Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής
Αφηγηματική βιογραφία
Κανένας κόπος άπό άγάπη που προσφέρεται στόν Θεό δέν πάει ποτέ χαμένος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8
Ήζωή πού έχουμε είναι τό δώρο του Θεού για μάς. Καί ή ζωή πού ζούμε, είναι το δικό μας δώρο
στόν Θεό. Ή ζωή μας ολόκληρη είτε τό θέλουμε, είτε δέν τό θέλουμε, σάν καιόμενη
λαμπάδα, περιστρέφεται γύρω άπό τόν Θεό. Καί άπό τόν καιρό άκόμη τού Άβελ, τών προφητών καί των λοιπών μαρτύρων γιά τούς οποίους δέν είναι
άξιος ό κόσμος, άπό ένα πνευματοκίνητο δηλαδή πλήθος ψυχών πού έζησαν
άλλους αιώνες, ώσαμε τίς ήμέρες μας, συναπαρτίζεται μιά παναρμόνια φωνή.
Καταγεμάτη άπλότητα. Είναι ό παλμός πού σιγοψέλνει τόν ένα πάντοτε ύμνο. Γύρω
άπό τόν Θεό τού «έσφαγμένου Άρνίου».
Εκείνη τήν εποχή ή άνθρωπότητα «ντεφάκτο»,
πίστευε στά είδωλα. ’Από γενεά σέ γενεά. Εκτός άπό τόν περιούσιο λαό, ό όποιος
«παιδαγωγούμενος» όλο καί παραπατούσε όλο καί κλώτσαγε, όλο κι έδειχνε
άχαριστία, ύπήρχαν νομάδες άπό μαύρους, Έσκιμώους καί άνθρωποφάγους. 'Ολόγυρά
τους οί μυρμηγκιές τών ’Ασιατικών λαών, μέ έπικεφαλής τούς Έλληνες καί τούς
Ρωμαίους. Κοντολογής ή γνώριμη τότε Εύρώπη. Ήδη, όμως ή πορεία τής 'Ιστορίας
κόβεται στά δύο, αλλάζει. Δέν τήν άλλάζει χέρι καί θέληση άνθρώπου. Τήν άλλάζει
χέρι Θεού. Ή άκόλαστη Ρώμη τών άμφιθεάτρων κλονίζεται. 'Η έγωϊστική ’Αθήνα μέ
τούς σοφούς καί σοφιστές της σέ πτώση, παρακμή καί μαρασμό, άκούει τό περίφημο
έκεΤνο: «ζητεϊν τόν Κύριον ή άραγε ψηλαφήσειεν Αύτόν καί εϋρειεν». Άλλά ώσαμε
δυστυχώς καί στίς ήμέρες μας, ό πάλινβαρβαρισμός δέν γέμισε τάχα τήν πατρίδα
τού Σωκράτη, τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη, τού Σοφοκλή παλινόστηση στά θολά
νερά; Μήπως έκτός άπό τόν σχιζοφρενή αύτόχειρα Περικλή Γιαννόπουλο, τόν
«άμφιρρέποντα» Σικελιανό καί άλλους γραικύλους Κέλσους καί Ίουλιανούς, οί
σημερινοί μας διανοούμενοι καί συγγραφείς δέν καυχώνται γιά σπασμένα μάρμαρα,
γιά τήν Άρτεμη, τήν Άθηνά, τόν Απόλλωνα, τήν Αφροδίτη;
Στό Υπουργείο μας τής
Παιδείας καί Θρησκευμάτων, δέν τοποθετούν στίς εισόδους άντίγραφα τους;
«Ήγάπησαν μάλλον τό σκότος τής φαντασίας καί τού πάθους ή τό φώς. Ήν γάρ πονηρά
αύτών τά έργα». Σ’ αύτό πολύ δυστυχώς συνετέλεσαν καί οί τέκτονες, οί Μασόνοι
μέ τίς στοές τους. Οί έβραιοκίνητες ψυχοφθόρες στοές ένός λαού πού διαισθάνεται
τό προνόμιο φευγάτο άπό τά χέρια του καί λυσσομανά νά καταπνίξει Βυζάντιο,
μοναχισμό καί ’Ορθοδοξία. Ώ, ναί, ίσαμε τίς ήμέρες μας ξανάρχεται τό σκότος.
Καταπνίγεται ή άμφιλύκη. Τό σκότος όπου στό στάδιο ένός φοβερού άγώνα, νίκησε
έκεΐ στήν πανόμορφη καί μικρή Πάτμο γιά λογαριασμό τής ξυπνημένης μέσης
Ανατολής καί τοΰ χριστιανισμού, ό ’Ιωάννης. Δέν τά διδάσκουν κάτι τέτοια σήμερα
στά σχολεία μας, μήτε στίς Φιλοσοφικές σχολές τών Πανεπιστημίων, όλοι όσοι
κορδώνονται γιά τόν αύτοερωτιομό τους. Δέν μποροϋν νά ίδοϋν μακρύτερα. Δέν
άλλάζουν φακούς στά μάτια. Γιατί όλο τό σύμπαν της Δημιουργίας τό περιόρισαν
στίς άμαρτωλές τους υπερηφάνειες. Καί στόν στενό χώρο τών πέντε αισθήσεων.
Ή άνθρωπότητα έκείνη τήν έποχή ντεφάκτο
πίστευε στά είδωλα. ’Αλλά τί ήταν τά είδωλα καί ποιός τά κυβερνούσε; ’Αφού ό
Θεός ήταν πνεύμα «πανταχοΰ κυριαρχούν» καί «προνοοΰν καί κατευθΰνον τά
σύμπαντα», τί άραγε νά ήταν τά λεγόμενο τότε άκάθαρτα δαιμόνια όπου κάθε λίγο
καί λιγάκι ώσαμε τότε πιλάτευαν καί ξεροτηγάνιζαν καί τίς καλοπροαίρετες άλλά
καί τίς έκφυλες καί καταραμένες ψυχές; Τί άλλο παρά ό σατανάς, ό άντίμαχος στό
θέλημα τού Θεού, ό ξεπεσμένος καί καταδικασμένος νά στερηθεί γιά πάντα τήν
θεϊκή άγάπη. Ό άφέντης τού έρέβους. Μέ όλους όσους μαγνήτιζε καί τόν
άκολουθοϋσαν. Όταν λόγου χάρη οί ίερεϊς τού ’Απόλλωνα ή τής ’Αφροδίτης, έπειτα
άπό τίς θυσίες καί τά κροκοδείλια δάκρυα, έκλειναν τίς πόρτες τού ναού καί
οργίαζαν μέ τήν άνθρώπινη σάρκα, έξευτελίζοντας τό ήλεκτροφόρο άπό θεϊκό
πνεύμα, άνθρώπινο κορμί, θέλει καί άπόδειξη ποιός κυβερνούσε τά εϊδωλα τής
νοσηρής καί άκάθαρτης φαντασίας;
Ό Ιωάννης φέρνει στήν Πάτμο τό λυτρωτικό
μήνυμα τού ’Εσταυρωμένου γιά τό όποίο αιώνες άγκομαχοΰσαν καί περίμεναν. Όμως ό
άφέντης τού έρέβους άνάβοντας τεράστιο φακόμαγνήτη πάνω στά ύλικά ουμφέροντα,
στίς ήμερήσιες ψευτοχαρές, στίς ξεγελασιές τής νύχτας, παρουσιάζει πρόβλημα τήν
άνακατάταί,ιι, τήν μετάνοια, τήν άλλαγή. Χωρίζει τούς κάτοικους οι δυό
στρατόπεδα. Σέ όσους προτιμούσαν τό πρόσκαιρο, ιό προσωρινό, τό «ΤΩΡΑ», άπό
τούς ύπόλοιπους, όπου άρχισαν νά μπαίνουν στό μυστικό άτού, έπιασαν δηλαδή νά
κοντοζυγώνουν τό νόημα τής ύπάρξεως. Ό Κύριος δέν ήλθε στόν κόσμο άπλώς για νά
καλυτερεύσει τίς συνθήκες τής παρούσης ζωής, τής καθημερινής βιοπάλης. Δέν
ένανθρώπησε γιά νά προτείνει κάποιο οικονομικό ή πολιτικό σύστημα. ’Απεναντίας.
Ούτε γιά νά μάς διδάξει μεθόδους ψυχοσωματικής ισορροπίας. Ήλθε γιά νά νικήσει
τόν θάνατο. Γιά νά προσφέρει τήν αιώνια ζωή. «Ούτως ήγάπησεν ό θεός τόν κόσμον,
ώστε τόν Υιόν αύτοΰ, τόν μονογενή έδωκεν, ϊνα πάς ό πιστεύων εις αύτόν μή
άπόληται άλλ’ έχει ζωήν αιώνιον». Καί αύτή ή αιώνια ζωή, άνώτερη, έξωγήινη,
πνευματική, δέν είναι υπόσχεση γιά μεταϊστορική ύλική εύτυχία, δέν είναι άπλή
μεταθανάτια έπιβίωση, μήτε άτέρμονη παράταση τής παρούσης ζωής. Είναι ή Χάρη
πού φωτίζει καί δίδει νόημα στά παρόντα καί στά μέλλοντα. Πού καταυγάζει καί
φωτίζει τήν ψυχή καί τό σώμα. Ό πνευματικός όπου άσκεΐται, έρευνά κι άνεβαίνει,
αισθάνεται άλλοιώς. Μάς λέει, μάς έξηγεϊ τί βλέπει καί τί άκούει καί δέν τόν
καταλαβαίνουμε. Μερικές φορές τόν νομίζουμε άξιο άσύλου. Μέ τόνους λάσπη στήν
πλάτη, άπό ύλη, άπό χρυσοφόρο χώμα, πώς νά κατανοήσουμε τόν άθλητή τού
πνευματικού άγώνα; Τόν οδοιπόρο τής άόρατης μάχης;
Ό ’Ιωάννης φέρνει λοιπόν τό λυτρωτικό μήνυμα
τοϋ γλυκύτατου Χριστοϋ, τοϋ ’Εσταυρωμένου καί ’Αναστημένου στήν «κατείδωλον
χώραν τών Πατμίων». Ρίχνει διαμαντένια δίχτυα καί σώζει ψυχές. Όμως καί ό
άφέντης τοϋ έρέβους, ό άντίμαχος, σάν άντίχριστος καί πλάνος, στόν όποιο
πάντοτε σκοντάφτουν καί κουτρουβαλάνε οί σοφοί ιών αιώνων, οί σιωνιστές, οί
τέκτονες (όπως λόγου χάρη οΐ σημερινοί μας διανοούμενοι καί λογοτέχνες), μέ τίς
μυριάδες τών ξεπεσμένων άκαθάρτων πνευμάτων, σ’ αύτή άκριβώς τήν περιοχή, είχε
τόν άντιπρόσωπό του. Τόν Κύνωπα, τόν μάγο. (Τήν ύπερήφανη θέση, τήν άρνηση, τόν
φίλαυτο λογισμό, τήν διάθεση γιά διχόνοια ή γιά πάθος, ποιός τά κυβερνάει;).
Ό συναξαριστής άναφέρει ότι ήταν ένας
μεγαλόσωμος άνδρας, μέ άγρια μορφή, ό όποιος γυρνοΰσε άπό χρόνια στούς
έρημότοπους, στά σταυροδρόμια καί τίς λαγκαδιές. Τό παράστημά του ένέπνεε φόβο.
Οί άσκητές, οί όσιοι καί οί φιλέρημοι όπου μέ «περισσόν άγώνα» κέρδισαν
πολύτιμες άκτΐνες άπό τόν Παράκλητο καί έχουν στήν καρδιά τους καλώδιο ένωμένο
μέ τήν παντοδυναμία τού Τριαδικού Θεού, γνωρίζουν, διακατέχουν τούς τρόπους
ένέργειας τού πονηρού. Ξέρουν λόγου χάρη ότι σάν πνεύμα μαθαίνει τά παρόντα καί
τά παρελθόντα, άλλά μόλις καί σχεδόν ψηλαφώντας, μαντεύει, στήν τύχη, τά
μέλλοντα. Άριά καί πού καί στήν τύχη κι άνάλογα μέ τήν ψυχοσύνθεση τοΰ
υποκειμένου, σιγαγγίζει τήν πραγματικότητα. Πάντοτε κοροϊδεύει, παραπλανάει.
’Απόδειξη ό σύγχρονος πνευματισμός μέ τούς νεκρούς καί τά κινούμενα τραπεζάκια.
Ποιός είναι τάχα σέ θέση ν’ άποδείξει ότι μιλάνε τά πνεύματα τών άποθαμένων καί
όχι όργανα τού άντίχριστου, άφοΰ στά πόδια του σέρνονται μωρόπιστοι,
φιλοπερίεργοι, θύματα τής άπιστίας; Ό Κύνωπας ό μάγος, ήταν κατοικητήριο τών
δαιμόνων. 'Όπως άναφέραμε, άνππρόσωπος σέ πυκνοκατοικημένο νησί, τιμάριο τού
Εωσφόρου. Τήν ύπερήφανη θέση, τήν άρνηση, τόν φίλαυτο λογισμό, τήν διάθεση γιά
διχόνοια ή γιά πάθος άξεδίψαστο, ποιός τά κυβερνάει;
Ό Ιωάννης κατακτούσε κάθε μέρα ψυχές. Στό
πέρασμά του οί άθάνατοι τοΰ Όλυμπου, άποδείχνονταν μαριονέττες. Ποΰ ή πανίσχυρη
Άρτεμις τών Έφεσίων, ποΰ ό χιλιοτραγουδημένος Φοίβος; Μ’ ένα του λόγο άποδείχνονταν
ένα τίποτα, άγέρας. Νοσηρή ποίηση, νοσταλγία άτέρμονης νιότης, ποίηση δίχως
ουράνιο τόξο. Φαντασία σέ χέρια δαιμόνων, έκμεταλλευτών, σοφιστών τής
άκατάδεκτης καριέρας. Αντίθετα, ό νικητής τοΰ θανάτου, άποδείχνονταν
ρεαλιστική, ρευστή άλλά καί θετική πραγματικότητα. Ρευστή γιά τούς έπιλήσμονες.
'Ύστερα άπό τήν κατάκτηση μιάς
ύπολογήσιμης μερίδας τού λαού, άκολούθησαν στά οργανωμένα συμφέροντα έριδες,
ζημιές, στενοχώριες, άνπθέσεις. Στά καλά καθούμενα οί ίερεΐς τού Απόλλωνα,
βρίσκονται σέ άναστάτωση. ’Αφρίζοντας άπό οργή καταφεύγουν στόν προστάτη τους
τόν Κύνωπα. Άν τοΰτος ό έξόριστος έξακολουθοΰσε τήν διδασκαλία του, θά γκρέμιζε
καί Όλυμπο καί Μυθολογία καί τής τέχνης τό διαμαντένιο κάλλος.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, τοΰτος ό χαμένος, ό
’Ιουδαίος, σαγήνευε. Καί φιλοσοφούσε. Πρωτόγνωρα, πρωτάκουστα, μυστηριακά.
Δίχως κενά δίχως άκρότητες, δίχως άντιφατική πρόκληση. Τού κάκου οί κατάσκοποί
τους άντέγραφαν καί πάλι άντέγραφαν τό κήρυγμά του. Δέν τά κατάφερναν νά
πιαστοΰν άπό δολοπλοκία, νά καταλάβουν. Ένώ οί όχλοι, τό εύρύ κοινό περίεργο,
ένθουσιαζόταν! Καταλάβαιναν λέει, τά πάντα. Άπόδειχνε, λέει, μέ βάση τήν Βίβλο
τών ’Ιουδαίων, ότι ό Θεός είναι ένας, τέλειος, άπαθής, σοφός, προνοητικός,
φιλάνθρωπος, μέσα σέ τρία πρόσωπα, τρία συγκοινωνοΰντα δοχεία. Καταγεμάτα
πνεΰμα, φως καί άγάπη. Τόν Πατέρα έκ τοϋ οποίου τά πάντα, τόν Εσταυρωμένο Λόγο
καί Υιό, διά τοΰ οποίου καί πρός τόν όποιο τά πάντα, καί τό Άγιον Πνεϋμα «έν τώ
όποίφ» τά πάντα. Μεταξύ τών τριών τούτων προσώπων, έλεγε, συνυπάρχει μία
θέληση, μιά ένέργεια. Καταγεμάτη ταυτότητα καί ομοφωνία. Μακάρια καί ζωντανή
δύναμη, όπου τήν μαρτυρεί τό θαύμα τής δημιουργίας. Τό δόγμα, έλεγε, τής «έν τώ
Θεω» μοναρχίας, άποκλείει τήν πολυθεΐα.
Μόλις ό Κύνωπας πληροφορήθηκε γιά τά
παραπάνω έτριξε τά δόντια. Άπό τόν θυμό του χτυπούσε μέ τήν γροθιά τά δέντρα.
—
Έννοια σας, καί θά τοϋ δείξω τοϋ παλιοεβραίου, έτριζαν καί ξανάτριζαν τά
δόντια του. Θά τόν κονιορτοποιήσω.
Σέ ποιά δύναμη άραγε βασιζόταν;
Ώ, κάποια μάχη άκόνιζε τό σπαθί της. Τήν
μάχαιρα καί τήν ρομφαία. Θά συγκρούονταν τό σκοτάδι μέ τό φώς.
Προτού γνωσθεΐ, προτού άπλωθεϊ, προτού
γίνει πίστη καί πεποίθηση ή άλήθεια τού Εύαγγελίου, προτού οί καλοπροαίρετοι
τής γης ζητήσουν νά βαπτισθούν, τά δαιμόνια όργιάζαν. Βρίσκονταν στήν ήμερήσια
διάταξη. Στριφογύριζαν σάν τίς σαύρες, στούς ναούς. Προπαντός τής Αφροδίτης.
Σατανιστής ό Κύνωπας, συνεργαζόταν μέ τόν
σατανά. Κάτεχε πλήθος κόλπα, ταχυδακτυλουργίες, οπτικές άπάτες, σατανικές
πλεκτάνες, τρικλοποδιές. (Ένα δαιμόνιο λόγου χάρη, πειράζοντας φιλέρημο άσκητή,
πετυχαίνει σεισμό, σέ τέσσερα τετραγωνικά). Μερικούς πού τού πήγαιναν κόντρα,
τούς ξεπάστρευε μέ τήν άκτινοβολία. «Διά Λόγου καί έξ άποστάσεως».
Θεαματική μάχη Λοιπόν άκόνιζε τό σπαθί.
Μαζί της καί ή ταλαιπωρία τών πρώτων χριστιανών στήν Πάτμο. Κι άπό κοντά ή
θλίψη. Όποιος ισχυρίζεται ότι ό δίκαιος δέν πρέπει νά περνά άπό τήν θλίψη,
είναι σάν νά υποστηρίζει ότι δέν ταιριάζει στόν άθλητή νά έχει άντίπαλο,
άνταγωνιστή. Νά χαίρεται δηλαδή τό βραβείο δίχως προπόνηση, δίχως μώλωπες,
δίχως μόχθο.
Πολλά τερτίπια κάτεχε ό Κύνωπας. Πολλά άπό
όσα είχανε γίνει στόν τότε κόσμο. Καί σκέψεις άνθρώπων άλλά καί άδυναμίες.
Σχεδόν κάθε άνθρώπινη λαχτάρα. Όταν άνάλογα μέ τήν περίσταση ένεργοΰσε, ό λαός
ξαφνιαζόταν, τόν ύπερεκτιμοϋσε. Σέ μερικά του κατορθώματα, (σεισμό σέ τέσσερα
τετραγωνικά) τόν λάτρευε.
’Από τίς μυριάδες τούς ξεπεσμένους τοΰ
ούρανοΰ, διέταξε κάποιον εύκίνητο διάβολο, νά μεταμορφωθεί σέ άνθρωπο, νά
έπισκεφθεΐ τό σπιτικό τοΰ «σεσωσμένου» Μύρωνα, νά προκαλέσει τόν ’Ιωάννη. Καί
μέ ύπερφυσική δύναμη (νομίζοντας ότι δέν περιμένει καμιά σωτηρία) νά τόν ξεπαστρέψει.
Συνηθισμένα καί άπό τά συχνά.
’Απροσδόκητος έπισκέπτης χτυπά τήν
έξώπορτα στό άρχοντικό. Δέν τού άνοίγουν. Δέν άκουσαν. Ξαναχτυπά, τοΰ άνοίγουν.
Ξεπερνά βίαια τούς ύπηρέτες καί μέ μανία φονιά, όρθώνεται καταμπροστά στόν
’Ιωάννη.
—
Ποιόν ζητάς; τόν ρωτάει ήρεμα έκεΐνος.
’Αλλά προτού καλοπρολάβει ν’ άποκριθεΐ, νά
προκαλέσει, νά χτυπήσει, άκούει:
—
Στό όνομα τοΰ Ίηοοΰ Χριστοϋ, τοΰ Εσταυρωμένου καί Άναστημένου, σέ
διατάσσω νά έγκαταλείψεις τό νησί καί νά καταλήξεις σέ άκατοίκητη έρημο. Τώρα,
άμέσως.
Μοναστραπίς έγινε άγέρας. Εξαφανίσθηκε.
Όλοι τους, μικροί μεγάλοι στήν οικογένεια, άρχοντες καί ύποτακτικοί, άπομένουν
μέ άνοχτό στόμα. Καταθαύμαζαν τόν ’Ιωάννη. Όμως ή περιπέτεια, ή κακουχία, ή
θλίψη, δέν είχαν άκόμη στείλει προπομπούς.
—
Ή θεϊκή φύση, άγαπημένοι μου, τούς έξηγεϊ, στήν άνθρώπινη όραση
παραμένοι άπρόσιτη. Όμως ή δόξα τού Κυρίου έγινε σέ μερικούς άπό μάς τούς
Μαθητές όρατή περισσότερο άπό κάθε τι. Στήν έπίγεια ζωή του, κάποια στιγμή
υπογράμμισε ότι έκεϊ κοντά του, στό περιβάλλον του, βρίσκονταν πρόσωπα όπου
προτοΰ γευθοΰν τόν κοινό, τόν φυσικό θάνατο, θά έβλεπαν τήν Βασιλεία.
«Έληλυθυΐαν έν δυνάμει».
Τού κάκου ό Κύνωπας περίμενε τήν έπιστροφή
τού «μή άναμένοντος ποτέ εις τούς αιώνες καί πέραν αύτών», σωτηρία, οργάνου
του. Καί ήταν τόσο βέβαιος γιά τό άποτέλεσμα, όσο ό τσέλιγγας πού άποφασίζει νά
σφάξει κάποιο ζωηρό καί μπελαλίδικο έρίφιο. Ό χρόνος περνούσε. Έπιασε νά
βραδιάζει. Περίεργο... Ψύσηξε, ξεφύσηξε, βλαστήμισε, έτριξε τά δόντια. Όμως δέν
τόβαλε κάτω, άλλοίμονο άν άπελπιζόταν. Τόσο κύρος, τόση τόλμη, τέτοια δύναμη,
τέτοια πλατιά άναγνώμίση άπάνω στούς θνητούς, άξίζει τάχα νά ένοχληθοΰν άπό
κάποια άποτυχία;
Οί δαίμονες σάν πνεύματα πού μέ τήν άόρατη
παρουσία τους περικυκλώνουν τόν πλανήτη, γιά όποιον ξεπέφτει, γιά όποιον φθάνει
στό σημείο νά σέρνεται χάμου, νά λησμονά τήν ψυχή του καί τούς προσκαλεΐ,
καταφθάνουν στό δευτερόλεπτο. ’Άλλοτε μεταμορφωμένοι, άλλοτε μέ ζόφο
διαλογισμών. Δίχως άργοπορία. Διατάζει λοιπόν ό Κύνωπας δυό περισσότερο
έξασκημένους στήν πονηριά, άπό τούς ξεπεσμένους τού ούρανοΰ, νά παρουσιαστούν
καταμπροστά του. Νά τούς δώσει οδηγίες.
—
Τοΰ λόγου σου, λέει στόν πρώτο, θά ξαναπάρεις άνθρώπου σχήμα καί έξω,
κάπου στήν άγορά, θά ξαναζυγώσεις τόν ’Ιωάννη. Μόλις τόν άνταμώσεις, θά τόν
προκαλέσεις. Θά τοΰ πετάξεις δηλαδή έρεθιστικές προσβολές. (Βρώμικη λάσπη). Καί
θά παλαίψεις μαζί του. Τού λόγου σου, λέει στόν δεύτερο, θά παρακολουθείς
άμέριμνος άπό μακρυά κι ότι σοΰ πέσει στήν άντίληψη, θά τρέξεις νά μοΰ δώσεις
άναφορά. Τό καταλάβατε;
Οί δαίμονες χαχάνισαν ύπερβέβαιοι γιά τήν
άνθρωποκατοχή τους. Δέν φαντάζονταν μέ ποιόν είχαν νά κάνουν. Ώ, πόσο σπανίζουν
οί άφανεΐς τοΰ πνεύματος ιδαλγοί! Είχανε βέβαια άκούσει γιά τούς δώδεκα πού έδώ
καί κάμποσο καιρό ε’ίχανε άπό τόν «ξυλοσταυρωμένο» λάβει έξουσία νά τούς
τσουβαλιάζουν, νά τούς βγάζουν άπό τούς πάσχοντες, νά τούς κυνηγοΰν, άλλά άπό
τότε έκατομμύρια ψυχές, τά είδωλα, οί παραφέντες τής έξουσίας καί γενικά ή
επικυριαρχία στόν κόσμο, βρίσκονταν συνέχεια στά χέρια τους. Ή έκτέλεση τής
καταδίκης τους, έπαιρνε άοριστία. Καί μάκρος. ’Ιδού, μπορούσαν νά παραπλανούν
συνέχεια τούς άνθρώπους. Χί,χί,χί. Τούς άντικαταστάτες σέ τιμητική έκεϊ άπάνω
συναρίθμηση. Νά τούς δείχνουν ύπεροπτικά καί σάν καπεταναίοι τήν «εύρεΐα οδό».
Μέ τίς αλλεπάλληλες μικροαπολαύσεις. Νά μισούν καί μέ πυροτεχνήματα νά
καταστρέφουν τό άγαπημένο άπό Εκείνον πλάσμα. Νά τόν προκαλοΰν άναιδέστατα, νά
τόν κάνουν νά λυπάται. (Μήπως τέτοια νοοτροπία δέν χρησιμοποιεί καί κάθε
πρόσκαιρος δικός μας θνητός στήν παρούσα ζωή, έχθρός τού Κυρίου;)
Δέν πρόλαβε ό πρώτος νά κουβεντιάσει κάν,
νά προφέρει τήν πρώτη προσβλητική συλλαβή στόν Ιωάννη. Δίχως νά πάρει κανείς
έξω στήν άγορά είδηση, τόσο αύτός, όσο καί ό σύντροφός του, όπου τάχα άμέριμνος
παρακολουθούσε άπό μακρυά, έλαβαν τήν ίδια διαταγή, τήν ίδια φοβερή καταδίκη:
—
Στό όνομα τού ’Ιησού Χριστού τού ’Εσταυρωμένου καί ’Αναστημένου, σάς
διατάσσω νά έγκαταλείψετε τό νησί καί πηδώντας άπό δώ, νά βρεθείτε σέ άνιαρή,
άκατοίκητη έρημό. Σέ άδράνεια καί άνία. (Σάν άχρηστοι τεμπέληδες κακοποιοί).
Μοναστραπίς έξαφανίσθηκαν. Έγιναν άέρας,
βολίδες, σκιές, κουρνιαχτός. Ό πνευματικός, άπέχει κατά παρασάγγας άπό τόν
ύλόφρονα. Μιλάει διαφορετική γλώσσα. Βλέπει ούρανό, καί άκούει «άρρητα ρήματα».
Γιά μορφές σάν τόν Μαθητή τού Μυστικού Δείπνου είχαν σχεδόν καταργηθεΐ «τά τού
σώματος καί τά τής κοιλίας». Ζοΰσε ή δέν ζοϋσε μέ τήν άνάμνηση τής δόξας τής
Μεταμορφώσεως; Ζοΰσε ή δέν ζοΰσε μέ τήν λαχτάρα τοΰ «Θαβωρείου Φωτός;»
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική
δημοσίευση από το Βιβλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και
αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό
νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΠΗΔΑΛΙΟΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου