Έάν δέ οί άνθρωποι τής Π. Διαθήκης «γενναίως κατετόλμησαν τής τελευτής» τών προσφιλών των, πολύ περισσότερον έμεϊς, οι όποιοι ζώμεν είς τούς χρόνους τής Κ. Διαθήκης, «ότε όνομα μόνον Εστίν ό θάνατος πράγματος έρημον»· τώρα πλέον, πού ό θάνατος είναι «ύπνος, και άποδημία, καί μετάστασις, καί άνάπαυσις καί λιμήν εύδιος (γαλήνιος), καί ταραχής άπαλλαγή καί βιοπκών Ελευθερία φροντίδων». Όπως, όταν ίδωμεν κάποιον νό κοιμάται, δέν άνησυχοϋμεν ούτε άπογοητευόμεθα, διότι γνωρίζομεν ότι θά ξυπνήση, έτσι πρέπει νά φερώμεθα καί άπέναντι έκείνου πού άπέθανε. Μή θορυβούμεθα καί μή άπελπιζώμεθα. Διότι ό θάνατος είναι άπλούστατα μακρότερος ύπνος, άπό τόν όποίον άναμένομεν τόν προσφιλή μας νά ξυπνήση καί μάλιστα εις μίαν άλλην ζωήν, τήν όποιαν δέν ήμποροϋμεν τώρα ούδέ νά φαντασθώμεν.
Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
13. Πώς νικάται ο φόβος τού θανάτου
Ό θάνατος είναι θύρα προς
τήν αιωνιότητα
Ο άνθρωπος, εις τήν
προσπάθειάν του νά κατανικήση τόν φόβον τοϋ θανάτου, εδωκεν εις τόν τελευταϊον
διάφορα όνόματα καί τόν παρέστησε μέ ποικίλες μορφές. Άνεφέραμεν τις άντιλήψεις
τής κοσμικής φιλοσοφίας, ή όποια παρά τά όσα είπε δέν κατέστησε τόν θάνατον
όλιγώτερον φοβερόν. Άλλα καί ή φιλοσοφία τοϋ συρμού, ό ύπαρξισμός, δέν έπέτυχε
τίποτε καλύτερον. Παρουσίασε τόν θάνατον ώς τό τελευταϊον όρόσημον τής
ύπάρξεως· άλλά καί μέ τήν μορφήν αύτήν καί πάλιν ούδεμίαν παρηγοριάν προσφέρει
είς τόν άνθρωπον.
'Εντελώς όμως διαφορετική
είναι ή στάσις τής 'Εκκλησίας τοϋ Χριστού έναντι τοϋ θανάτου. Δι αύτό καί ή
χριστιανική πίστις άπο τελεΐ τόν μόνον ισχυρόν παράγοντα διά τήν γενναίαν
άντιμετώπισιν τού θανάτου. Λέγει ό χρυσούς τήν γλώσσαν Πατήρ: Μήπως είναι μύθος
ή ίδική μας διδασκαλία καί άπιστεΐς είς όσα λέγει; 'Εάν είσαι Χριστιανός,
πίστευε είς τόν Χριστόν καί δεϊξε τήν πίστιν σου αύτήν μέ περιφρόνησιν προς τόν
θάνατον. Οι άπιστοι δικαίως φοβούνται τόν θάνατον, διότι δέν παραδέχονται ότι
ύπάρχει έλπίδα άναστάσεως. 'Ενώ σύ, ό όποίος είσαι εις θέσιν νά φιλοσοφής όρθώς
περί μελλούσης ζωής, πώς θά δικαιολογηθής, έάν άφ' ένός μέν πιστεύης είς τήν
άνάστασιν, άφ' έτέρου δέ φοβήσαι τόν θάνατον, όπως οΐ άπιστοι;
Ό θάνατος είναι μέν
γεγονός «φρικτόν καί φόβου γέμον πολλοΰ», όχι όμως διά τούς πιστούς, oi όποιοι
τόν θεωρούν «άποδημίαν» καί ύπνον μακράν. Oi πιστοί δέν τρέμουν, άλλα χαίρουν
έμπρός είς τόν θάνατον, διότι γνωρίζουν ότι, όταν έγκαταλείπουν τήν φθαρτήν
αύτήν ζωήν, μεταβαίνουν είς άλλην άσυγκρίτως καλυτέραν καί λαμπροτέραν, αίωνίαν
καί άτελεύτητον. Οι άπιστοι φρίττουν έμπρός είς τόν θάνατον, διότι τόν θεωρούν
ώς διάλυσιν καί έκμηδένισιν τής άνθρωπίνης ύπάρξεως . ΟΙ πιστοί γνωρίζουν ότι ό
θάνατος είναι «δρόμος επί τούς στεφάνους». "Οτι ή διάλυσις τού σώματος δέν
είναι «άναίρεσις τής ούσΐας», δηλαδή έκμηδένισις καί άφανισμός τής ύπάρξεως,
άλλά «τής θνητότητος δαπάνη καί τής φθοράς άνάλωμα». Γνωρίζουν ότι ό θάνατος
«ου τό σώμα άπόλλυσιν, άλλά την φθοράν δαπανά» .
Κατά συνέπειαν ή
χριστιανική πίστις προσφέρει είς τόν άνθρωπον μίαν νέαν όρασιν, μίαν άληθινήν
γνώσιν τού θανάτου. Μέ τήν νέαν αύτήν δρασιν βλέπει τόν θάνατον ώς θύραν πρός
τήν αίωνιότητα. ‘Ως έπιστροφήν είς τούς στοργικούς κόλπους τού φιλανθρώπου
Θεού. ‘Η πίστις βεβαιώνει τόν άνθρωπον ότι πέραν τού τάφου θά συναντήση καί
πάλιν όσους έφυγαν πριν άπό αύτόν. ‘Επομένως ό φόβος τού θανάτου αίρεται μόνον
μέ τήν έλπίδα τής άναστάσεως καί τήν βεβαιότητα τής αίωνίου ζωής. Διά τήν
ύπερνίκησιν τού θανάτου πρέπει άσφαλώς νά ένισχύη τήν πίστιν μας καί ό Θεός.
Διότι δυστυχώς τό σαρκικόν φρόνημα κάθε άλλο παρά μάς βοηθεΐ εις τήν
ύπερνίκησιν αύτήν. Διά τούτο μάς λέγει μέ τήν θείαν σοφίαν του ό Ιερός
Χρυσόστομος: «Μή τοίνυν τρέμωμεν θάνατον». Διότι έχει μέν «ή ψυχή κατά φύσιν τό
φιλόζωον», άλλ' άπό ήμάς έξαρτάται ή νά τήν άποδεσμεύσωμεν άπό τήν φιλοζωίαν ή
νά τήν ύποτάξωμεν πλήρως είς αύτήν. Ό Θεός έφύτευσεν είς τό βάθη τής ψυχής «τόν
πόθον τής ζωής, κωλυων έαυτούς άναιρεϊν, οϋκ έμποδίζων δε ήμΐν πρός τό τής
παρούσης ζωής ύπεροράν». Καί τούτο τό έκαμε διά νά μάς έμποδίση άπό τού νά
περιφρονώμεν τήν παρούσαν ζωήν, ή όποια είναι δωρεά ιδική του. Όταν κανείς έχη
ύπ' οψιν τήν άλήθειαν αύτήν, δέν θά όρμήση «αυτομάτως έπί τόν θάνατον», όσες
θλίψεις καί όσες δοκιμασίες καί άν άντιμετωπίζη. Ούτε πάλιν θά βαδίζη πρός τόν
θάνατον μέ φόβον, άλλά μέ αισιοδοξίαν καί θάρρος, προτιμών «τής παρούσης ζωής
τήν μέλλουσαν» .
‘Ώστε ό θάνατος δέν είναι
τόσον φοβερός, όσον φαίνεται ή όσον τόν θεωρούν oi μακράν τού Θεού άνθρωποι.
Διά τούτο ό πιστός δέν πανικοβάλλεται έμπρός του. Οι άγιοι Πατέρες μόνον είς μίαν
περίτττωσιν δικαιολογούν τόν φόβον τοΰ θανάτου καί τόν θρήνον δι αυτόν πού
φεύγει. Διά τούς θεοφόρους Πατέρας άξιοι δακρύων καί κοπετών εϊναι «οι έν
άμαρτίαις άποθνήσκοντες». Μόνον ένας θάνατος πρέπει νά συγκλονίζη έκ βαθέων τών
άνθρωπον «ό θάνατος των άμαρτωλών», ό όποϊος είναι συνήθως καί «πονηρός»,
δηλαδή έπαίσχυντος καί κακός (Ψαλμ. λγ' 22). Κανείς άλλος θάνατος δέν
δικαιολογεί τόν φόβον ή τό άμετρον πένθος. Ούτε ό βίαιος ούτε ό άδικος θάνατος.
Ό βίαιος θάνατος δέν βλάπτει καθόλου έκείνον πού άποθνήσκει. Όπως έπίσης δέν
τόν ζημιώνει καί ό άδικος θάνατος. Διότι έκείνος, ό όποίος άποθνήσκει άδίκως,
ένεκα τοΰ άδικου θανάτου του μεταβαίνει έκεϊ όπου είναι όλοι οι άγιοι τού Θεοϋ.
Είναι δέ γεγονός ότι πολλοί άπό έκείνους, οΐ όποιοι εύηρέστησαν ένώπιον τού Θεοϋ
καί έλαμψαν είς τήν γην διά τής άρετής των, «άδικον ύπέστησαν τελευτήν». Καί
πρώτος άπό όλους είναι ό δίκαιος "Αβελ. Αύτός έσφάγη άπό τόν Κάϊν, όχι
διότι έπταισεν εις τόν άδελφόν του ούτε διότι τόν έλύπησεν είς κάτι, «άλλ’
έπειδή τόν Θεόν έτίμησε». Ό άδικος όμως θάνατός του έγινεν άφορμή νά τιμηθή άπό
τόν Θεόν, ό όποίος κατεσκεύασεν εις τόν δίκαιον Άβελ «λαμπρότερον τόν στέφανον
έκ τής άδικωτάτης σφαγής». Έάν λοιπόν πρέπη νά φοβούμεθα κάτι, αύτό δέν είναι
τό «άδίκως άποθανεϊν, άλλά τό έν άμαρτίαις άποθανεϊν». Όμως περί τοΰ «έν
άμαρτίαις άποθανεϊν» θά γίνη λόγος είς τόν οίκεϊον τόπον.
«Δάκρυσον, άλλ' ήρέμα»
Ή άντιμετώπισις τοΰ
θανάτου συνταράσσει τά βάθη τής άνθρω πίνης ύπάρξεως. Ούδείς μένει άδιάφορος
έμπρός εις τόν θάνατον, «τό φοβερόν τοΰ ληστοϋ καταγώγιον», οπως τόν άποκαλεΐ ό
Μέγας Βασίλειος .Καί τούτο, διότι μόνον
ό άνθρωπος άπό ολα τά κτίσματα τοΰ Θεοϋ έχει τήν Ικανότητα νά σκέπτεται καί νά
βλέπη τόν θάνατον κάτω άπό αύτό τό πρίσμα. Δι αυτό άκριβώς συγκλονίζεται έμπρός
Εις τήν άτελείωτον σειράν έκείνων, οί όποιοι κάθε στιγμήν φεύγουν ύπό τήν
παρούσαν ζωήν. Καί μόνον ή άπλή ένθύμησις τοΰ γεγονότος αύτοΰ μάς προξενεί
πόνον καί δέος. Πολύ περισσότερον τό άντίκρυσμα τοΰ νεκρού. Πώς νά μή έκσπάση ό
άνθρωπος εις θρήνον καί κλαυθμόν, όταν βλέπη τόν συνάνθρωπόν του νά
μεταβάλλεται αίφνιδίως ή μετά άπό μακράν άσθένειαν ή μετά άπό έπώδυνον άγωνίαν
εις άψυχον παγερόν μάζαν; Όταν τόν βλέπη άπνουν καί άκίνητον, κωφόν εις τούς
θρήνους τών ζωντανών, oi όποιοι τόν περιτριγυρίζουν, καί άσυγκίνητον είς τά
δάκρυά των;
Ή χριστιανική όμως πίστις
βοηθεϊ τόν άνθρωπον νά ύπερνικήση τόν φόβον του θανάτου καί ταυτοχρόνως
άπαλύνει καί τόν πόνον τούτον τού άνθρώπου καί τόν μεταστρέφει είς ειρήνην καί
γαλήνην! Κατ' άρχήν ή άγια μας Εκκλησία δεν άπαγορεύει τά δάκρυα ένώπιον τού
νεκρού. Δέν καταδικάζει την λύπην αυτήν. «'Εν νεκρω κλαϋσον (...) έπί νεκρω
κατάγαγε (χύσε) δάκρυα», γράφει ή Π. Διαθήκη (Σοφ. Σειρ. κβ' 11 · λη' 1 6). Καί
ό βαθύς γνώστης τής άνθρωπίνης ψυχής, ό Χρυσόστομος, λέγει: «Ού κωλύω τό
δακρύειν», διότι «ούκ είμί θηριώδης, ουδέ άπηνής» (σκληρός). Δέν είναι δυνατόν
νά μή λυπήται ό άνθρωπος διά τόν θάνατον τού προσφιλούς του. Έξ άλλου «τοϋτο
καί ό Χριστός έδειξεν έδάκρυσε γάρ έπί Λαζάρου. Τοϋτο» λοιπόν «καί σύ ποίησον
δάκρυσον, άλλ’ ήρεμα, αλλά μετά εύσχημοσύνης, άλλά μετά τοϋ φόβου τοϋ Θεοϋ».
"Αν δακρύσης κατ' αύτόν τόν τρόπον, άποδεικνύεις ότι δέν δυσπιστείς είς
την κοινήν άνάστασιν άποδεικνύεις ότι λυπεϊσαι μέν ώς άνθρωπος, δέν κάμπτεσαι
όμως άπό τόν χωρισμόν τού προσφιλούς σου. Δάκρυσε, ώς έάν άποχαιρετάς ένα, ό
όποίος φεύγει είς μακρινήν χώραν. Τά λέγω δέ αύτά, προσθέτει ό θείος Πατήρ, όχι
νομοθετών, άλλά συγκαταβαίνων είς τήν άνθρωπίνην άδυναμίαν .
Επομένως αύτό τό όποϊον
ζητείται άπό τόν πιστόν, είναι ή έκδή λωσις καί ή έκφρασις τής λύπης «μετά
εύσχημοσύνης», κατά τρόπον σεμνόν, ήρεμον καί συγκρατημένον. Τό πένθος δέν
πρέπει ποτέ νά είναι ύπερβολικόν. Τό μέτρον μάς τό ύποδεικνύει καί πάλιν ό
Θεάνθρωπος Κύριος, ό όποίος «έδάκρυσε τόν Λάζαρον» (πρβλ. Ίωάν. ια' 35). Δέν
έξέσπασεν είς λυγμούς, κραυγές καί όδυρμούς. ‘Απλώς έδάκρυσε, τοιουτοτρόπως
«μέτρα τιθείς ήμϊν καί κανόνας καί όρους άθυμίας, οϋς ύπερβαίνειν ού δει». Τήν
ίδιαν Δεσποτικήν γραμμήν συνιστά καί ό θείος Παύλος, όταν γράφη: «Ού θέλομεν
ύμας άγνοεϊν περί τών κεκοιμημένων, ΐνα μή λυπήσθε καθώς καί οί λοιποί οί μή
έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. δ' 13). Νά λυπήσαι, λέγει ή θεοκίνητος γλώσσα, όχι
όμως όπως ό ειδωλολάτρης, «ό άπογινώσκων άναστάσεως, ό άπελπί- ζων τήν
μέλλουσαν ζωήν» .
"Ωστε αύτό, τό
όποιον ζητείται άπό τόν πιστόν, δέν είναι τό νά μένη άτάραχος ένώπιον τοΰ
θανάτου, άλλα τό νά ϋπομένη ώς γενναίος άγωνιστής, ό όποΤος, όπως λέγει ό Μ.
Βασίλειος, φανερώνει την δύναμιν καί τήν άνδρείαν του όχι μόνον μέ τά
κτυπήματα, πού καταφέρει έναντίον τών έχθρών του, άλλα καί μέ τήν γενναιότητα,
μέ τήν όποιαν δέχεται τά έκ μέρους των κτυπήματα. Εις παρόμοιες στιγμές, γράφει
ό τής βασιλείας έπώνυμος, καλείσαι νά διατηρής τήν ψυχήν σου «ορθήν καί
άβάπτιστον», όρθίαν καί άκαταπόντιστον και ύψηλότερα άπό κάθε τρικυμίαν, όπως ό
σοφός καί γενναίος κυβερνήτης .
Τό πένθος, τό όποιον
ύπερβαίνει τό μέτρον, καί μάλιστα οι κραυγές, τό τράβηγμα τών μαλλιών, τά
μυρολόγια κ.τ.δ. ό θείος Χρυσόστομος τά καταδικάζει αύστηρότατα. Τά θεωρεί
δείγμα «μανίας καί παραφροσύνης καί γυναικώδους ψυχής». Τά χαρακτηρίζει
«άσχημοσύνην», «έπίδειξιν», «κενοδοξίαν» καί γυναικείαν προσπάθειαν «τέχνης». Ό
πιστός καλείται νά πένθη «κατά ψυχήν ήρέμα», εις τό σπίτι του. Ή κοσμία καί
συγκρατημένη αυτή στάσις είναι άπόδειξις άληθινής «συμπάθειας» πρός τον
άπερχόμενον ώφελεΐ δέ καί αύτόν πού πενθεί .
’Επί πλέον ό ίδιος Πατήρ
είς έκεΐνον ό όποίος έρωτά «πώς είναι δυνατόν νά μή πονώ, άφοΰ είμαι άνθρωπος;»
άπαντα. «Έγώ σοϋ λέγω τό άντίθετον- πώς είναι δυνατόν ώς άνθρωπος, ό όποίος
έτιμήθης μέ λογικόν καί κρίσιν ώς άνθρωπος, πού ακόυσες διά τις έλπίδες τής
μελλούσης άναστάσεως, νά πονής;» Είς δέ τήν άντερώτησιν «είναι κανείς, ό όποίος
νά μή ήττήθη άπό τό πάθος τούτο;» άνταπαντά: «Πολλοί καί πολλαχοϋ, καί έφ'
ήμών, καί έπί τών προγόνων τών ήμετέρων». 'Αναφέρει δέ ώς τέτοια παραδείγματα
τον Ίώβ καί τον Αβραάμ. Ό πρώτος ένώ έχασεν αίφνιδίως, είς έλάχιστον χρόνον, τό
ίνα μετά τό άλλο όλα τά παιδιά του ένώ ό διάβολος, μέ τήν άδειαν τού Θεού,
«ολόκληρον τον καρπόν» τού Ίώβ «έτρύγησεν», έν τούτοις «τό δένδρον (δηλ. τόν
Ίώβ) οϋ κατέβαλε»· ό πονηρός «πάσαν έπήγαγε τήν θάλατταν μετά τών κυμάτων καί
τό σκάφος (δηλ. τόν Ίώβ) οΰ κατεπόντισεν όλην τήν δύναμιν έκένωσεν, καί τόν
πύργον (δηλ. τόν Ίώβ) ούκ έσεισε». Διότι ό Ίώβ, ένώ έκτυπάτο άπό παντού,
έλυπήθη μέν καί έπένθησεν, άλλ’ έμεινεν άσάλευτος. Διά τούτο «νιφάδες έφέροντο
βελών καί ούκ έπλήττετο μάλλον δέ έπέμποντο μέν, ούκ έτΐτρωσκον δέ». Ό 'Αβραάμ
πάλιν ένώ είχεν ένα μόνον υιόν, έν τούτοις ύπήκουσεν είς τήν φωνήν τοΰ Θεού καί
τόν έσφαξε (τόν έσφαξεν όχι μέ τό χέρι, άλλά μέ τήν προθυμίαν)· έτσι
άντιμετώπισε τόν θάνατον τού προσφιλούς υιοΰ του μέ μοναδικήν γενναιότητα
Έάν λοιπόν οι άνθρωποι
τής Παλαιός Διαθήκης άντιμετώπισαν τόν θάνατον προσφιλών των μέ τόσην
γενναιότητα, πόσην άνδρείαν καί φρόνημα ύψηλόν πρέπει νό δεικνύωμεν είς
παρομοίας περιστάσεις, έμεϊς οΐ όποιοι ζώμεν μετά τήν Άνάστασιν τού Σωτήρος
Χριστού;
Ή θεοφιλής στάσις έναντι
τοϋ θανάτου
Εΐναι πολύ άξιόλογα τά
έπιχειρήματα τών άγίων Πατέρων, τά όποΤα χρησιμοποιούν, προκειμένου νά
βοηθήσουν τόν πιστόν, ώστε νά ύπερνικήση τόν φόβον τοϋ θανάτου καί νά τηρήση
άπέναντί του στάσιν χριστιανοπρεπή καί θεοφιλή. Δι αύτό θά προσπαθήσωμεν νά τά
έκθέσωμεν μέ κάθε δυνατήν συντομίαν, διότι έχομεν νά ώφεληθώμεν πολλά.
α) Έξ άφορμής τών
είδωλολατρών, οι όποιοι ένώπιον τού θανάτου έκόπτοντο καί έθρηνοϋσαν, διότι δέν
είχαν έλπίδα άναστάσεως, παρατηρεί ό Ιερός Χρυσόστομος: Καί αύτοΐ άκόμη οι
είδωλολάτραι, oi όποιοι δέν γνωρίζουν τίποτε τό βέβαιον περί άναστάσεως,
παρηγορούν ό ένας τόν άλλον μέ τά λόγια· «φέρε γενναίως καί γάρ άναλΰσαι τό
γεγενημένον ούκ ένι, οΰδέ διορθώσω τοϊς θρήνοις». Δηλαδή, νά ύποφέρης τόν
θάνατον τού άγαπημένου σου μέ γενναιότητα, διότι δέν ύπόρχει δυνατότης νά
άφανίσης οτι έγινεν, ούτε πάλιν νά τό διόρθωσης μέ τούς θρήνους. Σύ ομως, προσθέτει ό Ιερός Πατήρ, ό όποϊος
άκούεις λόγους εύαγγελικούς, οι όποιοι περιέχουν άσυγκρίτως μεγαλυτέραν
φιλοσοφίαν καί χρηστότητα, δέν έντρέπεσαι νά συμπεριφέρεσαι μέ μεγαλυτέραν
άσχημοσύνην άπό αύτούς; Διότι δέν σοΰ λέγομεν άπλώς «φέρε γενναίως», έπειδή δέν
ήμπορεΐς νά άφανίσης τό γενόμενον, άλλά σοΰ λέγομεν κάτι άλλο: «Φέρε γενναίως»,
διότι ό προσφιλής σου θά άναστηθή όπωσδήποτε. Δέν άπέθανε τό παιδί σου
κοιμάται. Δέν έχάθη· άπλώς ήσυχάζει. Τήν κατάστασιν αύτήν θά τήν άκολουθήση
άνάστασις, ζωή αίώνιος καί άθάνατος. Δέν άκούεις τόν Ψαλμωδόν, ό όποίος λέγει·
«έπίστρεψον, ψυχή μου, είς τήν άνάπαυσίν σου, οτι Κύριος εύηργέτησέ σε»; (Ψαλμ.
ριδ' 7). Ό Θεός όνομάζει διά τοϋ Δαβίδ τό πράγμα εύεργεσίαν καί σύ θρηνείς;
Αλλά τί περισσότερον θά έκαμνες, έάν ήσουν όχι συγγενής, άλλ' έχθρός αϋτοϋ πού
άπέθανε;
β) Οϊ ύπερβολικοί θρήνοι
καί κοπετοί είναι προσβολή τοϋ έργου τοϋ Θεανθρώπου, ό όποίος ένίκησε τόν
θάνατον. Έφ' οσον ό θάνατος έγινε μετά τήν Άνάστασιν ύπνος, διατί θρηνείς
άνώφελα; έρωτά πάλιν ό χρυσούς τήν γλώσσαν Πατήρ. Διατί κλαίεις καί όδύρεσαι;
Οι Χριστιανοί πρέπει νά περιγελώμεν τούς έίδωλολάτρες πού συμπεριφέρονται έτσι.
Επομένως δέν συγχωροϋνται οσοι άπό τούς Χριστιανούς προβαίνουν είς παρόμοιες μέ
τούς είδωλολάτρες άνοησίες, καί μάλιστα έφ' οσον άπεδείχθη περιτράνως ότι οι
νεκροί άνίστανται. Δέν άκούεις τόν θεόπνευστον 'Απόστολον, ό όποίος λέγει· ποία
συμφωνία ήμπορεϊ νά γίνη μεταξύ τοϋ Χριστού καί τοϋ σατανά; ή ποιον μερίδιον
δύναται νά έχη ένας πιστός μέ ένα άπιστον; (Β' Κορ. στ' 1 5) . “Ωστε τό πένθος, τό όποίον υπερβαίνει τό
μέτρον, οι κοπετοί καί τά μυρολόγια άποδεικνύουν τόν πιστόν σύμφωνον μέ τόν
άπιστον. Παρουσιάζουν τόν Χριστιανόν νά άκολουθη όχι τόν φιλάνθρωπον Κύριον,
άλλά τόν άνθρωποκτόνον διάβολον καί τά όργανά του.
γ) Ό Μ. Βασίλειος είς
μίαν έξοχον παρηγορητικήν έπιστολήν, τήν όποιαν άπηύθυνε πρός τήν σύζυγον τοϋ
Νεκταρίου, ή όποια έχασε τόν εύσεβή υίόν της, έγραφε μεταξύ άλλων: Νά
παρηγορήσαι, διότι τά οσα μάς συμβαίνουν δέν γίνονται χωρίς τήν γνώμην καί έξω
άπό τό σοφόν καί σωτήριον σχέδιον τής θείας Προνοίας. Συνεπώς, ο,τι έγινεν,
έγινε μέ τό θέλημα Εκείνου, ό όποίος μάς έδημιούργησεν. Είς τήν βουλήν δέ τοϋ
Θεού ποιος δύναται νά άντισταθή; "Ας δεχθώμεν λοιπόν τό συμβάν. Μέ τήν
δυσανασχέτησιν δέν διορθώνομεν τό γενόμενον καί έπί πλέον καταστρέφομεν τούς
έαυτούς μας. «Μή κατηγορήσωμεν τής δικαίας κρίσεως τοϋ Θεοϋ» είμεθα πολύ άμαθείς διά νά έλέγχωμεν τις
άνέκφραστες καί άνερμήνευτες βουλές καί κρίσεις του. Μέ τό γεγονός τούτο έχεις
τήν εύκαιρίαν νά λάβης διά τής ύπομονής τήν μερίδα τών Μαρτύρων. Είναι μεγάλη ή
συμφορά, τό όμολογώ’ «άλλά μεγάλοι και οί παρά τοϋ Κυρίου» μισθοί, ιούς όποιους
θά λάβουν όσοι δεικνύουν είς παρόμοιες περιστάσεις ύπομονήν. Υπενθυμίζει δέ είς
τήν εύσεβή έκείνην δέσποιναν τήν περίπτωσιν τής μητρός τών Μακκαβαίων, ή όποια
είδε τόν θάνατον των έπτά παιδιών της καί ομως δεν έστέναξεν οϋτε έχυσεν
«άγενές δάκρυον». Άπ' έναντίας άνέπεμπεν εύχαριστίες εις τον Θεόν! Λόγω δέ των
εύχαριστιών της έκείνων, τήν ώραν πού έβλεπε τά σπλάγχνα της νά άπαλλάσσωνται
άπό τά δεσμά τής σαρκός μέ φωτιάν καί σίδερο καί σκληρά βασανιστήρια, έκρίθη
άπό μεν τόν Θεόν «ευδόκιμος», άπό δέ τούς ανθρώπους «άοίδιμος» .
Επομένως ό θάνατος διά
τόν πιστόν είναι θαυμασία εύκαιρία νά ύπογραμμίση τήν βασικήν διαφοράν του προς
τόν ειδωλολάτρην καί τόν άπιστον εύκαιρία νά δείξη τήν χριστιανικήν του
γενναιότητα. Νά άποδείξη έπάνω εις τά πράγματα πόσον άγαπά τόν Κύριον καί έάν
εμπιστεύεται άνεπιφυλάκτως πάσαν τήν ζωήν του εις τήν άγαθήν καί σοφήν Πρόνοιαν
τού 'Αγίου Θεού. Είναι μία θαυμασία εύκαιρία νά λάβη «διά τής υπομονής τήν
μερίδα των Μαρτύρων».
δ) Οι θεοφόροι Πατέρες
διδάσκουν ότι έκεΐνος, ό όποίος θρηνεί καί όδύρεται διά τόν θάνατον τού
προσφιλούς του πέραν τού μέτρου, πολεμεΐ τόν έαυτόν του. Διότι μέ τά μυρολόγια
καί τούς κοπετούς του προξενεί σάλον καί τρικυμίαν εις τόν έαυτόν του, καθ' ήν
στιγμήν έκεΐνος πού άπέθανεν «άπήλθεν εις λιμένας» ήσύχους. Έκεΐνος μετέβη εις
τήν άλλην ζωήν, όπου δέν ύπάρχει κανείς κόπος. Έκεΐ «άπέδρα οδύνη, λύπη καί
στεναγμός». Έκεΐ ύπάρχει «ευφροσύνη αιώνιος» (Ήσ. λε' 10).
Έπί πλέον μία τέτοια
συμπεριφορά έντροπιάζει έκεΐνον πού άπέθανε καί κάμνει έκείνους πού ζοϋν νά
φοβούνται καί νά τρέμουν τόν θάνατον. Τούς σπρώχνει άκόμη, ώστε νά κατηγορούν
τόν άγαθόν Θεόν, διότι τάχα έχει διαπράξει μεγάλα κακά εις τούς άνθρώπους:
Λέγει ό ιερός Χρυσόστομος: 'Αντί νά άγανακτής καί νά γογγύζης, εύχαρίστησε τόν
φιλάνθρωπον Κύριον, ό όποίος προσλαμβάνει τόν προσφιλή σου. Ετσι δέν
έντροπιάζεις τά άγαπημένον σου πρόσωπον, άλλά τά στολίζεις· συναποστέλλεις δέ
μαζί του καί λαμπρά έντάφια δώρα. Έάν γογγύσης, καί τόν νεκρόν θά προσβάλης,
καί τόν Δεσπότην Θεόν, ό όποίος τόν έκάλεσεν κοντά του, θά έξοργίσης, καί τόν
έαυτόν σου θά βλάψης. Ένώ έάν δεχθής τά γεγονός μέ γενναιοψυχίαν καί
εύχαριστίαν προς τόν Θεόν, καί τόν νεκρόν στολίζεις καί Αύτόν, ό όποίος τόν
προσέλαβε, δοξάζεις καί τόν έαυτόν σου ώφελεΐς . Τά μυρολόγια, οί θρήνοι, οϊ
κοπετοί, τά τράβηγμα τών μαλλιών κ.τ.δ. δεν είναι τιμή διά τόν άπελθόντα, άλλ'
«έσχάτη Ατιμία». Τιμή δι αύτόν είναι «ύμνοι, καί ψαλμωδίας καί βίος άριστος» έκ
μέρους έκείνων, οΐ όποίοι τόν προπέμπουν. Διότι αύτός, ό όποίος φεύγει διά τήν
άλλην ζωήν, άφοΰ έζησεν έδώ με ευσέβειαν, θά μεταβή έκεΐ μέ τήν συνοδείαν άγιων
άγγέλων, έστω καί άν δέν εύρεθή κοντά εις τό λείψανόν του κανείς άνθρωπος· ό δέ
άμαρτωλός καί διεφθαρμένος, καί άν άκόμη προπέμπεται άπά όλόκληρον πάλιν, καί
πάλιν δέν έχει νά ώφεληθή άπό τούς θρήνους καί τούς όδυρμούς .
ε) ’Έχουν καί άλλο
έπιχείρημα oi θείοι Πατέρες δι έκείνους, οΐ όποίοι δέν άντιμετωπίζουν
χριστιανοπρεπώς τόν θάνατον. Λέγουν: Ό άπιστος, όταν θρηνή καί βυθίζεται εις
άμετρον πένθος καί λύπην, εϊναι συνεπής πρός τό «πιστεύω» του. Επειδή αύτός, ό
όποίος δέν γνωρίζει τίποτε περί άναστάσεως καί θεωρεί «τόν θάνατον τούτον
θάνατον», είναι φυσικόν νά πενθή άπαρηγόρητα καί νά κλαίη όδυρόμενος. Διότι
νομίζει ότι ό άπελθών έσβησε καί έχάθη έξ όλοκλήρου! Ένώ έκεΐνος, ό όποίος
πιστεύει εις τήν άνάστασιν, δέν έχει κανένα λόγον νά φέρεται έτσι . Είναι
άσυνεπής πρός τήν πίστιν του.
Πρός τούτοις, οταν ό
Χριστιανός άντιμετωπίζη τόν θάνατον κατά τρόπον είδωλολατρικόν οταν θρηνή καί
όδύρεται οπως λυπούνται καί έκεϊνοι πού δέν έχουν έλπίδα άναστάσεως (Α' Θεσ. δ'
13), πώς θά όμιλήση εις τούς άπιστους περί άθανασίας καί μελλούσης ζωής;
Έντρέπομαι, λέγει ό ιερός Χρυσόστομος, πιστεύσατέ με, έντρέπομαι καί κοκκινίζω,
όταν βλέπω νά περνούν άπό τήν άγοράν όμάδες γυναικών, οί όποιες άσχημονοΰν,
μαδούν τά μαλλιά των, πληγώνουν τα χέρια των, γδέρνουν τά μάγουλά των, καί ολα
αύτά έμπρός είς τά μάτια τών είδωλολατρών. Διότι τί δέν θά σκεφθοΰν καί τί δέν
θά εϊπουν οϊ άνθρωποι έκεϊνοι διά τούς Χριστιανούς; Θά εϊπουν αύτοί είναι
έκεϊνοι, οΐ όποϊοι πιστεύουν είς τήν άνάστασιν; Καί πολύ όρθώς διότι οϊ πράξεις
των δέν συμφωνούν μέ τήν πίστιν των. Πιστεύουν είς τήν άνάστασιν μέ τά λόγια,
ένώ είς τήν πράξιν κάμνουν αύτά, τά όποια κάμνουν καί οΐ άπιστοι «έν ρήμασι τά
περί άναστάσεως φιλοσοφούσι, καί έν τοϊς πράγμασι τά τών άπεγνωκότων ποιούσιν».
’Εάν είχαν πεποίθησιν ότι ύπάρχει άνάστασις, δέν θά συμπεριεφέροντο έτσι. Εάν
είχαν πείσει τούς έαυτούς των οτι ό προσφιλής των μετέβη είς τόπον καλύτερον,
δέν θά έθρηνοΰσαν. Αύτά καί περισσότερα άκόμη λέγουν οΐ άπιστοι,οταν άκούουν
τούς θρήνους τών Χριστιανών .
“Αλλοτε πάλιν έρωτά ό
ίδιος Πατήρ: Πώς θά όμιλήσωμεν είς τόν άλλον περί άναστάσεως; Πώς θά πείσωμεν
τόν είδωλολάτρην, όταν έμεϊς φοβούμεθα καί φρίττωμεν τόν θάνατον περισσότερον
άπό έκεϊνον; Διότι πράγματι πολλοί άπό τούς είδωλολάτρες, άν καί δέν έγνώριζαν
τίποτε περί άθανασίας, έν τούτοις οταν άπέθαναν τά παιδιά των, έφόρεσαν
στεφάνια καί λευκά ένδύματα, μόνον καί μόνον διά νά λάβουν δόξαν έκ μέρους τών
άνθρώπων . Ό Ξενοφών, έπϊ παραδείγματι, έμαθεν ότι ό υίός του Γρύλλος έφονεύθη
είς τήν μάχην της Μαντινείας τήν στιγμήν, πού προσέφερε θυσίαν είς τούς θεούς.
Κατά τήν συνήθειαν τών είδωλολατρών τήν ώραν έκείνην τής θυσίας ό Ξενοφών
έφοροϋσε στεφάνι. Μόλις έπληροφορήθη τό λυπηρόν γεγονός, έβγαλε τό στεφάνι άπό
τήν κεφαλήν του είς ένδειξιν πένθους. 'Αλλ' οταν τού είπαν οτι ό Γρύλλος
έφονεύθη άφοϋ έπολέμησε γενναία, τό έφόρεσε πάλιν. Μερικοί άναφέρουν οτι ό
Ξενοφών είς τό άκουσμα τής θλιβερός είδήσεως δέν έδάκρυσε καθόλου, παρά μόνον
είπε: "Ηξευρα οτι τόν έγέννησα θνητόν! ..
στ) Είναι πράγματι
συγκλονιστικόν τό θέαμα τού προσφιλούς μας, ό όποίος έσβησεν είς τις άγκάλες
μας, οπως σβήνει τό λυχνάρι. Ένεκρώθη παρά τό πλευράν μας έκείνη ή έκεΐνος, τόν
όποϊον μέχρι πρό όλίγου έθέρμαιναν οι φλόγες τής ζωής. Τά χείλη του έκλεισαν. Ή
φωνή του έσίγησε. Καί ή ψυχή μας συνταράσσεται άκόμη περισσότερον, οταν τόν
άποθέτωμεν είς τις ψυχρές άγκάλες τής γής καί τόν άποχαιρετώμεν μέ τό «γή ει
καί είς γην άπελεύση» (Γεν. γ' 19). Άλλ' ό Χριστιανός, μετά τήν νίκην τού
Θεανθρώπου κατά τού θανάτου, γνωρίζει πολύ καλά οτι ό θάνατος έγινε πλέον
ύπνος. Όταν λοιπόν άτενίζη τόν νεκρόν προσφιλή του καί τού δίδη τόν τελευταΐον
άσπασμόν, έχει τήν βεβαιότητα οτι τά μάτια, τά όποια τού έκλεισε μέ πολλήν
στοργήν, θά άνοιγοΰν καί πάλιν διά νά άντικρύσουν μίαν νέαν πραγματικότητα. Καί
οτι ή γλώσσα, ή όποια έσιώπησε καί δέν άποκρίνεται είς τις έρωτήσεις τών
άγαπημένων της, μίαν ήμέραν θά λυθή διά νά προσφωνήση μέ τό «καλώς ώρισες»
αύτούς, οί όποίοι τώρα τήν προπέμπουν, οταν καί αύτοί θά κατευοδοθοΰν πρός τήν
αιωνιότητα άπό άλλους.
Έάν δέ οί άνθρωποι τής Π. Διαθήκης «γενναίως κατετόλμησαν τής τελευτής» τών προσφιλών των, πολύ περισσότερον έμεϊς, οι όποιοι ζώμεν είς τούς χρόνους τής Κ. Διαθήκης, «ότε όνομα μόνον Εστίν ό θάνατος πράγματος έρημον»· τώρα πλέον, πού ό θάνατος είναι «ύπνος, και άποδημία, καί μετάστασις, καί άνάπαυσις καί λιμήν εύδιος (γαλήνιος), καί ταραχής άπαλλαγή καί βιοπκών Ελευθερία φροντίδων». Όπως, όταν ίδωμεν κάποιον νό κοιμάται, δέν άνησυχοϋμεν ούτε άπογοητευόμεθα, διότι γνωρίζομεν ότι θά ξυπνήση, έτσι πρέπει νά φερώμεθα καί άπέναντι έκείνου πού άπέθανε. Μή θορυβούμεθα καί μή άπελπιζώμεθα. Διότι ό θάνατος είναι άπλούστατα μακρότερος ύπνος, άπό τόν όποίον άναμένομεν τόν προσφιλή μας νά ξυπνήση καί μάλιστα εις μίαν άλλην ζωήν, τήν όποιαν δέν ήμποροϋμεν τώρα ούδέ νά φαντασθώμεν.
Έάν δέ οί άνθρωποι τής Π. Διαθήκης «γενναίως κατετόλμησαν τής τελευτής» τών προσφιλών των, πολύ περισσότερον έμεϊς, οι όποιοι ζώμεν είς τούς χρόνους τής Κ. Διαθήκης, «ότε όνομα μόνον Εστίν ό θάνατος πράγματος έρημον»· τώρα πλέον, πού ό θάνατος είναι «ύπνος, και άποδημία, καί μετάστασις, καί άνάπαυσις καί λιμήν εύδιος (γαλήνιος), καί ταραχής άπαλλαγή καί βιοπκών Ελευθερία φροντίδων». Όπως, όταν ίδωμεν κάποιον νό κοιμάται, δέν άνησυχοϋμεν ούτε άπογοητευόμεθα, διότι γνωρίζομεν ότι θά ξυπνήση, έτσι πρέπει νά φερώμεθα καί άπέναντι έκείνου πού άπέθανε. Μή θορυβούμεθα καί μή άπελπιζώμεθα. Διότι ό θάνατος είναι άπλούστατα μακρότερος ύπνος, άπό τόν όποίον άναμένομεν τόν προσφιλή μας νά ξυπνήση καί μάλιστα εις μίαν άλλην ζωήν, τήν όποιαν δέν ήμποροϋμεν τώρα ούδέ νά φαντασθώμεν.
ζ) Τοσούτω μάλλον, καθ'
όσον, όπως λέγουν οΐ θείοι Πατέρες, «Εν τοι'ς νεκροίς μέγα τελείται μυστήριον».
Μυστήριον «τής του Θεοΰ σοφίαςμέγιστον»· μυστήριον «φρικτόν καί φοβερόν, καί
ύμνων άξιον όντως καί χαράς». Έάν, λέγει ό Ιερός Χρυσόστομος, έστελλεν ό βασιλεύς
καί έκαλοϋσε κάποιον άπό ήμάς εις τά άνάκτορά του, έπρεπεν οι άλλοι νά κλαίωμεν
καί νά θρηνώμεν; Ασφαλώς όχι. 'Αλλά τό ίδιον γίνεται καί μέ τόν θάνατον τού
άγαπημένου μας. Ερχονται άγγελοι άπεσταλμένοι τού Βασιλέως τών ούρανών, διά νά
καλέσουν έκεΐ τόν σύνδουλόν των, καί σύ κλαίεις; Τό γεγονός δέν είναι καθόλου
άξιον δακρύων. Ή ψυχή άφήνει τήν έπίγειον κατοικίαν της καί τρέχει πρός τόν
Κύριον καί Δεσπότην της, καί σύ πενθείς; ’Αλλά τότε έπρεπε νά πενθώμεν καί κατά
τήν γέννησιν τού παιδιού. Διότι τό βρέφος γεννάται άπό τήν κοιλίαν τής μητέρας
του είς άλλο φώς· έλευθερώνεται ώς άπό δεσμωτήριον. Κατά παρόμοιον τρόπον καί ή
εύλαβική ψυχή, όταν έγκαταλεππι τό σώμα μέ συνείδησιν άγαθήν καί καθαρόν
«λάμπει φαιδρόν». Φέρε είς νοϋν τί είναι ή ψυχή, ποιαν έκπληξιν δοκιμάζει τήν
ώραν τής έξόδου της άπό τόν κόσμον, ποιον θαύμα άντικρύζει, ποιαν άνέκφραστον
χαράν αισθάνεται .
Συνεπώς δέν πρέπει νά
κλαίωμεν αύτούς πού φεύγουν, άλλα μάλλον νά χαίρωμεν. Ό γεωργός, όταν ίδη τόν
σπόρον τού σιταριού νά μή διαλύεται, τρέμει καί φοβείται. Όταν όμως διαπιστώση
ότι ό σπόρος μέσα είς τήν γήν διελύθη, τότε χαίρει. Διότι ό θάνατος αύτός τού
σπόρου είναι άρχή τής μελλούσης συγκομιδής. Κατά παρόμοιον τρόπον άς χαίρωμεν
καί ήμεΐς, όταν πέση ή οικία ή φθαρτή· όταν μέ τόν θάνατον «σπαρή ό άνθρωπος»
είς τήν γήν. Διότι ό θάνατος καί ή ταφή καί ή φθορά είναι σπορά άσυγκρίτως
άνωτέρα τής υλικής σποράς. Τήν σποράν τοϋ σπόρου διαδέχονται «θάνατοι καί πόνοι
καί κίνδυνοι καί φροντίδες». Ένώ τήν σποράν τοϋ άνθρώπου, δηλαδή τήν ταφήν του,
άν ζώμεν κατά τό θέλημα τοϋ Θεοϋ, διαδέχονται «στέφανοι καί βραβεία». Τήν
σποράν τοϋ σπόρου διαδέχονται «φθορά καί θάνατος», τόν θάνατον όμως καί τήν
ταφήν τοϋ άνθρώπου διαδέχονται «άφθαρσία καί άθανασία καί μύρια άγαθά»'.
"Ωστε ό θάνατος κατά
τούς πνευματοκινήτους Πατέρας, είναι ή διάβασίς μας εις άλλην ζωήν φωτεινοτέραν
καί δι’ αΰτό πρέπει νά άντιμετωπίζωμεν τό γεγονός τούτο μέ αισιοδοξίαν. Ό
θάνατος είναι μέν ϋπνος, άλλ' είναι καί ένα ξύπνημα εις τήν μακαριότητα καί τήν
αιώνιον βασιλείαν, όπου βασιλεύει ή άγάπη τοϋ Θεού καί τήν όποιαν καταυγάζει τό
άνέσπερον φώς του. Ό εύλαβής Χριστιανός, λέγει ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος,
γνωρίζει πολύ καλά ότι ή ψυχή μετά θάνατον όδηγεΐται έκεϊ, όπου οί άληθείς
πιστοί «εχουσι τήν έπουράνιον τοϋ Πνεύματος οικίαν καί τήν δόξαν έκείνην τήν
αφθαρτον», ή όποια κατά τήν ήμέραν τής άναστάσεως των νεκρών θά οίκοδομήση καί
θά δοξάση «καί τόν οίκον τού σώματος»'.
Κατόπιν τούτων
συμπεραίνει πολύ ώραϊα ό χρυσούς τήν γλώσσαν Πατήρ:
«Εί δε θρηνεϊν, τόν
διάβολον δει θρηνεϊν. ’Εκείνος κοπτέσθω, έκεϊνος όδυρέσθω,ότι προς τα μείζονα
όδεύομεν άγαθά». Δηλαδή, έάν πρέπη νά θρηνή κάποιος διά τόν θάνατον τοϋ
άνθρώπου, πρέπει νά θρηνή ό διάβολος! Εκείνος άς κλαίη· έκεΐνος άς όδύρεται.
Διότι έφύγαμεν πλέον άπό τις παγίδες του καί πορευόμεθα πρός τά μεγαλύτερα, τά
μένοντα καί αιώνια άγαθά. Ό φόβος, ό τρόμος, oι κλαυθμοί, οί θρήνοι, οί κοπετοί
καί οί άγωνιώδεις κραυγές είναι άξιες
«τής έκείνου πονηριάς» καί όχι σοΰ, ό όποίος έπλάσθης «κατ’ εικόνα» καί «καθ’
όμοίωσιν» τοΰ Θεοΰ· οχι σοΰ τοΰ λογικού πλάσματος τοΰ Δημιουργού, σού, ό όποίος
πρόκειται νά στεφανωθής καί νά άναπαυθής εϊς τήν αίωνίαν μακαριότητα .
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου