'Αλλά καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, τό μουσικώτατον όργανον τοϋ Παρακλήτου, ψάλλει μέ τά θεολογικώτατα τροπάρια τής Νεκρώσιμου ’Ακολουθίας, ή όποια προκαλεϊ ισχυρά αισθήματα κατανύξεως και πνευματικής περισυλλογής: «Πάντα ματαιότης τά άνθρώπινα, οσα ούχ υπάρχει μετά θάνατον ού παραμένει ό πλούτος, ού συνοδεύει ή δόξα- έπελθών γάρ ό θάνατος, ταύτα πάντα έξηφάνισται». Καί είς άλλον ύμνον τής ιδίας άκολουθίας έρωτά: «Πού έστιν ή τού κόσμου προσπάθεια; Πού έστιν ή τών πρόσκαιρων φαντασία; Πού έστιν ό χρυσός καί ό άργυρος; Πού έστι τών οίκετών ή πλημμύρα καί ό θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Οί ύμνοι αύτοΐ καλλιεργούν είς τήν χριστιανικήν ψυχήν ύγιά συναισθηματικήν κατάστασιν. Διότι ένώ ή ψυχή γεμίζει άπό Απαισιοδοξίαν διά τά άσταθή πράγματα τοϋ παρόντος βίου, ταυτοχρόνως γεμίζει καί χορταίνει καί άπό αίσιόδοξον πεποίθησιν διά την άνάπαυσιν τοϋ άπελθόντος. Οί βαθυστόχαστοι αύτοΐ ϋμνοι τοϋ θεοκινήτου καλάμου τοϋ Ιεροϋ Δαμασκηνού άναμοχλεύουν τά έσώτατα βάθη τής ψυχής καί μέ τά ύψηλά νοήματά των δημιουργούν έντός της ένα αίσθημα μεταξύ άπογοητεύσεως καί παρηγορίας, δηλαδή αίσθημα έντόνως δημιουργικόν.
Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
14.Οι Χριστιανοί φιλοσοφούν περί θανάτου
«Ηρεμήσατε, έμβλέψατε,
ίδετε»
Κάθε Χριστιανός, χάρις
είς τις άλήθειες πού μάς άπεκάλυψεν ό Θεάνθρωπος, ήμπορεΐ νά άντιμετωπίζη τόν θάνατον χωρίς φόβον. Έπΐ πλέον έχει καί
τήν δυνατότητα νά φιλοσοφώ ύγιώς καί δημιουργικώς γύρω άπό τό μυστήριον τού
θανάτου.
Μή λησμονώμεν ότι ή ώρα
τοΰ θανάτου μας, ή δευτέρα αύτή γέννησις
ή γέννησις προς τήν άληθινήν και μένουσαν ζωήν είναι ώρα κατ' έξοχήν βαθειά καί μυστηριώδης.
Τήν ώραν αυτήν άρχίζει νά φωτίζη τήν πρόσκαιρον ζωήν μας, ή όποια τρεμοσβήνει
διά νά σβήση τελικώς, τό φώς τής αίωνιότητος. Καθώς λοιπόν προχωρεί ή ήλικία
μας, καθώς ό χρόνος τοϋ βίου τρέχει καί πλησιάζει ή ώρα τοΰ θανάτου, κατά τήν
όποιαν ή έπΐ γής ζωή μας τελειώνει καί συναντά- ται μέ τήν άτέρμονα αιωνιότητα,
άναπηδοΰν έντονώτερον τά έρωτήματα γύρω άπό τό νόημα τής ζωής.
Κατά τήν πρώτην γέννησίν
μας, δηλαδή τόν έρχομόν μας άπό τήν άνυπαρξίαν είς τήν ϋπαρξιν κατά τήν είσοδόν
μας είς τήν ζωήν τής γής δέν έχομεν τήν δυνατότητα νά έρωτήσωμεν πού
πηγαίνομεν, άφοϋ έρχόμεθα ώς βρέφη. Κατά τήν δευτέραν όμως γέννησίν μας πρός
τήν νέαν ζωήν, δηλαδή, κατά τήν ώραν τοϋ θανάτου, είτε τό θέλομεν είτε όχι,
όρθώνονται ένώπιόν μας έρωτηματικά όπως τά άκόλουθα: Τί σημαίνει τέλος πάντων
όλος αύτός ό κόπος, ή άγωνία καί ή άθλιότης, πού μας πιέζουν καθ' όλον τόν
βίον; Διατί φοβούμεθα τόν θάνατον, άφοϋ γνωρίζομεν οτι, έφ' όσον έγεννήθημεν,
βαδίζομεν μέ βεβαιότητα προς αύτόν; Μήπως δέν είχαμεν άρκετόν χρόνον, ώστε νά
κατανοήσωμεν τήν άλήθειαν αύτήν καί νά ύπερνικήσωμεν έτσι τήν άγωνίαν τού
θανάτου; Δέν θά ήταν ωφέλιμος ή έπιστροφή έστω καί ένός άπό τήν πέραν τοϋ τάφου
ζωήν, ώστε νά μάς διηγηθή κάτι άπό έκεϊ, όπου oi ψυχές ζοϋν μαζί μέ τόν Θεόν,
ώς «ένώπιαι ένωπίω»
Εις τά έρωτήματα αύτά καί
είς άλλα παρόμοια ό Χριστιανός παρουσιάζεται καί πάλιν προνομιούχος, άφοϋ ή
πίστις καί ή έλπίδα παραμερίζουν τόν πέπλον τοϋ μυστηρίου. Διά τούτο λέγει ό
θείος Χρυσόστομος: "Ας συγκεντρωθώμεν γύρω άπό αύτούς, οι όποίοι βαδίζουν
πρός τήν άλλην ζωήν. Καθίσατε καί τόν νεκρόν, πού είναι έμπρός σας «μή
ένοχλήσητε (...) ηρεμήσατε έαυτούς,
έμβλέψατε καί τό μέγα μυστήριον ίδετε...)». Είς τήν ήσυχίαν δέ αυτήν
διερωτηθήτε: «Τί τοϋτο τό μέγα περί έμέ μυστήριον;» Αύτός ό όποίος χθές μού
ήταν «ποθητός, νυν πρόκειται μου βδελυκτός- τό χθέςμοι μέλος, νΰν ώς άλλότριον
(ξένον) βλέπω όν προ μικρού ένηγκαλιζόμην, νυν ουδέ προσψαΰσαι βούλομαι» (ούτε
νά τόν έγγίσω θέλω). «Τοϊς δάκρυσι βρέχω ώς έμόν, καί τόν ώρα φεύγω (τό πύον
άποφεύγω) ώς ούκ έμόν».
"Αλλοτε πάλιν
συνεβούλευεν: Όταν ίδης κάποιον νά άπέρχεται είς τήν άλλην ζωήν, μή
δυσανασχετήσης, «άλλά κατανύγηθι, πρός σεαυτόν έπάνελθε» δηλαδή έλα,
συγκεντρώσου είς τόν έαυτόν σου, έξέτασε τήν συνείδησίν σου, «σκόπησον οτι καί
σε μικρόν ύστερον τοϋτο μένει (άναμένει) τό τέλος». Κατά τούτο διαφέρομεν τών
άπιστων, παρατηρεί ό Ιερός Πατήρ κατά τό οτι έμεΐς oi Χριστιανοί έχομεν
«κρίσεις έτέρας περί τών πραγμάτων». Έγώ άλλως πως βλέπω τά γεγονότα καί διαφορετικά
ό άπιστος. Αύτό άκριβώς κάμνομεν καί είς τήν περίπτωσιν τού θανάτου έκεϊνος
βλέπει τόν νεκρόν καί τόν θεωρεί νεκρόν Βλέπω έγώ νεκρόν καί βλέπω ύπνον καί
όχι θάνατον. Όλοι βλέπομεν μέ τά ίδια μάτια τά οσα συμβαίνουν είς τήν παρούσαν
ζωήν, όχι όμως καί μέ τόν ίδιον νοΰν καί μέ τήν ιδίαν σκέψιν .Είναι τόσος ό συγκλονισμός, τόν όποίον
δοκιμάζει ή ψυχή είς τό άντίκρυσμα τού θανάτου, ώστε καί αύτοί άκόμη, οΐ όποιοι
άκουσαν ή έμελέτησαν πολλές χρήσιμες διδασκαλίες χωρίς τίποτε νά ώφεληθοΰν,
οταν εύρεθοΰν ένώπιον τοϋ νεκρού ώφελοΰνται κέρδος μέγα «οί μυρίας άπολαύσαντες
διδασκαλίας, καί μηδέν κερδάναντες, άπό τής όψεως έκείνης» τοϋ άποθανόντος
«άθρόον φιλοσοφοΰσι»· φιλοσοφούν διά μιας έπΐ των πραγμάτων τοϋ παρόντος βίου.
Τοιουτοτρόπως συνέρχονται «καί έν ταΐς άλλοτρίαις συμφοραϊς» προβλέπουν «τάς
εαυτών μεταβολάς» .
Δι όλων αύτών ό
Χριστιανός άποκτό φρόνημα όχι μόνον άληθές καί ύγιές, άλλα καί γενναϊον. Οι
έλπίδες του περί μελλούσης ζωής όναπτερώνονται. Κατ' αύτόν τον τρόπον «ούδέ τόν
θάνατον ήγήσεται θάνατον». Όταν άντικρύζη αύτόν πού άπέθανε δεν κινδυνεύει νά
πάθη έκεϊνο, τό όποίον παθαίνουν oi πολλοί. Διότι άναλογίζεται «τούς στεφάνους,
τα βραβεία, τα άπόρρητα αγαθά, τά όποια οφθαλμός οΰκ είδε, καί ους οΰκ ήκουσει,
την ζωήν εκείνην, την μετ’ άγγέλων χορείαν».
Συνεπώς ό πιστός
άντικρύζει τόν θάνατον ύγιώς. Γνωρίζει πολύ καλά ότι «ή φιλήδονος καρδία κατά
τόν καιρόν τοϋ θανάτου, θά άποδειχθή ό'τι ήτο αλυσοδεμένη εις φυλακήν.
Αντιθέτως, ή φιλόπονος καρδία, θά φανερωθή ό'τι είναι άνοικτή θϋρα, προς τήν
αιωνιότητα» . Έπΐ πλέον ό πιστός δέν στέκεται ένώπιον τοϋ μυστηρίου τοϋ θανάτου
έντρομος καί φοβισμένος. Επειδή λαμβάνει άπέναντί του στάσιν θετικήν καί
δημιουργικήν, διά τοϋτο κατανικά καί τήν φυσικήν άγωνίαν, πού δημιουργεί ό
θάνατος. Ή Εκκλησία τοϋ Χριστού βοηθεΐ τό μέλος της, ώστε νά βλέπη τά παρόντα
καί τά μέλλοντα ύπό τό φώςτοΰ Εύαγγελίου· τήν σημασίαν τοϋ θανάτου εις τήν
βιολογικήν ζωήν, καί τήν σημασίαν τής νέας αιωνίου καί άνεσπέρου ζωής είς ιόν
θάνατον. ’Ακόμη ό πιστός κατανοεί πληρέστερα καί βαθύτερα τήν ώραν έκείνην, ή
όποια διαφέρει άπό όλες τις άλλες ώρες τής ζωής μας. Εννοεί καλύτερα ότι ή
βοήθεια κατά τήν ώραν τού θανάτου δύναται νά προέλθη μόνον άπό τόν Θεόν. Διότι
μόνον Αύτός, ό Δημιουργός μας, γνωρίζει τά βάθη τής άνθρωπίνης ψυχής, ή όποια
άποδημεϊ διά τήν αιωνιότητα. Καί διότι μόνον ό Θεός Ικανοποιεί καί χορταίνει
τήν ψυχήν μέ τήν βεβαίαν ύπόσχεσιν περί νέας ζωής.
«Ποϋ ό πολυφάνταστος
άνθρωπος;»
Ό Χριστιανός, ό όποίος
φιλοσοφεί περί τό μυστήριον τοϋ θανάτου, κατανοεί βαθύτερα καί τήν άξίαν τής έπιγείου
ζωής. Βεβαιώνεται ότι ή παρούσα ζωή, έάν τήν ζήση όρθώς, όδηγεί «προς τήν
άπόλαυσιν τής αιωνίου ζωής». ’Ακόμη διδάσκεται ότι ό Κύριος ήλθεν εις την γην
όχι διά νά μάς «άποκτείνη καί έξαγάγη τής παρούσης ζωής», άλλα διά νά μάς άφήση
εις τόν κόσμον καί νά μάς προπαρασκευάση, ώστε νά γίνωμεν άξιοι τής ούρανίου
ζωής. ’Εάν ή έττίγειος ζωή ήταν κάτι τό κακόν, τότε θά έπρεπε νά βραβεύωμεν
τούς άνθρωποκτόνους,άφοΰ μέ τό νά μάς φονεύουν μάς εύεργετούν, διότι μάς
άπαλλάττουν άπό τήν κακίαν. Τί λέγεις, ταλαίπωρε, άναφωνεϊ ό θεηγόρος
Χρυσόστομος «πονηρά ή παρούσα ζωή», κατά τήν όποιαν έγνωρίσαμεν τόν Θεόν; κατά
τήν όποιαν «περί των μελλόντων φιλοσοφοΰμεν»; κατά τήν όποιαν έχομεν γίνει «έξ
ανθρώπων άγγελοι, και ταΐς άνω συγχορεύομεν δυνάμεσι;»
’Επί πλέον, όποίος έμβαθύνει
εις τό μυστήριον τοϋ θανάτου, συνειδητοποιεί καλύτερον τήν εύτέλειαν τής
άνθρωπίνης φύσεως. Βλέπει αύτόν, ό όποίος έξεδήμησε καί τού όποιου τό σώμα
άρχίζει νά διαλύεται, και δι όσων άντικρύζει παιδαγωγεΐται . Τοιουτοτρόπως ένθυμείται μίαν άλήθειαν,
τήν όποιαν εύκολα λησμονεί, διά τούτο καί τόσον εύκολα κομπάζει! Τήν άλήθειαν,
τήν όποιαν έκφράζει ό Ψάλτης τής Π. Διαθήκης μέ τόν θεόπνευστον λόγον του: «Μέν
τοιγε έν είκόνι διακορεύεται άνθρωπος, πλήν μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. λη' 7)·
πράγματι ό άνθρωπος βαδίζει εις τόν όρατόν αύτόν κόσμον καί διαβαίνει ωσάν
σκιώδης εικόνα, ή όποια ύστερα άπό όλίγον σβήνει. Δυστυχώς όμως χωρίς νά
συνετίζεται άπό τήν ματαιότητα καί τήν βραχύτητα τής ζωής ταράσσεται καί
κυριεύεται άπό άνωφελεϊς βασανιστικές φροντίδες καί μοχθεί καί κοπιάζει μάταια.
Γράφει ό ιερός Χρυσόστομος:
Ό άνθρωπος «ταράσσεται
και τό τέλος άπόλλυται ταράσσεται, και πριν καταστήναι καταποθείται ώς πυρ άνακαίεται, καί ώς κα λάμη
άποτεφροϋται ώς θύελλα έπαίρεται, καί ώς
κόνις έδαφίζεται ώς φλόξ άναρριπίζεται, καί ώς καπνός διαλύεται· ώς άνθος
ώραϊζεται, καί ώς χόρτος ξηραίνεται (...) αυτού αί ταραχαί, καί άλλων αί τρυφαί
(...) αυτού αί φροντίδες, καί άλλων αί εύφροσύναι αυτού αί θλίψεις, καί άλλων
αί Απολαύσεις (...) ώ πόση τής ήμετέρας εύτελείας ή τραγωδία! ώ πόσος ό τής
άνθρωπίνης εύτελείας θρίαμβος!» Άλλωστε, όταν βλέπωμεν τήν σορόν τού νεκρού,
κατανοοΰμεν καί τί είναι άνθρωπος. Κατά τό πάγχρυσον στόμα, άνθρωπος είναι:
«τό τής ζωής πρόσκαιρον
δάνεισμα, τό τοϋ θανάτου άνυπέρθετον δφλημα» (ή όφειλή τήν όποιαν πρέπει χωρίς
Αναβολήν νά πληρώση)· είναι τό δημιούργημα «το εΰτεχνον εις κακουργίαν (...),
τό έτοιμον εις πλεονεξίαν, τό άκόρεστον εις άπληστίαν (...), τό μεγαλορρήμον
θράσος (...), ό πηλός ό αυθάδης (...), ή κόνις ήμεγαλόφρων (ή σκόνη, πού φρονεί
μεγάλα διά τόν έαυτόν της), ό εύρίπιστος λύχνος (τό λυχνάρι τό ύστατον, πού
εύκολα κινείται άπό κάθε φύσημα)· ό σήμερον απειλών, και αύριον τελευτών ό
σήμερον έν πλούτω, και αύριον έν τάφφ· ό σήμερον έν διαδήματι, καί αύριον έν
μνήμάτι» .
Διά τούτο φωνάζει ή
χρυσόφωνος σάλπιγξ:
«Βασιλείς», κυττάξετε μέ
προσοχήν καί φιλόσοφον διάθεσιν τήν σορόν τού νεκρού- «θεάσασθε καίμηκέτι μέγα
φρονήσητε άρχοντες, έμβλέψατε, καί μηκέτι μέγα φαντάζησθε». Ό κοσμικός αρχών
ένεκα τής δυνάμεώς του παρουσιάζεται συνήθως μέ δύναμιν. ’Αλλά νά, οτι καί
αυτός άκόμη «τό ποτήριον (τού θανάτου) τρέμει · ιδού ώς εις τών πάντων αγωνία·
ιδού όλος γέγονε έλεεινός, ό προ μικρού φοβερός, γέγονε νεκρός· ιδού άπάγεται
ώς κατάδικος», ποιος; Αύτός, τόν όποίον «χθες ετρεμον οί κατάδικοι, ιδού έταράχθη,
ιδού όλος έσα- λεύθη, ιδού πάσα ή σοφία καί ή δυναστεία κατεπόθη, ιδού δλος
έκθαμβος γέγονε». Διά τούτο ό θείος Πατήρ καλεΐ τόν άνθρωπον: «Έγκυψον έπιμελώς
τή σορώ ΐδε κειμένους έκεΐτούς ποτέ
βασιλείς, ΐδε τούς ποτέ άρχοντας έν τοΐς λειψάνοις, ΐδε τήν φοβερόν θεωρίαν τών
λειψάνων καί είπέ· Ποιος έκεΐ ό βασιλεύς, καί ποιος ό αρχών; ποιος ό
στρατιώτης, καί ποιος ό στρατιάρχης; ποιος ό πλούσιος, καί ποιος ό πένης; ποιος
ό νεώτερος, καί ποιος ό γέρων;»
'Αλλά καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, τό μουσικώτατον όργανον τοϋ Παρακλήτου, ψάλλει μέ τά θεολογικώτατα τροπάρια τής Νεκρώσιμου ’Ακολουθίας, ή όποια προκαλεϊ ισχυρά αισθήματα κατανύξεως και πνευματικής περισυλλογής: «Πάντα ματαιότης τά άνθρώπινα, οσα ούχ υπάρχει μετά θάνατον ού παραμένει ό πλούτος, ού συνοδεύει ή δόξα- έπελθών γάρ ό θάνατος, ταύτα πάντα έξηφάνισται». Καί είς άλλον ύμνον τής ιδίας άκολουθίας έρωτά: «Πού έστιν ή τού κόσμου προσπάθεια; Πού έστιν ή τών πρόσκαιρων φαντασία; Πού έστιν ό χρυσός καί ό άργυρος; Πού έστι τών οίκετών ή πλημμύρα καί ό θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Οί ύμνοι αύτοΐ καλλιεργούν είς τήν χριστιανικήν ψυχήν ύγιά συναισθηματικήν κατάστασιν. Διότι ένώ ή ψυχή γεμίζει άπό Απαισιοδοξίαν διά τά άσταθή πράγματα τοϋ παρόντος βίου, ταυτοχρόνως γεμίζει καί χορταίνει καί άπό αίσιόδοξον πεποίθησιν διά την άνάπαυσιν τοϋ άπελθόντος. Οί βαθυστόχαστοι αύτοΐ ϋμνοι τοϋ θεοκινήτου καλάμου τοϋ Ιεροϋ Δαμασκηνού άναμοχλεύουν τά έσώτατα βάθη τής ψυχής καί μέ τά ύψηλά νοήματά των δημιουργούν έντός της ένα αίσθημα μεταξύ άπογοητεύσεως καί παρηγορίας, δηλαδή αίσθημα έντόνως δημιουργικόν.
'Αλλά καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, τό μουσικώτατον όργανον τοϋ Παρακλήτου, ψάλλει μέ τά θεολογικώτατα τροπάρια τής Νεκρώσιμου ’Ακολουθίας, ή όποια προκαλεϊ ισχυρά αισθήματα κατανύξεως και πνευματικής περισυλλογής: «Πάντα ματαιότης τά άνθρώπινα, οσα ούχ υπάρχει μετά θάνατον ού παραμένει ό πλούτος, ού συνοδεύει ή δόξα- έπελθών γάρ ό θάνατος, ταύτα πάντα έξηφάνισται». Καί είς άλλον ύμνον τής ιδίας άκολουθίας έρωτά: «Πού έστιν ή τού κόσμου προσπάθεια; Πού έστιν ή τών πρόσκαιρων φαντασία; Πού έστιν ό χρυσός καί ό άργυρος; Πού έστι τών οίκετών ή πλημμύρα καί ό θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Οί ύμνοι αύτοΐ καλλιεργούν είς τήν χριστιανικήν ψυχήν ύγιά συναισθηματικήν κατάστασιν. Διότι ένώ ή ψυχή γεμίζει άπό Απαισιοδοξίαν διά τά άσταθή πράγματα τοϋ παρόντος βίου, ταυτοχρόνως γεμίζει καί χορταίνει καί άπό αίσιόδοξον πεποίθησιν διά την άνάπαυσιν τοϋ άπελθόντος. Οί βαθυστόχαστοι αύτοΐ ϋμνοι τοϋ θεοκινήτου καλάμου τοϋ Ιεροϋ Δαμασκηνού άναμοχλεύουν τά έσώτατα βάθη τής ψυχής καί μέ τά ύψηλά νοήματά των δημιουργούν έντός της ένα αίσθημα μεταξύ άπογοητεύσεως καί παρηγορίας, δηλαδή αίσθημα έντόνως δημιουργικόν.
Κοντά είς αύτά ή εικόνα
τοϋ νεκρού, ή έκφρασις καί ή στάσις τών προσώπων, τά όποία τον περιτριγυρίζουν
ή άκολουθοϋν την έκφοράν του, άποτελοϋν μέγα διδασκαλεΐον διά τήν πιστεύουσαν
ψυχήν. Έλεγεν ό θείος Χρυσόστομος:
«Όταν ίδης νεκρόν
φερόμενον, παϊδας όρφανούς άκολουθοϋντας, χήραν γυναίκα κατακοπτομένην»,
ύπηρέτες νά όδύρωνται, φίλους κατηφεΐς καί περιλύπους, άναλογίσου τό μηδαμινόν,
εύτελές καί τιποτένιον τών παρόντων πραγμάτων. Σκέψου «οτι σκιάς καί όνειρά των
οϋδέν διενήνοχε». Γύρω άπό αύτά νά φιλοσοφής καί μή θαύμαζε τό άνθος «τής
άνθρωπϊνης όψεως». Μή έντυπωσιάζεσαι άπό «τον άνατεταμένον αυχένα» ή «τήν
χλανίδα καί τόν ίππον καί τούς ακολούθους· άλλά που τελευτά ταΰτα πάντα
λογίζου». Είναι τόσον έφήμερον τό κάλλος, τό όποίον θαυμάζομεν, όσοι
άσχολούμεθα μέ τήν ματαιότητα τού παρόντος κόσμου, ώστε μετά θάνατον σβήνεται
χωρίς νά άφήνη κανένα ίχνος! Φέρω είς τήν διάνοιάν μου, έλεγεν ό ίδιος Πατήρ,
τήν πρό όλίγου χρόνου εικόνα τού νεκρού, ό όποίος εύρίσκεται έμπρός μου· άλλ’
όμως τώρα δέν τήν βλέπω πουθενά είς αύτόν. «Ποϋ τό κάλλος τοϋ προσώπου; Ιδού
μεμελάνωται»· έχει σκοτεινιάσει· έχει χάσει τήν φρεσκάδα καί τήν δροσιά του·
έχει παραμορφωθή. «Ποϋ οί διανεύοντες (πού έκαμναν νεύματα) όφθαλμοί καί
ευειδείς; ’Ιδού έτάκησαν (έλειωσαν). Ποϋ τών τριχών ή ευπρέπεια; Ιδού άπέπεσε.
Ποϋ ό άνατεταμένος τράχηλος; Ιδού συντέτριπται. Ποϋ ή γλώσσα ή γοργή; ’Ιδού
ήσϋχασε (...). Ποϋ τά μόρα καί τά άρώματα; ’Ιδού έξώζεσαν (έβρώμησαν). Ποϋ ή
τής νεότητος ευφροσύνη; 'Ιδού παρήλθε. Καί άπλώς, πού ό πολυφάνταστος άνθρωπος;
’Ιδού πάλιν ό χοϋς, χοΰς γέγονε» · νά,
πάλιν τό χώμα, ή σκόνη, έχει γίνει χώμα καί σκόνη!...
Άλλ' όσον περισσότερον
φιλοσοφεί κανείς χριστιανικώς γύρω άπό τόν θάνατον, τόσον περισσότερον
ωφελείται καί δοκιμάζει αισθήματα γλυκείας έλπίδος καί θερμής πίστεως είς τήν
άγαθότητα τοϋ φιλανθρώπου Θεοΰ.
«Θέασαι και στέναξον»
Όταν ό πιστός φιλοσοφώ
χριστιανοπρεπώς περί θανάτου, δέν κινδυνεύει νά αίχμαλωτισθή ή νά έντυπωσιασθή
καί νά παρασυρθή άπό τά οσα συμβαίνουν εις τόν κόσμον. Διότι όσον περισσότερον
έμβαθύνει είς τό μυστήριον τούτο, τόσον καί έννοεί ότι τά πράγματα τού κόσμου
τούτου είναι «πάντα σποδός, πάντα τέφρα και κό νις». 'Εννοεί άκόμη ποιος άπό
τούς άνθρώπους είναι πράγματι πλούσιος καί ποιος πτωχός. Τά όσα βλέπομεν καθημερινώς
γύρω μας εύκολα μάς άπατούν καί μάς παραπλανούν. “Ενεκα τούτου σχηματίζομεν
έσφαλμένην άντίληψιν, μέ αποτέλεσμα νά όδηγούμεθα είς λανθασμένες κρίσεις καί
συμπεράσματα.
Ό άγιος Γρηγόριος ό
Θεολόγος, είς τόν 'Επιτάφιον λόγον πού έξεφώνησεν είς τόν άδελφόν του
Καισάριον, μάς δίδει άκριβώς τό μέτρον, μέ τό όποίον πρέπει νά μετρώμεν τά
άνθρώπινα πράγματα καί τά γεγονότα τής παρούσης ζωής. "Ελεγε τό στόμα τής
θεολογίας: «Τοιοΰτος ό βίος ημών, άδελφοί, των ζώντων πρόσκαιρα τοιοΰτον τό έπί γης παίγνιον»· ένω δέν
ύπήρχαμεν, έγεννήθημεν· καί όταν ήλθαμεν εις τήν ζωήν, βαδίζομεν πρός τόν
θάνατον! Όνειρον εΐμεθα, πού φεύγει καί δέν μένει· πέταγμα πουλιού, τό όποίον
πέρνα καί φεύγει· καράβι, πού σχίζει τήν θάλασσαν, χωρίς νά άφήνη τελικώς πίσω
του κανένα ίχνος· εΐμεθα «κόνις, άτμίς, έωθινή δρόσος» (πάχνη πρωινή). Καί διά
νά βεβαίωση ότι δέν ύπερβάλλει καθόλου τά πράγματα, άναφέρει τούς λόγους τού
Δαβίδ: «"Ανθρωπος, ώσεΐ χόρτος αί ήμέραι αύτοϋ ώσεΐ άνθος του άγροΰ, οΰτως
έξανθήσει» (Ψαλμ. ρβ' 15)· Κύριε, γνωστοποίησέ μου τις όλίγες ήμέρες, πού μοΰ
απομένουν (Ψαλμ. ρα' 24)· νά, μέ πολύ μικρόν μέτρον, πού μόλις φθάνει τό ένα
τρίτον τής σπιθαμής, μετροϋνται οί ήμέρες, πού μοΰ ώρισες νά ζήσω (Ψαλμ. λη'
6). Ενθυμείται άκόμη ή γρήγορος γλώσσα τούς λόγους τού Έκκλησιαστοΰ, ό όποίος
εϊπεν ότι όλα τά πράγματα τού κόσμου αύτοΰ είναι «ματαιότης ματαιοτήτων» καί
«προαίρεσις πνεύματος» (Έκκλ. α' 2, 14)· δηλαδή άεροκυνήγημα καί
ματαιοπονία ...
Ό μακάριος Χρυσόστομος
άναπτύσσει τήν ίδιαν σπουδαίαν άλήθειαν, ότι δηλαδή έάν άπατηθώμεν άπό τήν
ματαιότητα τών έγκοσμίων, θά όδηγηθώμεν όπωσδήποτε εις έσφαλμένες έκτιμήσεις
καί λανθασμένα συμπεράσματα. Διά νά μάς βοηθήση δέ έμβαθύνει μέ τόν φωτισμόν
τού Αγίου Πνεύματος είς τήν γνωστήν παραβολήν τοϋ πλουσίου καί τοϋ Λαζάρου
(Λουκ. ιστ' 19-31) καί παρατηρεί: Μέχρι τής ημέρας τοΰ θανάτου καί των δύο
έκείνων προσώπων ευτυχής έφαίνετο ό πλούσιος· δυστυχής δέ ό πτωχός Λάζαρος.
Άλλ’ «ήλθεν ό θάνατος καί πάντα εσβεσε» τά τοΰ πλουσίου. Μέ τόν θάνατον τά περί
τόν πλούσιον καί τόν Λάζαρον μετεβάλλοντο καί έμάνθαναν πλέον όλοι ποιος ήταν ό
πλούσιος καί ποιος ό πτωχός. Τώρα έπληροφοροΰντο «οτι ό μέν Λάζαρος πάντων ήν
ευπορότερος, ό δέ πλούσιος πάντων πενέστερος». Ώς γνωστόν, λέγει ό θείος Πατήρ,
οταν τελειώνη ή θεατρική παράστασις, οί ήθοποιοί άποβάλλουν τά προσωπεία καί
παρουσιάζονται όποιοι άκριβώς είναι. Τό ίδιον συμβαίνει καί όταν έλθη ό θάνατος
καί τελειώση τό «θέατρον» τής παρούσης ζωής. Τότε, άφοΰ θά άποθέσωμεν όλοι «τά
τοϋ πλούτου προσωπεία καί τά τής πενίας», παρουσιαζόμεθα όποιοι πράγματι εϊμεθα.
Κρινόμενοι πλέον μέ βάσιν τά έργα μας φαινόμεθα ποιοι είναι άληθώς οί πλούσιοι
καί ποιοι οί πτωχοί· ποιοι οί έντιμοι καί ποιοι οί χωρίς δόξαν .
Βλέπει κανείς τόν
κοσμικόν άρχοντα ή τόν οίονδήποτε ισχυρόν τής γής έτοιμον νά χωρισθή άπό τήν
παρούσαν ζωήν. Ή κρίσιμος έκείνη στιγμή διά τήν ζωήν του καί ό θάνατος, ό
όποίος άκολουθεϊ, τοΰ άφαιρεΐ τό προσωπεϊόν καί τόν παρουσιάζει όποίος πράγματι
είναι. Ένω προηγουμένως άνεστρέφετο μέ ύπερηφάνειαν καί άλαζονείαν· ένω
έκινεΐτο μέ εύκολίαν καί πολλήν φαντασίαν προς πάσαν κατεύθυνσιν ένω διεσκέδαζε
καί έπερνοΰσε τις ήμέρες του μέ πολλήν άνεσιν καί άμεριμνησίαν, τώρα τί έγινε
τό σώμα, τό όποίον άπήλαυε τόσων πολλών περιποιήσεων; Δέν χρειάζεται πολύς
κόπος νά τό διαπιστώσης, λέγει τό πάγχρυσον στόμα. Κύτταξε μέ βλέμμα
στοχαστικόν τήν «σορόν, θέασαι τήν κόνιν, τήν τέφραν, τούς σκώληκας, τοΰ τόπου»
τό άποκρουστικόν καί βρωμερόν. «Θέασαι», παρατήρησε μέ προσοχήν, «καί στέναξον
πικρώς» .
Άλλ' αύτή ή κατά Θεόν
φιλοσοφία, αύτός ό συγκλονισμός της ψυχής δέν πρέπει νά έχη ώς καρπόν ένα
έπιφανειακόν προσωρινόν συναίσθημα λύπης ή μόνον δάκρυα. Πρέπει νά όδηγή εις
μίαν γενναίαν καί μόνιμον άπόφασιν. Όταν άντιληφθής,άδελφέ μου, ότι ϋστερα άπό
όλίγον περιμένει καί σέ τό ίδιον τέλος, προσπάθησε νά γεννηθούν είς τά μυστικά
βάθη τής ψυχής σου ιερά συναισθήματα συντριβής καί κατανύξεως. Καί άγωνίσου,
ώστε τά άγια καί σωτήρια αυτά συναισθήματα νά σέ όδηγήσουν είς μετάνοιαν νά
γίνουν μόνιμον βίωμα, νά ύλοποιηθοϋν είς έργα συγκεκριμένα καί φίλα είς τον
Θεόν: «Γενοΰ σωφρονέστερος καί δεξου φόβον άπό τής ετέρου τελευτής, καί
ραθυμίαν περίκοψον άπασαν». 'Ακόμη φέρε εις τήν μνήμην σου τά όσα έχεις πράξει,
«διόρθωσον τά ήμαρτημένα, άρίστην ποίησον μεταβολήν.
Έάν ό θάνατος τοϋ
συνανθρώπου μας δέν σταθή Ικανός νά μάς σωφρονίση, έλεγεν ό Ιερός Χρυσόστομος,
τότε τί άλλο Ισχυρότερον θά ήμπορέση νά μάς διόρθωση; Έάν κανείς δέν συνετισθή
έμπρός είς τήν θέαν τού νεκρού, πότε άλλοτε θά έντραπή καί θά φοβηθή τον Θεόν
διά τις άμαρτίες του; Ιδού λοιπόν διδασκαλεΐον σπουδαϊον. Βλέπομεν καί διά τής
πείρας αυτής μανθάνομεν “Ένας κατανυκτικώτατος ύμνος τού Σαββάτου πρό τής
Άπόκρεω λέγει πολύ ώραϊα είς τόν κάθε άνθρωπον: «'Αφού λοιπόν, άνθρωποι, είμεθα
πήλινοι, χωματένιοι, διατί άγαπώμεν τήν ματαιότητα καί είμεθα προσκολλημένοι
άχώριστα είς τήν γήν; Καί έφ' οσον είμεθα ένα μέ τόν Χριστόν, ώσάν δένδρα
φυτευμένα καί θρεμμένα μαζί του, διατί δέν τρέχομεν πρός αύτόν καί άφοΰ
άρνηθώμεν πλήρως καί τελείως τήν φθαρτήν καί φευγαλέαν ζωήν, διατί δέν τρέχομεν
πρός τήν άφθαρτον καί αίωνίαν; Αυτή ή ζωή είναι ό Χριστός, ό φωτισμός καί ό
ίλασμός των ψυχών μας» .
Καί έπειδή τά όσα
διαδραματίζονται ένώπιόν μας, καθώς άτενίζομεν τόν άδελφόν μας, ό όποίος
εύρίσκεται είς τις τελευταίες στιγμές τής ζωής του, δέν άφήνουν άσυγκίνητον
καμμίαν ψυχήν, ό θείος Χρυσόστομος, ώς βαθύς ψυχολόγος, φωτισμένος διδάσκαλος
καί σοφός παιδαγωγός, λέγει:
Ό έτοιμοθάνατος άδελφός
μας «τρέμει, καί σι; παίζεις; (...) έκεϊνος τρέμει» καί συ δέν έτοιμάζεσαι μέ
προσευχήν, μέ μετάνοιαν, μέ άγιότητα βίου καί έργα άγαθά διά τήν έξοδόν σου;
«Εκείνος έκθαμβεϊται (= έκπλήσσεται καί φοβείται), όλος θορυβείται» καθώς
βλέπει όσα «ουδέποτε είδε» καί καθώς άκούει οσα «ουδέποτε ήκουσε». Δι’ αύτό καί
ίδρώνει οπως έκεΐνοι, οί όποιοι θερίζουν, «καί πάοιν ήμϊν συντάσσεται, καί
πάντας άσπάζεται», μέχρις ότου ή γλώσσα παύση νά όμιλή. Μάς φωνάζει· «έρρωσθε,
έρρωσθε, άδελφοί, καί υπέρ έμοϋ εΰξασθε». Διότι βαδίζω είς δρόμον, τόν όποίον
ούδέποτε έβάδισα.
Μεταβαίνω «είς κόσμον
ψυχών», άπό τόν όποίον ούδείς έπέστρεψε. Πορεύομαι «εις μονάς φοβερός, όπου
ούδείς ό συνοδεύων μοι, καί εις κριτήριον φοβερόν», εις τό όποίον δέν γνωρίζω
τί θά μοΰ συμβή. Θά συναντήσω «πράγματα ξένα», περί των όποιων ούδείς διηγήθη
ποτέ. «Ιδού ζητώ βοηθόν καί ούδείς ό βοηθών». Καί άναφωνεΐ ή χρυσή γλώσσα:
«Άνάνηψον, ώ άνθρωπε». Δηλαδή, σύνελθε, άνθρωπε
άνοιξε τά μάτια τής ψυχής σου ξύπνα άπό τόν λήθαργον τής άμαρτίας καί
άπαρνήσου τις μάταιες ματαιότητες τού παρόντος κόσμου. Πόσες πράγματι ώφέλειες
καρποϋται ό Χριστιανός, όταν φιλοσοφεί κατά Θεόν περί θανάτου
Παίρνομεν ώς καρπόν
ευθυμίαν και παντοτινήν χαράν
Ίσως άντιλέξη κανείς ότι
ή περί τόν θάνατον χριστιανική φιλοσοφία γεμίζει τήν ψυχήν μέ αισθήματα
άπαισιοδοξίας. ’Αλλά δέν έχει δίκαιον. Διότι όταν σκεφθη βαθύτερα όσα είπαμεν,
καί αύτά πού θά άναφέρωμεν εις τήν συνέχειαν, γεμίζει μέ αισιοδοξίαν έξόχως δημιουργικήν.
Καί ιδού διατί:
Ό Χριστιανός, ό όποίος
διδάσκεται «τά άδηλα καί τά κρύφια τής σοφίας» τοϋ Θεού (Ψαλμ. ν' 8), γνωρίζει
ότι ό θάνατος δέν είναι άπώλεια καί νιρβάνα. Πληροφορείται άπό τό Πνεύμα τοϋ
Θεού ότι, όταν έγκαταλείπη τήν παρούσαν ζωήν, έρχεται είς άλλον βίον «άμείνω
πολλώ καί λαμπρότερον» τού έπιγείου· βίον, ό όποίος δέν έχει τέλος. Ό θείος
Χρυσόστομος λέγει είς αύτόν πού πενθεί:
« Έννόησον προς τινα
άπήλθεν» ό άγαπημένος σου καί λάβε παρηγοριάν. Μετέβη έκεϊ, όπου είναι ό
άπόστολος Παύλος, όπου είναι ό απόστολος Πέτρος. Έκεΐ όπου εύρίσκεται δλος«τών
άγιων ό χορός» (= τό άθροισμα, τό σύνολον). Σκέψου άκόμη μέ πόσην δόξαν καί
λαμπρότητα θά άναστηθής. Άπό όλα ό πιστός ωφελείται πάρα πολύ καί παίρνει ώς
καρπόν «εύθυμίαν καί διηνεκή χαράν». Διότι κατανοεί ότι ό θάνατος είναι ήσυχον
λιμάνι. Συνειδητοποιεί άπό πόσα κακά είναι γεμάτη ή έπίγειος ζωή. Σκέψου, λέγει
ό χρυσορρήμων Πατήρ, πόσες φορές σύ ό ίδιος κατηράσθης τήν παρούσαν ζωήν.
Διότι, έκτος των άλλων, άπό αύτήν τήν άρχήν τής δημιουργίας έλαβες ώς τιμωρίαν
διά τήν παράβασιν τής θείας έντολής τό «έν λόπαις τέξη τέκνα» καί «έν ίδρώτι
του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου» (Γεν. γ' 16, 19)· άκουσες άπό τό στόμα τοϋ
Θεανθρώπου οτι «έν τω κόσμον θλϊψιν έ'ξετε» (Ίωάν. ιστ' 33). Διά τήν πέραν ομως
τοΰ τάφου ζωήν δέν έχει λεχθή τίποτε παρόμοιον, άλλ’ όλως διόλου τά άντίθετα.
Διά τήν ζωήν έκείνην έχει λεχθή οτι «άπέδρα (έχει άπομακρυνθή άπό έκεΐ) όδύνη,
λύπη καί στεναγμός» (Ήσ. λε' 10). Δι’ έκείνην τήν ζωήν έχει λεχθή οτι θά έλθουν
πολλοί «άπό ανατολών καί δυσμών» καί θά παρακαθήσουν ώς εις άλλο εύφρόσυνον
δεΐπνον μαζί μέ τόν ’Αβραάμ, τόν ’Ισαάκ καί τόν ’Ιακώβ είς τήν βασιλείαν των
ούρανών (Ματθ. η' 11). Δι’ έκείνην έχει λεχθή οτι είναι ό «πνευματικός νυμφών»·
οτι έκεΐ είναι «αί φαιδραί (λαμπραί) λαμπάδες« . ’Ακόμη έχει λεχθή οτι έκεΐνος
πού προσκαλεί είς αύτήν είναι ό Βασιλεύς τών βασιλευόντων καί Κύριος των
κυριευόντων, ό Δεσπότης των άγγέλων. Αύτός δέ προσφέρει άγαθά, τά όποια δέν
ήμπορεΐ νά συλλάβη ό άνθρώπινος νους ή νά περιγράψη γλώσσα άνθρώπου. Διότι ό
Νυμφίος Χριστός δέν μας καλεΐ άπό τήν γήν αύτήν είς άλλην γήν, άλλ’ άπό τήν γήν
είς τόν ούρανόν· μάς καλεΐ άπό φύσεως θνητής είς δόξαν άθάνατον καί άρρητον.
Αύτά ολα οΐ Χριστιανοί τά
γνωρίζομεν, διότι μάς τά άπεκάλυψεν ό Θεός. "Ερχεται όμως ό άνθρωπος τοϋ
κόσμου και άντιλέγει: Αύτά θά τά έπίστευα καί θά τά έκαμνα άποδεκτά, έάν
έπέστρεφεν άπό έκεΐ κάποιος καί μοϋ περιέγραφε τήν πέραν τοϋ τάφου ζωήν. Άλλ' ή
άπάντησις είς τόν άντίλογον τοΰ άπιστου δέν είναι δύσκολος. Μάς τήν προσφέρουν
oi θεηγόροι Πατέρες, οι πολύφωτοι άστέρες τοϋ νοητού στερεώματος. Μή ζητώμεν,
λέγουν, νά μάθωμεν άπό τούς νεκρούς αύτά, τά όποια μάς διδάσκει σαφέστατα καί
καθημερινώς ή θεόπνευστος Γραφή. Διότι, έάν ό Θεός έγνώριζεν οτι μέ τό νά
άναστηθοΰν οι νεκροί θά ώφελοϋσαν τούς ζωντανούς, δέν θά παρέβλεπε τό κέρδος,
τό όποίον θά άπεκομίζαμεν, άφοΰ Αύτός έργάζεται τά πάντα διά τό πνευματικόν μας
συμφέρον. Έκτος αύτοϋ, παρατηρεί ό Μ. Αθανάσιος, θά έδημιουργεϊτο πολλή πλάνη
καί μεγάλη σύγχυσις είς τήν ζωήν τών άνθρώπων. Διότι πολλοί άπό τούς πονηρούς
δαίμονες θά έπαιρναν τό σχήμα καί τήν μορφήν άνθρώπων, πού είχαν άποθάνει, καί
θά παρουσιάζοντο οτι δήθεν άνεστήθησαν άπό τούς νεκρούς· καί τότε θά διέσπειραν
πολλά ψευδή πράγματα καί διδασκαλίες διά τήν πέραν τοϋ τάφου ζωήν, ώστε νά μάς
όδηγήσουν είς τήν πλάνην καί τήν αίωνίαν καταστροφήν .
'Επί πλέον, συνεχίζουν oi
θεοδίδακτοι Πατέρες τής ’Εκκλησίας μας, έάν έπρόκειτο νά άνίστανται συνεχώς οΐ
νεκροί καί νά μας άναγγέλλουν τά οσα συμβαίνουν είς την πέραν τοΰ τάφου ζωήν,
καί τοϋτο πάλιν μέ τήν πάροδον τοΰ χρόνου θά κατεφρονεϊτο· διότι θά τό
έσυνηθίζαμεν. Ταυτοχρόνως, κατά τόν θειον Χρυσόστομον, ό έχθρός τής ψυχής μας,
ό διάβολος, θά έξεμεταλλεύετο τό γεγονός τοϋτο καί θά εϋρισκε τρόπον νά
είσαγάγη μέ μεγάλην εύκολίαν πονηρές διδασκαλίες. Θά έδειχνε π.χ. είδωλα ή θά
έπαρακινοϋσε μερικούς νά ύποκριθοΰν οτι άπέθαναν καί έτάφησαν. Κατόπιν θά τούς
παρουσίαζεν οτι άνεστήθησαν έκ νεκρών, καί έτσι θά έκαμνε πιστευτά τά οσα
ήθελεν εις τις ψυχές τών όπατωμένων. Διότι έάν τώρα πλανώνται πολλοί μέ τά
όνειρα, πόσοι αραγε θά έπλανώντο, έάν άνίσταντο νεκροί; Έάν έγίνετο αύτό, τότε
«μυρίοις αν ό μιαρός δαίμων έκεΐνος δι όλους επλεξε, καί πολλήν άπάτην είς τόν
βίον είσήγαγε». Διά τοϋτο, καταλήγουν οΙ θεοκίνητοι Πατέρες, «άπέκλεισε τάς
θύρας ό Θεός» καί δέν άφήνει κανένα άπό τούς νεκρούς νά έπανέλθη καί νά μάς
είπη οσα συμβαίνουν είς τήν πέραν τοΰ τάφου ζωήν, διά νά μή έκμεταλλεύεται τό
γεγονός ό άνθρωποκτόνος διάβολος καί σκορπίζη είς τήν ζωήν μας τίς πονηριές
του. Αύτό δέν τό βλέπομεν μήπως είς τήν Ιστορίαν; Ό πατήρ τοϋ ψεύδους είς τήν
έποχήν τών Προφητών παρουσίασε ψευδοπροφήτες. Είς τήν έποχήν τών 'Αποστόλων
παρουσίασε ψευδαποστόλους. Όταν ήλθεν είς τόν κόσμον ό Χριστός, παρουσίασε
ψευδοχρίστους. Όταν έκηρύχθησαν οί όρθές διδασκαλίες, παρουσίασε τούς
αιρετικούς καί έσπειρε δι’ αύτών ζιζάνια καί πλάνες είς τήν 'Εκκλησίαν. Τό
ίδιον λοιπόν θά έκαμνε καί είς τήν προκειμένην περίπτωσιν. Διά τούτο ό Θεός,
έπειδή προεγνώριζεν έν τή πανσοφία του τά τεχνάσματα καί τίς πανουργίες τοΰ
διαβόλου, οίκονομών έν τή άγάπη του προς ήμάς τά πράγματα, «άπετείχισεν αΰτω
τήν επιβουλήν»· έτσι άφήρεσεν άπό τόν άνθρωποκτόνον διάβολον τίς άφορμές καί
τοΰ άχρήστευσε τό δπλον, τήν πονηριάν .
'Αντί λοιπόν νά συζητώμεν
μέ φιλοπεριέργειαν καί άντί νά όλιγοπιστοϋμεν είς τίς χριστιανικές άλήθειες, άς
φιλοσοφώμεν κατά Χριστόν, όπως μάς διδάσκει ή θεόπνευστος Γραφή. Έτσι θά έχωμεν
πλουσίαν πνευματικήν ώφέλειαν καί θά είσέλθωμεν άσφαλώς είς τήν «άγήρω»
(=άφθαρτον) μακαριότητα τής βασιλείας τών ούρανών
Εισαγωγή
κειμένων και αναρτήσεων σε πρώτη
αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο
Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ
ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η
ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται
η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να
διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για
μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου