ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου - Αντί Προλόγου

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου - Αντί Προλόγου




ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ



Μετά άπό ώρισμένες έκδόσεις των έργων τού άγιου Νικοδήμου τού Αγιορείτου στήν Νεοελληνική καί τήν άμεση άποδοχή τού έργου, προβαίνουμε, μέ τήν χάρι τού Θεού καί κατόπιν παρακλήσεως έν Χριστώ άδελφών, στήν έκδοσι τού Έξομολογηταρίου μέ άπόδοσι στήν Νεοελληνική.Καί αύτό, διότι μετά τήν έπιβολή πρό τινων έτών τής Νεοελληνικής καί δή τού μονοτονικού συστήματος στήν χώρα μας, οί νεώτεροι άδυνατούν νά κατανοήσουν τά ώραιότατα κείμενα τών Πατέρων τής Έκλησίας μας.
 Γι’ αύτό τόν σκοπό έκδώσαμε τά όσα έργα τού Αγίου Νικοδήμου έχουν έκδοθή άπό τήν ταπεινή Συνοδία μας μέ κύριο σκοπό τήν ώφέλεια τού Ορθοδόξου Χριστιανικού πληρώματος. Μετά τήν περάτωσι τής έργασίας του στά συγγράμματα τού Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, ό Άγιος Νικόδημος, άσχολήθηκε μέ τήν σύνταξι «Έξομολογηταρίου», εντελώς άγνώστου μέχρι τότε στήν Εκκλησία. Στό βιβλίο αύτό ό Άγιος Νικόδημος άποδείχθηκε μέγας ψυχολόγος, δεινός έρμηνευτής τών ’Επιτιμίων τών Ιερών Κανόνων, πατρικώτατος κήρυκας τής μετάνοιας, ποταμός στίς γνώσεις περί έπιτιμίων καί κανόνων, ’Ιατρός Μοναζόντων, Λαϊκών, Ιερωμένων, έμπειρότατος, προσφφόμεανος ώς άδελφός, ώς πατέρας, ώς υιός, συζητώντας μέ μτγάλη πειστικότητα καί έπιχαρηματολογία μέ τόν Πνευματικό ή τόν μετανοούντα. Είναι τόσο γλυκύς καί κατανυκτικός στήν άνάπτυξι τού Μυστηρίου πφί μετανοίας καί έξομολογήσεως, ώστε καί τούς άδιάφορους νά διεγείρη πρός μετάνοια.


 Ή καρποφορία τού «Έξομολογηταρίου» ύπήρξε πάρα πολύ άποτελεσματική. Όπως άναφέρει ό βιογράφος του Εύθύμιος «Όλοι οί πληγωμένοι άπό τίς άμαρτίες άφηναν τούς Αρχιερείς καί Πνευματικούς καί έτρεχαν στόν ρακενδύτη Νικόδημο, γιά νά βρούν τήν θεραπεία τους καί παραμυθία τών θλίψεών τους· όχι μόνον άπό τά Μοναστήρια καί τίς Σκήτες καί τά Κελλιά, άλλά καί πολλοί χριστιανοί έρχονταν άπό διάφορα μέρη γιά νά δούν καί παρηγορηθούν στίς θλίψεις τους άπό τόν Νικόδημο...».

 Ή συναναστροφή του μέ πλήθη άμαρτωλών όλων τών τάξεων άνέδειξε τόν Όσιο πνευματικό καθοδηγητή καί ιατρό μοναδικό. Πόσο έμπειρος ήταν! Γνώριζε, μέ τήν χάρι τού Θεού, όλες τίς λεπτομέρειες τής άμαρτίας, όπως καί οί Άγιοι Πατέρες. Προλάμβανε τά μεγάλα μέ τήν θεραπεία τών κινήσεων τής άμαρτίας, άνέλυε τά αίτια, ευρισκε τίς πηγές τών παθών.

Είναι ένας μοναδικός λαϊκός Πνευματικός Έξομολόγος. Είναι ενήμερος σέ όλα τά είδη καί τούς τρόπους θεραπείας. Φιλάνθρωπος, αύστηρός, έπιεικής, πότε συγχωρεί, πότε δεσμεύει, πάντα μέ άγάπη καί μέ διάκρισι. Συνεδύαζε τόν Πνευματικό πατέρα μέ τόν νομομαθή τής ’Εκκλησίας, συνέπλεκε τήν άγάπη μέ τήν τέχνη. "Εχει έτοιμα στόν νού του ρητά άγιογραφικά καί Πατερικά, κατάλληλα γιά κάθε περίστασι. Οί ύποσημειώσεις του άποτελούν τό μισό βιβλίο. ’Εδώ βρίσκεται τό πέλαγος τών Κανονικών του γνώσεων. Έχει ύπ’ όψι του όλους τούς Ερμηνευτές. Τίποτε δέν τού διαφεύγει. Συνέχεια παραπέμπει στούς Ιερούς Κανόνας, ώστε μέ τό κύρος τους νά πείση τούς Πιστούς.
 
 Τό «Έξομολογητάριον» άποτελεί συλλογή τών 38 Κανόνων τού Αγίου Ίωάννου τού Νηστευτού καί τών 17 ’Επιτιμίων του, τά όποια βρίσκονταν στις Βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών. Τούς Κανόνες αύτούς ερμηνεύει. Περιλαμβάνει Πρόλογο, όπου καθορίζει τά καθήκοντα τών Πνευματικών καί ύποδεικνύει τούς κόπους, τούς όποίους οφείλουν νά καταβάλουν γιά τήν διάσωσι τών λογικών προβάτων. «Διά νά συμβοηθήσωμεν», λέει, «εις τόν μέγαν τούτον κόπον τών Πνευματικών, έπεμελήθημεν νά συνάξωμεν άπό διαφόρους Πατέρας τήν παρούσαν Βίβλον». Καί στρεφόμενος πρός τούς Πνευματικούς γράφει: «Δεχθήτε, λοιπόν, ώ Σεβασμιώτατοι Πνευματικοί, μετά πατρικής εύμενείας τό μικρόν τούτο Βιβλιάριον καί, άναγινώσκοντες καί βοηθούμενοι, μή παύσητε άπό τού νά δέησθε τού Θεού ύπέρ τών άμαρτωλών ψυχών έκείνων, όπου έκοπίασαν εις τούτο....Έρρωσθε».

Ακολουθεί μεγάλης έκτάσεως διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό γιά τά προσόντα, πού πρέπει νά έχη καί τίς άρετές. Αναπτύσσει τήν έξέτασι τού μετανοούντος μέ βάσι τίς δέκα έντολές. 'Υποδεικνύει στόν Πνευματικό, πώς νά έξετάζη τίς περιστάσεις τής τελέσεως τής άμαρτίας, τό ποιος άμάρτησε, σέ τί, γιατί, πού, πώς, πότε, πόσες φορές, ποιά ήταν ή πνευματική του κατάστασις καί ποιά ήταν ή συμπεριφορά του μετά τήν άμαρτία. Στήν συνέχεια εισέρχεται στά έσώτερα, στό έσωτερικό θέατρο τών λογισμών τού έξομολογούμενου, όπου διδάσκει τί είναι οί λογισμοί, τά είδη τους, τήν προέλευσί τους, τόν τρόπο θεραπείας τους.

 Μισούσε πάρα πολύ τήν άμαρτία, όπως φαίνεται μέσα στό παρόν βιβλίο. Σέ όλο του τό «Έξομολογητάριον» ή άγωνία του είναι νά πείση τόν χριστιανό νά μισήση τήν ά μαρτία, άλλοτε μέ τόν φόβο τής κολάσεως καί άλλοτε μέ τήν έπαγγελία τών άγαθών στήν αιωνιότητα..

Τί ήταν ή άμαρτία γιά τόν 'Άγιο, μάς τό λέει στό «Έξομολογητάριον»: «... Όσο άπειρες είναι οί τελειότητες καί τά ιδιώματα τού Θεού καί όσα είναι τά χαρίσματα, τά φυσικά, τά ύπερφυσικά, τά κοινά, τά μερικά, τά κρυφά, τά φανερά, τά όποια έχάρισεν ό Θεός εις εσένα τόν άνθρωπον, τόσον άπειρος είναι ή κακία τής άμαρτίας σου άνθρωπε, ή όποια καταφρονεί καί ένυβρίζει ταΰτα πάντα... Έλεγε μία παρθένος, ότι άν καθ’ ϋπόθεσιν ήτο έμπροσθεν της ένα πέλαγος άπό φωτίαν καί είς τόν λιμένα τούτου νά έστέκετο μία άμαρτία θανάσιμος, έπροτίμα καλλίτερα νά πέση αύτή είς έκείνο τό πύρινον πέλαγος, παρά νά πέση είς τάς χείρας τής άμαρτίας... Όπως καί ή Μαγδαληνή Μαρία, όταν ήκουε μόνον τό όνομα τής θανάσιμου άμαρτίας, έτρεμεν όλη άπό κεφαλής έως ποδών καί έπιπτε κατά γής ώς άποθαμένη, ήτις καί έλεγεν, ότι δέν ήδυνήθη ποτέ νά καταλάβη, πώς άποτολμά ό άνθρωπος νά άμαρτήση θανασίμως».
 Στήν μεταγλώττισι τού κειμένου προσπαθήσαμε νά μήν κάνουμε έπεμβάσεις, έκτος άπό ώρισμένες περιπτώσεις, όπου κρίθηκε άναγκαΐο.
 
Μέ τήν παρούσα μορφή τής Νεοελληνικής άποδόσεως τού έργου αύτού έλπίζουμε, ότι θά γίνη ένα έγκόλπιο πνευματικό γιά κάθε Πνευματικό  Έξομολόγο, άλλά καί γιά κάθε πιστό, πού έπιθυμεί τήν σωτηρία τής άθάνατης ψυχής του.
 
Βενέδικτος Ιερομόναχος

Ιερά Νέα Σκήτη Άγ. Όρους, Φεβρουάριος 2013


ΧΡΙΣΤΟΣ



 
«ΤΟΙΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι  ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ ΤΗΝ ΥΙΚΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ».

 
«Οσο είναι μεγάλη ή άξια τών Πνευματικών, τόσο χρειάζεται καί μεγάλο κόπο, γιά νά ένεργήται άπό αύτούς μέ ώφέλεια καί καρπό.»

Αύτοί, ναί, έλαβαν διαδοχικά άπό τούς ιερούς καί πνευματοφόρους Αποστόλους τήν έξουσία τού δεσμείν καί λύειν τών άνθρώπων τίς άμαρτίες, σύμφωνα μέ τήν άπόφασι τού Κυρίου· «Άν τινων άφήτε τάς άμαρτίας, άφίενται αύτοΐς· άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίωάν. 20,23)· τό όποίο είναι γνώρισμα μόνο τού Θεού. Διότι λέει«Τίς δύναται άφιέναι άμαρτίας, εί μή είς ό Θεός;» (Μάρκ. 2,7)· άλλά πρέπει νά κοπιάσουν καί αύτοί, γιά νά μάθουν ποιές άμαρτίες πρέπει νά λύνουν καί ποιές νά δένουν, όπως είπε πρός τόν Κλή μέντα ό Κορυφαίος Πέτρος· «Θά δέσης, όσα πρέπει νά δεθούν καί θά λύσης έκείνα, πού πρέπει νά λυθούν». Αύτοί, άφού γίνονται μεσίτες μεταξύ Θεού καί άνθρώπων, καταλλάττουν, δηλαδή συμφιλιώνουν τούς άνθρώπους μέ τόν Θεό, άλλά πρέπει αύτοί καί μέ άκρίβεια νά γνωρίζουν τόν λογαριασμό καί τήν επιστήμη τής παρόμοιας συμφιλιώσεως, όπως είπε ό μακάριος Παύλος «Ό Θεός ήταν αύτός, πού στό πρόσωπο τού Χριστού συμφιλίωσε τόν κόσμο μαζί του ... καί άνέθεσε σέ έμάς νά άναγγείλουμε τό γεγονός τής συμφιλιώσεως» (Β' Κορινθ. 5,19). Αύτοί είναι οί ιατροί έκείνοι καί ξενοδόχοι, τούς όποίους τοποθέτησε ό Κύριος, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τού Εύαγγελίου, στό ξενοδοχείο τής ’Εκκλησίας, γιά νά φροντίζουν τούς άσθενείς, δηλαδή τούς άμαρτωλούς έκείνους, πού πληγώνονται άπό τούς νοητούς ληστές δαίμονες. Άλλά πρέπει καί νά γνωρίζουν ποιές πληγές πρέπει νά καίνε, ποιές νά κόβουν καί σέ ποιές νά τοποθετούν έμπλαστρα καί σέ ποιές νά χύνουν τό κρασί καί τήν αύστηρότητα καί σέ ποιούς νά χρησιμοποιούν τό λάδι καί τήν πραότητα.


Πράγματι, στούς Πνευματικούς δόθηκε τό χάρισμα νά είναι κριτές, κρίνοντας τόν χριστώνυμο λαό τού Κυρίου· άλλά σ’ αύτούς δόθηκε καί τό νά έξετάζουν μέ μεγάλη έπιμέλεια, γιά νά βρίσκουν τήν άλήθεια καί τό δίκαιο, πού είναι κρυμμένες στίς παρόμοιες κρίσεις, γιά νά μή τύχη καί κάνουν άδικη κρίσι γιά φιλοπροσωπία ή άγνοια ή κάποιο άλλο πάθος καί γιά νά έκπληρώνεται σ’ αύτούς έκέϊνο, πού είπε ό θείος Παϋλος· «Ό πνευματικός όλα τά καταλαβαίνει, αύτόν όμως άπό έκείνους πού δέν έχουν τό Πνεΰμα, κανένας δέν τόν καταλαβαίνα» (Α Κορινθ. 2,15).

Σ’ αύτούς δόθηκε: τό νά είναι  όμοιοι μέ τούς κυνηγούς, όπως πολύ σωστά τούς όνομάζα ό Προφήτης Ιερεμίας· «Καί μετά άπό αύτά θά σταλώ τούς κυνηγούς καί θά τούς κυνηγήσουν... άκόμη καί άπό τίς σχισμές τών βράχων» (Ίερ. 16,16)· καί μέ τούς ίερέΐς τού παλαιού νόμου, πού καθάριζαν τούς λεπρούς· «Πηγαίνετε καί δείξτε τούς έαυτούς σας στούς Ιερείς» (Λουκ. 17,14)· άλλά σ’ αύτούς δόθηκε νά ξέρουν καί χιλιάδες τέχνες καί νά κάνουν κόπους μεγάλους, γιά νά μπορέσουν νά κυνηγήσουν μέσα άπό τά δάση καί τούς λόγγους τής άμαρτίας τούς δυστυχείς άμαρτωλούς καί νά προσέχουν πολύ, γιά νά διακρίνουν ποιά λέπρα, δηλαδή άμαρτία, dvai θανάσιμη καί ποιά συγγνωστή, ποιά μερική καί ποιά καθόλου, ποιά dvai στήν έπκράναα καί ποιά ριζωμένη στό βάθος.


 Καί, γιά νά μιλήσω μέ συντομία, οί Πνευματικοί ώρίσθηκαν ποιμένες καί βοσκοί έπάνω στά λογικά πρόβατα τού Χριστού άλλ’ είναι άνόγκη καί νά χύνουν πολλούς ίδρωτες, άνεβαίνοντας στά όρη, κατεβαίνοντας στά λαγκάδια, τρέχοντας καί ζητώντας έδώ καί έκεί, γιά νά βρούν τό πλανεμένο πρόβατο, τόν άμαρτωλό, πού είναι θηριάλωτος άπό τόν διάβολο, καί βρίσκοντάς το νά τό σηκώνουν στόν ώμο τους καί νά τό προσφέρουν σωσμένο στόν άρχιποίμενα Χριστό, ώς δώρο πολύτιμο, σύμφωνα μέ τό «Όλοι, όσοι είναι γύρω του, θά τού προσφέρουν δώρα» (Ψαλμ. 75,12).

Γι’ αύτό καί έμείς, γιά νά συμβοηθήσουμε σ’ αύτόν τόν μεγάλο κόπο τών Πνευματικών, φροντίσαμε νά συγκεντρώσουμε άπό διαφόρους Διδασκάλους τήν παρούσα σύντομη, άλλά συγχρόνως καί πρακτική Διδασκαλία, καί διά μέσου αύτής νά εύκολύνουμε οπωσδήποτε τήν δυσκολία, πού αύτοί δοκιμάζουν στό έργο τού πνευματικού τους έπαγγέλματος, άφού προσθέσαμε καί τούς Κανόνες τού Αγίου Ίωάννου τού Νηστευτού, έξηγημένους μέ άκρίβεια καί μερικά άλλα, γιά νά κανονίζουν σύμφωνα μέ αύτούς τούς μετανοούντες.

Δεχθήτε λοιπόν, ώ σεβασμιώτατοι Πνευματικοί, μέ πατρική εύμένεια τό μικρό αύτό Βιβλιάριο καί διαβάζοντάς το καί βοηθούμενοι, μή παύσετε νά παρακαλήτε τόν Θεό γιά τίς άμαρτωλές έκείνες ψυχές, πού κόπιασαν γιά τήν συλλογή καί σύνθεσι καί τήν έκδοσί του «πρός κοινήν ώφέλειαν τού Χριστωνύμου λαού».

Υγιαίνετε!

 Ό έλάχιστος Νικόδημος Μοναχός

                          

  «Αδελφοί, έάν καί προληφθή άνθρωπος εν τινι παραπτώματι, ύμείς οί Πνευματικοί καταρτίζετε τόν τοιούτον έν ττνεύματι πραότητος» (Γaλ. 6,1).




ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Μύθος έην Ραδάμανθυς, ότεΠλούτων, καί ό Μίνως,

Πρός τόν πνευματικός ώδε κρίνοντα δίκας.

Μύθος έην Γαληνός, άμ’ Ίπποκράτει ό Απόλλων,

πρός τόν πνευματικός ωδ’άκέοντα νόσους.

Καί γάρ τοσσατίω προφερέστερος ούτος έκείνων,

Σώματος όσσατίω πνεύμα άρειον έει.



  

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Διδασκαλία σύντομη καί πρακτική πρός τόν Πνευματικό, συγκετρωμένη άπό διάφορους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.


Τί πρέπει νά έχη κάποιος πρίν νά γίνη Πνευματικός. Καί πρώτα ή άρετή τού Πνευματικού.

Πρώτα λοιπόν έσύ, Πάτερ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός, πρέπει νά έχης μία έξαίρετη καί διαφορετική άρετή καί άγιότητα άπό τούς άλλους άνθρώπους καί άπό αύτούς άκόμη τούς συνιερείς σου, άπό τούς όποίους πρόκειται νά έκλεγής, καί νά έχης γιατρεμένα καί νικημένα τά πάθη σου, νά έχης διαφορετική άγιότητα άπό τούς άλλους· διότι έσύ, πού θά γίνης Πνευματικός, πρέπει νά ζής μία ζωή πνευματική, κυβερνώμενος μέ τήν χάρι καί διάκρισι τού Αγίου Πνεύματος, άν θέλης νά έχης τό όνομα τού Πνευματικού άληθινό καί σύμφωνο μέ τό πράγμα. [1]

Γι’ αύτό τόσο ό μέγας Βασίλειος ώς έξής άναφέρει γιά τό τί είναι ό Πνευματικός· «Αύτός πού δέν ζεί σύμφωνα μέ τόν νόμο τής σάρκας, άλλά οδηγείται άπό τό Πνεύμα τού Θεού καί είναι υιός Θεού καί γίνεται σύμμορφος μέ τήν εικόνα τού υίού τού Θεού, Πνευματικός ονομάζεται» (Κεφ. κε' τών περί τού Αγίου Πνεύματος)· όσο καί ό θείος Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέει· «Δέν μπορούν όλοι νά καθοδηγήσουν καί άλλους, άλλά μόνον έκείνοι, στούς όποίους δόθηκε ή θεία διάκρισις, κατά τόν Απόστολο· «Διάκρισις πνευμάτων, είναι αύτή πού ξεχωρίζει τό χειρότερο άπό τό καλλίτερο μέ τήν μάχαιρα τού λόγου» (Σελ. 923 τής Φιλοκαλίας).

Άλλά δέν φθάνει μόνο νά έχης ένα άπλό χάρισμα τού Αγίου Πνεύματος, άλλά πρέπει νά ζητήσης καί έσύ άπό τόν Θεό νά σού δώση διπλάσιο (γιά νά μή πώ καί πολλαπλάσιο) χάρισμα τού Αγίου Πνεύματος, όπως καί ό Έλισσαΐος τό ζήτησε άπό τόν Ήλία· «Δώσε μου σέ παρακαλώ διπλή τήν χάρι σου σέ έμένα» (Δ' Βασιλ. 2,9)· γιά νά μπορής μέ αύτό καί τόν έαυτό σου νά κυβερνάς καί τούς άλλους· είπα λοιπόν καί ότι πρέπει νά έχης γιατρεμένα καί νικημένα τά πάθη έσύ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός· διότι, άν, πρίν νά θεραπεύσης τά δικά σου πάθη, ζητής νά θεραπεύσης τά πάθη τών άλλων, θά άκούσης τό «’Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» καί τό «Άλλων ιατρός, ένώ ό ίδιος είναι γεμάτος άπό πληγές» [2] διότι, άν έσύ πρόκειται νά είσαι πράγματι φωτιστικός καί τελειωτικός τών άλλων, πρέπει πρώτα έσύ νά φωτίσης καί νά τελειώσης τόν έαυτό σου, καί έτσι νά φωτίζης καί νά τελειοποιής καί τούς άλλους. Καί γενικά, πρώτα πρέπει έσύ νά έχης καί υστέρα νά μεταδίδης καί στούς άλλους· «Διότι ή μετοχή προηγείται τής μεταδόσεως»· όπως λέει ό Αρεοπαγίτης Διονύσιος (Έκκλ. Ίεραρχ. κεφ. γ'). Καί τελευταίο, διότι έσύ πρόκειται νά είσαι ό τύπος καί τό παράδειγμα κάθε καλού καί άρετής, μπροστά στούς οφθαλμούς τών πνευματικών σου τέκνων· καί άν έσύ, γιά παράδειγμα, νηστεύης, θά νηστέψουν καί αύτά· άν έσύ ταπεινώνεσαι, θά ταπεινώνωνται καί αύτά· καί γιά νά μιλήσω περιληπτικά, άν έσύ ζής σεμνά καί σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Χριστού, έτσι παρακινούνται νά ζούν καί αύτά. Έάν όμως έσύ λές μόνον, άλλά δέν κάνης, νά γνωρίζης, ότι ούτε αύτά θά άκούσουν τά λόγια σου· διότι πιστεύουν περισσότερο έκείνα, πού βλέπουν σ’ εσένα μέ τό έργο, παρά έκείνα, πού άκούν άπό τό στόμα σου μέ τά αύτιά· «’Οφθαλμοί γάρ», σύμφωνα μέ τήν λαϊκή παροιμία, «ώτίων πιστότεροι».

’Έπειτα, έσύ θά συνάντησης στήν έξομολόγησι τόσα έπικίνδυνα πρόσωπα· έσύ θά άκούσης τόσες αισχρές άμαρτίες τών άνθρώπων καί τόσους ρύπους καί μολυσμούς τών παθών τους· λοιπόν χρειάζεται νά είσαι ή σάν ήλιος άπαθής, ό όποίος περνώντας τόσους βρώμικους τόπους δέν μολύνεται· ή όπως έκείνη ή καθαρή περιστερά τού Νώε ή όποια περνώντας τόσα βρωμισμένα σώματα τών πνιγμένων άνθρώπων άπό τόν κατακλυσμό, δέν κάθισε επάνω σέ κανένα άπό αύτά· ή νά είσαι σάν ένας νιπτήρας άργυρός ή χρυσός, ό όποίος, πλύνοντας καί καθαρίζοντας τίς βρωμιές τών άλλων, ό ίδιος δέν λερώνεται καθόλου· έτσι παρομοιάζει τόν άξιο καί άπαθή ποιμένα ό Συμεών ό νέος Θεολόγος· γι’ αύτό καί ό άγιος Μελέτιος ό 'Ομολογητής λέει, ότι δέν πρέπει οί έμπαθείς νά ήγεμονεύουν καί νά οικονομούν ψυχές.


     «"Οπως άκριβώς δέν μπορεί τό λιοντάρι νά βόσκη τά πρόβατα,

     "Οπως άκριβώς δέν είναι σωστό ή όρνιθα νά ποιμαίνη την Κερδώ,

     *Έτσι δέν πρέπει οί έμπαθείς νά ηγούνται τών ψυχών,

     Τίς όποιες πρέπει νά τίς οδηγήσουν στόν Θεό λυτρωμένες άπό τά πάθη ».      (Βαθμ. ροα')


     Έάν όμως, όντας έμπαθής, ζητήσης νά γίνης Πνευματικός, άλλοίμονο! Βέβαια, έσύ, έχοντας τόν νού σκοτισμένο άπό τά πάθη, δέν θά μπορέσης νά διακρίνης τήν πρέπουσα διόρθωση πού χρειάζεται ό κάθε άμαρτωλός· «Υποκριτή, βγάλε πρώτα άπό τό μάτι σου τό δοκάρι καί τότε θά μπορέσης νά βγάλης τό σκουπιδάκι άπό τό μάτι τού άδελφού σου» (Ματθ. 7,5). Έσύ δέν θά κανονίζης όπως πρέπει, άλλά θά κάνης εύκολώτατα ύπερβολικές συγκαταβάσεις στούς άμαρτωλούς έκείνους, πού θά πέσουν στά ίδια πάθη, πού έχεις καί έσύ· «Κρίνοντας τόν άλλον καταδικάζεις τόν ίδιο τόν έαυτό σου, άφού καί έσύ ό κριτής κάνεις τά ίδια» (Ρωμ. 2,1)  [3]

 Έσύ δέν θά μπορέσης νά έπιστρέφης τούς άμαρτωλούς πρός τόν έαυτό σου· άλλά οί άμαρτωλοί, άντίθετα, θά επιστρέφουν έσένα πρός τόν έαυτό τους· έκείνοι έσένα πρός τό θέλημά τους καί όχι έσύ έκείνους πρός τό θέλημά σου· πράγμα πού έμποδίζει ό Θεός, λέγοντας πρός τόν Ιερεμία· «Θά επιστρέφουν οί άλλοι πρός έσένα, έσύ όμως δέν θά έπιστρέψης πρός αύτούς» (Ίερ. 15,19). Πόσου όμως κινδύνου καί πόσης ψυχικής άπωλείας είναι πρόξενα καί τά τρία αύτά καί σέ έσένα καί στούς μετανοούντες, ποιος δέν τό βλέπει; [4]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'


Ή γνώσι τού Πνευματικού. Καί πρώτο ή γνώσι τών θείων Γραφών, Δογμάτων καί Ιερών Κανόνων.

Δεύτερο, πρέπει έσύ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός, νά έχης μία διαφορετική άπό τούς άλλους γνώσι καί έμπειρία στήν Παλαιά καί νέα Γραφή, στά δόγματα τής πίστεως, τά περιεχόμενα στό Πιστεύω· ίδαιτέρως όμως καί προπάντων σέ όλους τούς άποστολικούς, συνοδικούς καί Πατερικούς Κανόνες, πού περιέχονται στήν βίβλο, πού πρίν άπό λίγα χρόνια τυπώθηκε, στήν μελέτη τών όποιων πρέπα νά άσχολήσαι νύκτα καί ήμέρα, σέ τρόπο πού νά τούς μάθης άπό στήθους· έπάνω σ’ αύτούς νά κοιμάσαι, όπως ό Αλέξανδρος στού 'Ομήρου τήν Ίλιάδα, καί αύτούς νά άναπνέης κάθε ώρα καί στιγμή. Έπαδή καί έσύ θά γίνης ό κυβφνήτης τού καραβιού τής Αγίας ’Εκκλησίας καί έσύ ίδιατέρως πρόκαται νά κρατής στά χέρια σου τούς κανόνα; αύτούς, οί όποίοι είναι σάν ένα τιμόνι τής ’Εκκλησίας. Γι’ αύτό είναι  ύποχραομένος νά είσαι έκ τών προτέρων έξασκημένος, πώς πρέπα νά τό γυρίζης καί νά τό στρέφης έπιστημονικά, ώστε, στόν κατάλληλο καιρό, όταν δηλαδή γίνης Πνευματικός, μέ αύτήν τήν έμπειρη διακυβέρνησί σου νά έλευθερώσης άπό τήν φουρτούνα τής άμαρτίας τούς ταλαίπωρους άμαρτωλού [5]


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'


Τά θανάσιμα, τά συγγνωστά καί τά τής έλλείψεως άμαρτήματα.


Ακόμη πρέπει νά ξέρης, ότι όπως ό ιατρός πρέπει νά ξέρη ποιές είναι οί άσθένειες τού σώματος, γιά νά τίς ίατρεύη· έτσι καί έσύ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός, πρέπει νά γνωρίζης ποιές είναι οί άσθένειες τής ψυχής, δηλαδή οί άμαρτίες, γιά νά ξέρης καί νά τίς ίατρεύης. Μολονότι όμως οί άσθένειες τής ψυχής, δηλαδή τά άμαρτήματα, είναι πολυποίκιλα, παρ’ όλα αύτά, γενικά διαιρούνται στίς έξής τρεις κατηγορίες. Γι’ αύτό πρέπει νά ξέρης ποιά είναι τά θανάσιμα, ποιά τά συγγνωστά καί όχι θανάσιμα καί ποιά τά τής έλλείψεως καί άπραξίας άμαρτήματα.

Τά θανάσιμα.

Θανάσιμα λοιπόν σύμφωνα μέ τόν Σχολάριο Γεννάδιο, τόν Κορέσσιο, τήν ’Ορθόδοξη 'Ομολογία καί τόν Ιεροσολύμων Χρύσανθο, είναι τά προαιρετικά έκείνα άμαρτήματα, πού καταστρέφουν ή μόνο τήν πρός τόν Θεό άγάπη ή τήν άγάπη πρός τόν πλησίον μαζί μέ τήν πρός τόν Θεό καί κάνουν έκείνον, πού τά διαπράττει, έ-χθρό τού Θεού καί ένοχο γιά τόν αιώνιο θάνατο τής κο-λάσεως. Αύτά λοιπόν γενικά είναι· Ή ύπερηφάνεια, ή φιλαργυρία, ή πορνεία, ό φθόνος, ή γαστριμαργία, ό θυμός καί ή άκηδία, δηλαδή άμέλεια [6]


Τά συγγνωστά *  (Σημείωσις Συντάκτου)


Συγγνωστά πάλι είναι έκείνα τά προαιρετικά άμαρτήματα, πού δέν καταστρέφουν τήν πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον άγάπη, ούτε κάνουν τόν άνθρωπο έχθρό τού Θεού καί ένοχο γιά τόν αιώνιο θάνατο, στά όποια συγγνωστά άμαρτήματα ύπόκεινται καί αύτοί οί 'Άγιοι, σύμφωνα μέ τό ρητό τού Άδελφοθέου· «Πολλά γάρ πταίομεν άπαντες» (Ίακ. 3,2) καί τό τού Ίωάννου. «’Εάν εϊπωμεν, άμαρτίαν ούκ έχομεν, έαυτούς πλανώμεν» (Α Ίωάν. 1,8), καί σύμφωνα μέ τόν ρκε’, ρκστ', ρκζ' Κανόνα τής έν Καρθαγένη. Καί αύτά είναι, σύμφωνα μέ τόν Κορέσσιο καί τόν Χρύσανθο, ό άργός λόγος, ή πρώτη κίνησις καί ταραχή τού θυμού, ή πρώτη κίνησις τής επιθυμίας, ή πρώτη κίνησις τού μίσους, τό παιγνιώδες ψεΰδος, ό κατά πάροδον φθόνος, δηλαδή ό κοινώς λεγόμενος ζήλος, πού είναι μικρή λύπη γιά τά καλά τού πλησίον, καί τά όμοια7.


   *   (Σημείωσις Συντάκτου )  Σέ ώρισμένες περιπτώσεις, γιά νά μή άναφέρωνται οί λέξεις καί φράσεις, όπως ύπάρχουν στό πρωτότυπο πρός άποφυγήν σκανδαλισμού, χρησιμοποιήθηκαν επιεικέστεροι χαρακτηρισμοί. "Ετσι άντί τών φράσεων άρσενοκοιτία, κτηνοβασία, πτηνοβασία, χρησιμοποιήθηκε ή φράσις «άκατανόμαστα πάθη». Όπου λοιπόν συναντάται ή φράσις αύτή, ας γνωρίζη ό αναγνώστης, ότι πίσω άπό την φράσι αυτή έξυπακούεται ένα άπό τά πάθη αύτά η όλα μαζί.


  



 Γνώριζε λοιπόν, Πνευματικέ, ότι όσα άμαρτήματα ονομάζονται μέ ένα όνομα γενικό, Συγγνωστά, δέν είναι ενός καί τού ίδιου βαθμού, άλλά είναι διαφόρων βαθμών μικροτέρων καί μεγαλυτέρων, κατωτέρων καί άνωτέρων· καί άκρα μέν είναι τά Συγγνωστά καί τά Θανάσιμα· άνάμεσα όμως στά άκρα αύτά βρίσκονται διάφοροι βαθμοί άμαρτιών, άρχίζοντας άπό τά Συγγνωστά καί άνεβαίνοντας στά Θανάσιμα· στούς όποίους βαθμούς, οί μέν Παλαιοί δέν τούς έβαλαν ονόματα, ίσως διότι είναι πολλοί καί διαφορετικοί ώς πρός τά γένη ή είδη τών άμαρτιών, στά όποια θά συναντούσαν. ’Εμείς όμως έδώ χάριν έξηγήσεως ονομάζουμε μερικά άπό αύτά γιά δική σου γνώσι, άρχίζοντας άπό τά κάτω. Συγγνωστά, έγγύς τών Συγγνωστών, Άθανάσιμα, έγγύς τών Άθανασίμων, Μέσον τών Άθανασίμων καί Θανάσιμων, έγγύς τών Θανάσιμων, Θανάσιμα· όπως γιά υπόδειγμα στήν περίπτωσι τών άμαρτιών τού θυμικού. Συγγνωστό μέν είναι ή πρώτη κίνησις τού θυμού· έγγύς τών Συγγνωστών δέ είναι, τό νά πή κανείς καί λόγια σκληρά καί μέ θυμό. Άθανάσιμο είναι, τό νά βρίση κάποιος· έγγύς τών Άθανασίμων, τό νά κτυπήση μέ χέρι. Μέσο τών Άθανασίμων καί Θανάσιμων, τό νά κτυπήση μέ ξύλο μικρό· έγγύς τών Θανάσιμων, τό νά κτυπήση μέ ξύλο μεγάλο, ή μέ μαχαίρι, όχι σέ καίριο μέρος. Θανάσιμο δέ, τό νά φονεύση. Καί στά άλλα παρόμοια γίνεται. 'Ώστε τά άμαρτήματα, πού είναι πιό κοντά στά συγγνωστά, έλαφρότερα κανονίζονται, ένώ έκείνα, πού είναι πιό κοντά στά θανάσιμα, βαρύτερα κανονίζονται.


 Ή έλλειψις τών άμαρτιών.


Άμαρτήματα τής έλλείψεως ονομάζονται έκείνα τά καλά έργα ή λόγια ή νοήματα, πού μπορούσε κάποιος νά τά κάνη ή νά μπορούσε κάποιος νά κάνη ή νά νοήση, όμως άμέλησε καί δέν τά έκανε, ούτε τά είπε, ούτε τά ένόησε, τά όποια γεννιώνται, όπως είπαμε, άπό τήν θανάσιμη άμαρτία τής Ακηδίας. Γνωρίζω πολύ καλά, ότι τά άμαρτήματα αύτά τής έλλείψεως οί άνθρωποι δέν τά γνωρίζουν ότι γενικά είναι άμαρτήματα· διότι λίγοι είναι έκείνοι, πού σκέπτονται γιά άμαρτία, άν δέν έκαναν τήν τάδε έλεημοσύνη, πού μπορούσαν καί είχαν τόν τρόπο νά κάνουν, ή έκείνη τήν καλή συμβουλή, πού μπορούσαν νά δώσουν στόν πλησίον, ή νά κάνουν τήν τόση προσευχή ή άλλη άρετή.


Άλλά όμως καί αύτό γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ότι ό Θεός καί γιά αύτά θά ζητήση λογαριασμό έν ήμέρα κρίσεως. Ποιος μάς βεβαιώνει; Τό παράδειγμα τού όκνηρού εκείνου δούλου, πού είχε τό ένα τάλαντο καί τό παράχωσε στήν γή, ό όποίος καταδικάσθηκε όχι έπειδή έκανε καμμιά άμαρτία ή άδικία σ’ αύτό (διότι έκείνο, πού τού δόθηκε ολόκληρο πάλι τό έπέστρεψε όπως λέει ό μέγας Βασίλειος στό Προοίμιο τών κατά πλάτος όρων)· άλλά έπειδή, ένώ μπορούσε νά τό πολλαπλασιάση, άμέλησε καί δέν τό πολλαπλασίασε·


 «Έπρεπε νά βάλης τά χρήματά μου στήν τράπεζα καί έγώ, όταν έπέστρεφα, θά τά έπαιρνα μέ τόκο» (Ματθ. 25,27). Μάς διαβεβαιώνει καί τό παράδειγμα τών πέντε μωρών παρθένων, οί όποιες κατακρίθηκαν όχι γι’ άλλο, άλλά μόνο γιά τήν έλλειψι τού έλαίου. Καί ή παράστασις τών άμαρτωλών, πού στέκονται στήν άριστερή μεριά· αύτοί θά κατακριθούν, όχι διότι έκαναν κάποια άμαρτία, άλλά διότι έλειψαν καί δέν έλέησαν τόν άδελφό τους· «Πείνασα καί δέν μού δώσατε νά φάω· δίψασα καί δέν μέ ποτίσατε» (Ματθ. 25,42). Καί ή αιτία είναι, διότι ό Θεός έδωσε στόν άνθρωπο τήν φυσική δύναμη όχι γιά νά τήν άφίνη άργή καί μάταιη, χωρίς ενέργεια καί καρπό, όπως άφησε άργό τό τάλαντο τού Κυρίου ό οκνηρός δούλος έκείνος, πού είπαμε παραπάνω, άλλά τού τήν έδωσε, γιά νά τήν βάλλη σέ ένέργεια καί πράξι καί αύξηση έργαζόμενος μέ αύτήν τό άγαθό καί τίς έντολές τού Κυρίου καί έτσι μέ αύτή νά σωθή. Γι’ αύτό είπε καί ό μέγας Βασίλειος· «Γιά όλες τίς έντολές πού μάς δόθηκαν άπό τόν Θεό, δεχθήκαμε έκ τών προτέρων άπό αύτόν καί τίς δυνάμεις γιά νά τίς έκτελέσουμε, γιά νά μή δυσανασχετούμε σάν νά μάς ζητείται κάτι τό νέο άπό αύτόν, ούτε νά έπαιρώμαστε, ότι προσφέρουμε τάχα κάτι περισσότερο άπό έκείνο πού μάς δόθηκε». Άλλά καί ό άδελφός του Γρηγόριος ό Νύσσης, σύμφωνα μέ τά όσα λέχθηκαν παραπάνω, λέει· «Όπως άκριβώς θά λάβη τόν μισθό, όπως λέει ό Απόστολος, σύμφωνα μέ τόν δικό του κόπο ό καθένας, έτσι οπωσδήποτε καί τήν τιμωρία, γιά τήν άδιαφορία έκείνων τών κόπων, πού δέν κατέβαλε, σύμφωνα μέ τήν δύναμί του» (Λόγ. ιβ' κατ’ Εύνομίου τόμ. β') [8]

Αμαρτήματα τής έλλείψεως λέγονται καί όσα κακά μπορούσαν μερικοί καί είχαν τόν τρόπο νά τά έμποδίσουν μέ λόγο ή μέ έργο καί δέν τά έμπόδισαν, γι’ αύτό καί έπιτιμούνται παρόμοια μέ έκείνους, πού τά κάνουν, σύμφωνα μέ τόν κε' Κανόνα τής έν Άγκύρα, τόν οα’ τού μεγάλου Βασιλείου καί τόν κε' τού Αγίου Ίωάννου τού Νηστευτού.

 Ακόμη πρέπει νά ξέρης, Πνευματικέ, ότι οί βαθμοί τής άμαρτίας άπό τήν άρχή έως τό τέλος είναι δώδεκα· πρώτος βαθμός είναι, όταν κάνη κανείς τό καλό, όχι όμως καλά, άλλά ένώνει τό καλό μέ τό κακό. Καί αύτό γίνεται μέ επτά τρόπους, όπως λέει ό μέγας Βασίλειος· ή παρά τόπον ή παρά καιρόν ή παρά πρόσωπον ή παρά πράγμα ή παρά μέτρον ή παρά τάξιν ή παρά διάθεσιν καί σκοπόν (Λόγ. β' στό βάπτισ. Έρώτησ. η')· γιάά παράδειγμα, όταν κάνη κανείς έλεημοσύνη ή νηστεία ή άλλο καλό, γιά νά δοξασθή άπό τούς άνθρώπους. Δεύτερος βαθμός είναι ή τέλεια άργία τού καλού. Τρίτος ή προσβολή τού κακού. Τέταρτος ό συνδυασμός. Πέμπτος ή πάλη [9] Έκτος ή συγκατάθεσις [10] Έβδομος ή κατά διάνοιαν άμαρτία, κατά τόν Άγιο Μάξιμο· όταν δηλαδή ό άνθρωπος, άφού κάνη συγκατάθεση φροντίζη νά τυπώνη τήν άμαρτία έκείνη στόν νού του, τόσο παστρικά, σάν νά τήν κάνη καί μέ έργο. Όγδοος αύτή ή πράξις καί κατ’ ένέργεια άμαρτία. Ένατος, ή συνήθεια καί τό νά διαπράττη κανείς τήν άμαρτία συχνά. Δέκατος ή έξι τής άμαρτίας, ή όποια μέ βία καί δυναστεία άναγκάζει τόν άνθρωπο νά άμαρτάνη, είτε τό θέλει, είτε δέν τό θέλει.

Ενδέκατος ή άπόγνωσις, δηλαδή ή άπελπισία. Δωδέκατος ή αύτοκτονία, δηλαδή τό νά θανατώνη ό άνθρωπος τόν έαυτό του, έχοντας τόν νού του υγιή, έπειδή κυριεύθηκε άπό τήν άπόγνωσι. Λοιπόν, έσύ Πνευματικέ Πάτερ, πρέπει νά φροντίζης μέ κάθε τρόπο νά έπιστρέφης τόν άμαρτωλό στούς πίσω καί μικροτέρους βαθμούς τής άμαρτίας καί νά τόν έμποδίζης νά προχωρή σέ αύτούς πού είναι μπροστά καί είναι οί μεγαλύτεροι. Καί περισσότερο άπό όλα, πρέπει νά φροντίζης νά τόν άποκόβης άπό τήν άπόγνωσι, σέ όποίονδήποτε μεγάλο βαθμό τής άμαρτίας κι άν βρίσκεται [11 - 12·]

Σελίδες 4 έως 32



Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»                  

Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, καί λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
               
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα, μορφοποίηση κειμένου και εικόνων  έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια (Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του  ©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ) , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :



© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



http://www.alavastron.net/

ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

 

   1 Σημείωσε, ότι τριών είδών άνθρωποι ύπάρχουν στόν κόσμο· Σαρκικοί, Ψυχικοί καί Πνευματικοί. Καί Σαρκικοί είναι, όσοι βρίσκονται στό παρά φύσιν· Ψυχικοί είναι, όσοι βρίσκονται στό κατά φύσιν. Πνευματικοί πάλι, όσοι βρίσκονται στό ύπέρ φύσιν. Γιά παράδειγμα, σαρκικός άνθρωπος είναι εκείνος, πού αδικεί τόν άλλον, ψυχικός άνθρωπος είναι εκείνος, πού ούτε άδικέΐ τόν άλλον, ούτε θέλει νά άδικηται άπό τούς άλλους· Πνευματικός δέ άνθρωπος είναι εκείνος, πού όχι μόνο δέν άδικεί τόν άλλον, άλλά καί, όταν άδικηται άπό τούς άλλους, τό ύπομένει εύχάριστα καί δέν ζητεί έκδίκησι. Γι’ αύτούς τούς τρεις γράφει ό Απόστολος Παύλος «'Όπου έν ύμΐν ζήλος καί έρις καί διχοστασίας σύχί σαρκικοί έστε καί κατά άνθρωπον περιπατείτε;». (Α’ Κορ. 3,3). (Ιδού ό Σαρκικός άνθρωπος). «Ψυχικός δε άνθρωπος ού δέχεται τά τού Πνεύματος τού Θεού· μωρία γάρ αύτώ έστι, καί ού δύναται γνώναι ότι πνευματικούς άνακρίνεταυ> (ό. π. 2,14). (Ιδού ό Ψυχικός άνθρωπος). «Ό δέ Πνευματικός άνακρίνει μέν πάντα, αύτός δέ ύπ’ ούδενός άνακρίνεται» (ό. π. 2,15 (δηλαδή άπό κανένα ψυχικό η σαρκικό άνθρωπο), άλλά πάλι άπό άλλον Πνευματικό, σύμφωνα με τό, «ΠνευματικοΤς πνευματικά συγκρίνοντες» (ό. π. 2,13). ’Ιδού καί ό Πνευματικός άνθρωπος.



     2 Τήν παροιμία αυτή άναφερει ό Θεολ Γρηγόριος στόν Απολογητικό




      3       Γι’ αύτό διαβάζουμε στό «Πνευματικός διδασκόμενος» (σελ. 135), ότι ένας Χριστιανός ρώτησε ένα σοφό, έάν είναι οί ίδιες άμαρτίες σέ διάφορους τόπους. Ό σοφός τού άποκρίθηκε, ότι οί ίδιες είναι, διότι ό Θεός είναι ό ίδιος σέ διαφόρους τόπους. Τότε τού λέει ό Χριστιανός· πώς λοιπόν εγώ γιά τίς ίδιες άμαρτίες, πού έκανα σέ διάφορους τόπους, κανονίσθηκα διαφορετικά; διότι, όταν ήμουν στόν τάδε τόπο, ό εκεί Πνευματικός γιά την μέθη καθόλου δέν μέ έλεγξε, άλλά γιά τήν πορνεία τόσο πολύ μέ έπέπληξε, πού ή έπίπληξις στάθηκε ικανή νά μέ έμποδίση άπό τήν άμαρτία. "Οταν όμως ήμουνα στόν τάδε τόπο, ό έκεί  Πνευματικός, γιά τήν πορνεία ούτε μία μικρή νουθεσία μσΰ είπε, ένώ γιά τήν μέθη πολύ μέ έλεγξε ώς ιερόσυλο καί μέ κανόνισε. Μαθαίνουμε λοιπόν άπό αύτό, ότι οί Πνευματικοί αύτοί στά πάθη πού είχαν καί αύτοί, έκαναν συγκατάβασι ύπερβολική, ένώ στά πάθη έκείνα, πού δέν είχαν, έκαναν τόν κατάλληλο έλεγχο.


     4      Γι’ αύτό καί ό δίικηφόρος ό Χαρτοφύλαξ λύνοντας μερικά ζητήματα Θεοδοσίου τού ’Εγκλείστου, λέει· «Πράγματι είναι επικίνδυνο τό νά δένη καί νά λύνη κανείς επιπόλαια έκείνους, πού έχουν πέσει σέ πταίσματα, καί νά μή κατασκευάζη τά κατάλληλα φάρμακα γιά τά παθήματα» (Σελ. 343 της Γραικόρσυμ.). Γι’ αύτό καί ό μέγας Βασίλειος παρομοιάζει τόν έμπαθη καί άπειρο Πνευματικό καί Ποιμένα μέ τόν άπειρο Έπαοιδό, δηλαδή μέ εκείνον, πού δέν γνώριζα νά πιάνη καί νά έξημερώνη τά φίδια καί τά θηρία, ό όποίος προσπαθώντας νά τά πιάση, δαγκώνεται άπό αύτά καί θανατώνεται· «Μή θέλης νά διορθώνης έτασμούς τών θηρίων, μή έχοντας πείρα τού έπάδειν, μήπως σύρης επάνω σου τά φίδια καί σέ τυλίξουν καί, μή μπορώντας νά άντισταθής, άσυγχώρητα θανατωθης άπό αύτά» (Παραινέσ. περί άποταγής βίου). Λέει λοιπόν ό 'Άγιος έδώ τό άσυγχώρητα «άσυγγνώστως», διότι τόν παρόμοιο κανένας δέν συμπονέΐ ούτε ελεεί· διότι, μή όντας άξιος, μόνος του άποπειράθηκε νά οίκονομή ψυχές, όπως είπε ό σοφός Σειράχ «Ποιός θά λυπηθη τόν μάγο, πού γοητεύει τά φίδια η τούς θηριοδαμαστές, πού πλησιάζουν τά θηρία; » (Σειρ. 12,13). Ό δέ Συμεών ό νέος Θεολόγος λέει, ότι ό εμπαθής Πνευματικός μοιάζει μέ τόν νιπτήρα τόν πήλινο η ξύλινο, ό όποίος πλένει καί καθαρίζει τούς άλλους, άλλά καί ό ’ίδιος πιάνει άκαθαρσία στόν έαυτό του. Λοιπόν, επειδή καί ό Πνευματικός πρέπει νά είναι άπαθής, δύσκολο όμως είναι νά βρεθούν σέ κάθε μέρος άπαθείς, καί μάλιστα στήν δική μας τήν γενιά, γι’ αύτό οί άγιοι Αρχιερείς, πρέπει τουλάχιστον νά διαλέγουν τούς γεροντότερσυς στήν ήλικία καί εμπειρότερους Ιερείς, καί αύτούς νά κάνουν Πνευματικούς, επειδή λόγω ήλικίας έχουν καί μεγαλύτερη γνώσι καί οπωσδήποτε έχουν καταδαμάσει τά πάθη καί όχι νά κάμνουν Πνευματικούς τούς νέους 'Ιερείς, πού λόγω νεότητος είναι άπειροι καί στήν γνώσι καί τά πάθη έχουν ζωντανά καί άδάμαστα· εκτός μόνο, άν τύχη νά βρεθή κάποιος νεώτερος, πού στή νεότητα έχει άρετή μαζί καί φρόνησι γεροντική· αύτός δέν άπαγορεύεται νά γίνη (όπως νομίζω) Πνευματικός, έπειδή σύμφωνα μέ τόν Σολομώντα· «Λευκά μαλλιά γιά τόν άνθρωπο είναι ή φρόνησις καί σεβαστή ήλικία έκείνη, πού έχει βίο άκηλίδωτο». (Σοφ. Σολ. 4,9). Συμβουλεύουν όμως μερικοί, ότι είναι άσφαλέστερο καί καλύτερο νά γίνωνται Πνευματικοί οί έγγαμοι ιερείς, δηλ. καί κατά τά άλλα άξιοι, παρά οί παρθένοι καί άγαμοι Ιερομόναχου Διότι οί μέν έχουν λιγώτερο πόλεμο στήν σάρκα, ένώ αύτοί έχουν πόλεμο περισσότερο. Ό δέ Ιωσήφ ό Βρυέννιος λέει, ότι πρέπει νά γίνωνται ιερείς, καί μάλιστα Πνευματικοί, οί πλουσιότεροι καί όχι οί πτωχότεροι, γιά νά μήν είναι ύποχρεωμένοι νά παίρνουν χρήματα άπό τούς Χριστιανούς, άλλά άντίθετα νά τούς δίνουν (Τόμ. γ' κεφ. λθ'). Συγκαταβαίνει δέ καί ό Άγιος ’Ιωάννης της Κλίμακος καί λέει τά έξης στόν Ποιμένα· «Υπάρχουν μερικοί, πού άνέλαβαν φορτία άλλων ύπεράνω τών δυνάμεών τους άπό πνευματική άγάπη φέροντας στόν νού τους ’Εκείνον πού είπε: «Μεγαλύτερη άγάπη άπό αυτήν κανείς δέν έχει» κ,τ,λ. (Ιωάν. 15,3). Υπάρχουν καί άλλοι, πού έχουν λάβει ίσως άπό τόν Θεό τήν δύναμι της πνευματικής άναδοχης καί έν τούτοις δέν αναλαμβάνουν μέ εύχαρίστησι χάριν της σωτηρίας τού άδελφού ξένα φορτία. ’Εγώ αύτούς τούς έλεεινολάγησα ώς άνθρώπους χωρίς άγάπη, ένώ γιά τούς προηγουμένσυς βρήκα νά ταιριάζη κάποιος λόγος της Γ ραφής: «Όποίος εξάγει άπό τόν άνάξιο τόν άξιο, θά είναι σάν τό στόμα μου» (Ίερ. 15,19). Καί «όπως συμπερκρερθής στόν άλλον, έτσι άς συμβή καί σ’ έσένα».


     Γνώρισα άσθενή, πού καθάρισε μέ τήν πίστι του τήν άσθένεια άλλου άσθενούς. Τό πέτυχε αύτό ικετεύοντας ύπέρ έκείνου τόν Θεό μέ έπαινετή άναίδεια καί θυσιάζοντας τήν ψυχή του χάριν της άλλης ψυχής μέ ταπεινό βέβαια φρόνημα. Αύτός ύστερα άπό τήν θεραπεία τού άλλου πέτυχε καί τήν δική του θεραπεία. 'Ομοίως γνώρισα άλλον, πού έκανε τό ίδιο, άλλα μέ ύπερηφάνεια. Αύτός ακούσε (τόν Κύριο) νά τόν επίτιμα, λέγοντας, «ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. 4,23). (Λόγ. στόν Ποιμένα).



     5    'Ένας Διδάσκαλος έλεγε, μεγάλο πράγμα είναι αύτό· οί μεν ’Ιατροί νά άσχολούνται πάντοτε στήν μελέτη τών ιατρικών βιβλίων, γιά νά βρουν κανένα ιατρικό, πού νά μπορή νά μακρύνη τήν πρόσκαιρη ζωή ενός άσθενούς· καί οί Πνευματικοί, ή ποτέ ή μέ δυσκολία νά άνοίγουν κανένα θεοσεβές βιβλίο, γιά νά μάθουν κανένα ιατρικό καί μέ αύτό νά δώσουν ζωή αιώνια καί σωτηρία στούς άμαρτωλούς.Θεό άγάπη ή τήν άγάπη πρός τόν πλησίον μαζί μέ τήν πρός τόν Θεό καί κάνουν έκείνον, πού τά διαπράττει, έχθρό τού Θεού καί ένοχο γιά τόν αιώνιο θάνατο τής κολάσεως. Αύτά λοιπόν γενικά είναι· Ή ύπερηφάνεια, ή φιλαργυρία, ή πορνεία, ό φθόνος, ή γαστριμαργία, ό θυμός καί ή άκηδία, δηλαδή άμέλεια.


     6     Σημείωσε, ότι σύμφωνα μέ τήν ’Ορθόδοξη Ομολογία, τόν Γαβριήλ Φιλαδέλφειας καί τόν ΓΊικόλαο Βούλγαρι, της μέν ύπερηφανείας ένέργειες καί άποτελέσματα είναι τά έξης Κενοδοξία, καύχησις, οϊησις, φιλοτιμία, άνυποταξία, καταγέλασις, ύποκρισία, τό πείσμα καί άλλα. Τής δέ φιλαργυρίας τά εξής· Πλεονεξία, άνελεημοσύνη, σκληρότητα τής καρδίας, κλοπή, άρπαγή, ψεύδος, άδικία, δολιότης, έπιορκία, σιμωνία, ιεροσυλία, άπιστία, καί τό κέρδος τών χρημάτων. Τής πορνείας είναιΜοιχεία, κάθε άλλη άκατανόμαστη πράξι, συγκυλισμός, αύνανισμός, άναίδεια, τύφλωσις τού νοός καί άθεοφοβία. Τού φθόνου τά εξής· ’Επιβουλή, έχθρα, χαιρεκακία, φιλονικία, καταλαλιά, άπάτη, προδοσία, φόνος, άχαριστία, λύπη γιά τά καλά εκείνου, πού φθονείται. Τής γαστριμαργίας τά έξής· Λαιμαργία, μέθη, άσωτεία, καρηβαρία, λαγνεία, άκηδία καί άλλα. Τού θυμού τά έξής· Βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονικία, επιορκία, κατάρα, ΰβρις, μάχη, δtαπληκτισμός καί φόνος. Τής δέ άκηδίας αύτά Μικροψυχία, θηλυπρέπεια, λύπη καί άγανάκτησις γιά τό καλό, πού πρόκειται νά κάνη, πρόφασις έν άμαρτίαις, άπόγνωσις, άπιστία, καί γενικά νωθρότης καί έλλειψις τών καλών, πού μπορούσε νά κάνη. Σημείωσε δέ καί αύτό, ότι τά θανάσιμα αύτά νοούνται σάν μερικά πάθη καί έξεις ριζωμένες στήν ψυχή, άπό τά όποια βλαστάναυν τά άνωτέρω άποτελέσματα. Καί ότι άλλα άπό αύτά είναι μεγαλύτερα καί άλλα μικρότερα· άλλα είναι αίτια τών άλλων καί άλλα αίτιατά, όπως είδες, ότι δηλαδή άπό τήν γαστριμαργία γεννιέται ή λαγνεία καί άκηδία· καί ότι αλλα άπό αύτά γεννούν διάφορα άποτελέσματα καί άλλα γεννούν τά ίδια, όπως ό φθόνος καί ό θυμός γεννούν τόν φόνο καί τήν φιλονικία. Ό δέ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος λέει, ότι ή φιλαυτία είναι άρχή καί αίτια όλων τών κακών (Ερμηνεία τού Άποστολικού ρητού «’Έσονται οί άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, κ. τ. λ») γι’ αύτό καί ό Απόστολος τήν έβαλε αύτήν πριν άπό τίς άλλες.



            


     7     Δυσκολοδιάκριτος είναι ό λόγος καί ή άκριβής διαφορά, πού έχουν τά θανάσιμα άμαρτήματα άπό τά συγγνωστά, διότι άλλοι είπαν άλλες διαφορές τών θανάσιμων καί συγγνωστών, έρμηνεύοντας τό ρητό τού Ίωάννου· «’Έστιν άμαρτία πρός θάνατον, καί έστιν άμαρτία μή πρός θάνατον» (Α Ίωάν. 5,1617). Διότι ό μέν Μητροφάνης Σμύρνης λέει, ότι άμαρτία πρός θάνατον είναι κάθε άμαρτία, πού έτιμωρέϊτο άπό τόν παλαιό νόμο μέ θάνατο, όπως ήταν ή κατά Θεού βλασφημία, ό έκούσιος φόνος, ή κτηνοβασία καί άλλα· μή πρός θάνατον, εκείνη πού δέν έτιμωρέΐτο μέ θάνατο, όπως ό άκούσιος φόνος καί άλλα. Ό δέ Σινάίίης Αναστάσιος (Έρώτ. νδ') λέει, ότι ή πρός θάνατον άμαρτία είναι αύτή, πού γίνεται έν γνώσει· μή πρός θάνατον πάλι, αύτή πού γίνεται έν άγνοίμ· άλλά ή κατά Θεού βλασφημία καί ή έν γνώσει μεγάλη άμαρτία, όπως φόνος, μοιχεία, είναι θανάσιμη άμαρτία. Ό ε' Κανών της Ζ' Συνόδου καί ό Οίκουμένιος, πρός θάνατον άμαρτία λένε τήν άμετανόητη καί άδιόρθωτη. Παρόμοια ό Γεώργιος ό Κορέσσιος στόν Θεολογικό ταυ, πού νομίζω, άκριβέστερα άπό τούς άλλους γνώρισε τήν διαφορά τους, λέει, ότι τά θανάσιμα διαφέρουν άπό τά συγγνωστά ή κατά τό γένος, όπως δηλαδή διαφέρει ένα θανάσιμο έργο άπό τόν άργό λόγο καί άπό ένα μάταιο λογισμό· εφόσον τρία είναι τά γενικώτερα γένη της άμαρτίας· τό πονηρό έργο, ό πονηρός λόγος καί τό πονηρό νόημα. Καί όλα τά πονηρά έργα είναι ένός γένους, διαφέρουν όμως μεταξύ τους κατά τό είδος παρόμοια καί όλα τά πονηρά λόγια καί όλα τά πονηρά διανοήματα· διαφέρουν όμως η ώς πρός τήν άτέλεια της πράξεως καί ένεργείας, όπως διαφέρει ή πρώτη κίνησις τού θυμού καί τού μίσους άπό τόν άποτελεσματικό θυμό καί τήν μνησικακία· ή ώς πρός μόνη τήν κουφότητα της ύλης, διότι ή κλοπή πού δέν διαφέρει άπό τήν άλλη κλοπή, ούτε κατά τό είδος, ούτε κατά τήν ύλη, έάν γίνη γιά πολλά χρήματα καί κεφαλαιώδη, είναι θανάσιμη· έάν όμως γίνη σέ κάποια περίπτωση χωρίς νά άκολουθήση μεγάλη ζημία σ’ έκέϊνον, πού έχει τά χρήματα, είναι συγγνωστή. Τά ίδια λέει καί ό Χρύσανθος στό Έξομολογητάριο. Πρόσθεσε άκόμη, ότι διαφέρουν καί κατά τό είδος, διότι ή επιορκία θανάσιμη όντας, διαφέρει κατά τό είδος άπό τόν άργό λόγο. Ό δέ Γεννάδιος ό Σχολάριος (στό Έξομολογητάριο τού Χρύσανθου) μοιράζοντας τά θανάσιμα καί τά συγγνωστά στούς γενικούς τόπους, όπου ένεργουνταη δηλαδή στόν νού, στούς κακούς λογισμούς, στήν γλώσσα, στούς κακούς λόγους καί στό σώμα τά κακά έργα, λέει, ότι κάθε άμαρτία άνήκοντας στόν νού καί κατ’ είδος όντας θανάσιμη, τότε γίνεται θανάσιμη, όταν είδοποιηθη καί τελειοποιηθη σ’ αύτήν, όχι όμως μόνο μέ τήν προσβολή ή τόν συνδυασμό η τήν πάλη (γι’ αύτά βλέπε τόν β' καί γ' καί δ' Κανόνα τού Νηστευτσΰ), άλλά μέ τήν τέλεια συγακατάθεσι (όπως είναι ή ύπερηφάνεια, ή μνησικακία καί ή αϊρεσις καί άλλα). Παρόμοια κάθε άμαρτία πού άνήκει στήν γλώσσα καί ώς πρός τό είδος είναι θανάσιμη, τότε γίνεται θανάσιμη, όταν τελειοποιηθη σ’ αύτόν (όπως είναι ή βλασφημία, ή επιορκία, ή ψευδομαρτυρία καί τά όμοια). Παρόμοια καί κάθε άμαρτία, πού άνήκει στό σώμα καί ώς πρός τό είδος είναι θανάσιμη, τότε γίνεται θανάσιμη, όταν τελειοποιηθή σ’ αύτό (όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ό φόνος κ.τ.λ.). Συγγνωστά πάλι γίνονται τά όσα άνήκουν στό σώμα θανάσιμα άμαρτήματα, όταν έλθουν μόνο στήν διάνοια καί τόν λόγο· όπως ή θανάσιμη πορνεία,όταν συλληφθη στήν επιθυμία καί στην διάνοια καί λεχθη με τήν αισχρολογία, είναι συγγνωστή· γι’ αύτό καί ό Αδελφόθεος είπε· «Ή επιθυμία συλλαβσΰσα τίκτει άμαρτίαν», συγγνωστή, δηλαδή· διότι συμπληρώνει· «Ή δέ άμαρτία άποτελεσθείσα (μέ τό σώμα δηλαδή καί μέ τό έργο) άποκύει θάνατον» (Ίακ. 1,15). Παρόμοια καί ή θανάσιμη άμαρτία, πού άνήκει στόν λόγο, έάν γίνη μόνο μέ τόν νσΰ, είναι συγγνωστή · όπως ή θανάσιμη βλασφημία, όταν γίνεται άκουσίως μόνο στό νσΰ, είναι συγγνωστή. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά, τά γινόμενα θανάσιμα στά κατώτερα καί χονδρότερα μέρη, όταν γίνωνται στά άνώτερα καί λεπτότερα μέρη, είναι συγγνωστά.


     Αξιζει νά γνωρίσουμε καί αύτό πού προκαλει συγχρόνως καί φόβο, τό όποίο άναφέρει ό ιερός Αύγουστϊνος στόν Κορέσσιο (Όμιλ. στήν πρώτη έπιστολή τού Ίωάννου καί λόγ. μα' περί τών Αγίων) μαζί μέ πολλούς άλλους· ότι τά πολλά μικρά άμαρτήματα κάνουν ένα μεγάλο· έννοέίται αύτό, σύμφωνα μέ τόν Κορέσσιο, όταν ό άνθρωπος καταφρονη τά μικρά ώς μικρά· διότι καί αύτός πού κλέβει μικρά καί τό κάνει συνέχεια, άμαρτάνει θανάσιμα· γι’ αυτό καί ό Μέγας Βασίλειος, μολονότι γνώριζε, ότι στό Ιερό Εύαγγέλιο ύπάρχει διαφορά μεταξύ κουνουπιού καί καμήλου, καρφιού καί δοκαριού, καί γιά νά μιλήσουμε πιό καθαρά, μικρών καί μεγάλων άμαρτημάτων, όπως λέει (όρ. κατ’ έπιτ. 293), ότι στήν Καινή Διαθήκη δέν ύπάρχει διαφορά μικρού καί μεγάλου άμαρτηματος, α) έφόσον και ή μικρή καί ή μεγάλη άμαρτία άποτελεϊ παράβασι Νόμου, σύμφωνα μέ τό Ίωάννου· «Ή άμαρτία είναι ή άνομία» (Α' Ίω. 3,4)· καί άπείθεια στόν Υιό, σύμφωνα μέ τό «Ό άπειθών τώ υίώ σύκ όψεται τήν ζωήν» (Ίωάν. 3,36)· β) διότι καί ή μικρή άμαρτία γίνεται μεγάλη, όταν κατακυριεύση έκέίνον, πού την διαπράττει· «Σέ ό,τι κανείς νικήθηκε, σέ έκέίνο γίνεται δούλος» (Β1 Πέτρου 2,19). Τό γ' αίτιο προσθέτει ό θείος Χρυσόστομος (Όμιλ. ιστ' στήν Α' Κορινθ. καί Λόγ. πρός Δημήτριον περί κατανύξεως) λέγοντας, ότι ή δοκός καί τό κάρφος ή μεγάλη άμαρτία καί ή μικρή δηλαδή, έφ’ όσον δέν δέχονται τήν ίδια τιμωρία, διαφέρουν· όταν όμως διώχνουν έξω άπό τήν Βασιλεία τών Ούρανών έκείνους, πού τίς διαπράττουν, δέν διαφέρουν· γι’ αύτό καί ό Απόστολος λέει, ότι καί οί Είδωλολάτρες καί άρσενοκοΐτες καί οί λοίδοροι έξ ίσου δέν θά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τών Ούρανών (Α' Κορινθ. 6,9)· δηλαδή καί αύτοί πού άμάρτησαν μέ μεγάλες άμαρτίες καί αύτοί, πού άμάρτησαν μέ μικρές. Ακόμη καί αύτό είναι άξιο είδήσεως καί φόβου, πού λέει ό άναφερθείς Κορέσσιος, ότι κατά δύο τρόπους ή έπιθυμία τού άνθρώπαυ γίνεται θανάσιμο άμάρτημα: η όταν κινηται σέ κανένα βαρύτατο άμάρτημα (όπως φόνο η άλλο παρόμοιο) η όταν συγκατατίθεται νά διαπράςη την άμαρτία, καί άν άκόμη δέν τήν διαπράξη· διότι τριττή είναι ή κίνησις της επιθυμίας άκσυσίως θεληματικά άτελώς καί θεληματικά τελείως· καί ή μέν πρώτη κίνησις δέν λέγεται άμάρτημα· ή β' λέγεται άμάρτημα συγγνωστό ή δέ γ' θανάσιμο γι’ αύτό καί στό έργο Μετανοών διδασκόμενος (σελ. 239), γράφεται, ότι κάθε ήδονή, όταν είναι θεληματική μέ τελειότητα, είναι άμαρτία θανάσιμη.



     8    'Ένας Διδάσκαλος παρομοιάζει τά άμαρτήματα της έλλείψεως μέ τό φαρμάκι καί δάγκωμα της άσπίδας· επειδή, όπως αύτό θανατώνει χωρίς νά προκαλή πόνο στόν άνθρωπο (γι’ αύτό καί μέ αύτό θανάτωναν οί Άλεξανδρέϊς, όσους έκαμναν μικρά σφάλματα, όπως λέει ό Γαληνός), έτσι καί τά άμαρτήματα αύτά θανατώνουν τήν ψυχή, χωρίς νά πονούν καί νά αίσθάνωνται οί άμαρτωλοί.



     9    Ή πάλη γενικά ύπάρχει σέ όλους τούς βαθμούς της άμαρτίας· διότι παλαίβει κάποιος καί αγωνίζεται, γιά νά κάνη τό καλό καλώς καί νά μήν γίνη άργός στό καλό καί μέ τόν ’ίδιο τρόπο σέ όλα.


     10    Βλέπε γι’ αύτά στούς τέσσερις Κανόνες τού Αγίου Ίωάννου τού Νηστευτού.


     11-12  Τά επιχειρήματα μέ τά όποια μπορείς νά έλευθερώσης τόν άμαρτωλό άπό τήν Άπόγνωσι, είναι αύτά, Πνευματικέ· Α' ότι ή Άπόγνωσις είναι τό μεγαλύτερο καί χειρότερο άπό όλα τά κακά, διότι είναι αντίθετο καί εντελώς άντίθετο στόν Θεό. Καί μολονότι κάθε άμαρτία είναι αντίθετη στόν Θεό, άλλά, κατά κάποιον τρόπο είναι μόνον καί μερικώς· ένώ ή Άπόγνωσις έναντιώνεται στόν Θεό καθολικά καί μέ όλους τούς τρόπους· διότι αύτή άναιρέΐ καί διώχνει τόν Θεό άπό τό μέσο καί κάνει ώς άλλον Θεό τήν κακία καί τόν αίτιο της κακίας διάβολο καί θέλει ή κακία νά είναι δυνατώτερη άπό τήν άγαθότητα τού Θεού, άπειρότερη της άπειρίας του καί νά είναι αύτή περισσότερο, παρά νά είναι ό Θεός. Καί τί άλλο μπορεί νά βρεθη άπό αύτό άσεβέστερο ή άνοητότερο; τό νά φαντάζεται τήν άδύνατη άμαρτία δυνατώτερη τού όντως δυνατού; τήν πεπερασμένη άπειρότερη τού άπειρου; καί τό μή όν άνώτερο τού άεί όντως; Γι’ αύτό γράφει ή ’Ορθόδοξη Ομολογία, on ή άπόγνωσις είναι άντίθετη στό Πνεύμα τό Άγιο. ΓΓ αύτό λέγε, Πνευματικέ, στόν άμαρτωλό, εκείνο, πού λέει ό μέγας Βασίλειος· δηλαδή, ότι, άν είναι δυνατό νά μετρήση τό πλήθος καί τό μέγεθος της εύσπλαγχνίας τού Θεού, άς άπογνωσθη καί αύτός, συγκρίνσντας καί μετρώντας τό πλήθος καί μέγεθος τών άμαρτιών του· «Έάν είναι δυνατό νά μετρήση τό πλήθος καί τό μέγεθος τών οίκτιρμών τού Θεού, συγκρίνοντας καί μετρώντας τό πλήθος καί μέγεθος τών άμαρτιών του, άς γίνη ή άπόγνωσις». Έάν όμως τά μέν άμαρτήματά του μετρούνται καί άριθμούνταη τό δέ έλεος καί ή ευσπλαχνία τού Θεού είναι άμέτρητη, γιατί νά άπελπίζεται καί νά μή γνωρίζη τό έλεος τού Θεαΰ καί νά κατηγορη τά άμαρτήματά του; «Έάν όμως αύτά, όπως είναι φυσικό, μετρούνται καί άριθμουνταη ένώ τό έλεος καί τούς οίκτιρμούς τού Θεαΰ είναι άδύνατο νά τά μετρήση κανείς, δέν είναι άπογνώσεως καιρός, άλλά έπιγνώσεως ελέους καί καταγνώσεως άμαρτημάτων, τών όποιων ή ίάαφεσις βρίσκεται στό αίμα τού Χριστού» (Όρ. κατ’ έπιτ. ιγ').


     Β’. Ή Άπόγνωσις είναι άντίθετη στόν ορθό λόγο· διότι αύτή δέν έχει καμμία θέσι άνάμεσα στούς άνθρώπους· διότι αύτό, τό νά ζή ό άμαρτωλός, άφού άμαρτήση, είναι σημείο, ότι ό Θεός τόν δέχεται καί δέν τόν άποβάλλεη ό όποίος δέν τόν θανάτωσε, όταν άμάρτανε, όπως τού έπρεπε, άλλά τόν άφησε νά ζήση, όχι γιά τίποτε άλλο, παρά γιά νά μετανοήση. ’Έτσι μας τό διαβεβαιώνει ό μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος«Γι’ αύτό ή άπόγνωσις δέν έχει καμμία θέσι στούς άνθρώπους... επειδή λοιπόν ό παρών καιρός είναι καιρός μετανοίας, αύτό μόνο τό ότι ζεί αύτός πού έχει άμαρτήσεη έγγυάται τήν ύποδοχή έκείνου πού θέλει νά έπιστρέψη πρός τόν Θεό» (Έν τοίς πρός Ξένην Φιλοκαλ. 933).


     Γ’ Ή Άπόγνωσις είναι γέννημα τού διαβόλου, σύμφωνα μέ τόν 'Άγιο Έφραίμ· ό όποίος, πρίν νά άμαρτήση ό άνθρωπος, τού λέει, ότι δέν είναι τίποτε ή άμαρτία εκείνη· άφού όμως άμαρτήση, τού λέει ότι ή άμαρτία του είναι μεγάλη καί άσυγχώρητη (Εύεργετ. σελ. 11). Άν έρευνήσσυμε άκριβέστερα, βρίσκουμε ότι ή Άπόγνωσις βλαστάνει καί άπό τήν ύπερηφάνεια καί οιησι διότι ό ύπερήφανος έχοντας τόν έαυτό του σέ μεγάλη ύπόληψι άρετής καί άγιότητος, όταν πέση σέ κάποια θανάσιμη άμαρτία, άμέσως άπελπίζεται νομίζοντας τήν πτώσι αύτή άνάξια της άρετης του, σύμφωνα μέ τόν της Κλίμακος (Λόγ. κστ1). Βλαστάνει άκόμη καί άπό τήν άπειρία, πού έχει κάποιος στόν νοητό πόλεμο τού έχθρού όπως ό ’Ιούδας, όντας άπειρος στόν παρόμοιο πόλεμο, όπελπίσθηκε, όπως λέει ένας Πατήρ καί, άφού όπελπίσθηκε, κρεμάσθηκε ό δέ Πέτρος έμπειρος ών, μολονότι άρνήθηκε, άλλά δέν άπελπίσθηκε, άλλά, άφού μετανόησε, πάλι έγινε Πέτρος. Βλαστάνει. καί άπό τίς πολλές άμαρτίες πού κάνει ό άνθρωπος, όπως λέει ό Σολομών «Όταν έλθη άσεβής σέ βάθος κακών, καταφρονεί» (Παρ. Σολ. 18,3). Βλαστάνει έπί πλέον καί άπό άλλες αίτιες καί ιδιαίτερα άπό τήν άμέλεια καί άπραξία τών καλών έργων καί τών καρπών της μετανοίας. Γι’ αύτό, όποίος επιθυμεί νά μή πέση στά δίκτυα της Άπογνώσεως, άς θυμάται αύτά τά αίτιά της καί άς τά διορθώση, άφού μάθη τήν τέχνη τού διαβόλου μέ τήν όποια πολεμεϊ νά τόν άπελπίση, άπορρίπτοντας τήν ύπερηφάνεια άπό τόν έαυτό του, γινόμενος έμπειρος στόν νοητό πόλεμο, απέχοντας άπό τίς άμαρτίες καί φροντίζον τας γιά τήν σωτηρία του μέ όλες του τίς δυνάμεις.



     Δ', λοιπόν καί τελευταίο, ή Άπόγνωσις είναι άντίθετη στήν Παλαιά καί Νέα Γ ραφή, οί όποιες σέ άμέτρητα μέρη παρουσιάζουν τό άμετρο έλεος τού Θεού, μέ τό όποίο δέχεται όλους γενικά τούς άμαρτωλούς· είναι άντίθετη σέ τόσα καί τόσα παραδείγματα πολυαμαρτήτων άμαρτωλών, πού σώθηκαν άπό τήν άρχή τού κόσμου μέχρι τέλους, έπειδή δέν άπελπίσθηκαν· τών Λαμέχων, Μανασσίδων, Ναβουχοδονοσόρων, Δαυίδων, Πόρνων, Μοιχών, Τελωνών, Ασώτων, Ληστών, Πέτρων, Παύλων. Είναι άντίθετη καί σέ όλους τούς λόγους τών θείων Πατέρων, πού διδάσκουν τούς άμαρτωλούς νά έλπίζουν στό έλεος τού Θεού καί νά άπορρίπτουν τήν άπόγνωσι, άποδεικνύοντας, ότι δέν ύπάρχει καμμία άμαρτία, πού νά νικά τήν φιλανθρωπία τού Θεού. Καί βλέπε στόν Εύεργετινό βιβλ. α', ύπόθεσ. α'.


     Άφού λοιπόν λέχθηκαν έτσι αύτά, έπισφραγίζσυμε τήν ύποσημείωσι αύτή μέ τό έξης ότι, καθώς είπαμε, ότι ή Άπόγνωσις είναι άντίθετη στό Πνεΰμα τό 'Άγιο, έτσι παρόμοια είναι ένάντια στό ίδιο Πνεΰμα Άγιο καί ή μεγάλη έλπίδα καί τό θάρρος της εύσπλαγχνίας τού Θεού, στήν όποια θαρρώντας ό άνθρωπος άμαρτάνει άφοβα, όπως λέει ή 'Ορθόδοξη 'Ομολογία (σελ. 221). Γι’ αύτό πολύ σοφός είναι ό λόγος τού πολυμαθέστατου Γεωργίου τού Κορεσσίου, πού λέει, ότι ή ζωή τών Χριστιανών πρέπει νά στέκεται άνάμεσα στά δύο, στήν έλπίδα καί στήν άπόγνωσι, καί άπό μέν τό μέρος τού Θεού πρέπει νά έλπίζουν στήν αγαθότητά του, ένώ άπό τό δικό τους μέρος πρέπει νά άπελπίζωνται γιά τό πλήθος τών άμαρτιών τους (Στό Θεολογικό του).







Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |