Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
7. Σταύρωσις Κατάργησις Θανάτου
Άπέθανε «υπέρ πάντων και
άντι πάντων»
Εάν ή θεία Ένσάρκωσις
άποτελή τήν άπαρχήν τής άπαλλαγής τού άνθρώττου άπό τά δεσμά τοϋ θανάτου καί
τοϋ άδου· έάν όλη ή έπϊ γής ζωή τοϋ Θεανθρώπου Κυρίου καί ιδιαιτέρως οί
νεκραναστάσεις, τις όποιες έπραγματοποίησε — τοϋ υΐοΰ τής χήρας τής Νάί'ν, τής
θυγατρός τοϋ Ίαείρου καί τοϋ τετραημέρου Λαζάρου — άποτελοΰν τό προανάκρουσμα
τής νίκης κατά τοϋ θανάτου, ή νίκη κατά τοϋ θανάτου, «ή σωτηρία μας
όλοκληρώθηκε στό Γολγοθά, όχι ατό Θαβώρ, άν κι έκεϊ άκόμη έγινε λόγος γιά τόν
Σταυρό τοϋ Χριστού (Λουκ. θ' 31). Ό Χριστός έπρεπε νά πεθάνη, γιά νά κληροδο
τήση στήν άνθρωπότητα τήν πληρότητα τής Ζωής. Τοΰτο δέν ήταν άναγκαιότητα τοϋ
κόσμου. Ήταν άναγκαιότητα τής θείας ’Αγάπης, άναγκαιότητα τής θείας τάξεως. Τό
μυστήριο αύτό δέν μπορούμε νά τό κατανοήσουμε. Γιατί έπρεπε ή άληθινή ζωή νά
άποκαλυφθή διά τοϋ θανάτου τοϋ 'Ενός', πού είναι 'ή Άνάστασις καί ή Ζωή';
(Ίωάν. ιδ' 6). Μόνη άπάντησις είναι, ότι ή σωτηρία έπρεπε νά είναι νίκη έπϊ τοϋ
θανάτου, έπϊ τής θνητότητος τοϋ άνθρώπου» .
Κατά συνέπειαν τά σεπτά
Πάθη καί ή λαμπροφόρος Άνάστασις αποτελούν τό καίριον καί όριστικόν πλήγμα
έναντίον τού θανάτου. Διά τούτο ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει ότι ό
σταυρικός θάνατος τού Χριστού εϊναι «ή κορωνις τής του Θεοΰ Λόγου σαρκώσεως».
‘Αλλού δέ άναλύει πολύ ζωντανά τήν άλήθειαν αυτήν καϊ γράφει: Κάθε πράξις καί
θαυματουργική ένέργεια τού Χριστού είναι πολύ μεγάλη και θεία καί θαυμαστή,
άλλά τό περισσότερον θαυμαστόν άπό άλα είναι ό τίμιος Σταυρός του. Διότι ό
θάνατος δέν κατηργήθη μέ κανένα άλλο μέσον, ή άμαρτία τού προπάτορός μας δέν
έλύθη, ό άδης δέν άπεγυμνώθη καί δέν έλαφυραγωγήθη, δέν μάς έδώρησε τήν
άνάστασιν, δέν μάς έχει δωρηθή ή δύναμις νά περιφρονοϋμεν τά παρόντα καί τόν
ίδιον τόν θάνατον, δέν κατωρθώθη ή έπιστροφή μας εις τήν άρχαίαν μακαριότητα,
δέν άνοιξαν οί πύλες τού παραδείσου, δέν έβαλε τήν άνθρωπίνην φύσιν νά καθίση
δεξιά τού Θεοΰ είς τιμητικήν θέσιν, δέν έγίναμεν παιδιά τού Θεοΰ καί
κληρονόμοι, παρά μόνον άπό τόν Σταυρόν τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού. "Ολα
αύτά έχουν κατορθωθή μέ τόν σταυρικόν θάνατον τού Κυρίου .
Ό Υίόςτοΰ Θεοΰ έσαρκώθη,
όταν ή κακία τών άνθρώπων έκορυφώθη καί έφθασεν είς τό μή περαιτέρω , διά νά
προσφέρη τόν έαυτόν του «θυσίαν δυναμένην ήμάς καθαρίσαι» , καί έπί πλέον νά
μάς συμφιλίωση διά τού θανάτου του μέ τόν Θεόν Πατέρα (Ρωμ. ε' 10· Κολοσ. α'
22).
Τόν σταυρόν ύψώσαμεν
έμεϊς οί άνθρωποι διά τής άμαρτίας. Καί ένώ έπρεπε νά σταυρωθώμεν έμεϊς οί
ένοχοι, καρφώνεται έπί τού σταυρού ’Εκείνος, ό όποίος δέν ήταν ένοχος καμμιάς
καταδίκης ή θανάτου, άφού Αμαρτίαν ούκ έποίησεν, ουδέ εύρέθη δόλος έν τώ
στόματι αύτοϋ» (Α' Πέτρ. β' 22). Καί έτσι ό άπολύτως άναμάρτητος Κύριος «τάς
άσθενείας ήμών άνέλαβε, καί τάς νόσους έβάστασε, και ύπέρ ήμών έτραυματίσθη,
ίνα τώ μώλωπι αύτοΰ ημείς ίαθώμεν καί τής κατάρας ήμάς έξηγόρασε γενόμενος ύπέρ
ήμών κατάρα καί τόν άτιμότατον ύπέστη θάνατον, ίνα ήμάς είς τήν ένδοξον ζωήν
έπαναγάγη» . Σηκώνει ό Κύριος τόν σταυρόν καί δέχεται νά καρφωθή έπάνω είς
αύτόν ώς κακούργος, καί βαστάζει μέ τόν τρόπον αύτόν τήν κατάραν τής άμαρτίας
καί τού θανάτου, ώστε νά σημάνη μέ τό «τετέλεσται» τό τέλος τής άμαρτίας καί
τού θανάτου. Ό Θεός Πατήρ ευδόκησε νά άφήση τόν μονογενή Υιόν του, ό όποίος δεν
έγνώρισεν έκ πείρας άμαρτίαν, νά κατακριθή ώς άμαρτωλός χάριν ήμών, ώστε νά
γίνωμεν έμεΐς δικαιοσύνη Θεού διά τής ένώσεώς μας μαζί του (Β' Κορ. ε' 21).
Ό Κύριος προσέφερε τόν
έαυτόν του ώς έκπρόσωπος όλων τών άνθρώπων, όλων τών γενεών. «Άπέθανεν ύπέρ
πάντων» (Β' Κορ. ε' 14). Έθυσιάσθη μίαν φοράν διά παντός (Έβρ. ζ' 27· θ' 28· Γ
10-12) καί έκάλυψε τις άμαρτίες όλων τών άνθρώπων άπ' άρχής τού κόσμου μέχρι
συντέλειας τού αίώνος. Ό Κύριος, λέγει ό θείος Χρυσόστομος, «άπαξ προσηνέχθη,
καί ει’ς τό αεί ήρκεσε» . Ή θυσία του προσεφέρθη «ύπέρ πάσης τής φύσεως» καί
ήταν «ικανή πάντας σώσαι» .
Χάρις είς τήν
έξιλαστήριον σταυρικήν θυσίαν τού Κυρίου, γράφει ό άγιος Ιγνάτιος ό Θεοφόρος,
οι άνθρωποι ζοϋν «κατά Ίησοΰν Χριστόν, τόν δι’ ήμάς άποθανόντα, ίνα
πιστεύσαντες είς τόν θάνατον αύτοΰ τό άποθανεϊν» έκφύγουν . Ό Μ. 'Αθανάσιος
τονίζει ότι ό Κύριος έλαβε σώμα ομοιον μέ τό ϊδικόν μας, διότι ολοι είμεθα ύπεύθυνοι
διά τήν φθοράν τού θανάτου, καί οτι παρέδωκε τό σώμα τούτο είς τόν θάνατον ύπέρ
όλων, καί παρατηρεί: Ό Λόγος τού Θεού έγνώριζεν οτι μέ κανένα άλλον τρόπον δέν
θά ήμποροϋσε νά καταλυθή «τών άνθρώπων ή φθορά», παρά μόνον έάν άπέθνησκεν
όπωσδήποτε. Άλλ' ό Θεός Λόγος ήταν άδύνατον νά άποθάνη, διότι ήταν άθάνατος.
Διά τούτο άκριβώς λαμβάνει σώμα, τό όποιον νά ήμπορή νά άποθάνη, ώστε άφοΰ αύτό
γίνη μέτοχον τού Λόγου, ό όποίος έξουσιάζει τά πάντα, νά καταστή ικανόν καί νά
άποθάνη ύπέρ όλων, άλλά καί νά παραμείνη άφθαρτον χάρις είς τόν Θεόν Λόγον, ό
όποίος έκατοίκησεν είς αύτό. Καί ό στύλος τής 'Ορθοδοξίας συνεχίζει: Χάρις είς
τήν Άνάστασιν ή φθορά τού θανάτου δέν έχει πλέον έξουσίαν έπάνω είς τούς
άνθρώπους, έπειδή έκατοίκησεν είς αύτούς ό Θεός Λόγος μέ τό ένα σώμα. Τό
άνθρώπινον γένος θά έχάνετο, έάν «ό πάντων Δεσπότης καί Σωτήρ» δέν ήρχετο μέ
σκοπόν νά άποθάνη. Τώρα όμως μέ τήν θυσίαν τού άγιου σώματός του κατήργησε τόν
έναντίον ήμών νόμον καί έγκαθίδρυσε άρχήν ζωής, άφοΰ μάς έδωκεν «έλπίδα
άναστάσεως». Τώρα δέν άποθνήσκομεν πλέον ώς κατάδικοι. Μέ τήν έλπίδα οτι θά
άναστηθώμεν, περιμένομεν «τήν κοινήν άνάστασιν» .
Βεβαίως ό Κύριος άνέλαβε
μέν τις άμαρτίες όλων καί άπέθανεν ύπέρ όλων
· έγινε μέν «υπέρ ήμών κατάρα» (Γαλ. γ' 13), άλλ' αύτός καθ’ έαυτόν
παρέμεινεν άπολύτως άναμάρτητος. «Κάν γέγονεν αμαρτία, μεμένηκεν όπερ ήν»,
δηλαδή «άγιος κατά φύσιν ώς Θεός». Καί ό θάνατος τής άγιας σαρκός του, ό όποίος
έγινεν «έπι άναφέσει της σαρκός», ήταν θάνατος «άγιος και άβέβηλος» και
εύπρόσδεκτος ώς θυμίαμα εΰοσμον είς τόν Θεόν καί Πατέρα.
’Ακόμη ό σταυρικός
θάνατος τοϋ Κυρίου μας ήταν έξ όλοκλήρου «εκούσιος», θεληματικός. Ήταν έπιταγή
τής άπειρου άγάπης τοϋ Θεού πρός τόν άνθρωπον (Ίωάν. ιζ' 26). Καμμία άνάγκη
έσωτερική ή έξωτερική, καμμία δύναμις δέν τόν έπίεζε νά σταυρωθή (πρβλ. Ίωάν. Γ
18). Ό Θεάνθρωπος δέν ήταν τό άδύνατον πλάσμα, τό όποιον έσύρθη βιαίως καί
άναγκαστικώς είς τόν σταυρόν, διότι δέν ήμποροϋσε νά κάμη διαφορετικά. Ώς Υιός
τοϋ Θεοϋ είχε τήν δύναμιν νά έξουδετερώση άμέσως κάθε έξωτερικήν δύναμιν (πρβλ.
Ματθ. κστ' 53) καί άστραπιαίως κάθε δαιμονικήν έπιβουλήν. Τό σεπτόν Πάθος τοϋ
Κυρίου ήταν άπολύτως έλεύθερον Δύο ϋμνοι τής άγιας μας Εκκλησίας έκφράζουν πολύ
ώραϊα τήν άλήθειαν αύτήν. Λέγει ό ένας: «Ό τήν εύλογημένην καλέσας σου Μητέρα,
ήλθες έπι τό πάθος έκουσια βουλή, λάμψας έν τώ Σταυρώ, άναζητήσαι θέλων τόν
Αδάμ, λέγων τοϊς Ά γγέλοις συγχάρητέ
μοι, ότι εύρέθη ή άπολομένη δραχμή. Ό πάντα σοφώς οι’κονομήσας Θεός, δόξα σοι»
. Ό άλλος ϋμνος λέγει: «Ιδού καθωράθη, ή ζωή πάντων Χριστός, κρεμάμενος έν ξύλω
έκουσιως· καί ταδτα βλέπουσα γη έσαλεύθη καί πολλά Άγιων ήγέρθη έμφανώς, σώματα
κοιμηθέντων, καί τό δεσμωτήριον Αδου έσαλεύθη» .
Ό σταυρικός θάνατος τοΰ
Σωτήρος ήταν «έκοόσιος», θεληματικός, διότι είς τήν άμόλυντον άνθρωπίνην φύσιν
τοΰ Θεανθρώπου, τήν έλευθέραν άπό τό προπατορικόν άμάρτημα, δέν ύπήρχεν ό
θάνατος ώς μία σύμφυτος άναγκαιότης. Ό θάνατος είναι σύμφυτος άναγκαιότης είς τά
(δικά μας σώματα, τά μολυσμένα άπό τήν άμαρτίαν. Ό Κύριός μας άπέθανεν
έλευθέρως, χάρις είς τήν άπειρον φιλανθρωπίαν προς ήμάς τά πλάσματά του. Ό
θάνατος δέν είχε καμμίαν έξουσίαν έπάνω είςτόν άπολύτως άναμάρτητον Κύριόν μας.
Ό Θεάνθρωπος «παρέδωκε τό πνεύμα» έπάνω είς τόν Σταυρόν μέ τήν θέλησίν του.
Τούτο έφανέρωνε καί ή κλίσις τής άγίας κεφαλής του έπάνω είς τόν Σταυρόν.
Γράφει ό άγιος Νικόδημος ό 'Αγιορείτης: «Όταν ή θεότης έπρόσταξε να έλθη ό
θάνατος διά τήν οικονομίαν» διά νά «καταργηθή» δηλαδή «ό θάνατος διά του
θανάτου, τότε καί ό θάνατος ύπακούσας ώς δούλος είς τό θεϊκόν πρόσταγμα,
έπλησίασεν» είς τόν Έσταυρωμένον, «όμως μετά φόβου καί τρόμου (...). Τοΰτο
έφανέρωνε καί ή έπί τοΰ Σταυρού κλίσις τής κεφαλής τοΰ Κυρίου»· διότι «διά τής
κλίσεως έκάλει τόν θάνατον νά έλθη κοντά, φοβούμενο ν οϊκοθεν νά πλησιάση, ώς
έρμηνεύει ό μέγας ’Αθανάσιος».
«Ή κλίσις δέ τής κεφαλής
τοΰ Κυρίου δέν ήτο φυσική, άλλ' υπερφυής καί παράδοξος· όθεν ταύτην ό
Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει ώς ένα θαύμα, καί οχι ώς ιδίωμα τής φύσεως, είπών
<καί κλίνας τήν κεφαλήν, παρέδωκε τό πνεύμα> (Ίω. ιθ' 30». Διότι «οί μεν
άλλοι άνθρωποι, όταν ψυχομαχώσι καί μέλλουν νά παραδώσουν τό πνεύμα, δέν
κλ.ίνουν κάτω τήν κεφαλήν ίσως διότι ούτως εύκολώτερα εξέρχεται ή ψυχή· άφοΰ δέ
παραδώσουν τό πνεύμα, τότε κλίνουν κάτω τήν κεφαλήν ό δέ Κύριος ημών τό
εναντίον έ.ποίησν πρώτον έκλινε τήν κεφαλήν, καί έπειτα παρέδωκε τό πνεύμα»,
πράγμα τό όποιον είναι «υπερφυές καί παράδοξον. Όθεν εϊπεν ό ιερός Θεοφύλακτος'
«έφ' ήμών τουναντίον γίνεται' πρότερον μέν γάρ έκπνέομεν, είτα κλίνομεν τήν
κεφαλήν εκείνος δέ πρότερον έκλινεν, είτα έξέψυξε' δέ ών πάντων δηλοΰται οτι
τοΰ θανάτου αυτός Κύριος ήν, καί πάντα κατ’ έξουσίαν έποίει». Καί ό Ζυγαδηνός
εϊπεν Ούκ επειδή έξέπνευσεν έκλινε τήν
κεφαλήν, όπερ έφ’ ήμάς τοΰτο γίνεται, άλλ’ επειδή έκλινε τήν κεφαλήν, έξέπνευσε
, διά νά μάθωμεν οτι, ότε ή θέλησε, τότε άπέθανεν . Οϋτω λοιπόν έξουσιαστικώς
έχωρίσθη ή ’Αγία ψυχή του άπό τήν άχραντον σάρκα του» . Ό θεληματικός αύτός
θάνατος είναι θάνατος «'Εκείνου, ό όποίος είναι ό ίδιος Αιώνια Ζωή», πού είναι
στ’ άλήθεια ή Άνάστασις καί ή Ζωή. Πρόκειται για θάνατο άνθρώπου, βέβαια, άλλά
μέσα στήν ύπόστασι τοϋ Λόγου, τοϋ σαρκωμένου (Θεοϋ) Λόγου. Καί γι' αύτό
πρόκειται γιά θάνατο, ό όποίος άνιστά (...). Θά ήταν ίσως σωστό νά λεχθή ότι ό
Θεός άπέθανεν έπΐ τοϋ Σταυρού μόνο κατά τήν άνθρώπινη φύσι του (πού ήταν τής
ιδίας ούσίας μέ τή δική μας). ’Ηταν ό έκούσιος θάνατος τοϋ Ενός, πού ήταν ό
Ίδιος ή Αιώνια Ζωή. Πραγματικά, ένας άνθρώπινος θάνατος, ένας θάνατος «σύμφωνος
πρός τήν άνθρώπινη φύσι, καί, όμως, θάνατος μέσα στήν ϋπόστασι τοϋ Λόγου, τοϋ
Ένσαρκωθέντος Λόγου. Δηλαδή ένας άναστάσιμος θάνατος. «Βάπτισμα δέ έχω
βαπτισθήναο (Λουκ. ιβ' 50). «’Ηταν ό θάνατος έπΐ τοϋ Σταυρού, καί τό αίμα, πού
χύθηκε μέ τό όποιο ό ίδιος ό Χριστός βαπτίσθηκε), όπως λέγει ό “Αγιος Γρηγόριος
ό Ναζιανζηνός (Λόγος 37,17). Αύτός ό θάνατος έπί τοϋ Σταυρού, ώς βάπτισμα
αίματος, είναι ή βαθύτερη ούσία τοϋ λυτρωτικού μυστηρίου τοϋ Σταυροϋ» .
Ό Σταυρός καί ό θάνατος
τοϋ Χριστού δέν ήσαν παθήματα τής θείας, άλλά τής άνθρωπίνης «ρύσεως του. Ή
θεία φύσις ήταν άθάνατος. Μόνον ή άνθρωπίνη του φύσις «είχε τήν δυνατότητα
γεύσεως τοϋ θανάτου καί τοϋ πάθους». Καθ' όσον όμως ό Κύριός μας ήταν Θεός καί
άνθρωπος, δηλαδή ό φορεύς καί τών δύο φύσεων ήταν ένας «καί ενιαία ή άντιμετάδοσις
τών Ιδιωμάτων, δύναται νά γίνη λόγος περί θανάτου τοϋ άθανάτου Λόγου, περί
θεοκτονίας κ.τ.δ. . «Ή θεία φύσις οίκειοΰται παθήματα τής άνθρωπίνης φύσεως έν
τώ ένιαίω προσώπω τοϋ Χριστού, χωρίς έν τοσούτω νά αισθάνεται τό πάθος καί νά
μετέχη τοϋ θανάτου, ώς φύσει άπαθής καί άθάνατος» . Μέ αύτό τό πνεύμα όμιλεϊ καί ό άγιος
Κύριλλος Ιεροσολύμων, ό όποίος λέγει: “Εσωζε τήν οικουμένην, διότι αύτός πού
έπασχεν εις τόν Σταυρόν δέν ήταν «άνθρωπος» εύτελής, «άλλά Θεός ίνανθρωπήσας»
καί άγωνιζόμενος «τόν άθλον της ύπομονής.
‘Επομένως ό θάνατος τοϋ
Σωτήρος άπετέλεσε καίριον καί θανάσιμον πλήγμα κατά τής άμαρτίας καί τοϋ
θανάτου, κυρίως διότι ήταν θάνατος τοϋ Θεοϋ Λόγου, ό όποίος έσαρκώθη, εις τόν
όποίον ύπήρχεν δλον τό πλήρωμα τής άνθρωπίνης φύσεως. Ειχεν άποτέλεσμα, διότι
ήταν θάνατος Θεανθρώπου. Εις τον Γολγοθάν Ιερούργησε «τό φοβερόν καί ένδοξον
μυστήριον τού Σταυρικού θανάτου» ό σαρκωθείς Μονογενής ΥΙός καί Λόγος τού Θεού
Πατρός. Δι' αύτό ό Μ. Βασίλειος έδίδαξε: «Μήτε τόν αδελφόν ζήτει εις
άπολύτρωσιν», άλλα αύτόν πού ύπερβαίνει την άνθρωπίνην σου φύσιν «μήτε άνθρωπον
ψιλόν (άπλοΰν), άλλ’ άνθρωπον Θεόν Ίησοϋν Χριστόν»'9. "Η όπως τό διετύπωσε
μέ τόν θεολόγον νούν του, τόν φωτιζόμενον άπό τό “Αγιον Πνεύμα, ό άγιος
Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός: Διά νά λυτρωθώμεν άπό τήν κατάραν τής άμαρτίας καί τόν
αιώνιον θάνατον «έδεήθημεν Θεοϋ σαρκωμένοι) και νεκρουμένου, Γνα ζήσωμεν» . Δηλαδή· διά νά ζήσωμεν, είχαμεν άνάγκην
άπό Θεόν, ό όποίος έσαρκώθη καί άπέθανε. “Ωστε τό όρθότερον θά ήταν νά είπωμεν
οτι διά τήν σωτηρίαν μας εις τόν Σταυρόν «άπέθανεν» ό Θεός μόνον κατά τήν
άνθρωπίνην φύσιν του, ή όποια ήταν τής ιδίας ούσίας μέ τήν ιδικήν μας . Δι αύτό
ψάλλομεν τό Μ. Σάββατον: «Έκστηθι φρίττων, ούρανέ, καί σαλευθήτωσαν τά θεμέλια
τής γής». "Αλλαξε όψιν, ώ ούρανέ, συγκλονιζόμενος άπό φρίκην καθώς βλέπεις
τά θαύματα καί παράδοξα, πού ένεργοΰνται σήμερα. Καί τής γής άς συνταραχθοΰν τά
θεμέλια. Διατί; « Ιδού γάρ έν νεκροϊς λογίζεται ό έν ύψίστοις οίκων καί τάφω
σμικρω ξενοδοχεϊται» . Διότι να άφοΰ έθανατώθη κατά τήν σάρκα ύπολογίζεται μέ τούς
νεκρούς καί θεωρείται ώς νεκρός ό άπειρος Θεός, πού κατοικεί είς τά ϋψιστα μέρη
τού ούρανοΰ, καί φιλοξενείται εις μικρόν τάφον, θάπτεται είς μνήμα, πού δέν
είναι (δικόν του! Δοξολογείτε λοιπόν Αύτόν σείς, τά παιδιά, άνυμνεϊτε Αύτόν
σεις, οΐ Ιερείς, καί όλος ό θεοσεβής λαός ύψώνετε Αύτόν ύψηλότερα άπό κάθε
ύψος, άνθρώπινον μεγαλεϊον καί δόξαν. Καί όχι μόνον τώρα, άλλά είς όλους τούς
άπεράντους αιώνας.
Ζωογονεί τούς ανθρώπους
και τήν κτίσιν
Ό Θεάνθρωπος δέν έδωκε
μόνον «εαυτόν άντίλυτρον υπέρ πάντων» (Α' Τιμ. β' 6), διά νά έλευθερωθώμεν άπό
τόν θάνατον. Έπάλαισε κατά τοϋ διαβόλου καί έκέρδισε έπάνω είς τόν Σταυρόν
νίκην μοναδικήν, άνεπανάλητττον καί όριστικήν, ή όποια καλύπτει τούς άνθρώπους
όλων των γενεών μέχρι συντέλειας τού κόσμου.
Θά είπωμεν εις τήν
συνέχειαν πώς ό νικητής Κύριος κατέβη είς τόν φδην καί έχάρισε τήν έλευθερίαν
είς τούς άπ' αιώνος νεκρούς. Τώρα παραθέτομεν άπλώς μίαν ώραίαν παρατήρησιν τού
Ιερού Χρυσοστόμου, διά νά ύπογραμμίσωμεν τήν κατά κράτος συντριβήν καί ήτταν
τού θανάτου καί τού φδου. Διότι «είς τήν 'Ορθόδοξον σω- τηριολογίαν τά κέντρον
βάρους τής λυτρωτικής δυνάμεως τού Σταυρού δέν πίπτει τόσον έπί τής
Ικανοποιήσεως τής θείας δικαιοσύνης καί τής άρσεως τής ένοχής τού παραβάτου
(άνθρώπου), δ σ ο ν έπί τής συντριβής τού θανάτου καί τής δυνάμεως τού
διαβόλου». ΔΓ αύτό παρατηρεί ό θεόσοφος Πατήρ: Ή 'Αγία Γραφή δέν λέγει άπλώς
οτι ό σταυρωθείς Κύριος «άνέωξε πύλαςχαλκάς», άλλά «συνέθλασε (=συνέτριψε)
πύλας χαλκάς» (πρβλ. Ψαλμ. ρστ' 16· Ήσ. με' 3), διά νά καταστήση άκριβώς
έντελώς άχρηστον τό δεσμωτήριον τού θανάτου καί τού δδου. Ό Θεάνθρωπος δέν
άφήρεσε άπλώς τούς μοχλούς τού σκοτεινού δδου, άλλά τούς συνέτριψε, όχι μόνον
διά νά μή άνοιξη πλέον ή φρικτή έκείνη φυλακή, άλλά διά νά καταστή έντελώς
άχρηστος καί άκίνδυνος. Διότι όπου δέν ύπάρχει «οΰτε θύρα οΰτε μοχλός», καί άν
άκόμη είσέλθη κανείς, δέν κατακρατείται. Ό Χριστός λοιπόν, έπειδή ήθελε νά
δείξη «οτι τέλος ό θάνατος έχει, συνέθλασεν αΰτοϋ τάς πύλας τάς χαλκάς».
Ώνόμασε δέ τάς πύλας έκείνας «χαλκάς», διά νά δηλώση τό σκληρόν καί έντονον,
«τό άπηνές καί Απαραίτητον τοϋ θανάτου». Ό χαλκός καί ό σίδηρος σημαίνουν «τό
άτενές», δηλαδή τό σφοδρόν καί έντονον, «και Ανένδοτον», τήν «Αμείλικτον όψιν
καί Αναίσχυντον καί Απηνή» τού θανάτου
.
Ό Σταυρός στημένος είς
τόν φρικτόν Γολγοθάν, τόν τόπον τής μεγάλης καί κοσμοϊστορικής μάχης καί νίκης,
διαλαλεΐ οτι ό Χριστός «ήφάνισεν»,
έξηφάνισε τόν θάνατον «τή προσφορά τοϋ καταλλήλου» , δηλαδή μέ τήν θυσίαν τού
άσπιλου σώματός του, πού ήταν κατάλληλον διά τέτοιαν θυσίαν. Ό Σταυρός
διακηρύσσει οτι διά τών σεπτών Παθών τού Σωτήρος κληρονομοϋμεν τήν άπάθειαν καί
διά τοϋ θανάτου τήν άθανασίαν . Διά τούτο ψάλλει ό ύμνογράφος τήν Μ. Πέμπτην:
«Έπί τό πάθος τό πάσι, τοΐς έξ Αδάμ πήγασαν Απάθειαν, Χριστέ, μολών τοΐς φίλοις
σου ειπας· Μεθ’ υμών τοϋ Πάσχα μετασχεΐν τούτου έπεθύμησα τον Μονογενή έπεί με
ίλασμόν, ό Πατήρ εις τον κόσμον άπέστειλεν»
. Δηλαδή φιλοψυχώτατε Χριστέ, ένώ
έβάδιζες μέ τήν θέλησίν σου πρός τό σωτήριον Πάθος, τό όποιον ύπήρξεν ή πηγή
τής άπαλλαγής όλων τών άνθρώπων άπό τά πάθη τής άμαρτίας, είπες εις τούς φίλους
σου καί άγαπημένους Μαθητάς· τούτο τό μυστικόν καί πνευματικόν τελευταΤον Πάσχα
τής έπιγείου ζωής μου έπεθύμησα νά τό φάγω μαζί σας, πριν σταυρωθώ καί σάς
άποχωρισθώ (πρβλ. Λουκ. κβ' 1 5)· έπειδή ό Θεός Πατήρ άπέστειλεν είς τόν κόσμον
έμέ τόν Μονογενή Υίόν του, διά νά θυσιασθώ ώς θύμα διά τήν έξιλέωσιν καί
λύτρωσιν τών άμαρτιών δλου τού κόσμου (πρβλ. Α' Ίωάν. α' 2).
Έπΐ πλέον ό Χριστός διά
τού σταυρικού του θανάτου ζωοποιεί ήμάς τούς άνθρώπους. "Ενα ώραιότατον
έγκώμιον τής β' στάσεως τού ’Επιταφίου Θρήνου χρησιμοποιεί μίαν ζωηρόν καί
συμβολικήν εικόνα, προκειμένου νά έκφράση τήν μεγάλην αύτήν άλήθειαν. Λέγει:
«"Ωσπερ πελεκάν, τετρωμένος τήν πλευράν σου, Λόγε, σούς θανόντας παΐδας
έζώωσας, έπιστάξας ζωτικούς αύτοίς κρουνούς». Τό πτηνόν πελεκάνος τρέφεται, ώς
γνωστόν, έκτος τών άλλων καί μέ φίδια. Τοιουτοτρόπως τό αίμα του γίνεται καί
ένας θαυμάσιος άντιίοβόλος όρος, ό όποίος ήμπορεΐ νά θεραπεύση τά νεογνά του,
όταν τά δαγκάση δηλητηριώδης όφις. Θρυλεΐται λοιπόν ότι, μόλις ό πελεκάνος
άντιληφθή ότι τά μικρά πουλιά του κινδυνεύουν νά άποθάνουν άπό τό δήγμα τού
φαρμακερού έρπετοΰ, προβαίνει εις μίαν πράξιν, ή όποια φανερώνει τήν πολλήν του
άγάπην. Στέκεται έπάνω άπό τούς άδύνατους νεοσσούς του καί άρχίζει νά κτυπά καί
νά τρυπά μέ τό ράμφος του τήν πλευράν του, όπότε άρχίζει νά τρέχη άπό τήν
πληγήν, πού έπροξένησεν ό ίδιος είς τό σώμα του, αίμα. Τό αίμα αύτό τού
γεννήτορος στάζει είς τό ράμφος τών μικρών πελεκάνων. Εκείνοι, δεχόμενοι αίμα
μέ άντιϊοβόλον όρόν, ζωοποιούνται καί σώζωνται χάρις είς τήν θεληματικήν πληγήν
τού γονέως των, ό όποίος τά έγέννησε καί τώρα τά άναγεννά. Τό ίδιον, ύμνωδεΐ ό
εύλαβής συνθέτης τού Επιταφίου Θρήνου, έπανελήφθη καί είς τήν περίτττωσίν μας
μέ τόν σταυρικόν θάνατον τού Κυρίου. Όπως τό πτηνόν πελεκάνος κτυπά μέ τό
ράμφος του τήν πλευράν του καί μέ τό αίμα, τό όποιον άναβλύζει άπό αύτήν,
ζωογονεί τούς νεοσσούς του, έτσι καί Σύ, Λόγε τού Θεού έδωσες καί Σύ ζωήν είς
ήμάς τούς άνθρώπους. Διότι ό άρχέκακος όφις, ό δράκων, ό δαίμων μάς έκέντρισεν
είς τον Παράδεισον μέ τήν άμαρτίαν, τά θανατηφόρον κεντρί του, καί μάς
έδηλητηρίασε (πρβλ. Α' Κορ. ιε' 56). Τώρα όμως Σύ έπιστάζεις είς τις
δηλητηριασμένες ψυχές τών τέκνων σου, τών άνθρώπων, τό τίμιον αϊμα σου, τό
όποιον έτρεξεν άφθόνως άπό τούς «ζωτικούς κρουνούς», τήν ζωοποιόν καί ζωήρρυτον
πλευράν σου καί τϊς άγιες πληγές σου. Καί τό αϊμα έκεΐνο μάς «έζώωσε»· μάς
έδωκε ζωήν! «Έξέχεε τόν ιόν ό δφις, άκοαΐς τως τής Εϋας ποτέ», ψάλλει ένα
τροπάριον τών Μακαρισμών «Χριστός δέ έν τω ξύλφ του σταυρού έπήγασε τω κόσμω,
τής ζωής τόν γλυκασμόν» . Δηλαδή: Ό άρχέκακος όφις έχυσε τό δηλητήριον τής
άμαρτίας είς τήν Εΰαν, όταν έκείνη έίς τόν Παράδεισον άνοιξε τά αύτιά της καί
έδέχθη τήν πονηρόν συμβουλήν του.
Ό Χριστός δέ άφοΰ ύψώθη είς τό ξύλον τού
Σταυρού έπήγασεν είς τούς άνθρώπους τόν γλυκασμόν τής ζωής διά τού τιμίου του
αίματος. Τήν ζωοποίησιν γενικώς τού άνθρώπου διά τού Πάθους έκφράζουν καί άλλα
έγκώμια τού Επιταφίου Θρήνου: «Νεκρωθέντα πάλαι, τόν Άδάμ φθονερώς, έπανάγεις
προς ζωήν τή νεκρώσει σου, νέος Σώτερ, έν σαρκί φανείς Άδάμ». Δηλαδή: Σύ, Σωτήρ
μου, μέ τό νά λάβης σάρκα άνθρωπίνην καί νά φανής είς τόν κόσμον ώς νέος Άδάμ,
έπαναφέρεις μέ τόν θάνατόν σου είς τήν νέαν ζωήν τόν Άδάμ, ό όποίος ένεκρώθη
τότε άπό τόν φθονερόν διάβολον . Καί ένα άλλο λέγει: «Νύττη τήν πλευράν, καί ήλούσαι,
Δέσποτα, τάς χεϊρας, πληγήν έκ πλευράς σου ίώμενος, καί τήν άκρασίαν χειρών τών
προπατόρων». Δηλαδή: Συγκαταβαίνεις, Δέσποτά μου, νά σοΰ κτυπήσουν καί νά σοϋ
τρυπήσουν τήν άγίαν πλευράν μέ λόγχην (πρβλ. Ίω. ιθ' 34) καί νά σοΰ καρφώσουν
τά άχραντα χέρια είς τόν Σταυρόν έτσι ομως θεραπεύεις τήν πληγήν άπό τό τίμιον
αϊμα τής πλευράς σου, καί τήν άκρά τειαν τών χεριών τών προπατόρων μας, διά τών
όποιων ώρμησεν είς τόν κόσμον ή φθορά καί ό θάνατος.
Τοιουτοτρόπως ό
«πανάγιος» καί «πανσεβάσμιος» Σταυρός τού Κυρίου έγινε «τό ζωηφόρον φυτόν» καί
«τό ζωοποιόν ξύλον»'Ο δι ήμάς, οί όποιοι ένεκα τής άφροσύνης μας έγευθήκαμεν
τόν άπαγορευμένον καρπόν είς τόν κήπον τής Έδέμ, μέ άποτέλεσμα νά είσορμήση
μέσα μας ή άμαρτία καί νά μάς θανατώση.
Διά τούτο ή φιλόχριστος
ψυχή δέν θεωρεί έντροπήν τόν Σταυρόν τού Χριστού, άλλα καύχημα. Ψάλλει: «Καν
συνελήφθης Χριστέ, ύπό άνομων άνδρών, άλλά σύ μου εί Θεός, καί οϋκ
αΐσχύνομαι έμαστίχθης τόν νώτον, ούκ
άρνοΰμαι Σταυρώ προσηλώθης, καί οϋ κρύπτω· εις την ’Έγερσίν σου καυχώμαι ό γάρ
θάνατός σου ζωή μου. Παντοδύναμε καί φιλάνθρωπε, Κύριε, δόξα σοι» . Δηλαδή: Καί
άν άκόμη συνελήφθης, Χριστέ μου, ώς κακούργος άπό τούς άνόμους άνδρας, όμως σύ
είσαι ό Θεός μου καί δέν έντρέττομαι νά τό όμολογήσω- έδέχθης μαστιγώσεις εις
τά νώτα, δέν τό άρνοΰμαι. Σέ έκάρφωσαν έπάνω είς τόν Σταυρόν ώς κοινόν
έγκληματίαν, δέν τό άποκρύπτω έγώ καυχώμαι διά τήν άγίαν Άνάστασίν σου, διότι ό
(δικός σου θάνατος έγινεν ή αιτία τής (δικής μου ζωής, πού ήμουν νεκρός άπό τήν
άμαρτίαν. Παντοδύναμε καί φιλάνθρωπε, Κύριε, είς Σέ άνήκει ή δόξα.
Δι' όλους αύτούς τούς
λόγους μέ καταφανή χαράν καί άφατον άγαλλίασιν ή άγια μας Εκκλησία ψάλλει τήν
Δευτέραν τής Διακαινησίμου Έβδομάδος, άλλά καί τήν Κυριακήν (τού Ρ ήχου) είς
τόν «ά κομψον, άπλοΰν καί πάνυ άνδρικόν» Τρίτον ήχον: «Τώ σώ Σταυρώ, Χριστέ
Σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται, καί διαβόλου ή πλάνη κατήργηται· γένος δε
άνθρώπων πιστει σωζόμενον, ύμνον σοι καθ’ έκάστην προσφέρει»'. Δηλαδή μέ τόν
Σταυρόν σου, Χριστέ Σωτήρ, έχει πλέον καταλυθή ή έξουσία τού θανάτου καί έχει
καταργηθή ή πλάνη τού διαβόλου. Τό δέ γένος τών άνθρώπων, τό όποιον σώζεται μέ
τήν πίστιν του εις τό θειον μυστήριον τού Σταυρού, προσφέρει είς Σέ τόν
σταυρωθέντα Σωτήρα του καθημερινόν ύμνον.
Άλλά μέ τόν σταυρικόν
θάνατον τού Κυρίου δέν ζωογονείται μόνον ό άνθρωπος- άνακαινίζεται καί
ζωογονείται καί όλόκληρος ή κτίσις. Γράφει ό Θεολόγος Γρηγόριος: Ή σταυρική
θυσία τού Κυρίου δέν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος τής οικουμένης ούτε δι όλίγον
μόνον χρόνον καθαρίζει όλόκληρον τόν κόσμον καί μάλιστα είς τούς αιώνας. Καί
είς τήν συνέχειαν γεμάτος άπερίγραπτον χαράν συγκεφαλαιώνει τήν άναζωογόνησιν
τής κτίσεως, ύπογραμμίζει όμως οτι όλα αύτά είναι μικρά έμπρός είς τήν
άναζωογόνησιν του άνθρωπου). Γράφει: Κατά τήν Σταύρωσιν έγιναν πολλά καί μεγάλα
θαύματα έσκοτίσθη ό ήλιος, έσχίσθη τό
καταπέτασμα τοϋ ναού, έτρεξεν αίμα καί ύδωρ άπό τήν άγίαν πλευράν τοΰ Κυρίου,
οι πέτρες έσχίσθησαν, άνοιξαν πολλά μνημεία καί άνεστήθησαν νεκροί όμως τίποτε δέν είναι ίσάξιον της ίδικής μου
σωτηρίας. 'Ολίγες σταγόνες τοϋ τιμίου αίματος τοϋ Κυρίου άναπλάσσουν όλον τόν
κόσμον καί γίνονται όπως ή πυτιά τοϋ γάλακτος δλ ολους τούς άνθρώπους· οϊ
σταγόνες αύτές μάς πήζουν, οπως ή πυτιά πήζει τό γάλα, μάς συνενώνουν καί μάς
συγκεντρώνουν είς ένα σύνολον μυστικής άγάπης καί ψυχικού άδιαιρέτου συνδέσμου
. 'Ώστε άπό τά σημεία τής νεκρώσεως, τήν λογχευθεΐσαν πλευράν καί τις πληγές
των άχράντων χεριών καί ποδιών τοϋ Θεανθρώπου «προήλθαν άλλεπάλληλα τά κύματα
τής άθανάτου ζωής» .
Έσταυρώθη έκεί οπού
έβασίλευσεν ό θάνατος
Τήν κοσμοϊστορικήν καί
κοσμοσωτήριον νίκην τοϋ Θεανθρώπου Κυρίου έπί τοϋ Σταυρού κατά τοΰ θανάτου καί
τοΰ άδου έκφράζει καί ή εικόνα τής Σταυρώσεως, οπως ζωγραφίζεται άπό τήν
'Ορθόδοξον άγιογραφίαν. Ή βάσις τοϋ Σταυρού παρίσταται συνήθως χωμένη είς
σκοτεινόν σπήλαιον, τό όποιον εϋρίσκεται κάτω άπό τήν βραχώδη κορυφήν τοϋ
Γολγοθά. Είς τό σπήλαιον διακρίνεται ένα κρανίον, έπάνω είς τό όποιον στάζει τό
τίμιον αίμα τοΰ ’Εσταυρωμένου Κυρίου. Τό κρανίον είναι τοϋ Άδάμ, τό δέ σπήλαιον
είναι ό "Αδης.
Ή παράστασις αύτή δέν
είναι γέννημα τής φαντασίας τοΰ 'Ορθοδόξου άγιογράφου. Προέρχεται άπό
άρχαιοτάτην καί εύλαβή παράδοσιν, διά τήν όποιαν μαρτυρεί ό 'Ωριγένης ώς έξής:
Περί τοΰ κρανίου τόπου (Ματθ. κζ' 33), έφθασεν είς τά αύτιά μου, οτι οϊ Εβραίοι
θρυλοΰσιν ότι τό σώμα τοϋ Άδάμ έχει ταφή έκεϊ καί έπειδή «έν τφ Άδάμ πάντες»
άποθνήσκομεν, άνέστη καί Άδάμ διά τοΰ θανάτου τού Χριστού καί «έν Χριστώ πάντες
ζωοποιηθήσονται» (Α' Κορ. ιε' 22)1. Την ιδίαν παράδοσιν αποδέχεται καί ό Μ.
Βασίλειος, ό όποίος γράφει: «Ό Κύριος τάς άρχάς του άνθρωπε ίου θανάτου έρευνήσας
εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπον, τό πάθος έδέξατο». Έσταυρώθη έκεϊ ούτως, ώστε
είς τόν τόπον, όπου έλαβεν αρχήν ή φθορά των ανθρώπων, άπό έκεϊ, τόν ίδιον
τόπον, νά λάβη αρχήν καί ή νέα ζωή τής βασιλείας τών ούρανών. Καί όπως «ίσχυσεν
έν τω Αδάμ ό θάνατος», έτσι νά άσθενήση καί νά νικηθή «έν τω θανάτου του
Χριστού» . Τήν άρχαίαν αύτήν παράδοσιν
άποδέχεται καί ό θείος Χρυσόστομος καί γράφει: Μερικοί λέγουν ότι ό Άδάμ
άπέθανε καί έτάφη είς τόν κρανίου τόπον . Διά τούτο καί ό Ιησούς έστησε τό
τρόπαιον τού Σταυρού «έν τω τόπω, ένθα ό θάνατος έβασίλευσεν» . Μέ αύτόν τόν
τρόπον «ωκονομήθη» ύπό τού Θεού, όπως γράφει ό έρμηνευτής τής Αγίας Γραφής
Ζιγαβηνός, «ίνα, όπου ό παλαιός Άδάμ έπεσεν ύπό του θανάτου, έκεϊ καί τό του
νέου Άδάμ», δηλαδή τού Σωτήρος ήμών Χριστού, «τρόπαιον στη κατά του θανάτου».
Τό τρόπαιον δέ τούτο είναι ό Σταυρός. Ή,όπως γράφει ό ιερός Αυγουστίνος, «ίνα
έκεϊύψωθη ό ιατρός, όπου έκειτο ό άσθενής» .
’Αλλά τό ζωοποιόν ξύλον
δεν είναι μόνον τό σύμβολον τής νίκης καί τού θριάμβου κατά τού διαβόλου, τής
άμαρτίας καί τού θανάτου. Δεν είναι μόνον «ζυγός δικαιοσύνης» . Είναι άκόμη καί
«άνοιγμα αίωνιότητος· είναι στή μέση (τών δύο ληστών) σαν σημεΐον συνδέσμου
άνάμεσα στή βασιλεία καί στον όδη» . Έπί πλέον ό Σταυρός είναι καί τό σημεΐον
τής δόξης. Όπως γράφει ό διαπρεπής Ρώσος θεολόγος Γ. Φλωρόφσκυ, «ή ’Ορθόδοξος
Θεολογία είναι έντόνως «Θεολογία τής δόξης», διότι είναι πρωτίστως «Θεολογία
τού Σταυρού». Αύ τός ούτος ό Σταυρός είναι τό σημεΐον τής δόξης. Ό Σταυρός
θεωρείται όχι τόσον ώς τό άποκορύφωμα τής ταπεινώσεως τού Χριστού, άλλά μάλλον
ώς ή άποκάλυψις τής θείας δυνάμεως καί δόξης». Ό Κύριος εύθύς μετά τήν
άναχώρησιν τοΰ 'Ιούδα, ό όποίος έπρόκειτο νά τον προδώση, είπε τόν σπουδαΐον
έκεΐνον λόγον: «Νυν έδοξάσθη ό υιός τοΰ ανθρώπου, καί ό Θεός έδοξάσθη έν αΰτώ»
(Ίωάν. ιγ' 31). ‘Ώστε ό σταυρικός θάνατος τοΰ Κυρίου, διά τοΰ όποιου θά
κατελύετο ό Ιδικός μας θάνατος, ήτο μέν έσχάτη ταπείνωσις διά τόν Θεάνθρωπον,
ήτο όμως καί δόξα. Διότι ήτο νίκη καί θρίαμβος κατά των δυνάμεων τοΰ σατανά.
Διότι ήτο άπελευθέρωσις ήμών τών άνθρώπων άπό τήν άμαρτίαν καί τόν θάνατον, καί
καταλλαγή μας μέ τόν Θεόν Πατέρα. Αύτό άκριβώς όμολογοϋμεν καί κάθε Κυριακήν
είς τόν ώραϊον έκεΐνον ϋμνον «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι», πού άναπέμπομεν
εύθύς μετά τό Εωθινόν Εύαγγέλιον, όταν λέγωμεν: «’Ιδού γάρ ήλθε διά τοΰ Σταυροΰ
χαρά έν δλψ τώ κόσμω». Χαίρει όλος ό κόσμος, διότι ό θάνατος τού Κυρίου «έπί
τού Σταυροΰ ήτο φανέρωσις τής ζωής». Τό έργοντής δημιουργίας τού άνθρώπου
«συνεπληρώθη έπί τοΰ Σταυρού». Δι αύτό, κατά τούς θεοφόρους Πατέρας, ό
σταυρικός θάνατος τοΰ Κυρίου ήτο άποτελεσματικός όχι μόνον ώς θάνατος ένός
άθώου καί άμώμου, «ούτε άπλώς ώς σημεΐον ύποταγής καί ύπομονής, ούτε πάλιν
άπλώς ώς έπίδειξις άνθρωπίνης ύπακοής, άλλά κυρίως ώς θάνατος τοΰ σαρκωθέντος
Θεοΰ, ώς άποκάλυψις τής κυριότητος τοΰ Χριστού».
Ό χρυσούς τήν γλώσσαν
Πατήρ διετύπωσε τήν άλήθειαν αύτήν κατά τρόπον έξοχον. Βλέπεις, λέγει, καρφιά
καί σταυρόν. «Άλλ’ αυτός ουτος ό σταυρός τής βασιλείας έστΐ σύμβολον. Διά τοΰτο
δε αυτόν βασιλέα καλώ, έπειδή βλέπω αυτόν σταυροΰμενον βασιλέως γάρ έστι τό
υπέρ τών άρχομένων άποθνήσκειν».
Ακόμη ό Σταυρός τοΰ
Κυρίου είναι «σφραγίς σωτηρίας», είναι σημαία νίκης καί δυνάμεως· είναι «ή
δύναμις τής νίκης» έπί τοΰ θανάτου. Ή άγία μας Εκκλησία τιμά καί προσκυνεΐ τόν
τίμιον Σταυρόν τοΰ Κυρίου, διότι έπάνω είς αύτόν ό Θεάνθρωπος Κύριος έπετέλεσε
νίκην μοναδικήν καί θρίαμβον άνεπανάληπτον. Διότι ό Σταυρός είναι τό σύμβολον
τής νέας ζωής, τό σύμβολον τής άφθαρσίας. Δι αύτό καί ψάλλομεν: «"Ωσπερ
ζωήν τής κτίσεως, τόν σόν Σταυρόν προκείμενον, ή Οικουμένη άσπάζεται, Κύριε...»
"Ωστε ό ζωηφόρος Σταυρός, ή όρθότερον τό σεπτόν Πάθος τοΰ Κυρίου έπάνω είς
τόν Σταυρόν, είναι τό σημεΐον τής «σφραγίδος» τής ίδικής μας σωτηρίας καί
ταυτοχρόνους τό σημεΐον τής δόξης τοΰ Θεανθρώπου.
'Επί τού προκειμένου ή
'Ορθόδοξος άγιογραφία, ή όποια θέλει νά βοηθήση τόν πιστόν, ώστε νά
συνειδητοποιήσω τις μεγάλες άλή θειες τής πίστεώς μας, είναι καί πάλιν σαφής.
Ός γνωστόν οι άσεβεΐς σταυρωτοί τοϋ Κυρίου, διά νά τόν χλευάσουν καί τόν
μειώσουν, άνέγραψαν έπάνω εις τόν Σταυρόν τήν έπιγραφήν Ι.Ν.Β.Ι., δηλαδή Ιησούς
ό Ναζωραίος ό Βασιλεύς τών Ιουδαίων (Ίω. ιθ' 19)· ό 'Ορθόδοξος άγιογράφος όμως
θέτει άλλην έπιγραφήν τήν έπιγραφήν ΟΒΟΛΤΔΞΟ, δηλαδή ό Βασιλεύς τής Δόξης!...
«’Από θανάτου γεγόναμεν
άθάνατοι»
Πολλοί ύμνοι τής
'Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διαζωγραφοϋν τήν έλευθερίαν άπό τόν θάνατον καί τήν
νέαν ζωήν, οΐ όποιες μάς προ σεφέρθησαν διά τοϋ σταυρικού θανάτου τού Κυρίου.
Άναφέρομεν δύο άπό τήν Νεκρώσιμον Ακολουθίαν είς μοναχούς, οι όποιοι έκφράζουν
παραστικώτατα τήν άλήθειαν αύτήν. Ό ένας λέγει: «Βασιλικώς μοι ύπέγραψας
έλευθερίαν, βαφαϊς έρυθραϊς τών δακτύλων σου, αίματώσας, Δέσποτα, καί φοινίξας
σω αϊματι· καί νυν σε πίστει καθικετεύομεν τοίς πρωτοτόκοις σου συναρίθμησον,
καί τών δικαίων σου τής χαράς άξίωσον έπιτυχεϊν τόν μεταφοιτήσαντα προς σε τόν
εΰστιλαγχνον». Τό άλλο τροπάριον λέγεται οταν άποτεθή τό λείψανον είς τό μνήμα
καί τήν στιγμήν πού ό Ιερεύς, άφοϋ έπήρε χώμα, τό ρίπτει έπάνω είς τόν νεκρόν
εις σχήμα σταυρού καί λέγει: «Τοϋ Κυρίου ή γή καί τό πλήρωμα αυτής». ’Ενώ δέ
χύνει λάδι, λέγει: «Τώ τύπω του Σταυρού σου, φιλάνθρωπε, ό θάνατος νενέκρωται,
καί ό αδης έσκύλευται, καί οί πάλαι θανέντες, άναστάντες ύμνον σοι προσέφερον.
Διό βοώμέν σοι, Χριστέ ό Θεός τόν μεταστάντα έξ ήμών άνάπαυσον, ένθα πάντων
έστίν εύφραινομένων ή κατοικία έν σοι, δοξάζειν σου τήν θεότητα» .
Ή δωρεά τής άθανασίας καί
άφθαρσίας, πού μάς έχάρισεν ό Κύριος μέ τόν σταυρικόν του θάνατον, άποτελεϊ
σπουδαίαν άφορμήν χαράς καί πανηγυρισμού εις τήν άναστάσιμον άτμόσφαιραν τής
‘Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας. Διά τούτο ψάλλομεν: Χριστέ, άφού μάς έκαμες καί μάς
άνέδειξες «καινούς (καινούργιους) άνπ παλαιών, άντΐφθαρτών δέ άφθαρτους, διά
τοΰ Σταυρού σου Χριστέ», μάς προσέταξες νά πολιτευώμεθα είς τό έξής «έν
καινότητι ζωής» (Ρωμ. στ' 4· ζ' 6) άξίως
. Καί είς άλλον ύμνον ψάλλομεν: «...Σταυροΰσαι καί σώζεις με, εις δόξαν
εισάγεις με Λυτρωτά μου, δόξα σοι».
Ό θριαμβευτικός τόνος τών
άνωτέρω ύμνων τόσον τής Νεκρώσιμου ‘Ακολουθίας, όσον καί τού Πεντηκοσταρίου
είναι άποτέλεσμα τής άνεκφράστου χαράς, πού δοκιμάζει ή ψυχή μας διά τήν
κατάργησιν τοΰ θανάτου άπό τόν Έσταυρωμένον. Διότι, όπως βεβαιώνει ό θείος
‘Απόστολος, ό Θεάνθρωπος ηλθεν ούτως, ώστε μέ τόν (δικόν του θάνατον νά
«κατάργηση τόν τό κράτος έ'χοντα τοΰ θανάτου», δηλαδή τόν διάβολον, καί νά
άπαλλάξη έτσι αύτούς, οί όποιοι ένεκα τού φόβου, πού είχαν προς τόν θάνατον,
κατεκρατοϋντο είς όλόκληρον τήν ζωήν των άπό τήν δουλείαν τής άνησυχίας καί τής
άγωνίας μήπως άποθάνουν καί στερηθούν μέν τήν παρούσαν ζωήν, ύποστοΰν δέ καί τά
δεινά τής μετά θάνατον καταδίκης (Έβρ. β' 14-1 5). Διότι πρέπει νά γνωρίζωμεν
ότι ή σωτηρία, τήν όποιαν μάς προσέφερεν ό Λυτρωτής, «δέν είναι μόνον
συγχώρησις τού άμαρτωλοΰ. Δέν είναι μόνον καταλλαγή (συμφιλίωσις) τοΰ Θεού μέ
αύτόν. ‘Η σωτηρία είναι άρσις (καθαίρεσις, κατάργησις) καί έξάλειψις τής
άμαρτίας· άπαλλαγή τού άνθρώπου άπό τήν άμαρτίαν καί τόν θάνατον. Ή σωτηρία
ώλοκληρώθη έπί τού Σταυρού διά τού αϊματος τού Σταυρού) (Κολ. α' 20- Πράξ. κ'
28- Ρωμ. ε' 9- Έφεσ. α' 7). Όχι μόνον μέ τά Πάθη είς τόν Σταυρόν, άλλά καί μέ
τόν θάνατον έπάνω είς τόν Σταυρόν. Έτσι κατηργήθη ό θάνατος» , ένικήθη κατά
κράτος.
Ό Ιερός Χρυσόστομος, έξ
άφορμής τού άνωτέρου άποστολικοΰ λόγου τής πρός Εβραίους έπιστολής, παρατηρεί:
«’Ενταύθα τό θαυμαστόν δείκνυσιν», ότι δι έκείνου, διά τού όποιου «έκράτησεν ό
διάβολος, διά τούτου ήττήθη». Καί αύτό τό όποιον ήταν είς τά χέρια του όπλον
ισχυρόν κατά τής οικουμένης, δηλαδή ό θάνατος, δι αύτοΰ ό Χριστός τόν «επληξε»
καί τόν κατετρόττωσε. Αύτό άκριβώς «το πολύ τής δυνάμεως του νικήσαντος
έμφαίνει». Καί προσθέτει' βλέπεις πόσον «είργάσατο καλόν» ό θάνατος τοϋ
Σωτήρος; Είναι πολύ χαρακτηριστικοί οι παραλληλισμοί καί οι άντιθέσεις, τις
όποϊες χρησιμοποιούν οί θεοφόροι Πατέρες καί οι εροί ύμνογράφοι τής Εκκλησίας
μας, προκειμένου νά ύπογραμμίσουν τήν νίκην τής άμαρτίας έπί τοϋ Άδάμ καί τήν
ήτταν της άπό τόν νέον Άδάμ, τόν Χριστόν. Ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος
γράφει:«Από τήν παρακοήν τοϋ πρωτοπλάστου Άδάμ, ήκολοϋθησεν εις τό γένος των
άνθρώπων κατάρα, καί ϋστερα άπό τήν κατάραν φθορά, καί ύστερα άπό τήν φθοράν
θάνατος. Άπό δε τήν ύπακοήν τοϋ δευτέρου Άδάμ, ήγουν τοϋ Χριστοϋ, ήλθεν είς τό
Ανθρώπινον γένος, αντί τής κατάρας εύλογία, καί ϋστερα άπό τήν εύλογίαν
Αφθαρσία, καί άπό τήν Αφθαρσίαν Αθανασία, καί άπό τήν Αθανασίαν ζωή. Καθώς
πάλιν καί προτήτερα ή ζωή ήτον άπό τόν Θεόν».
Κατά τήν άγίαν καί Μ.
'Εβδομάδα ψάλλομεν:
«Τον ληστήν αύθημερόν τοϋ
Παραδείσου ήξίωσας, Κύριε κάμε τω ξύλω
τοϋ Σταυροϋ φώτισον και σώσόν με».
Δηλαδή: Κύριέ μου, τόν ληστήν τόν άξίωσες νά κληρονομήση τόν Παράδεισον τήν ιδίαν
ήμέραν, πού μετενόησε καί Σέ ώμολόγησεν ώς Βασιλέα· φώτισε λοιπόν καί έμέ μέ τό
ζωηφόρον ξύλον τού Σταυρού, πού είναι πηγή φωτός καί σωτηρίας, καί σώσε με.
«Μετά των κακούργων ώς κακούργος, Χριστέ, έλογίσθης, δίκαιων ήμάς άπαντας
κακουργίας τοϋ Αρχαίου πτερνιστοϋ» . Δηλαδή: Χριστέ μας, έλογαριάσθης μαζί μέ
τούς κακούργους ληστάς, ωσάν νά ήσουν καί Σύ, ό άπολύτως άναμάρτητος,
κακούργος. Όμως μέ τό σεπτόν Πάθος σου συνέτριψες τόν διάβολον καί άπήλλαξες
όλους έμάς άπό τό έγκλημα τής παρακοής, είς τό όποιον μάς παρέσυρεν ό παλαιός
άπατεών, ό πανούργος καί δόλιος διάβολος. «Κατά σοϋ ρομφαία έστιλβοΰτο, Χριστέ,
καί ρομφαία ισχυρού μεν Αμβλύνεται, καί ρομφαία δέ τροποϋται τής Έδέμ» .
Δηλαδή· έναντίον σου, Χριστέ, ήκονίζετο τό κακοΰργον σπαθί τών σταυρωτών σου·
χάρις όμως είς τήν θυσίαν Σοΰ, τού Παναγίου καί άναμαρτήτου, όταν τό σπαθί τού
ισχυρού διαβόλου σέ έκτύπησεν, έχασε τήν κοπτικήν του δύναμιν· ταυτοχρόνως όμως
καί ή «φλόγινη ρομφαία» τών Χερουβείμ, πού έφρουροΰσε τήν είσο δον είς τόν
άρχαΐον κήπον τής Έδέμ, άχρηστεύεται, παραμερίζει καί νικάται καί αύτή. Ή
είσοδος είς τήν νέαν βασιλείαν είναι πλέον άνοικτή καί έλευθέρα δι’ όλους. Ό
Σταυρός άνεδείχθη τό κραταιόν δπλον, έπάνω είς τό όποιον «αί ρομφαΐαι τών
κραταιών στομοΰνται» άπό τήν φωτιάν «τής πανσθενοΰς τριαδικής ένεργείας καί
βουλής» .Παραθέτομεν καί ένα θαυμάσιον παραλληλισμόν άπό τόν Ιερόν Χρυσόστομον.
Λέγει ό μεγάλος αύτός Πατήρ τής Εκκλησίας μας: «Είδες νίκην θαυμαστήν; Είδες
σταυρού κατορθώματα;». Άλλα θά σοΰ είπω καί άλλο θαυμαστότερον· «μάθε τόν
τρόπον τής νίκης» καί θά έκπλαγής άκόμη περισσότερον. Διότι μέ τά όπλα, διά τών
όποιων «ένίκησεν ό διάβολος, διά τούτων αΰτού περιεγένετο ό Χριστός», ό όποίος,
άφοΰ έπήρε τά ίδια οπλα, τά όποια έχρησιμοποίησεν έκεϊνος, μέ αύτά καί τόν
κατετρόπωσε. Ακούσε τό πώς: Σύμβολα τής ήττας μας είς τόν Παράδεισον ήσαν
«παρθένος καί ξύλον καί θάνατος». Παρθένος ήταν ή Εύα, διότι μέχρι τής στιγμής
έκείνης δέν είχε γνωρίσει ανδρα. Ξύλον ήταν τό δένδρον «τούγινώσκειν καλόν καί
πονηρόν». Θάνατος ήταν ή τιμωρία τού Άδάμ. «Άλλ’ ιδού, πάλιν παρθένος καί ξύλον
καί θάνατος», τά σύμβολα τής ήττας, έγιναν «καί τής νίκης σύμβολα»!
Διότι «άντί
τής Εύας ή (Παρθένος) Μαριάμ άντί τού
ξύλου τού είδέναι τό καλόν καί τό πονηρόν, τό ξύλον τού σταυρού· άντί τού θανάτου
τού Άδάμ, ό θάνατος τού Χριστού». Είδες λοιπόν δι’ έκείνων, πού ένίκησεν ό
θάνατος, διά τών ιδίων καί νά ήττάται; «Περί τό δένδρον κατηγωνίσατο τόν Άδάμ ό
διάβολος· περί τόν σταυρόν κατεπάλαισε τόν διάβολον ό Χριστός»· καί τό μέν
παλαιόν ξύλον έπεμπε τόν άνθρωπον είς τόν Άδην, ένώ τό νέον ξύλον, ό σταυρός,
καί όσους είχαν μεταβή έκεΐ τούς άνακαλοϋσε είς τήν ζωήν. Ό μέν παλαιός θάνατος
κατέκρινε τούς παλαιούς, οί όποιοι έγεννώντο μετά τήν παράβασιν· ό δέ θάνατος
του νέου Άδάμ άνέστησε καί αύτούς, οί όποιοι έγεννήθησαν πριν άπό αύτόν. Καί
γεμάτος θαυμασμόν άναφωνεϊ ό θείος Χρυσόστομος:«Άπό θανάτου γεγόναμεν άθάνατοι·
ταύτα τού θανάτου» τού Σωτήρος «τά κατορθώματα». Άφοΰ έμαθες τήν νίκην καί τόν
τρόπον τής νίκης, μάθε καί πώς έγινε τό κατόρθωμα τοΰτο. Δέν έβρέξαμεν έμεΐς τά
οπλα μέ αίμα δέν παρετάχθημεν έμεϊς πρός τόν έχθρόν· οϋτε τραύματα έδέχθήμεν
ούτε πόλεμον εΐδαμεν καί ομως έκερδίσαμεν τήν νίκην! «Ό άγών (έγινεν έκ μέρους)
τού Δεσπότου (Χριστού), καί ό στέφανος ήμέτερος». Επειδή δέ είναι καί ίδική μας
ή νίκη, άς άλαλάξωμεν όλοι, οπως οί στρατιώται, τήν έπινίκιον ωδήν καί δς
εϊπωμεν, ύμνοΰντες τόν Δεσπότην· έξηφανίσθη έντελώς ό θάνατος· κατενικήθη· δέν
φαίνεται πλέον πουθενά! «Ποϋ σου, θάνατε, τό κέντρον; Που σου, Αδη, τό νΐκος;»
(Α Κορ. ιε' 54-55· Ώσ. ιγ' 14· πρβλ. καί Ήσ. κε' 8) .
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου