Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής
Αφηγηματική βιογραφία
Τό φώς τού ήλιου σκορποϋσε παντοϋ τις φωτερές, τίς φιλόζωες του άκτΐνες
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12
ΤΗΝ άλλη μέρα, καθώς Τό φώς τοϋ ήλιου
σκορποϋσε παντοϋ τις φωτερές, τίς φιλόζωες του άκτΐνες, άναφάνηκαν
ανιχνευτές, ακόλουθοι τών ιερέων, γιά νά διερευνήοουν, νά περιμαζέψουν τά
θεωρούμενα δύο νεκρά κορμιά.Ξάφνου, κάποιος άνάμεσά τους, τούς
ξεδιάκρινε άπέναντι στήν θέση: «Λίθου βολή», ολοκάθαρα. Προσεύχονταν
ολοζώντανοι. Κάπου κάπου χειρονομούσαν. Άλλο πάλι καί τούτο! Δίχως νά χάνουν
καιρό, έτρεξαν νά προφθάσουν τήν κατάσταση στόν Κύνωπα. Καί ολάκερη ή περιοχή
άπό συνοικία σέ συνοικία ύπερηλεκτρίσθηκε. Ξανά πάλι στό πόδι. Σάν άστραπή άπό
στόμα σέ στόμα διαδόθηκε ότι ό χριστιανός κι ό σύντροφός του ζωντάνεψαν, έδεσαν
τίς πληγές τους περιφέρονταν στή θέση: «Λίθου βολή» σάν νιοφερμένοι άρχοντες.
Ήταν ποτέ δυνατόν; Ύστερα άπό τέτοια χτυπήματα, τσαλαπατήματα, άπό τόσες
πληγές, άπό τόσο αίμα, τουλάχιστον ό πρώτος, νά μήν είχε ύποκύψει; Μπάς καί
άπάνω του έσερνε κάποια υπερκόσμια μαγική τέχνη, κάποια ύπεράνθρωπη άντοχή;Ό Κύνωπας στήν άρχή έδειξε ταραχή. Ύστερα
ήρέμισε. Άποτραβήχτηκε σέ μιά γωνιά, στό ίερό τού Απόλλωνα, όπου κι ένεργοΰσε
τίς πολλαπλές του νεκρομαντεϊες. Κι ευθύς άμέσως ανακάλεσε νά συσκεφθούν.
Ποιόν; Τόν φοβερό του συνεργάτη. Τόν έχθρό τού άνθρώπου.
—
Νάσαι έτοιμος, Τού είπε. Αύτός ό ένοχλητικός ζεϊ. ’Έλα μαζί μου. Ξεκινώ
γιά κάτω.
Καί καθώς άπλωσε βήμα καί προχώρησε γιά
τήν καινούργια καί τελευταία όπως πίστευε συνάντηση, ό λαός άν καί φανατισμένος
έναντίον τοΰ ξένου, μέ τό αισθητήριό του, διαισθανόταν θέαμα. «Φιλοπαΐγμον» καί
φιλοπερίεργο. Ό άβάπτιστος τότε όχλος, διασκέδαζε μέ τίς έκτελέσεις. Μέ τό
κουσκουσουριό καί τόν σαματά τούτη τήν φορά δέν έμεινε μήτε ποντίκι στά σπίτια.
Τόν καρτερούσαν, καί μόλις ή σκιά του ξεπρόβαλε άπό τό πρώτο σταυροδρόμι, τοΰ
πήρε τό κατόπιν άτέλειωτη μυρμηγκιά. Όχλος άμέτρητος. Κι όσοι άκόμη δέν είχαν άπολαύσει
τήν άναμέτρηση τής προτεραίας, τώρα ξεσηκώθηκαν στό πόδι. Καί τόν προσκυνούσαν.
Σέ μισή περίπου ώρα βρίσκονταν ό ένας
άπέναντι στόν άλλο.
—
Επειδή έχω στό νοΰ μου, τοΰ φώναξε, νά σέ άποντροπιάσω καί νά σοΰ
προσφέρω μερικά βάσανα, όχι σάν τά προηγούμενα, άλλά έξευτελισμούς τοΰ πόνου
καί τής φρίκης, τέτοια, πού νά σέ σπλαχνιστούν τό χώμα, ό άγέρας, ή θάλασσα,
σοΰ τό έπέτρεψα νά ζήσεις. Καί νά, γιά πρόσεξε: Άς στραφούμε πάλι στήν θάλασσα.
Ό βυθός είναι γιά τούς γενναίους. Έκεΐ στήν άπεραντοσύνη της, θά καταλάβεις
ποιά καί πόση δύναμη διαθέτει ό Κύνωπας. Καί μήτε λέξη δέν θά ξαναπροφέρουν τά
χείλη σου. Θά σκύψεις τόν αύχένα σάν τόν κατάδικο στό δήμιο. Θέλεις δέν θέλεις.
—
Ελάτε σείς έδώ, άνάκραξε σέ παραπλήσιους άπό τήν άκολουθία. Κρατείστε
τον γερά έδώ κοντά, ώσπου ν’ άντιληφθεΐ τήν δύναμή μου. Έπειτα τόν καταδικάζετε
μιά γιά πάντα. Τόν παραδίδετε στήν αιώνια ντροπή. Καί άπόγνωση.
Πέντε χέρια τανάλιες σφηνώθηκαν στούς
ώμους τοϋ Ιωάννη. Καινούργιες έπευφημίες, καινούργιοι άλαλαγμοί στόν όχλο.
Χάχανα, φωνές, ξεκαρδίσματα. «Γυναικάριά τινα», υμνολογούσαν τήν ’Αφροδίτη.
Κάθε λίγο καί λιγάκι ξεχώριζαν κραυγές.
—
Μέγας είναι ό Κύνωπας. 'Η χάρη της ’Αρτέμιδος κοντά του. Μίλησε Φοίβε,
βγάλε άπόφαση, άνάκραζαν άνάμεσά τους τά λογήςλογής μπουλούκια. Άνδρες καί
γυναίκες. Καί γονάτιζαν στήν νωπή άπό τίς δροσοστάλες τής νύχτας γή. Καί δώστου
θύμιαζαν. Άπό θέση σέ θέση άναβαν καρβουνάκια μέ κλιματόβεργες καί θύμιαζαν.
Ανάμεσα στά πλήθη ξεχώριζαν τά ομοιώματα — σωσίες — τών άποθαμένων. Οί δαίμονες.
—
Αοιπόν, άνάκραξε πάλι ό Κύνωπας. Προσέξετε τί θά πετύχω. Καί χτυπώντας
δυνατά χέρια, πόδια, στήθος, πήρε φόρα καί μέ παφλασμό, βούτηξε στήν θάλασσα.
Έγινε άφαντος.
—
Μεγάλος είσαι Κύνωπα, άρχισε νά ζητωκραυγάζει τό πλήθος. Εκτός άπό σένα,
δέν ξαναφάνηκε στό νησί μας κανείς. Μά κανείς άνώτερός σου...
Καταμεσής στόν θόρυβο, στίς έπευφημίες,
στούς άλαλαγμούς, ό ’Ιωάννης ξεδιακρίνοντας τούς δαίμονες σωσίες, όπου ό λαός
τούς νόμιζε ξαναγυρισμένους άπό τον Άδη καί άναστημένους, κινήθηκε πρός τό
μέρος τους. Τούς έκανε νόημα καί τούς είπε:
—
Γιά έλάτε κοντά, έσείς οί δυό. Κινήθηκαν διστακτικά, όμως προχώρησαν.
Τούς κατέλαβε ξαφνικά δειλία. Σάν υόν κλέφτη σέ άναπάντεχη σύλληψη. Δέν
διέθεταν ικμάδα ν’ άντισταθούν.
—
Στό όνομα της μίας καί μόνης προσκυνητής τρισηλίου Θεότητος. Στό όνομα
τού Παιρός καί τού Υιού καί τού άγίου Πνεύματος, σάς παραγγέλνω πονηρά καί
άκάθαρτα πνεύματα, νά σταθείτε κάπου έδώ άκίνητοι. Ώσαμε νά προχωρήσει στήν
αιώνια άπώλεια ό κορδωμένος σας συνεργάτης. Ό Κύνωπας.
Εύθύς άμέσως άπόμειναν άκίνητοι.
Μαρμαρωμένοι. Καί καταμεσής σέ όσους τόν φρουρούσαν ύψωσε τά χέρια σέ τύπο
σταυρού κι άφοΰ στέναξε άπό τά βάθη τού είναι του, άνάκραξε ικετευτικά:
—
’Αγαπημένε, αύτός πού έδωσε στόν Μωύσή νά κατατροπώσει μέ τό σχήμα τούτο
τόν ’Αμαλήκ. Κύριε ’Ιησού Χριστέ, πάταξε τόν Κύνωπα καί όδήγησέ τον στά
κατώτατα τής γής. Άς μήν ξανανταμώσει πιά ποτέ τόν ήλιο. Άς μήν καταλογισθεϊ
ποτέ πιά μέ τούς ζωντανούς. Μέ όσους προσδοκούν καί θά προσδοκούν τήν δεύτερη
θριαμβική σου έλευση. Καί παρουσία.
Γιατί άραγε στέναξε «έκ βαθέων» ό
’Ιωάννης; Ώ ναί, γιατί στέναξε; Γιατί μέ τό προνόμιο όπου σάν Απόστολος είχε νά
λύνει ή νά δεσμεύει άμαρτίες καί κακουργήματα, άναγκαζόταν τώρα άπό άδήριτη
άνάγκη καί πριν άπό τήν μελλούμενη ύπερπαγκόσμια κρίση, νά καταδικάσει όχι
δαίμονα, άλλά άνθρωπο. Πλάσμα τής άνοιχτής θύρας. Ψυχή.
Δέν πρόφθασε ν’ άποσώσει κάν τήν τελευταία
του φράση καί ή θάλασσα μανιασμένη άναταράχθηκε. Στόν τόπο όπου έκανε τήν
βουτιά ό Κύνωπας, άντήχησε γδούπος, σεισμός, παράδοξος ήχος, «συνεχές» βουητό.
Τού κάκου τόν περίμενε νά έμφανισθεϊ τό
πλήθος.
Τότε ό ’Ιωάννης έστρεψε ιό βλέμμα καί είπε
στούς δυό όπου στέκονταν τρομαγμένοι.
—
Παραγγέλω καί σέ σάς, στό όνομα τού ’Ιησού Χριστού, τού ’Εσταυρωμένου,
νά έξαφανισθεϊτε. Νά μήν ξαναγυρίσετε ποτέ σ’ αύτόν τόν τόπο καί τόν κόσμο του.
Ευθύς άμέσως έγιναν καπνός. Χάθηκαν,
έξαφανίστηκαν. Νέα σύγχιση, νέος θόρυβος, νέος άλαλαγμός. Όργή, κλάματα,
βλαστήμιες, άγανάκτηση.
—
Καταστροφέα, άνάκραζε ό γέροντας, μοΰ άφάνισες πάλι τό σπλάχνο μου, μοΰ
ξαναπήρες τό παιδί μου. Δέν μέ λυπάσαι, τόν δυστυχισμένο;
—
Σκληρόκαρδε, σιγοντάριζε γοερά τό παλληκάρι. Τί σέ πείραζε ό πατέρας μου
καί μοΰ τόν ξαναπέθανες; Δολοφόνε!
’Αμέτρητα τώρα τά χέρια τανάλιες,
σφηνώθηκαν βροχή στόν μαρτυρικό ’Απόστολο. Ζητούσαν νά τόν κατασπαράξουν.
—
Ότι καλό μάς έφερε ό Κύνωπας, τό κατάστρεψες, φθονερέ, άκουγόταν νά
ούρλιάζει δεξιά του μιά γυναίκα. ’Επικεφαλής ομάδας.
—
Άν ήσουν άγαθός, όπως κάτι μερικοί σέ λένε, θά περιμάζευες αύτούς όπου
άπό χρόνια χάθηκαν καί τούς κατάπιε ό χάρος. Απεναντίας, σάν μάγος καί
φθονερός, έξαφάνισες. δυό ψυχές, όπου ξαναζωντάνεψε ό καθαρώτατος Κύνωπας, τό
καμάρι τοΰ νησιοΰ μας, φώναζαν κάπου άριστερά, έπικεφαλής άλλης ομάδας, άνδρες
έξαγριωμένοι.
—
Ξαναδώσε μας τούς άνθρώπους πού έξαφάνισες γιατί άλλοίμονό σου. Θά σέ
ξεπαστρέψουμε τώρα, αύτήν τήν στιγμή, άκουγόταν άπό πίσω του σέ άπόσταση πέντε
μέτρα νά άπειλεϊ τρίτη όμάδα.
Μερικοί στό μεταξύ, άναφώναξαν ένταπκά,
κάνοντας τίς παλάμες χωνί, άγκομαχοΰσαν νά εισακουσθούν. Καί τά κατάφεραν.
—
Όχι, άς μήν τόν πειράξει κανένας. Άς περιμένουμε πρώτα τόν γυρισμό τού
Κύνωπα. Αύτός μόλις έμφανισθεΐ, θά μάς οδηγήσει πώς καί μέ ποιό τρόπο, νά τόν
καταδικάσουμε. Αύτός σέ λίγο θά δώσει στόν πόνο μας άπόκριση. Θά ξαναφέρει
χαρά. Δέν μάς έτόνισε ότι ώσαμε νά έπιστρέψει άπό τόν βυθό κανένας νά μήν τόν
πειράξει;
Ή προτροπή άρχισε νά πιάνει. Νά
καταπραΰνει τά πλήθη. Καινούργιο καταστάλαγμα, καινούργια άπόφαση. Απόφαση
δρομοδείχτης, συμπαράσταση Κυρίου. Σιγάσιγά ό ένας μετά τόν άλλο τραβιόντουσαν
σέ άναμονή. Ώ, Κύριε, άμα θέλεις νά προστατέψεις, μπορείς μέ χίλιους τρόπους.
—
Μόνο νά μήν άπομακρυνθεϊ κανείς άπό μάς, άκούστηκε νά φωνάζει πάλι
κάποιος ψηλός, σάν Κύκλωπας όπου ξεχώριζε.
—
Νά τόν περιμένουμε άδέλφια, θά γυρίσει. Όσο κι άν άργεϊ, θά γυρίσει.
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική
δημοσίευση από το Ββλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και
αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό
νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου