ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 5. Η τιμωρία γίνεται ευεργεσία

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

5. Η τιμωρία γίνεται ευεργεσία



5. Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ

Διά νά μή άμαρτάνωμεν «άθάνατα»


Πώς είναι δυνατόν ό θάνατος, ό πικρός αύτός καρπός της παραβάσεως, ν' άποτελη εύεργεσίαν διά τόν άνθρωπον; Δέν είναι ό θάνατος διακοπή καί στέρησις τής ζωής, τής μεγάλης αύτής δωρεάς τού φιλανθρώπου Θεοΰ προς τό λογικόν του δημιούργημα; Δέν είναι ό θάνατος «εχθρός», ό τελευταίος έστω, ό όποίος θά νικηθή, κατά τόν λόγον τοϋ αποστόλου Παύλου (Α' Κορινθ. ιε' 26); Μάλιστα· ό θάνατος είναι όλα αύτά. Έν τούτοις τό κακόν τούτο παρουσιάζει εις τόν άμαρτωλόν κόσμον μας... ένα άγαθόν! Διότι ή πανσοφία τού Θεού, ή όποια γνωρίζει νά έξάγη άπό τό πικρόν γλυκύ, εύρήκε τρόπον καί έτακτοποίησε μέ συγκατάβασιν καί άπειρον φιλανθρωπίαν καί έν προκειμένω τά πράγματα. "Ετσι τό έκ πρώτης όψεως όξύμωρον τούτο σχήμα έγινε πραγματικότης: Ό έχθρός θάνατος, μετασχηματίζεται πλέον εις εύεργεσίαν! Ένώ μάς έπεβλήθη ώς τιμωρία, τελικώς άπέβη εις ώφέλειαν καί κέρδος τοϋ ανθρωπίνου γένους! Τοιουτοτρόπως ό χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα, όσον καί άν είναι κάτι τό όδυνηρόν καί άνεπιθύμητον, έχει χαρακτήρα εύεργετικόν. Προσλαμβάνει σπουδαιοτάτην θετικήν σημασίαν .

Ό Θεόφιλος ’Αντιόχειας άπολογούμενος εις τούς κατηγόρους τού Χριστιανισμού γράφει προς τον ειδωλολάτρην φίλον του Αύτόλυκον: Με τον φυσικόν θάνατον ό Θεός προσέφερεν είς τον άνθρωπον «μεγάλην ευεργεσίαν». Διότι άναχαιτίζει τήν παραμονήν τού ανθρώπου εις τήν άμαρτωλήν κατάστασιν. Διά τού θανάτου έξασφαλίζεται τό «μη διαμεΐναι (τον άνθρωπον) είς τον αιώνα έν άμαρτία όντα» . Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναλύει τήν άλήθειαν αύτήν σαφέστερα μέ τήν φιλόσοφον σκέψιν καί όξύνοιαν, πού τον διακρίνει, καί λέγει: Διά νά μή διαιωνίζεται ή κακία, ή όποια άνεπτύχθη είς τήν ψυχήν τού άνθρώπου, τό «σκεύος», δηλαδή τό σώμα, διαλύεται προσωρινά μέ τόν θάνατον καί τούτο χάρις είς τήν σοφήν άγαθήν καί φιλάνθρωπον πρόνοιαν τού Θεού .
Ό άδελφός τού άγιου Νύσσης, ό Μέγας Βασίλειος, τονίζει ότι αίτιοι τού θανάτου είμεθα έμεϊς καί όχι ό Θεός καί συμπληρώνει: Ό Θεός δέν έμπόδισε τήν διάλυσιν, δηλαδή τόν χωρισμόν ψυχής καί σώματος, διά νά μή «διατηρήση άθάνατον ήμΐν τήν Αρρώστιαν»· διά νά μή γίνη καί νά μή διατηρηθή αιώνιος είς ήμάς ή άμαρτία  . "Ετσι δέν θά μένη ό άμαρτωλός άνθρωπος αιωνίως ζωντανός νεκρός, λόγω τού χωρισμού του άπό τήν πηγήν τής ζωής, τόν Θεόν. "Ωστε ό σωματικός θάνατος δέν πρέπει νά θεωρήται ώς τιμωρία ή ώς ικανοποίησις τής θείας δικαιοσύνης, άλλά ώς άπόδειξις τής θείας άγάπης . Μέ τόν θάνατον ό φιλάνθρωπος Θεός περισσότερον θεραπεύει παρά τιμωρεί τήν άνθρωπίνην φύσιν, πού έπεσεν είς τήν άμαρτίαν .


Ό άγιος Κύριλλος 'Αλεξάνδρειάς προχωρεί άκόμη περισσότερον καί γράφει: Ό θείος Νομοθέτης διακόπτει μέ τόν σωματικόν θάνατον τόν δρόμον τής άμαρτίας καί δι αύτοΰ τού τρόπου άποδεικνύει «τήν τιμωρίαν φιλανθρωπίαν». 'Επειδή ό Άδάμ έφερε μέ τήν παράβασιν τήν τιμωρίαν, τήν όποιαν τού είχε προαναγγείλει ό Δημιουργός, ό Πανάγαθος οίκονομεΐ τά πράγματα έτσι, ώστε ή τιμωρία νά άποβή σωτηρία! Διότι ό θάνατος «διαλύει τούτο τό ζώον (δηλαδή τόν άνθρωπον) καί παύει μεν τήν τής πονηριάς ένέργειαν», ταυτοχρόνως όμως άπαλλάσσει τόν άνθρωπον καί άπό τούς πόνους τόν έλευθερώνει από τούς ιδρώτες· άποδιώκει «τάς λύπας καί φροντίδας» καί έτσι δίδει «τέλος» εις τά διάφορα πάθη τού σώματος. Κατακλείων δέ την σειράν τών σκέψεών του άναφωνεϊ έκστατικός: «Τοσαύτη φιλανθρωπία την τιμωρίαν έκέρασεν ό κριτής»· μέ τόσον μεγάλην φιλανθρωπίαν άνε'μειξεν ό ούράνιος κριτής τήν τιμωρίαν!

Ό άλλος Καππαδόκης Πατήρ, τό στόμα τής θεολογίας, παρατηρεί: Ό άνθρωπος μέ τόν σωματικόν θάνατον κερδίζει. "Αν καί έλαβε τον θάνατον ώς τιμωρίαν, τό γεγονός τούτο άπέβη τελικώς εις εύεργεσίαν. 'Επειδή διά τού σωματικού θανάτου διακόπτεται ή άμαρτία, ώστε νά μή γίνη άθάνατον τό κακόν «Ινα μή άθάνατον ή τό κακόν». Τοιουτοτρόπως ή τιμωρία τού Θεού άποβαίνει φιλανθρωπία. Καί προσθέτει· διότι έγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ό Θεός .

Ό θείος Χρυσόστομος μελετά τήν έξωσιν τού Άδόμ άπό τόν Παράδεισον καί τήν στέρησιν τής μακαρίας έκείνης ζωής καί λέγει ότι ό Θεός έπραξε τούτο ένεκα τής μεγάλης του φιλανθρωπίας. Ό Άδάμ δεν έφάνη έγκρατής εις τόν Παράδεισον ένικήθη. Ή διαμονή του εις αύτόν παρουσίασε «δείγματα πολλής άκρασίας». 'Υπήρχε λοιπόν φόβος νά άποτολμήση οπως φάγη καί άπό τόν καρπόν «του ξύλου τής ζωής». 'Αλλά τότε ό θνητός θά καθίστατο άθάνατος, μαζί του δέ θά έγίνετο άθάνατον καί τό κακόν! Τοιουτοτρόπως ό Άδάμ θά έγίνετο άφορήτως δυστυχής, άφοΰ «αθάνατα αν διετέλεσεν άμαρτάνων τού λοιπού». Διότι ή άμαρτία δέν θά συνετελεΐτο προσωρινώς, μέ σώμα φθαρτόν καί θνητόν, άλλα θά συνετελεΐτο αιωνίως, άφού τό σώμα, τό όργανον τής ψυχής, θά ήταν αιώνιον καί άθάνατον. ώστε ή έξωσις τού Άδάμ άπό τόν Παράδεισον ήταν δείγμα θείας «κηδεμονίας μάλλον ή άγανακτήσεως».

 Καί ό χρυσούς τήν γλώσσαν Πατήρ καταλήγει μέ τήν διακρίνουσαν αύτόν έπιγραμματικότητα: «Ό θάνατος συμφέροντως ώκονομήθη»   Εις άλλην όμιλίαν του, έρμηνεύων τόν λόγον τού Προφητάνακτος «έπίστρεψον, ψυχή μου, εις τήν άνάπαυσίν σου, ότι Κύριος εύηργέτησέ σε, ότι έξείλετο τήν ψυχήν μου έκ θανάτου» (Ψαλμ. ριδ' 7-8), παρατηρεί: Παρ' όλον ότι ό θάνατος είσήλθεν εις τόν κόσμον ένεκα τής άμαρτίας, έν τούτοις ό Θεός τόν έχρησιμοποίησε προς εύεργεσίαν ήμών τών άνθρώπων   . Καί άλλοτε, όταν πάλιν άνεφέρθη εις τόν ίδιον ψαλμικόν στίχον, εϊπεν: Ό Θεός ονομάζει τόν θάνατον «ευεργεσίαν και σύ θρηνείς;» Έάν ύπάρχη κάποιος, πού έπρεπε νά θρηνή, αύτός είναι ό διάβολος, έπειδή έμείς χάρις εις τόν θάνατον βαδίζομεν πρός τά μεγαλύτερα άγαθά. Διότι ό θάνατος είναι άνάπαυσις καί «λιμήν εΰδιος», λιμάνι γαλήνιον.
Μέ τόν σωματικόν θάνατον «τό άνθρώπινον σώμα σήπεται καί διαλύεται. 'Ολίγον μόνον χώμα άπομένει άπό τήν σαρκικήν ουσίαν του. Εις όλίγην γην άποθέτει ό άνθρωπος τό όμόζυγον τής ψυχής καί συνάδελφον» σώμα. Άλλα «διά τού θανάτου ή άμαρτία νεκροΰται, τό κακόν δέν παραμένει άθάνατον. "Ω σοφία καί χρηστότης Θεού! Ή άμαρτία γεννά τόν θάνατον καί ό θάνατος φονεύει τήν άμαρτίαν!» . Διά τούτο καί ή άγια μας 'Εκκλησία έφρόντισεν, ώστε νά μάς ύπενθυμίζη καί εις τήν εύχήν τής Νεκρώσιμου 'Ακολουθίας τήν μεγάλην άλήθειαν, ότι ό θάνατος έγινε τελικώς εύεργεσία, «Ινα μη τό κακόν άθάνατον γένηται» .

Καταστέλλει τήν άλαζονείαν μας

Ή βασιλική θέσις τού άνθρώπου είς τόν όρατόν κόσμον άπετέλεσε τήν άχίλλειον πτέρναν του. Μέ είσήγησιν τού διαβόλου ό άνθρωπος έπεχείρησε νά άκολουθήση πορείαν διαφορετικήν άπό έκείνην, πού τού έχάραξεν ό πάνσοφος Θεός. 'Εάν οι πρωτόπλαστοι έμεναν πιστοί είς τόν Δεσπότην Θεόν καί έγνώριζαν νά σωφρονοϋν καί νά ταπεινοφρονοϋν, δέν θά τούς άφηρεΐτο ή έξουσία· δέν θά έστεροϋντο τής τιμής, μέ τήν όποιαν τούς περιέβαλλεν ό Θεός. Δυστυχώς όμως τήν έλλειψιν παθών καί τήν άπουσίαν τού θανάτου δέν τά έξετίμησαν ώς δώρα τής θείας Χάριτος. Τά έξέλαβαν ώς πλεονεκτήματα, τά όποια τούς έδιδαν τήν εύκαιρίαν νά έπιτύχουν Ισοθεΐαν μέ τόν τρόπον, πού τούς ύπέδειξεν ό άνθρωποκτόνος διάβολος.
"Ας παρακολουθήσωμεν ομως είς τό ζήτημα τούτο τον Ιερόν Χρυσόστομον. 'Επειδή, λέγει, ό Άδάμ «σωφρόνως τήν ευημερίαν ούκ ήνεγκεν, άλλ' έξύβρισεν είς τον ευεργέτην» καί έθεώρησε τόν άπατεώνα δαίμονα άξιοπιστότερον τού Θεού, ό όποίος τόν έτίμησεν έπειδή έξετίμησε περισσότερον άπό ότι έπρεπε τις ίκανότητές του καί έπεχείρησε νά γίνη θεός με τις ίδικές του δυνάμεις, έπενέβη ή θεία παιδαγωγία διά νό τόν προφυλάξη άπό μεγαλύτερον ναυάγιον καί άπό άνεπανόρθωτον καταστροφήν . Καί ιδού τό σχέδιον τής θείας οικονομίας προσαρμόζεται έτσι, ώστε νά έπισκευασθή ή άνθρωπίνη φύσις. Έπεζήτησεν ό άνθρωπος νά προχωρήση πέραν των ορίων, μέσα είς τά όποΤα έπρεπε νά κινηθή, καί ό Θεός τόν τοποθετεί καί πάλιν με στοργήν είς όρια άσφαλείας. Καθιστά τό σώμα φθαρτόν «διά την τής ψυχής ωφέλειαν, ίνα αυτής καταστείλη τό φύσημα καί την άπόνοιαν καθέλη» · έκαμε φθαρτόν τό σώμα διά τήν ώφέλειαν τής ψυχής διά νά τής περιορίση τήν άλαζονείαν καί νά τής κατακρήμνισή τήν ύπερηφάνειαν.

Ό Θεός ένεργεϊ μέ τόν τρόπον αύτόν όχι διότι μισεί ούτε διότι άπεχθάνεται τό πλάσμα του, άλλα διότι ένδιαφέρεται δι αύτό καί διότι έμποδίζει διά τών μέτρων τούτων εύθύς έξ άρχής «τήν πονηρόν καί όλεθρίαν άπόνοιαν», άπό τήν όποιαν έδηλητηριάσθη ή άνθρωπίνη ψυχή. Ό ιερός Πατήρ παρουσιάζει τόν Θεόν νά άπολογήται τρόπον τινά διά τήν ένέργειάν Του έκείνην είς τόν άνθρωπον καί νά λέγη: «’Εγώ μέν σε έκάλουν έπί μεΐζονα τιμήν, σύ δέ σαυτόν ανάξιον κατέστησας τής δωρεάς, έκπεσών του Παραδείσου». Παρά ταΰτα έγώ δέν θά σέ παραβλέψω, άλλά θά διορθώσω τό άμάρτημά σου καί θά σέ άναβιβασω είς τόν ούρανόν. Διά τούτο σέ άφήνω νά άποθνήσκης άφήνω τό σώμα σου νά σήπεται καί νά καταστρέφεται. Σύ δέ οταν βλέπης όλα αύτά θά συνειδητοποιής τήν άδυναμίαν σου, τήν γηίνην καταγωγήν σου, τήν ταπεινότητά σου καί έτσι δέν θά «φαντάζεσαι» καί δέν θά «όνειροπολής» περί τού έαυτοΰ σου μεγάλα .

Πράγματι «είς τόν ψυχρόν θάλαμον τού τάφου ό άνθρωπος τερματίζει τόν βίον του, θάπτει τά όνειρα καί τούς κόπους του, τήν όδύνην καί τήν άγωνίαν του». Μέ τόν σωματικόν θάνατον «ό χοΰς χλευάζει τήν ϋπαρξιν, μυκτηρίζει τήν ζωήν. "Ας όργιάζη ό κόσμος ας συγκλονίζεται ή κτίσις (...) ό κυρίαρχος τής γής, ό άρχων τής κτίσεως, ό πρωταγωνιστής τής Ιστορικής σκηνής προσδιορίζεται άμειλίκτως άπό όλίγον χώμα, είς τό όποιον θά καταλήξη ή πυρετώδης ζωή καί ή πολυπραγμοσύνη του!»  Ό θάνατος λοιπόν μάς ύποχρεώνει νά άναγνωρίσωμεν την εύτέλειαν καί μηδαμινότητά μας. Μάς περιορίζει καί μάς άναχαιτίζει την έπαρσιν καί τόν έγωϊσμόν. Έάν δέν έφθείροντο τά σώματά μας, θά έμενεν εις πολλούς ή ύπερηφάνεια, «τό πάντων μεΐζον των κακών», τό μεγαλύτερον άπό άλα τά κακά. Βλέπομεν τόν θάνατον, βλέπομεν τά σκουλήκια όσφραινόμεθα τήν δυσωδίαν καί ομως πολλοί έτόλμησαν νά άνακηρύξουν τούς έαυτούς των θεούς! Τί θά έγίνετο άραγε, έάν δέν συνέβαιναν άλα αύτά;  Συνεπώς ή φθορά καί ή ύποταγή μας είς τόν θάνατον είχε σκοπόν νά μάς κράτη είς ταπεινοφροσύνην.

Ή εύεργετική παιδαγωγία καί άνεξιχνίαστος σοφία τού Θεού φαίνονται είς τήν περίπτωσιν τού θανάτου τού Άβελ. Ό Θεός δέν έπέτρεψε νά άποθάνη πρώτος ό Άδάμ· άφήκε νά άποθάνη πρώτος ό θεοσεβής υιός του, ώστε νά μάθη αύτός, πού παρέβη τήν έντολήν, πόσον βαρύ, καταθλιπτικόν καί δυσβάστακτον πράγμα είναι ό θάνατος. Έάν άπέθνησκε πρώτος ό Άδάμ, δέν θά έγνώριζε τήν φρίκην τού θανάτου, άφοϋ δέν θά είχεν ϊδει προηγουμένως άλλον νεκρόν. Ένώ τώρα, ένώ άκόμη ζή ό Άδάμ, άποθνήσκει όχι άλλος, άλλ' αύτό τό παιδί του. Τούτο έπολλαπλασίαζεν άκόμη περισσότερον τήν όδύνην του,έάν ληφθή ύπ' όψιν ή άρετή τού δικαίου Άβελ καί τό νεαρόν τής ήλικίας του. Διότι ό θάνατος παρέλαβε τόν Άβελ όχι είς γεροντικήν ήλικίαν, άλλ' είς τήν άκμήν τής ήλικίας του, είς «τό τής ήλικϊας άνθος». Καί δέν άπέθανε μέ φυσικόν θάνατον, άλλά άδικα καί βίαια, κάτω άπό τά δολοφονικά πλήγματα τού άδελφοϋ του. Μέ όλα αύτά «φοβερόν τό προαωπεΐον του θανάτου κατεσκευάζετο». Ό πρωτόπλαστος βλέπων τόν υιόν του άπνουν καί άκίνητον άντικρύζων τό νεανικόν έκεϊνο σώμα νά σήπεται καί νά φθείρεται, έδοκίμαζε όδύνην καί πόνον, πού ώμοίαζε μέ πυρωμένο καμίνι. Τά σπλάγχνα του συνεταράσσοντο, διότι έβλεπε τόν δίκαιον Άβελ μή «αίσθανόμενον φωνής, μή άφής, μή δακρύων», μή θρήνων καί κλαυθμών τόν έβλεπε νά μή συμπονή τόν πατέρα του, πού έπενθοΰσε .

Αύτά ίσως νά μή μάς έντυπωσιάζουν σήμερον. Έάν μεταφερθώμεν όμως νοερώς είς τήν έποχήν έκείνην, κατά τήν όποιαν ό θάνατος έκαμνε τήν πρώτην έμφάνισίν του, καί μάλιστα μέ τόσον έξαφνικόν, δόλιον, συγκλονιστικόν καί έγκληματικόν τρόπον, τότε θά άντιληφθώμεν πόσον φρικτός παρουσιάσθη είς τόν Άδάμ ό θάνατος. Καί πόσον ή τιμωρία τού Θεού διά τού θανάτου γίνεται εύεργεσία, διότι μάς έπαναφέρει καί μάς τοποθετεί είς τόν άσφαλή καί σωτήριον δρόμον τής ταπεινοφροσύνης καί τής αύτογνωσίας.

H διάλυσις τού σώματος είναι εϋεργεσία

Ή μετατροπή τοϋ θανάτου εις ευεργεσίαν έκ μέρους τής πανσοφίας τοϋ Θεοϋ φαίνεται καί άπό τήν διάλυσιν τοϋ σώματος. Είναι γνωστόν ότι, όταν διασπασθή ή άρμονική καί μυστηριώδης ένότης τής ψυχής καί τοϋ σώματος, ακολουθεί ώς αποτέλεσμα ή διάλυσις τοϋ τελευταίου. Άλλ' αύτή ή διάλυσις, τήν οποίαν θεωροΰμεν ώς πλήρη έξουδένωσιν τού άνθρώπου καί πράγμα κατ' έξοχήν μισητόν καί άπαίσιον, είναι μέγα εύεργέτημα τού Θεοϋ! «Οΰκ άτιμάζων ήμάς ό Θεός τοΰτο γενέσθαι εϊασεν», φιλοσοφεί ό θείος Χρυσόστομος. Διότι έάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θά άφηνε τήν ψυχήν νά μένη άθάνατος.

Ό Θεόφιλος ’Αντιόχειας, διά νά τονίση τήν εύεργεσίαν αύτήν τοϋ Θεοϋ, χρησιμοποιεί τήν εικόνα τοϋ σκεύους, τό όποιον, έάν ύποστή κάποιαν βλάβην, μετά τήν κατασκευήν, άναχωνεϋεται ή άναπλάσσεται» άπό τήν άρχήν, διά νά γίνη πάλιν καινούργιον, άκέραιον καί άρτιον. Τό ίδιον, λέγει, γίνεται καί με τον άνθρωπον διά τοϋ θανάτου. Ό άνθρωπος «δυνάμει» έχει θραυσθή άπό τήν άμαρτίαν. 'Αποθνήσκει όμως, διά νά εύρεθή κατά τήν άνάστασιν των σωμάτων «υγιής», δηλαδή «άσπιλος καί δίκαιος καί άθάνατος»   . "Ενας άλλος έκκλησιαστικός συγγραφεύς τοϋ β' μ.Χ. αίώνος, ό ίερομάρτυς Ειρηναίος, έπίσκοπος Λουγδούνου, λέγει: "Αν καί τό σώμα διαλύεται προσωρινώς, έν τούτοις ή διάλυσις του άποτελεΐ μεγάλην εύεργεσίαν. Διότι άφοΰ τό σώμα περάση άπό τό «χωνευτήριον τής γης», θά άναπλασθή. Εις τήν γην φαίνεται ότι φθείρεται οϋσιαστικώς όμως καθαρίζεται καί λαμπρύνεται .

Τις άνωτέρω γνώμες υιοθετεί καί ό ίερομάρτυς Μεθόδιος, έπί σκοπος Όλύμπου, ό όποϊος καί τις άναλύει άκόμη περισσότερον. Κατά τον ιερομάρτυρα Μεθόδιον ό άνθρωπος έτέθη ύπό τήν έξουσίαν τοϋ θανάτου οϋτως, ώστε ή μεν άμαρτία νά άποθάνη «συναποκτανθεΐσα τώ σώματι», τό δέ σώμα νά άναστηθή «τής άμαρτίας άπολομένης». Καί όπως αύτός πού κατασκευάζει άδριάντας, όταν ίδη τό άγαλμα, πού έτεχνούργησε με ιδιαιτέραν άγάπην, νά άκρωτηριάζεται άπό άνθρωπον φθονερόν καί πονηρόν, δεν άνέχεται τήν βλάβην, άλλ' άναχωνεύει τό άγαλμα έξ άρχής, διά νά τό κάμη καί πάλιν άρτιον, έτσι καί ό Θεός. ’Επειδή είδε τό «εύπρεπέστατον τέχνημά» του, δηλαδή τον άνθρωπον, κυριευμένον άπό τό μίασμα τής άμαρτίας, τό όποιον τού είχεν ένσταλάξει ό πονηρός, διά νά μή έχη ό άνθρωπος αθάνατον τον «ψόγον» και την βλάβην, έπιτρέπει νά άποθάνη καί διαλυθή τό σώμα. 'Έτσι τό σώμα άναμορφοποιεϊται, άνακοσμεϊται καί κατόπιν άνίσταται νέον .

Την ιδίαν εικόνα έπαναλαμβάνει καί ό άγιος 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος, διά νά την διασαφήνισή καλύτερα καί νά τήν ζωγραφίση μέ τάν άπαράμιλλον χρωστήρα του. Λυπεΐσαι, λέγει είς έκεϊνον πού πενθεί, διότι φθείρεται τό σώμα; Άλλ' ή φθορά αύτή είναι αιτία μεγάλης χαράς! Διότι αύτός, ό όποίος φθείρεται, είναι ό θάνατος. Αύτό, τό όποιον καταστρέφεται, είναι ή θνητότης καί όχι «ή ουσία τοϋ σώματος». ‘Όταν ϊδης άδριάντα νά ρίπτεται είς τό χωνευτήριον καί νά διαλύεται, δεν λέγεις ότι ή διάλυσις έκείνη καταστρέφει τον άδριάντα, άλλ' ότι ύποδηλοΐ ώραιοτέραν κατασκευήν. Τούτο λοιπόν νά σκέπτεσαι καί διά τό θνητόν σώμα καί νά μή θρηνής .

Είς άλλην δέ όμιλίαν λέγει τούτο τό πράγματι άπαράμιλλον καί πολύ παρηγορητικόν, τό όποιον ύπογραμμίζει άκόμη περισσότερον τήν διά τού θανάτου φιλανθρωπίαν τού Θεού. Δύο πράγματα έγέννησεν ή αμαρτία, παρατηρεί ό θείος Πατήρ, τήν λύπην καί τόν θάνατον. Ό Θεός όμως μέ αύτά τά δύο έφόνευσε τήν άμαρτίαν. Διότι ή άμαρτία καταργεϊται άφ’ ένάς μέν διά τής «κατά Θεόν λύπης», ή όποια έχει ώς άποτέλεσμα τήν μετάνοιαν, πού όδηγεΤ είς σωτηρίαν (Β' Κορινθ. ζ' 10), άφ’ έτέρου δέ διά θανάτου. Ώστε ό πάνσοφος Θεός μέ αύτά τά δύο, τήν λύπην καί τάν θάνατον, «άνεΐλεν άμαρτίαν» καί έτσι «υπό των τέκνων τήν μητέρα άπολέσθαι παρεσκεύασεν». Ένώ ή λύπη καί ό θάνατος είναι τέκνα τής άμαρτίας, τελικώς τά τέκνα κατατρώγουν τήν μητέρα των! «Λύπη καί θάνατος» έγεννήθησαν άπό τήν άμαρτίαν «καί κατέφαγον τήν άμαρτίαν» Λοιπόν, καταλήγει, «μή φοβώμεθα θάνατον, άλλά φοβώμεθα άμαρτίαν, καί δι’ εκείνην άλγώμεν» .

Επομένως, κατά κοινήν πεποίθησιν όλων τών θεοφώτιστων Πατέρων τής Εκκλησίας μας, ό σωματικός θάνατος άφήνεται άπό τάν Θεόν νά ένεργήση τό καταλυτικόν έργον του διά τήν ώφέλειαν τού άνθρώπου. Μέ αύτόν τον τρόπον ό θάνατος, άν καί φέρη τήν όψιν τού κακού, μετατρέπεται άπό τον φιλάνθρωπον Θεόν είς μεγάλην εύεργεσίαν. Αφήνεται ώς εύεργέτημα, διά νά μή καταστή ή άσθένεια τού άνθρώπου αίωνία . Παραχωρεΐται έκ μέρους τής θείας Προνοίας, διά νά θέση τέρμα είς τήν γεμάτην πόνον καί μόχθον σωματικήν ζωήν μας καί έτσι νά έπιτρέψη, οταν θά έλθη ό ώρισμένος καιρός,τήν άνασυγκρότησιν καί άνακαίνισιν τοΰ σώματος. Διότι «λύεται το αισθητόν», δηλαδή διαλύεται τό σώμα, «άλλ’ ούκ αφανίζεται». Διότι άφανισμός είναι ή μετάβασις εις τό μή όν, λύσις δέ είναι ή διάλυσις τοΰ σώματος εις τά στοιχεία τοΰ κόσμου, άπό τά όποια έλαβε τήν σύστασιν. 'Εκείνο δέ τό όποιον έσχηματίσθη άπό αύτά (δηλ. τό σώμα), δεν χάνεται, έστω καί άν δέν ήμποροϋμεν νά τό κατανοήσωμεν .

Μέ τόν θάνατον ή γή σπείρεται κατά κάποιον τρόπον, όπως γράφει ό θείος Παύλος (Α' Κορ. ιε' 42-43), μέ άνθρώπινα σώματα. 'Αλλά ή γή θά τά άναβλαστήση μέ τήν δύναμιν τοΰ Άναστάντος Κυρίου μας, όταν θά έλθη ή ήμέρα τής έξαναστάσεως όλων τών νεκρών. Δι αυτό ή άγία μας Εκκλησία ψάλλει γεμάτη εύγνωμοσύνην πρός τόν Άναστάντα Λυτρωτήν κατά τήν Κυριακήν τών 'Αγίων Πάντων: «Έκ χοός τοΰ θανάτου, σύ τήν πεπτωκυϊάν μου άνωκοδόμησας, άναστάς ουσίαν, καί άγήρω Χριστέ κατεσκευασας, άναδείζας πάλιν, βασιλικήν ώσπερ εικόνα, Αφθαρσίας φωτί άπαστράπτουσαν» . Δηλαδή Σύ, Χριστέ, μέ τήν άγίαν Άνάστασίν σου οικοδόμησες καί πάλιν άπό τό χώμα τοΰ θανάτου τήν άνθρωπίνην ούσίαν, πού έπεσεν είς τήν άμαρτίαν, καί τήν κατεσκεύασες έτσι, ώστε νά μή γηράσκη πλέον, καί τήν άνέδειξες πάλιν ώς βασιλικήν εικόνα, ή όποια άπαστράπτει μέ τό λαμπρόν φώς τής άφθαρσίας.

Αφορμή υγιούς φιλοσοφίας

Μέ τόν σωματικόν θάνατον όχι μόνον δέν έπάθαμεν βλάβην, άλλά καί έκερδίσαμεν! Ή θνητότης άπέβη είς κέρδος καί ώφέλειάν μας, άφοΰ έτσι δέν άμαρτάνομεν είς σώμα άθάνατον («έν Αθανάτω σώματι»). ’Εκτός όμως τούτων ό σωματικός θάνατος γίνεται καί άφορμή ώφελίμου καί σωτηρίου φιλοσοφίας. Χάρις είς τό φρικτόν τοΰτο γεγονός έχομεν, λέγει ό Ιερός Χρυσόστομος, «μυρίας υποθέσεις φιλοσοφίας. Καί γΑρ καί μετριάζειν καί σωφρονεΐν καί κατεστάλθαι καί πόσης άπηλλάχθαι κακίας καί παρών καί προσδοκώμενος ό θάνατος άναπείθει». Δηλαδή ό θάνατος μάς βοηθεΐ νά έχωμεν άναρίθμητες άφορμές δι έγκαρτέρησιν. Διότι μάς πείθει καί όταν είναι παρών καί όταν τον περιμένωμεν νά εϊμεθα μετριόφρονες καί νά ζώμεν μέ σωφροσύνην και νά εϊμεθα ταπεινοί καί νά άπαλλασσώμεθα άπό κάθε κακίαν.


Πράγματι· ό σωματικός θάνατος άποτελεΐ δραστικόν καί σωτήριον φάρμακον διά τήν καταστολήν τών κατωτέρων παθών τής ψυχής. ‘Όπως «επί τών σωμάτων τα έναντία τών έναντίων είσι'ν ίατικά», καθώς λέγουν οι ιατροί όπως «θερμαίνομεν τό κατεψυγμένον» καί «υγραίνομεν» αύτό πού έχει ξηρανθή,προκειμένου νά τό θεραπεύσωμεν, έτσι καί ό πάνσοφος ιατρός τών ψυχών, ό Τριαδικός Θεός, εύρήκε τρόπον καί έτακτοποίησε μέ συγκατάβασιν καί άπειρον φιλανθρωπίαν τά πράγματα, διά νά θεραπεύση τά άμαρτωλά πάθη τής ψυχής. Ή ψυχή ένεκα τής άμαρτίας έκυριεύθη άπό τήν άπελπισίαν καί τήν άνόητον άνταρσίαν έναντίον τοϋ Θεού. Έγέμισε τραύματα καί πληγές. Διά τούτο ό αγαθός Θεός χρησιμοποιεί φάρμακον, τό όποιον καταστέλλει τον έγωϊσμόν της, τήν έωσφορικήν της έπαρσιν καί τόν έπαναστατικόν βρασμόν της. Ποιον είναι τό φάρμακον τούτο; ό θάνατος «Τόν θάνατον έπιτειχίσας αυτή» Διά τούτο έκαμε τό σώμα θνητόν καί τό άφήκε νά σήπεται, νά διαλύεται, νά κατατρώγεται άπό τά σκουλήκια καί νά άναδίδη δυσωδίαν, «προαποτιθέμενος», θέτων άπό τήν άρχήν άρχήν, δι' όλων αύτών «θεμέλια ταπεινοφροσύνης». Διά τούτων έμποδίζει όλους καί αύτόν άκόμη τόν πάρα πολύ έγωϊστήν άπό τού νά φρονή διά τόν έαυτόν του μεγάλα. Διότι «τι δυσωδω  ύστερον ανθρωπίνου σώματος; Τί δέ ειπελέστερον τελευτήσαντος;».

Εις άλλην περίστασιν ό θείος Χρυσόστομος έδίδασκεν: Αύτός πού άπέθανε δεν παραβλάπτεται καθόλου άπό τόν θάνατον, άλλα καί αύτός πού ζή κερδίζει άπό τό γεγονός τούτο πάρα πολύ άπό τό ξένον νεκρόν σώμα παίρνει ώς καρπόν ώφέλειαν πολλήν. Διότι οταν ϊδη αύτόν, ό όποίος χθές ή προηγουμένως έβάδιζε μαζί του, νά κατατρώγεται άπό τά σκουλήκια καί νά διαλύεται εις πύον, εις στάχτην καί σκόνην, καί άν άκόμη έχη τήν άφροσύνην καί τήν άνόητον άνταρσίαν, πού έχει ό διάβολος έναντίον τού Θεού, ζαρώνει άπό φόβον, μαζεύεται, ταπεινοφρονεΐ, παιδαγωγεϊται εις τό νά ύπομένη καί έγκαθιστά ώς κάτοικον τής ψυχής του τήν ταπεινοφροσύνην, τήν μητέρα τών άγαθών. "Ετσι ούτε έκεΐνος πού έφυγε παρεβλάβη, διότι θά πάρη πάλιν πίσω τό σώμα αύτό άσπιλον καί άφθαρτον. Αύτός δέ πού συνεχίζει άκόμη νά ζή, κερδίζει πάρα πολλά. Επομένως ό Θεός έβαλεν εις τήν ζωήν μας σπουδαϊον διδάσκαλον φιλοσοφίας· «ούχ ό τυχών διδάσκαλος φιλοσοφίας είσηνέχθη εις τον ήμέτερον βίον». Αύτός ό διδάσκαλος παιδαγωγεί τον νουν μας, χαλιναγωγεί τά πάθη μας, καταπραΰνει τά κύματα τής τρικυμίας τοϋ βίου καί φέρει την γαλήνην! .

Ή θέα τοϋ νεκρού άποτελεί άφορμήν σωφροσύνης καί προκαλεί σκέψεις ωφέλιμες καί άνασχετικές τοϋ κακοΰ καί τής άμαρτίας. Παρατηρήσατε, λέγει ό ίδιος Πατήρ, τούς πλουσίους καί τούς έγωϊστάς πώς συμμαζεύονται, οταν παραστοϋν εις τήν έκφοράν τοϋ νεκροΰ καί ίδουν τό άνθρώπινον σώμα νά είναι έξαπλωμένον, κωφόν καί άκίνητον οταν βλέπουν τά παιδιά τοϋ άποθανόντος νά μένουν όρφανά, τήν γυναίκα του χήραν, τούς φίλους του κατηφείς, τούς ύπηρέτες του ντυμένους είς τά μαΰρα καί γενικώς όλον τό σπίτι νά τό σκεπάζη ή θλϊψις. Κυττάξετε πώς ταπεινώνονται καί πώς συντρίβονται όλοι αύτοί. Ένώ ακόυσαν πλήθος διδασκαλίες καί δέν έκέρδισαν τίποτε, μόλις άντικρύσουν τόν νεκρόν, χωρίς νά τούς βιάζη κανείς φιλοσοφούν συνεχώς. Καθώς παρατηρούν τό θνητόν, τό εύτελές καί φθαρτόν τής άνθρωπίνης φύσεως, συνειδητοποιούν τό σαθρόν καί άστατον τού πλούτου καί τής δυνάμεώς των. 'Ακόμη προβλέπουν είς τις συμφορές τών άλλων «τάς ίδικάς των μεταβολάς». Καί συνεχίζει: Υπάρχει θάνατος καί έν τούτοις παρατηρούνται τόσες πολλές άρπαγές καί πλεονεξίες. ΟΙ δυνατώτεροι καταπίνουν τούς πτωχότερούς των, όπως «τό μεγάλο ψάρι τρώει τό μικρό»... Τί θά συνέβαινεν άραγε, έάν δέν ύπήρχεν ό θάνατος; Ένώ βλέπουν ότι λόγω τού θανάτου δέν θά άπολαύσουν αύτά πού άρπάζουν, διότι είτε θέλουν είτε όχι θά τά άφήσουν είς άλλους, παρά ταΰτα μαίνονται καί άφρίζουν έναντίον τών άδυνάτων. Τί θά συνέβαινεν άραγε, έάν έζοΰσαν μέ άσφάλειαν, χωρίς τόν φόβον τού θανάτου; Τί θά τούς άνεχαίτιζε άπό τό άνόσιον καί έγκληματικόν έργον των; Τί θά τούς έσβηνε τήν πονηρόν έπιθυμίαν ;

Έπί πλέον ό σωματικός θάνατος, άν καί είναι άνεπιθύμητος· άν καί είναι παροξυσμός τής φρίκης καί τού κακοΰ, έν τούτοις είναι εύεργεσία τού Θεού, διότι είναι ή διέξοδος άπό τόν κόσμον τής γής είς τόν κόσμον τού ούρανοΰ. Άπό τόν πεπερασμένον χρόνον είς τήν χωρίς τέλος αίωνιότητα. Είναι περίεργον καί ομως άληθινόν: Ή άθάνατος ζωή γίνεται προσιτή διά τού... θανάτου! Αύτό άποτελεϊ τό πλέον παράδοξον τού θανάτου, τό όποιον όφείλεται είς τήν άπύθμενον άβυσσον τής θείας Σοφίας καί ’Αγάπης.

Έάν μετά τήν παράβασιν τών πρωτοπλάστων ό άπειράγαθος καί  πάνσοφος Θεός δέν έπέτρεπε τόν θάνατον, ή ζωή καί ή ϋπαρξίς μας εις τόν κόσμον τούτον θά ήταν ευτελής καί άνόητος. Ένώ τώρα ή επίγειος ζωή μας άποκτά νόημα, βάθος καί σκοπόν, διότι άνακόπτεται μέ τόν θάνατον, ό όποίος μάς διανοίγει τήν είσοδον τοϋ ούρανοϋ. Έάν θεωρήσωμεν τόν ύλικόν κόσμον ώς αύτάρκη, τότε τό κάθε τι εις αύτόν είναι μάταιον. Όταν ομως πληροφορηθώμεν ότι ό σωματικός θάνατος είναι μέν πράγμα φρικτόν καί φάρμακον πικρόν, άλλ’ ένα μεταβατικόν στάδιον πρός τήν αιωνιότητα· όταν σκεφθώμεν ότι ή οδυνηρά καί άγωνιώδης αυτή διαδικασία είναι ένας τρόπος νά ύπερπηδήσωμεν τήν μεταξύ τοϋ παρόντος καί τοϋ αιωνίου άβυσσον, τότε άντιλαμβανόμεθα πόσον εύεργετικός είναι ό σωματικός θάνατος.
Μέ άλλα λόγια ό θάνατος μάς λέγει: Μή άπατάσθε τά πράγματα τοϋ παρόντος κόσμου συνεχώς μεταβάλλονται, τρέχουν, φεύγουν. Ή αίωνιότης, διά τήν όποιαν λαχταρά ή ψυχή σας, ύπάρχει άλλοΰ. Είς αύτήν όμως θά σάς μεταφέρω έγώ. Διότι έγώ παρεχωρήθην μέν εις σάς τούς άνθρώπους ώς τιμωρία καί έξουθένωσις, άλλ' ό Θεός μέ χρησιμοποιεί πανσόφως ώς όχημα, τό όποιον σάς μεταφέρει έκεϊ όπου νοσταλγείτε μέ τόσον δυνατόν καί βαθύν πόθον. ’Εγώ κατά θείαν έντολήν καί άνερμήνευτον πρόνοιαν  σάς μετακομίζω άπό τά φθαρτά είς τά άφθαρτα άπό τά έπίγεια εις τά έπουράνια άπό τά πρόσκαιρα εις τά αιώνια!

Μάς άνοίγει τό στάδιον τοϋ μαρτυρίου

Εύλογητός ό Θεός, διότι τά πάντα έργάζεται διά τό πνευματικόν μας συμφέρον κατά τρόπον άκατανόητον καί άνεξερεύνητον είς τόν άνθρωπον. Ή θεοφώτιστος Χρυσοστομική διάνοια, καθώς έμβαθύνει εις τήν άβυσσον αύτήν τής θείας φιλανθρωπίας, παρατηρεί ότι ό θάνατος είναι εύεργεσία, διότι, έκτος τών άλλων, μάς άναπαύει άπό τούς κόπους τής πολυμόχθου ζωής. Είς τό χώμα σταματά όριστικώς ό πόνος, ή όδύνη/ή τρικυμία τής ζωής! Δι αύτό άναφωνεϊ: «Οΰ πονηρός (= κακός), ώ άδελφοί, άλλά καί ωφέλιμος ό θάνατος». Τό είπεν ό Ίώβ· ό θάνατος είναι διά τόν άνθρωπον άνάπαυσις (Ίώβ γ' 23). Διότι αύτός, τόν όποιον άρπάζει ό θάνατος, έπαυσε άπό τοϋ νά άμαρτάνη καί νά προσθέτη κακίαν είς τήν κακίαν ήρέμησε καί έπαυσε άπό τοϋ νά έξοργίζη τόν Θεόν μέ τις άμαρτίες του. «Άκουε συνετώς», συμβουλεύει ή χρυσορρήμων γλώσσα ό θάνατος είναι παράκλησις διά τά νήπια, άναψυχή δι όσους μοχθούν λύσις τών καταθλιπτικών προβλημάτων έκείνων, οι όποιοι βασανίζονται άπό τις μέριμνες τοϋ βίου ό θάνατος είναι έμπόδιον καί άνακοπή τής άμαρτίας. Έάν δέν ύπήρχεν ό θάνατος, θά έτρωγεν ό ένας άνθρωπος τόν άλλον Έάν δέν είχαμεν κριτήν έρχόμενον, δέν θά είχαμεν έλπίδα ζωής. Λοιπόν «είδες Δεσπότου φιλανθρωπίαν; Τό έκ παραβάσεως επιτίμων», δηλαδή ό θάνατος, «γέγονε σωτήριον»'.
Μολονότι ό θάνατος είναι καρπός τής άμαρτίας, όμως ό άπειρόσοφος πλούτος τής θείας άγαθότητος, ή τελειότης καί τό έξοχον τής κηδεμονίας τοϋ Θεού διά τούς άνθρώπους έχρησιμοποίησε τόν θάνατον διά τήν ωφέλειαν τοϋ γένους μας. Διότι, έν τελευταία άναλύσει, τί τό δυσάρεστον έχει ό θάνατος; Δέν μάς άπαλλάσσει άπό τις φροντίδες καί τήν άγωνιώδη μέριμναν τοϋ παρόντος αΐώνος; Δέν είναι άνακοπή καί άνάσχεσις τής άμαρτίας; 'Ασφαλώς· δι αύτό, έξ άλλου, καί ή άποδημία προς τήν άλλην ζωήν, τήν αίωνίαν, όνομάζεται άνάπαυσις καί λύτρωσις  
 .
'Αλλά καί ό σοφός Σειράχ πλέκει τό έγκώμιον τοϋ θανάτου μέ αυτά τά λόγια: «Ώ θάνατε, καλόν σου τό κρίμα έστίν άνθρώπω έπιδεομένω καί έλασσουμένω ίσχύϊ, έσχατογήρω καί περισπωμένω περί πάντων καί άπειθοϋντι καί άπολωλεκότι ύπομονήν»(Σοφ. Σειρ. μα' 2). Δηλαδή· ώ θάνατε, ή άπόφασις τοϋ Θεοϋ διά σέ είναι καλή καί ωφέλιμος διά τόν άνθρωπον, ό όποίος είναι πτωχός καί έχει οικονομικά προβλήματα καί τοϋ όποιου έλαττώνεται ή σωματική δύναμις· είναι καλή διά τόν άνθρωπον, πού εύρίσκεται εις προχωρημένην γεροντικήν ήλικίαν καί βασανίζεται άπό πάρα πολλές φροντίδες καί περισπασμούς καί ό όποίος, έξ άφορμής όλων αύτών, είναι έπαναστατημένος καί έχει χάσει τήν ύπομονήν του.

Άλλ' ό σωματικός θάνατος έφερε καί άλλα, περισσότερα άγαθά! Ό Θεός εύδόκησεν, ώστε διά τού σωματικού θανάτου νά πλέκωνται είς τούς ίδικούς του άνθρώπους οί στέφανοι τού μαρτυρίου. «’Εντεύθεν οί των μαρτύρων στέφανοι, καί τά των άποστόλων βραβεία»· άπό έδώ, έξ άφορμής τού θανάτου, στεφανώνονται οί Μάρτυρες καί βραβεύονται οί 'Απόστολοι. Διά τού θανάτου έδικαιώθη ό ένάρετος Άβελ. 'Ομοίως καί ό δίκαιος ’Αβραάμ, μέ τό νά κατασφάξη ούσιαστικώς τόν υιόν του Ισαάκ όμοίως οί θεοσεβείς τρεις Παίδες καί ό προφήτης Δανιήλ' τό ίδιον καί ό άγιος 'Ιωάννης ό Πρόδρομος, ό όποίος άπεκεφαλίσθη άπό τόν πονηρόν Ήρώδην .
Άναμφιβόλως ό θάνατος είναι άποτέλεσμα τής άμαρτίας, είναι «κάκιστον». Έν τούτοις ό άγαθός Θεός δημιουργεί άπό τόν θάνατον διά τούς ίδικούς του βραβεία άφθαρτα, ούράνια, αιώνια. Διότι oi ενάρετοι, οϊ όσιοι, οΐ άγιοι, οΙ προφήται, οΐ όμολογηταΐ έκλέγουν έλευθέρως χάριν τοϋ Θεού, διά τήν άγάπην καί την δόξαν τού Θεού, τόν μαρτυρικόν θάνατον. Καί ό Χριστός όπλίζει τούς άνθρώπους αύτούς μέ άνδρείαν, θάρρος καί άντοχήν, ώστε νά άψηφοΰν τόν φόβον, τήν φρίκην καί τις όδύνες τού μαρτυρίου. Καί όχι μόνον νά τις άψηφοΰν, άλλά καί νά τις άττοδέχωνται διά τάν Χριστόν μέ άπερίγρατττον χαράν! 

Τοιουτοτρόπως ό μαρτυρικός θάνατος τών άνθρώ πων τού Θεοϋ γίνεται άφορμή, ώστε νά λάμψη περισσότερον ή άρετή των. 'Επομένως, κατά τόν ιερόν Χρυσόστομον, «τό ελάττωμα του θανάτου» γίνεται διά τούς Μάρτυρας «πλεονέκτημα» μέγα. Διότι, συμπληρώνει ό άγιος Πατήρ, έάν δέν ήσαν θνητοί, δέν θά έγίνοντο Μάρτυρες έάν δέν ύπήρχε θάνατος καί τελευτή, δέν θά ώδηγοϋντο εις μαρτύριον. Καί συμπεραίνει: "Ας μή λυπούμεθα καί άς μή ταρασσώμεθα έπειδή έγίναμεν θνητοί, άλλά άς εύχαριστώμεν τόν Θεόν, διότι «άπό του θανάτου» άνοιξεν εις τούς άνθρώπους «τό στάδιον τοϋ μαρτυρίου άπό τής φθοράς έλάβομεν ύπόθεσιν τών βραβείων εντεύθεν έχομεν άφορμήν τών παλαισμάτων». Καθιστά δέ προσεκτικόν τόν πιστόν καί προσθέτει: Βλέπεις «πώς τό μέγιστον τών κακών, τό κεφάλαιον τής ήμετέρας συμφοράς», δηλαδή ό θάνατος, τόν όποιον «είσήγαγεν ό διάβολος», ή θεία Σοφία τό μετέβαλεν εις τιμήν καί δόξαν (δικήν μας; Βλέπεις πώς δι αύτοϋ ό Θεός όδηγεϊ τούς άθλητάς του πρός τά άφθαρτα καί αιώνια βραβεία τοΰ μαρτυρίου; Καί ό ιερός Χρυσόστομος διά νά προλάβη τυχόν άπορίαν τών πιστών παρατηρεί: Τί λοιπόν; πρέπει νά εύχαριστήσωμεν τόν διάβολον διά τόν θάνατον; «Μή γένοιτο», άναφωνεΐ. Τό κατόρθωμα δέν είναι (δικόν του. Τό χάρισμα τούτο καί ή ύψίστη αύτή δωρεά είναι τής πολυποίκιλου σοφίας τοϋ άγαπώντος Θεού. Ό διάβολος είσήγαγε τήν άμαρτίαν καί τόν πικρόν καρπόν τής άμαρτίας, τόν θάνατον, διά νά μάς καταστρέψη διά νά μάς άφαιρέση κάθε έλπίδα σωτηρίας. Ό Χριστός όμως, άφοϋ έπήρε τόν θάνατον, «τόν μετέστρεψε καί εις τόν ούρανόν ήμάς δι’ αύτοϋ πάλιν άνήγαγε»· τόν μετέβαλεν εις άγαθόν καί δι αύτοϋ μάς ώδήγησε καί μάς άνέβασε πάλιν εις τόν ούρανόν!

Πράγματι κάθε φοράν, πού ή χριστιανική ψυχή έρευνα τήν φιλανθρωπίαν τοΰ Θεοϋ καί τήν πάνσοφον οικονομίαν του περί τοϋ σωματικού θανάτου, μένει έκστατική κλίνει εύλαβώς γόνυ βαθείας εύγνωμοσύνης έμπρός εις τόν θρόνον τής Χάριτος καί άναφωνεΐ μαζί μέ τόν θειον Παύλον: Πόσον άνεξερεύνητοι είναι οι κρίσεις καί οι άποφάσεις τοΰ πανσόφου Θεοϋ! Καί πόσον είναι άδύνατον εις τόν μικρόν καί περιωρισμένον νουν του άνθρώπου νά έξιχνιάση καί νά παρακολουθήσω τα ίχνη τών σοφών καί άγαθών μεθόδων, τις όποιες 'Εκείνος χρησιμοποιεί διά νά σώζη τούς άνθρώπους! (Ρωμ. ια' 33).

Ό Θεός καλλιεργεί έλπίδες

Μία άκόμη άπόδειξις τής θείας ’Αγάπης προς ήμάς, οΐ όποιοι μέ τήν άφροσύνην μας έρρίψαμεν τούς έαυτούς μας είς τήν άμαρτίαν καί τήν άγκάλην τού θανάτου, είναι καί αύτή: Ό πανοικτίρμων Θεός, παραλλήλως προς τήν μετατροπήν τής τιμωρίας τοϋ θανάτου είς ευεργεσίαν, μάς έδωκεν εύθύς έξ άρχής καί έλπίδες άναστάσεως. Χωρίς τϊς έλπίδες αύτές ό βίος μας θά ήταν άβίωτος ή ζωή μας θά ήταν γεμάτη άπελπισίαν καί τρόμον ένα συνεχές και οδυνηρόν μαρτύριον.
Οί άνθρωποι έπεχείρησαν άνέκαθεν νά άγωνισθοϋν έναντίον τού θανάτου. "Αλλοτε έπροσπάθησαν νά λησμονήσουν τήν φρίκην καί τόν τρόμον τοϋ θανάτου. Άλλοτε έστράφησαν είς τόν ιδεαλισμόν καί τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. Άλλ' ή άπελπισία των άντί νά έλαττώνεται συνεχώς έμεγάλωνεν, ώγκοϋτο καί τούς έπνιγε. Ό άνθρωπος δέν εύρήκε κανένα φάρμακον, διά νά καταπνίξη τήν άγωνίαν καί τόν τρόμον τοϋ θανάτου. Ή συνήθης κοινωνική ζωή διαθέτει ή μάλλον γνωρίζει ένα μόνον φάρμακον διά τήν κατανίκησιν τοϋ θανάτου: Τήν τεκνογονίαν τήν διαιώνισιν τοϋ άνθρωπίνου γένους. Δι αύτής φαίνεται ότι ή ζωή νικά τόν θάνατον. Άλλ' ή νίκη αύτή, ή όποια δέν γνωρίζει παρά μόνον τήν ζωήν τοϋ είδους, δηλαδή τήν φυσικήν ζωήν, είναι νίκη φανταστική καί χιμαιρική. Διότι έκεϊνος πού γεννά, είναι ήδη καταδικασμένος ή προωρισμένος νά άποθάνη. Φέρει είς τόν κόσμον άπογόνους θνητούς· άνθρώπους, τούς όποιους «καταδικάζει» είς θάνατον! “Ωστε ό άνθρωπος μέ τόν τρόπον αύτόν δέν νικά ούσιαστικώς τόν θάνατον . Τόσον ό ίδιος, όσον καί οϊ άπόγονοί του συνεχίζουν νά παραμένουν κάτω άπό τήν έξουσίαν καί τό κράτος τοϋ θανάτου.

Μόνον ή χριστιανική πίστις, ή όποια κρατεί τόν λόγον τής άναστάσεως, δίδει βεβαίαν, άσφαλή καί άδιάψευστον έλπίδα διά τήν κατανίκησιν τοϋ θανάτου. Καί ή έλπίδα αύτή είναι δωρεά Θεού. Ό Θεός, φερόμενος άπέναντί μας μέ τρόπον παιδαγωγικόν, δέν μάς έδωκεν έξ άρχής τήν άνάστασιν. Εύθύς έξ άρχής όμως μάς έδωκεν έλπίδες άναστάσεως. Όταν εϊπεν εις τον πρωτόπλαστον οτι είς τό έξης θά τρώγη τό ψωμί του μέ τόν ίδρωτα τού προσώπου του, συνεπλήρωσεν «έως τοϋ άποστρέψαι σε είς την γην, έξ ής έλήφθης» (Γεν. γ' 19). Τόν λόγον αύτόν τοϋ Δημιουργού ό ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει μέ τό άκόλουθα: «'Ώ άποφάσεως ώ φόβου», ό όποίος είναι γεμάτος φιλανθρωπίαν! «’Ώ άπόφασις», πού είναι γεμάτη άπό τήν έλπίδα τής «άνακλήαεως». 'Ακόμη δεν «έξώρισε» τόν πρωτόπλαστον άπό τόν Παράδεισον, καί τόν άνεκάλεσεν άκόμη δεν τόν «εξέβαλε», δέν τόν έδιωξεν άπό τόν Παράδεισον καί τόν «προσέλαβε»· τόν έλαβε καί πάλιν κοντά του. Ό Θεός δέν εϊπεν είς τόν Άδάμ «έως άν άφανισθής, έως άν λυθής»· μέχρις ότου έξαφανισθής, μέχρις ότου έξασθε νίσης καί διαλυθής καί σαπίσης, άλλά τού εϊπεν «έως τοϋ άποστρέψαι σε είς τήν γην, έξ ής έλήφθης», διά νά έχης εις τήν διάνοιάν σου ώς δεδομένην «τήν έλπίδα τής άναστάσεως». Σέ πέμπω έκεί (είς τήν γήν), άπό όπου σέ έλαβα· οπως οταν σέ έδημιούργησα σέ έλαβα άπό έκεΐ, έτσι «δύναμαι καί πάλιν» νά σέ λάβω. Διότι «γη ει καί είς γήν άπελεύση» (Γεν. γ' 19)· διότι τό σώμα σου είναι χώμα καί μετά τόν σωματικόν θάνατον θά γίνη πάλιν χώμα. Δέν θά άφανισθής, άλλ' «άπελεύση», θά διαλυθής καί θά γίνης χώμα. Τό «άπελεύση», σημειώνει ό ιερός Πατήρ, μερικοί τό έρμήνευσαν «έπανελεύση» , πού σημαίνει θά έπιστρέψης καί πάλιν, δηλαδή θά άναστηθής.
Εύθύς έξ άρχής λοιπόν ή θεία Φιλανθρωπία έδωσεν είς τόν άνθρωπον, ό όποίος άμάρτησεν, έλπίδες άναστάσεως «άμυδρώς καί ώς έν αίνίγματι». ’Αφού ό φόβος τής άμαρτίας «ηύξήθη καλώς, καί τοϋ άνθρώπου τήν διάνοιαν κατέσεισε» καί άφοΰ διεπιστώθη πόσον φρικτός είναι ό θάνατος, ό Θεός εισάγει «άμυδράνμέν καί άσαφή» έλπίδα άναστάσεως, άλλά πάντως έλπίδα .

Μετά άπό έκείνο πού εϊπεν είς τόν Άδάμ, «έως τοϋ άποστρέψαι σε είς τήν γήν, έξ ής έλήφθης», μέ τόν θάνατον τοϋ δικαίου Άβελ άποδεικνύει άληθινήν τήν άπόφασίν του περί θανάτου. Διότι ή μετάστασις τού Ένώχ δεικνύει οτι ή άπόφασις αύτή είναι πρόσκαιρος καί ότι ό θάνατος θά καταργηθή (Πρβλ. Γεν. ε' 21-24· Έβρ. ια' 5). Ό Θεός διά τής μεταστάσεως τού Ένώχ πληροφορεί τό πλάσμα του οτι τό θεμέλιον τού θανάτου είναι σαθρόν. Λέγει: Όπως ή άμαρτία είναι τροφή τού θανάτου, έτσι κάί ή ένάρετος ζωή είναι «άναίρεσις καί άφανισμός» τού θανάτου. Έλαβεν ό θάνατος ώς πρώτον λάφυρον ένα δίκαιον τον Άβελ. Άλλ' ιδού, ότι άλλος δίκαιος, ό Ένώχ, καταργεί τόν θάνατον, τόν νικά καί τον άποδεικνύει άνίσχυρον! Καθώς προχωρούν τά χρόνια, οΐ εικόνες τής άναστάσεως γίνονται σαφέστερες, οπως φανερώνει καί ή σωτηρία τού προφήτου Ιωνά άπό τήν κοιλίαν τού κήτους. Τό ότι ή σωτηρία τού Προφήτου έκείνου ήταν προανακήρυξις τής Άναστάσεως τού Θεανθρώπου, άρα καί τής ίδικής μας άναστάσεως, τό έβεβαίωσεν ό Κύριος, ο όποϊος είπεν: Καθώς τότε ό Ιωνάς ήταν μέσα εις τήν κοιλίαν τού κήτους τρεις ήμέρες καί τρείς νύκτες, έτσι θά είναι καί ό υίόςτού άνθρώπου μέσα εις τόν τάφον καί εις τά βάθη τής γής τρία ήμερονύκτια (Ματθ. ιβ' 39-40). Μήπως όμως καί ή άνάληψις τού προφήτου Ήλία (Δ' Βασ. β' 11-12) δέν έκαλλιεργοϋσεν είς τούς άνθρώπους τήν έλπίδα τής άναστάσεως;

Τήν έλπίδα τής άναστάσεως έκαλλιεργούσαν καί άλλα γεγονότα: Ή άνάστασις τού υιού τής χήρας των Σαρεπτών άπό τόν προφήτην Ήλίαν (Ρ Βασ. ιζ' 17-24)· ή άνάστασις τού υιού τής Σωμανίτιδος άπό τόν προφήτην Ελισαίον (Δ' Βασ. δ' 32-37)· ή άνάστασις τού νεκρού, τόν όποίον οΐ Ισραηλίτες έρριψαν βιαστικά άπό τόν φόβον των ληστών είς τόν τάφον τού προφήτου Ελισαίου. Μόλις ομως ό νεκρός ήλθεν είς έπαφήν μέ τά όστά τού προφήτου Ελισαίου, άνέζησε καί έστάθη είς τά πόδια του, γεγονός τό όποιον έσκόρπισε τόν φόβον καί τόν τρόμον είς τούς Μωαβίτες (Δ' Βασ. ιγ' 21).

Έπί πλέον ό προφήτης Ιεζεκιήλ ύπαινίσσεται σαφώς άνάστασιν νεκρών καί κρίσιν, όταν λέγη: «Ή ψυχή ή άμαρτάνουσα, αυτή άποθανεΐται (...) δικαιοσύνη δικαίου επ’ αυτόν εσται, καί άνομία άνομου έπ’ αυτόν εσται» (Ίεζ. ιη' 4, 20). Καθαρώτερα ομως όμιλεΐ περί άναστάσεως μέ τήν μεγαλοπρεπή εικόνα τών άποξηραμμένων όστών τής πεδιάδος (Ίεζ. κεφ. λζ'). Ό Προφήτης άπευθύνεται κατ' έντολήντοΰ Θεού είς τά όστά τά «ξηρά σφόδρα». Αύτά, μόλις άκούουν τόν «λόγον Κυρίου», εύθύς άμέσως σηκώνονται είς τά πόδια των καί βαδίζουν πανστρατιά γεμάτα ζωήν καί ούράνιον σφρίγος! Ή είκών ύποδηλοϊ κατ' άρχήν τήν παλινόρθωσιν τού Ισραήλ, συμβολίζει ομως καί τήν άνάστασιν τών νεκρών. Διά τούτο καί ή άνωτέρω προφητεία άναγι- νώσκεται είς τούς ναούς μας τήν έσπέραν τής Μ. Παρασκευής, μετά τήν έπιστροφήν τού Ιερού Επιταφίου άπό τήν περιφοράν. Ό Ησαΐας πάλιν, σαφέστερον τού Ιεζεκιήλ προφητεύει: «Αναστήσονται οί νεκροί, καί έγερθήσονται οΐ έν τοϊς μνημείοις» (Ήσ. κστ' 19). 

Ό Δανιήλ δε πολλαπλασιάζει τις έλπίδες τής άναστάσεως μέ τό' «καί πολλοί τών καθευδόντων έν γης χώματι έξεγερθήσονται, ουτοι εις ζωήν αιώνιον καί ουτοι εις όνειδισμόν καί εις αισχύνην αιώνιον» (Δαν. ιβ' 2). Δηλαδή· πολλοί άπό αύτούς πού κοιμούνται εις τούς τάφους θά άναστηθοϋν, άλλοι μέν διά τήν αίωνίαν ζωήν, άλλοι δέ διά τήν αίωνίαν καταισχύνην καί τιμωρίαν. Έξ άλλου ό σοφός Σολομών θά βεβαιώση: «Δικαίων ψυχαί έν χεφί Θεοϋ καί οΰ μη άψηται αυτών βάσανος (...) ή ελπίς αυτών άθανασίας πλήρης» (Σοφ. Σολ. γ' 1,4). Οΐ ψυχές τών δικαίων μετά θάνατον είναι είς τό χέρι τού αιωνίου καί παντοδυνάμου Θεού είναι κάτω άπό τήν προστασίαν του καί δέν ήμπορεΐ νά τις θίξη καμμία βάσανος ή βλάβη. ‘Η έλπίδα των είναι γεμάτη άπό άθανασίαν. Αποθνήσκουν μέ τήν άδιάσειστον βεβαιότητα τής νέας, αιωνίου καί μακαρίας ζωής.

Είς τούς χρόνους τών Μακκαβαίων ό όρίζων τών έλπίδων τής άναστάσεως εύρύνεται καί καθαρίζει άκόμη περισσότερον. Ό τρίτος τών Μακκαβαίων άπαντά είς τον δήμιον, ό όποίος έτοιμάζεται νά τού κόψη τήν γλώσσαν καί τά χέρια: «Έξουρανούταϋτα κέκτημαι καί διά τούς αύτοΰ νόμους ύπερορώ ταΰτα καί παρ’ αύτοΰ ταϋτα πάλιν έλπίζω κομίσασθαι» (Β' Μακ. ζ' 11)· άπό τον Θεόν τού ούρανοϋ έχω τά μέλη αύτά καί χάριν τών άγιων νόμων τού Θεού παραβλέπω καί πειφρονώ τά μέλη αύτά (τήν γλώσσαν καί τά χέρια), διότι έλπίζω ότι θά τά λάβω καί πάλιν άπό τόν Θεόν. Παρομοίαν άπάντησιν έδωκεν εις τούς δημίους του καί ό εύσεβής Ιουδαίος Ραζίς, ένας άπό τούς πρεσβυτέρους· οταν έστάθη είς κάποιον άπότομον βράχον πληγωμένος καί έξαντλημένος, έπρόβαλε τά έντερά του καί τά έδειχνε μέ τά χέρια του είς τόν λαόν, πού είχε συγκεντρωθή έκεϊ. "Επειτα ό Ραζίς παρεκάλεσε τόν Κύριον «τής ζωής καί τού πνεύματος», τής ζωής καί τής ψυχής, νά τού τά άποδώση καί πάλιν κάποιαν ήμέραν! (Β' Μακ. ιδ' 37-46)· ή ήμέρα αύτή δέν είναι άλλη, παρά έκείνη τής άναστάσεως τών νεκρών.

‘Ώστε πολύ προτού έλθη ό Χριστός, ό Θεός μάς έδωκεν έλπίδες κατανικήσεως τού θανάτου. Λαμβάνει άφορμήν άπό τις άτομικές ή έθνικές συμφορές τού λαού του καί άνυψώνει καί όδηγεΐ τό πλάσμα του ολίγον κατ' ολίγον είς τήν περί άναστάσεως ιδέαν. Τό βοηθεΐ παιδαγωγικώς, ώστε νά άντιληφθή ότι πίσω άπό τις πρόσκαιρες παραφωνίες ύπάρχουν οι ούράνιες άρμονίες. Ότι ή γή, είς τήν όποιαν θάπτεται ό νεκρός, δέν είναι τό άσφαλές έδαφος, έπάνω είς τό όποιον ό δίκαιος θά εύρη τήν άνταμοιβήν του. Τοιουτοτρόπως ή θεία Αγάπη προσφέρει είς τό δημιούργημά της άποκαλύψεις αισιόδοξες καί γεμάτες άγαθές έλπίδες, οι όποιες ώς άλλοι φωτεινοί χείμαρροι καταπλημμυρίζουν τόν νοϋν τού λογικού άνθρώπου καί τού άπαλύνουν τόν πόνον άπό τήν τιμωρίαν τού θανάτου καί τού άδου.

Μετασκευάζει «φιλανθρώπως έπί  τό κρεϊττον»

Κατά τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης παρουσιάσθησαν «μακάριαι» προσωπικότητες καί «όσιαι μορφαί». Ό περιούσιος λαός τού Θεού, ό 'Ισραήλ, άπεδείχθη μεν «γενεά πονηρά και μοιχαλίς» καί «άμαρτω λός» (Ματθ. ιβ' 39’ Μάρκ. η' 38)· έφάνη άπειθής καί άπιστος όχι όλίγες φορές· έγόγγυσεν έναντίον τοϋ Μωϋσέως καί αύτοϋ τούτου τοΰ ουρανίου Εύεργέτου της, άλλα άνέδειξε καί άνδρας, οι όποιοι διεκρίθησαν διά τήν πίστιν, τήν άρετήν, τήν σωφροσύνην, τήν άγάπην καί τόν πύρινον ζήλον των πρός τόν Θεόν. Έν τούτοις κανείς άπό τούς δικαίους έκείνους άνθρώπους δέν ήμπόρεσε νά θεραπεύση τό βαθύ τραύμα τής ρίζης τοϋ άνθρωπίνου γένους. Κανενός ή άρετή δέν ήδύνατο νά άρκέση εις ολους τούς άνθρώπους, πού έμελλε νά γεννηθούν «πρός άγιασμόν καί ευλογιάν καί ζωής έπάνοδον». Ή νίκη κατά τοϋ θανάτου καί τοΰ αδου έκερδήθη όριστικώς καί άμετακλήτως διά τής θυσίας τού μόνου άναμαρτήτου, τοΰ μόνου άμώμου καί παναγίου Θεανθρώπου Ίησοΰ. Αύτός κατενίκησε καί έξηφάνισε τόν θάνατον. Αύτός συνέτριψε τό φαρμακερόν κεντρί τοϋ θανάτου, δηλαδή τήν άμαρτίαν (Α' Κορ. ιε' 55-56). Μέ τήν τριήμερον έκ νεκρών λαμπροφόρον Άνάστασίν του οι προεικονίσεις, οϊ όποιες έδόθησαν μέχρι τότε εις τόν προχριστιανικόν κόσμον διά νά διατηρούν εις αύτόν ζωντανήν τήν έλπίδα τής άναστάσεως, άπεδείχθησαν «σαφώς καί δήλως καί όλοσχερώς καί έν άληθεία». Μετά τήν Άνάστασίν τοΰ Κυρίου «δήμοι μαρτύρων ήμϊν έβλάστησαν, τοϋ θανάτου καταλυθέντος, τής δε άναστάσεως λαμπούαης». Αλλά διά τήν ένδοξον Άνάστασίν τοΰ Κυρίου, ό όποίος έγινεν ή «άπαρχή των κεκοιμημένων» (Α' Κορ. ιε' 20) καί άνοιξεν εις τούς άνθρώπους τόν δρόμον τής άναστάσεως, θά γίνη λόγος είς τόν οίκεΐον τόπον.         ·
Ώς κατακλείδα τών όσων έγράψαμεν μέχρι τώρα διά τήν μετατροπήν τοϋ θανάτου εις εύεργεσίαν, παραθέτομεν δύο χαρακτηριτικά άποσπάσματα άπό τόν άγιον Ίωάννην τόν Χρυσόστομον καί τόν άγιον Γρηγόριον τόν Παλαμάν.

Ό Ιερός Χρυσόστομος τονίζει:
Χάρις είς τήν Άνάστασίν τοΰ Σωτήρος δέν καταργεΐται άπλώς ό θάνατος· κληρονομοΰμεν άγαθά μεγαλύτερα καί άσυγκρίτως άνώτερα! Ό μέν διάβολος, λέγει ό ίερός Πατήρ, έπέτυχε νά μας κάμη νά άμαρτήσωμεν καί έτσι νά έξορισθώμεν άπό τόν Παράδεισον μέ τόν θάνατον ώς σύντροφον τής ζωής μας. Άλλ’ ό φιλάνθρωπος Θεός δέν παρέβλεψε τό άνθρώπινον γένος. Καί διά νά δείξη είς τόν διάβολον οτι έματαιοπόνησε μέ τά οσα έπέτυχεν, εις δε τόν άνθρωπον τήν πολλήν άγάπην καί φροντίδα, μέ τήν όποιαν τόν περιβάλλει, τοΰ έδώρησε «διά τοΰ θανάτου τήν άθανασίαν». Ό διάβολος έπέτυχε καί έξώρισε τόν άνθρωπον άπό τόν Παράδεισον· ό δεσπότης ομως Χριστός μέ τήν άγίαν Άνάστασιν καί Άνάληψίν του «είσήγαγε» τόν άνθρωπον «εις τόν ουρανόν». Επομένως «μεΐζων τής ζημίας ή έμπορία»
Ιδού καί ή χαρακτηριστική περικοπή άπό τόν άγιον Γρηγόριον τόν Παλαμαν, τήν ϊεράν στήλην τής 'Ορθοδοξίας καί τήν σεπτήν όπλοθήκην τών θείων δογμάτων τής 'Εκκλησίας μας. ΕΙς τήν παράγραφον πού άκολουθεί τονίζεται ή χριστιανική θεώρησιςτοϋ σωματικού θανάτου ώς εύεργεσίας καί φιλανθρωπίας τού πανσόφου Θεού. Λέγει ό άγιος Πατήρ:

Διά νά έννοήσωμεν καλώς τό άπειρον ύψος τής θείας Φιλανθρωπίας καί τό άπύθμενον βάθος τής θείας Σοφίας· διά νά μή άγνοώμεν τό διατί ό άγιος Θεός άνέβαλε τήν κατάργησιν τοΰ θανάτου έπΐ τόσα χρόνια, άς λάβωμεν ύπ’ οψιν τούτο. Πρώτον μέν μάς έτιμώ ρησε κατά τρόπον έλεήμονα καί εύσπλαγχνικόν· δέν μάς έτιμώρησεν αύστηρώς κατά τήν δικαιοσύνην του, διά νά μή άπογοητευθώμεν τελείως. Μάς εδωκεν άκόμη καιρόν μετάνοιας. Έν τώ μεταξύ, μέ τήν συνεχή γέννησιν νέων άνθρωπον παρηγορούσε τήν λύπην, τήν όποιαν μάς προξενεί ό θάνατος προσφιλών προσώπων. Έπολλαπλασίασε δέ τό γένος τών διαδόχων μας τόσον, ώστε αύτοί νά ύπερβαίνουν τόν άριθμόν έκείνων, οί όποιοι άποθνήσκουν. ’Αντί τοΰ ένός άνθρώπου, τοΰ Άδάμ, ό όποίος έγινεν έλεεινός καί κατήντησε πτωχός, έπειδή έφαγε τόν άπαγορευμένον καρπόν, άνέδειξε πολλούς άλλους, οί όποιοι έπλούτησαν εις «θεογνωσίαν καί αρετήν καί γνώσιν καί εύμένειαν θείαν». Τοιοΰτοι ύπήρξαν οί Σήθ, Ένώς, Ένώχ, Νώε, Μελχισεδέκ, ’Αβραάμ, καί όσοι έφάνησαν πριν άπό αύτούς καί ύστερα άπό αύτούς ή συγχρόνως μέ αύτούς. Επειδή όμως κανείς άπό τούς τόσον πολλούς καί τόσον σπουδαίους έκείνους δικαίους δέν έζησε βίον τελείως άναμάρτητον, ώστε νά δυνηθή νά έπανορθώση διά νέου άγώνος τήν ήτταν, πού ύπέστησαν οί προπάτορές μας είς τήν Έδέμ, καί νά θεραπεύση τό τραύμα τής ρίζης τοΰ άνθρωπίνου γένους καί νά έπαρκέση είς όλες τις μέλλουσες γενεές «προς άγιασμόν καί ευλογίαν καί ζωής επάνοδον», ό Θεός άπέστειλεν είς τόν κόσμον τόν μονογενή Υιόν Του. Αύτός ώλοκλήρωσε τό έργον τής σωτηρίας καί έφερεν εις πέρας τό πάνσοφον σχέδιον τής σωστικής οικονομίας τοΰ Θεού Πατρός ύπέρ ήμών. Καί ό θεόσοφος Γρηγόριος άναλογιζόμενος τό άνεξερεύνητον τών βουλών τοΰ Θεού, έπαναλαμβάνει τόν λόγον τοΰ θεοκινήτου ’Αποστόλου: ”Ω βάθος πλούτου καί σοφίας (Ρωμ. ια' 33) καί θείας φιλανθρωπίας. Διότι, προσθέτει, έάν δέν ύπήρχεν ό θάνατος, «καί προ τοΰ θανάτου θνητόν ώς έκ ρίζης τοιαύτης τό ήμέτερον γένος», δέν θά άνεκαλούμεθα είς τούς ούρανούς. Ή ανθρώπινη φύσις μας δέν θά ένεθρονίζετο «ύπεράνω πάσης αγγελικής άρχής καί έξουσίας»· δέν θά έτιμάτο τόσον, ώστε νά καθίση «έν δεξιά τής μεγαλωσύνης ε’ν τοϊς οΰρανοΐς» (Πρβλ. Έφεσ. α' 21 · Έβρ. η' 1). Κατ’ αύτόν τόν άνεξερεύνητον τρόπον γνωρίζει ό Θεός νά μετασκευάζη «φιλανθρώπως επί τό κρεϊττον» διά τής σοφίας καί δυνάμεώς του τά όλισθήματα, είς τά όποια ύποπίπτομεν έλευθέρως ένεκα τής παρεκκλίσεώς μας άπό τήν θείαν έντολήν.
Μέ όλα αίιτά γίνεται φανερόν τούτο: Χάρις είς τήν άπειρον άγάπην καί τήν άνείκαστον πανσοψίαν τού Τριαδικού Θεού, διά τοΰ σωματικού θανάτου δέν έχομεν ούσιαστικώς τιμωρίαν τοΰ άνθρωπίνου γένους· έχομεν γενικήν εύεργεσίαν! Όποια άφατος φιλανθρωπία τοΰ πανοικτίρμονος Θεού!..




Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


http://www.alavastron.net











Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |