ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 9. Ανάστασις Ανάληψις Πεντηκοστή

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

9. Ανάστασις Ανάληψις Πεντηκοστή




9  ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ



Ή νίκη έβεβαιώθη


Εάν διά τής θείας Ένσαρκώσεως τού Σωτήρος άρχιζεν ή μάχη κατά τοϋ διαβόλου, τής άμαρτίας καί τοϋ θανάτου· έάν διά τοϋ σταυρικού του θανάτου έδόθη ή κοσμοσωτήριος έκείνη μάχη καί έάν διά τής εις ‘Αδου καθόδου του άνοιξαν οι πύλες τοϋ Αδου, διά τής λαμπροφόρου Άναστάσεώς του έβεβαιώθη ή νίκη. Διότι ένώ οι 'Εβραίοι μέ τήν έθελόκακον τύφλωσίν των «ήσφαλίσαντο τον τάφον σφραγισαντες τον λίθον μετά τής κουστωδίας» (Ματθ. κζ' 66), ό Κύριος χωρίς νά θίξη καθόλου τις σφραγίδες έξηγέρθη τοϋ τάφου όπως τότε πού έγεννήθη χωρίς νά θίξη καθόλου τήν παρθενίαν τής άπειράνδρου Μητέρας του. Άνέστη, άλλά μάς άνοιξε καί τις πύλες τοϋ Παραδείσου. Καί μάλιστα άνέστη λαμπρός, ώραϊος, οπως ό νυμφίος, πού έξέρχεται άπό τήν νυμφικήν παστάδα άνέστη μέ άφθορον τό θεοδύναμον καί άμωμον σώμα του, είς τό όποιον έκρύπτετο όλόκληρος ή δύναμις τού ούρανοΰ (πρβλ. Κολ. β' 9), «ή άπειρος ύπόστασις τοϋ Λόγου, τό θεοδύναμον πλήρωμα τής τριαδικής ένεργείας»   . Όπως γράφει ό στύλος τής 'Ορθοδοξίας Μ Αθανάσιος, ό Κύριος δεν έστερξε νά μείνη έπί πολύν χρόνον τό σώμα του εις τόν τάφον έμεινε τόσον, οσον έχρειάζετο διά νά δείξη τό σώμα τούτο νεκρόν, λόγω τής πάλης του με τόν θάνατον. Ευθύς δέ μετά τρεις ήμέρες άνέστησε πάλιν τό πανακήρατον σώμα του, ένδεδυμένον μέ τά σύμβολα τής νίκης κατά τού θανάτου, δηλαδή τήν άφθαρσίαν καί άπάθειαν, πού είχεν άποκτήσει. Διότι ήμποροϋσε μέν καί χωρίς αύτά νά άναστήση τό σώμα άπό τών νεκρών καί νά τό άποδείξη πάλιν ζωντανόν καί άκμαϊον δέν έπραξε όμως τούτο άπό καλήν πρόβλεψιν . Άνέστη λοιπόν «έκ του τάφου ώραϊος», λαμπρός, φωτοβόλος καί έφώτισε τόν κόσμον μέ τό νοητόν φώς τής θείας δυνάμεώς του .

Ή κακία ένόμισεν οτι έθανάτωσε τόν βασιλέα τής δόξης. Αύτός ομως διά τού Σταυρού καί τής Άναστάσεώς του άνεκαίνιζε τήν άνθρωπότητα. Διότι «μέ τήν Άνάστασιν ώλοκληρώθη ή ένσάρκωσις ώς φανέρωσις τής ζωής έν τή άνθρωπίνη φύσει» . Διότι διά τής Αναστάσεώς συνετρίβη τό σχέδιον τών έθνών άπερρίπτοντο τά σχέδια τών άρχόντων καί τών βασιλέων τού λαού. Ή Άνάστασις διέλυσε τά σκοτεινά σχέδια καί τούς έγκληματικούς σκοπούς των .
Ή διά τού Χριστού οικονομία άπό τής θείας Γεννήσεως μέχρι τής ένδόξου Άναλήψεώς του συνοψίζεται θαυμάσια άπό τόν Μ. Βασίλειον, ό όποίος γράφει:
«Έγεννήθη διά γυναικός, ίνα τούς γεννηθέντας άναγεννήση». Έσταυρώθη θεληματικώς, διά νά άποσπάση κοντά του όσους δέν έσταυρώθησαν μέ τήν θέλησίν των. «Άπέθανεν έκών (=μέ τήν θέλησίν του), ίνα τούς άκουσίως άποθανόντας έγείρη». Άνέλαβεν «όν ούκ έπεδέχετο θάνατον, ίνα τούς υπό θανάτου ζωοποιήση. Κατέπιε (τόν Χριστόν) ό θάνατος άγνοών»· άφοΰ ομως τόν κατέπιεν, έγνώρισε ποιον κατέπιε. «Κατέπιε ζωήν, κατεπόθη ύπό ζωής. Κατέπιε τόν ένα μετά πάντων, άπώλεσε διά τόν ένα τούς πάντας. Ήρπασεν ώς λέων, συνεθλάσθη τούς όδόντας». Διά τοΰτο καί καταφρονεΐται ό θάνατος άπό ήμάς ώς άσθενής. Δέν τόν φοβούμεθα πλέον ώς λέοντα, «άλλ’ ώς δοράν (τομάρι) πατούμεν»
Μέ την έκ νεκρών Άνάστασιν τού Σωτήρος έθριάμβευσε καί πάλιν ή θεία φιλανθρωπία. Διότι ένώ οι άνθρωποι ώδήγησαν είς θάνατον τον Υιόν τοϋ Θεού, αυτός διά τής Άναστάσεώς του τούς ώδήγησεν είς άθανασίαν! Οι άνθρωποι, παρακινούμενοι άπό τόν άνθρωποκτόνον, έπεχείρησαν «νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, άλλ' ό Θεός διά τής Άναστάσεώς του κατέστησε τούς άνθρώπους άθανά- τους. Άνέστη ό σταυρωθείς Θεός καί άπέκτεινε τόν θάνατον» , όπότε ή άθανασία είσώρμησε καί κατέκλυσε κυριολεκτικώς τόν άνθρωπον. Ό άνθρωπος έλυτρώθη, άφοϋ ήλευθερώθη άπό τήν άμαρτίαν καί τόν πνευματικόν θάνατον, τόν όποιον αυτή έγέννησε καί είσήγαγεν είς τόν κόσμον. Τοιουτοτρόπως, όπως «ή άρχή τοϋ θανάτου» έγινε διά τοΰ ένός άνθρώπου και «συνδιεξήλθε τή Ανθρώπινη φύσει», κατά παρόμοιον τρόπον «καί ή άρχή τής άναστάσεώς δι’ ένός», δηλαδή διά τοϋ Θεανθρώπου, έκτείνεται «έπΐ πάσαν τήν άνθρωπότητα» .
Δέν πρόκειται νά έπιμείνωμεν διά μακρών είς τό μέγα θαύμα τής Άναστάσεώς. Σκοπός μας έδώ δέν είναι νά άποδείξωμεν τήν άλήθειαν τής ύπερφυσικής άναστάσεώς τοϋ Κυρίου. Σημειώνομεν μόνον ότι ή Άνάστασις είναι τό θαύμα τών θαυμάτων τό άντάξιον έπιστέγασμα όλοκλήρου τής ύπερφυσικής δράσεως τοΰ Θεανθρώπου· τό ύπεροχώτερον γεγονός άπό όσα είδε καί άκουσε ποτέ ό κόσμος. Ή Άνάστασις δέν είναι μόνον γεγονός παγκοσμίου ένδιαφέροντος· δέν είναι μόνον ή άνάστασις τών έλπίδων καί ή πλήρωσις τών πόθων μας· δέν είναι μόνον άνατολή νέας ζωής, είς τήν όποιαν έρρίφθη άπό τότε μέ θειον όργασμόν ή άνθρωπότης. Είναι κυρίως καί προ παντός ή καταλλαγή μας μέ τόν Θεόν ή όλοκληρωτική ήττα τοΰ διαβόλου ή όριστική κατάλυσις τοΰ θανάτου.
Oi έχθροΐ τοϋ Χριστού έπροσπάθησαν νά έρμηνεύσουν τήν Άνάστασίν του μέ τρόπον όρθολογιστικόν. Αλλά τό ύπερφυέστερον τών θαυμάτων δέν έρμηνεύεται έτσι. Τά όργανα τοΰ άντιχρίστου έπεχείρησαν νά συκοφαντήσουν τήν Άνάστασιν. Αλλά κανένα γεγονός είς τήν Ιστορίαν τοΰ κόσμου δέν είναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον άκριβή καί ίσχυρόν, τόσον άπρόσβλητον καί άναντίρρητον, όσον ή Άνάστασις. Τό γεγονός τούτο είναι βράχος άδιάσειστος. Μόνον τυφλή προκατάληψις θά ώδηγοΰσε είς τό συμπέρασμα ότι είναι άνεπαρκείς oi άποδείξεις της. Ή Άνάστασις Ιστορείται άπό άνθρώπους συνετούς καί νουνεχείς. Αύτοί βεβαιώνουν ότι είδαν τόν Άναστάντα· ότι συνωμίλησαν καί συνέφαγαν μαζί του. Είς αύτούς ό Άναστάς «παρέατησεν έαυτόν ζώντα μετά τό παθεϊν  αυτόν» διά πολλών άποδείξεων καί άπεκάλυψεν είς αύτούς μυστηριώδεις άληθείας (Πράξ. α' 3). Αύτοΐ  απαριθμοϋν καί περιγράφουν τις έμφανίσεις τοϋ Άναστάντος, χωρίς όμως νά μας λέγουν πότε άκριβώς άνέστη ό Κύριος και πώς έγινε ή Άνάστασίς του. Είναι καί τούτο ισχυρόν στοιχεΐον άντικειμενικότητος.
Όποιος άρνεϊται τήν Άνάστασιν, αδυνατεί νά έξηγήση τό φαινό μενον τοϋ κενού τάφου καί τήν άφοβίαν τών μέχρι τής στιγμής έκείνης τρομοκρατημένων Αποστόλων, οί όποιοι βροντοφωνοϋν πρός όλους: «Ήγέρθη ό Κύριος όντως» (Λουκ. κδ' 34). Αύτός πού άρνεϊται τήν Άνάστασιν, άδυνατεϊ νά έξηγήση τήν άνδρείαν τών πρώτων Χριστιανών, τήν άντοχήν τών Μαρτύρων, τούς καταπληκτικούς πνευματικούς άθλους τών ένσάρκων άγγέλων, δηλαδή τών Αγίων, Όσιων καί ’Ασκητών. Άδυνατεϊ νά έξηγήση τόν ποταμόν τών θαυμάτων, ό όποίος άρδεύει κατά τρόπον άνερμήνευτον τόν κόσμον. Δέν ήμπορεϊ νά λύση τό αίνιγμα τής ίδρύσεως καί ραγδαίας έξαπλώσεως τής Εκκλησίας. ’Οτιδήποτε καί άν συνέβη εις τόν τάφον τού Χριστού, λέγει ό όρθολογιστής Χάρνακ, οίοσδήποτε και άν ύπήρξεν ό τρόπος τών έμφανίσεών του είς τούς Μαθητάς του, ένα είναι βέβαιον «ότι αύτός ό τάφος ύπήρξεν ό γενέθλιος τόπος τής άφθάρτου ιιίστεως, ότι ό θάνατος ένικήθη καί κατετροπώθη, ότι υπάρχει αίώνιος ζωή»   . Άλλ' ή μεγαλυτέρα άπόδειξις τού θριάμβου τής Άναστάσεως είναι αύτή: Όσον κανείς πολεμεϊ τήν άμαρτίαν καί κάμνει (δικά του τά δώρα τού Άναστάντος, τόσον ένισχύεται εις τήν πεποίθησιν ότι «ήγέρθη ό Κύριος όντως» (Λουκ. κδ' 34)· ότι έθανάτωσε τόν θάνατον ότι ό άνθρωπος μόνον μέ τήν δύναμιν τού Άναστάντος δύναται νά καταβάλη τόν διάβολον, την άμαρτίαν καί τόν θάνατον. Διά τούτο δέν ύπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ϋπαρξις άπό εκείνην, ή όποια άπιστεΐ είς τήν λαμπροφόρον Άνάστασιν τού ζωοδότου Κυρίου μας (πρβλ. Α' Κορ. ιε' 19).

Πλήρεις και λαμπροί είς τήν αιωνιότητα

Άνεπτύξαμεν είς προηγούμενα κεφάλαια ότι ψυχή καί σώμα, πνεύμα καί ύλη άποτελοΰν τόν δλον άνθρωπον. Ή ψυχή έπλάσθη διά τό σώμα καί τό σώμα διά τήν ψυχήν. Συνεπώς άποτελοΰν καί τά δύο μυστηριώδη μέν καί άκατανόητον, άλλ' άληθινήν καί άρμονικήν συζυγίαν, έστω καί αν έρίζουν συχνά είς τήν παρούσαν ζωήν ένεκα τής άμαρτίας. Ό δέ Κύριος διά τής θείας Ένσαρκώσεώς του έλαβεν, οπως είπαμεν, τόν όλον άνθρωπον σώμα καί ψυχήν. Δι αύτό άκριβώς καί ή διά τού Σταυρού καί τής τριημέρου Άναστάσεως κατάκτησις τού θανάτου καί άνάκτησις έκ νέου τής ένδόξου θείας ζωής έχει εύεργετικές έπιπτώσεις είς τόν δλον άνθρωπον: Καί είς τήν ψυχήν καί είς τό σώμα. Διά τής Άναστάσεως τού Θεανθρώπου ό δλος άνθρωπος, ώς ένιαία ψυχοσωματική ένότης, όδηγεϊται όριστικώς καί άνεκκλήτως είς τήν μακαριότητα τής αίωνίου ζωής.
Λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Επειδή έπρεπε νά άνακληθή έκ τού θανάτου όλόκληρος ή φύσις μας, διά τούτο ό Κύριος μάς βοηθεί καί μάς προτείνει τρόπον τινά τό άγιόν του χέρι. Αφού έσκυψεν έπάνω άπό τό Ιδικόν μας πτώμα, έπλησίασε τόν θάνατον τόσον πολύ, ώστε νά έγγίση τήν νέκρωσιν καί διά τού ίδιου σώματος. Αφού δέ άνέστησε μαζί του «δυνάμει» τόν δλον άνθρωπον, έδωρε καί είς τόν άνθρωπον τήν δυνατότητα τής έκ νεκρών άναστάσεως. Επειδή δέ ή θεοδόχος σάρκα, ή όποια κατά τήν Άνάστασιν συνανυψώθη μαζί μέ τήν θεότητα, δέν προήλθεν άπό άλλοΰ παρά άπό τό (δικόν μας φύραμα, άπό τήν Ιδικήν μας σάρκα, διά τούτο ή Άνάστασις τού Κυρίου καλύπτει «τό δλον», δηλαδή ψυχήν καί σώμα τού άνθρώπου.

Διά τούτο γεμάτοι άγαλλίασιν διά τήν άφθαρσίαν, τήν όποιαν μάς έχάρισε μέ τήν λαμπροφόρον Άνάστασίν του ό Λυτρωτής, ψάλλομεν: «Ή φθορά έξωστράκισται (έχει έξοστρακισθή)· άφθαρσι'α έξήνθη σεν· ό δεσμός ό χρόνιος διαλέλυται  οι ουρανοί εύφραινέσθωσαν, γη καί τά έπίγεια· έξανέστη γάρ Χριστός έσκυλεύθη ό θάνατος...»   . Τήν δέ Κυριακήν τών Αγίων Πάντων ψάλλομεν: «Ό σταυρωθείς (Χριστός) έγήγερται- ό μεγάλαυχος (διάβολος) πέπτωκεν· ό καταπεσών και συντρίβεις (άνθρωπος) άνώρθωται φθορά έξωστράκισται και άφθαρσία ήνθησεν- υπό τής ζωής γάρ τό θνητόν κατεπόθη» .
Επομένως, οπως ό άνθρωπος ήταν πλήρης κατά τούς χρόνους τής άθωότητος καί άναμαρτησίας του, έτσι θά είναι πλήρης καί λαμπρός είς τήν αιωνιότητα, χάρις είς τήν άγίαν Άνάστασιν. Καί τώρα μέν ό σωματικός θάνατος διασπά βιαίως σώμα καί ψυχήν, άλλά τό άναγκαστικόν τούτο διαζύγιον είναι προσωρινόν. Όταν έλθη ή μεγάλη ώρα τής άναστάσεως τών νεκρών, ή ένότης αύτή θά άποκατασταθή καί πάλιν. Τό σώμα θά άναστηθή άφθαρτον, διά νά ένωθή μέ τήν άθάνατον ψυχήν. Διότι, όπως λέγει ό θείος Χρυσόστομος, ό άνθρωπος δέν είναι «ψυχή μόνον, άλλά ψυχή και σώμα. Εί τοίνυν ψυχή μόνον άνίσταται, έξ ήμισείας τό ζώον άνι'σταται, άλλ' ούχ ολόκληρον». Καί διά τό πώς θά γίνη ή γενική έξανάστασις τών νεκρών, θά είπωμεν εις τήν συνέχειαν. Τώρα περιοριζόμεθα άπλώς είς τό νά ύπογραμμίσωμεν τήν μεγάλην καί σωτήριον άλήθειαν, ότι διά τής Άναστάσεως τοϋ Σωτήρος ή άνθρωπίνη ϋπαρξις συνανίσταται μέ τόν θριαμβευτήν Κύριον όλόκληρος είς τήν προτέραν ένδοξον καί μακαρίαν κατάστασίν της. Ό ΐερομάρτυς Μεθόδιος, έπίσκοπος Όλυμπου, παρατηρεί: Ό Χριστός έχει έλθει όχι διά νά μετασκευάσει ή νά μεταπλάση τήν άνθρωπίνην φύσιν είς άλλο είδος, άλλά διά νά τήν άποκαταστήση είς έκεϊνο, τό όποϊον ήταν έξ άρχής πριν άμαρτήση  

 .
Άλλωστε, όπως παρατηρεί ό πρόμαχος τής πίστεως Μ. Αθανάσιος, ή θεία Άγαθότης δέν ήνείχετο νά καταστραφοΰν οι λογικοί άνθρωποι καί τά έργα αύτά νά έπανέλθουν διά τής φθοράς είς τό μή είναι, δηλαδή νά άφανισθοϋν. Ή κατάργησις τής θείας έντολής θά ήταν καταρράκωσις τής θείας δικαιοσύνης. Ούτε καί ή μετάνοια ήταν δυνατόν νά έξαλείψη τά φυσικά άποτελέσματα τής παραβάσεως τών πρωτοπλάστων διότι ή μετάνοια άπαλλάσσει τόν ένοχον μόνον άπό τήν ένοχήν τών άμαρτημάτων. Ό άνθρωπος όμως δέν άμάρτησε μόνον παρεδόθη καί είς τήν φθοράν. Καί άκριβώς δι αύτό έσαρκώθη ό Θεός Λόγος καί έγινεν άνθρωπος, ώστε νά δώση καί πάλιν ζωήν είς τούς άνθρώπους καί νά τούς έπαναφέρη εις τήν άθα- νασίαν. 'Επέτυχε δέ τούτο, άφοϋ τούς έλευθέρωσεν άπό τόν θάνατον, μέ τό νά κάμη (δικόν του σώμα τό άνθρώπινον σώμα, πού έλαβε μέ τήν Ένανθρώπησίν του, καί μέ τήν χάριν τής Άναστάσεως έξηφάνισε τόν θάνατον, όπως ή φωτιά έξαφανίζει τήν καλάμην . Μέ τό φιλάνθρωπον λοιπόν μυστήριον τής οικονομίας τοϋ θανάτου καί τής Άναστάσεως τοϋ Κυρίου καταργεϊται ό θάνατος. Δι αύτό γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: 'Εμάς, οι όποιοι έπέσαμεν καί ήμεθα νεκροί, μάς έζωοποίησε πάλιν καί άνενέωσε τό φθαρτόν σώμα μας- καί «τήν αηδίαν τών λειψάνων», πού ήταν εις τούς τάφους, τήν έμόρφωσε κατά φιλάνθρωπον τρόπον «είς ζώον (= ζωντανήν ϋπαρξιν) άφθαρτον».

Τοιουτοτρόπως μέ τήν Άνάστασιν ή μέν άθάνατος ψυχή έπανέκτησε τό άρχαϊον κάλλος, τήν προηγουμένην δόξαν της, καί κατελαμπρύνθη. Τό «κατ’ εικόνα», τό όποΤον εϊχεν άμαυρωθή καί έξα χρειωθή ένεκα τής άμαρτίας τών πρωτοπλάστων, άνεμορφώθη καί ένισχύθη, ώστε νά ήμπορή, ήδη από του παρόντος κόσμου, νά φθάση είς τό «καθ’ όμοίωσιν» Θεοΰ. Τό δε άνθρώπινον σώμα άπέκτησε τήν ικανότητα, ώστε είς μέν τον παρόντα κόσμον νά γίνη «ναός τοΰ έν ήμϊν Αγιου Πνεύματος» (Α' Κορ. στ' 19), κατοικητήριον τοΰ Τριαδικού Θεοΰ. Κατά δε τήν ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας νά άναστηθή μεταποιημένον καί άπαφθαρτισμένον, ώστε νά καταστή όμοιον προς τό δοξασμένον σώμα τού Κυρίου· νά άποκτήση τήν (δίαν μέ έκεΤνο ένδοξον καί άφθαρτον μορφήν καί νά ζήση ένωμένον μέ τήν ψυχήν είς τήν άτελεύτητον αιωνιότητα (πρβλ. Φιλιπ. γ' 21). Διά τούτο καί τό β' Νεκρώσιμον Εύλογητάριον λέγει: «Ό πάλαι μέν έκμη όντων πλάσας με, και εικόνι σου θεία τιμήσας, παραβάσει έντολής δε πάλιν με έπιστρέψας είς γην, έξ ής έλήφθην, είς τό καθ’ όμοίωσιν έπανάγαγε, τό άρχαϊον κάλλος άναμορφώσασθαι». Δηλαδή· Ώ Θεέ μου, Σύ, ό όποίος μέ έπλασες τότε άπό τό μηδέν «κατ’ εικόνα» ιδικήν σου· Σύ, ό οποίος, ένεκα τής παραβάσεως τής έντολής άπό τούς προπάτορές μου, μέ έπέστρεψες είς τήν γήν, άπό τήν όποιαν μέ έδημιούργησες, λόγω τού θανάτου, ό όποίος μοϋ έπεβλήθη ώς τιμωρία- Σύ τώρα, ώ Θεέ μου, έπανάφερέ με είς τήν προηγουμένην κατάστασιν. Τήν λαμπρόν έκείνην κατάστασιν, είς τήν όποιαν εύρισκόμουν πριν άπό τήν πτώσιν. Έπανάφερέ με, διά νά έπιτύχω τήν όμοίωσιν μέ Σέ, τον πανάγιον Θεόν, καί άναλάβω τήν άρχαίαν έκείνην ώραιότητα, μέ τήν όποιαν μέ έστόλισες.
Κατά συνέπειαν «ό άνθρωπος γεννάται άληθώς όχι όταν τόν φέρη είς τόν κόσμον ή μητέρα του, άλλ' όταν πιστεύση είς τόν Άνα- στάντα Σωτήρα Χριστόν, διότι τότε γεννάται είς τήν άθάνατον καί αίωνίαν ζωήν, ένώ ή μητέρα γεννά τό παιδί πρός θάνατον, διά τόν τάφον. Ή ‘Ανάστασις τού Χριστού είναι ή μήτηρ πάντων ήμών, πάν-των τών Χριστιανών, ή μήτηρ τών άθανάτων. Διά τής πίστεως είς τήν Άνάστασιν τοΰ Κυρίου, γεννάται έκ νέου ό άνθρωπος, γεννάται διά τήν αιωνιότητα (...). Ή άληθινή ζωή έπί τής γής άρχίζει άκριβώς άπό τήν Άνάστασιν τοΰ Σωτήρος, διότι είναι ζωή πού δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Άνευ τής Άναστάσεως τοΰ Χριστού ή άνθρωπίνη ζωή δέν είναι άλλο παρά ένα άργόν ψυχομάχημα, πού καταλήγει άναπόφευκτα είς τόν θάνατον. Άλλα άληθινή ζωή είναι έκείνη, ή όποια δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Καί μία τοιαύτη ζωή έγινε δυνατότης έπάνω είς τήν γήν, μόνον διά τής Άναστάσεως τοΰ Θεανθρώπου Χριστού» .
‘Ώστε διά τοΰ Σταυρού καί τής Άναστάσεως τά πράγματα διά τόν άνθρωπον καί τόν θάνατον άνετράπησαν έκ θεμελίων καί άντεστράφησαν. Ό θάνατος, ό φοβερός καί φρικτός διά τόν άνθρωπον, έχασε πλέον τήν ίσχύν καί έξουσίαν του. Τόσον, ώστε άπό τοΰδε καί εις τό έξης ό άνθρωπος έγινε φοβερός διά τόν θάνατον Έάν ό άνθρωπος ζή μέ ζωηρόν τήν πίστιν καί τήν έλπίδα εις τόν Άναστάντα, ή ζωή του καλλύνεται, φωτίζεται, λαμπρύνεται. Έπΐ πλέον ό άνθρωπος διά τής δυνάμεως τού Άναστάντος κατανικά τήν άμαρτίαν καί τόν πνευματικόν θάνατον, ό όποίος άπό τύραννος καί δεσπότης μεταβάλλεται εις ύποπόδιον τών ποδών τού άνθρώπου. Κάτι περισσότερον κείτεται έμπρός του πτώμα νεκρόν! Όταν δέ πλέον ό άνθρωπος φεύγη άπό τήν παρούσαν ζωήν, άποβάλλει προσωρινώς τό ύλικόν μέρος τής ύπάρξεώς του. Τό άπεκδύεται όπως τό ένδυμα, διά νά τό ένδυθή όμως έκ νέου λαμπρόν, ένδοξον καί άφθαρτον κατά τήν ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας τοΰ Κυρίου καί νά ζήση αιωνίως είς τήν άτελεύτητον μακαριότητα τών τέκνων τοΰ Θεού.

Άμεσα και καταφανή αποτελέσματα

Τά άποτελέσματα τής κοσμοσωτηρίου νίκης τοΰ Άναστάντος ύπήρξαν άμεσα καί καταφανή. ‘Η μάχη κατά τοΰ διαβόλου, τοΰ θανάτου καί τοΰ Άδου ούσιαστικώς υπήρξε μυστική καί άόρατος είς τούς άνθρώπους. Οϊ άγιοι Άγγελοι ομως ήμποροϋσαν νά παρακολουθήσουν τά οσα έλάμβαναν χώραν. Αύτοί είδαν οτι «ξύλον άνοπλον, σταυρός άνευ σιδήρου καί σώμα νεκρόν ένίκησε και έθανάτωσε ιόν διάβολον καί τους άγγέλους αύτοϋ». Διότι ό «ισχυρότερος», δηλαδή ό Κύριος Ιησούς, «έθανάτωσε τόν ισχυρόν οπλίτην» (=τόν διάβολον), άφοΰ τόν ένίκησε «διά τής ίδιας αύτοϋ πανοπλίας».
Δι' αύτό ό θείος Χρυσόστομος, έρμηνεύων τόν λόγον τοΰ άποστόλου Παύλου, ό όποίος έζητοΰσε τήν έκ πίστεως δικαιοσύνην, ώστε νά γνωρίση διά τής θρησκευτικής του πείρας τόν Χριστόν καί ιήν δύναμιν, ή όποία πηγάζει άπό τήν λαμπροφόρον Άνάστασίν του (Φιλιπ. γ' 10), έρωτά: Τί σημαίνει «δύναμιν τής άναστάσεως» τοΰ Χριστοΰ; "Εχομεν, λέγει ό θείος Πατήρ, έν προκειμένω «καινόν τινα τύηον». Διότι πρό τοΰ Χριστοΰ άνεστήθησαν μέν νεκροί, μέ τόν ίδιον ομως τρόπον κανείς. Όλοι έκείνοι έπέστρεψαν πάλιν είς τήν γήν άπηλλάγησαν άπό τήν δουλείαν τοΰ θανάτου προσωρινώς. Ένώ τό   «δεσποτικόν σώμα» δέν έπέστρεψε πλέον εις τήν γήν, «άλλ' είς τούς ουρανούς άνέβη καί πάσαν τοϋ έχθροϋ κατέλυσε τήν τυραννίδα». Ταυτο- χρόνως συνανέστησε μαζί του «τήν οικουμένην απασαν». «Σώμα θνητόν», λοιπόν, χάρις εις τήν θείαν έξανάστασιν, «και άνέστη, καί είς ζωήν ήλθεν άθάνατον πέρας ούδέν ουδέ τέλος έχουσαν», όπως βεβαιώνει καί ό 'Απόστολος· ό «Χριστός έγερθεις έκ νεκρών οΰκέτι άποθνήσκει, θάνατος αύτοϋ ούκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9). Επομένως τό μέγα θαύμα τής Άναστάσεως τού Χριστού είναι διπλοΰν, διότι έχομεν κατ' αύτό «καί τό άναστήναι καί τό ούτως άναστήναι»   .

“Ωστε τό άμάρτημα τού Άδάμ, διά νά ένθυμηθώμεν τόν Ιερόν ύμνογράφον, ύπήρξε «βροτοκτόνον, άλλ’ ου θεοκτόνον»· έπέφερε μέν τόν θάνατον τής άνθρωπίνης φύσεως τού Χριστού, δέν ήμπόρεσεν όμως να θανατώση καί τήν άθάνατον θείαν φύσιν τού Χριστού" τώρα δε χάρις είς τήν θείαν Άνάστασιν ό Αδης «βασιλεύει» μέν «τοϋ γένους τών βροτών, άλλ’ ούκ αίωνι'ζει» ό "Αδης βασιλεύει είς τό άν θρώπινον γένος, λόγω τής παραβάσεως τών πρωτοπλάστων, ή βασιλεία του ομως δέν θά είναι παντοτινή. Διότι ό κραταιός Κύριος «τεθείς εν τάφφ» συνέτριψε «τά κλείθρα τοϋ θανάτου» διά τής ζωαρχικής του παλάμης καί έκήρυξεν είς τούς άπ' αίώνος νεκρούς «λύτρωσιν άψευδη», δηλαδή άληθινήν, καί έγινε ταυτοχρόνως «πρωτότοκος τών νεκρών», ό πρώτος νεκρός πού άνεστήθη. Τοιουτοτρόπως ό Κύριος, συντριβών διά τοΰ παναγίου του Σώματος τούς σιδηρούς μοχλούς του άδου , έλυεν ά μ έ σ ω ς καί έζωοποιοΰσεν όσους έκρατοϋντο έκεΐ δέσμιοι καί άνοιγεν ά μ έ σ ω ς εις όλους μας τόν δρόμον πρός την Άνάστάσιν .
Κατά συνέπειαν ή λαμπροφόρος Άνάστασις τού Χριστού ήταν νίκη όχι μόνον κατά τοΰ Ιδικοΰ του θανάτου, άλλά γενικώς κατά τού θανάτου. Οι πιστοί ύμνοϋμεν μέ άγαλλίασιν καί θριαμβευτικόν τόνον τόν Σωτήρα, διότι «θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν, αδου τήν καθαίρεσιν, άλλης βιοτής τής αιωνίου απαρχήν» · διότι έορτάζομεν την νέκρωσιν τού θανάτου, τόν κρημνισμόν, τήν άπώλειαν, τήν συντριβήν τού "Αδου καί τήν έναρξιν άλλης ζωής, νέας καί άθανάτου, τής όποιας οϊ όλόλαμπρες διαστάσ,εις έκβάλλουν καί άναλύονται εις τήν αιωνιότητα. Μαζί μέ τόν Άναστάντα συνανίσταται όλη ή άνθρωπότης· «γένος Ανθρώπινον Αφθαρσίαν ένδέδυται» · όλον τό άνθρώπινον γένος έχει ένδυθή πλέον τήν άφθαρσίαν. Διά τούτο αύτήν τήν νέαν, αίωνίαν καί άτελεύτητον ζωήν, πού μάς έχάρισεν ό Άναστάς, ό άγιος Νικόδημος ό 'Αγιορείτης τήν όνομάζει «μέγα χάρισμα, ευτυχίαν πλουσιωτάτην (...). Χάρισμα των χαρισμάτων, έ'να Αγαθόν των Αγαθών καί μίαν ευεργεσίαν των εύεργεσιών».

Καί ή μεν άπαλλαγή άπό τόν αιώνιον θάνατον δλων έκείνων, πού έπίστευσαν καί πιστεύουν εις τόν Άναστάντα Κύριον, είναι άμεσος. Ή άπαλλαγή ομως άπό τόν σωματικόν θάνατον είναι έμμεσος. Διότι τό δηλητήριον τοΰ θανάτου, τό όποιον έχυσεν εις τήν άνθρωπίνην φύσιν ή άμαρτία, κυκλοφορεί άκόμη είς τούς ιστούς καί είς τό σώμα μας· οι άνθρωποι συνεχίζομεν νά άποθνήσκωμεν ιόν σωματικόν θάνατον. Ό φόβος ομως καί ή άπελπισία τού θανάτου έχουν πλέον καταργηθή. Ή δεσποτεία τής φθοράς έχει καί αύτή καταργηθή. Τώρα ζώμεν μέ τήν έλπίδα τής άναστάσεως καί τής νέας ζωής. Ό θείος Παύλος δέν μάςάφήνει καμμίαν άμφιβολίαν. Γράφει: Εάν δέν ύπάρχη άνάστασις νεκρών, τότε ούτε ό Χριστός άνέστη. Εάν οί νεκροί δέν άνασταίνωνται, ούτε καί ό Χριστός άνέστη. 'Εάν δέ ό Χριστός δέν άνέστη, τότε ή πίστις μας είναι ματαία καί κούφια εις περιεχόμενον (Α' Κορ. ιε' 13, 16, 17). Μέ τούς λόγους αύτούς ό θεοκίνητος Παύλος θέλει νά μάς διδάξη οτι ή Άνάστασις τού Χριστού θά ήταν χωρίς νόημα καί χωρίς σκοπόν θά ήταν ματαία, έάν δέν έπρόκειτο νά άναστηθοΰν μαζί του καί ολοι, οσοι πιστεύουν εις αύτόν καί άποτελοϋν τό μυστικόν σώμα τής άγίας Εκκλησίας του. Τώρα ομως ό Χριστός άνέστη έκ νεκρών καί έδώρισε καί είς ήμάς τήν χάριν τής άναστάσεως. Όπως οί πρώιμοι καρποί, πού ώριμάζουν πρωτύτερα άπό τούς άλλους, μάς προαναγγέλλουν οτι θά άκολουθήση καί όλόκληρος ή συγκομιδή, έτσι καί ό Χριστός άνέστη πρώτος άπό ολους τούς άλλους καί βεβαιώνει μέ τήν Άνάστασίν του οτι θά άκολουθήση κατόπιν καί ή άνάστασις όλων τών άλλων, πού έχουν άποθάνει (Α' Κορ. ιε' 20).
"Ωστε ό σωματικός θάνατος ένικήθη μέν μέ τήν κάθοδον τού Θεανθρώπου είς τόνΆδην,άλλ' ή άνάστασις τών (δικών μας σωμάτων καί ή έπανασύνδεσίς των μέ τις ψυχές θά γίνη κατά τήν Δευτέραν καί ένδοξον Παρουσίαν τού Κυρίου. Τούτο δέν είναι αύθαίρετος πίστις. "Εχομεν μικρόν, άλλά τρανώτατον δείγμα. Ό εύαγγελιστής Ματθαίος γράφει οτι εύθύς μετά τόν θάνατον τού Σωτήρος καί τήν κάθοδόν του είς τόν Άδην «τά μνημεία άνεώχθησαν καί πολλά σώματα τών κεκοιμημένων άγιων ήγέρθη, καί έξελθόντες έκ τών μνημείων, μετά τήν Εγερσιν αύτοϋ είσήλθον είς τήν άγίαν πάλιν και ένεφανίσθησαν πολλοΐς» (Ματθ. κζ' 52-53)· τά μνημεία, πού ήσαν είς τούς βράχους οι όποιοι έσχίσθησαν, άνοιξαν καί πολλά σώματα τών άγιων, πού ήσαν πεθαμένοι, άνεστήθησαν, οταν μετά τρεις ήμέρες άνεστήθη πρώτος ό Χριστός. Καί οί πρώην πεθαμένοι, ζωντανοί πλέον, έβγήκαν άπό τούς τάφους μετά τήν Άνάστασίν του, έμπήκαν είς τήν Αγίαν πόλιν καί έφανερώθησαν είς πολλούς! Επομένως ό Άναστάς Κύριος ήταν ό «πρωτότοκος έκ τών νεκρών» (Κολοσ. α' 18), ό όποίος ήκολουθεϊτο άπό τούς άπελευθέρους του. Ό Άναστάς δέν ήταν μόνος είχε καί συντρόφους, τών όποιων ή άνάστασις έγινεν εύθύς μετά τήν έγερσιν τού Δεσπότου, διά νά άποδειχθή οτι ό Χριστός κατέλυσε πράγματι τήν δύναμιν τού θανάτου καί διέλυσε τό βασίλειον τού Άδου. Βεβαίως τό εύαγγελικόν χωρίον είναι κάπως άόριστον διά τό τί άπέγιναν όσοι άνεστήθησαν καί είς ποίους παρουσιάσθησαν. Άλλ' οί πλεΐστοι έρμηνευταί δέχονται ότι ή άνάστασις των ύπήρξεν οριστική καί οτι «συνεισήλθον» μετά τού Κυρίου «είς τήν άγίαν πόλιν (...) είς τήν ένταΰθα καί είς τήν άνω» . Έν πάση περιπτώσει όλοι αύτοί, οί όποιοι μεταφέρονται άπό τόν Άναστάντα είς τά φωτεινά σκηνώματα τού Παραδείσου «άκαριαία ροπή», άποτελοϋν τούς άρραβώνας τής ίδικής μας άναστάσεως. ’Επί πλέον είναι άπόδειξις «ότι κατηργήθη ό θάνατος διά του θανάτου του Χριστού (...). Ό γάρ τού Χριστού θάνατος την εις την άνω Ιερουσαλήμ άνοδον τοϊς υπευθυνοις ήμϊν άπέδωκεν»".

Όλα αύτά βεβαιώνουν έκεϊνο, τό όποιον γράφει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος: Μετά τήν Άνάστασιν τού Χριστού άποθνήσκομεν μέν, άλλά δέν μένομεν εις τόν θάνατον πράγμα τό όποιον σημαίνει ότι αύτό δέν είναι θάνατος. Διότι τυραννία τού θανάτου καί πραγματικός θάνατος είναι έκεϊνος, κατά τόν όποιον ό νεκρός δέν έχει πλέον τήν δυνατότητα νά έπανέλθη είς τήν ζωήν. Όταν δέ, άφοϋ άποθάνη, ζήση πάλιν καί μάλιστα είς καλυτέραν ζωήν, αύτό δέν είναι θάνατος, άλλά ύπνος «ού θάνατος τούτο έστιν, άλλά Κοίμησις»'β! Τά ίδια διδάσκει καί ό Μ. ‘Αθανάσιος: Τώρα δέν άποθνήσκομεν πλέον όπως άπεθνήσκαμεν πριν άπό τήν ‘Ανάστασιν τού Κυρίου δέν άποθνήσκομεν μέ τόν θάνατον, πού ήταν άποτέλεσμα τής καταδίκης τών πρωτοπλάστων, διότι ή καταδίκη έπαυσε πλέον. Έφ' όσον όμως μέ τήν χάριν τής Άναστάσεως παύει καί άφανίζεται ή φθορά, είς τό έξής διαλυόμεθα κατά τό θνητόν μέρος τού σώματος μόνον κατά τόν χρόνον, πού ώρισε διά τόν καθένα μας ό Θεός. Τούτο γίνεται διά νά άξιωθώμεν νά έπιτύχωμεν καλυτέραν άνάστασιν. Διότι όπως τά σπέρματα, πού σπείρονται είς τήν γήν, δέν άφανίζονται, έτσι καί ήμεϊς όταν άποθνήσκωμεν δέν άφανιζόμεθα μέ διάλυσιν, άλλά θά άναστηθώμεν ώσάν νά σπειρώμεθα, έφ' όσον ό θάνατος κατηργήθη μέ τήν χάριν τού Σωτήρος, διά νά τύχωμεν καλυτέρας άναστάσεως «ινα κρείττονος άναστάσεως τυχεϊν δυνηθώμεν».
Χάρις είς τόν Άναστάντα Κύριόν μας «ή άνάστασις είναι μία μυστηριώδης γέννησις στην αθανασία, σέ μια καινούργια καί αδιάκοπη δηλαδή αίωνία ζωή. Άλλα καί ό θάνατος γίνεται γέννησις Όλοι θά άναστηθούν (...). Άπό έδώ καί στο έξης ό χωρισμός άπό τό σώμα είναι παροδικός»   .
'Ώστε ή δεξιά τού Κυρίου δέν είργάσθη μόνον θαυμαστά· τά είργάσθη καί κατά τρόπον θαυμαστόν. Διότι «διά θανάτου θάνατος έλύθη, διά κατάρας κατάρα άνηρέθη καί ευλογία έδόθη». Άπό τόν Παράδεισον μάς «εξέβαλε παρθένος», ή Εύα. Αλλά καί «ζωήν εύρομεν αιωνίαν» διά Παρθένου, τής Κυρίας Θεοτόκου. Ακόμη τά όσα είργά- σθη ό Κύριος ύπήρξαν φοβερά καί καταπληκτικά: «Θάνατος έλύθη, Αδης άνερράγη, Παράδεισος άνεώχθη, ό ουρανός άνεπετάσθη, δαίμονες έπεστομίσθησαν (...) άναστάσεως ελπίδες ήνοίγησαν, άθάνατοι προσδοκίαι, αγαθών άπορρήτων άπόλαυσις»'.

«Γένος έγένετο εν, Θεού και άνθρώπων»

Έάν τό έργον τού Θεανθρώπου έτελείωνε μέ τήν λαμπροφόρον Άνάστασιν, θά ήταν καί πάλιν μέγα. Άλλ' ό Κύριος δέν ήρκέσθη νά μάς προσφέρη μόνον τά δώρα τής Άναστάσεως, όσον μεγάλα καί άν ησαν. Έπροχώρησε πολύ περισσότερον.
Μετά τήν λαμπρόν νίκην έπί τοϋ Σταυρού καί τήν τριήμερον Άνάστασίν του άνελήφθη είς τούς ούρανούς έ ν σ ώ μ α τ ι καί έκάθησε είς τά δεξιά τοϋ θρόνου τοϋ Θεοΰ Πατρός (Ψαλμ. ρθ' 1 · Έβρ. α' 3). Άφοϋ ό Κύριός μας έταπεινώθη, έσταυρώθη καί άπέθανεν άφοϋ έγεύθη τό πικρόν διά κάθε άνθρωπον ποτήριον τοϋ θανάτου, τώρα μετά τήν άγίαν Άνάστασιν καί τήν μετά σώματος θείαν Άνάληψίν του έχει στεφανωθή μέ τελείαν δόξαν καί τιμήν, διά νά όδηγήση είς τήν αίωνίαν δόξαν καί πολλούς άνθρώπους (πρβλ. 'Εβρ. β' 9, 10). Ό άναληφθείς Κύριος άνέβη καί έκάθησεν είς τά δεξιά τοϋ Πατρός· είσήλθεν είς τήν προαιώνιον δόξαν καί έκάλεσεν όλόκληρον τήν άνθρωπότητα νά μένη μαζί του, νά καθήση μαζί του είς τά έπουράνια (πρβλ. Έφεσ. β' 4-6). Έκεί είς τά δεξιά τοϋ Θεοϋ Πατρός, όπου ό ίδιος «έκάθισεν» παντοτινά! (Έβρ.Ι 12).
"Ωστε διά τής ένδοξου καί έν σώματι Άναλήψεως τοϋ Κυρίου ό άνθρωπος, ό όποίος ύπήρξεν ό στόχος τοϋ άρχεκάκου διαβόλου, δέν τιμάται άπλώς, άλλά καί συγκάθηται καί συμβασιλεύει μαζί μέτόν Θεόν Λόγον. Διά τούτο ψάλλομεν κατά την έορτήν τής Άναλήψεως τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ήμών 'Ιησού Χριστού: «Τήν καταβάσαν φύσιν του Άδάμ είς τά κατώτερα μέρη τής γης ό Θεός, καινοποιήσας σεαυτώ (άφοΰ τήν άνεκαίνισες με την θείαν 'Ενσάρκωσιν, τό αίμα τού Σταυρού, τήν νίκην κατά τής φθοράς καί τήν θείαν Άνάστασιν), ύπιφάνω πάσης αρχής και έζουσΐας άνήγαγες σήμερον ώς άγαπήσας γάρ, συνεκάθισας ώς συμπαθήσας δέ, ήνωσας σεαυτώ ώς ένώσας δέ συνέπαθες ώς απαθής παθών δέ, συνεδόξασας,..

Έπΐ πλέον ό άνθρωπος χάρις είς τήν θείαν Άνάληψιν έχει τήν δυνατότητα διά προσωπικήν θέωσιν, ή όποια μάς προσφέρεται, κατά χάριν βεβαίως, άπό τόν θριαμβευτήν τού θανάτου καί τού Άδου. Λέγει ό Μ. Βασίλειος: Ό Κύριος ήμών Ιησούς Χριστός δέν ήρκέσθη μόνον είς τό νά μάς δώση ζωήν, ένώ έμεϊς ήμεθα νεκροί, «άλλά καί θεότητος άξιωμα έχαρίσατο, και άναπαύσεις ήτοίμασεν αιωνίους», των όποιων τό μέγεθος τής εύφροσύνης δέν δύναται νά συλλάβη ή άνθρωπίνη διάνοια   .
Χάρις είς τήν Σταύρωσιν, τήν Άνάστασιν καί τήν είς οΰρανούς Ανάληψιν τού Θεανθρώπου άποβάλλομεν τήν εικόνα τού χοϊκού καί φοροΰμεν τήν εικόνα τού έπουρανίου. "Εκλεισε πλέον ή περίοδος τής εξορίας μας όπό τόν Παράδεισον, τού όποιου ή θύρα άνοιξε καί πάλιν διά νά μάς δεχθή. Καί όλα αύτά έγιναν όχι μόνον μίαν φοράν διά πάντα, άλλά καί ό ρ ι σ τ ι κ ώ ς. Ό θάνατος έχασεν έν Χριστώ τήν δύναμίν του. Τώρα ό θάνατος είναι φοβερός μόνον κατ' όνομα, όχι όμως καί είς τήν πραγματικότητα   . Διά τούτο «έπΐ γής ειρήνη», άλλά καί «ειρήνη έν ούρανοΐς και δόξα έν ύψίστοις».
Μέ τις άμέτρητες καί άπερινόητες αύτές δωρεές ή νέα έν Χριστώ δημιουργία είναι πολύ άνωτέρα τής πρώτης δημιουργίας. Διότι ό Κύριος δέν μάς ώφέλησε τόσον μόνον, όσον μάς έβλαψεν ό Άδάμ μέ τό άμάρτημά του, άλλά πολύ περισσότερον . Ή λύτρωσις, ή άνάκλασις καί ή έπάνοδός μας είς τόν Θεόν είναι πλήρης καί όριστική. Λιά τού άναστάντος καί άναληφθέντος Χριστού ή εύτελής καί φθαρτή άνθρωπίνη φύσις τιμάται τόσον πολύ, ώστε ύπερβαίνέι όλες τις βαθμίδες τών κτιστών δημιουργημάτων. Διά τούτο καί ψάλλομεν είς τήν 'Ορθόδοξον 'Εκκλησίαν: "Ω θαύμα νέον καί παράδοξον, όμοιον τοϋ όποιου δέν έχει νά παρουσιάση ό κόσμος. Τό θαύμα τούτο είναι ότι ή φύσις των θνητών, ή όποια ήνώθη κατά τρόπον άνερμήνευτον μέ τήν θείαν φύσιν τοϋ παντοκράτορος Λόγου τού Θεού, άνέβη είς τούς ούρανούς καί έγινε κληρονόμος τής μακαρίας δόξης τής Τριάδος .
Τό θαυμαστόν λοιπόν είναι οτι ό άνθρωπος διά τής ένσωματώσεως τής φύσεώς του είς τόν Θεόν Λόγον, τήν κεφαλήν τής 'Εκκλησίας, τοποθετείται όχι όπλώς άνω, άλλά «ύπεράνω» πολύ ύψηλότερα τών άγγελικών δυνάμεων    καί γίνεται μέτοχος θείας δόξης Διότι, όπως λέγει ό θείος Χρυσόστομος, προς ποιαν φύσιν είπεν ό Θεός «κάβου έκ δεξιών μου»; Πρός έκείνην, ή όποία άκουσε τότε είς τόν Παράδεισον «γή ει και είς γην άπελεύση» Τοιουτοτρόπως ό άνθρωπος, ό όποίος έφάνη άνάξιος τών θείων δωρεών, ό όποίος έγινε «παίγνιον τών δαιμόνων» καί δέσμιος τού θανάτου, τώρα ύπερνικά τόν θάνατον καί ένδύεται άφθαρσίαν. Καί ό άνθρωπος, ό όποίος έπεσεν είς τόσον χάος, ώστε δέν ύπήρχε «κατώτερον καταβήναι», άνέβη τώρα είς τόσον ύψος, όπου δέν υπάρχει «άνώτερον άναβήναι». Κάθεται πλέον είς τά δεξιά τοϋ θρόνου τού Θεού, διότι «όπου ή κεφαλή, έκεΐ καί τό σώμα· οϋδενί γάρ μέσω διείργεται (άποχωρίζεται) ή κεφαλή, καί τό σώμα εί γάρ διείργετο (διότι έάν άπεχωρίζετο), οΰκ άν εϊη σώμα, οΰκ άν είη κεφαλή», παρατηρεί ό Ιερός Χρυσόστομος. Καί κατάπληκτος άναφωνεΐ: «Βαβαί! που πάλιν τήν εκκλησίαν άνήγαγεν!» Καί άλλού: «Βαβαί, φρικτά όντως τά πράγματα».
Πολύ ώραία άναλύει τήν ιδίαν άλήθειαν καί ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος.

 Γράφει:
«Άν οι πρωτόπλαστοι έμετανοοϋσαν τότε, όταν εΰρίσκοντο άκόμη είς τόν παράδεισον, ήθελε άπολαμβάνουν μοναχά τόν παράδεισον, καί όχι άλλο τι περισσότερον· άμή επειδή άπεδιώχθησαν άπό τόν παράδεισον διά τήν άμετανοησίαν τους. Άλλά μετά ταϋτα έμετανόησαν, καί έ'κλαυσαν πολλά καί έταλαιπωρήθησαν, διά τοΰτο καί ό Δεσπότης τών απάντων Θεός, διά τούς κόπους καί ιδρώτας, καί ταλαιπωρίας όπου έπαθαν, καί διά τήν καλήν τους μετάνοιαν, ήθέλησε καί νά τούς τιμήση, καί νά τούς δοξάση, καί νά τούς κάμη νά αλησμονήσουν καί όλα έκεϊνα τά κακά όπου έπαθαν και τι κάμνει; στοχάσου την μεγάλην φιλανθρωπίαν του. Άφ’ ου κατέβη εις τον αδην, καί τούς άνέστησε, δεν τούς έβαλε πάλιν εις τον παράδεισον έκεϊνον, άπό τον όποιον έδιώχθησαν, άμή τούς άνέβασεν εις τον ουρανόν τού ουρανού, καί άφ’ ου έκάθισεν ό Δεσπότης ήμών Χριστός έκ δεξιών τού Θεού, καί προανάρχου Πατρός του, στοχάσου πλέον, μέ πόσην δόξαν, καί τιμήν έδόξασε τον Άδάμ (δηλαδή τήν άνθρωπίνην φύσιν, τό άνθρώπινον γένος), όποΰ ήτον κατά φύσιν δούλάς του, καί έχρημάτισε κατά χάριν Πατέρας του; Είδες εις τίλογής ύψος τον άνέβασεν ό Δεσπότης ήμών Χριστός;» Ό φιλάνθρωπος ομως Θεός δέν έτίμησε καί δέν έδόξασε «μοναχά τον Άδάμ, άλλά καί ήμάς τούς υιούς αύτού, ήγουν έκείνους όπού έμιμήθησαν τήν μετάνοιαν έκείνου, καί τά δάκρυα, καί τούς θρήνους (...) καί έως τήν σήμερον τούς δοξάζει, καί τούς τιμά, ώσάν καί τον Άδάμ έκείνους όποΰ μετανοούν καθώς πρέπει, καί κάμνουν έκεϊνα όποΰ έκαμεν ό Άδάμ» .

Ό Ιερός Χρυσόστομος συγκρίνει έκεϊνα τά όποια έχάσαμεν ένεκα τής παραβάσεως μέ τά οσα έκερδήσαμεν διά του’ Θεανθρώπου καί λέγει:
Είς τήν άρχήν τής δημιουργίας ό Δημιουργός «κατ’ εικόνα Θεού έποίησε τόν άνθρωπον», ένώ τώρα «αύτώ τώ Θεώ ή'νωσε». Τότε τοΰ έδωκε τήν έξουσίαν νά δρχη «ιχθύων καί θηρίων»· τώρα «ύπεράνω τών ουρανών τήν άπαρχήν ήμών άνήγαγε». Έφ’ οσον ό άναληφθείς μέ τήν άγίαν του σάρκα Χριστός έγινε ώς άλλος πρώιμος καρπός άπαρχή τών κεκοιμημένων, «δι’ έκείνης τής μιας σαρκός καί τής Απαρχής τό γένος τό ήμέτερον εύλογηθήναι έποίησεν». Προηγουμένως, λόγω τής άμαρτίας, «ούδέν ήν εύτελέστερον Ανθρώπου», ένω τώρα «ούδέν γέγονε τιμιώτερον Ανθρώπου   . Διά τοΰ άναστάντος καί άναληφθέντος Χριστού ό άνθρωπος νικά τήν φθοράν καί άποκτά άφθαρσίαν. Ό άνθρωπος νικά τόν θάνατον, διότι ό θάνατος έξηφανίσθη έντελώς καί κατενικήθη, ώστε δέν φαίνεται πουθενά, καί άποκτά αθανασίαν καί θεοϋται. Τώρα πλέον «γένος έγένετο έν, Θεού καί Ανθρώπων».
Αύτά έχει ύπ’ οψιν του ό εύλαβής ΰμνογράφος, διά τοϋτο καί μελωδεί είς τό μεγαλυνάριον τής Θ' ώδής τοΰ κανόνος τής ‘Αναλήψεως: «Ήρθη έμφανώς ή μεγαλοπρέπεια άνωθεν τών ουρανών τοΰ σαρκί πτωχεύσαντος, καί συνεδρία Πατρός τετίμηται φύσις ήμών ή έκπτωτος. Πανηγυρίσωμεν και συμφώνως πάντες άλαλάξωμεν και κροτήσωμεν χεΐρας γηθόμενοι». Δηλαδή, ό Θεός Λόγος τού Πατρός, αύτός πού έγινεν άνθρωπος κατά τρόπον θαυμαστόν καί μεγαλοπρεπή, αύτός ό όποίος έπτώχευσε καί έταπεινώθη κατά τήν σάρκα, έσηκώθη πρός τά έπάνω φανερά διά τής ένδοξου Άναλήψεώς του καί ύψώθη πολύ ύψηλότερα άπό τούς ούρανούς. Ή δέ φύσις ήμών των άνθρώπων, ή όποία άμάρτησε καί έδιώχθη άπό τόν Παράδεισον τής τρυφής καί ή όποία έξέπεσεν άπό τήν θείαν δόξαν καί παρρησίαν, διά τής Άναλήψεώς τού Κυρίου έτιμήθη μέ τήν συγκαθεδρίαν τού Πατρός. Άς πανηγυρίσωμεν λοιπόν καί άς άλαλάξωμεν ολοι μαζί τόν έπινίκιον ύμνον καί άς κροτήσωμεν τά χέρια μας άπό χαράν πνευματικήν καί άγαλλίασιν.
'Αλλά διά νά κάμη ό άνθρωπος τά δώρα τού Άναληφθέντος ίδικά του πρέπει νά άποθάνη μαζί μέ τόν Ίησοΰν καί νά ζήση τήν ζωήν τού 'Ιησού ώς ϊδικήν του. Τότε θά ήμπορή νά άναφωνήση μέ τόν Θεολόγον Γρηγόριον: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθες συνενεκρούμην, συζωοποιοϋμαι σήμερον  χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι. 'Αλλά καρποφορήσωμεν τώ υπέρ ήμών παθόντι και άναστάντι» (= έμπρός άς προσφέρωμεν καρπούς, εις έκείνον, πού έπαθεν χάριν ήμών καί άνεστήθη!) Τοιουτοτρόπως ή συμμετοχή μας εις τις δωρεές τού Άναληφθέντος Κυρίου καθιστά τό Πάσχα έορτήν «διαβατήριον», διά τής όποιας έγκαταλείπομεν «τήν Αίγυπτον ταύτην(...) του βίου τήν βαρεϊαν και σκοτεινήν», νικώμεν τήν φθοράν καί τόν θάνατον καί βαδίζομεν χαίροντες πρός τήν γήν τής έπαγγελίας, τήν άνω 'Ιερουσαλήμ, όπου βασιλεύει ή αιώνιος ζωή καί ή άτελεύτητος χαρά   .

«Άντέδωκε τοΰ Πνεύματος την χάριν»

Άς είπωμεν ομως καί όλίγα διά τήν άγίαν Πεντηκοστήν, ή όποία είναι «τό τέλος τών άγαθών», τά όποία μάς έδώρησενό Άναστάς, καί ή όποία είναι ή «μητρόπολις τών έορτών» καί ό «καρπός τής έπαγγελίας» Διότι κατά τήν άγίαν Πεντηκοστήν ή άνθρωπίνη φύσις δέχεται τις πλούσιες δωρεές τού Παρακλήτου Πνεύματος. Ό Κύριός μας φεύγει άπό τον κόσμον καί ει'ς αύτόν έρχεται ό Παράκλητος. Ό Υιός καί Λόγος ανεβαίνει είς την άρχίφωτον δόξαν καί τό Πανάγιον Πνεύμα την μεταλαμπαδεύει είς τήν κτίσιν Λέγει ό ιερός Χρυσόστομος: «Άνήνεγκεν ό Κύριος τήν Απαρχήν τήν ήμετέραν καί κατήνεγκε τό Πνεύμα τό 'Άγιον», εις άπόδειξιν ότι «κατήλλαξε τον Πατέρα» με τήν (δικήν μας άνθρωπίνην φύσιν . Δηλαδή ό Θεάνθρωπος άνελήφθη «έν δόξη είς τόν ούρανόν καί μετέφερεν έμπρός είς τις έκπληκτες άγγελικές δυνάμεις, ώς δείγμα καί ώς έγγύησιν τού έργου, τό όποιον έπετέλεσεν είς τήν γήν, τήν άπαρχήν τής άνθρωπίνης φύσεως. Ώς έγγύησιν δε καί άρραβώνα τής όλοκληρώσεως τού σωτηριώδους έργου του άπέστειλεν είς τήν γήν τό τρίτον πρόσωπον τής 'Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεύμα. Τούτο φανερώνει άκόμη ότι ό Χριστός συνεφιλίωσε τόν Πατέρα με ήμάςτούς άνθρώπους. Καί ό ιερός Πατήρ χρησιμοποιεί μίαν εικόνα τής έποχής του, διά νά κάμη περισσότερον καθαράν τήν μεγάλην αύτήν άλήθειαν καί λέγει: Ό Χριστός «έλαβε τήν άπαρχήν τής φύσεως τής ήμετέρας», καί άντ’ αύτής μάς έδωκε «τού Πνεύματος τήν χάριν». Έγινεν αύτό, τό όποιον γίνεται (έτσι έγίνετο τότε) μετά άπό ένα μακράν πόλεμον. Όταν σταματήση ή μάχη καί γίνη ειρήνη, οί άντίπαλοι, οί όποιοι ησαν μεταξύ των έχθροί, άνταλλάσσουν μεταξύ των έγγυήσεις καί ένέχυρα. Τό ίδιον έπανελήφθη καί τώρα μεταξύ τού Θεού καί τής άνθρωπίνης φύσεως. Ή φθαρτή άνθρωπίνη φύσις, ή όποια εύρίσκετο κάτω άπό ιήν έξουσίαν τής άμαρτίας καί τού θανάτου «έπεμψεν» είς τόν Θεόν διά τού Χριστού τήν έκλεκτήν προσφοράν ώς ένέχυρον καί έγγύησιν. Ό δέ Θεός άνταπέστειλεν είς ήμάς ώς ένέχυρον καί έγγύησιν τό Αγιον Πνεύμα . 'Έχομεν λοιπόν τώρα «βέβαιον τόν άρραβώνα» τής μελλούσης ζωής καί αιωνίου βασιλείας. Άρραβών είναι «άνω (μέν) τό σώμα» τού Κυρίου, «κάτω (δέ) τό Πνεύμα αυτού προς ήμάς» .
Ή εικονογραφία καί ή λατρεία τής ’Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, οί όποιες έκφράζουν μέ τόν ίδικόν των ή κάθε μία τρόπον τις μεγάλες αλήθειες τής πίστεώς μας, ΰπογραμμίζουν καί τήν χαρμόσυνον αύτήν άλήθειαν. Ή μέν εικόνα τής Πεντηκοστής παρουσιάζει τούς θεοκλήτους 'Αποστόλους νά κάθωνται ήμικυκλικώς είςτό φωτεινόν ύπερώον ήρεμοι, μέ τήν όψιν ιλαράν καί γλυκεϊαν, μέ τήν «γλώσσαν ώσεί πυράς» πάνω άπό τήν κεφαλήν των, είς άπόδειξιν ότι «έπλήσθηοαν απαντες Πνεύματος Άγιου» (Πράξ. β' 3, 4). Κρατούν όλοι είλητάρια, δηλαδή σύμβολα τού διδακτικού χαρίσματος, τό όποιον τούς έδόθη καί συμφώνως προς τό όποιον θά έκήρυσσαν κήρυγμα μετανοίας εις τόν λαόν μέ κέντρον τόν Σταυρόν καί την Άνάστασιν. Κάτω άπό τό ήμικύκλιον, όπου κάθονται oi θείοι ’Απόστολοι, μέσα εις μαΰρον φόντο, τό όποίον άναδύεται άπό τήν περιοχήν τοΰ σκοτεινού Αδου, εϊκονίζεται ένας γέρων μέ βασιλικόν ένδυμα καί στέμμα. Εις τό χέρια του κρατεί σινδόνι μέ δώδεκα κυλίνδρους. Ό γέρων συμβολίζει τόν κόσμον, ό όποίος έγήρασεν «έν άμαρτίαις». Συμβολίζει τήν κτίσιν, ή όποια είναι αιχμάλωτος τού «αρχοντος τοΰ κόσμου τούτου». Τό βαθύ σκοτάδι, τό όποιον τόν περιβάλλει, συμβοίζει «τό σκότος καί τήν σκιάν τοΰ θανάτου» (Λουκ. α' 79), τόν Αδην, είς τόν όποιον ήταν ύποδουλωμένος ό κόσμος καί άπό τόν όποιον ήδη έλευθερώνεται. Οί δώδεκα κύλινδροι, τούς όποιους κρατεί, είναι σύμβολα τού κηρύγματος τών δώδεκα θεοπνεύστων ’Αποστόλων, οί όποιοι φέρουν φως καί κηρύττουν άφεσιν εις τούς αιχμαλώτους τοΰ θανάτου καί τού "Αδου.
"Ενας ώραίος ύμνος τής Κυριακής τής Πεντηκοστής μακαρίζει τά τέκνα τής Εκκλησίας, τά όποια δέχονται τις χάριτες τοΰ Αγίου Πνεύματος. Λέγει:
Ώ σείς, τέκνα τής Εκκλησίας, τών όποιων ή μορφή άστράπτει άπό τήν λαμπηδόνα τής θείας Χάριτος, δεχθήτε τήν δρόσον τού 'Αγίου Πνεύματος, ή όποία δέν είναι μόνον δρόσος, άλλα πνέει καί φωτιάν. Αύτή ή δρόσος προσφέρει τήν συγχώρησιν καί τήν κάθαρσιν τών άμαρτιών καί λυτρώνει τήν ψυχήν άπό τό βάρος τής ένοχής καί διαλύει τις άμαρτίες καί σάς κάμνει φαιτείνούς καί λαμπρούς. Διότι τώρα, κατά τήν άγίαν ήμέραν τής Πεντηκοστής, έβγήκεν άπό τήν Εκκλησίαν (τήν νέαν Σιών) ό νέος λυτρωτικός νόμος τοΰ Εύαγγελίου, ή Χάρις τοΰ 'Αγίου Πνεύματος, πού έχει τήν μορφήν πύρινων γλωσσών .
’Αλλά καί ή τρίτη εύχή τοΰ Μεγάλου 'Εσπερινού τής 'Αγίας Πεντηκοστής άναφέρεται είς τήν κάθοδον τοΰ Σωτήρος είς τόν Αδην καί έπικαλεϊται τήν θείαν βοήθειαν δι' όλους τούς νεκρούς άπό κτίσεως κόσμου. Λέγει:
Χριστέ ό Θεός ήμών, Σύ ό όποίος «θανάτου δεσμούς άλυτους καί κλείθρα "Αδου» διέρρηξες «καί τοΐς κάτω καθημένοις άνοδον» ύπέδειξες· Σύ ό όποίος «τούς θανάτου κέντρω πληγέντας» ζωογονείς διά τών έλπίδων τής Άναστάσεως· Σύ, Δέσποτα, ό όποίος μάς έφανέρωσες κατά τήν μεγάλην καί σωτήριον ήμέραν τής Πεντηκοστής τό μυστήριον τής άγιας, καί όμοουσίου, καί συναϊδίου, καί άδιαιρέτου,καί άσυγχύτου Τριάδος· Σύ, ό όποίος μας άξίωσες νά δεχώμεθα κατ’ αύτήν τήν παντέλειον καί σωτήριον έορτήν «ίλασμούς ίκεσίους» ύπέρ έκείνων οί όποιοι άπέθαναν, άνάπαυσε τις ψυχές αύτών «έν τόπω φωτεινώ, έν τόπω χλοερώ, έν τόπω άναψύξεως, ένθα άπέ- δρα πάσα όδύνη, λύπη καί στεναγμός». Διότι «ούχ οί νεκροί αίνέσουσι σε, Κύριε (...), άλλ’ ήμεΐς οί ζώντες εύλογοϋμέν σε καί ίκετεύομεν», καί προσφέρομεν εις σέ «ίλαστηρίους εύχάς καί θυσίας ύπέρ των ψυχών αύτών» .
Λαμπρά λοιπόν, μεγάλα, άπερινόητα καί άνέκφραστα τά δώρα τοΰ Σωτήρος είς ήμας τούς άνθρώπους. Κατέλυσε τά δεσμά τοϋ Αδου, έξηφάνισε τό όνομα τοΰ θανάτου καί «ώς άλλους τριστάτας τον διάβολον, τον θάνατον, καί τόν αδην, τη τοϋ αίματος αύτοΰ κατεπόντισεν έρυθρά, τούς τυράννους ήμών καί διώκτας»   . Ό θάνατος καί ό "Αδης ύπέστησαν ήτταν δεινήν καί όλοκληρωτικήν. "Ας χαίρωμεν έπομένως ας σκιρτώμεν άς άγαλλώμεθα. Διότι Διότι άν «καί ό Δεσπότης ήμών ένίκησε καί τό τρόπαιον έστησεν, άλλά κοινή καί ήμών (τών άνθρώπων) ή ευφροσύνη καί ή χαρά». Διότι ό Κύριος εϊργάσθη τά πάντα διά τήν (δικήν μας όριστικήν σωτηρίαν άπό τόν διάβολον, τόν θάνατον καί τόν Αδην.






Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


http://www.alavastron.net



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |