Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
15. Μνήμη θανάτου
Νά ένθυμούμεθα τον
θάνατον
Η χριστιανική ψυχή, ή
όποια ζή μέ τήν βεβαίαν έλπίδα τής πέραν τοΰ τάφου ζωής καί τήν γλυκεΐαν
άναμονήν τοΰ μυριοποθήτου Παραδείσου, προσπαθεί νά διατηρή ζωηρόν τήν μνήμην
τοΰ θανάτου. Λέγει ή Σοφία Σειράχ: «Έν πάσι τοΐς λόγοις σου μιμνήσκου τά έσχατό
σου» (Σοφ. Σειρ. ζ' 36)· είς ολες τις ένέργειες καί τά έργα σου νά ένθυμήσαι τά
τέλος τής ζωής σου, τά ύστερινά σου, τον θάνατον. Ό Χριστιανός γνωρίζει οτι διά
νά ζήση μετά θάνατον, πρέπει νά ζή συνεχώς ώς μελλοθάνατος. Νά έχη πάντοτε πρό
όφθαλμών τήν έξοδόν του άπό τον παρόντα κόσμον, τήν Δευτέραν Παρουσίαν, τήν
μέλλουσαν κρίσιν καί τήν είσοδόν του είς τήν άτελεύτητον αιωνιότητα. Διά τούτο
ό Θεολόγος Γρηγόριος έπαναλαμβάνει συχνά τον λόγον τοΰ Πλάτωνος, οτι ή παρούσα
ζωή πρέπει νά είναι «μελέτη θανάτου». Τόν φίλον του Φιλάγριον συνεβούλευε νά ζή
«άντι τοΰ παρόντος τω μέλλοντι, θανάτου μελέτην τον τήδε βίον ποιοϋμενον»'.
Έγραφε δε προς τόν Ιερέα Φώτιον: Οι φροντίδες καί ή προσοχή μας συγκεντρώνονται
είς ένα καί μόνον τήν έκδημίαν άπό τόν κόσμον τούτον. Προς τήν άποδημίαν αύτήν
«συστελλόμεθα και συσκευαζόμεθα» δι'
αύτήν έτοιμαζόμεθα καί προπαρασκευαζόμεθα ώς ταξιδιώται φρόνιμοι καί συνετοί.
Άλλα καί ό τής άθανασίας έπώνυμος συμβουλεύει ε(ς τό περί Παρθενίας σύγγραμμά
του: «Πάσαν ώραν μνημόνευε τής έξοδον σου· έχε καθ’ ήμέραν προ όφθαλμών τον
θάνατον μνημόνευε» εις ποιον πρέπει νά παρουσιασθής . ’Επίσης ό άγιος 'Ιωάννης
ό Σιναΐτης συμβουλεύει: Ή μνήμη τοϋ θανάτου άς κοιμηθή καί ας ξυπνήση μαζί σου
.
Θά ήμποροϋσε ομως κανείς
νά άντιτάξη: Τό νά ένθυμούμεθα συνεχώς τήν έξοδόν μας άπό τήν παρούσαν ζωήν δέν
είναι μία νοσηρά κατάστασις; Ή μνήμη αύτή δέν άναχαιτίζει τήν δραστηριότητά
μας; Μία τέτοια στάσις δέν άποτελεϊπεριφρόνησιν τής παρούσης ζωής, ή όποια
είναι δωρεά τοϋ Θεού; Βεβαίως οΙ μακράν τοϋ Χριστού άνθρωποι, πού δέν πιστεύουν
είς τήν πέραν τοϋ τάφου ζωήν, συνήθως τρομοκρατούνται μέ τήν σκέψιν τού
θανάτου. Διά τούτο όλοι αύτοί άποφεύγουν νά συζητούν περί θανάτου. Καί μόνον ή
λέξις «θάνατος» είναι άρκετή νά τούς άναστατώση. “Ενεκα τούτου έπιδίδονται είς
διασκεδάσεις, ξεφαντώματα καί συμπόσια μέ τό σύνθημα· «φάγωμεν καί πίωμεν,
αΰριον γάρ άποθνήσκομεν» (Ήσ. κβ" 13). Μέ όλα αυτά προσπαθούν νά
λησμονήσουν οτι ύπάρχει θάνατος!... ’Ακόμη «τά μεγάλα λόγια, πού άκούγονται
συχνά γιά παράταση τής ζωής, γιά έπικείμενη ύπερνίκηση τού θανάτου (...)· οί
άπεγνωσμένες προσπάθειες πολλών άνθρώπων γιά μιά όποιαδήποτε έξασφάλιση
δείχνουν άναντίρρητα τήν έναγώνια φυγή άπό τό βίωμα τής άνασφαλείας». ’Επειδή
έπλεόνασεν ή άμαρτία, «ό σύγχρονος άνθρωπος διώκεται άπό μιά άσυνείδητη έλλειψη
άσφαλείας καί άρνεΐται πεισματικά νά άνοίξη διάλογο μέ τό θάνατο». Διά τούτο
«όταν δυνατές σκέψεις ή έξωτερικά γεγονότα φέρουν στά μάγουλά του τά χνώτα τού
θανάτου», συγκλονίζεται σύγκορμος .
Διά τόν άνθρωπον ομως τού
Θεού, ό όποίος όλα τά βλέπει καί τά έξετάζει κάτω άπό τό πρίσμα τής
αίωνιότητος, ή μνήμη τοϋ θανάτου είναι άπαραίτητος προϋπόθεσις γνήσιας
πνευματικής ζωής. Είναι τό συνεχές έναυσμα διά τόν άγώνα έναντίον τής άμαρτίας.
Ή μνήμη αύτή τόν βοηθεϊ νά μισή τήν άμαρτίαν, νά άξιολογή όρθώς καί θετικώς τά
πράγματα τού παρόντος· νά έκτιμά πρεπόντως τήν άξίαν τού «μέλλοντος αιώνος»,
τόν όποίον ποθεί μέ όλην τήν δύναμιν τής ψυχής του. Ό άγιος Μάξιμος ό
‘Ομολογητής διδάσκει οτι ή μνήμη τού θανάτου,οταν συμβαδίζη μέ τήν μνήμην τοϋ
Θεού, είναι πολύ βοηθητική διά τήν κατά Χριστόν ζωήν τοϋ πιστού: «Ούδέν οΰτε
έννοιας θανάτου φοβερώτερον, οΰτε Θεοΰμνήμης θαυμασιώτερον». Διότι, όπως λέγει,
ή μέν μνήμη τού θανάτου είναι «λύπης σωτηριώδους παρεκτική»· δημιουργεί δηλαδή
είς τήν ψυχήν λύπην σωτήριον. Ή δέ μνήμη τοϋ Θεού είναι «εύφροσύνης χαριστική».
Διά τούτο ό μέν προφήτης έλεγεν «έμνήσθην τοϋ Θεοΰ καί ηύφράνθην», ό δέ σοφός
τής Π. Διαθήκης συνεβούλευε «μιμνήσκου τά έσχατα σου καί είς τον αιώνα οΰχ
άμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. ζ' 36). Διότι είναι άδύνατον νά διατηρηθή κανείς
άτρωτος άπό τήν άμαρτίαν, έάν δέν δοκιμάση έκ πείρας τήν σωτήριον «στυφότητα»
τής μνήμης τού θανάτου .
'Αλλά διατί νά
άνατρέχωμεν είς τούς λόγους άγιων άνδρών, άφοϋ αυτός ό ίδιος ό Κύριος
συνέστησεν έπανειλημμένως τήν μνήμην τού θανάτου; Είναι δέ άξιον προσοχής ότι ό
τόνος τής φωνής του περί τής άληθείας αύτής ήταν τόνος προστακτικός:
«Γρηγορεϊτε καί προσεύχεσθε, ό'τι οΰκ οΐδατε ποια ώρα ό Κύριος υμών έρχεται»,
έλεγεν (Ματθ. κδ' 42· κστ' 41). "Ενας Ιερομάρτυς τής Εκκλησίας μας
σχολιάζει τούς λόγους τούτους τού Σωτήρος καί παρατηρεί: Μέ τά λόγια αύτά ό
Θεάνθρωπος προκατήγγελλεν είς όλους τήν μνήμην τού θα¬νάτου. Καί τούτο διά νά
είμεθα έτοιμοι «προς άπολογίαν δεκτήν» κατά τήν ήμέραν τής κρίσεως, άπολογίαν
«τήν έξ έργων καί προσοχής γινομένην» .
' Είναι γεγονός ότι
παρετηρήθησαν κατά καιρούς ύπερβολές είς τά ζήτημα τούτο. Μερικοί έτόνισαν ύπέρ
τά δέον τήν μνήμην τού θανάτου καί παρεθεώρησαν τόν άγιον σκοπόν καί τήν
ιδιαιτέραν άξίαν τής παρούσης ζωής, ή όποια είναι πράγματι μεγάλο δώρον τού
Θεοΰ. Τούτο όμως δέν μειώνει καθόλου τήν άξίαν τής σωστικής αύτής άλήθειας.
Μιάς άληθείας, ή όποία δέν άφορά μόνον όπως νομίζουν μερικοί έκείνους, οΐ όποιοι ζοΰν ώς μοναχοί, άλλά
κάθε Χριστιανόν. Αφού oi λόγοι τού Κυρίου άπευθύνονται πρός όλους τούς μαθητάς
του, όλων τών αιώνων, όλων τών κοινωνικών τάξεων. Διότι ή μνήμη τού θανάτου
έχει μεγάλην άφυπνιστικήν δύναμιν. «Οι ψυχικές δυνάμεις ξεσηκώνονται έκ φύσεως
μπροστά στήν φρικτή είκόνα τού θανάτου,'ταράσσονται' καί είναι έτοιμες νά
όργανωθούν σέ μιά ισχυρή άμυνα έναντίον τού πρωταιτίου τού θανάτου τής άμαρτίας
(...). Ή προσμονή ένός αιφνίδιου τέλους έπάνω στήν άκμή μιάς δραστηριότητος
έξαγνίζει τή δραστηριότητα αύτή άπό τά άρνητικά της στοιχεία» . Διά τούτο ό
όσιος Έφραΐμ ό Σύρος συμβουλεύει νά περιμένωμεν καί νά έτοιμαζώμεθα καθημερινώς
διά την έξοδόν μας, «διότι καθ’ ήν ώραν δεν προσμόνο μεν, θέλει έλθει το
πρόσταγμα τό φοβερόν, και ου’αί εις τον άνέτοιμον». Τό μήνυμα όμως τού όσιου
γίνεται δυναμικώτερον, όταν γράφη: « Έπλησίασεν ήδη ό θερισμός τέλος έχει ό
αιών ουτος και άγγελοι κρατοϋσι τά δρέπανα, και τό νεϋμα (του Κυρίου)
προσμένουσιν. "Ας φοβηθώμεν, άγαπητοί- είναι ώρα ένδεκάτη τής ήμέρας
(...). Άς γίνωμεν έγρήγοροι, καί άς άγρυπνώμεν ώς άϋπνοι». Καί είς άλλην
περίπτωσιν έδίδασκεν: «'Ιδού αί ήμέραι, τά έτη, καί οίμήνες παρέρχονται ώς
όνειρον, καί ώς σκιά δειλινή, καί ή φοβερά καί μεγάλη παρουσία του Χριστού
έρχεται ταχέως» . 'Εκείνος λοιπόν πού άκούει τήν προτροπήν τοϋ Κυρίου
«γρηγορέϊτε» καί έχει μνήμην θανάτου, σώζεται άπό τόν αιώνιον θάνατον καί δέν
φοβείται καθόλου τόν σωματικόν θάνατον.
Δεν θά άμαρτήσης ποτέ
Περισσότερον
συγκεκριμένους ή μνήμη τοϋ θανάτου είναι πολλαπλούς ώφέλιμος, διότι μάς
άναχαιτίζει καί μάς συγκρατεΐ άπό τήν άμαρτίαν. "Αλλωστε ό σπουδαιότερος
λόγος διά τόν όποίον ό Άδάμ έπεριφρόνησε τήν έντολήν τοϋ άγιου Θεοΰ, ή όποια
έλεγεν ότι τήν ήμέραν πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένον καρπόν θά άποθάνετε
(πρβλ. Γεν. β' 1 7), ήταν ή άδιαφορία του πρός τήν έντολήν. "Η όρθότερον,
ήταν τό ότι δέν έφρόντισε νά διατηρήση ζωηρόν τήν ένθύμησιν τής άπειλής τοϋ θανάτου
είς τήν ψυχήν του. Τούτο καταφαίνεται καί άπό τό ότι ό δολερός διάβολος
έπροσπάθησεν, ώστε νά έξουδετερώση κάθε σκέψιν τών πρωτοπλάστων γύρω άπό τήν
άπειλήν αύτήν καί νά τούς άποπροσανατολίση τόν νοϋν άπό τό γεγονός τοϋ θανάτου.
Δι αύτό εϊπεν είς τήν Εϋαν «οϋ θανάτω άποθανεϊσθε» (Γεν. γ' 4)· όχι, δέν θά
άποθάνετε! Μέ αύτόν τόν τρόπον έξουδετέρωσε κάθε άντίστασιν καί άνοιξε τόν
δρόμον πρός τήν παρακοήν καί τήν άμαρτίαν»
Ή θεόπνευστος Γένεσις μάς
παρουσιάζει καί άλλο παράδειγμα, τό όποίον πιστοποιεί τήν σπουδαιότητα τής
μνήμης τοϋ θανάτου είς τήν ζωήν μας. Ό Θεός συνωμιλοϋσεν, ώς γνωστόν, συχνά μέ
τόν Αβραάμ. Όταν όμως ό Πατριάρχης άγόρασε καί έτοίμασε τόν τάφον του είς τήν
Χεβρών (Γεν. κγ'), ό Θεός έπαυσε πλέον νά όμιλή μαζί του. Διατί; Διατί, οπως
φιλοσοφούν οί θεοφόροι Πατέρες, τήν Ιδίαν έπίδρασιν, πού έχει εις ένα φρόνιμον
άνθρωπον ή συνομιλία τού Θεού, τήν ιδίαν έχει καί ή μνήμη τού θανάτου! Αύτός
πού στοχάζεται τόν θάνατον, άπέχει άπό κάθε άμαρτίαν καταφρονεί ολα τά πονηρά
έργα. Διά τούτο καί ό μέγας Θεοδόσιος ό Κοινοβιάρχης, άφού έτοίμασε τόν τάφον
του, έπήγαινε καί τόν έβλεπε συχνά καί έκλαιε θερμώς εις κάθε έπίσκεψιν.
Ό μέγας Πατήρ τής
'Εκκλησίας μας Βασίλειος έγραφε πρός μίαν χήραν τής έποχής του καί τής έτόνιζεν
οτι ό άνθρωπος, ό όποίος έχει πάντοτε κατά νοΰν τήν ήμέραν καί τήν ώραν τής
παγκοσμίου κρίσεως (κατά συνέπειαν τόν θάνατον) καί τόν λόγον, τόν όποίον θά
δώση ένώπιον τού φοβερού βήματος τού Κριτοΰ, «ή ούδέν παντελώς ή ελάχιστα
άμαρτήσεται»· ή δέν θά άμαρτήση καθόλου ή θά άμαρτήση είς έντελώς έλάχιστες
περιπτώσεις. Ή μνήμη τού θανάτου καί ή ζωηρά «προσδοκία των Απειλούμενων» δέν
άφήνει «ούδένα καιρόν» δί όποιανδήποτε άμαρτίαν. Ό μέγας οσιος καί άσκητής τής
έρήμου Άμμωνάς, μαθητής καί διάδοχος τού Μ. 'Αντωνίου, μάς διδάσκει οτι «ό τόν
θάνατον έγγυς εχων τη προσδοκία, οΰχ άμαρτήσει πολλά» 'Ασφαλώς ό οσιος αύτός θά άκουσε άπό τόν Μ.
'Αντώνιον τήν προτροπήν: «Ό θάνατος γενέσθω σοι ευθέως προ όφθαλμών καί
ουδέποτε ούδενός κακού ή βιοτικού επιθυμήσεις». Ώστε ή μνήμη τού θανάτου είναι
ισχυρά άνάσχεσις καί άνακοπή τής ροπής, τήν όποιαν έχομεν πρός τήν άμαρτίαν.
Άλλος άγιος τής
'Εκκλησίας μας, ό οσιος 'Ιωάννης τής Κλίμακος, ό μύστης τής μνήμης τού θανάτου,
άναλύει είς 26 συνοπτικά κεφάλαια τό μεγάλο καί σπουδαΐον τούτο πρόβλημα με
όρισμούς καί συγκλονιστικά παραδείγματα. 'Ιστορεί μάλιστα καί ένα γεγονός, τό
όποίον είναι κατά πάντα άξιόπιστον, άφού ό άγιος 'Ιωάννης ήταν αύτόπτης μάρτυς.
’Αναφέρει, λοιπόν, τό
παράδειγμα τού μοναχού Ησυχίου τού Χωρηβίτου, ό όποίος έζοΰσε πάντοτε μέ πολλήν
άμέλειαν, χωρίς νά ένδιαφέρεται καθόλου διά τήν ψυχήν του. Άρρώστησεν ομως
βαρύτατα καί έπί μίαν ώραν έφαίνετο οτι άπέθανε. ’Αλλά συνήλθε πάλιν καί άμέσως
παρεκάλεσεν όλους νά φύγωμεν, λέγει ό άγιος ’Ιωάννης. Τότε ό Ησύχιος έκτισε τήν
πόρταν τού κελλιοΰ του καί εμεινεν έκεΐ μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς ποτέ πλέον νά
όμιλήση μέ κανένα· όλον αύτό τό διάστημα έζοΰσεν έκεΐ έγκλειστος καί δέν
έγεύετο τίποτε άλλο, έκτος από ψωμί καί νερόν. Έκάθητο μόνον έμβρόντητος καί
άμίλητος, ένθυμούμενος τά φοβερά καί έξαίσια, πού εϊδεν εις τήν έκστασίν του.
Έμεινε δέ τόσον πολύ σκεπτικός, ώστε ποτέ πλέον δέν άλλαξε ή έκφρασίς του. Ήταν
πάντοτε ωσάν άφηρημένος καί έχυνε θερμά, σιωπηλά καί άναρίθμητα δάκρυα.
"Οταν δέ έπλησίαζεν ή ώρα τού θανάτου του, συνεχίζει ό άγιος ’Ιωάννης,
έχαλάσαμεν τόν τοίχον, πού έφρασσε τήν πόρταν τού κελλιοΰ του, καί άφοΰ
έμπήκαμε μέσα, τόν παρεκαλέσαμεν έπιμόνως νά μάς ειπη έναν λόγον ψυχωφελή πρός
νουθεσίαν καί παρηγοριάν. Εκείνος όμως μάς είπε τούτο μόνον: «Συγχωρήσατε μοι·
ούδείς μνήμην θανάτου έσχηκώς, δυνήσεται άμαρτήσαι ποτέ». Δηλαδή: ’Αδελφοί μου,
συγχωρήστε με· αύτός πού σκέπτεται πάντοτε τόν θάνατον καί τόν μελετά· αύτός
πού άναλογίζεται τήν άπολογίαν, πού πρόκειται νά δώση εις τό φοβερόν κριτήριον
τού Δεσπότου Χριστού, δέν θά ήμπορέση νά άμαρτήση ποτέ πλέον! Εμείς δέ,
συνεχίζει ό όσιος ’Ιωάννης, έθαυμάζαμεν βλέποντες τόν μοναχόν 'Ησύχιον, πού
άλλοτε ήταν άμελέστατος, νά έχη αλλάξει τόσον άπότομα μέ αύτήν τήν μακαριστήν
άλλαγήν καί μεταμόρφωσιν! Ώστε ή μνήμη
τού θανάτου ήμπορεϊ νά θανατώση τήν άμαρτίαν καί νά τήν καταστήση άνενέργητον
εις τήν ψυχήν, ή όποια άγρυπνεΐ καί γρηγορεΐ.
Ό άλλος μέγος όσιος καί
θεμελιωτής τού κοινοβιακοΰ βίου, ό Παχώμιος, έγρα(ρεν είς τήν Κατήχησίν του:
Αδελφοί, άς άγωνιζώμεθα «έξ όλης καρδίας», ώστε να έχωμεν είς τόν νοϋν μας
«κατά πάσαν ώραν» τόν θάνατον καί «τήν φοβεράν κόλασιν». Διά τής μνήμης τοϋ
θανάτου ή διάνοια άγρυπνε!, ό νους «έρχεται εις αΐσθησιν», φεύγουν οί
έγωϊστικές σκέψεις καί οϊ μετεωρισμοί, καλλιεργείται δέ είς τήν ψυχήν φρόνημα
ταπεινόν καί άκενόδοξον. ‘Όταν ό άνθρωπος ένθυμήται τήν ώραν τοϋ θανάτου καί τό
βήμα τού άδεκάστου Κριτοϋ, προφυλάσσεται άπό πλήθος άμαρτιών καί γίνεται
«άληθώς αληθινός ναός του Θεοϋ», όπότε «ποια σατανική μεθοδεία δόναται ήμάς
άπατήσαι;» .
Ό όσιος Ήσάίας ό
άναχωρητής, σύγχρονος τοϋ όσιου Μακαρίου τοϋ Μεγάλου, συμβουλεύει: «Ό
λογιζόμενος καθημέραν και λέγων έν έαυτω ότι τήν σήμερον έχω ποιήσαι (σήμερον
θά παραμείνω) εις τόν κόσμον, ουδέποτε άμαρτήσει εις Θεόν». Καί ό Άββάς
Εύάγριος (έχειροτονήθη διάκονος άττό τόν άγιον Γρηγόριον Νύσσης καί ύττήρξεν
άρχιδιάκονος τοϋ άγιου Γρηγορίου του Θεολόγου) μάς διδάσκει: «Μή έπιλάθη σής εξόδου καί οΰκ έσται πλημμέλεια τη ψυχή σου»μή
λησμονήσης τόν θάνατόν σου· έτσι δέν θά ύπάρξη άμαρτία είς τήν ψυχήν σου. Ή
μνήμη τοϋ θανάτου, λέγει ό οσιος Ισαάκ ό Σύρος, είναι άριστος δεσμός τών μελών
τοϋ σώματο τά συγκρατεί άπό τήν άμαρτίαν. Καί συνεβούλευε μέ τήν άσκητικήν του
σοφίαν:
Όταν πλησιάσης εις τό
κρεββάτι σου διά νά κοιμηθής λέγε είς αύτό τω κρεββάτι, ίσως αύτήν τήν νύκτα νά
μοΰ γίνης τάφος, καί δέν γνωρίζω μήπως άντί τού προσωρινού ύπνου έλθη είς έμέ
τήν νύκτα αύτήν έκείνος ό αιώνιος ύπνος). Λοιπόν, ένόσψ έχεις πόδια έλεύθερα,
τρέξε πίσω άπό τήν καλήν έργασίαν, πριν αύτά δεθούν άπό έκεΐνον τόν δεσμόν, ό
όποίος είναι άδύνατον πάλιν νά λυθή· ένόσω έχεις δάκτυλα, σταύρωσε τόν έαυτόν
σου είς τήν προσευχήν, πριν έλθη ό θάνατος· ένόσω έχεις μάτια γέμισέ τα μέ
δάκρυα, πριν σκεπασθοΰν άπό τόν κορνιαχτόν (...). Νά ένθυμήσαι τήν άναχώρησίν
σου άπό έδώ, ω άνθρωπε, καί νά λέγης πάντοτε· «νά, έφθασεν είς τήν πόρταν ό
Απεσταλμένος άγγελος, ό όποίος Ακολουθεί
όπίσω μου· διατί κάθομαι; ύπάρχει αιώνιος Αποδημία, ή όποια δέν έχει
έπιστροφήν.¨»
Καί άλλοΰ γράφει πάλιν ό
ίδιος Οσιος:
Ή πρώτη έννοια, ή όποια
άπό θείαν φιλανθρωπίαν κυριεύει τήν καρδίαν τού άνθρώπου καί όδηγεΐ τήν ψυχήν είς
τήν ζωήν, είναι ή ένθύμησις τού θανάτου (...). ’Εάν ό άνθρωπος δέν σβήση αύτήν
τήν έννοιαν καί δέν τήν πνίξη μέσα είς τήν μέριμναν καί τήν περιπλοκήν τών
βιοτικών πραγμάτων καί τής ματαιολογίας, άλλά τήν αύξήση είς τήν ησυχίαν μέ τήν
συνεχή μελέτην, τότε (ή έννοια αύτή) τόν όδηγεΐ είς τήν βαθεΐαν θεωρίαν, τήν
όποιαν δέν ήμπορεΐ νά έκφράση κανείς. Τόν λογισμόν τού θανάτου μισεί πάρα πολύ
ό σατανάς, καί προσπαθεί μέ ολην τήν δύναμίν του νά τόν ξερριζώση άπό τόν
άνθρωπον· καί άν ήταν δυνατόν θά έδιδεν είς τόν άνθρωπον ολα τά βασίλεια τού
κόσμου, μόνον καί μόνον διά νά έξαφανίση μέ τήν μέριμναν τού βίου άπό τόν νοΰν
τού άνθρώπου ένα τέτοιον λογισμόν περί θανάτου (...). Διότι γνωρίζει ό δόλιος
σατανάς, οτι έάν ή ένθύμησις τού θανάτου μείνη διά παντός είς τόν άνθρωπον, ή
σκέψις του δέν μένει πλέον προσκολλημένη είς τήν πλάνην τής παρούσης ζωής, καί
ούτε οί πανουργίες, τά τεχνάσματα καί οί δόλοι του ήμπορούν νά πλησιάσουν τόν
άνθρωπον .
'Αλλά καί ό θείος
Χρυσόστομος δέν παρέλειπε νά τονίζω τήν σωτήριον αύτήν άλήθειαν. "Ελεγε:
Ό θάνατος καί παρών καί
Αναμενόμενος μας βοηθεϊ πάρα πολύ. Τό άντίκρυσμα, άλλά καί ή μνήμη καί άναμονή
του μάς μεταπείθουν εις τό νά ταπεινούμεθα καί νά εϊμεθα μετριόφρονες.είς τό νά
ζώμεν μέ σωφροσύνην, νά συγκρατούμεθα άπό τήν Αμαρτίαν καί γενικώς νά
άπαλλασσώμεθα άπό κάθε κακίαν «καί γάρ καί μετριάζειν καί σωφρονεϊν καί
κατεστάλθαι καί πάσης άπηλλάχθαι κακίας, καί παρών καί προσδοκώμενος ό θάνατος
άναπείθευ. Είς άλλην δέ περίπτωσιν σχολιάζει τόν λόγον τού Κυρίου, «ος ού
λαμβάνει τόν σταυρόν αΰτοϋ καί άκολουθεϊ όπίσω μου, ούκ δα τι μου άξιος» (Ματθ.
Γ 38), καί παρατηρεί, φωτιζόμενος άπό τό Παράκλητον Πνεύμα: Ό Κύριος Ελεγε
τούτο, όχι διά νά βαστάζωμεν έπάνω είς τούς ώμους μας σταυρόν άπό ξύλον, άλλά
διά νά εχωμεν πάντοτε έμπρός είς τά μάτια μας τόν θάνατον, όπως άκριβώς καί ό
θείος Παύλος, ό όποίος «καθ’ ημέραν άπέθνησκε (πρβλ. Α' Κορ. ιε' 31) καί
κατεγέλα τής τελευτής (έχλεύαζε τόν θάνατον), καί του παρόντος ύπερεώρα βίου»·
καί παρέβλεπε καί έπεριφρονούσε τήν παρούσαν ζωήν.
Δύναμις ένισχυτική
Ή μνήμη τού θανάτου δέν
είναι μόνον δύναμις Ανασταλτική τοϋ κακού είναι καί δύναμις ένισχυτική είς τόν
Αγώνα μας κατά τοϋ πειρασμού καί τής άμαρτίας. Είναι άσφαλώς «σωτήριος
πειρασμός» τό νά άποθνήσκης καθημερινώς, όπως ό θείος Παύλος, καί νά ένθυμήσαι
τόν θάνατον, αισθανόμενος, κάθε στιγμήν τόν έαυτόν σου έτοιμοθάνατον, άλλ' ό
«πειρασμός» αύτός είναι πηγή Αγωνιστικού φρονήματος.
Ό άγιος Ιωάννης ό
Σιναΐτης βεβαιώνει: «Μνήμη θανάτου έστί καθημερινός θάνατος μνήμη δέ έξόδου
κάθωρος στεναγμός» . Δηλαδή, ή μνήμη
τού θανάτου είναι καθημερινός θάνατος. Καί ή μνήμη τής έξόδου μας άπό τήν ζωήν
αυτήν, είναι συνεχής στεναγμός. "Η όπως άποδίδει τόν λόγον αύτόν έκείνος
πού μετεγλώττισε τό σύγγραμμα τοΰ όσιου Πατρός, ή ένθύμησις τοϋ θανάτου δέν
είναι μία στατική, άλλά δραστήριος ένέργεια, ή όποία κάμνει τόν ζωντανόν καί
φρόνιμον άνθρωπον νά στοχάζεται καθημερινώς ότι είναι περισσότερον νεκρός, παρά
ζωντανός! Δι αύτό ό όσιος 'Ιωάννης έκφράζει τήν έκπληξίν του, διότι καί
‘Έλληνες φιλόσοφοι (ό Πλάτων) έχαρακτήρισαν τήν φιλοσοφίαν ώς «μελέτην
θανάτου»·
Ό άγιος Έφραΐμ ό Σύρος
συνεβούλευεν: «Αδελφέ, προσδόκα καθ’ εκάστην τήν έξοδόν σου. Καί εΰτρεπίζου
(έτοιμάζου) προς τήν πορείαν έκείνην». Διότι ή φοβερά προσταγή θά έλθη είς
ώραν, τήν όποιαν δέν περιμένεις καί άλλοίμονον είς έκεϊνον, ό όποίος θά εύρεθή
άνέτοιμος . Άλλοτε συμπληρώνει τήν ιδίαν συμβουλήν καί διδάσκει «μνημόνευε,
άγαπητέ, του φοβερού βήματος (του Κριτοϋ) διαπαντός». Ή μνήμη αύτή θά σοϋ εϊναι
μεγάλο στήριγμα, άλλά καί Ισχυρά ιιαρόρμησις είς τόν άγώνα τής άρετής, ώστε νά
πολεμήσης έπιτυχώς (αύτούς, οΐ όποιοι έπιβουλεύονται τήν ψυχήν σου .
«Ή άνεπίληπτοςμνήμη
τοϋθανάτου», δηλαδή ή όρθή καί ύγιής σκέψις περί τής έξόδου μας άπό τόν παρόντα
κόσμον, καθίσταται «χρηστός παιδαγωγός καί τοϋ σώματος καί τής ψυχής». Ή μνήμη
αύτή δημιουργεί άγρυπνον νοϋν, βοηθεϊ είς συνεχή προσευχήν καί μάς κάμνει νά
άποστρεφώμεθα τήν άμαρτίαν. Είναι δέ τόσες οί ώφέλειες τίς όποίες καρποϋται ή
ψυχή τοϋ Χριστιανού, ώστε ήμπορεΐ νά λεχθή ότι «πάσα άρετή νάουσα έκ ταύτης
έκβλύζεται»· κάθε άρετή ρέουσα, πηγάζουσα καί θησαυριζομένη άπό αύτήν άναβλύζει
. Επομένως, όταν ό άνθρωπος ένθυμήται τόν θάνατον, σκέπτεται καί κάτι άλλο
έκτός άπό τήν παρούσαν πρόσκαιρον καί φθαρτήν ζωήν καί τά συμφέροντά της.
Τοιουτοτρόπως μέ όδηγόν καί παιδαγωγόν τόν θάνατον ό άνθρωπος γίνεται
φιλάνθρωπος, φιλάδελφος, φιλόθεος καί θησαυρίζει θησαυρόν είς τούς ούρανούς.
Είς τήν συλλογήν τών
πνευματικών παλαισμάτων τών άνωνύμων άγωνιστών τής έρημου άναφέρεται καί ή
περίπτωσις μιάς όσιας ψυχής, ή όποια κατώρθωνε μέ τήν μνήμην τοϋ θανάτου νά
νικφ τίς στιγμές τής δειλίας, τής λιποψυχίας καί τής καταθλίψεως. "Ελεγεν
ιδίαν έργάζωμαι, κάθε φοράν πού γυρίζω καί κατεβάζω τό άδράκτι καί πριν άκόμη
προλάβω νά τό σηκώσω, θέτω έμπρός είς τά μάτια μου τόν θάνατον. Καί τούτο,
διότι όποίος έχει «προ όφθαλμών τόν θάνατον πάσαν ώραν, νικά τήν όλιγοψυχίαν» .
Ό άγιος Θεόδωρος ό
Στουδίτης, ή μεγάλη καί γενναία ψυχή μέ τον όσιον βίον καί τά θαυμαστά
παλαίσματα ύπέρ τής ’Ορθοδόξου ττίστεως, είχε θεσπίσει νά γίνεται καί τοϋτο εις
τήν περίφημον Μονήν του. Κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστήν, δηλαδή τήν κατ' έξοχήν
περίοδον τών πνευματικών άγώνων, εις τούς όποιους μάς καλεί ή Εκκλησία, ένας
άπό τούς ήλικιωμένους άδελφούς άρχιζε άπό τήν 9ην πρωινήν ώραν νά περιέρχεται
τούς τόπους, όπου είργάζοντο oi μοναχοί. Όταν έψθανεν είς μίαν διακονίαν,
έβαλλε μετάνοιαν καί έλεγεν: «’Αδελφοί καί πατέρες, προσέχωμεν έαυτοΐς, οτι
άποθνήσκομεν, άποθνήσκομεν, άποθνήσκομεν μνημονεύσωμεν καί τής έπουρανίου
βασιλείας» . Αύτή άκριβώς ή μνήμη τού θανάτου καί τής έπουρανίου βασιλείας
έβοηθοϋσε τούς περιφήμους Στουδϊτες μοναχούς, ώστε νά νεκρώνουν κάθε άμαρτωλόν
σκίρτημα τής καρδίας, τούς διετήρει είς έγρήγορσιν καί άνεπτέρωνε τό
άγωνιστικόν των φρόνημα. Διότι ή μνήμη καί ή μελέτη τού θανάτου είναι άπό τά
πλέον άποτελεσματικά όπλα κατά τού πειρασμού τής φιληδονίας καί γενικώς «τών βλαβερών λογισμών». Διά
τοϋτο ό άββάς Άμμωνάς έλεγε: «Συνάγαγέ σου τον νοϋν καίμνήσθητι ήμέρας
θανάτου». Ένθυμήσου τί θά συμβή μετά τήν έξοδόν μας άπό τήν πρόσκαιρον αύτήν
ζωήν. Καί «έπίμεν τή τών άμαρτωλών κρι'σει στένε (στέναζε), δάκρυε, πένθει»,
φοβούμενος μήπως καί σύ εύρεθής είς τήν φοβερόν έκείνην κατάστασιν. «Έπί δε
τοϊς άγαθοϊς», τά όποια έχουν άποταμιευθή διά τούς δικαίους, «χαίρε καί άγάλλου
καί ευφραίνουν καί φρόντιζε νά τά άπολαύσης καί σύ. Τοιουτοτρόπως διά τής
μνήμης τού θάνατου «τούς βλαβερούς διαφευξη λογισμούς» καί θά διατηρής άκμαΐον
άγωνιστικόν φρόνημα . Συνιστοΰσε δέ ό όσιος, όπως ή ένθύμησις τού θανάτου
προηγήται πόσης άλλης έργασίας «καθ’ έκάστην ήμέραν» ούτως, ώστε νά πορεύεται ό
Χριστιανός είς τήν πνευματικήν του ζωήν χωρίς άμέλειαν .
Πόσον βοηθητικόν είναι τό
όπλον τούτο διά τόν πνευματικόν άγώνα τού πιστού καταφαίνεται καί άπό τό ότι τό
έχρησιμοποιοΰσαν όχι μόνον άρχάριοι είς τήν πίστιν, άλλά καί όσιοι άνδρες,
δοκιμασμένοι, οΐ όποιοι είχαν φθάσει είς ύψη άρετής. Άπό τόν βίον τού όσιου
Παχωμίου πληροφορούμεθα ότι ό ένσαρκος έκείνος άγγελος, «άνήρ τά μάλιστα
φιλάνθρωπος καί θεοφιλής εις άγαν», οπως χαρακτηρίζεται άπό τόν Ιστορικόν
Σωζόμενον, έμελετοϋσε πάντοτε «τον φόβον του Θεοϋ καί την μνήμην των κρίσεων
καί τάς βασάνους του πυράς του αιωνίου». Διά τοϋτο ή καρδιά του ήταν άγρυπνος
καί άπρόσβλητος άπό τις έπιβουλές τοΰ διαβόλου, όπως «θύρα χαλκή ήσφαλισμένη
κατά ληστών». Και ένώ ό φθονερός καί μισόκαλος δαίμων έκαμνε τό πάν διά νά
νικήση τόν όσιον έκεϊνον άνδρα, αύτός, έπειδή είχε τήν έλπίδα του είς τόν
Κύριον, έχλεύαζε καί έπεριγελοϋσε τόν δαίμονα καί τά όργανά του ώς άχρηστα καί
άκατάλληλα διά πόλεμον.
Περιεκτική πολλών άρετών
‘Η μνήμη τοΰ θανάτου
είναι έξόχως εύεργετική καί διότι μάς όδηγεϊ εις μετάνοιαν καί διόρθωσιν βίου.
Ό Μ. Βασίλειος, άπευθυνόμενος πρός μοναχήν, ή όποια εϊχεν άθετήσει τις
ύποσχέσεις της καί άπέβαλε τό μοναχικόν σχήμα, προκειμένου νά τήν βοηθήση είς
μετάνοιαν, τής έγραφε μεταξύ άλλων:
Ένθυμήσου τόν θάνατον,
διότι δεν θά ζήσης αιωνίως φέρε είς τήν διάνοιαν σου τήν τελευταίαν ήμέραν τής
ζωής σου. Ένθυμήσου τήν έπιθανάτιον άγωνίαν, τήν τελευταίαν άποπνικτικήν πνοήν,
τήν ' ώραν τοΰ θανάτου, τήν κατεπείγουσαν άπόφασιν τοΰ Θεοΰ, τούς άγγέλους, οί
όποιοι θά καταφθάνουν, τήν ψυχήν σου, ή όποια μέσα είς άλα αύτά θά
συγκλονίζεται φοβερά καί ή όποια θά ύφίσταται έκ των προτέρων άπό τήν
συνείδησιν σκληρόν μαστίγωμα τήν ψυχήν σου, ή όποια κατά τήν ώραν έκείνην θά
στρέφεται,πρός τά πράγματα τής παρούσης ζωής. Ένθυμήσου τήν άναπόφευκτον
άνάγκην τής μακράς έκείνης άποδημίας άπό τόν κόσμον αύτόν. Περίγραψέ μου μέ τήν
διάνοιάν σου τήν ήμέραν, κατά τήν όποιαν θά ελθη ό Υιός τοΰ άνθρώπου, διά νά
κρίνη τόν κόσμον. Διότι είναι βέβαιον ότι θά ελθη φανερά, μέ δόξαν πολλήν καί
δέν θά τη ρήση πλέον σιωπήν (πρβλ. Ψαλμ. μθ' 3). Φέρε είς τήν διάνοιάν σου ότι
θά ελθη νά κρίνη ζωντανούς καί νεκρούς καί νά άποδώση είς ένα έκαστον κατά τά
έργα του. Φέρε είς τήν διάνοιάν σου ότι μέ τό δυνατόν καί τό φοβερόν σάλπισμα
θά έγερθοΰν οί νεκροί, καί οί μέν άγαθοί θά άναστηθοΰν διά νά άπολαύσουν ζωήν
αιώνιον, οί δέ άμαρτωλοϊ θά άναστηθοΰν διά νά δικασθοΰν καί κατακριθοΰν
αιωνίως .
Τούτο είχε ύττ' οψιν καί
ό μέγας όσιος Ιωάννης τού Σινά, ό όττοϊος συνεβούλευεν
Όπως είναι άδύνατον νά μή
ένθομήται καί νά μή σκέπτεται ό πεινασμένος τό ψωμί, έτσι είναι άδύνατον νά μή
σκέπτεται τόν θάνατον καί τήν μέλλουσαν κρίσιν έκεΐνος,πού θέλει νά όδηγηθή εις
μετάνοιαν καί άγωνίζεται διά τήν σωτηρίαν τής ψυχής του .
Έπί πλέον ή μνήμη τού
θανάτου βοηθεϊ, ώστε νά άντιμετωπίσωμεν τήν τελευταίαν ώραν τής έπιγείου ζωής
μας μέ πίστιν καί έλπίδα εις τόν Θεόν, χωρίς νά ταραχθώμεν καί άδημονώμεν. Ό
Ιερός Χρυσόστομος λέγει οτι όποίος έχει τήν μνήμην τού θανάτου, έπειδή
«φιλοσοφεί» όρθώς περί τό μέγα τούτο μυστήριον, δέν θά πάθη τά όσα παθαίνουν οι
πολλοί. Όταν συναντηθή μέ τόν θάνατον, δέν άγωνιά «καθάπερ οί πολλοί, ού
θορυβείται και ταράττεται» . Είς όσους ένθυμοΰνται τόν θάνατον, ό τελευταίος
δέν είναι κάτι τό φοβερόν, άλλά γίνεται έπιθυμητός· «τοΐς σοφοϊς ποθητός έστιν
ό θάνατος», παρατηρεί τό άνθος τής έρήμου, ό όσιος Ισαάκ. Διά τούτο καί ό κατά
Θεόν σοφός, όταν ένθυμήται τόν θάνατον, άγρυπνεΐ καί άγωνίζεται είς τήν
παρούσαν ζωήν, έν άντιθέσει πρός τόν μωρόν καί τόν άνόητον, ό όποίος διέρχεται
τις ήμέρες τής έπιγείου ζωής του κατά τρόπον χλιαρόν καί άπρόσεκτον, διότι
προτιμά «τήν μικρόν άνάπαυσιν τήν έγγύς, υπέρ τήν άπέχουσαν βασιλείαν» ·
προτιμά τήν έδώ μικράν άνάπαυσιν παρά τήν βασιλείαν τών ούρανών.
Θαυμασίαν περίληψιν τών
εύεργετημάτων, τά όποια καρποΰται ή ψυχή όταν άναλογίζεται τόν θάνατον, μάς
δίδει ένας άπό τούς Πατέρας τού Σινά καί ήγούμενος τής γεραράς έκείνης Μονής, ό
όσιος Φιλόθεος. Γράφει λοιπόν είς τήν κατακλείδα ένός άπό τούς ώραιοτάτους
πνευματικούς λόγους του:
«Περιεκτική τω όντι
πολλών άρετών ή έναργής (ζωηρά) του θανάτου μνήμη». Καί τούτο, διότι είναι
«προτροπή» ισχυρά, ώστε νά έχη ό άνθρωπος έγκράτειαν είς όλα. Διότι μάς
ύπενθυμίζει τήν «γέενναν», τήν φοβερόν καταδίκην τών άμαρτωλών. Διότι αύτή μάς
σπρώχνει, ώστε νά μή παραλείπωμεν τήν θερμήν προσευχήν. Διότι γίνεται ισχυρά
προφύλαξις τής καρδίας μας άπό τήν προσβολήν τής άμαρτίας. Αύτή γεννά είς τήν
ψυχήν μας τόν σωτήριον φόβον τοϋ Θεού. Διώχνει καί καθαρίζει τόν έσωτερικόν μας
κόσμον άπό τούς έμπαθεϊς λογισμούς. Ή μνήμη τοΰ θανάτου είναι περιεκτική πολλών
έντολών τοΰ Κυρίου ήμών ’Ιησού Χρστού .
Ώστε ή άδιάκοπος μνήμη
τού θανάτου είναι έξαίρετος παιδαγωγός καί τοϋ σώματος καί τής ψυχής.
Δυστυχώς ή μέριμνα τοΰ
βίου καί ή καθημερινή άπασχόλησις, ή γεμάτη άνησυχίαν καί νευρικότητα γύρω άπό
τις μάταιες ύποθέσεις τοϋ παρόντος κόσμου ή άμαρτία καί τά συνεχή δελεάσματά
της δέν μάς άφήνουν νά έγχαράξωμεν μέ τρόπον άνεξάλειπτον είς τήν καρδιάν μας
τήν σωστικήν αύτήν άλήθειαν. Μεγάλοι όμως άγιοι τό έπέτυχαν και διά τούτο
έλαμψαν είς τήν παρούσαν ζωήν. Λάμπουν δέ ώς φωστήρες καί έκεϊ, είς τήν
αιωνιότητα, όπως π. χ. ό άγιος Ιωάννης ό Έλεήμων, Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειας, διά
τόν όποίον άναφέρεται:
Προκειμένου νά έγχαράξη
τήν μνήμην τοΰ θανάτου είς τήν διά νοιάν του καί νά μή λησμονή τόν θάνατον μέ
τις πολλές ύποθέσεις καί συνεχείς φροντίδες τού πολυπλεύρου ποιμαντικού του
έργου, έκαμε τούτο. Έδωκεν έντολήν νά κτισθή ό τάφος του, νά μή τελειώση ομως
τό κτίσιμον, άλλά νά μείνη ήμιτελές. Παρήγγειλε δέ είς έκείνους, πού άνέθεσε τό
έργον τούτο, όταν θά έγίνετο καμμία έπίσημος έορτή καί έφοροΰσε τήν λαμπρόν
άρχιερατικήν στολήν καί είχε πολλήν δόξαν καί έπομένως ύπήρχε κίνδυνος νά
λησμονήση ό άγιος τόν θάνατον καί κάμη κάτι πού δέν θά ήρεσεν είς τόν Θεόν, νά
έρχωνται, νά στέκωνται έμπρός του καί φανερά, ένώπιον όλων των παρευρισκομένων,
νά τοΰ λέγουν: «Δέσποτα, τό μνήμα τό σόν αχρι σήμερον άτελές». Δώσε μας λοιπόν
τήν άδειαν νά τό άποτελειώσωμεν· διότι είναι άδηλον ποιαν ώραν έρχεται ό
θάνατος ...
"Ετσι έσκέπτοντο καί
αύτά έκαμναν, άδελφέ μου,οί μεγάλοι άγιοι, διά νά μή ύπερηφανευθοΰν άπό τήν
πρόσκαιρον, ματαίαν δόξαν τοΰ κόσμου, άλλά νά ένθυμοΰνται τόν θάνατον, νά
ταπεινώνωνται καί νά βαδίζουν άσφαλώς πρός τήν αίώνιον βασιλείαν. Οι άμελεϊς
ομως καί άφρονες, ένω εΰρίσκονται, οπως ολοι μας, κάτω άπό τήν άπειλήν τού
θανάτου καί ένώ ολοι θά άποθάνωμεν σήμερον ή αΰριον, δέν μετανοούν διά τις
άμαρτίες των. Άπατώνται άπό τόν άνθρωποκτό νον καί σπαταλοϋν οΐ ταλαίπωροι τις
ήμέρες καί τις ώρες τής ζωής ιων, ώσάν νά πρόκειται νά μείνουν άθάνατοι.
"Ω τής ψυχικής τυφλώσεως και άγνωσίας, ή όποια τούς όδηγεΐ κατ' εύθεΐαν
είς τήν αίωνίαν άπώλειαν!...
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου