίση πρέπει νά γίνεται καί ή λύσις αύτών τών δύο νηστειών στούς άσθενείς. Γι’ αύτό όπως ό η' καί ι' Κανόνας τού Τιμοθέου στήν μέν γυναίκα, πού θά γεννήση τήν μεγάλη Τεσσαρακοστή, επιτρέπει νά πιή κρασί καί νά φάη τροφή, πού θά είναι άρκετή νά τήν συγκράτηση καί έκείνον, πού θά άτονίση πολύ άπό ύπερ βολική άσθένεια, έπιτρέπει νά φάη λάδι· έτσι πρέπει νά έπιτρέπεται νά τρώη λάδι καί νά πίνη κρασί, όποίος είναι έξασθενημένος άπό μεγάλη άσθένεια. Γι’ αύτό καί ό θείος Ιερώνυμος λέει· «Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή δέν πρέπει νά λύνεται ή νηστεία χωρίς μεγάλη άνάγκη». Τό ίδιο λέει καί ό ιερός Αύγουστΐνος. [174]

    Άλλ’ έπειδή οί φιλόσαρκοι θέλοντας νά καταλύσουν τήν Τεσσαρακοστή καί τίς Τετάρτες καί Παρασκευές, ή προφασίζονται, ότι είναι άσθενείς, χωρίς νά είναι ή καί όντας άσθενείς λένε, ότι δέν είναι άρκετά τό λάδι καί τό κρασί νά ύποστηρίζουν τήν άσθένειά τους· γιά τίς προφάσεις αύτές πρέπει ό Πνευματικός ή ό Αρχιερέας νά μήν έμπιστεύεται μόνο στά λόγια τών άσθενών, άλλά νά ρωτά έμπειρο καί θεοφοβούμενο ιατρό καί, σύμφωνα μέ τόν ορισμό έκείνου, νά έπιτρέπη στόν άσθενή νά λύνη τήν νηστεία.

    Πρέπει όμως νά άναφέρουμε καί τό έξής ότι όπως πρέπει νά γίνεται νηστεία τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή καί τήν Τεσσαρακοστή άπό τά φαγητά, έτσι πρέπει νά γίνεται νηστεία καί άπό τίς σαρκικές ηδονές. Γι’ αύτό ούτε γόμοι πρέπει νά γίνωνται τίς ήμέρες αύτές, διότι ό θείος Παϋλος παραγγέλλει νά μή συνέρχωνται τά άνδρόγυνα στόν καιρό τής προσευχής καί τή νηστείας «Μή άποστερήτε άλλήλους, εί μή τι άν έκ συμφώνου πρός καιρόν, ϊνα σχολάζητε τή νηστεία καί τή προσευχή» (Α' Κορ. 7,5). Καί ό θείος Χρυσόστομος άναφέροντας ώς άπόδειξι τό ρητό τού Ίωήλ, πού λέει «Αγιάσατε νηστείαν... έξελθέτω νυμφίος έκ τού κοιτώνος αύτού καί νύμφη έκ τού παστού αύτής» (Ίωήλ 2,15) λέει, ότι οί νεόνυμφοι, πού έχουν δυνατή τήν έπιθυμία καί δυνατή τήν νεότητα καί άσυγκράτητο τόν πόθο, δέν πρέπει νά συνέρχωνται τόν καιρό τής νηστείας καί τής προσευχής πόσο περισσότερο τά άλλα άνδρόγυνα, πού δέν πιέζονται τόσο άπό τήν σάρκα, δέν πρέπει νά συνέρχωνται; (Λόγος περί παρθενίας)· γι’ αύτό, όπως ό Βαλσαμώνας (Άπόκρισ. ν') λέει, ότι τά άνδρόγυνα, πού δέν έγκρατεύονται τήν Τεσσαρακοστή, όχι μόνο δέν πρέπει νά μεταλαβαίνουν τό Πάσχα, άλλά νά κανονίζωται καί μέ έπιτίμια έτσι καί τά άνδρόγυνα, πού συνέρχονται τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, πρέπει νά διορθώνωνται μέ έπιτίμια.

    Ή δέ νηστεία τής Δευτέρας, μολονότι καί είναι ώρισμένη στά Τυπικά νά γίνεται άπό τούς Μοναχούς, πολλοί όμως καί κοσμικοί, καί μάλιστα γυναίκες, τήν νηστεύουν. Άξιος άκόμη λόγου καί πιθανότητας είναι καί ό συλλογισμός, πού προτείνουν μερικοί φρόνιμοι γιά τήν νηστεία τής Δευτέρας· έχει ώς έξής· «Ό Κύριος μάς προστάζει ότι, έάν ή δικαιοσύνη μας δέν είναι μεγαλύτερη άπό την τών Γραμματέων καί Φαρισαίων, δέν μπορούμε νά είσέλθουμε στήν βασιλεία τών Ούρανών· έπειδή λοιπόν οί Φαρισαίοι νήστευαν δύο ήμέρες τής έβδομάδας, όπως έλεγε ό Φαρισαίος, «νηστεύω δίς τού σαββάτου»· λοιπόν έμεϊς οί Χριστιανοί πρέπει νά νηστεύουμε τρεις ήμέρες τής έβδομάδας, γιά νά περισσεύη ή δικαιοσύνη μας τήν δικαιοσύνη τών Φαρισαίων». Τό ότι όμως νήστευαν οί Φαρισαίοι τήν Τετάρτη καί Παρασκευή τό λέει καθαρά ό θείος Χρυσόστομος, έρμηνεύοντας τό δίς τού σαββάτου (Λόγ. στόν Τελώνη καί Φαρισ.)· μολονότι καί ό Θεοφύλακτος στήν Ερμηνεία τού Εύαγγελίου τού Τελώνου καί τού Φαρισαίου καί άλλοι, λένε ότι νήστευαν οί Φαρισαίοι τήν Δευτέρα καί Πέμπτη τής έβδομάδας, όχι σύμφωνα μέ τήν έντολή, άλλά σύμφωνα μέ τήν παράδοση πιστεύοντας ότι ό Μωυσής, τή μέν Πέμπτη άνέβηκε στό όρος, τήν δέ Δευτέρα κατέβηκε. Ό δέ Μελέτιος ό 'Ομολογητής λέει, ότι πρέπει νά νηστεύεται ή Δευτέρα, γιά νά άρχίζη ή 'Εβδομάδα πάντοτε άπό νηστεία (Βαθμίδ. λε).



Ζ'. Δέν πρέπει νά παίρνη κανείς τόκους, δηλαδή κέρδη.


     Ο μδ' Κανόνας τών Αγίων Αποστόλων λέει, ότι όποίος Αρχιερέας ή 'Ιερέας ή Διάκονος δανείζοντας τά χρήματά του ζητεί άπό τούς χρεωφειλέτες τόκο, ή νά παύση άπό τήν παρόμοια αισχροκέρδεια ή νά καθαιρήται. Αύτό τό ίδιο προστάζουν καί ό ι' Κανόνας τής ΣΤ' Συνόδου καί ό δ' τής έν Λαοδικεία, έμποδίζοντας τούς Ιερωμένους νά μή παίρνουν ούτε στά έκατό γρόσια δώδεκα τόν χρόνο, ούτε έξι. Ό δέ ιζ' τής Α' Συνόδου, όχι μόνο τούς Ιερωμένους, άλλά καί όλους τούς κληρικούς, άναγνώστες δηλαδή, ψάλτες καί τούς λοιπούς, έμποδίζουν άπό τό νά παίρνουν τόκους. Ό δέ ε τής έν Καρθαγένη προχωρώντας περισσότερο λέει, ότι οί κληρικοί, όχι μόνο άπό χρήματα νά μή παίρνουν τόκο, άλλά καί άπό κάθε λογής πράγμα, πού θά δώσουν. Ό δέ κ' τής ίδιας λέει, ότι ό κληρικός, όσα χρήματα δανείση, τόσα νά παίρνη, καί ό,τι άλλο είδος δώση, έκείνο μόνον νά δέχεται. Ό δέ ιδ' τού Αγίου Βασιλείου λέει, ότι έκείνος, πού παίρνει τόκους, έάν θέλη νά γίνη Ιερέας, νά μοιράζη πρώτα στούς πτωχούς τά χρήματα, πού πήρε άπό τόκους, καί τότε νά ίερώνεται.

    Άλλά καί οί λαϊκοί άκόμη δέν πρέπει νά παίρνουν τόκους· διότι έάν, όπως λέει ό θείος Χρυσόστομος, οί Εβραίοι δέν έπαιρναν τόκους άπό τούς άλλους Εβραίους, σύμφωνα μέ τό «Δέν θά δώσης στόν άδελφό σου δάνειο χρημάτων μέ τόκο ούτε θά ζητήσης τόκο γιά τά τρόφιμα καί ή γιά όποίοδήποτε άλλο πράγμα, πού θά ζητήσης» (Δευτ. 23,19)· ποιά άπολογία θά δώσουμε έμεϊς οί Χριστιανοί, πού γινόμαστε καί άπό αύτούς τούς Εβραίους ώμότεροι, υστέρα άπό τήν χάρι τού Εύαγγελίου καί τήν ένσαρκη οικονομία τού Χριστού; (Όμιλ. μα στήν Γένεσι). Καί ό Μέγας Βασίλειος έρμηνεύοντας τό ρητό του ιδ' Ψαλμού, πού λέει· «Τό άργύριό του δέν έδωσε μέ τόκο» λέει· όντως είναι άπάνθρωπο ό μέν πτωχός νά δανείζεται άπό τόν πλούσιο γιά παρηγοριά τής δυστυχίας του, ό δέ πλούσιος νά μήν άρκήται στό κεφάλαιο, άλλά νά ζητή νά συγκετρώνη κέρδη καί τόκους άπό τήν δυστυχία τού πτωχού. Τόκος, δηλαδή γέννα, ονομάζεται τό κέρδος γιά τήν πολλή γονιμότητα καί αΰξησι τού κακού· έπειδή τών τοκογλύφων τά χρήματα, στόν ίδιο καιρό, πού δανείζονται σέ αύτόν τόν ίδιο καί γεννιούνται, καί άλλα ήδη είναι έτοιμα νά γεννηθούν ή ίσως γι’ αύτό ώνομάσθηκε ό τόκος γέννα, διότι φυσικά προξενεί λύπες καί κοιλοπονήματα στούς χρεωφειλέτες· καί όπως είναι λυπηρό πράγμα στήν έγγυο οί πόνοι τής γέννας, έτσι καί στόν χρεωφειλέτη είναι λυπηρό, όταν έλθη ή διορία τού καιρού νά πληρώση τούς τόκους.

    Γι’ αύτό καί ή Νεαρά τού Βασιλέως Λέοντος όριζα, ότι «μολονότι καί οί προηγούμενοι μας Βασιλείς δέχθηκαν τόν τόκο γιά τήν σκληροκαρδία τών δανειστών, έμεϊς όμως κρίναμε δίκαιο νά λείπη έντελώς άπό τήν ζωή τών Χριστιανών αύτό τό πράγμα, ώς άνάρμοστο στήν ζωή τους καί έμποδισμένο άπό τούς θείους Νόμους. Γι’ αύτό προστάζει ή Γαληνότητά μας, νά μήν έπιτρέπεται κανείς σέ καμμία περίπτωσι νά πάρη τόκο· μήπως θέλοντας νά φυλάγουμε νόμο άνθρώπινο, παραβούμε τόν νόμο τού Θεού· άλλ’ όσο καί άν πάρη κάποιος δανειστής, νά ύπολογίζεται στό κεφάλαιο τού χρέους» (Άρμενοπούλ. Βιβλ. γ' Τίτλ. ζ'). Έπισφράγισμα όμως τών όσων λέχθηκαν άς είναι ό κθ' Κανόνας τού Αγίου Νικηφόρου τού Όμολογητού, ό όποίος ορίζει τούς Ιερείς νά μή μεταλαβαίνουν τούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς έκείνους, πού δέν παύουν νά παίρνουν τόκους, άλλά γενικά ούτε νά τρώη κάποιος μαζί μέ αύτούς. Καί οί θείοι Απόστολοι στίς Διαταγές τους (Βιβλ. δ' κεφ. στ) διατάζουν νά μή δέχωνται τίς προσφορές έκείνων, πού δέχονται τόκους. Διότι έάν οί Χριστιανοί, δέν πρέπει νά δανείζουν μέ έλπίδα νά πάρουν ολόκληρο αύτό τό κεφάλαιο, όπως λέει ό Κύριος· «’Εάν δαναζητε: σέ όσους έλπίζετε: νά σάς τά έπιστρέψουν, ποιά εύνοια περιμένετε: άπό τόν Θεό;» καί πάλι· «Νά δανείζετε: χωρίς νά περιμένετε: νά πάρετε κάτι πίσω» (Λουκ. 6,3435)· έάν λέω, οί Χριστιανοί είναι ύποχρεωμένοι νά μή παίρνουν ούτε τό κεφάλαιο, πόσο περισσότερο χρεωστούν νά μή παίρνουν καθόλου τόκο; Τί λέω οί Χριστιανοί; Καί αύτοί άκόμη οί Εβραίοι μφικές φορές προστάζονταν νά άφήνουν καί αύτό τό κεφάλαιο στούς χρεωφειλέτες τους. Διότι τούς προστάζει ό Θεός, ότι έάν είναι κοντά ό έβδομος χρόνος νά έλθη (άς ύποθέσουμε πρίν άπό δέκα μήνες ή πέντε ή καί λιγώτερο), στόν όποίο χρόνο χάριζαν κάθε χρέος στούς χρεωφειλέτες, έπειτα έλθη κάποιος πτωχός καί χρειαζόμενος καί ζητήση άπό αύτούς δανεικά χρήματα, τούς προστάζει λέγοντας νά μή πονηρεύσουν γιά τόν έβδομο αύτόν χρόνο τής άφέσεως καί δέν δώσουν όσα χρειάζεται ό πτωχός άδελφός τους, άλλά νά τού δώσουν καί νά μή λυπηθούν, πού θά τά χαρίσουν όλα, όταν έλθη ό έβδομος χρόνος. «Πρόσεχε στόν έαυτό σου, μήπως μέσα στήν καρδιά σου σκεφθής κάτι μέ παράνομο τρόπο λέγοντας, ότι πλησιάζει τό έβδομο έτος, έτος τής άφέσεως τών χρεών»· καί έτσι δεις μέ πονηρό βλέμμα τόν άδελφό σου καί δέν τόν δανείσης· τότε ό άδελφός σου αύτός θά φωνάξη πρός τόν Κύριο έναντίον σου καί θά είναι μεγάλη ή ένοχή σου γιά τήν άμαρτία αύτή. ’Ολοπρόθυμα πρέπει νά τού δώσης δάνειο, άνάλογα μέ τήν άνάγκη του... καί γιά τήν καλή σου αύτή πράξι θά σέ εύλογήση ό Θεός σέ όλες τίς έργασίες σου, θά εύλογήση όλα τά έργα τών χεριών σου» (Δευτερ. 15,9-10).

    Έάν όμως οί λαϊκοί γενικά δέν πρέπει νά παίρνουν τόκους, πόσο περισσότερο οί μοναχοί, πού ύπόσχονται νά έχουν άκτημοσύνη καί χρεωστούν νά ζούν ύψηλότερη καί άγιώτερη ζωή καί νά γίνωνται παράδειγμα στούς λαϊκούς κάθε άρετής καί κάθε καλού; Γι’ αύτό οί Μοναχοί, πού παίρνουν τόκους καί δέν παύουν άπό τήν αισχροκέρδεια αύτή, πρέπει νά κανονίζωνται άπό τούς Πνευματικούς μέ τήν άποχή τών θείων Μυστηρίων, ώς άνάξιοι, έως ότου νά διορθωθούν.



Η'. Περί τών Ιερωμένων, τών Μοναχών καί τών Μοναζουσών, άν παντρευθούν μετά τήν χειροτονία καί τό σχήμα τών Μοναχών.


     Ό μέν κστ' Κανόνας τών Αγίων Αποστόλων ορίζει, ότι μόνοι οί Αναγνώστες καί οί Ψάλτες έχουν άδεια νά παντρευτούν υστέρα άπό τήν χειροτονία. "Ολοι όμως οί άλλοι, δηλαδή Πρεσβύτεροι, Διάκονοι καί 'Υποδιάκονοι, δέν επιτρέπεται νά παντρευθούν υστέρα άπό τήν χειροτονία. Ό δέ στ' τής Οικουμενικής ΣΤ' αύτόν τόν ίδιο Κανόνα τών Αποστόλων έπικυρώνοντας, λέει έπί πλέον, ότι έάν κάποιος Πρεσβύτερος ή Διάκονος ή 'Υποδιάκονος τολμήση νά παντρευθή μετά τήν χειροτονία, νά καθαιρήται. Τό ίδιο λέει καί ό α' τής έν Νεοκαισαρεία. Ό δέ ιε' Κανόνας τής Δ' ορίζει ότι «Έάν γυναίκα Διάκονος όντας, καταφρονήση τήν χάρι τού Θεού καί παντρευθή, αύτή νά άναθεματίζεται μαζί μέ έκείνον τόν άνδρα, πού τήν πήρε γιά γυναίκα».

     Θεσπίζει άκόμη τόσο ή β' Διάταξις τού α' Τίτλ. τών Νεαρών, όσο καί ή στ' Νεαρά τού Λέοντος, ότι όποίος Αρχιερέας δώσει άδεια σέ Υποδιάκονο ή Διάκονο, νά παντρευθή μετά τήν χειροτονία, νά καθαιρήται καί νά άπομακρύνεται άπό τήν Επισκοπή (στόν Φώτ. Τίτλ. θ' Κεφ. κη') [175]  Ή δέ μδ' Διάταξις τού γ' Τίτλου θεσπίζει, ότι τά παιδιά, πού θά γεννήσουν οί Ιερείς, Διάκονοι καί 'Υποδιάκονοι πού παντρεύθηκαν μετά τήν χειροτονία, νά μή θεωρούνται ούτε ώς φυσικά παιδιά, ούτε ώς νόθα· άλλ’ ούτε νά μπορούν νά λάβουν κάτι άπό αύτούς τούς παράνομους πατέρες τους ή ώς κληρονομιά ή ώς δωρεά ή διαμορφωμένο δάνειο ή κάποια άλλη ένοχή, ούτε αύτά, ούτε οί μητέρες τους· άλλά όλη τους τήν περιουσία νά τήν παίρνη ή Εκκλησία, στήν οποία άνήκουν. Οί δέ παρόμοιοι, άφού άπογυμνωθούν άπό τήν Ίερωσύνη, ούτε σέ άξίωμα κοσμικό νά άνεβάζωνται ούτε σέ στρατεία· άλλά όλη τήν ζωή τους νά τήν περνούν ώς ιδιώτες καί άσήμαντοι (στόν Φώτιο, ό. π.).

     Όλα αύτά τά έπιτίμια δίνονται στούς Ιερωμένους πού παντρεύθηκαν μετά τήν χειροτονία, έάν αύτοί προηγουμένως δέν πρόλαβαν νά γίνουν Μοναχοί. Έάν όμως αύτοί ήταν καί Μοναχοί, πρέπει, έκτος άπό τά παραπάνω άναφερθέντα έπιτίμια τών Ιερών Κανόνων καί τών Πολιτικών Νόμων, νά έπιτιμώνται καί μέ τά παρακάτω έπιτίμια, πού θά τά άναφέρουμε γιά τούς Μοναχούς, πού παντρεύθηκαν.

     Έάν όμως κανείς ήθελε νά προβάλλη τόν ι' Κανόνα τής έν Άγκύρα, πού λέει, ότι ό Διάκονος, πού παντρεύτηκε μετά τήν χειροτονία, νά έχη πάλι τήν διακονία· άπαντούμε ότι ή έν Άγκύρα Σύνοδος δέν τό είπε αύτό άπλά καί άποροσδιόριστα, άλλά πρόσθεσε, ότι τότε νά έχη τήν διακονία, έάν αύτός, όταν έχειροτονείτο, μαρτύρησε, ότι θά παντρευθή μετά τήν χειροτονία, έπειδή δέν μπορεί νά παρθενεύη, καί ό Επίσκοπος άκούοντας αύτό καί χωρίς νά πή τίποτε, τόν χειροτόνησε. Οί Διάκονοι όμως, πού χειροτονούνται τώρα, δέν μαρτυρούν στήν χειροτονία, ότι δέν μπορούν νά παρθενεύουν, άλλά σιωπούν· καί ή σιωπή τους, τήν συγκατάθεσι δηλώνει τής διαθέσεώς τους, σύμφωνα μέ τόν Θεολόγο Γρηγόριο (Λόγ. Είρηνικ. β'). Όπότε καί αύτοί μέ τήν σιωπή τους φαίνονται, ότι παρεδέχθηκαν τήν άγαμία, όπως παρόμοια τήν παρεδέχθηκαν καί οί Μοναχοί, πού σιώπησαν, όταν έγιναν Μοναχοί, σύμφωνα μέ τόν ιθ' τού Βασιλείου. Πρέπει άκόμη νά γνωρίζουμε καί τό έξής· ότι σύμφωνα μέ τόν στ' Κανόνα τού Μεγάλου Βασιλείου, τών Κανονικών (είτε Μοναχών καί Μοναστριών δηλαδή, είτε Κληρικών καί Ιερωμένων, σύμφωνα μέ τόν Βαλσαμώνα καί Ζωναρά) οί πορνείες σέ γάμο δέν ύπολογίζονται, άλλά πρέπει μέ κάθε τρόπο νά χωρίζεται ή ένωσί τους. 'Οπότε καί οί Ιερομόναχοι καί Διάκονοι, πού παντρεύτηκαν μετά τήν χειροτονία, είτε ήταν Μοναχοί, είτε δέν ήταν, πρέπει νά χωρίζωνται οπωσδήποτε άπό τίς γυναίκες έκείνες, μέ τίς όποιες παράνομα συζεύχθηκαν· καί αύτό, δηλαδή τό νά χωρίζεται τό παράνομο συνοικέσιό τους, πολύ συμφέρει στήν ’Εκκλησία, σύμφωνα μέ τόν άνωτέρω στ' τού Βασιλείου· άφενός μέν γιά νά μή κάνη παρόμοιο καί κάποιος άλλος καί άφετέρου γιά νά μή καταφρονήται ή αιτία τής Ίερωσύνης· καί τρίτον, γιά νά μήν βρίσκουν άφορμή οί Αιρετικοί νά μάς κατηγορούν γι’ αύτό. Άφού λοιπόν οί τοιούτοι χωρισθούν, πρέπει νά δέχωνται καί τό έπιτίμιο καί τόν κανόνα τών πόρνων (γιά νά μή λέω καί τών μοιχών) καί τότε νά μεταλαβαίνουν. Διότι πορνεία καί όχι γάμος είναι ό γάμος αύτών, σύμφωνα μέ τόν στ' τού Βασιλείου, πού άναφέρθηκε. Καί άκόμη, άφού οί παρόμοιοι χωρισθούν άπό τόν παράνομο γάμο καί μετανοήσουν, νά δέχωνται καί τό σχήμα τών Κληρικών, σύμφωνα μέ τόν κα' τής ΣΤ' καί νά μήν τιναι όπως οί Λαϊκοί. ’Εάν όμως δέν θέλουν νά τό φορέσουν θεληματικά, νά τό φορούν καί μέ τήν βία, σύμφωνα μέ τήν ζ' καί η' Νεαρά τού Λέοντος. Καί αύτά λοιπόν όσον άφορά τούς Ίφωμένους.

     ’Εάν όμως κάποιος Μοναχός ή Μοναχή παντραιθούν, προστάζα ό ιστ' Κανόνας τής Δ' νά άφορίζωνται αύτοί· ένώ ό μδ' τής ΣΤ' τόν Μοναχό, πού παντρεύτηκε ώς τόν πόρνο τόν έπιτιμά. Παρόμοια καί ό ιθ' τού Βασιλείου. Ό δέ ιθ' τής έν Άγκύρα, όσους άθέτησαν τήν ύπόσχεσι τής παρθενίας τούς ύποβάλλα στό έπιτίμιο τών διγάμων, δηλαδή ένα χρόνο τούς έμποδίζει άπό τήν Κοινωνία. Όμως ό μέγας Βασίλαος στόν ιη' Κανόνα του, άναφέροντας τούς Πατέρες αύτής τής έν Άγκύρα Συνόδου, λέα ότι άπλά και συγκαταβατικά ώρισαν αύτόν τόν Κανόνα ο'ι Πατέρες εκείνοι στίς Παρθένες έκείνες, πού άρνηθούν τήν ύπόσχεσι τής παρθενίας τους (καί πρόσεξε καί έκείνο, ότι έκείνο πού οί Πατέρες τής έν Άγκύρα ορίζουν γιά τούς άνδρες, λέει ό Βασίλειος, ότι τό ώρισαν παρόμοια καί γιά τίς γυναίκες)· διότι, σύμφωνα μέ τήν γνώμη του, αύτή πού άθέτησε τήν ύπόσχεσι τής παρθενίας ύπόκειται στό έπιτίμιο τής μοιχαλίδας (καί όχι τής πόρνης μόνο), έπειδή είναι νύφη τού έπουρανίου νυμφίου Χριστού· καί αύτός, πού τήν έχει, άπαράλλακτα μοιχός ονομάζεται, όπως ονομάζεται μοιχός καί όποίος έχει γυναίκα άλλου άνδρα. Σέ αύτό τό ίδιο έπιτίμιο τής μοιχείας ύποβάλλει ό ίδιος μέγας Βασίλειος τήν Παρθένο καί τούς Μοναχούς, πού θά άρνηθούν τίς ύποσχέσεις τους, στόν ξ' Κανόνα του. Ό δέ θείος Χρυσόστομος, στήν επιστολή του πρός Θεόδωρον έκπεσόντα, λέει ότι τόσο χειρότερο άμάρτημα άπό τήν μοιχεία κάνει ό Μοναχός πού παντρεύθηκε, όσο είναι άνώτερος ό Θεός άπό τούς άνθρώπους.

    Όλα αύτά τά έπιτίμια δίνονται στούς Μοναχούς, πού θά παντρευθούν, άφού προηγουμένως χωρισθή ό παράνομος καί μοιχικός τους γάμος, σύμφωνα μέ τόν στ' Κανόνα τού Βασιλείου, πού πολλές φορές άναφέρθηκε. Έάν όμως αύτοί επιμένουν στήν κακία καί δέν θέλουν νά χωρισθούν καί νά διορθωθούν, προστάζει ό μέγας Βασίλειος στά Ασκητικά του (Όρ. κατά Πλάτ. ιδ'), νά μήν άνοίγη κανείς τήν θύρα τής οικίας του νά τούς δέχεται, καί άν άκόμη κάνη κρύο καί αύτοί ζητούν νά έλθουν γιά νά σκεπασθούν· καί αύτό νά τούς τό κάνη, όχι γιά μίσος, άλλά γιά νά ντραπούν, όπως λέει ό Παϋλος καί νά διορθωθούν. Στήν επιστολή όμως πρός Μοναχό έκπεσόντα λέει, ούτε νά τούς χαιρετούμε αύτούς. Αύτά τά ίδια λέει καί ό Άγιος Νικηφόρος στόν κδ' Κανόνα του. Στόν δέ λγ' Κανόνα του προσθέτα άκόμη καί νά άναθεματίζεται ό Μοναχός, πού παντρεύθηκε καί μή μετανοώντας καί μέ τήν βία νά ντύνεται τό σχήμα καί μέσα σέ Μοναστήρι νά κλείνεται. Συμφωνούν μέ τόν 'Άγιο Νικηφόρο καί οί Βασιλικοί Νόμοι. Έτσι ή ζ' καί η' Νεαρά τού Βασιλέως Λέοντος προστάζουν καί μέ τήν βία νά όδηγούν στό προηγούμενο σχήμα τούς Μοναχούς έκείνους, πού θά ρίξουν τό σχήμα καί θά γίνουν λαϊκοί.

     Αύτά τά έπιτίμια, πού είπαμε, πού δίνονται στούς Μοναχούς, τά ίδια δίνονται καί στίς Μοναχές, πού θά τύχη νά παντρευθούν. Καί όσοι άνδρες φθείρουν αύτές ή τίς πάρουν γιά γυναίκες, τιμωρούνται άπό τούς ιερούς Κανόνες καί άπό τούς Βασιλικούς Νόμους. Διότι ό δ' Κανόνας τής ΣΤ' Συνόδου καθαιρεί τούς κληρικούς, πού φθείρουν γυναίκα άφιερωμένη στόν Θεό, ένώ άφορίζει τούς λαϊκούς. Ένώ ή β' Διάταξις τού α' Τίτλ. τών Νεαρών προστάζει νά τιμωρούνται κεφαλικώς, τόσο έκείνοι πού έφθειραν άσκήτρια καί Μοναχή, όσο καί έκείνοι, πού συνήργησαν στήν φθορά αύτή καί όλη ή περιουσία τους νά παίρνεται άπό τόν Άρχοντα καί νά δίνεται στό Μοναστήρι τής φθαρείσης Μοναχής (στόν Φώτ. Τίτλ. θ' κεφ. λ'). Παρόμοια καί έκείνος, πού θά άρπάξη ή θά δοκιμάση νά πάρη γιά γυναίκα του τήν Μοναχή, τιμωρείται κεφαλικά, όπως προστάζει τό α' Βιβλ. τού Κώδικα, Τίτλ. γ' Διάταξις ε', ένώ ή Μοναχή πού θά τόν άκολουθήση, κλείνεται αύτή μέ τά πράγματά της μέσα σέ Μοναστήρι καί μέ άσφάλεια φυλάγεται. Ό δέ Άρμενόπουλος Βιβλ. στ' Τίτλ. γ' λέει έπί πλέον έκείνοι, πού θά πορνεύσουν Μοναχές, νά κόβωνται οί μύτες τους, μαζί καί τών Μοναστριών, πού έπεσαν στήν πορνεία.




Θ'. Τό σχήμα τών Μοναχών καί τά ένδύματά τους.


    Τό σχήμα τών Μοναχών άπό παλαιό καί άπό τήν άρχή ήταν ένα καί μόνο, τό μέγα δηλαδή, καί όσοι γίνονταν Μοναχοί μετά τήν κανονική δοκιμή [176]  μία φορά γίνονταν καί μεγαλόσχημοι καί όχι δύο ή τρεις. Γι’ αύτό ό μέν Άγιος Θτόδωρος ό Στουδίτης, ό όποίος σέ αύτά dvai γνώμονας καί κανόνας, παραγγέλλει στόν Ηγούμενο στήν Διαθήκη του καί τού λέα· «Δέν θά δώσης σέ κάποιον έκέΐνο, πού ονομάζουν μικρό σχήμα (δηλαδή τό τού σταυροφόρου), έπειτα τό μέγα, έπειδή τό σχήμα είναι ένα, όπως άκριβώς καί τό Βάπτισμα· καθώς καί οί Άγιοι Πατέρες τό χρησιμοποίησαν». Έάν όμως μτρικοί προβάλλουν τήν εύχή έκτίνη, πού βρίσκεται τυπωμένη μαζί μέ τίς Κατηχήσας τού Αγίου αύτού Θεοδώρου, πού λέει, ότι ό ποιητής αύτής έλαβε: τό μικρό σχήμα, κατόπιν έλαβτ τό μέγα καί ισχυρίζονται, ότι αύτή dvai ποίημα τού ίδιου Αγίου Θεοδώρου, άπαντούμε ότι κακώς ισχυρίζονται αύτό, διότι αύτό τό έργο δέν είναι τού Αγίου Θτοδώρου, άλλά κάποιου Θεοδοσίου είναι έργο, όπως φαίνεται αύτό σέ αύτή, πού έγινε άφού συγκεντρώθηκε άπό διάφορους. Ό δέ μέγας φωστήρας τής Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ό Παλαμάς, γράφοντας επιστολή πρός τόν Ίφομόναχο ΠαΟλο τόν Άσάνη, λέει καί αύτός· «Αύτό dvai τό μέγα καί μοναχικό σχήμα· μικρό όμως σχήμα των Μοναχών οί Πατέρες δέν γνωρίζουν· άλλά μερικοί άπό τούς μεταγενέστερους φάνηκαν μέν, ότι τό μοίρασαν σέ δύο· μέ τό νά κάνουν όμως τίς ίδιες έρωταποκρίσεις καί υποσχέσεις, τόσο στό μικρό, όσο καί στό μέγα, πάλι ένα σχήμα τό άποκαθιστούν».



    Σύμφωνα μέ αύτούς λέει καί ό Θεσσαλονίκης ιερός Συμεών (Κεφ. κ7)· ότι «όπως τό Βάπτισμα είναι ένα καί μόνο, έτσι καί τό σχήμα τών Μοναχών· διότι τό μικρό σχήμα άρραβώνας καί προοίμιο είναι τού μεγάλου σχήματος καί έπινοήθηκε άπό μερικούς μεταγενέστερους Πατέρες γιά τήν άσθένεια (ή καί άμέλεια) τών άνθρώπων». Καί τό Εύχολόγιο άκόμη, παρόμοια καί ό Βαλσαμώνας (Έρμην. τού β' τής έν τή άγια Σοφία) τό μικρό σχήμα τών σταυροφόρων άρραβώνα τό ονομάζουν τού μεγάλου σχήματος. Ό δέ Ίώβ, ό λεγόμενος Αμαρτωλός (στό περί Μυστηρίων παρά τώ Συνταγματίω τού Χρυσάνθου Ιεροσολύμων), καί τρίτο σχήμα προσθέτει, λέγοντας· «Τό μοναχικό σχήμα άπό τό μικρότερο στό τελειότερο προχωρεί· άπό αύτό πού λέγεται τού μικρόσχημου καί ρασοφόρου, στό τής κουράς άγιο σχήμα, καί άπό αύτό πάλι στό άγγελικό μέγα καλούμενο». Καί σημείωσε έδώ, ότι αύτός μόνος ονομάζει μικρό σχήμα τό τού ρασοφόρου· ένώ όλοι οί άλλοι μικρό σχήμα λένε τό τού σταυροφόρου. Παρόμοια άκόμη καί τό Εύχολόγιο σέ τρία διαιρεί τίς άκολουθίες τού σχήματος, σέ άκολουθία ρασοφόρου, μικρόσχημου καί μεγαλόσχημου.

    Άφού έχουν έτσι τά πράγματα αύτά, όσοι φθάσουν νά γίνουν ρασοφόροι, δέν μπορούν πλέον νά ρίξουν τά ράσα καί νά παντρευθούν· άπαγε! διότι πώς θά τολμήσουν αύτό, σέ καιρό πού καί τίς τρίχες τής κεφαλής των έκοψαν; πού φανερώνει, ότι άπέρριψαν άπό τήν κεφαλή τους κάθε φρόνημα κοσμικό καί άφιέρωσαν τήν ζωή τους στόν Θεό· πώς; πού καί ράσα μοναχικά μέ εύλογία φόρεσαν καί καμιλαύκιο καί τό όνομά τους άλλαξαν καί δύο εύχές άπό τόν Ιερέα άναγνώσθηκαν έπάνω τους; στίς όποιες ό Ιερέας εύχαριστεί τόν Θεό, διότι λύτρωσε αύτούς άπό τήν κοσμική ζωή καί τούς κάλεσε στό σεμνό επάγγελμα τών Μοναχών καί στίς όποιες παρακαλεί τόν Θεό νά τούς δεχθή στόν σωτήριο ζυγό του· καί άν έκείνος, πού μόνον ύποσχεθή μέ λόγο νά γίνη Μοναχός, χωρίς νά ρασοφορέση μέ εύχή, δέν πρέπει νά παραβαίνη τήν ύπόσχεσι του (όπως είπαμε στήν πρός τόν Πνευματικό Διδασκαλία, κεφ. θ'), πόσο περισσότερο δέν μπορεί νά τήν παραβή αύτός, πού φόρεσε καί τά ράσα μέ εύχή; γι’ αύτό καί ό Βαλσαμώνας (Έρμην. τού ε' τής Α' καί Β') λέει, ότι ό ρασοφορέσας δέν έπιτρέπεται πλέον νά γίνη Λαϊκός, άλλά πρέπει νά άναγκασθή νά άποτελειώση τόν πρώτο σκοπό του, δηλαδή νά γίνη Μοναχός τέλειος. Έάν όμως τυχόν δέν θέλη, πρέπει νά τιμωρήται, όπως οί Νόμοι προστάζουν στόν Α' Τίτλ. τού Δ' Βιβλίου.

    Όσοι πάλι είναι μικρόσχημοι, δηλαδή σταυροφόροι, καί αύτοί βρίσκονται σέ δύο στενά· διότι, άπό μέν τό ένα μέρος, άναγκάζονται νά φυλάγουν τήν πολιτεία καί άκρίβεια τών Μεγαλόσχημων, έπειδή τίς ίδιες καί άπαράλλακτες ύποσχέσεις, πού δίνουν οί Μεγαλόσχημοι στόν Θεό, έδωσαν παρόμοια καί αύτοί, όπως είπε παραπάνω ό θείος Γρηγόριος, καί μέ τά ίδια μοναχικά άμφια (έκτος άπό μερικά) στολίσθηκαν άπό τόν Θεό καί αύτοί, καί τών ίδιων Εύχών (έκτος άπό τρεις) άξιώθηκαν καί αύτοί. Γι’ αύτό δέν πρέπει νά προφασίζωνται προφάσεις έν άμαρτίαις λέγοντας, ότι τάχα δέν είναι αύτοί μεγαλόσχημοι καί γι’ αύτό δέν έχουν χρέος νά φυλάγουν τήν άκριβή πολιτεία τών Μοναχών. Πλάνη τού διαβόλου είναι αύτή. Άπό δέ τό άλλο μέρος πάλι άναγκάζονται οί ίδιοι νά φροντίζουν νά λαμβάνουν καί τό μέγα σχήμα, τό τέλειο, δηλαδή νά γίνωνται μεγαλόσχημοι καί νά μή άδιαφορούν γι’ αύτό καί νά άναβάλλουν τόν καιρό, φοβούμενοι μήπως τούς άκολουθήση θάνατος καί βρεθούν ένώπιον τού Θεού άτελείς καί όχι τέλειοι Μοναχοί. Διότι όπως ό άρραβώνας, μέ τόν γάμο συγκρινόμενος, είναι άτελής· έτσι καί τό μικρό σχήμα τών σταυροφόρων, όντας άρραβώνας πρός τό μέγα σχήμα συγκρινόμενο, παρόμοια είναι καί αύτό άτελές· κατά συνέπεια καί αύτοί, πού τό έχουν, είναι άτελείς Μοναχοί. Γι’ αύτό καί ό Ιερός Συμεών ό Θεσσαλονίκης παραγγέλλει, ότι «όσοι είναι άτελείς στό σχήμα πρέπει νά τελειωθούν, γιά νά μή πεθάνουν άτελείς, χωρίς τής τελειωτάτης τελετής τού σχήματος... καί ότι όπως έκείνος, πού δέν βαπτίσθηκε δέν είναι Χριστιανός, έτσι καί έκείνος, πού δέν τελειοποιηθή στό σχήμα (δηλαδή δέν γίνη μεγαλόσχημος), δέν είναι Μοναχός».


     Καί λοιπόν, τί άγνοια είναι αύτή; οί σταυροφόροι νά άναγκάζωνται νά φυλάγουν τήν ίδια πολιτεία καί τά ίδια έργα τών μεγαλόσχημων γιά τίς ίδιες υποσχέσεις, πού κάνουν στόν Θεό καί έπειτα νά μήν είναι μεγαλόσχημοι; νά ύπομένουν τούς κόπους μόνο καί τού χαρίσματος νά στερούνται; νά γερνάνε στήν Μοναχική ζωή καί αύτοί νά μήν είναι άκόμη Μοναχοί; νά πολεμούν στό ίδιο στάδιο καί τόν ίδιο άγώνα καί έπειτα νά μήν άξιώνωνται νά πάρουν τόν ίδιο στέφανο; καί μπορεί νά βρεθή μεγαλύτερη ζημία; ή μπορεί νά βρεθή πράγμα άξιο γιά περισσότερο γέλοιο; νά βλέπη κανείς έναν, πού πέρασε είκοσι καί τριάντα χρόνια στό σχήμα τού σταυροφόρου, έπειτα νά έρχεται νά πάρη τό μέγα σχήμα καί νά ρωτάται· «Τί προσήλθες άδελφέ»; καί νά άπαντά· «Ποθών τόν βίον τής άσκήσεως, τίμιε Πάτερ»· δηλαδή, νά γδύνεται σάν κοσμικός, νά ρωτάται σάν κοσμικός καί νά άπαντά σάν κοσμικός; Καί άν κανείς ρωτήση τούς σημερινούς σταυροφόρους Μοναχούς, γιατί δέν γίνονται μεγαλόσχημοι; άλλοι άποκρίνονται, ότι είναι φοβερό καί άγγελικό τό μέγα σχήμα· άλλοι πάλι, ότι περιμένουν στό γήρας τους νά γίνουν μεγαλόσχημοι καί άλλοι, άλλη πρόφασι βρίσκοντας λόγω άμελείας, παραιτούνται οί περισσότεροι καί δέν παίρνουν τό μέγα σχήμα· καί έτσι μέ τίς παράλογες αύτές αίτιες άπό τόσες χιλιάδες Μοναχών, πού βρίσκονται στόν κόσμο, πάρα πολύ λίγοι πεθαίνουν μεγαλόσχημοι· καί αύτοί πάλι έλαβαν τό μέγα σχήμα ή επειδή γήρασαν τελείως ή έπειδή κινδύνευσαν άπό θανατηφόρα άσθένεια, ή έπειδή άναγκάσθηκαν άπό κάποια άλλη περίστασι. Σπάνια όμως τό πήραν αύτό ύγιείς όντες καί νέοι καί μέ όλη τήν θέλησί τους, χωρίς κάποια περίστασι νά τό άπαιτή. Ένώ όλοι οί άλλοι πεθαίνουν σταυροφόροι, δηλαδή άτελείς Μοναχοί καί άρραβωνιασμένοι μόνο μέ τόν Χριστό, άλλ’ όχι καί νυμφευμένοι. Καί μοιάζουν καί αύτοί ώς πρός αύτό μέ τούς παλαιούς έκείνους Χριστιανούς, οί όποίοι, βρίσκοντας τίς ίδιες προφάσεις, άνέβαλλαν τόν καιρό καί δέν βαπτίζονταν· γι’ αύτό καί πάρα πολλοί άπό αύτούς πέθαιναν άκόμη Κατηχούμενοι καί αβάπτιστοι. Γι’ αύτό ξώδεψαν τόσους προτρεπτικούς λόγους στό Βάπτισμα ό μέγας Βασίλειος, ό Θεολόγος Γρηγόριος, ό Νύσσης καί οί άλλοι θείοι Πατέρες, μέ τούς όποίους τούς παρεκίνησαν νά μή άναβάλλουν τόν καιρό, άλλά νά βαπτίζωνται άκόμη νέοι όντες καί ύγιείς, γιά νά μπορέσουν καί νά δουλεύσουν τό χάρισμα, πού έλαβαν.

    Παρόμοιους προτρεπτικούς λόγους χρειαζόταν νά ξοδέψη κανείς καί σήμερα, γιά νά παρακινήση τούς σημερινούς Μοναχούς νά παίρνουν τό δεύτερο Βάπτισμα, πού είναι τό μέγα καί τέλειο σχήμα. Έμεϊς όμως άφήνοντας τά πολλά λόγια, αύτά μόνο τά λίγα καί γενναία τούς λέμε· «Όσοι άρνήθηκαν τόν κόσμο καί ήλθαν στήν μοναχική ζωή, άναγκαστικά ή νωρίτερα ή άργότερα, οπωσδήποτε πρέπει νά πάρουν τό μέγα σχήμα καί τέλειο· διότι έάν δέν τό πάρουν αύτό, Μοναχοί δέν είναι, όπως άποδείχθηκε παραπάνω· έπειδή τό σχήμα είναι ένα, όπως καί τό Βάπτισμα· καί αύτό άναγνωρίζεται καί συνίσταται καί τελειοποιούνται μέ τό μέγα σχήμα, μάλλον όμως αύτό είναι τό όντως σχήμα, όπως καί αύτό άποδείχθηκε μαζί μέ τά άλλα. Λοιπόν άκριβέστερα καί ορθότερα καί καλύτερα θά κάνουν οί Μοναχοί, έάν γίνουν κατ’ εύθείαν Μεγαλόσχημοι, χωρίς νά γίνουν πρώτα μικρόσχημοι, όπως κάνουν καί οί διακριτικώτεροι άφενός μέν διότι μέ τήν μία αύτή καί μόνη φορά, ένα καί μοναδικό άποδεικνύουν πραγματικά τό σχήμα τών Μοναχών, όπως θέλει ή Παράδοσις τών Αγίων Πατέρων· καί άφετέρου, διότι λαμβάνοντας τό σχήμα νέοι όντες καί ύγιείς, μπορούν νά έργασθούν τό χάρισμα πού έλαβαν, καί στήν συνέχεια νά πολλαπλασιάσουν καί νά αύξήσουν τό τάλαντο τού Κυρίου τους, δηλαδή τήν πνευματική δύναμι, πού χάρισε μυστικά στήν ψυχή τους τό θείο σχήμα, [177]  μέ τούς άγώνες, πού πρόκειται νά κάνουν κατά τών Δαιμόνων, μέ τήν νίκη τών παθών καί μέ τά χαρίσματα, πού θά λάβουν τού Αγίου Πνεύματος. Έάν όμως προβάλη κανείς ώς δικαιολογία, ότι ό Αθανάσιος ό Αθωνίτης καί ό Δουναλέ ό 'Ομολογητής καί άλλοι, έλαβαν πρώτα τό μικρό σχήμα, έπειτα τό μέγα σέ διάφορους καιρούς· άπαντούμε, ότι τά σπάνια νόμος τής Εκκλησίας δέν γίνονται, σύμφωνα μέ τόν Θεολόγο Γρηγόριο (Λόγ. στά Φώτα)· καί αύτό πού είναι άντίθετο μέ τούς Κανόνες, δέν άποτελεί παράδειγμα. Έπειδή, όσοι γινόμενοι άργότερα μεγαλόσχημοι, δευτερώνουν τίς έρωταποκρίσεις καί εύχές καί τά ένδύματα τού σχήματος, φαίνεται, ότι δευτερώνουν καί τό ένα σχήμα τών Μοναχών, πού σχεδόν είναι τόσο άτοπο, όσο άτοπο είναι καί τό νά δευτερώση κανείς τό ένα 'Άγιο Βάπτισμα.

    Τά φορέματα δέ τού σχήματος τών Μοναχών είναι τά έξής· Τών μικροσχήμων, δηλαδή σταυροφόρων, είναι τέσσερα· ό χιτώνας, δηλαδή τό λεγόμενο (ωστικό ράσο ή έσώρασο, πού δηλώνει τόν χιτώνα τής άγαλλιάσεως καί δικαιοσύνης, πού ντύνεται ό Μοναχός, σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης Συμεών καί τό Εύχολόγιο. Ή δερμάτινη ζώνη, πού περισφίγγει τήν μέση καί τά νεφρά, πού είναι τό έπιθυμητικό, δηλώνει τήν νέκρωσι τών σαρκικών έπιθυμιών καί τήν σωφροσύνη καί τήν έγκράτεια καί τό νά είναι έτοιμος στίς διακονίες ό Μοναχός, σύμφωνα μέ τό Εύχολόγιο, τόν Συμεών, τόν Κύριλλο Ιεροσολύμων, [178]  τόν Δωρόθεο καί τόν Σωζόμενο (Βιβλ. γ' κεφ. ιγ'). Τό Παλλίο, πού είναι λέξις λατινική, καί δηλώνει φόρεμα καί περιβόλαιο, όπως τό ονομάζει καί Συμεών ό Θεσσαλονίκης καί ό Άββάς Ισαάκ (Άόγ. νζ'), καί ό Σκρεβέλλιος στό Λεξικό χλαίνα, δηλαδή έπανωφόρι έρμηνεύει τό Παλλίο· αύτό είναι τό σήμερα λεγόμενο Έπανώρασο καί Έξώρασο· α) διότι τό Παλλίο, όπως είπαμε, είναι φόρεμα καί τό έπανώρασο έπίσης φόρεμα καί φόρεμα μοναχικό καί μάλιστα έπανωφόρεμα· β) διότι τό έπανώρασο δανείζεται τό όνομα τού Μανδύα, άφού καί τό σχήμα τού σταυροφόρου καλείται, σχήμα Μανδύα στό Εύχολόγιο· διότι Μανδόρασο ονομάζεται άπό τούς πολλούς τό έπανώρασο. Καί γ) διότι τό Μανδόρασο έξυπηρετώντας τούς σταυροφόρους καί μεγαλόσχημους, σάν ένας μικρός καί δεύτερος Μανδύας, είναι σωστότερο νά λέγεται παραμάνδυ, παρά έκείνο τό σπιθαμιαίο τετράγωνο, πού σήμερα τό λένε οί πολλοί άπό άμάθεια παραμάνδυ καί τό φορούν έπάνω στούς δύο ώμους· γι’ αύτό καί άπορώ όντως ποιος εύλογημένος τό έφεΰρε καί τό έβαλε μέσα στά άπό τούς Πατέρες κανονιζόμενα φορέματα τού Μοναχού· πού όχι μόνον δέν είναι παραμανδύας, σύμφωνα μέ τό όνομά του, άλλ’ ούτε είναι φόρεμα καθόλου· έτσι, άφού έμαθαν οί Ιερείς αύτή τήν ύπόθεσι, όταν κάνουν τήν κουρά κάποιου Μοναχού, άντί τού σπιθαμιαίου έκείνου τετραγώνου, νά εύλογούν τό έπανώρασο καί νά τό δίνουν στόν Μοναχό νά τό φορή ώς παλλίο, ώστε νά μή δίνουν τό έπανώρασο χωρίς εύλογία στόν Μοναχό, όταν τό δίνουν, πράγμα πού είναι άξιο γιά γέλοιο. Έάν όμως κανείς άπό τήν συνήθεια έπηρεασμένος έπιθυμή νά φορή καί τό σπιθαμιαίο έκείνο τετράγωνο έπάνω άπό τό έσώρασο, έπειδή έπάνω του έχει τυπωμένο τόν Σταυρό, άς τό φορή χωρίς εύλογία, όπως φορεί καί τό καμιλαύκι καί έπανωκαμιλαύκι, καί δέν μού φαίνεται νά είναι άσχημο. Δηλώνει άκόμη τό Παλλίο καί έπανώρασο τήν στολή τής άφθαρσίας καί σεμνότητας καί τήν θεία σκέπη καί περιβολή, σύμφωνα μέ τό Εύχολόγιο καί τόν Θεσσαλονίκης Συμεών. ’Εκτός άπό αύτά ύπάρχουν καί τά σανδάλια, δηλαδή τά παπούτσια, τά όποια δηλώνουν, ότι πρέπει ό Μοναχός νά βαδίζη σωστά τήν όδό τού Εύαγγελίου τής ειρήνης, χωρίς νά σκοντάφτη· καί ότι, όπως τά ύποδήματα βρίσκονται κάτω καί είναι κατώτερα άπό όλο τό σώμα, έτσι καί τό σώμα τού Μοναχού πρέπει νά είναι ύποκείμενο στήν ψυχή, σύμφωνα μέ τό Εύχολόγιο, τόν Συμεών καί τόν Ιεροσολύμων Κύριλλο.


    Αύτά λοιπόν είναι τά ένδύματα τού σταυροφόρου. Ό δέ μεγαλόσχημος, έκτος άπό αύτά, έχει καί άλλα τρία ένδύματα έπί πλέον· τό Κουκούλιο, τόν Άνάλαβο καί τόν Μανδύα. [179]  Καί τό μέν Κουκούλιο δηλώνει τήν περικεφαλαία τού σωτηρίου, σύμφωνα μέ τό Εύχολόγιο τήν έπισκίασι τής θείας χάριτος, πού άπομακρύνει τά τού κόσμου νοήματα, σύμφωνα μέ τόν Συμεών καί τόν Κύριλλο 'Ιεροσολύμων, καί τήν άκακία καί ταπείνωση σύμφωνα μέ τόν Σωζόμενο καί Άββά Δωρόθεο. 'Ο Άνάλαβος, πού καί Αναβολέας λέγεται άπό τόν Σωζόμενο καί άποτελείται άπό δέρματα, σύμφωνα μέ τόν Συμεών, τώρα όμως ονομάζεται Πολυσταύρι· αύτός, λέω, δηλώνει, ότι άναλαμβάνει τόν Σταυρό τού Κυρίου ό Μοναχός καί άκολουθεί αύτόν, σύμφωνα μέ τό Εύχολόγιο καί τόν Συμεών καί τόν Δωρόθεο. Έχοντας δέ αύτός άπό μπροστά καί άπό πίσω σταυρούς, δηλώνει, σύμφωνα μέ τόν Ιεροσολύμων Κύριλλο, ότι ό κόσμος πρέπει νά σταυρώνεται γιά τόν Μοναχό μέ τήν άναχώρησί του άπό αύτόν καί ό Μοναχός άντίστροφα πρέπει νά σταυρώνεται γιά τόν κόσμο, μέ τήν μή προσκόλλησι πρός αύτόν, σύμφωνα μέ τό «Γιά μένα ό κόσμος σταυρώθηκε καί έγώ γιά τόν κόσμο» (Γαλ. 6,14). Ό δέ Μανδύας (τόν όποίον άχειρίδωτο χιτώνα τόν ονομάζει ό Σωζόμενος, ένώ Κολόβιο ό Δωρόθεος), όντας περιεκτικός τών άλλων ενδυμάτων, δηλώνει, σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης Συμεών, ότι ό Μοναχός βρίσκεται τυλιγμένος στόν μανδύα του, σάν μέσα σέ τάφο, σύμφωνα δέ μέ τόν Σωζόμενο καί τόν Άββά Δωρόθεο, ό μανδύας, μή έχοντας μανίκια καί χέρια, δηλώνει ότι ό Μοναχός δέν πρέπει νά σηκώνη χέρι σέ κανέναν, ούτε νά κάνη κάτι άπό τόν παλαιό άνθρωπο· τό δέ άπλωμα τού μανδύα δηλώνει, σύμφωνα μέ τόν Ιεροσολύμων Κύριλλο, τό πτερωτικό τών Αγγέλων, έπειδή καί άγγελικό λέγεται τό σχήμα τών Μοναχών. Είχε άκόμη ό Μανδύας καί ένα σημάδι κόκκινο, όπως λέει ό Άββάς Δωρόθεος· πού σημαίνει, ότι οί Μοναχοί μέ τό σημάδι αύτό άναγνωρίζονται πώς είναι στρατιώτες τού ούρανίου Βασιλέως. Αύτά είναι τά κανόνικά καί καθορισμένα ένδύματα τού Μοναχού, τά όποια έπίσης φορούν καί οί παρθένες καί Μονάστριες. Τό καμιλαύκι όμως καί έπανωκαμιλαύχιο δέν έχουν ξεχωριστή εύχή· μερικοί όμως λένε σέ αύτά τήν εύχή καί εύλογία τού Κουκουλίου· διότι καί αύτά άργότερα έπινοήθηκαν άντί γιά τό Κουκούλι· έπρεπε όμως οί μεγαλόσχημοι, πού είναι κοντά σέ έμάς τούς Γραικούς, νά φορούν Μανδύες, άν όχι πάντοτε, άλλά τουλάχιστον στίς Συνάξεις, πού γίνονται στήν ’Εκκλησία καί στήν θεία Μετάληψη όπως τόν φορούν οί εύσεβείς μεγαλόσχημοι Ρώσσοι καί Βλάχοι· σάν νά είναι ό μανδύας τό χαρακτηριστικώτερο ένδυμα τών μεγαλόσχημων· άλλά αύτοί, άφού άλλαξαν τήν τάξι, άρκούνται μόνο στόν παραμανδύα, δηλαδή στό έπανώρασο καί μανδόρασο, όπως είπαμε, πράγμα πού δέν έπρεπε.

    Άφού λοιπόν λέχθηκαν αύτά έτσι, σάν σέ Παράρτημα άναφέρουμε, ότι έπιτρέπεται σέ κάθε άνθρωπο Χριστιανό νά διαλέγη τήν μοναχική ζωή καί νά φορή τό σχήμα τών Μοναχών, όποίοδήποτε άμάρτημα καί άν διέπραξε στόν κόσμο καί κανείς δέν μπορεί νά τόν έμποδίση άπό αύτό, όπως ορίζει ό μγ' Κανόνας τής Οικουμενικής ΣΤ' Συνόδου. Αύτό όμως τό προσθέσαμε γιά μερικούς άμαθείς Πνευματικούς, οί όποίοι έμποδίζουν νά γίνωνται Μοναχοί έκείνοι, πού έκαναν φόνους καί μαγικά καί άλλα παρόμοια βαρειά άμαρτήματα· όμως αύτοί καί όλοι οί άλλοι μπορούν νά γίνωνται Μοναχοί, μέ τήν τριετή κανονική δοκιμή καί μέ τήν έπιστασία άναδόχου καί γέροντα ένάρετου καί θεοφιλή, σύμφωνα μέ τόν β' καί ε' τής Πρωτοδευτέρας.



Γ. Οί Μοναχοί καί οί Ιερομόναχοι πρέπει νά παραμένουν στά Μοναστήρια τους καί όχι νά βρίσκωνται στόν κόσμο, έκκλησιαστικά καί πολιτικά πράγματα έξασκώντας.


    Ό Δ' Κανόνας τής Αγίας καί Οικουμενικής τετάρτης Συνόδου ορίζει τά έξής· «Όσοι άληθινά καί χωρίς καμμία ύπόκρισι τήν μοναχική ζωή διάγουν, άς άξιώνωνται τής τιμής, πού πρέπει· άλλά έπειδή μερικοί χρησιμοποιούν τό μοναχικό σχήμα, γιά έπίδειξι καί δέλεαρ, γιά νά τιμώνται καί συγχέουν τά έκκλησιαστικά καί πολιτικά πράγματα θέλοντας νά διοικούν αύτά, καί περιφέρονται μέν μέ άδιαφορία στίς πόλεις καί Μοναστήρια δικά τους φροντίζουν νά οικοδομούν, γι’ αύτό φάνηκε εύλογο, κανένας Μοναχός, ούτε σέ χωριό, ούτε σέ πόλι, ούτε σέ έρημο ή σέ κάποιο άλλο μέρος νά οικοδομή καί νά συνιστά Μοναστήρι ή οίκο εύκτήριο, χωρίς τήν γνώμη τού κατά τόπον ’Επισκόπου· ένώ οί Μοναχοί, πού βρίσκονται σέ κάθε πόλι καί χώρα, νά ύποτάσσωνται στόν τού τόπου ’Επίσκοπο καί νά ήσυχάζουν, άσχολούμενοι μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία, καί διαμένοντας στά Μοναστήρια έκείνα, πού έγιναν Μοναχοί, χωρίς νά τά άφήνουν αύτά καί νά περιπλέκουν τόν έαυτό τους σέ έκκλησιαστικές καί πολιτικές ύποθέσεις, έκτος έάν άπό άνάγκη καί χρεία όρισθούν σέ αύτό άπό τόν ’Επίσκοπο, πού τούς έκρινε κατάλληλους... Όποίος λοιπόν παραβή αύτόν τόν Κανόνα, νά άφορίζεται, γιά νά μή βλασφημήται τό τάγμα τών Μοναχών καί μέ αύτούς βλασφημήται τό όνομα τού Θεού».

    Γι’ αύτό καί ό Χαρτοφύλακας Πέτρος, άκολουθώντας αύτόν τόν Ιερό Κανόνα, λέει, ότι οί Μοναχοί δέν πρέπει νά άναδέχωνται παιδιά άπό τό 'Άγιο Βάπτισμα, (παρά μόνον άπό μεγάλη άνάγκη, έάν συμβή κίνδυνος στό βρέφος καί άλλος δέν βρεθή νά τό άναδεχθή), ούτε άδελφοποιίες νά κάνουν, ούτε στεφάνια νά κρατούν· διότι αύτά είναι άντίθετα στούς Κανόνες (Σελ. 416 τού Γιούρις Γραικόρουμ). Καί ό Νικηφόρος ό Χαρτοφύλακας λέει, ότι ή ’Εκκλησία προστάζα ένταλματικά στούς Ηγουμένους καί Έξάρχους τών Μοναστηρίων, συνττκνίες καί άδ^φοποιήσεις οί Μοναχοί νά μή κάνουν, ένώ τίς άδελφοποιίες ό νόμος δέν δέχεται μέ τήν ολότητα (Σελ. 366 τής ίδιας βίβλου).

    'Επομένως σύμφωνα μέ τόν παραπάνω Κανόνα, ούτε οί λεγόμενοι Ιερομόναχοι πρέπει ή νά χειροτονούνται ή νά βρίσκωνται γενικά ώς έφημέριοι στίς Έκκλησής στόν κόσμο· διότι Μοναχοί καί αύτοί dvai, σύμφωνα μέ τό όνομά τους καί παρθενία ύπόσχονται νά φυλάξουν, όπως είπαμε προηγουμένως στήν η’ Ύπόθεσι γι’ αύτό καί σέ Μοναστήρια πρέπει νά χειροτονούνται καί νά μένουν ένεργώντας τά τής Ίερωσύνης καί όχι στόν κόσμο καί στίς Έκκλησής, πού βρίσκονται μέσα στόν κόσμο. Γι’ αύτό καί διαβεβαιώνοντας αύτό καί ό Κωνσταντινουπόλεως έκείνος Μιχαήλ, ό καλούμενος "Υπατος τών Φιλοσόφων, ώρισε μέ όλη τήν πφί αύτόν Ιερά τών Αγίων Άρχιφέων Σύνοδο, ότι όλες οί Ιεροπραξίες, πού τελούνται στόν κόσμο, νά γίνωνται άπό έγγαμους καί κοσμικούς Ίφέϊς καί όχι άπό Ίερομονάχους· οί δέ Ίφομόναχοι, νά βρίσκωνται στά Μοναστήρια τους, όπως λέει ό Βαλσαμώνας στό σχόλιο τού γ’ κεφ. τού α' Τίτλ. τού Νομικού τού Φωτίου.

    Άλλά καί ό Πέτρος ό Χαρτοφύλακας τής μεγάλης Εκκλησίας, λέει, ότι ούτε: Ίφομόναχος μπορεί νά εύλογήση γάμο, ούτε μέσα σέ Μοναστήρι (Σελ. 419 τού Γιούρ. Γραικόρουμ).

    Επομένως άντίθετα μέ τούς Κανόνες ένεργούν οί Αρχιερείς, πού χειροτονούν αύτούς τούς Ίερομονάχους στίς πόλεις καί άς διορθώσουν τό άτοπο, διότι, γιά όσα κακά καί άμαρτίες κάνουν οί Ιερομόναχοι αύτοί, όντας στόν κόσμο καί μέ τίς τού κόσμου έπιθυμίες συναναστρεφόμενοι, γιά όλα θά τιμωρηθούν καί θά άπολογηθούν, οί Αρχιερείς πού τούς χειροτονούν· διότι έτσι λέει ό θείος Χρυσόστομος· «Μή μού πής ότι ό Πρεσβύτερος άμάρτησε, ουτε ότι ό Διάκονος· όλων αύτών οί κατηγορίες βαρύνουν έκείνους, πού τούς χειροτόνησαν» (Λόγ. γ' στίς Πράξ. σελ. 651 τού δ' Τόμου τής έν Έτώνη Έκδόσεως).

    ’Εκτός όμως έάν ύπάρχη άνάγκη, έπιτρέπεται ό Αρχιερέας, σύμφωνα μέ τήν περίληψι τού Ανωτέρω θείου Κανόνος, νά διαλέγη άπό τούς Ίερομονάχους, πού είναι στά Μοναστήρια τούς πλέον ένάρετους καί συνετούς καί νά τοποθετή ή ώς Πνευματικούς στίς ’Εκκλησίες μέσα στόν κόσμο ή ώς Διδασκάλους στά Σχολεία ή καί νά τούς έχη συνοδεία καί ώς οικογένεια στήν Μητρόπολί του, γιά τήν τού λαού ώφέλεια.

Σελίδες 202-234





Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»                  

Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, καί λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
               
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα, μορφοποίηση κειμένου και εικόνων  έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια (Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του  ©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ) , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :



© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



http://www.alavastron.net/


ΘΕΟΤΟΚΟΣ





ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

 
  172 Πρόσεξε ότι νηστεία της Τετάρτης καί Παρασκευής, πού είναι ύποχρεωτική στούς Χριστιανούς, δίνεται σέ αύτούς ώς Κανόνας, άπό φιλανθρωπία καί συγκατάβασι της ’Εκκλησίας. Ή λέει, ότι αύτοί νά νηστεύουν άκόμη καί τίς Τετάρτες καί Παρασκευές, όταν τύχουν σέ αύτές Έορτές, πού καταλύουν, όσοι δέν έχουν κανόνα.


     173 Σημείωσε δέ, ότι κατά τό 922 έτος έπί Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου, Τόμος έκδόθηκε Συνοδικός, ό λεγόμενος της Ένώσεως, ό όποίος ώρισε ότι οί δίγαμος έάν μέν είναι σαράντα έτών καί δέν έχουν τέκνα, έπιτρέπεται νά παίρνουν καί τρίτη γυναίκα γιά τήν άτεκνία τους· νά κανονίζωνται όμως νά μή μεταλάβουν πέντε χρόνια, χωρίς νά λίγοστέψουν καθόλου καί μετά τούς πέντε νά μεταλαβαίνουν μόνο μία φορά τόν χρόνο κατά την Αγία Άνάστασι· έάν όμως έχουν καί τέκνα αύτοί, δέν επιτρέπεται ποτέ νά κάνουν τρίτο γάμο. Όσοι όμως είναι τριάντα έτών, έάν δέν έχουν τέκνα, έπετράπηκε καί σέ αύτούς, λόγω τού νεαρού της ήλικίας καί τό εύόλισθο, νά κάνουν τρίτο γάμο, όμως νά μή μεταλάβουν τέσσερα χρόνια καί μετά άπό αύτά νά μεταλαβαίνουν τρεις φορές μόνο τόν κάθε χρόνο, κατά τήν Άνάστασι, τήν Χριστού Γέννησι καί τήν Κοίμησι της Θεοτόκου· έάν όμως έχουν τέκνα, πέντε χρόνια νά κανονίζωνται (Βλέπε σελ. 976 τού β' Τόμου τόν Συνοδικών). Όσοι όμως είναι παραπάνω άπό τά σαράντα πέντε χρόνια, δέν έπιτρέπεται ποτέ νά κάνουν τρίτο γάμο, καί άν άκόμη δέν έχουν τέκνα· έάν όμως αύτοί προβάλλουν βία γιά νά κάνουν τρίτο γάμο, νά έπιτιμούνται, σύμφωνα μέ τήν Συνοδική διάγνωσι τού Κωνσταντινσυπόλεος Μανουήλ τού Χαριτοπούλαυ (Σελ. 239 Γρακορομαίκ.)· καί ό Ιερέας πού εύλόγησε αύτόν τόν τρίτο γάμο, νά καθαιρήται· έπειδή παχύτητα νόμου άγνόησε, σύμφωνα μέ τήν ξβ' άπόκρισι τού Βαλσαμώνος.


     174 Σημείωσε όμως ότι οί θείοι Απόστολοι στίς Διαταγές Βιβλ. ε1 Κεφ. κ1 παραγγέλλουν καί τούτο. «Κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή σάς διατάζουμε νά νηστεύετε καί τό περίσσσευμα της νηστείας νά τό δίνετε στούς πτωχούς». Τούτο τό ίδιο λέγει καί ό θεοφόρος Ιγνάτιος στην πρός Φιλιππησίους "Επιστολή γι’ αύτό έκείνος πού νηστεύουν τίς Τετάρτες καί Παρασκευές, πρέπει νά δίνουν έλεημοσύνη τά έξοδα έκείνα, πού θά έκαμναν τίς ήμέρες αύτές, έάν ήταν καταλύσιμες.


     175 Δέν μπορώ έδώ νά άποσιωπήσω τήν σοφή μέθοδο, πού χρησιμοποίησε ένας συνετός Αρχιερέας μιας τών ’Ορθοδόξων Νήσων πού προηγουμένως ύπάγονταν στήν Βενετία, γιά νά έμποδιση έναν κοσμικό Ιερέα, πού άπό τότε πού χήρευσε, ζητούσε νά δευτεροπαντρευθη, έπειδή ήταν πλούσιος καί είχε μεγάλη περιουσία. Αύτός ό όντως γνωστικός Αρχιερέας, ένοχλσύμενος πολλές φορές άπό τόν άναφερθέντα Ιερέα, γιά νά τού δώση άδεια νά δευτεροπαντρευθη, καί έπειδή μολονότι τόν συμβούλεψε πολλές φορές νά σταματήση άπό τήν κίνησι αύτή καί δέν εισακουόταν, τέλος πάντων τού λέει καί τό έξης· «Ζητάς νά δευτεροπαντρευθης; έστω, άς γίνη τό θέλημά σου· άλλά θέλω καί έγώ, όπως σσΰ έδωσα παρρησία καί μπροστά σέ όλους τήν Ίερωσύνη, έτσι πάλι παρρησία καί μποστά σέ όλους νά σσΰ τήν πάρω». Καί λοιπόν, άφού έκανε μονοκκλησία καί λειτούργησε καί μαζί μέ άλλους Ιερείς, έχοντας συλλειτουργό καί τόν άναφερθέντα Ιερέα, όταν έφθασαν στήν ώρα έκείνη, πού γίνεται ή χειροτονία τών Ιερέων, προστάζει ό Αρχιερέας τόν ψάλτη τού δεξιού χορού νά ψάλλη τό τροπάριο έκείνο, πού λέει· «Σήμερον ό Ιούδας καταλιμπάνει τόν Διδάσκαλον καί παραλαμβάνει τόν διάβολον· τυφλούται τώ πάθει της φιλαργυρίας, έκπίπτει τού φωτός ό έσκοτισμένος» καί στήν συνέχεια όλο τό τροπάριο. Κατόπιν διατάζει καί τόν ψάλτη τού άριστερού χορού νά ψάλλη στήν συνέχεια τό τροπάριο τό άλλο, πού λέει· «Σήμερον ό Ιούδας παραποιείται θεοσέβειαν καί άλλοτριούται τού χαρίσματος· ύπάρχων μαθητής, γίνεται προδότης» καί τά ύπόλοιπα τού τροπαρίου. "Οταν άκουσε νά ψάλλονται αύτά ό Ιερέας έκείνος, άπό τήν ντροπή του κατάλαβε τό κακό, πού έπρόκειτο νά κάνη· οπότε ή καρδιά του ήλθε σέ κατάνυξη κλαίει καί χύνει πικρότατα δάκρυα καί όταν ό Αρχιερέας ήλθε γιά νά τού άφαιρέση τά Ιερά, πού φορούσε καί σέ καθένα νά φωνάξη τό Ανάξιος, πέφτει ό Ιερέας στά πόδια του τρέμοντας ολόκληρος καί άγωνιώντας καί έχοντας γεμάτους τούς οφθαλμούς άπό δάκρυα τού λέει· «Μή Δέσποτά μου 'Άγιε, μή κάνης αύτό· μετανοώ καί στό έξης δέν θέλω, όχι νά παντρευτώ, άλλά δέν δέχομαι, άν ύπάρχη τρόπος, ούτε ολόκληρο βασίλειο νά μού δοθη καί νά χάσω τήν χάρι τής Ίερωσύνης μου». "Ετσι μέ τόν τρόπο αύτόν παρέμεινε καί πέρασε τήν ζωή του μέ σωφροσύνη καί παρθενία.


     176 Ό ιε' Κανόνας της Πρωτοδευτέρας λεγομένης Συνόδου, τρία χρόνια ορίζει νά δοκιμάζωνται, όσοι πρόκειται νά γίνουν μοναχοί, έκτος έάν τύχη άσθένεια, καί έκτος έάν είναι κάποιος, πού καί στόν κόσμο όντας, ζαΰσε μοναχική ζωή καί ένάρετη· σέ αύτόν είναι άρκετοί γιά δοκιμή καί έξι μήνες μόνοι.


     177     Βλέπε στό α' Βιβλ. τού Εύεργετινού Ύπόθεσ. λα' Σελ. 184, διότι θά βρης έκεί, ότι μέγας καί διορατικός Γέρων διαβεβαίωσε καί είπε τά έξης· «Τήν δύναμι, πού είδα στό φώτισμα (δηλαδή στό Βάπτισμα) νά ύπάρχη, την ίδια είδα καί στό ένδυμα τού Μοναχού, όταν λαμβάνη τό σχήμα». ’Εκτός άπό αύτά βλέπε άκόμη καί έκεί ότι αύτός, πού δέν άξιώθηκε τού σχήματος τών Μοναχών (πού κανονικά είναι τό μέγα), δέν μπορεί νά συνευρίσκεται μέ τούς Μοναχούς στήν ούράνια δόξα, καί άν άκόμη άγωνίζεται σάν τούς Μοναχούς. Καί θά τό μάθης αύτό άπό τήν οπτασία της μητέρας τού Αγίου Αλυπίου, πού άναφέρεται έκεί.


    178            Τήν έρμηνεία αύτή καί τίς ύπόλοιπες στά φορέματα τών Μοναχών τίς βρήκα σέ χειρόγραφο κώδικα, πού είχε τήν επιγραφή του Κυρίλλου 'Ιεροσολύμων


      179     Όλα όμως αύτά τά ένδύματα τών Μοναχών είναι μαύρα στό χρώμα, γιά δύο λόγους α') γιά νά τά βλέπουν καί νά κλαΐνε καί νά πενθούν, όπως φορούν μαύρα καί εκείνοι, πού κλαΐνε τούς νεκρούς· γι’ αύτό λέει καί ό ’Ιωάννης της Κλίμακος πρός κάθε Μοναχό τά έξης· «’Άς σέ πείση γιά τήν έργασία τού πένθους τουλάχιστον αύτό σου τό ένδυμα διότι όλοι, όσοι θρηνούν τούς νεκρούς τους, μαΰρα φορούν» (Λόγος ζ' περί πένθους)· β') γιά νά ζούν όπως πρέπει σέ μοναχούς καί νά έχουν συμμαζεμένες τίς αισθήσεις καί τόν νού τους στόν έαυτό τους, όπως καί τό μαύρο χρώμα συγκεντρώνει τό βλέμμα έπάνω του. Γι’ αύτό είπε ό Παχυμέρης στήν Παράφρασι τού Αγίου Διονυσίου. «Ή Μοναχική τάξις, ζεί όπως οί μοναχοί· διότι αύτό φανερώνει καί τό μαΰρο χρώμα, πού είναι ντυμένοι οί Μοναχού). Άκόμη συνηθισμένα είναι στούς Μοναχούς όχι μόνο τά μαΰρα, άλλά καί τά φαιά, τά όποια είναι ούτε πολύ μαΰρα, ούτε πολύ άσπρα, άλλά σύνθετα άπό τά δύο καί σάν ύπόξανθα· γι’ αύτό είπε ό Χρυσόστομος στόν περί Παρθενίας λόγο· «Η παρθενία δέν συνίσταται στά φαιά ίμάτια καί χρώματα». Τό ίδιο λέει καί ό Ζώσιμος ό Ιστορικός.


     180    Ό δέ Γεώργιος ό Κορέσσιος στό περί Μυστηρίων προσθέτει καί δ' μέρος της μετανοίας, τήν λύσι της άμαρτίας, πού γίνεται άπό τήν χάρι τού Αγίου Πνεύματος, διά μέσου τού Πνευματικού, πού λέγεται καί κλειδί καί κυρίως αύτή συνέχει τό Μυστήριο της μετανοίας (Στό θεολογικό του).

     181    Ό πόνος όμως αύτός δέν σταματά μόνο στήν αΐσθησι, δηλαδή στούς άναστεναγμούς καί στά δάκρυα, άλλά κυρίως στέκεται στό νά μισήση τήν άμαρτία ή έσωτερική θέλησις τού άνθρώπου καί νά θέλη νά μήν ήθελε γίνη ή άμαρτία ποτέ, καί στό νά άποφασίση νά μή τήν κάνη πλέον. Καί αύτό άκόμη σημείωσε, ότι ό πόνος αύτός καί ή συντριβή της καρδιάς είναι, σύμφωνα μέ τόν Κορέσσιο, συστατικό της μετανοίας καί, όσο βρίσκεται στήν καρδιά, είναι καί ό άνθρωπος στήν μετάνοια· μόλις όμως έκλείψει ό πόνος άπό τήν καρδιά, λείπει καί ό άνθρωπος άπό τήν μετάνοια· πού θέλει νά πη, ότι ό πόνος καί ή συντριβή πρέπει νά βρίσκεται στήν καρδιά έκείνου, πού μετανοεί παντοτεινά καί έτσι είναι ή μετάνοιά του άληθινή. Γιά τόν πόνο αύτόν βλέπε άναλυτικώτερα στόν Λόγο, πού προσθέσαμε στό τέλος.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |