ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Αρχαίοι Σοφοί Προφήτες καί δίκαιοι μίλησαν γιά τόν φθόνο.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Αρχαίοι Σοφοί Προφήτες καί δίκαιοι μίλησαν γιά τόν φθόνο.





Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής
Αφηγηματική βιογραφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23

ΠΟΛΛΟΙ άρχαίοι σοφοί, προφήτες καί δίκαιοι μίλησαν γιά τόν φθόνο. Καί οί διάδοχοί τους συνέχισαν νά τόν καυτηριάζουν, νά βδελύσσονται στήν άνάμνηση τής παρουσίας του. Οί χριστιανοί πατέρες καί απολογητές πολύ περισσότερο.
’Αλήθεια, άς προσπαθήσουμε μέ φιλέρευνο τηλεσκόπιο, μέ τόν φακό τού πειραματιστή, νά τόν ζυγώσουμε, νά τόν φέρουμε γυροβολιά, νά τόν ξεψαχνίσουμε, να τόν καλοδοΰμε. Προσοχή, είναι μικρόβιο, «ιός» καί δέν είναι δύσκολο νά μεταδοθεί.

Τί είναι λοιπόν ό φθόνος; Φοβερό σαράκι, μάς λένε , όλοι σχεδόν οί σοφοί, όλοι οί άγιοι. ’Αλλοίμονο σ’ αύτόν πού θά βρεθεί μουλωχτό καί δόλιο στήν καρδιά του! Χρειάζονται βροχή τά δάκρυα της μετάνοιας γιά νά καταφέρει νά τόν έξουδετερώσει. Όπως ό σάρακας μόλις μπει στό ξύλο, άθόρυβα σχεδόν, τό σιγοτρώει καί τό καταντά άχρηστη σκόνη, έτσι καί ό φθόνος, νύχταμέρα σιγοτρώει τήν καρδιά τού άνθρώπου. Τήν καταντά μιά φαρμακερή σκόνη. ’Αλλοίμονο, ό φθονερός σπάνια άντιλαμβάνεται γιατί μισεί. Τίς περισσότερες φορές μισεί  ποιόν άλλο; Τήν άγάπη. Τήν στοργή. Τήν εύεργεσία. Γιατί; Τί κακό τού προξένησαν; Μά  ακριβώς έπειδή δέν τού έκαναν κακό, έπειδή δέν τον έβλαψαν, έπειδή ιόν ευεργέτησαν, έπειδή τόν άγαποϋ σαν. Δυστυχισμένοι όσοι ζηλεύετε ή φθονείτε....Δυστυχισμένε Κάϊν. «Τόν θάνατό σου άναζητεΐ ή άμετρη γύρω φύση». Τό σιγοψιθυρίζουν χάμου οί άνθοί, τό τιπ βίζουν τά πουλιά, τό μοιρολογούν οί άγέρηδες στό κύμα. Τό κλαυθμιρίζει ή ψυχή πού σ’ έφερε στόν κόσμο. «Στένων καί τρέμων έση έπί της γης».



Γιατί αραγε φθόνησε τόν Διδάσκαλο του ό Ίούδας; Δέν ήταν πάντα κοντά του, μαζί στήν άνοιχτόκαρ δη άτμόσφαιρα, στήν στοργική καθοδήγησή του; Δέν τοΰ μετέδωσε κι αύτουνοΰ τό χάρισμα νά βγάζει δαιμόνια, νά άνακουφίζει στεναγμούς, νά γιατροπορεύει έτοιμοθάνατους, κοντολογίς νά κάνει τέρατα καί σημεία; Δέν τού έμπιστεύθηκε δίχως κανένα ύπαινιγμό, δίχως καμιά φιλύποπτη διάθεση, τό ταμείο τής ίερης συνοδείας;


Ώ, ναί, σέ τίποτα δέν τό έθιξε, σέ τίποτα δέν τόν έκανε νά πικραθεί, νά μπορεί νά σκεφθεΐ παραπονετικά, νά πονέσει. Όπως νυχτόημερα στούς άπλοϊκούς ψαράδες άνοιγε βεντάγια τήν πανάγια του ψυχή καί τούς έπεξηγοΰσε τά σημαντικότερα γεγονότα τής παγ κόσμιας πορείας, τό ϊ'διο καί σ’ αύτόν. Όπως έσκυψε καί έπλυνε τά πόδια στούς έντεκα, τό ίδιο καί σ’ αύτόν. Κι άς έδειχνε ένδοστρεφής, δύστροπος, διανοούμενος.


Γιατί άραγε φθόνησε τόν Διδάσκαλό του, τήν πηγή προσφοράς άγνωστων άποκαλύψεων, τόν διαλεκτό τού Ισραήλ, τόν εύεργέτη τών καταφρονεμένων, ό ’Ιούδας; Δέν λαμποκοπούσε πάντα άπό άγάπη; (Καί τί άγάπη!) Δυστυχισμένοι όσοι φθονείτε. Δυστυχισμένε Κάϊν. «Τόν θάνατό σου άναζητεΐ ή άμετρη γύρω φύση» Τόν σιγοψιθυρίζουν χάμου οί άνθοί, τό τιτιβίζουν τά πουλιά, τό μοιρολογούν οί άγέρηδες στό κύμα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24



ΛΙΓΟ πρίν άπό τό έβραϊκό Πάσχα, ό άμόλυντος άπό τήν λάσπη τής γης, ήξερε ότι κοντοζύγωσε ή ώρα τής φρικτής δοκιμασίας. Κοντά σέ μερονύχτια βασανισμοΰ, σέ ώρες φρίκης. Μοναδικές στήν 'Ιστορία. Έπρεπε νά γευτεί μιά άνευ προηγουμένου έγκληματική τραγωδία. Άλλά έπειτα θάνοιγε ' δρόμος τής έπιστροφής. Πρός τόν Πατέρα. Μέ λάβαρο στά δάκτυλα τήν κοσμογονική νίκη. Τήν άνθρώπινη καταλλαγή. «Ήπλωσας τάς παλάμας καί ήνωσας τά τό πρίν διεστώτα». Ώ, ιερέ μας Λόγε!


Ό Θεάνθρωπος θά έφευγε. Σιγαποχαιρετοΰσε τά χώματα, τίς σκιές, τά χρώματα τού πλανήτη. Είχε όμως πολύ άγαπήσει τούς δικούς του. Τά πρόβατά του. Τίς ψυχές όπου ξεχώρισε καί άνατράβηξε άπό τόν κόσμο. τόν άντιφατικό καί παμπόνηρο. Τόν κόσμο τής ματαιότητας  καί τής δολοπλοκίας. Τόν κόσμο όπου τοποθετούσε σάν άνασεμιά ζωής τήν ύλη, τήν προσωρινότητα, τό πεπερασμένο. Ώ ναί, τούς είχε πολύ άγαπήσει. Κι επιθυμούσε νά τούς δείξει τό μέγεθος καί τήν ούσία τής άγάπης του. Μιάς δωρεάς έξωγήινης, πασπαλισμένης μέ πνεύμα. Ούράνια προσφορά.


Πρίν λοιπόν άπό τήν γιορτή τού Πάσχα προετοίμασε βραδυνό τραπέζι. Αποχαιρετισμού. Καί μυστηριακής παρακαταθήκης. Κι άπό κοντά, βαθύ ράγισμα τού ναρκισσισμού καί τής έγωπάθειας.


Στό μυστικό λοιπόν έκεϊνο δείπνο, ώ, στόν δείπνο τής άκαταμάχητης άγάπης, καί όταν ξάφνου ό διάβολος βρήκε γιά τό έγκλημα άνοιχτή μιά καρδιά καί, καταμεσίς στούς χαμηλούς λογισμούς, τής έρριξε τό ναρκωτι κό, άνασηκώθηκε. Αναπάντεχα.


Άργοτόξεψε φιλέρευνο βλέμμα. Ένα γύρω καί ψηλά. Κανένας δέν τόν καταλάβαινε. Καί οί δώδεκα τόν παρατηρούν. Φιλοπερίεργα. Άνακρατοΰσαν τίς άναπνοές τούς. Εκείνος ωστόσο γνώριζε. Τά πάντα. Γνώριζε ότι ό Πατέρας, άπό τήν στιγμή όπου πάτησα πόδι στή γή, τοΰ παραχώρισε τά πάντα. Γνώριζε άκόμη ότι είχε άναφανεΐ έδώ κάτω άπό τόν Θεό, άπό τήν πανάγια καί τήν σεπτή Τριάδα. Τήν άκατανόητη στήν άνθρώπινη διάνοια. Καί ότι έπέστρεφε πάλι στούς άνερεύνητους έκείνους θεϊκούς κόλπους.


Ήρεμα καί άπαλά άπιθώνει σέ μιά γωνιά τόν χιτώνα. Κι άπό κοντά, κάθε έξωτερικό ένδυμα. Άνατραβά μιά πρόχειρη ποδιά. Τήν ζώνεται. ’Αναζητά σέ συνέχεια μιά λεκάνη. Κι όταν τοΰ τήν φέρνουν, τήν γεμίζει νερό. Κι άρχίζει νά τούς πλένει τά πόδια! τί λοιπόν έπραττε, τί έπιχειροΰσε; ’Αναπάντεχο. ’Απορία, βουβαμάρα, κατάπληξη. Φθάνοντας κοντά στόν Σίμωνα, άθελά του έκεΐνος, άναταράχθηκε.


—        Μά έπιτέλους, Κύριε. Έσύ μοΰ πλένεις τά πόδια;


Ή άπόκριση έπεσε σάν σταγόνα βροχής στήν έρημο. Σιγαλερή, μυστηριώδης. Καί συνταρακτική.


—        Αύτό πού γίνεται τούτη τήν στιγμή, δέν τό καταλαβαίνεις. ’Αργότερα, θά τό καταλάβεις.


—        ’Αποκλείεται Κύριε. Δέν θά σέ άφήσω νά μοΰ  πλύνεις τά πόδια. Όχι.


Ξανά ή συνταρακτική άπόκριση:



Άν δέ μ’ άφήσεις νά σέ πλύνω, δέν έχεις καμιά θέσι κοντά μου.


Τί ήταν αύτό πάλι;


Μοναστραπίς ό άγαθός ψαράς μεταστράφηκε. Ή παιδική του ψυχή έπιασε ν’ άνησυχεΐ. Νά φοβάται.


Έ, τότε Κύριε, όχι μόνο τά πόδια πλύνε μου. Αλλά καί τά χέρια. Καί τό κεφάλι μου άκόμη.


Καινούργια συνταρακτική άπόκριση:


Όποιος είναι περασμένος άπό τό λουτρό, βρέθηκε δηλαδή νάναι λουσμένος, δέν έχει παρά νά ξεπλύνεί τά πόδια. Κοντολογής, έχει άποδιώξει τόν ρύπο του κορμιού του.


Ακολούθησε λιγόστιγμη παύση.


Σείς πού μέ περιτριγυρίζετε, εισθε καθαροί. Όχι όμως όλοι.


Τότε, άπό κάποιον άναμεσά τους, άντήχησε άχλύ αλλόκοτης άνασεμιάς. (Μερικοί άναφέρουν ότι σιγότριξαν καί δόντια)


'Όταν, ύστερα άπό κάμποση ώρα, έπλυνε τά πόδια τουσ, καί ξανατράβηξε άπό τήν γωνιά τόν χιτώνα, περπάτησε, ξανακάθισε στό τραπέζι.


Ακολούθησε ξανά λιγόσπγμη παύση.


—        Όπως βλέπω μέ κοιτάζετε όλοι φιλέρευνα.


Προσπαθεϊτε νά δώσετε κάποια έξήγηση στόν παράδοξο, όπως σάς φαίνεται, τούτον νιπτήρα. Ακούστε με Λοιπόν: Συνηθίζετε κάθε τόσο καί μέ φωνάζετε Διδάοκαλο. Μέ φωνάζετε Κύριο. Μέ τίς προσφωνήσεις σας αύιές δέν άστοχείτε. Καθόλου. Ναί, είμαι αύτός πού με λέτε. Δυό τρείς μάλιστα άπό σάς τό έχουν άπόλυτα διαπιστώσει. (Στό θαβώρειο φώς). Άν λοιπόν σάν Κύριος ή σάν Διδάσκαλος έσκυψα χάμου καί σάς έπλυνα τούτο τό δειλινό τά πόδια, άπό δώ καί μπρός είστε ύποχρεωμένοι νά πλένετε τά πόδια ό ένας τού άλλου. Όσο θά ύπάρχει ζωή σ’ αύτόν έδώ τόν πλανήτη, οί άνθρωποι όπου μέ άγαποΰν, θά σκύβουν νά πλένουν τά πόδια τού κάθε «πλησίον», τοΰ κάθε καταλαχάρη συνανθρώπου. Όσο κι άν άσήμαντος λογίζεται στήν κοινωνία, όσο κι άν τόν περιφρονοΰν οί άλλοι. Σάς έδωσα τώρα ένα παράδειγμα. Καί ζητώ νά μήν τό παραβλέψετε, νά μήν τό ξεχάσετε. Ποτέ. Θέλω νά τό έφαρμόζετε καί νά τό διδάσκετε καί στούς καινούργιους όπου κάθε μέρα έρχονται στήν ζωή. Γιατί, μά τήν άλή θεία, δέν ύπάρχει ύποτακτικός μεγαλύτερος κατά τήν λογική καί τήν έκτίμηση τοΰ κόσμου, άπό τόν προϊστάμενό του. Μήτε καί άπόστολος μεγαλύτερος άπό έκεΐνον πού τόν πρωτοδίδαξε καί τόν ξαπόστειλε νά φανερώσει τήν άλήθεια. Έάν αύτά πού σάς σιγοτονίζω τώ ρα, τά τοποθετήσετε βαθειά στήν καρδιά σας, θά είστε πάντα εύτυχισμένοι. Όποιος δηλαδή δέν ξεπέφτει στά δίχτυα τής μεγαλομανίας καί γίνεται ιδαλγός τού ταπει νοΰ φρονήματος, είναι τρισμακάριος. Ή μεγαλομανία, ή άναζήτηση άξιωμάτων, θρόνων, ύποκλίσεων, τιμών άπό τούς πολλούς, σκουντά βίαια, σιγοσπρώχνει τήν ψυχή, τήν κάνει νά νομίζει ότι άνήκει στούς έξυπνους, τήν άπομακρύνει άπό τήν σφαίρα της άγάπης. Τήν μπλέκει στόν διχασμό, στήν δουλοπρέπεια, στήν κολα κεία, στήν άνένπμη ύποχώρηση. Στόν γκρεμό.


Ακολούθησε νέα λιγόσπγμη παύση.


—        Άλλά, συνέχισε, τώρα σάς φανερώνω καί κάτι τό λυπητερό. Κάποιος συναμεταξύ σας, όπου τρώγει κόρα κοντά μου ψωμί, σήκωσε τήν πτέρνα του ένάντιά μου. Σάς έξήγησα άλλωστε άρκετά άπό όσα μέλουν νά ουμβοΰν. Γιά νά πιστέψετε ότι είμαι ό Χριστός, ό Υιός ιοϋ Ύψίστου. Άπό δώ καί πέρα όποιος θά δέχεται τόν απεσταλμένο μου, δέχεται τόν έαυτό μου. Εμένα τόν ϊδιο.



Πήρε βαθειά άναπνοή, σταμάτησε. Καί ξαφνικά μέ ταραγμένη λαλιά, είπε:


—        Κάποιος, λέω, άπό τήν συντροφιά μας έδώ, θά μέ προδώσει. Ξέρετε σέ ποιους. Σέ κείνους πού μέ μισούν. Πού καραδοκούν νά μέ θανατώσουν.


Τί ήταν αύτό πάλι Θεέ μου, τί ήταν; Αστραπή, κεραυνός, σεισμός, ή άποκάλυψη ένός άπίθανου σημείου;


Άνακοίταξαν πάλι ό ένας τόν άλλο φιλοπερίεργα. Απορούσαν. Γιά ποιόν τάχα τόλεγε; Ποιός άνάμεσά ιους μπορούσε νάκρυβε τέτοια μαυρίλα στήν ψυχή;


Ποιός εύεργετημένος, στά καλά καθούμενα, άδράζει χοντρό καρφί καί βγάζει τό μάτι τού εύεργέτη;


Ξάφνου, γιά μιά στιγμή, ό Ιωάννης, μέ τήν παρθενία στό σώμα καί στήν ψυχή, άνάγειρε κι έπεσε στον Πανάγιο κόλπο. Στόν «έν σαρκί κρυπτόμενον» Δημιουργό. Ό Σίμων ήλεκτρίζεται. Εκμεταλλεύεται τό τόλμημα. Στό άψεσβήσε τού κάνει νόημα. Σάν πιό μικρός, σάν άβγαλτος κι άθώος, σάν άγαπημένος, μπορούσε τώρα νά ρίξει τήν τρεμάμενη, (μαραμένο ρόδο) έρώτηση. Γιά ποιόν τάχα τόλεγε.


Θεέ μου, πόσο μυστήριο σηκώνει λοιπόν ή ψυχή; Θεέ μου παντοδύναμε, πώς σέβεσαι τόσο τήν έλευθερία;


Ώ, ναί, γιά ποιόν τάχα τόλεγε, γιά ποιόν άκριβώς άπό τους μετρημένους καί διαλεγμένους στόν δείπνο; Τρία στή σειρά χρόνια καί δέν είχαν πάρει μυρωδιά; Κοντά σέ τέτοια γεγονότα, κοντά σέ τέτοια συνταρακτικά σημεία. Θεέ καί Κύριε....Προδοσία! Σ’ αύτόν; Στόν άνεξίκακο πνευματοφόρο;


’Ακολούθησε κάτι τό φοβερό. Τό άνεπανάληπτο. Τό καταγεμάτο συγκατάβαση. Καί μεγαλείο. Ό Ίωάν νης πέφτει σύγκορμος στό στήθος τού άγαπημένου. Άν δέν ήταν άγνός; Άν δέν ήταν καθαρός καί στή σκέψη; Βέβαια, τόν άγαποΰσε άπέραντα. Περισσότερο άπό κά θε τί. Άπό γονιούς, άπό φίλους κι άπ’ αύτήν τήν άμε τρη γύρω φύση. Κι άπ’ αύτήν τήν ’ίδια τήν ζωή.


—        Κύριε, ψελλίζουν τρεμάμενα τά χείλη. Κύριε, ποιός είναι; Ό Ιερός Λόγος δέν άντεξε. Σπάζει ή άγάπη. Τό θεϊκό άρωμά της ξεχύθηκε καυτό δάκρυ τριγύ ρω. Παντού. Στό δάπεδο, στήν όροφή, στούς τοίχους.


—        Αύτός, πού σέ μιά στιγμή θά βουτήξω τό ψωμί στό ποτήρι καί θά τού τό δώσω.


Ή σιγή τώρα φέρνει ριγηλή άνατριχίλα. Προσμονή.


Ή κίνηση, ίδού, γίνεται, έπιβεβαιώνει τήν φράση. Κι ό δυστυχισμένος, κοντά στόν φθόνο, γιά δές, άπομακρύνεται άπό τίς άκτϊνες τού ήλιου. Δέχεται στήν καρδιά τόν άφέντη τοΰ έρέβους. Τόν Σατανά. Τόν άν θρωποκτόνο. «Πνέων δέ τήν χάριν Σου, μαθητής ό άχάριστος τούτην άποβάλλεται καί βορβόρω συμφύρεται. Φιλαργυρίαν άπεμπολών σε. Δόξα τή συγκαταβάσει σου φιλάνθρωπε».


Ώ, μπορεί τάχα άνθρώπινη πέννα νά περιγράψπ τέτοιου μεγέθους δυστυχία;



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 25



Ο ΙΟΥΔΑΣ χαρακτηρίστηκε άπό τόν Άρχιποιμένα άφύλακτος, Λιποτάκτης, «υιός της άπωλείας». Μόνο γιά τήν φοβερή πράξη του; Όχι καί γιά τήν έλλειψη μετάνοιας. Πολλοί παρασύρονται άπό τήν μεταμέλεια καί «ιππεύουν κάλαμον», ιιαίρνουν θέση πέραν τού οίκτου. Όμως, κάνουν τό λάθος νά ξεχνούν ότι ή εξομολόγηση στηρίζεται στή θεϊκή θυσία καί είναι μυστήριο. Ό φόβος τού Πέτρου, πού τόν έσπρωξε στήν άρνηση, έκτός πού ήταν άνθρώιιινη άδυναμία, στιγμιαίο τράκ, μόλις ακούσε τόν «άλέκιορα» λούστηκε συγκλονισμό, μετάνοια. Μετανόησε δέν μετεμελήθη. Καί όπως ισχυρίζονται πατέρες της ερήμου, σ’ όλη του τή ζωή, μόλις λαλούσε πετεινός, δάκρυζε. Δίχως άγάπη, ποιός κανόνας είναι ποτέ έγκυρος; Ό κανόνας τών κανόνων είναι ή άγάπη. Στή θεϊκή άλλωστε άγάπη στηρίζεται ένα άπό τά έπτά μυστήρια, ή έξομολόγηση. Πόσα άτομα στήν ιστορία, ύστερα από φρικτά κακουργήματα, «μετανοοΰντα καί έξομολογούμενα ενώπιον ίερέως», δέν ήρεμοΰν καί δέν άγάλλονται άπό τά γρανάζια τής Δικαιοσύνης; Οί πατέρες έθεσαν μάλιστα κανόνα, νά μήν έπανέρχεται «άνησυχών ό έξομολογούμενος» στό Ιερό έξομολογητάρι. Άποτελεΐ Εωσφορική έπινόηση ή άμφισβήτηση τής άφέσεως Χριστοϋ, ό καθαρισμός της ψυχής άπό τόν «έν συντριβή καί μετανοία έξομολογηθέντα» ρϋπο. Γι΄ αύτό άκριβώς ένανθρώπισε ό ιερός Λόγος. Γιά νά προσφέ ρει, μέ τήν αυτοθυσία του, τήν κάθαρση, τήν άπορρύπανση, τό δικαίωμα της λήθης.


Μπορούσε λοιπόν ό μαθητής τής άπώλειας, άντί νά περιλούσει τήν ψυχή του μέ τό φαρμάκι τής άπογνώσεως, τής έξαφανίσεως καί αύτοκτονίας νά θυμόταν έστω γιά λίγο πώς στάθηκε ή μορφή, τήν σπγμή τοϋ φιλήματος. Τί γλυκύτητα, τόξευαν τά θλιμένα έκεϊνα μάτια. Άν ζητούσε τάχα τό έλεος, όπως τό γύρεψαν τά χείλη τού ληστή, θά συναντούσε άποπομπή; Τί τού ύπαγόρευε ή τριχρονίτικη πείρα «άναμέσον» τελώνων, πορνών, άχαρίστων;


Ναί, πρόφεραν βέβαια καί τά δικά του χείλη τήν λέξη «ήμαρτον». Άλλά σέ ποιούς; Στούς σταυρωτές, στούς χλευαστές, στούς φθονερούς τού ναού, στούς ύποκριτές, στούς παράνομους τού εύεργετημένου έθνους. Παρέμεινε στή διαπίστωση, στή διάγνωση, στόν αύτοέλεγχο τού φοβερού του καταντήματος. Καί άπό κεί, δέν γέμισε δάκρυα, δέν χτύπησε τό στήθος μέ συντριβή, δέν προχώρησε στή Θύρα τών αιώνων. Μήτε μισό γιά κεΐ βήμα. Υπάρχει χειρότερο μαρτύριο άπό τήν τιμωρία τών τύψεων, όπου μέ τήν άόρατη έλεγκτική του φωνή, έπιβάλλει ό Θεός σέ μιά ένοχη συνείδηση; «Στένων καί τρέμων έση έπί τής γής». Τό μαρτύριο τών τύψεων είναι ή αιώνια κόλαση, ό βρυγμός τών οδόν των. Στήν τρίχρονη, όπως, άναφέραμε δημόσια ζωή τού «προφητευθέντος» άπό τούς προφήτες, Διδασκάλου πώς έκφραζόταν κάθε καλοπροαίρετη ψυχή, πώς έκλαυσε ή πόρνη, πώς έγινε μαθητής ό Ματθαίος, πώς ικανοποιήθηκε ή Χαναναία, πώς σώθηκε ό Ζακχαίος;


Σέ υιό της άπώλειας τόν κατέταξε δυστυχώς ή θεϊκή, ή υπερτέλεια άγάπη. Έτσι τόν άπεκάλεσε ό Λόγος κι στιγμές δραματικής μέ τόν Πατέρα συνομιλίας. Ό σάρκα λαβών, ό μετασχών τοϋ ήμετέρου φυράματος», καρδιογνώστης. Πολλοί συγγραφείς, κατά τόν δέκατο όγδοο αίώνα καί μετέπειτα, στόν άποκληθέντα αίώνα ιοϋ παγκόσμιου λογοτεχνικού είδους τής πεζογραφίας ιού μυθιστορήματος, ξεπέρασαν τόν οίκτο γιά τό πρόπωπο τού Ιούδα. Έπειδή ήταν διανοούμενος, οί ύπερφίαλοι τής τέχνης γραφιάδες, νόμισαν ότι έπιασαν λαυράκι. Ότι σάν τραγικό άτομο, πού έπασχε άπό άμφιβοΛίι ς, μπορούσαν τουλάχιστον μέ τήν τέχνη, νά ψυχογραφήσουν, νά δικαιώσουν σέ βάρος τών Εύαγγελίων, νά κάνουν εύσυμπάθητο τόν άχάριστο καί προδότη. Μερικοί άπό αύτούς άναφέρονται σάν Μασώνοι, σάν Εβραίοι ή Εβραϊκής καταγωγής. Τό άποτέλεσμα; Μά ιιότε μπόρεσε νά εύσταθήσει τό ψεύδος; Κανέναν δέν Γπεισαν. Ό κανόνας τών κανόνων είναι ή άγάπη. Νομίζω ότι καί ό δικός μας ’Ακαδημαϊκός Σπΰρος Μελάς είχε τήν ’ίδια τύχη. Μπορεί ποτέ τό πάθος τού φθόνου έναντι τού άνεξίκακου, νά σταθεί σάν δρομοδείχτης στή τέχνη;


ΟTAN έπρόκειτο νά πιει τό κώνειο ό Σωκράτης, οί μαθητές τόν περιτριγύριζαν «πάση θυσία» νά τόν σώσουν. Τοΰ μιλούσαν γιά μελλοντικές κα ταστάσεις, διάστικτοι μέ άφοσίωση. Πότε; Στούς αιώνες τού ψηλαφισμοΰ. Της έναγώνιας άναζη τήσεως. Ό ούράνιος όμως άρτος στίς τραγικές στιγμές της άγωνίας του, (καί τί άγωνίας;), εμεινε μόνος. 'Ολομόναχος. ’Ασύλληπτο, σέ κλονισμό καί τραγωδία. Οί μαθητές ύπέκυψαν στόν ύπνο, τόν έγκατέλειψαν. Τό παρατηρούσε μέ θλίψη. Γιά μιά σηγμή, συναισθανόμενος ότι πρόκειται νά φορτωθεί τόν ολοκληρωτικό βούρκο της άμαρτίας, πλάι σέ οδυνηρό μαρτύριο θανάτου, πρόφεραν τά χείλη του τό «Παρελθέτω».


’Αλλά ό ’Ιωάννης φαίνεται τόν παρακολουθούσε. Δέν ύπέκυψε σάν τούς άλλους εύθύς άμέσως στήν άδυναμία τοΰ ύπνου. Πώς μας διέσωσε τήν ύπερπολύτιμη άρχιερατική προσευχή; Τήν τόσο μεγαλειώδη, τόν «κεκρυμμένον θησαυρόν»; Πολλοί όσιοι βασίζονται, ότι τοΰ τήν άναδίπλωσε μέ κάθε φραστική λεπτομέρεια κατά τήν συγγραφή τοΰ Εύαγγελίου, ό Παράκλητος. Ό Θεός τό γνωρίζει.


’Αξίζει όμως σέ τούτη τήν ισχνή βιογραφία νά τήν ξαναθυμηθοΰμε. Νά τήν έπαναλάβουμε. (Τό δώρο αύτό δέν δόθηκε στό διαμαντένιο του κοντύλι;).


«Άφοϋ λοιπόν» μας λέει, «άφοϋ τούς άνάφερε μέ λεπτομέρειες τό στάδιο της υπομονής, δηλαδή τήν θλίψη όπου στήν καθημερινότητα προσφέρει ό κόσμος καί ό διάβολος, σήκωσε τά μάτια του στόν ούρανό καί είπε: «Πατέρα μου, νά έφθασε πιά ή ώρα. Τής αύτοθυοίας. Ράντισε μέ τήν δόξα τής ύπομονής πού κατεργάζεται δύναμη, τόν ιερό σου Υίό, γιά νά σέ άντιδοξάσει σύμφωνα μέ τήν εξουσία πού τού έδωκες κατά τήν ενανθρώπισή του, πάνω σέ όλη τήν άνθρωπότητα. Γιά νά προσφέρει μακάρια πορεία, μακάρια ζωή στόν καθένα άπό κείνους πού ξεχώρισες καί τού παρέδωκες.


Η ούσία μιάς τέτοιας ζωής είναι νά σέ γνωρίζουν. Σένα, τόν ΰψιστο, τόν μοναδικό, τόν άληθινό Θεό. Καί τόν ίερό σου Λόγο, τόν ’Ιησού Χριστό, τόν όποιο άπό ιήν άβυσσο τής άγάπης σου έξαπέστειλες στήν ξέφρενη καί βασανισμένη άνθρωπότητα. Κατά τήν άγωνιστική μου πορεία πάνω στή γή, σέ έδόξασα. Καί ιδού, έτελπωσα τό έργο. πού μοΰ άνέθεσες νά διεκπεραιώσω. Τώρα, δόξασέ με καί σύ Πατέρα μέ τήν δόξα όπου είχα πρό τής ένανθρωπίσεως στούς κόλπους σου, άνέκαθεν. Καί μάλιστα τότε, προτού άναφανεϊ ή ύπαρξη τού κόσμου. Ή όρατή πιά έδώ κάτω παρουσία του. Έφανέρωσα τό πανσεπτό σου όνομα στίς ψυχές τίς όποιες ξεχώρισες καί μοΰ παρέδωκες άπό τόν κόσμο. Λικοί σου ήταν, έξαιτίας τής τηρήσεως τών λόγων σου, καί τούς παρέδωκες σέ μένα. Τώρα κατάλαβαν ότι τά θαυμάσια πού μοΰ έδωσες είναι αύθεντικά καί προέρχονται άπό τήν άγάπη σου. Άπό σένα τόν ίδιο. Τά λόγια πού μοΰ έδωσες τούς τά μεταβίβασα καί τά δέχτηκαν. Γνώρισαν ότι προέρχονται άπό τούς κόλπους σου καί πίστεψαν στήν προαιώνια θεϊκή βουλή σου.


Τώρα, λίγες στιγμές πρό της αυτοθυσίας πού μέ προσβλέπεις σ’ αύτή τή θέση, γιά τούτους προσεύχομαι. Καί παρακαλώ. Δέν παρακαλώ τώρα γιά τόν σκληροτράχη λο, τόν άδιόρθωτο, τόν ύπερήφανο κόσμο. ’Αλλά γιά κείνους τούς ταπεινούς πού μοΰ έδωσες, επειδή γνωρί ζω ότι είναι δικοί σου. Όλα τά δικά μου δέν είναι καί δικά σου; Καί τά δικά σου πάλι δέν είναι δικά μου; (Γι' αύτό άλλωστε κατέχω άδιαφιλονίκητη  άκατάλυτη δόξα). Έπειτα άπό τήν αύτοθυσία, θά φύγω σωματικά άπό τόν κόσμο. Ένώ αύτοί θά κυκλοφορούν άνάμεσά του. ’Ιδού, θά φύγω, ξανάρχομαι κοντά σου. Πατέρα, πανάγιε καί πολυαγαπημένε. Προστάτεψέ τους μέ τήν παντοδυναμία τού ονόματος σου, έτσι ώστε σκορπισμένοι ή μαζεμένοι, νά είναι ένας παλμός, μιά καρδιά, μιά θέληση, όπως είμαστε όμοούσιοι καί άχώριστοι έμεϊς. Όσο καιρό ήμουν μαζί τους στόν κόσμο, τούς έφύλαγα μέ τήν παντοδυναμία τού σεπτοΰ σου ονόματος. Τούς έφύλαγα όλους όσους μοΰ έδωσες καί ίδού, κανένας τους δέν χάθηκε, έκτός άπό τόν άμετανόητο υίό τοϋ χαμού. Δηλαδή τήν ψυχή πού προεϊδαν οί προφήτες ότι, παρά τήν άγάπη, τήν στοργή, τήν εύεργεσία, θά κάνει ελεεινή χρήση τής έλευθερίας της. Καί μάλισκι τόγραψαν στήν άγια Γραφή μέ τήν προορατική τους ενόραση. ’Αλλά όσο νάναι πιά, έρχομαι κοντά σου. Κι όσα λέγω, τά λέγω άπό τήν θέση τοΰ κόσμου, άπό τήν θέση τών αισθήσεων καί τής όρατότητος. Γιά νά έχουν εντός τους τέλεια καί άκαταμάχητη χαρά. Τούς άποκά λυψα καί τούς μετέδωσα τόν λόγο της άλήθειας. Ό κόσμος ώστόσο τούς έμίσησε γιατί δέν ταίριαζαν μέ τά φρονήματά του. Όπως κι εγώ άλλωστε, σάν νέος ’Α δάμ, δέν είμαι άπό τήν νοοτροπία τού κόσμου.



Δέν σε  παρακαλώ νά τούς άποτραβήξεις άπό τόν κόσμο, νά ιούς μεταθέσεις στά βουνά, στίς έρημιές ή νά τούς συγκεντρώσεις, σέ άλλους πλανήτες. Άλλά νά τούς διαφυλάξεις άπό τόν άντίμαχο, όπου λυσσομανά νά τούς .αφανίσει. Τόν πονηρό, τόν κυρίαρχο τοΰ σκοταδιού. Να ιούς διαφυλάξεις άκέραιους άγωνιστές. Άγιασέ τους με τήν άλήθεια σου. ('Η άπόλυτη άλήθεια, ύποσημειώνουμε  σέ παρένθεση, δέν άποκαλύπτεται στούς περίεργους. Άλλά στούς φλογερούς της έραστές. Στά παιδιά πού σκαρφαλώνουν στά βράχια). Ό λόγος ό δικός σου ίναι κρυστάλλινη άλήθεια. Όπως έσύ, μέ τό άνεξίακο μεγαλείο σου, άγάπησες τόν κόσμο καί μέ έοιπλες άνάμεσά του γιά τήν σωτηρία τών καλοπροαιρέΐων, τό ίδιο κι έγώ, τούς έξαπέστειλα κήρυκες στόν κόσμο τού άποκαλυπτικοΰ λόγου σου. Καί γιά χάρη ιους, ιδού, άγιάζω μέ φρικτό θάνατο τήν ύπαρξή μου.


Για νάναι στόν άγωνιστικό στίβο άγιασμένοι, φωτολουσμένοι μέ άλήθεια καί φώς. Δέν σέ παρακαλώ, Πατέρα μόνο γιά αύτούς. Άλλά καί γιά κείνους, μέσα στούς Αιώνες, πού θά πιστέψουν τό κήρυγμα τους, πού θά καταλάβουν τήν άλήθεια καί θά τήν άποδεχτούν σάν πολύτιμο δρομοδείχτη. Καί θά στραφούν κοντά της μέ Λυτρωτική καί άκατάπαυστη μετάνοια. Γιά νά είναι κι αύιοί δίπλα τους, όλοι μαζί, ένας παλμός, μιά καρδιά, μιά θέληση, ένας θριαμβικός άνήφορος. Όπως έσύ I Ιατέρα, βρίσκεσαι μέσα στήν ύπαρξή μου καί γώ στούς κόλπους σου, άς είναι όλοι τους κοντά μας, γιά ν’ ανοίξει τά μάτια της ψυχής του ό κόσμος καί νά καταΛάβει τήν συγκαταβατική σου άπόφαση, τό ιερό καί ιιοράδοξο μυστήριο τής σωτηρίας. Τούς μετέδωσα τήν δόξα καί τήν αιώνια μνήμη πού μού έδωσες, γιά να είναι ένωμένοι όπως καί μεΐς. Επομένως, το πνεύμα μου, άπό δώ καί πέρα, κατοικεί στήν υπόστασή τους Όπως έσύ Πατέρα, βρίσκεσαι ολόκληρος έντός μου Έτσι ώστε μέ τόν άδιάκοπο άγώνα καί τήν άρετή της  ύπομονης, νά φθάσουν στήν ένότητα. Καί στήν τελεια ποίηση. Γιά νά τούς βλέπει ό κόσμος καί νά προσέρχεται στήν πίστη. Νά καταλαβαίνει τήν «έν χρόνω» συγκαταβατική άποστολή, τήν θεϊκή καταλλαγή. Καί άκόμη. τήν άβυσσο της άγάπης σου. Τούς άγάπησες, όπως άγάπησες τόν Λυτρωτή καί δεύτερο Άδάμ, τόν έαυιό μου. Πατέρα, έπιθυμώ νά μή τούς άποχωρισθώ. Που Άς είναι πάντα μαζί μου αύτοί όλοι πού ξεχώρισες και μοΰ παρέδωσες. Άς βλέπουν κοντά μου τήν άκατάλιι πτη ομορφιά καί δόξα πού μοΰ έδωσες μέ τήν άβυσσο τής άγάπης σου, προτοΰ δημιουργηθεΐ ό ορατός τούτος καί ξεπεσμένος κόσμος. Πατέρα δίκαιε. Ό κόσμος δέν σ’ έγνώρισε. Έγώ βέβαια σέ γνωρίζω. Καί στήν λυτρω τική άποστολή μου τούς μετεβίβασα τήν πανάγια σου παρουσία. Τούς γνωστοποίησα τήν πατρική σου ίδιότη τα. Καί θά έξακολουθώ συνέχεια νά τούς διαφωτίζω άπάνω σ’ αύτό τό ύπερμεγαλειώδες δώρο τής καταδε κτικής σου στοργής. Γιά νά μπορούν νά κατακτήσουν τήν κύρια ούσία σου. Πού λέγεται Άγάπη. Μέ τέτοιο άγαθό χάρισμα συνόδεψες έδώ κάτω τα βήματά μου. Μέ τέτοιο συνέχεια θέλω νά κατοικώ (ώσαμε τήν συντέλεια καί τήν παγκόσμια Κρίση) έντός τους».





Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από το Ββλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :


©ΠΗΔΑΛΙΟΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |