Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016
Τέρατα και σημεία
ΤΟΥ κάκου πάλι ό Κύνωπας περίμενε τήν
επιστροφή τους. Τί νά συνέβαινε τάχα; Τά καθάρματα! Πώς καί γιατί χάσανε
δύναμη, θέληση, όρμή καί δράση; Στό παρελθόν είχανε στό ένεργητικό τους τέρατα
καί σημεία. Τώρα; ’Αδύνατο, κάτι τό ύποπτο γινόταν. Κάτι πού δέν είχε πέσει
στήν άντίληψή του. Έπρεπε νά άνασκουμπωθεϊ καί νά δώσει ό ϊδιος τήν μάχη.
Αύτοπροσώπως. Ώ, γιά τήν δοκιμασμένη του ίσχύ, ή μάχη θάχε θεαματικό θρίαμβο.
Έμελλε δηλαδή νά ξαναπαίξει τόν ισχυρό.
Δίχως χρονοτριβή, περπάτησε, έγκατέλειψε
τίς μονιές του, άνατράβηξε κορδωτός, βγάζοντας άπό τά ρουθούνια του καπνούς,
γιά κάτω... Γιά τά σπίπα καί τίς πλατείες. Γιά τούς θνητούς.
Άγναντεύοντας άπό τόν λόφο, άντελήφθει τόν
’Απόστολο νά συνεχίζει τήν άποστολή του. Τόν είδε στήν θέση όπου ονομαζόταν
«Βοτρύϊ» νά κατηχεί άρκετούς άπό τόν λαό. Στήν σημερινή δηλαδή τοποθεσία
’Αρούβαλη. Οί διαβάτες ολόγυρα πού τόν είδαν νά κοντοζυγώνει στ’ ’Αρούβαλη, καί άρκετοί άκροατές τοΰ λόγου,
έπεσαν χάμου. Στά γόνατα. Καί τόν προσκυνούσαν. Προχώρησε συνοφρυωμένος καί
άγέρωχος. ’Αλλά παρατήρησε ότι όσοι άκουγαν τά λόγια τοΰ κήρυκα, άλλαζαν όψη
καί χρώμα. Άπό λύκοι, γίνονταν άρνιά. Άπό γεράκια, περιστέρια. Ή έκφρασή τους
χαλάρωνε, δανειζόταν κάτι τό γλυκό, κάτι τό ξένο καί άσυνήθιστο. Οί άκροατές
στό μεταξύ πολλαπλασιάζονταν. Διασπαζόταν ή προσοχή τους. Ή δημόσια έμφάνιση
τοΰ μάγου μαγνήτισε ολάκερο σχεδόν τό νησί. Άπό στόμα σέ στόμα, άνδρες καί
γυναίκες, παρατούσαν τήν πρόχειρη άσχολία τους, γέροντες καί νέοι τίς γωνιές
τους, γιά ν’ άπολαύσουν τό θέαμα. Πάντα ό λαός άπό τήν άδράνεια, προτιμά τήν
φασαρία, συντραβιέται άπό τό θέαμα. Έτριξε τότε αύτός τά δόντια, όρμησε στήν
θέση τού κήρυκα, τόν σπρώχνει μέ περιφρόνηση σάν παρείσακτο. Καί βροντοφωνάζει:
—
Αδέλφια, λαέ τής Πάτμου. Ακούστε μέ καλά. 'Εάν αύτός έδώ όπου σάς ξεμυαλίζει,
ό Ιωάννης, (τώρα δά γιά πρώτη φορά καταδέχομαι καί τού κάνω τήν πμή νά προφέρω
τ’ όνομά του), έάν λέγω είναι καθαρός καί δίκαιος, έάν τά λεγόμενό του δέν
κλονίζονται, δέν παραπατούν, κοντά στό άτράνταχτό μας Ρωμαϊκό δίκαιο, θά
φανερωθεί σέ λίγο. Κάνετε λίγη υπομονή. Καί θά τό διαπιστώσετε.
Πριν άποσώσει τήν λήγουσα στήν φράση του,
γυρίζει καί ρωτά κάποιον άνυποψίαστο νεαρό.
—
Ζεί παιδί μου, ό πατέρας σου;
—
Όχι, άποκρίνεται αύτός. Έχει κύριε, πολλά χρόνια τώρα πεθάνει. Ήταν ό
δυστυχισμένος ναυτικός καί κάπου στήν λευκή θάλασσα ναυάγησε καί ό βυθός ιόν
κατάπιε. Σάν τόν καρχαρία τό ψαράκι.
Στρέφεται στόν Απόστολο άγανακτισμένος.
—
Έφθασε ή στιγμή ν’ άποδείξεις ποιά είναι ή αξία σου. Άν τολμάς καί τό μπορείς, φέρε άπό
τήν θάλασσα ζωντανό τόν πατέρα τοϋ παλληκαριοϋ.
Ό ’Ιωάννης τόν άνακύτταξε υπομονετικά.
Καταγεμάτος έγκαρτέρηση.
—
Ό Χριστός, άποκρίθηκε ήρεμα, ό Χριστός όπου λατρεύω καί γνωστοποιώ στόν
κόσμο, άν καί νικητής •τοΰ θανάτου, δέν μ’ έστειλε ν’ άνασταίνω νεκρούς.
—
Γιά ποιό πράγμα σ’ έστειλε;
—
Γιά ν’ ανοίγω δρόμο στήν αιωνιότητα. Γιά νά σώζω άγαθούς καί
πεπλανημένους. ’Αφεντικά καί σκλάβους.
Ό Κύνωπας χαμογέλασε. Περισσότερο. Άκόμη
περισσότερο. Φιλοκατήγορα, ειρωνικά. Βρόντηξε τίς παλάμες, προχώρησε στήν
θάλασσα, κάνει άπότομη βουτιά καί άνασέρνει άπό τόν βυθό κάποιο άνθρώπινο
ομοίωμα, έναν σωσία, όπως θά λέγαμε σήμερα, άπαράλλαχτο μέ τόν πατέρα τού
παλληκαριοϋ.
Μικροί μεγάλοι άπόμειναν νά χάσκουν.
Φόβος, θαυμασμός, έκσταση κατέλαβε τούς πάντες. Ακολούθησε άλαλαγμός,
χειροκρότημα, ένθουσιασμός, παράκρουση.
Μέ τόν άγέρα τού θριαμβευτή, όπου στήν
άμετρη γύρω φύση καταδαμάζει τά πάντα, στρέφει τό πρόσωπο καί ρωτάει άπότομα
κάποιον άνυποψίαστο ασπρομάλλη.
—
Ζεΐ άνθρωπε, ό μονάκριβος γιός σου;
—
Άχ, άναστενάζει αύτός. Έδώ καί δέκα χρόνια μοΰ τόν σφάξανε. Μαχαίρι
δολοφόνου μοΰ τόν άποστέρησε. Ή λεβεντιά ολοκληρωμένη στήν όψη του.
Χαμογελά γιά δεύτερη φορά. Φιλοκατήγορα,
ειρωνικά. Γία δεύτερη φορά ξαναπροχωρεΐ στήν θάλασσα. Κάνει πάλι άπότομη βουτιά
καί άπό τά άχανή της βάθη άνασέρνει κάποιο νεανικό τώρα άνθρώπινο ομοίωμα, έναν
σωσία τοΰ «πάλαι ποτέ» δολοφονημένου.
Κι άπό κοντά κάποια παράξενη μορφή
δολοφόνου.
—
Γιατί πιάστηκε ή άναπνοή σου; ευθύς άμέσως άναρωτά τόν Ιωάννη.
Θαυμάζεις, έ;
Πολλές φορές καί στίς ήμέρες μας, άκοΰμε
όπ ό τάδε όσιος ή ό δείνα έρημίτης άπέκτησαν τό «προοράν», τό προορατικό
χάρισμα. Καί προβλέπει μελλοντικά γεγονότα καί άπώτερα άποτελέσματα. Πώς τό
άπέκτησε; Μέ τήν περιφρόνηση τής σάρκας, τήν εξαΰλωση, τήν άφοσίωση τοΰ
θελήματος του στό θέλημα τού Θεοΰ. Μέ τήν άνυπόκριτη άγάπη. Μέ νίκη στόν άόρατο
πόλεμο τών πειρασμών. Είναι ένα άπό τά θαυμαστά χαρίσματα τού Παναγίου
Πνεύματος. Τού Παρακλήτου. Τοΰ Βασιλέως στήν άχανή πνευματική περιοχή. Τοΰ
έκπορευτοΰ άπό τόν Πατέρα. Λίγοι τό πήραν, έλάχιστοι τό παίρνουν. Ήταν ποτέ
δυνατόν νά στερείται τέτοιο χάρισμα ό Εύαγγελιστής καί Θεολόγος;
—
Πολύ σύντομα, άποκρίνεται ξανά ήρεμα, σάν νά μήν συνέβηκε τό παραμικρό,
τόσο έσύ, όσο καί τά σημάδια μέ τά όποια παραπλανάς τόν λαό, θά έξαφανιστοΰν.
Όμως μέ τήν άπάντηση, χυμά καταπάνω του ό
όχλος. Ό «ές άεί άμφιρρέπων» καί δίγνωμος. Τό «έν άμαρτίαις ήγαπημένον».
—
Βλαστημάς έξόριστε; τοΰ λένε. ’Αρκετοί τοΰ δείχνουν τίς γροθιές τους.
Τό θέαμα, ή φασαρία, ή πάλη τοΰ σκοταδιοΰ
μέ τό φώς, άναψε.
—
Βλαστημάς άθλιε, άνέστιε καί πένη, τόν καθαρώτατό μας Κύνωπα, τό καύχημα
της γης μας;
Έξαλλοι, θηρία τού δρυμού, τόν
κοντοζυγώνουν. Ένας τού κατόφερε χτύπημα, άλλος έπιασε νά τόν δαγκώνει καί νά
τοΰ ξεσκίζει τίς σάρκες, τρίτος νά τόν κλωτσά. Τόν έρριξαν χάμου, τόν
καταπάτησαν, τόν άφησαν ένα δεμάτι αίματα καί σάρκα. Αναίσθητο.
—
Σταματεϊστε, ξεψύχισε, άνακράζει ό μάγος. Καί κάνει νόημα στό μανιασμένο
πλήθος νά άπομακρυνθεΐ άπό τόν πεθαμένο.
—
Τιμωρήθηκε, άδέλφια, βροντοφωνάζει. Μήν τόν πλησιάζετε, μήν άποφασίσετε
νά τόν θάψετε. Παρατεΐστε τον έκεϊ στήν θέση του, νά τόν φάνε τά κοράκια. Έτσι
κι άλλοιώς, αύριο μεθαύριο, θά διαπιστώσουμε άν ό Χριστός τόν όποϊο έμφανίζει
σάν παντοδύναμο, θά έλθει νά τόν ζωντανέψει.
Καί γελώντας φιλοχλευαστικά, προχώρησε στό
πλήθος, άνοιξε δίοδο καθώς έγερναν χάμου καί τόν προσκυνούσαν. Προχώρησε,
προχώρησε, κοντοζύγωσε ένανέναν τούς ιερείς τοΰ ’Απόλλωνα, τούς χαιρέτησε δήθεν
έγκάρδια καί άποτραβήχθηκε, χάθηκε πρός τήν άνηφοριά. Οί ιερείς τόν
άκολούθησαν. Ξοπίσω του καί πλάγια, έπιασε ή κοσμοσύναξη νά άραιώνει, νά
διαλύεται. Μέ τήν καρδιά νά γοργοχτυπάει, έπιασαν οί κάτοικοι τοΰ νησιοΰ, νά
έπιστρέφουν, νά χωρίζονται σέ συντροφιές, νά έγκαταλείπουν τούς άνοιχτούς
χώρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ μεσάνυχτα. Παντού γαλήνη. Ή
σελήνη όπως τό συνήθιζε μιά σειρά αιώνες, τραβούσε τόν δρόμο της. Καί τ’
άστέρια ψηλά στόν ούράνιο θόλο, φωσφόριζαν σάν μικρά ή μεγάλα λυχνάρια, σάν
φαναράκια τής σιωπής.
Στήν θέση Άρούβαλη, ό πολυπληγωμένος
Μαθητής, σιγανάσαινε. Ξάφνου, ένοιωσε στοργική παλάμη νά τού χαϊδεύει τίς
πληγές.
—
Σύ παιδί μου, Πρόχορε; τραύλισαν τά μελανιασμένα χείλη του.
—
Τί γίνεται Κύριέ μου; σιγορώτησε μέ βουρκωμένα άπό δάκρυα τά ματόκλαδα ό
πιστός καί καταπληγωμένος άκόλουθος.
—
Τρέξε παιδί μου στό σπιτικό τοϋ Μύρωνα. Έχουν μαζευτεί έκεί τ’ άδέλφια
μας οί βαπτισμένοι. Καί κλαΐνε. Φοβοΰνται τραγικά γεγονότα, συμφορές. Άνάγγειλέ
τους όπ δέν πέθανα, ότι ζώ. Καί δίχως νά χρονοτριβείς, ξαναγύρισε κοντά μου.
Κράπ, κράπ, κράπ. ’Αντηχούν λαφριά
χτυπήματα στήν έξώπορτα τού σπιτιού τοΰ Μύρωνα. Νύχτα, σιγή. Παντού άκινησία,
άβεβαιότητα, νύχτα βαθιά.
’Αναστατωμένη ή οικογένεια, οί συγγενείς,
τό προσωπικό, όσοι γνώρισαν τήν βοήθεια καί ιήν άγάπη, οί φίλοι, περιμένουν τήν
οργή ιοΰ Κύνωπα, ιοϋ μάγου. Μερικοί προσεύχονται, άλλοι σιγοκλαΐνε.
—
Άνοΐχτε, άκούγεται άπαλή ή λαλιά τού ύποιακιικοϋ...
Τίποτα, καμιά κίνηση, κανένας θόρυβος,
μήτε ιό παραμικρό σημάδι δακτύλων νά ξεμανταλώνουν.
Κράπ, κράπ, κράπ...
—
Άνοΐχτε, σάς φέρνω εύχάριστα. Ώ, σάς παρακαλώ, άνοΐχτε...
Τίποτα, τού κάκου. Ξάφνου άντηχεΐ ή φωνή
ένός παιδιού.
—
Ό Πρόχορος, άνοΐχτε.
Επιτέλους, σά νά τρίζει δεξιά τό μάνταλο.
Νά, γιά δές, άνοίγει. Ανοίγει περισσότερο. Άπό πίσω κάμποσες μορφές. ’Ωχρές,
έντρομες, λυπημένες, καταγεμάτες άγωνία.
Μόλις βλέπουν τόν άκόλουθο τού ’Ιωάννη,
στενάζουν. Έκ βαθέων. Όσο ποτέ. Τόν λογάριαζαν κι αύτόν σκοτωμένο.
—
Ζεϊ; άνάκραξε ή γυναίκα.
—
Μήν στενάζετε, μήν άπογοητεύεσθε, μήν λυπάστε, πιάνει αύτός σινάσιγά νά
βεβαιώνει. Ό δάσκαλός μας ζεϊ. Αύτός ό ϊδιος, ώ ναί αύτός, μέ έστειλε κοντά
σας. Γιά νά σάς δώσω κουράγιο, νά σάς παρηγορήσω.
—
Ξεκινάμε, άντήχησε αύθόρμητα ομαδική άπόφαση. Άς βιαστούμε νά τόν
παραλάβουμε, νά τού παρασταθοΰμε, νά τοϋ άλείψουμε τίς πληγές μέ λάδι.
Σύσσωμο τό σπιτικό, σάν ένας άνθρωπος,
ξεπόρτισε. "Ολοι μαζί προχώρησαν στόν σκοτεινό δρόμο. Κι άπό κεϊ στό ξάγναντο.
Σάν έφθασαν στ’ Άρούβαλη, κοντοστάθηκαν
άπορεμένοι. Ξεδιάκριναν τόν πνευματικό τους ευεργέτη νά στέκεται όρθιος πρός
τήν ’Ανατολή καί μέ ύψωμένα στόν ουρανό τά χέρια! Προσευχόταν. Στόν λαιμό του
σιγανέβαινε λυγμός. Ή φωνή του μόλις πού σιγακουγόταν. Σχεδόν σπασμένη. 'Όσα
λόγια ξεχωρίζανε, σκίζανε στά δυό τήν καρδιά.
—
Κύριε, τού ούρανοΰ καί τής γής. Γιά όσους κατάλαβαν τήν Θυσία σου, τά
λόγια σου, τά θαύματα τής εύεργεσίας σου, δέν ύπάρχουν άπογοητεύσεις. Μήν
έγκαταλείπεις στά ψεύδη τοΰ άντίμαχου τίς δυστυχισμένες τούτες ψυχές. Στά ψεύδη
τού ψυχοφθόρου, όπου μέ τήν φρικτή θυσία σου κατεδίκασες. Καί μέ βάση τό τίμιο
Αίμα σου άπάνω στό ξύλο τοϋ Γολγοθά, τόν έκανες νά σέρνει τώρα έδώ κι έκεΐ μέ
μίσος, φθόνο καί άμηχανία τήν παρουσία του.
'Ομαδικό «άμήν» άντήχησε στήν σιγή τής
νύχτας. Κι έναςένας έπιασαν νά γονατίζουν, νά τόν καταφιλούν, νά τοϋ φιλούν τόν
ξεσχισμένο χιτώνα.
—
Δάσκαλέ μας! Ώ γλυκέ μας εύεργέτη, βασανισμένε τού Θεοϋ...
—
Γυρίστε πάλι άδέλφια, στό σπιτικό σας, άρχισε νά λέει ψιθυριστά ό
’Απόστολος. Μήν σάς παραπλανούν τά κόλπο τοΰ Κύνωπα. Ό,τι καταφέρνει, τό
έπιτυγχάνει δίχως πραγμαηκή έξουσία. Μέ φανταχτερή αύταπάτη. Σάν μάγος, σάν
ταχυδακτυλουργός. Πολύ γρήγορα θά παρασταθεΐτε στό οικτρό του τέλος. 'Ωστόσο
μήν ταράζεσθε, ούτε νά όργίζεσθε. Καί μήν καταριέσθε. Νά βασιλεύει στίς καρδιές
σας ή μακροθυμία. Γιατί πρέπει νά γνωρίζετε ότι ή δύναμη τοΰ ιερού Λόγου, τού
Υΐοΰ τοΰ Θεοϋ δέν έχει όρια. Μήτε άρχή, μήτε τέλος. Γυρίστε στό σπιτικό σας καί
μέ ξαλαφρωμένη συνείδηση γείρατε νά πλαγιάσετε. Νά κοιμηθείτε.
Αυθόρμητα έπιασαν πάλι έναςένας νά
γονατίζουν. Νά τόν καταφιλοΰν, νά άναζητοΰν τά ράκη τοΰ χιτώνα του.
Τί ήταν πάλι αύτή ή νύχτα! Θεέ μου, τί
ήταν... Γιά όσους ξέρουν νά θάβουν τό θέλημά τους κάτω άπό τό θέλημα τού Θεοΰ,
ώ, ναί, δέν ύπάρχουν μήτε πανικός, μήτε φόβος, μήτε άπογοήτευση.
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική
δημοσίευση από το Βιβλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και
αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό
νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου