Μετά ταΰτα σημαίνει τά μέλλοντα. Στά κεφάλαια 6 καί 7 έχουμε τήν συνέχεια τής δράσεως μέ τό άνοιγμα τώνέπιά σφραγίδων οί οποίες άκολουθοϋνται άμέσως άπό τόν ήχο ιών έπτά σαλπίγγων στά κεφάλαια άπό 8 ώσαμε τό 11. Ή διαδοχή αύτών τών δύο έπτάδων γίνεται χωρίς διακοπή κι έτσι διατηρούνε θετική συνοχή μέ τά κεφάλαια 4 καί 5, τά όποια προσφέρουν τήν εισαγωγή ολάκερης τής σκηνής. Τά κεφάλαια 12 ώσαμε τό 16 περιέχουν σημεία. Τό τελευταίο σημείο τών άγγέλων είναι οΐ έφτά φιάλες. Αύτά τά δύο κεφάλαια άποτελούν μιά σειρά κρίσεων κάπως παράλληλων μέ τίς κρίσεις τών έπτά άγγέλων. Μάλιστα είναι τό κορύφωμα τής κρίσεως γιατί μέ τίς έπτά φιάλες τού θυμού, τελειώνει ή θεϊκή κρίση. Πιό κάτω ό ’Ιωάννης μάς διηγείται ότι είδε άγγελο όπου κατέβαινε άπό τό στερέωμα, ό οποίος κρατούσε στό χέρι καί κάτεχε τό κλειδί τής ’Αβύσσου. Καθώς καί μία τεράστια άλυσίδα. Πιάνει τόν δράκοντα τόν «όφιν τόν άρχαΐον, όστις είναι ό Διάβολος καί Σατανάς», τόν δένει καί γιά χίλια χρόνια τόν ρίχνει στήν Άβυσσο. ’Ίσως αύτή ή έποχή μετά τόν άναμενόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τόν πόλεμο τής διά «πυρός καί σιδήρου» παγκόσμιας καταστροφής, τόν πόλεμο τών φρικτών στεναγμών, νά είναι ή χρυσή μακροχρόνια περίοδος τής μετατροπής τών φονικών οργάνων σέ άροτρα. Δηλαδή μιά διάρκεια άρκετοΰ χρόνου ήσυχίας, πίστεως καί χάριτος γιά τήν πολυβασανισμένη άνθρωπότητα. Τήν σκληροτράχηλη καί άμετανόητη πού έπροτίμησε άπό τήν άγάπη τό μίσος. Ή νέα τούτη κατάσταση μέ γνώμονα τήν λογική καί τήν πίστη στόν Ένα καί μοναδικό Ποιμένα, θά είναι μακάρια κι εύλογημένη. Θά βασιλεύσει παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη, τάξη, άλληλοσεβασμός. Όλα θά είναι ώραΤα καί άφθονα. Άκόμη τόσο τό ζωϊκό όσο καί τό φυτικό βασίλειο θ’ άλλάξουν. Τ’ άγρια ζώα θά ημερέψουν καί ή γη μέ τίς άπέρανιες έρημιές καί τίς στέπες δέν θά βγάζει άγκάθια καί τριβόλια άλλά θά χρησιμοποιηθούν έπιστημονικά γιά δίκαιη διανομή. Γιά ένα διάστημα ή κατάρα θά τραβηχτεί άπό τόν πλανήτη.
Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016
Η δεύτερη όραση
Ο κείμενό της, είναι μπερδεμένο, δέν
ερμηνεύεται, ισχυρίστηκαν πολλοί. Άκόμη καί χρισπανίζοντες κληρικοί, άλλά καί
άρκετοί καλοπροαίρετοι, μέ συνέπεια καί πίστη. Σήμερα ώστόσο, στό τέλος τού
εικοστού αιώνα, άλλαξαν οί γνώμες. Ώ, ναί, ή Άποκάλυψη γιά όποιον τήν μελειήσει
μέ ταπεινό φρόνημα καί πόθο εύσέβειας, έρμηνεύεται. Άν μάλιστα προσέξει καί
ύπογραμμίσει τήν φράση «Μετά ταύτα». Ή κατάπτωση τού ψυχικού κόσμου καί ή
τεχνική τελειοποίηση ολοκάθαρα άντικαθρεπτίζονται στίς σελίδες τής φοβερής
οπτασίας.
Μέ τό άνοιγμα λόγου χάρη τού τέταρτου
κεφαλαίου όταν άρχίζει ή δεύτερη όραση, περιγράφει τήν πορεία τής κρίσεως τού
κόσμου. Τρία σημεία έδώ έχουμε οπου μάς πείθουν ότι άλλαξε μέρος. Πρώτο, ή
άλλαγή ιιϊς σκηνής. Δεύτερο, ή άλλαγή τού χρόνου. Καί τρίτο, ή έπανάληψη τής
φράσεως «έν πνεύματι». Ή άλλαγή οκηνής είναι γιατί ό προφήτης μεταφέρθηκε άπό
τήν γή στόν ούρανό καθώς ή ούράνια φωνή είπε: «άνάβηθι έδώ». 'Ως πρός τόν χρόνο
είναι ολοκάθαρο: «Θέλω «σοί δείξει όσα πρέπει νά γίνουν, μετά ταύτα».
Μετά ταΰτα σημαίνει τά μέλλοντα. Στά κεφάλαια 6 καί 7 έχουμε τήν συνέχεια τής δράσεως μέ τό άνοιγμα τώνέπιά σφραγίδων οί οποίες άκολουθοϋνται άμέσως άπό τόν ήχο ιών έπτά σαλπίγγων στά κεφάλαια άπό 8 ώσαμε τό 11. Ή διαδοχή αύτών τών δύο έπτάδων γίνεται χωρίς διακοπή κι έτσι διατηρούνε θετική συνοχή μέ τά κεφάλαια 4 καί 5, τά όποια προσφέρουν τήν εισαγωγή ολάκερης τής σκηνής. Τά κεφάλαια 12 ώσαμε τό 16 περιέχουν σημεία. Τό τελευταίο σημείο τών άγγέλων είναι οΐ έφτά φιάλες. Αύτά τά δύο κεφάλαια άποτελούν μιά σειρά κρίσεων κάπως παράλληλων μέ τίς κρίσεις τών έπτά άγγέλων. Μάλιστα είναι τό κορύφωμα τής κρίσεως γιατί μέ τίς έπτά φιάλες τού θυμού, τελειώνει ή θεϊκή κρίση. Πιό κάτω ό ’Ιωάννης μάς διηγείται ότι είδε άγγελο όπου κατέβαινε άπό τό στερέωμα, ό οποίος κρατούσε στό χέρι καί κάτεχε τό κλειδί τής ’Αβύσσου. Καθώς καί μία τεράστια άλυσίδα. Πιάνει τόν δράκοντα τόν «όφιν τόν άρχαΐον, όστις είναι ό Διάβολος καί Σατανάς», τόν δένει καί γιά χίλια χρόνια τόν ρίχνει στήν Άβυσσο. ’Ίσως αύτή ή έποχή μετά τόν άναμενόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τόν πόλεμο τής διά «πυρός καί σιδήρου» παγκόσμιας καταστροφής, τόν πόλεμο τών φρικτών στεναγμών, νά είναι ή χρυσή μακροχρόνια περίοδος τής μετατροπής τών φονικών οργάνων σέ άροτρα. Δηλαδή μιά διάρκεια άρκετοΰ χρόνου ήσυχίας, πίστεως καί χάριτος γιά τήν πολυβασανισμένη άνθρωπότητα. Τήν σκληροτράχηλη καί άμετανόητη πού έπροτίμησε άπό τήν άγάπη τό μίσος. Ή νέα τούτη κατάσταση μέ γνώμονα τήν λογική καί τήν πίστη στόν Ένα καί μοναδικό Ποιμένα, θά είναι μακάρια κι εύλογημένη. Θά βασιλεύσει παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη, τάξη, άλληλοσεβασμός. Όλα θά είναι ώραΤα καί άφθονα. Άκόμη τόσο τό ζωϊκό όσο καί τό φυτικό βασίλειο θ’ άλλάξουν. Τ’ άγρια ζώα θά ημερέψουν καί ή γη μέ τίς άπέρανιες έρημιές καί τίς στέπες δέν θά βγάζει άγκάθια καί τριβόλια άλλά θά χρησιμοποιηθούν έπιστημονικά γιά δίκαιη διανομή. Γιά ένα διάστημα ή κατάρα θά τραβηχτεί άπό τόν πλανήτη.
Μετά ταΰτα σημαίνει τά μέλλοντα. Στά κεφάλαια 6 καί 7 έχουμε τήν συνέχεια τής δράσεως μέ τό άνοιγμα τώνέπιά σφραγίδων οί οποίες άκολουθοϋνται άμέσως άπό τόν ήχο ιών έπτά σαλπίγγων στά κεφάλαια άπό 8 ώσαμε τό 11. Ή διαδοχή αύτών τών δύο έπτάδων γίνεται χωρίς διακοπή κι έτσι διατηρούνε θετική συνοχή μέ τά κεφάλαια 4 καί 5, τά όποια προσφέρουν τήν εισαγωγή ολάκερης τής σκηνής. Τά κεφάλαια 12 ώσαμε τό 16 περιέχουν σημεία. Τό τελευταίο σημείο τών άγγέλων είναι οΐ έφτά φιάλες. Αύτά τά δύο κεφάλαια άποτελούν μιά σειρά κρίσεων κάπως παράλληλων μέ τίς κρίσεις τών έπτά άγγέλων. Μάλιστα είναι τό κορύφωμα τής κρίσεως γιατί μέ τίς έπτά φιάλες τού θυμού, τελειώνει ή θεϊκή κρίση. Πιό κάτω ό ’Ιωάννης μάς διηγείται ότι είδε άγγελο όπου κατέβαινε άπό τό στερέωμα, ό οποίος κρατούσε στό χέρι καί κάτεχε τό κλειδί τής ’Αβύσσου. Καθώς καί μία τεράστια άλυσίδα. Πιάνει τόν δράκοντα τόν «όφιν τόν άρχαΐον, όστις είναι ό Διάβολος καί Σατανάς», τόν δένει καί γιά χίλια χρόνια τόν ρίχνει στήν Άβυσσο. ’Ίσως αύτή ή έποχή μετά τόν άναμενόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τόν πόλεμο τής διά «πυρός καί σιδήρου» παγκόσμιας καταστροφής, τόν πόλεμο τών φρικτών στεναγμών, νά είναι ή χρυσή μακροχρόνια περίοδος τής μετατροπής τών φονικών οργάνων σέ άροτρα. Δηλαδή μιά διάρκεια άρκετοΰ χρόνου ήσυχίας, πίστεως καί χάριτος γιά τήν πολυβασανισμένη άνθρωπότητα. Τήν σκληροτράχηλη καί άμετανόητη πού έπροτίμησε άπό τήν άγάπη τό μίσος. Ή νέα τούτη κατάσταση μέ γνώμονα τήν λογική καί τήν πίστη στόν Ένα καί μοναδικό Ποιμένα, θά είναι μακάρια κι εύλογημένη. Θά βασιλεύσει παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη, τάξη, άλληλοσεβασμός. Όλα θά είναι ώραΤα καί άφθονα. Άκόμη τόσο τό ζωϊκό όσο καί τό φυτικό βασίλειο θ’ άλλάξουν. Τ’ άγρια ζώα θά ημερέψουν καί ή γη μέ τίς άπέρανιες έρημιές καί τίς στέπες δέν θά βγάζει άγκάθια καί τριβόλια άλλά θά χρησιμοποιηθούν έπιστημονικά γιά δίκαιη διανομή. Γιά ένα διάστημα ή κατάρα θά τραβηχτεί άπό τόν πλανήτη.
Καί είδα έναν άγγελο νά κατεβαίνει άπό τόν
ουρανό
κρατώντας στό χέρι, τό κλειδί τής άβυσσος
καί μιά μεγάλη άλυσίδα.
Καί καταπόνεσε τόν δράκοντα, τό φίδι τό
άρχαΐο πού είναι ό διάβολος καί ό Σατανάς καί τόν έδεσε γιά χίλια χρόνια.
Τόν έρριξε στήν άβυσσο, τόν έκλεισε καί τόν
σφράγισε γιά νά μήν παραπλανά τά έθνη ώς νά περάσουν χίλια χρόνια. Ύστερα θά
πρέπει νά λυθεί γιά λίγο.
Καί είδα θρόνους όπου κάθησαν καί τούς
έδόθηκε νά κρίνουν.
Καί είδα τίς ψυχές τών πελεκοσφαγμένων γιά
τήν μαρτυρία τού Χριστού καί τόν ιερό του λόγο.
Καί όσους δέν προσκύνησαν τό θηρίο, μήτε
τήν εικόνα του καί δέν δέχτηκαν τό χάραγμα στό μέτωπο ή στό χέρι.
Αύτοί ξανάζησαν καί βασίλεψαν κοντά στόν
Χριστό χίλια χρόνια.
Οί άλλοι άπό τούς νεκρούς δέν ξανάζησαν
(οϊ κακοποιοί) όσο νά τελειώσουν χίλια χρόνια. Τούτη είναι ή άνάσταση ή πρώτη.
Μακάριος καί άγιος όποιος έχει μοιραστεί
τήν ’Ανάσταση τήν πρώτη.
Έπειτα άπό τήν μακρόχρονη Βασιλεία τοϋ
χριστιανισμού, ό προφητικός λόγος άναφέρει τήν κρίση τών άπιστων νεκρών. Μικροί
μεγάλοι θά έμφανισθοϋν καταμπροστά στόν Λευκό θρόνο τοϋ Θεοΰ καί θά κριθοΰν.
Τούτη ή κρίση είναι ό δεύτερος θάνατος, ό πιό τραγικός γιά τήν άθάνατη ύπαρξη
τού άνθρώπου. Άς χλευάζουν σήμερα οί δημοσιογράφοι, οί διανοούμενοι, οί
λογοτέχνες, οί σοφοί, οί δήθεν άνθρωποι τού πνεύματος. Τεράστια έκπληξη
περιμένει όσους πέρασαν άπ’ αύτόν τόν παράδοξο μικρό πλανήτη.
Τά όσα ζεΐτε, τά όσα άκοΰτε καί βλέπετε
δυστυχισμένοι έφήμεροι κορδωμένοι, πρώτοι καί φημισμένοι συναμεταξύ σας καί
στούς όχλους, δέν είναι μήτε όνειρο, μήτε φρεναπάτη, μήτε άφορισμοί κληρικών.
Σάς πνίγει κάθε σχεδόν μέρα όπου ζεΐτε ή χλεύη, ή ύπερηφάνεια, ό έγωκεντρικός
ναρκισσισμός. Τεράστια έκπληξη σάς περιμένει. Τέτοια όπου θά χτυπάτε τά στήθη
καί θά λέτε: «Πέσετε βουνά νά μάς κατακαλύψετε. Πώς ξεγελαστήκαμε, πώς δέν
προσέχαμε τών ταπεινών τήν πορεία, πώς καί γιατί σταθήκαμε λανθασμένα καί ή
χλευάζαμε ή παρατρέχαμε τά λόγια τοΰ Εύαγγελίου; Γιατί νά μάς ξεγελάσει τό
πυροτέχνημα τής τεχνικής άναλαμπής;» Αλλοίμονο, άπό τά τρισεκατομμύρια τών
τρισεκατομμυρίων, όσοι δέν βρέθηκαν «γεγραμμένοι» στό βιβλίο τής ζωής...
Στήν πολυσήμαντη αύτή προφητεία τού Κυρίου
μας, πού άξιώθηκε ν’ άκούσει ό άγαπημένος του καταμεσής στήν έρημοσπηλιά τού
μικρού έκείνου νησιδίου. (Ώ πάντα τά μικρά, τά άφανή, τά ταπεινά έπευλογείς
Εσταυρωμένε!) ή στερνή δράση άποσκοπεΐ νά μάς παρουσιάσει τόν τελικό θρίαμβο
τής μίας, άγιας, καθολικής καί άποστολικής Εκκλησίας. Τής ’Ορθοδοξίας. Μάς
παρουσιάζει τό πορτραΐτο τής άκατάλυτης Βασιλείας. Τής αιώνιας. Τής άνω
'Ιερουσαλήμ.
Είναι δύσκολο, άκατόρθωτο ή άνθρώπινη
γλώσσα νά άναπαραστήσει τήν λάμψη της, τό εύγενικό περιβάλλον της, τήν
ύπέρλαμπρη της άκτινοβολία. Τίποτα έκεΐ πού νά λασπώνει, νά βρωμίζει ή νά
προξενεί όπως συνέχεια γίνεται έδώ κάτω, άποστροφή, βδέλυγμα, φρίκη. Ναός δέν
θά ύπάρχει, γιατί Κύριος ό Θεός, ό Παντοκράτωρ μέ τήν άβυσσο τής άγάπης του καί
τό χάδι στούς ταπεινούς, είναι ό ϊδιος ναός. Ό ήλιος δέν χρειάζεται. Γιατί Φώς
άκατάλυτο, άνώτερο τού θαβωρείου, θά είναι ό ’Αναστημένος άπό τόν φρικτό
Γολγοθά, πανευεργέτης.
Έπτά άρνηπκές άντιθέσεις, χαρακτηρίζουν
τήν άπάνω 'Ιερουσαλήμ άπό τίς πολιτείες (άνθρωποθάλασσες), όπου οί άνθρωποι
κατασκευάζουν μέ τήν τέχνη, τήν έμπειρία καί τήν τεχνική τους. Τά θετικά όμως
χαρακτηριστικά τής αιώνιας πολιτείας είναι σχεδόν άναρίθμητα. Κάθε προσεκτικός
μελετητής τού κειμένου σιήν ’Αποκάλυψη, θά παρατηρήσει πόσο ό έπίλογος
ιιροσεγγίζει μέ τόν πρόλογο: «Ναί, έρχομαι γρήγορα». Αύτά είναι τά στερνά λόγια
τοΰ Νυμφίου πρός τήν νύμφη του. Τήν αιματοβαμμένη άπό τό τίμιό του Αίμα
Εκκλησία. Τήν πατημένη άπό λύκους καί υποκριτές, ιήν χιλιοπροδωμένη. Τήν
βασανισμένη άπό άντίχριοιους, αιρετικούς καί Μασόνους. Καί ή Νύμφη καταγεμάτη
έκσταση, μέ τό βραβείο τών πληγών, καί τής υπομονής, άποκρίνεται: «’Αμήν, έλα
Κύριέ μου, Ίησοΰ».
Καί τό Πνεΰμα καί ή νύφη άνακράζουν:
«Έλα». Κι όποιος άκούει, άς λέει: «Έλα».
Καί άς έρθει ό διψασμένος, άς πάρει όποιος
θέλει τό νερό της ζωής, δωρεάν.
Ώ χιλιαγαπημένε μας ’Απόστολε! Εκατομμύρια
διά μέσου των αίώνων πιστοί, μέ πτώσεις, ξανασηκώματα, υπομονή, άγάπη, πίστη
καί λαχτάρα, προσκαρτερούμε τόν έρχομό τοΰ έσφαγμένου ’Αμνοΰ, τοΰ Νυμφίου. Καί
ή νύμφη καταγεμάτη έκσταση, λέει καί ξαναλέει μέ δάκρυα θριάμβου:
«Ναί, έλα Κύριέ μας, έλα άγαπημένε μας
Ίησοΰ Χριστέ, έλα».
Ή ’Αποκάλυψη όπως προαναφέραμε, στό τέλος
τοΰ εικοστού αίώνα, στίς ήμέρες μας, είναι πολύ πιό κοντά στήν λογική,
ερμηνεύεται. Είναι τρισμέγιστο προφητικό βιβλίο τοΰ Θεοΰ. Μέ άρχιτεκτονικό
σχέδιο. Παρ’ όλο όπου στόν χαρακτήρα φαίνεται συμβολικό καί στό λεκτικό του
ύφος άποκαλυπτικό, στήν ούσία είναι οριστικό
άμετακίνητο σχέδιο προοδευτικής πορείας. Καί διδασκαλίας. Είναι ολάκερη
ή Ιστορία τής νέας Σιών. ’Από τούς ’Αποστολικούς χρόνους. Ή άρχαία ή μέση, ή
σύγχρονη καί ή μελλούμενη.
Γράψε ό,τι βλέπεις σέ βιβλίο καί στείλε το
στίς έφτά ’Εκκλησίες. Στήν Έφεσο καί στήν Σμύρνη
καί στήν Πέργαμο καί στά Θυάτειρα καί στίς
Σάρδειςκαί στήν Φιλαδέλφεια καί στήν Λαοδίκεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ό χρόνος τραβοϋσε όπως πάντα μέ
τό ραβδί του τήν πορεία του.
Παράξενο μήνυμα έφθανε ξάφνου στό
πανόμορφο άραξοβόλι. Άπό ποΰ τάχα; Άπό τήν κοσμοκράτειρα, τήν Ρώμη. Ό Δομεηανός
δολοφονήθηκε! Θεέ καί Κύριε... Στόν θρόνο άνέβηκε ό Μάρκος Νέρβας. Ένας
βασιλιάς όπου δέν κακόβλεπε τόν χριστιανισμό καί τήν διάδοσή του. Μάλλον έκανε
ύποχωρήσεις.
Στήν Πάτμο τώρα ήταν όλοι, πέρα γιά πέρα,
χριστιανοί. Στίς κινήσεις τους, στά λόγια τους, στίς μορφές τους, κυριαρχούσε
τό γλυκό άκρόγελο όπου ραντίζει φώς άόρατα, ή άγάπη. Ή μέριμνα γιά μετάνοια. Ή
αδιάκοπη καί σταθερή. Πόσο διαφορετικός άλήθεια φαίνεται ό άνθρωπος όταν
άγωνίζεται νά γίνει πραγμαιικά καί όχι «κατ’ όνομα» μόνο χριστιανός. Ό Χριστός
μας δέν θέλησε ύποταγμένους όχλους, ένθουσιασμένες, άνθρωποθάλασσες. Μήτε ψυχές
κινούμενες σέ ρυθμό κοινού ήθικοΰ βίου. Ζήτησε άλλαγή νοοτροπίας, ξύπνημα τής
συνειδήσεως. Στροφή άπό τά γήινα στά αιώνια. Εγκατάλειψη τού έγώ υπέρ τού
«πλησίον». Άιιομάκρυνση άπό τόν αύτοερωπσμό πού σχεδόν πάντα καταφεύγει στήν
σάρκα, στό πηρούνι, στό πιστό, στήν Λαιμαργία. Κοντολογίς, σύνταξη καί μέ
ταπεινό φρόνημα τής ψυχής, στό σχέδιο τής Βασιλείας. Στόν όραματισμό τής
γενικής καί καθολικής εύτυχίας όπου τήν άπαρτίζουν ψυχές εύγενέστατες, «άστέρες
πολύφωτοι τοΰ νοητοΰ στερεώματος». Άτομα, μέ άκηλίδωτη, καθαρή καρδιά καί
σκέψη.
Στήν Πάτμο λοιπόν, στούς άλατοκαπνισμένους
κάτοικους, κυριαρχούσε ένας πολύτιμος φάρος. Ό Χριστός. Άπό ήμέρα σέ ήμέρα οί
άκτΐνες του έμελλαν νά φωταγωγήσουν, νά άναμορφώσουν άμετρη, όλοτρόγυρα
περιφέρεια. Σύμφωνα μέ τίς συνήθειες τής τότε ναυσιπλοΐας, τό νησάκι τούτο ήταν
ό πρώτος καί ό τελευταίος σταθμός γιά τόν ταξιδιώτη όπου άπό τήν Έφεσο πήγαινε
στήν Ρώμη, ή καί άπό τήν Ρώμη στήν Έφεσο. Χάρη στό ύπέροχο λιμάνι της, όπου
σχηματίζεται στό κέντρο τού νησιού καί μέ τό ίσθμό ό όποιος συνδέει τό
βραχώδικο συγκρότημα της μέ τόν νότιο τομέα, τήν θεωρούσαν τότε τό πιό
σημαντικό ναυτικό σταυροδρόμι. Σέ κάποιο σύγγραμμά του ό άπιστος, ό τάχα
θαυμαστής ένός σοφού, ό χωματένιος Ρενάν, γράφει ότι στήν άρχαιότητα παρουσίαζε
πρωτόφαντη άκμή. Ότι ήταν εύπορη, πυκνοκατοικημένη.
Παράξενο λοιπόν μήνυμα έφθασε ξάφνου καί
στά καλά καθούμενα στό πανόμορφο τούτο άραξοβόλι. Άπό πού τάχα έφθασε; Άπό τήν
κοσμοκράτειρα.
Ό ’Ιωάννης είχε πάρει τήν προφητεία μέ τόν
τραγικό θρίαμβο τής ’Εκκλησίας. Άπό τόν «πάντων άγίων, άγιώτατον Λόγον». Καί
σύμφωνα μέ τήν έντολή του τήν έγραψε μέ όλες της τίς λεπτομέρειες. Στό μεταξύ,
στόν πολυκατοικημένο τούτο τόπο, στό ναυτικό αύτό σταυροδρόμι της Ευρώπης καί
της Άσίας, όχι δίχως κόπο καί μόχθο, οργάνωσε τήν νεοσύστατη Εκκλησία τοΰ
Εσταυρωμένου, «καταστήσας αύτή πρεσβυτέρους καί λειτουργίας άψάμενος καί
μεταδούς πάσι τών θείων Μυστηρίων».
Δέν άργησε νά φτάσει άπό τήν Ρώμη μήνυμα
ότι ό καινούργιος μονάρχης έχοντας άγαθές πληροφορίες γιά τόν ’Απόστολο,
διέταξε νά άπολυθεΤ άπό τήν έξορία. Νά κάτσει, ή νά μπεΤ σέ καράβι καί νά
τραβήξει όπου τού άρέσει.
Μόλις τού τό άνάγγειλαν οί άρχές καί
ύστερα άπό όλονύκτια προσευχή στήν θέση «Κατάπαυσις», ύστερα άπό δακρύβρεκτες
ικεσίες, άποφάσισε νά φύγουν μέ ιόν σύντροφό του, νά έπιστρέψουν στήν Έφεσο.
Γιά ησυχία καί γιά καλοπέραση; ’Απεναντίας. Έκεΐ δέν ι ϊχε άκόμη καλοριζώσει ό
σπόρος. Τόν περίμεναν ιιλήθος ψυχές. ’Άγουρες, άνυποψίαστες, άρρωστημένες.
Άπό λαλιά σέ λαλιά, διαδόθηκαν τά πάντα. Είδηοη,
άπόφαση έτοιμασία. Βαρύ, μολυβιασμένο σύννεφο καπλάντισε τόν ούρανό. Ό
’Ιωάννης, ό Μαθητής Κυρίου, μέ τόν άκόλουθό του θά έφευγαν! Θά έγκατέλειιιαν
οριστικά καί ’ίσως γιά πάντα τό νησί. Θεέ καί Κύριε! Βαριά πέτρα πάνω στήν
καρδιά. Σάν άνθρωποι, σέ ι ναν όποιονδήποτε ψυχικό κλονισμό, πότε άραγε δέν ι
ιαραπατούμε; Άπό λύπη σέ άπόγνωση κινδυνεύουμε νά γλιστρήσουμε, νά πέσουμε
χάμου. Τά αισθήματα μας συγκλονίζουν. Ωστόσο ό κάθε ένας μας κατέχει μέσα του,
άθάνατη ούσία. Κι αύτή σέ όποιαδήποτε συγκίνηση, σέ όποιαδήποτε άπελπισία ή καί
σέ πανικό ι ικόμη, μέ έναρμόνια λαλιά, υπαγορεύει τήν λέξη ΧΡΕΟΣ. Ό Ιωάννης
ιούς άγάπηοε. Πολύ. Άλλά είχε χρέος. Όσο πιό πολύ τήν αισθανόμαστε αύτή τήν
λέξη, όσο τήν άγκαλιάζουμε, τόσο κι άνεβαίνουμε. Στό άνερεύνητο ύψος. Ή πιό
γλυκιά λέξη στόν κόσμο καί στόν ούρανό, ή ΑΓΑΠΗ περιβάλλεται μέ χρέος. Τήν
φιλοσοφία καί τόν νόμο της δέν τά μαθαίνει κανείς στίς φυλλάδες. Τά ζεϊ μέ τής
ψυχής τήν φωτιά, μέ τής καρδιάς τό δάκρυ. ’Ώ, ναί, ή Βασιλεία άρχίζει άπό δώ
κάτω. Άλλά δέν έχει έδώ τόν σκοπό τής διάρκειας, τής άκινησίας.
Όταν ό Κύριος είπε στόν φιλάργυρο μαθητή
ότι τό πολύτιμο έκεϊνο μύρο όπου έχυσε στά πόδια του ή πόρνη, άξιζε νά σταθεί
μικρό θυμητάρι τής πανάγιας του παρουσίας, πρόσθεσε ότι τούς πτωχούς θά τούς
έχετε όλοχρονίς κοντά σας. Εμένα όμως δέν θά μέ βλέπετε όπως λόγου χάρη, τώρα.
Μήτε στίς έναγώνιες έρωτήσεις σας ή καί στά πειράγματά σας θά μ’ έχετε ζωντανό
γιά ν’ άκοΰτε τήν λαλιά μου. Ή Βασιλεία άρχίζει άπό δώ κάτω, άλλά μέ τήν
ύπογραφή ένός ομόλογου. Στό κείμενό του κυριαρχεί ή λέξη άγώνας. Κι άπόκοντα ή
λέξη θυσία. Αποδοχή θλίψεων, θανάτου, πιέσεων, πειρασμού...
Πότε δέν είναι συγκινητικός, πότε δέν
καταπλακώνει τίς καρδιές ό χωρισμός; Καί μάλιστα όταν γίνεται μέ πρόσωπο, μορφή
πνευματικού πατρός; μέ διδάχο καρδιοκατακτητή καί άπό τόν Ύψιστο άποσταλμένο.
Άν όταν κάποιο άγαπημένο μας πρόσωπο πού μέλλει νά ταξιδέψει μέ άμφίβολο
γυρισμό, κλαϊμε γοερά, άν κάθε πού τόν άντικρύζουμε μουσκεύουμε τά μαντήλια
δάκρυα, πώς νά συγκρατήσουν τώρα τά δάκρυά τους οί Πάτμιοι; Συγκεντρώθηκαν όλοι
τους σάν μιά ψυχή καταμεσής στήν πόλη.
—
Μείνε, μείνε κοντά μας, άγιε τοϋ Θεοϋ, τόν παρακαλοϋσαν. Κι έναςένας
άνδρες, γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, γέροντες, παρήλικες, σέρνονταν σέ φάλαγγα
σιγής, στά γόνατα. Καί τοϋ καταφιλοΰσαν τά πόδια.
—
Μείνε, μείνε κοντά μας. Μή μάς άφήνεις μόνους. Μή μάς άφήνεις έρημους,
ορφανούς. Είμαστε τά παιδιά σου. Σέ θέλουμε γιά πάντα. Λαχταρούμε νά σέ
βλέπουμε νά περπατάς στίς άκρογιαλιές μας. Δέν μάς λυπάσαι;
Ποιά ύπαρξη, έστω καί μέ παλμούς γαλήνης,
άνιέχει σέ τέτοια ομαδική θλίψη; Ποιά ψυχική ήρεμία μπορεί νά ξεπεράσει τόν
σπαραγμό ένός παρόμοιου ιιιστού πλήθους; Όμως ό Ιωάννης ήταν ’Απόστολος.
Πνευματοφόρος. Τό συναίσθημα μέ πρόσωπα καί και καταστάσεις όταν παγιώνεται,
ξεπέφτει. Καταντά «ψυχικός έρως». Χωρίζεται άπό τήν άκηλίδωτη πνευματική
πορεία. Ήταν ’Απόστολος καί ή άποστολή του ήταν «συνεχές» χρέος.
Σήκωσε τό βλέμμα ψηλά, τούς εύλόγησε καί
είπε:
—
’Αφού πιστέψατε, άδέλφια, καί γευθήκατε καί καταλάβατε τί θά πει
Χριστός, πώς τώρα έναντιώνεσθε τήν
θέλησή του; Δέν τό άντιλαμβάνεσθε ότι ό Άπστολός του, είναι έρωδιός; Σάν τό
ταξιδιάρικο καί διαβατάρικο τούτο πουλί, τόν έρωδιό, είναι ό ’Απόστολός ιου,
άδέλφια. Σήμερα βρίσκεται στόν άλφα τόπο καί σπέρνει τόν σπόρο, δηλαδή τόν λόγο
τού Θεού, αύριο ταξιδεύει στόν βήτα. Μόλις διαπιστώσει ότι ό σπόρος έπιασε, ότι
έπεσε σέ γή άγαθή, ξαναφτερουγίζει. Πάει στόν γάμα. 'Ώσαμε νά παραδώσει τήν
στερνή πνοή του. Έρωδιός ώσαμε τήν συντέλεια, θά παραμείνει κάθε κήρυκας
Κυρίου. Θά σπέρνει τόν σπόρο όπου τόν όδηγεί ό άνεμος. Όπου τόν κράζει ή
άνάγκη. Γιά τίς καθημερινές σας πνευματικές χρείες καί γιά τά άγια Μυστήρια σάς
άφήνω τούς πρεσβυτέρους. Όλοχρονίς στό πλευρό σας. Είναι βέβαια άνθρωποι, έχουν
σάν καί μένα άδυναμίες, όμως ξέρουν νά προσευχηθούν. Στόν Παντεπόπτη καί
ζωντανό. Κι αύτός όπως μάς τό ύποσχέθηκε, θά τούς έρευνά δίκαια, θά τούς
παραστέκει. Δέν θά πάψει νά τούς δείχνει πώς νά ξεπερνούν πειρασμούς,
έναντιότητες, δυσκολίες.
Ωστόσο ό χωρισμός, είναι χωρισμός. Είναι
άπό τήν φύση του συγκινητικός. Καί σχίζει τίς καρδιές στά δύο.
Κάποιος τότε άνάμεσά τους, έρριξε μιά
ίδέα:
—
’Αφού δέν μάς λυπάσαι, άνάκραξε, τουλάχιστον γράψε μας πάνω σέ πάπυρο
τήν ζωηφόρο διδασκαλία σου. Γράψε μας λεπτομέρειες γιά τήν Σάρκωση, γιά τόν
Πρόδρομο καί τήν Σαλώμη καί γενικά γιά ό,τι καταδέχθηκε νά ύποστεΐ ό Υιός τού
ζωντανού Θεού, μέ σκοπό τήν σωτηρία τού άνθρώπου. Σέ παρακαλοΰμε. Μή μάς τό
άρνηθεΐς.
Τό πλήθος τό πήρε στά ζεστά. Σήκωνε τά
χέρια, «έπεδοκίμαζε», συμφωνούσε.
—
Όσα είδες μέ τά μάτια σου, όσα άκουσες μέ τ’ αύτιά σου.
—
Τουλάχιστον άν τά κρατήσουμε γραμμένα μέ τίς λεπτομέρειές τους θά
μπορούμε νά άντιμετωπίζουμε στό μέλλον τούς πειρασμούς. Τίς θλίψεις.
—
Θά τά καταφέρνουμε νά έξουδετερώνουμε τίς έπιθέσεις. Τού δολοπλόκου
σατανά.
—
Ώ, τί μοΰ ζητάτε, άποκρίθηκε ό Ιωάννης. Να ξέρατε τί άκριβώς μοϋ
ζητάτε....
—
Είναι τόσο δύσκολο;
—
’Απαιτεί χρόνο. Πολύτιμο. Μήπως τόσες καί τόσες φορές δέν σάς
άναπαράστησα τήν έπίγεια ζωή τού Θεανθρώπου καί Σωτήρα; Δέν σάς διηγήθηκα μέ
λειιτομέρειες τά πρωτόφαντα σημεία όπου στό σύντομο πέρασμά του άπό τήν
Γαλιλαίο καί άλλαχοΰ, έκανε; Άρκεσθεϊτε σέ όσα σάς έδίδαξα. Πιάστε νά τά
θυμάοτε, νά τά έντυπώνεσθε, νά τά συχνολέτε. Νά τά μεταδίδετε νύχταμέρα στά
μικρά παιδιά. Καί ό παντοδύναμος Κύριος θά σάς χαρίσει καί εύλογία καί
αιωνιότητα.
—
Δέν θά σηκωθούμε άπό χάμου, άν δέν μάς ύιιοσχεθεϊς ότι θά μάς άφήσεις
γραμμένη τήν διδασκαλία σου.
—
Δέν βλέπεις πώς καταβρέχουμε τήν γή μέ τά ίκ'ικρυά μας;
’Ακολούθησε σιγή. Μιά πολύ μακριά σιγή.
—
Καλά άδέλφια, σηκωθείτε τώρα,
πηγαίνετε στά οπίτια σας. Θά προσευχηθώ στόν Κύριό μας νά μέ φωτίσει κάτι νά
γράψω.
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική
δημοσίευση από το Ββλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και
αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό
νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΠΗΔΑΛΙΟΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου