Μικρός Ευεργετινός
Μοναχού Παύλου Ευεργετινού
ΛΓ. ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΑΔΙΚΟΥΝ Η ΜΑΣ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΥΜΕ. ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ ΘΕΩΡΟΥΝ ΕΝΟΧΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥΣ.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
ΑΝ πληροφορήθηκε τα (κατορθώματα) του Παχωμίου ο σαρκικός αδελφός του Ιωάννης, ήρθε και τον αναζητούσε στα μέρη εκείνα, (οπού ασκήτευε). και όταν τον αντάμωσε, τον ασπάστηκε με μεγάλη χαρά, γιατί, από τότε πού βαπτίστηκε και ακολούθησε το Χριστό και διάλεξε τον μοναχικό βίο, δεν είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά τους συγγενείς του. Επειδή τώρα και ο Ιωάννης είχε τάξει τον ίδιο σκοπό με τον Παχώμιο, έμειναν κι οι δυο μαζί, μελετώντας συνεχώς το νόμο του Θεού και αδιαφορώντας εντελώς για όλα τα επίγεια. Έπειτα, έχοντας στο νου του ο Παχώμιος την υπόσχεση πού του δόθηκε (από το Θεό) μέσω του αγγέλου για τις αναρίθμητες ψυχές πού θα σώζονταν άπ' αυτόν, άρχισε μαζί με τον αδελφό του να επεκτείνει οικοδομικά τη μονή, για να δεχθεί εκείνους πού θα ήθελαν ν' απαρνηθούν τον (κοσμικό) βίο και ν' αφιερωθούν στο Θεό. Καθώς λοιπόν έχτιζαν, ο Παχώμιος, σύμφωνα μ' εκείνο το σκοπό πού είχε, ήθελε ν' απλωθεί σε μεγαλύτερη έκταση, και γι' αυτό έκανε πιο ευρύχωρο τον περίβολο του κτιρίου. Ό Ιωάννης όμως, πού είχε στο νου του τον άναχωρητικό βίο, ήθελε να γίνει το συγκρότημα πιο μικρό. Επειδή μάλιστα ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε αγανακτισμένος στον Παχώμιο.
Πάψε να είσαι φαντασμένος και να μεγαλοπιάνεσαι! Κι εκείνος, όταν τον άκουσε, θύμωσε μεν, επειδή τον έβρισε άδικα, αλλά δεν του άντιμίλήσε καθόλου. Σαν πράος πού ήταν, συγκρατήθηκε. Την ίδια νύχτα όμως κατέβηκε στο κατώγι, πού είχε φτιάξει κάπου στο οικοδόμημα, και άρχισε να κλαίει πικρά και να λέει σαν εξομολόγηση στο Θεό: Αλίμονο μου! Ακόμα μέσα μου υπάρχει το σαρκικό φρόνημα. Ακόμα ζω σαρκικά. Μετά από τόση άσκηση, πάλι αρπάζομαι από το θυμό. Ελέησε με, Κύριε, για να μη χαθώ. Γιατί αν Εσύ δεν με στηρίξεις μέσα στη μακροθυμία Σου και ο εχθρός βρει μέσα μου κάτι από τα έργα του, θα γίνω υποχείριος του, σύμφωνα με το γραμμένο: «Όστις όλον τον νόμον τηρήσει πταίση δε εν ένί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ίακ. 2:10). Πιστεύω όμως ότι οι πολλοί Σου οικτιρμοί θα με βοηθήσουν, Κύριε, και θα διδαχθώ ν' ακολουθώ το δρόμο των αγίων Σου, «τα μεν οπίσω επίλανθανομένος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3:14). και οι μεν άγιοι Σου όλων των εποχών, με τη βοήθεια της χάριτος Σου, ντρόπιασαν τον εχθρό, κι έτσι έδειξαν την αξία τους. Εγώ όμως, Κύριε, πώς θα διδάξω εκείνους πού υποσχέθηκες να καλέσεις με τη δική μου μεσολάβηση στη μοναχική πολιτεία, αν δεν νικήσω πρώτα τα πάθη, πού πολεμούν την ψυχή με τη σάρκα, κι αν δεν τηρήσω το νόμο Σου με ακρίβεια; Πιστεύω πάντως, Κύριε, ότι θα συγχωρήσεις όλες μου τις αμαρτίες, αφού ή συμμαχία Σου είναι μαζί μου. Μ' αυτά (τα λόγια) προσευχήθηκε κλαίγοντας. και συνέχισε να θρηνεί όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Από τον πολύ ίδρωτα μάλιστα γιατί ήταν καλοκαίρι και καιγόταν ο τόπος το χώμα κάτω άπ' τα πόδια του έγινε σαν λάσπη. Συνήθιζε, βλέπετε, όταν προσευχόταν να στέκεται όρθιος, ν' απλώνει τα χέρια του και να μην τα κατεβάζει καθόλου, αλλά, σαν τεντωμένος σε σταυρό με το άπλωμα των χεριών, να καταπονεί το σώμα και να κρατάει έτσι την ψυχή σε νίψη. Τέτοιος (αγωνιστής) ήταν (ο άγιος Παχώμιος), και γι' αυτό ζούσε μαζί με τον αδελφό του ήρεμα και ειρηνικά. Του αββά Κασσιανού Αν επιθυμούμε ν' αποκτήσουμε τέλεια πραότητα και να πετύχουμε το μακαρισμό του Κυρίου (Ματθ. 5:5), όχι μόνο από την εξωτερική εκδήλωση της οργής οφείλουμε ν' απαλλαγούμε, αλλά και άπ' αυτήν ακόμα την ταραχή της διάνοιας. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ το να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θύμου, για να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο το να καθαρίζουμε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζουμε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφοί). Γιατί ή ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβουμε τις ρίζες των αμαρτημάτων παρά τους καρπούς. "Όταν λ.χ. κοπεί ή ρίζα του θύμου από την καρδιά, ούτε το μίσος ούτε ο φθόνος θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε πράξεις. "Άλλωστε, οποίος μισεί τον αδελφό του έχει χαρακτηρισθεί ως ανθρωποκτόνος (Α' Ίω. 3:15), επειδή τον σκοτώνει (νοερά) με τη διάθεση του μίσους, πού διατηρεί στη διάνοια του· αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με (χτύπημα από) ξίφος· το ότι σκοτώθηκε όμως με την εσωτερική προαίρεση της καρδιάς, το βλέπει ο Θεός, ο Όποιος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και για τις προαιρέσεις αποδίδει (στον καθένα) ή στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς διακηρύσσει ο "Ίδιος με το στόμα του προφήτη: «Εγώ έρχομαι άνταποδούναί τα έργα των ανθρώπων και τους λογισμούς και τα ενθυμήματα αυτών» (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 35:22). Αυτό το μαθαίνουμε και από τον απόστολο, πού λέει: «... μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και άπολογουμένων, εν ήμερα οτε κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων...». (Ρωμ. 2:1516). Από το Γεροντικό Έλεγαν για τον άββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε κανείς (στη συνοδεία του) αδελφό άρρωστο ή τεμπέλη ή κακόγλωσσο και ήθελε να τον διώξει, έλεγε: "Φέρτε μου τον εδώ". και τον έπαιρνε, και τον έσωζε με τη μακροθυμία του. και στην εκκλησία έλεγε πάντα στους αδελφούς αυτόν το λόγο: "Αδελφοί, να συγχωρείτε και θα συγχωρηθείτε" (πρβλ. Ματθ. 6:14. Μάρκ. 11:25). Ένας αδελφός, από τη Λιβύη, ήρθε στον αββά Σιλουανό, στο βουνό της Πανεφώ, και του είπε: Αββά, έχω έναν εχθρό, πού μου έκανε πολλά κακά: Και το χωράφι μου καταπάτησε, όταν ακόμα ήμουνα στον κόσμο, και πολλές φορές σχεδίασε να με βλάψει· τώρα τελευταία, μάλιστα, έβαλε και δηλητηριαστές να με φαρμακώσουν. Σκοπεύω λοιπόν να τον παραδώσω στον άρχοντα (για να τιμωρηθεί). Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι, είπε ο γέροντας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αββά, πώς, αν τιμωρηθεί, θα ωφεληθεί πολύ ή ψυχή του, πρόσθεσε ο αδελφός. Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ο γέροντας. Σήκω τότε, πάτερ, να προσευχηθούμε, και μετά φεύγω για τον άρχοντα, παρακάλεσε ο αδελφός. Σηκώθηκαν λοιπόν και άρχισαν να προσεύχονται. Μόλις όμως έφτασαν στη φράση (της Κυριακής προσευχής) «και άφες ήμιν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών» (Ματθ. 6:12), ο γέροντας είπε:«Και μη άφήσης ημίν τα όφειλήματα ημών ως ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών...».Όχι, έτσι, πάτερ, διέκοψε ο αδελφός τον γέροντα. Ναι, παιδί μου, έτσι, αποκρίθηκε ο γέροντας. Αν πραγματικά θέλεις να πας στον άρχοντα για να πραγματοποιήσεις την εκδίκηση σου, ο Σιλουανός δεν κάνει για σένα άλλη προσευχή. Ό αδελφός τότε έβαλε μετάνοια και συγχώρησε τον εχθρό του. Ένας άλλος αδελφός, πού αδικήθηκε από κάποιον άλλον, ήρθε στον αββά Σισώη και του είπε: Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να του το ανταποδώσω. Ό γέροντας τον παρακαλούσε (ν' αλλάξει γνώμη) και του έλεγε: Όχι, παιδί μου! Άφησε καλύτερα στο Θεό την ανταπόδοση. Μα ο αδελφός επέμενε:Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να πάρω εκδίκηση. Τότε ο γέροντας του πρότεινε: Ας προσευχηθούμε, αδελφέ. Σηκώθηκαν λοιπόν και, καθώς προσεύχονταν, ο γέροντας είπε: Θεέ μου, δεν έχουμε πια ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας εκδίκηση! Μόλις τ' άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε Δεν εναντιώνομαι πια στον αδελφό, αββά, συγχώρεσε με! Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν έναν άγιο γέροντα, πού έμενε σε τόπο ερημικό, και βρήκαν έξω άπ' το κελί του μερικά παιδιά, πού έβοσκαν (τα ζώα τους) και έλεγαν άσχημα λόγια. Αφού λοιπόν του εξομολογήθηκαν τους λογισμούς τους και ωφελήθηκαν από τη σοφία του, τον ρώτησαν: Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά, και δεν τους λες να μην αισχρολογούν; Πραγματικά, αδελφοί, απάντησε ο γέροντας, έχω μέρες πού θέλω να τους το πω, αλλά (κάθε φορά πού το αποφασίζω), κατακρίνω (αμέσως) τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι: Αν δεν υποφέρω αυτήν εδώ τη μικρή δυσκολία, πώς θ' αντέξω, αν με βρει κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι' αυτό δεν τους λέω τίποτα, για να μπορέσω να υπομείνω και εκείνα πού θα έρθουν. Κάποιος αδελφός είπε σ' ένα γέροντα: Θέλω να μαρτυρήσω για το Θεό. Και ο γέροντας του απάντησε: Αν σε μια δύσκολη περίσταση υπομείνει κανείς τον πλησίον, κάνει κάτι ισάξιο με το μαρτύριο των Τριών Παίδων στο καμίνι (Δαν. 3:23). Του αββά Μάρκου Εκείνος πού αδικείται από τους ανθρώπους, ξεπλένεται από αμαρτίες και βρίσκει βοήθεια ανάλογη με τη θλίψη. Εκείνος πού πιστεύει σε όσα λέει ο Χριστός για την ανταπόδοση, υπομένει (πρόθυμα) κάθε αδικία, ανάλογα με την πίστη του. Εκείνος πού προσεύχεται γι' αυτούς πού τον αδικούν, χτυπάει με ορμή τους δαίμονες εκείνος όμως πού αντιμάχεται τους πρώτους, πληγώνεται από τους δεύτερους. Καλύτερα να σε αδικούν οι άνθρωποι και όχι οι δαίμονες· εκείνος πάντως πού ευαρεστεί τον Κύριο, τους νίκησε και τους δύο. Εκείνος πού οργίζεται εναντίον του πλησίον για χρήματα ή δόξα ή ηδονή, δεν έχει μάθει ότι ο Θεός ρυθμίζει τα πάντα με δικαιοσύνη. Μη θέλεις ν' ακούς για τις δυστυχίες ανθρώπων πού είναι εχθροί σου· γιατί όσοι ακούνε μ' ευχαρίστηση τέτοιες διηγήσεις, τρυγάνε τους καρπούς της (κακής) προθέσεως τους. Δεν είναι δυνατόν να συγχωρήσει κανείς με την καρδιά του τα παραπτώματα άλλου, αν δεν έχει αληθινή πνευματική γνώση· γιατί αυτή φανερώνει στον καθένα τις θλίψεις (του άλλου) σαν δικές του. Εκείνος πού προσβάλλεται από άλλον και δεν φιλονικεί μαζί του μήτε με λόγια μήτε με το νου, έχει αληθινή πνευματική γνώση και δείχνει ακράδαντη πίστη στον Κύριο. Ούτε αυτός πού αδικεί (στην πραγματικότητα) κερδίζει, ούτε αυτός πού αδικείται χάνει. και αν είναι έτσι, τότε στ' αλήθεια «εν είκόνι διαπορεύεται άνθρωπος», και επομένως «μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. 38:7). Ή σπλαχνική καρδιά θα βρει ευσπλαχνία και ή ελεητική καρδιά θα βρει επίσης έλεος· είναι βέβαια φανερό και το αντίθετο. Του αγίου Έφραίμ Αν ο αδελφός σου καθυστερεί να σου επιστρέψει κάτι πού του δάνεισες, και θέλεις να του το θυμίσεις, πες του το μια φορά, γιατί πολλές φορές (συμβαίνει να) ξεχνάει κανείς. Αν πάλι δανειστείς κάτι από άλλον, κι εκείνος από λεπτότητα δεν σου το θυμίσει, εσύ πάντως, από φόβο Θεού, μη θελήσεις να του το στερήσεις, γιατί είναι γραμμένο: «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» (Ρωμ. 13:8).
ΛΔ. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΑΧΕΤΑΙ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΕΙ ΜΕ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ.
Από το βίο του αγίου Μαρκιανού
Ο ΜΕΓΑΣ Μαρκιανός, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν θα τον έβλεπε, συνήθιζε να πηγαίνει σ' έναν γνωστό του τραπεζίτη, ν' αλλάζει χρυσά νομίσματα με πολλά χάλκινα, για να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, Και να γυρίζει αμέσως (στο σπίτι του). Ό τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σαν πρόφαση για (μεγαλύτερο) κέρδος το ότι ή συναλλαγή γινόταν τη νύχτα, σε ακατάλληλη ώρα, ζύγιζε το χρυσάφι με λειψά ζύγια. Και ο άγιος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ ούτε να κάνει κανέναν έλεγχο, έδειχνε ότι τ' άφηνε όλα στη συνείδηση του ζυγιστή. Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές Και ο Μαρκιανός δεν έκανε καμιά παρατήρηση στον τραπεζίτη, ο τελευταίος ήταν όλο έκπληξη. Και (μια νύχτα), ενώ παρακολουθούσε την ώρα Και είδε να φτάνουν τα μεσάνυχτα, κόντευαν πια να βγουν οι υποψίες του αληθινές Και αντάξιες του βίου του Μαρκιανού. Τότε λοιπόν, αφού καλοσκέφτηκε, τι έκανε; Πρόσταξε έναν από τους δούλους του να πάρει από πίσω τον άγιο, μόλις θα έφευγε, για να μάθει που πηγαίνουν εκείνα τα χρήματα. Πραγματικά, ο δούλος τον ακολούθησε. Και όταν ο άνθρωπος του Θεού βρήκε νεκρό, πάνω σ' ένα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πήρε από ένα καπηλειό (κρασί), όπως συνήθιζε, τον έπλυνε και τον έντυσε. Στη συνέχεια, αφού εκείνος αναστήθηκε για μια στιγμή, τον ασπάσθηκε, και μετά τον ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι έφυγε, (για να ετοιμάσει ότι χρειαζόταν για την ταφή του)*. Έφριξε ο δούλος μ' αυτά πού είδε. "Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε πίσω και τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, σ' εκείνον πού τον είχε στείλει. Αυτός τότε μετανόησε για όσα είχε κάνει και έκλαιγε, επειδή είχε αδικήσει τόσο τον άγιο. Ή συνείδηση του τον τιμωρούσε (με τις τύψεις). Γι' αυτό και, όταν ο άγιος τον επισκέφθηκε πάλι για ν' ανταλλάξει τα χρυσά νομίσματα, έπεσε στα πόδια του ο τραπεζίτης, ομολόγησε τα κακά πού είχε κάνει και του επέστρεψε όσα του είχε πάρει επιπλέον. Έτσι μια καλή πράξη, πού γίνεται σιωπηρά, μπορεί να ωφελήσει περισσότερο από λόγια πολλά. και όσους δεν ωφέλησαν σε τίποτα έλεγχοι και συμβουλές, αυτούς τους διόρθωσε μια αξιέπαινη πράξη, πού έγινε κρυφά και ανεπίδεκτα, γιατί άγγιξε τη συνείδηση τους και τους έκανε να μάθουν μόνοι τους το καλό. Ό Μαρκιανός όμως, αφού είπε (στον τραπεζίτη) ότι δεν είχε αδικηθεί καθόλου, άφησε εκεί και (τα χρήματα) εκείνα πού του έδινε, αλλά και τον ίδιο, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια· όχι, βέβαια, για να διακόψει τις σχέσεις του μ' έναν πονηρό άνθρωπο γιατί όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον αγαπούσε ιδιαίτερα μα για ν' αποφύγει την (ψυχική) βλάβη από τη μάταιη δόξα, και επειδή δεν ήθελε να φανερωθούν οι πράξεις του σε κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο στο Θεό να είναι γνωστές. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν ή φιλάνθρωπη συνήθεια του αγίου Μαρκιανού να περιμαζεύει εγκαταλειμμένους νεκρούς, να πλένει τα σώματα τους και να τα ετοιμάζει για ταφή. "Όταν τελείωνε, έλεγε στο νεκρό σαν σε ζωντανό: "Σήκω, αδελφέ, ν' αλλάξουμε τον τελευταίο ασπασμό, σύμφωνα με τη συνήθεια". και αμέσως ο νεκρός ανασταινόταν για λίγο, άποχαιρετιόταν με τον άγιο, κι έπειτα ξαναπέθαινε! Από το βίο του αγίου Σπυρίδωνος Κάποτε ήρθε ένας άνθρωπος στον άγιο Σπυρίδωνα για ν' αγοράσει εκατό γίδια από το κοπάδι του. Ό όσιος του έδωσε την άδεια να τα πάρει (μόνος του), αφού πρώτα τα πληρώσει. Αυτός όμως του έδωσε το αντίτιμο των ενενήντα εννέα και κράτησε του ενός, νομίζοντας ότι θα τον ξεγελάσει, σαν απλοϊκό και εντελώς απονήρευτο. Όταν λοιπόν μπήκαν κι οι δυο στο μαντρί, ο άγιος του είπε να πάρει τόσες γίδες, όσες είχε πληρώσει. Μα εκείνος, πού ούτε μ' αυτό (τον υπαινιγμό) δεν συνετίστηκε, άρχισε να βγάζει άπ' το μαντρί εκατό. · Τότε μια γίδα, σαν καλή δούλη, πού κατάλαβε ότι ο κύριος της δεν την πούλησε, γύριζε πίσω επίμονα κι έμπαινε πάλι στο μαντρί. Μα ο αδιάντροπος εκείνος την ξανάβγαζε έξω και την έσερνε με τη βία. Δύοτρεις φορές έγινε αυτό το θαυμαστό ή γίδα να γυρίζει μέσα κι εκείνος να την τραβάει έξω με δύναμη και πείσμα! Τελικά λοιπόν τι έκανε; Επειδή μ' αυτόν τον τρόπο δεν κατόρθωνε τίποτα, την άρπαξε από χάμω, την έβαλε στους ώμους του κι έκανε να φύγει. Αυτή όμως βέλαζε δυνατά και άγρια, έσκυβε προς το κεφάλι του και τον χτυπούσε με τα κερατά της, κηρύσσοντας έτσι φανερά τη βία και τιμωρώντας, θαρρείς, τον πλεονέκτη για την αδικία του. Όσοι ήταν εκεί τα έχασαν με το αξιοθαύμαστο φαινόμενο, μην μπορώντας να το εξηγήσουν. Ό μέγας (Σπυρίδων), επειδή δεν ήθελε να ελέγξει φανερά τον άδικο, του είπε ήρεμα: Κοίταξε, παιδί μου, μήπως το ζωντανό δεν τα κάνει αυτά αναίτια ούτε αρνείται να έρθει μαζί σου χωρίς λόγο, αλλά γιατί ξέχασες να πληρώσεις και τη δική του αξία... Μ' αυτά τα λόγια ή καρδιά (του ανθρώπου) εκείνου κατανύχθηκε. Συνήλθε, συναισθάνθηκε το κακό πού έκανε, το ομολόγησε και ζήτησε συγγνώμη. Έπειτα, αφού πλήρωσε και της μιας γίδας την αξία, εκείνη δεν βέλασε ούτε αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά τράβηξε ήσυχα πίσω από τις άλλες. Κάποτε, αργά τη νύχτα, ήρθαν κλέφτες στο μαντρί (του αγίου Σπυρίδωνος), για να του κλέψουν μερικά από τα ζώα του. Ό Θεός όμως, πού φρόντιζε για το βοσκό, δεν αδιαφορούσε ούτε για τα ζώα πού έβοσκε. Έτσι, οι κλέφτες εκείνοι πιάστηκαν σε αόρατα και άλυτα δεσμά: Τα χέρια τους δέθηκαν και δεν μπορούσαν να κουνηθούν καθόλου! Είχε πια ξημερώσει, όταν το γεγονός έπεσε στην αντίληψη του αγίου. Τους πλησίασε και, όταν είδε πώς είχαν τα χέρια τους γυρισμένα πίσω και δεμένα, με την προσευχή του τους ελευθέρωσε από τα δεσμά. Έπειτα, αφού τους συμβούλεψε πολύ να κερδίζουν τα αναγκαία (για τη ζωή) με τον τίμιο μόχθο τους, τους πρόσφερε στο τέλος κι ένα κριάρι "... για να μην πάει χαμένο το ξενύχτι σας", όπως πρόσθεσε χαριτολογώντας. Κι ένας άλλος άνθρωπος από την Τριμυθούντα, πού ήταν καραβοκύρης και χρειαζόταν χρήματα για το εμπόριο του, ήρθε να δανειστεί από τον άγιο. Εκείνος, επειδή μαζί με (όλες) τις άλλες εντολές, τηρούσε κι αύτη πού λέει, «τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφείς» (Ματθ. 5:42), δίνει στον άνθρωπο πρόθυμα ένα μικρό ποσό πού είχε (μαζέψει όχι για τον εαυτό του αλλά )για τις ανάγκες της επισκοπής. Ό καραβοκύρης το πήρε (κι έφυγε). Το ταξίδι του πήγε καλά. "Όταν ήρθε πίσω με κέρδη, επισκέφθηκε τον άγιο για να του επιστρέψει το χρέος. Κι αυτός, χωρίς να κάνει κανέναν έλεγχο και χωρίς να μετρήσει τον αριθμό (των νομισμάτων), όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι, είπε μόνο στον ίδιο (τον οφειλέτη) να σηκωθεί και να τα βάλει στο κουτί εκείνο, από το οποίο τα είχε πάρει πριν από καιρό. Και τότε μεν, εκτιμώντας την ακεραιότητα και την αθωότητα του δανειστή, έβαλε το χρυσάφι εκεί οπού προστάχθηκε. Και πάλι, οπότε είχε ανάγκη, με την ίδια ευκολία έπαιρνε και με την ίδια εντιμότητα επέστρεφε (τα χρήματα). Αυτό έγινε πολλές φορές, ώσπου κάποτε το πάθος της φιλαργυρίας κυρίεψε τον έμπορο, πού (άρχισε να) φέρεται πια με δολιότητα και πονηρία απέναντι σ' εκείνον πού του έδειξε εμπιστοσύνη, κακοποιώντας έτσι την αλήθεια, βρίσκοντας λοιπόν την ελευθερία εξυπηρετική της κακουργίας, μια φορά έκανε πώς έβαλε στη θέση τους (τα χρυσά νομίσματα), αλλά στην πραγματικότητα δεν άφησε τίποτα στο κουτί. "Άδειο όπως ήταν, το έκλεισε κι έφυγε. Το χρυσάφι όμως εκείνο το ξόδεψε σε επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. "Όταν λοιπόν βρέθηκε σε ανάγκη, θυμήθηκε πάλι τον προηγούμενο δρόμο και ήρθε στον μεγάλο (Σπυρίδωνα), ζητώντας τα χρυσά νομίσματα, πού δεν είχε επιστρέψει, σαν να τα είχε επιστρέψει. Ό άγιος, μολονότι δεν του είχε ξεφύγει ή απάτη, του είπε με πραότητα να πάει στο κουτί, όπως συνήθιζε, και να τα πάρει. Κι εκείνος, σαν να μην είχε κάνει καμιά πράξη απρέπειας και φιλαργυρίας, προχώρησε για να πάρει αυτά πού δήθεν είχε βάλει (στη γνωστή θέση). και αφού άνοιξε το κουτί και το βρήκε άδειο, όπως βέβαια το είχε αφήσει, το είπε στον άγιο, νομίζοντας πώς θα τον ξεγελάσει. Τον άκουσε όμως να του λέει: Ψάξε καλύτερα, γιατί, από τότε πού έβαλες εσύ μέσα (τα χρήματα), άλλα χέρια δεν τα έπιασαν. Ό άλλος προσποιήθηκε πάλι ότι ψάχνει. Επειδή όμως δεν μπορεί να υπάρχει το ανύπαρκτο, είπε κάνοντας τον ανήξερο: Δεν βρίσκω απολύτως τίποτα. Τότε ο αγαθός και πράος εκείνος άνθρωπος του είπε: "Αν πραγματικά, αγαπητέ μου, τα είχες βάλει εκεί, θα τα έβρισκες και εύκολα. Αν όμως τώρα ζητάς να πάρεις από μας αυτό πού κατακράτησες, μάθε ότι τον εαυτό σου και όχι εμάς κοροϊδεύεις. Μόλις τ' άκουσε αυτό, καθώς μάλιστα δεν μπορούσε πια να υποφέρει καθόλου και τον παράλληλο έλεγχο της συνειδήσεως του, έπεσε καταγής, έπιασε τα ιερά πόδια του αγίου και ζητούσε συγγνώμη. Ό άγιος τον συγχώρησε συντομότερα άπ' ο,τι εκείνος του ζήτησε, και τον συμβούλεψε να μην επιθυμεί στο έξης τα ξένα πράγματα ούτε να μολύνει τη συνείδηση του με απάτες και ψέματα. Γιατί αυτά, πρόσθεσε, κανένα κέρδος δεν αφήνουν, αλλά ζημία καθαρή. Από το βίο του αγίου Ευθυμίου του νέου Κάποιοι ιερόσυλοι τρύπησαν μια νύχτα τους τοίχους του ιερού ναού, οπού ιερουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, και άρπαξαν τα ιερά του κειμήλια. Το πρωί, όταν έγινε γνωστό το γεγονός, ή πόλη όλη ξεσηκώθηκε, ζητώντας την εξιχνίαση του εγκλήματος. Επειδή λοιπόν ή είδηση διαδόθηκε παντού, (τελικά) οι κλέφτες πιάστηκαν. Οι πολίτες, πού τους είχαν στα χέρια τους, δεν ήθελαν να τους δείξουν καμιά επιείκεια, ζητούσαν μάλιστα να επιβάλουν σ' εκείνους τους ταλαίπωρους τιμωρίες πρωτάκουστες. Μόλις λοιπόν ο μέγας (Ευθύμιος) κατάλαβε τι σκέφτονταν, μπήκε στη μέση και είπε: Δεν είναι καλό, παιδιά μου, να τιμωρηθούν από άλλον τούτοι οι βέβηλοι, αφού είμαι εδώ εγώ, πού άπ' όλους έχω περισσότερο δίκιο ν' αγανακτώ, μια και είμαι εκείνος πού ζημιώθηκε. Θα τους τιμωρήσω ανελέητα, κάνοντας τους ν' αργοπεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα. Τους φάνηκε ότι (ο άγιος) σωστά μίλησε. Έτσι, μόλις ο όχλος διαλύθηκε, πήρε τους κλέφτες στο σπίτι του, τους έκανε φιλόφρονα το τραπέζι, τους έδωσε εφόδια και για το μέλλον, τους έλυσε από τα δεσμά και τους άφησε να πάνε οπού ήθελαν! Μιαν άλλη νύχτα ήταν πανσέληνος, γι' αυτό και το σκοτάδι, πού σκέπαζε τη γη, δεν ήταν πυκνό. Ό μέγας (Ευθύμιος) μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Θεό και, όπως συνήθιζε, (είχε βγει έξω και) έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς. Ξάφνου, βλέπει σ' έναν υπαίθριο χώρο δυο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες. Ό ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι και το σάκιαζε, ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω τα σακιά και τα πήγαινε σε μια γωνιά, οπού δεν θα τα έβλεπε κανείς. Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον όσιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας το σύντροφο του στο λάκκο. Τότε ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πώς θα έκανε μεγάλο κακό αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι, και μάλιστα σε μιαν εποχή πού το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χρυσάφι, αποφάσισε να πάρει τη θέση εκείνου πού έφυγε, πηγαίνοντας κοντά σ' αυτόν πού έμεινε (και βοηθώντας τον). Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τίποτε άπ' όσα είχαν μεσολαβήσει, ενώ ο άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε. Όταν πια ο άνθρωπος εκείνος είχε βγάλει αρκετή ποσότητα και θέλησε ν' ανέβει επάνω, ο μέγας (Ευθύμιος σκύβει και) του λέει ψιθυριστά στο αυτί: Τι, θα φύγουμε και θ' αφήσουμε εκείνα τα τυριά; και του έδειχνε συνάμα με το δάχτυλο τον τόπο! Ό άλλος, από το φόβο πού τον συνείχε, ούτε τώρα (με την ερώτηση του αγίου) κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ρωτάει λοιπόν: και που το ξέρεις εσύ αυτό; Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο να το λέει, απάντησε ο άγιος. Τότε ο άλλος, αφού έφαγε τον τόπο, όπως λέει ο λόγος, βρήκε τα τυριά, πήρε όσα ήθελε και τα παρέδωσε στον μεγάλο (Ευθύμιο). Έπειτα, πιάνοντας το χέρι πού του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω. και μόλις κατάλαβε ποιος ήταν, έλιωσε άπ' την ντροπή και την τρομάρα. Παραλυμένος λες από το φόβο, κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του αγίου. Μα εκείνος τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από τη γη, τον αγκάλιασε και του είπε: Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, νομίζοντας πώς έκανες κάτι τρομερό. Γιατί (τα πράγματα) αυτά είναι δικά σου και του Θεού και αν πήρες κάτι, από τα δικά σου το πήρες και όχι από τα ξένα. Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις ότι χρειάζεσαι. Παρηγορημένος άπ' αυτά τα λόγια ο κλέφτης, έφυγε, θαυμάζοντας υπερβολικά τον άγιο για την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του και ανιστορώντας (αργότερα) σε όλους το γεγονός. Ό άγιος πάλι, λόγω της μεγάλης του αρετής, δεν τα νόμιζε για σπουδαία αυτά, γιατί πίστευε ότι ο αληθινός χριστιανός πρέπει να θεωρεί τα υλικά αγαθά κοινά σε όλους (τους ανθρώπους), και να μην έχει τίποτα δικό του. και αυτό το φρόνημα το γεννούσε μέσα του ή αγάπη και το συντηρούσε ή μακάρια ταπείνωση, πού τον παρακινούσε ν' αποκτά «βαλάντια μη παλαιωμένα» (Λουκ. 12:33). Από το Γεροντικό Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Ποιμένα: Τι σημαίνει το να οργιστεί κανείς χωρίς λόγο εναντίον του αδελφοί) του (Ματθ. 5:22); Και αποκρίθηκε ο γέροντας: Αν οργιστείς για οποιαδήποτε πλεονεξία του αδελφού σου σε βάρος σου, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Κι αν ακόμα σου βγάλει το δεξί σου μάτι ή κόψει το δεξί σου χέρι, δεν πρέπει να οργιστείς εναντίον του. Μόνο αν σε χωρίσει από το Θεό, τότε να οργιστείς. Ένας γέροντας είπε: Εκείνος πού αδικείται εκούσια και συγχωρεί τον πλησίον του, μοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος πού δεν αδικεί μήτε αδικείται, μοιάζει με τον Αδάμ. και εκείνος πού αδικεί ή ζητάει τόκους ή κάνει οποιοδήποτε κακό, μοιάζει με το διάβολο. Διηγούνταν για τον άββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο πού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα, γιατί ήταν σ' αυτό γραμμένη ολόκληρη ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Το είχε βάλει στην εκκλησία, για να το διαβάζει οποίος αδελφός ήθελε. Κάποτε επισκέφθηκε το γέροντα ένας ξενομερίτης αδελφός, πού είδε το βιβλίο και το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν κι έφυγε. Και ο γέροντας, μολονότι κατάλαβε αυτό πού έκανε (ο επισκέπτης του), δεν έτρεξε πίσω του (για να τον πιάσει). Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και ζητούσε να το πουλήσει. Βρήκε κάποιον πού ήθελε να το αγοράσει, και του ζητούσε δέκα έξι νομίσματα. Δώσε μου το πρώτα να το εξετάσω, και μετά θα σου δώσω αυτό το ποσό, του είπε ο υποψήφιος αγοραστής. Του έδωσε λοιπόν το βιβλίο, και εκείνος το έφερε στον αββά Γελάσιο να το εξετάσει, λέγοντας του και την τιμή πού του είπε ο πωλητής. Ό γέροντας, κάνοντας πώς δεν αναγνωρίζει το βιβλίο, το εξέτασε προσεκτικά και είπε στον άνθρωπο: Αγόρασε το. Είναι καλό και αξίζει την τιμή πού σου είπε. Εκείνος όμως, όταν γύρισε πίσω στον πωλητή, του τα είπε αλλιώς, όχι όπως τον είχε ορμηνέψει ο γέροντας: Κοίταξε, έδειξα το βιβλίο στον αββά Γελάσιο, και λέει ότι ζητάς πολλά. Δεν αξίζει τόσο. Μόλις τ' άκουσε ο αδελφός, τον ρώτησε: Τίποτα άλλο δεν σου είπε ο γέροντας; Όχι, απάντησε ο άνθρωπος. · Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη από την ανεξικακία του γέροντα, και είπε στον άνθρωπο: Δεν θέλω πια να πουλήσω το βιβλίο. Το πήρε και πήγε στο γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τον να το δεχθεί πίσω. Ό γέροντας όμως δεν ήθελε να το πάρει. Αν δεν το πάρεις, δεν θα ησυχάσω, του είπε ο αδελφός. Αν δεν πρόκειται να ησυχάσεις, τότε το δέχομαι, αποκρίθηκε ο γέροντας.. Και έμεινε ο αδελφός εκείνος κοντά του ως το τέλος της ζωής του, αποκομίζοντας ωφέλεια από την (πνευματική) του εργασία. Επιτέθηκαν κάποτε στον αββά Θεόδωρο τρεις ληστές. Οι δυο τον κρατούσαν και ο ένας κουβαλούσε έξω τα πράγματα του. Αφού λοιπόν τα έβγαλε όλα, ακόμα και τα βιβλία, θέλησε να πάρει και το ράσο, πού ο γέροντας φορούσε στην εκκλησία. Αυτό να το αφήσετε, τους είπε. Εκείνοι όμως δεν του έδωσαν σημασία. Τότε ο γέροντας, με μια κίνηση των χεριών, έριξε κάτω και τους δυο (ληστές, πού τον κρατούσαν)! Μόλις το είδαν αυτό, φοβήθηκαν. Μη φοβάστε! τους καθησύχασε ο γέροντας. Μοιράστε τα πράγματα σε τέσσερα μέρη, και πάρτε τα τρία. Το ένα όμως να το αφήσετε. Κι αυτό το είπε για να πάρει το μερίδιο του, δηλαδή το ράσο πού φορούσε στις (λατρευτικές) συνάξεις. Μια μέρα πού γύριζε στο κελί του ο άββάς Μακάριος, βρήκε έναν άνθρωπο να κλέβει τα πράγματα του, έχοντας μαζί του και υποζύγιο. Τότε κι εκείνος, σαν να ήταν ξένος, βοήθησε τον κλέφτη και φόρτωνε μαζί του το ζώο! Τον ξεπροβόδισε μάλιστα με πολλή ηρεμία, λέγοντας: Τίποτα δεν φέραμε σ' αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ό Κύριος μας τα έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι κι έγινε. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος για όλα (πρβλ. Ιώβ 1:21)! Σ έναν τόπο, οπού κατοικούσαν δυο μοναχοί, ήρθε κάποιος γέροντας για να τους δοκιμάσει. Άρπαξε λοιπόν ένα ραβδί και άρχισε να καταστρέφει τα λάχανα (στον κήπο) του ενός. Μόλις τον είδε ο αδελφός, κρύφτηκε, ώσπου (ο γέροντας) τα κατέστρεψε όλα. Κι όταν απέμεινε μια ρίζα μόνο, (φανερώθηκε και) του είπε: Άββά, αν θέλεις, άφησε το αυτό (το λάχανο), για να το μαγειρέψω και να το φάμε μαζί. Τότε ο γέροντας έβαλε μετάνοια στον αδελφό και του είπε: Χάρη στην ανεξικακία σου, το Πνεύμα το Άγιο έχει αναπαυθεί επάνω σου, αδελφέ.
ΛΕ . ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΣ ΩΦΕΛΟΥΝ ΠΟΛΥ. ΕΠΙΣHΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ.
Από το μαρτύριο του αγίου Μήνα του καλλικέλαδου
Ο ΑΓΙΟΣ Μηνάς μίλησε με πολύ θάρρος για τη δύναμη του Χρίστου στον έπαρχο Ερμογένη, πού καθόταν τότε στο βήμα σαν δικαστής και τιμωρός του. Τον διαβεβαίωνε, ότι μπορεί να κατορθώσει με την επίκληση του ονόματος Του τα πάντα, και αρρώστιες σοβαρές και παθήσεις ανίατες να θεραπεύσει, μα και τ' άλλα, όσα μόνο ο Θεός μπορεί. Σαν μάρτυρα μάλιστα όσων έλεγε, πρότεινε το λαό πού βρισκόταν εκεί. Τότε ο έπαρχος του λέει: Αυτή τη στιγμή θ' αποδείξω, ότι λες ανοησίες και καυχιέσαι μάταια. Γιατί σαν θα κόψω ή θα κάψω κάποιο από τα μέλη σου, κι εσύ, πού προσκυνάς το Χριστό, δεν θα μπορέσεις να το αποκαταστήσεις, πώς θα μας πείσεις, ότι στ' αλήθεια μπορείς να δώσεις σε άλλους αυτά πού δεν έχεις τη δύναμη να προσφέρεις στον εαυτό σου; Εύχομαι, έπαρχε, απάντησε ο άγιος, να δοκιμάσεις σε μένα τη δύναμη του Χρίστου. Γιατί έχω την πεποίθηση, ότι θα εγκαταλείψεις αμέσως το τωρινό σου αξίωμα και θα γίνεις κι εσύ ένας άπ' αυτούς πού αναγνωρίζουν σαν αρχηγό τους το Χριστό! Τότε λοιπόν ο έπαρχος, ζητώντας από τη μια να ικανοποιήσει την οργή του, αλλά και ελπίζοντας από την άλλη ν' αποδείξει μπροστά σε όλους πώς ήταν ψέματα όσα είχε πει ο άγιος, προστάζει να γδάρουν με μαχαίρια ολόκληρη τη σάρκα του πέλματος των ποδιών του, οπού στηρίζονται οι δυο βάσεις (του σώματος)· κι έτσι να στέκεται πάνω σε γυμνά κόκαλα όταν θα του έκαναν ερωτήσεις για τους θεούς, ώστε από τους φοβερούς πόνους, πού θα του τρυπούσαν την καρδιά, να δυσκολεύεται στις αποκρίσεις και τους συλλογισμούς. Καθώς λοιπόν του έσκιζαν ανελέητα τη σάρκα με τα μαχαίρια, καθώς του έσπαζαν τη φλέβα πού υπάρχει εκεί, καθώς του έκοβαν τα νεύρα πού του εξασφάλιζαν την κίνηση, ο άγιος αναστέναζε για λίγη ώρα σαν να υποχωρούσε τότε ή θεία χάρη για να δοκιμάσει τον αθλητή, αλλά και για να του δώσει αφορμές στεφανιών, μια και τα στεφάνια είναι οπωσδήποτε καρποί των αγώνων έκανε όμως υπομονή στους πόνους. Μόλις σταμάτησαν πάντως να τον βασανίζουν, αμέσως πετάχτηκε όρθιος και στάθηκε πάνω στα κόκαλα μόνο (των πελμάτων του), ψάλλοντας: «Ό πους μου εστη εν εύθύτητι· εν έκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε» (Ψαλμ. 25:12). Ολόγυρα άπ' τα πόδια του έτρεχε ποτάμι το αίμα, αλλά το πρόσωπο του έλαμπε και ή ψυχή του ήταν αδείλιαστη μπροστά στους κινδύνους. Παρευθύς οι θεατές τον χειροκρότησαν σαν νικητή. και ο έπαρχος, θέλοντας και το ντρόπιασμα να γλιτώσει αλλά συνάμα και τον αντίπαλο του ν' αφοπλίσει και ν' αχρηστέψει, για να τον καταβάλει έτσι εύκολα, προστάζει αμέσως να κοπεί ή γλώσσα του μάρτυρα από τη ρίζα της. και τις κόρες των ματιών μου αν αποσβήσεις, είπε ο άγιος, ούτε και τότε θα σκοντάψω. «Λύχνος γαρ τοις ποσί μου ο νόμος τον Χρίστου» (πρβλ. Ψαλμ. 118:105). Θαρρετά όμως σου το λέω, πώς αν εγώ χάσω τη γλώσσα μου, τότε εσύ θ' αποκτήσεις γλώσσα λαμπρόφωνη, πού θα ψάλλει τα μεγαλεία του Χρίστου! και τούτο έγινε (πραγματικά) αργότερα, όπως το προείπε ο άγιος. Αφού λοιπόν αξιώθηκε από το Χριστό ν' απολαύσει πάλι, για να το πω έτσι, και τα πόδια και τα μάτια και τη γλώσσα του, και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα στο στάδιο σωματικά ακέραιος, έκανε και τον ίδιο τον έπαρχο να πιστέψει και να τον συντροφέψει στο μαρτύριο. Από το μαρτύριο του αγίου Λογγίνου του εκατόνταρχου Μόλις ο Πιλάτος πήρε από τον Καίσαρα (Τιβέριο) γράμμα, πού όριζε την καταδίκη σε θάνατο του Λογγίνου για την πίστη του στο Χριστό, αμέσως το δίνει, όπως ήταν, στους Ιουδαίους, και στέλνει, για τη θανάτωση του αγίου, ανθρώπους, πού ήταν πρόθυμοι (να κάνουν μια τέτοια πράξη). Εκείνοι λοιπόν, Αφού έφτασαν στην Καππαδοκία και έμαθαν ότι ο Λογγίνος ζει ασκητικά σε κάποιο πατρικό του κτήμα, πηγαίνουν αμέσως εκεί και πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρίς να ξέρουν πώς είναι εκείνος, για τον όποιο σε τόσους κόπους μπήκαν και τόσο δρόμο έκαναν. Γι' αυτό ρωτούσαν και τον ίδιο, ποιος ήταν ο Λογγίνος και ποιος ο αγρός οπού έμενε. Επειδή λοιπόν, την ώρα εκείνη, το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε τα πάντα στο Λογγίνο, (ο άγιος) στράφηκε ήρεμα προς το μέρος τους, και τους λέει με φωνή όλο πραότητα και καλοσύνη: Ακολουθήστε με, και θα σας δείξω εγώ αυτόν πού ζητάτε. Τότε λοιπόν ο μακάριος, νιώθοντας λες ευφροσύνη και απολαμβάνοντας από τώρα τη μελλοντική ηδονή και κάνοντας δεκτό με χαρά τον μαρτυρικό θάνατο πριν ακόμα μαρτυρήσει, άρχισε να μονολογεί: «Ως ωραίοι οι πόδες των εναγγελιζομένων τα αγαθά!» (Ρωμ. 10:15. Πρβλ. Ήσ. 52:7). Τώρα θα δω ανοιγμένους τους ουρανούς! Τώρα θα γνωρίσω τη δόξα του Πατρός! Τώρα θ' ανέβω πανευφρόσυνα, με νικητήριες επευφημίες και ένδοξα τρόπαια, στην άνω Ιερουσαλήμ, την πατρίδα των αγγέλων και τη μητρόπολη της χορείας των "Αγίων Πάντων. Τώρα βγάζω από πάνω μου τον χωμάτινο χιτώνα και αφήνω τα πολυστέναχτα δεσμά της σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τη φθορά και ντύνομαι με χαρά την αφθαρσία. Φεύγω από την πρόσκαιρη ζωή και τις φουρτούνες της, με τα μεγάλα κύματα και τα φοβερά ναυάγια, και φτάνω στο αληθινό και μοναδικό λιμάνι, οπού θα 6ρώ την άλυπη και αιώνια ζωή. Να χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα πού φεύγεις για τον Πλάστη σου! "Ας λάμψει από χαρά το πρόσωπο σου αυτό ζητάει τώρα ή περίσταση! Κι εκείνους πού θα σου χαρίσουν τόσα αγαθά, να τους υποδεχθείς φιλόφρονα, Λογγίνε! Να προσφέρεις πλούσιο γεύμα σ' αυτούς, πού σε καλούν στο Βασιλικό Δείπνο! Μετά άπ' αυτόν το μονόλογο, ο Λογγίνος οδηγεί τους επισκέπτες του στο σπίτι του. και αφού τους φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, αρχίζει μετά το δείπνο να τους ρωτάει πάλι για ποιο λόγο είχαν έρθει και γιατί αναζητούσαν τόσο επίμονα το Λογγίνο. Κι εκείνοι, αφού πρώτα τον όρκισαν να μη φανερώσει σε κανένα το μυστικό, του λένε τι έγραψε ο Καίσαρας στον Πιλάτο, και ότι ήρθαν για ν' αποκεφαλίσουν το Λογγίνο μαζί με δύο στρατιώτες. Όταν ο άγιος έμαθε και το ποίοι ήταν οι άλλοι δύο πού θα θανατώνονταν μαζί του εκείνοι δηλαδή πού προτίμησαν (ν' ακολουθήσουν) το Χριστό παρά να γίνουν πληρωμένα όργανα των Ιουδαίων και επειδή πριν από λίγο είχαν φύγει, ειδοποίησε να έρθουν πάλι γρήγορα πίσω, για ν' απολαύσουν μαζί του τα μοναδικά αγαθά. Έτσι λοιπόν, αφού φιλοξένησε τους απεσταλμένους του Πιλάτου μία και δεύτερη μέρα, την τρίτη τους πήρε μαζί του σ' έναν αγρό, περιμένοντας εκείνους πού κάλεσε. και σαν έμαθε πώς έφταναν, λέει παρευθύς στους ανθρώπους του Πιλάτου: Εγώ είμαι ο Λογγίνος πού ζητάτε! Στην αρχή δυσπιστούσαν. Γιατί πώς να πιστέψουν ότι αυτός είναι ο μελλοθάνατος, όταν τον έβλεπαν ν' αντιμετωπίζει με τόση χαρά τον κίνδυνο; Μόλις όμως βεβαιώθηκαν πια πώς είναι εκείνος και δεν τους έμενε καμιά αμφιβολία, το πήραν βαριά. Τους έπνιξαν οι τύψεις της συνειδήσεως. Ω κακότυχο δείπνο! έλεγαν. Ω πικρή φιλοξενία! Πώς έκανες, φίλε Λογγίνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί το σπίτι σου δέχθηκε εκείνους πού ήρθαν να σε θανατώσουν; Θάνατος σου γίνεται αύτη ή φιλοξενία! Τον εαυτό σου θα προσφέρεις σαν επιδόρπιο στο τραπέζι! Ληστές σου βγήκαν οι φιλοξενούμενοι σου τι παράδοξο! τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, για να δώσεις τόση λύπη σ' εκείνους πού ήρθαν να πραγματοποιήσουν τη σφαγή σου; Φύγε λοιπόν, παίρνοντας σαν ανταμοιβή της φιλοξενίας σου τη λύτρωση άπ' το θάνατο. Δεν αντέχουμε να βάλουμε πάνω σου το ξίφος. Κοκκινίζουμε, (καθώς αναλογιζόμαστε) το πλούσιο τραπέζι(πού μας παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αυτόν πού με τόση φροντίδα μας φιλοξένησε. Το χέρι παραλύει μπροστά στο φόνο. Ό νους δεν μπορεί να σκεφτεί του ευεργέτη το θάνατο. Προτιμότερος είναι ο κίνδυνος (της τιμωρίας μας) από τον Πιλάτο παρά ο έλεγχος της συνειδήσεως. Είμαστε έτοιμοι όλα να τα υποφέρουμε, παρά να πληρώσουμε με τέτοιο νόμισμα το Λογγίνο. Αυτά έλεγαν με πολλή θλίψη οι στρατιώτες στο μάρτυρα του Χρίστου. Δεν μπορούσαν όμως να πείσουν το Λογγίνο. Ό αληθινά γενναίος τους απάντησε με γενναιότητα: Γιατί, αγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο για τα μεγάλα αγαθά(πού με περιμένουν); Γιατί μοιρολογάτε με τόσο πόνο για το θάνατο μου; Δεν είναι για μένα θάνατος αυτός εδώ, αλλά ζωής απαρχή. Θάνατος στ' αλήθεια είναι για μένα μάλλον ή παραμονή εδώ στη γη, γιατί δεν βρίσκομαι κοντά στον Κύριο μου και δεν απολαμβάνω την ουράνια μακαριότητα. Το τέλος θα μου φέρει τέλος των κακών και όχι τέλος της ζωής. Απεναντίας, θα με μεταφέρει στην πραγματικά αιώνια ζωή. Την ώρα πού μιλούσε ο Λογγίνος, λέγοντας αυτά και άλλα περισσότερα και προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους του Πιλάτου να κάνουν ότι είχαν διαταχθεί, καταφθάνουν και οι στρατιώτες, πού είχαν καταδικαστεί μαζί του σε θάνατο. Καθώς τους είδε, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Απλώνει το δεξί του χέρι και το τυλίγει γύρω άπ' τον τράχηλο τους. Έπειτα φιλάει με στοργή τα μάτια τους και τους λέει: Χαίρετε, στρατιώτες του Χρίστου και κληρονόμοι της βασιλείας Του! Είναι κιόλας ανοιγμένη για μας ή πύλη του ουρανού. Οι άγγελοι περιμένουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις οδηγήσουν κοντά στον μονογενή Υιό (του Θεού). Γι' αυτό λοιπόν στράφηκε τώρα στους απεσταλμένους κάντε αυτό πού προσταχθήκατε! Ύστερα φόρεσε καθαρά ρούχα, πού του έφεραν από το σπίτι λες και τον είχαν καλέσει σε γάμο, και βιαζόταν να πάει! γονάτισε μαζί με τους συντρόφους του και τελείωσε μ' αυτούς τον αγώνα... Ω, τι μακάριο τέλος! Αποκεφαλίστηκαν και κατατάχθηκαν στη χορεία των αγίων μαρτύρων. Από το βίο της αγίας Θεοδώρας της εν Αλεξάνδρεια Μερικοί από τους μοναχούς, πού ασκούνταν μαζί με την αγία Θεοδώρα (στο ίδιο μοναστήρι, οπού εκείνη είχε εγκαταβιώσει σαν άνδρας ευνούχος με το όνομα Θεόδωρος), τρυπήθηκαν από το αγκάθι του φθόνου, καθώς έβλεπαν τη μακαριά να φτάνει σε ύψη αρετής. Τη στέλνουν λοιπόν κρυφά από τον ηγούμενο σε κάποιο ασκητήριο, για να μεταφέρει εκεί μια επιστολή, πού της έδωσαν. Ή επιστολή αφορούσε τάχα επείγον ζήτημα, πού απαιτούσε άμεση λύση. Στην πραγματικότητα όμως όλο τούτο ήταν μηχανορραφία αφού άλλωστε ή δουλειά στήθηκε μέσα στη νύχτα για να κατασπαραχθεί ή αγία από τ' άγρια θηρία. Γιατί εκείνος ο δρόμος, (άπ' οπού θα περνούσε), ήταν έρημος και γεμάτος αγρίμια μόνο. Ή επιβουλή όμως όχι μόνο πήγε χαμένη για τον αντίπαλο μας (διάβολο), αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε άπ' ότι εκείνος μηχανεύτηκε. Καθώς δηλαδή περιπλανιόταν στο δρόμο ή όσια, την πλησιάζει, με εντολή του Θεού, ένα θηρίο και της γίνεται αλάθητος οδηγός, ώσπου την έφερε έξω από τη μονή, οπού την είχαν στείλει. Μα και τότε ακόμα (το θηρίο) δεν έφυγε. Όταν μπήκε εκείνη μέσα, την ακολούθησε κι αυτό. και καθώς ή αγία προχώρησε για να δώσει στον ηγούμενο την επιστολή της, το αγρίμι χίμηξε στον πορτάρη. Λίγο ακόμα και θα τον ξέσκιζε, αν εκείνος δεν έβαζε τις φωνές γιατί έτσι μαζεύτηκαν πολλοί, και μαζί τους ή μακαριά(Θεοδώρα), που γύρισε πίσω. Μόλις κατάλαβε ποια ήταν ή αιτία της φασαρίας και καθώς βρήκε τον άνθρωπο να γίνεται κιόλας τροφή του θηρίου, το άρπαξε μεμιάς απ' το φάρυγγα (και το ακινητοποίησε). Έτσι γλίτωσε τον πορτάρη από το θάνατο. Μετά άλειψε με λάδι τις πληγές του και, με την επίκληση του ονόματος του Χρίστου, εκείνον τον άφησε τελείως καλά, όπως ήταν πριν, ενώ το θηρίο το έκανε να πέσει αμέσως κάτω και να σκάσει. Όλα αυτά ή αγία ήθελε να μείνουν άγνωστα, γι' αυτό και δεν φανέρωσε τίποτα στους μοναχούς μετά την επιστροφή της. Εκείνοι όμως πού ευεργετήθηκαν, έρχονται πρωίπρωί και διηγούνται μόνοι τους το περιστατικό. Με τις προσευχές του Θεοδώρου, έλεγαν, σώθηκε ένας άνθρωπος από τραγικό θάνατο. Το λαρύγγι ενός θηρίου μας έδωσε πίσω χάρισμα εκείνον, πού είχε κιόλας αρπάξει για να καταβροχθίσει... Ό ηγούμενος του μοναστηρίου άκουγε κατάπληκτος τα λόγια τους, και ρωτούσε με απορία, ποιος ήταν αυτός πού έστειλε εκεί πέρα το Θεόδωρο. Καθώς όμως όλοι έκαναν τους ανήξερους, έριξε τη ματιά του στη μακαριά και της είπε: Ποιος ειν' αυτός, Θεόδωρε, πού σε υποχρέωσε να πάς αργά μες στη νύχτα ως εκεί, με ολοφάνερο κίνδυνο της ζωής σου; και τώρα, κοιτάξτε τον αναπλασμό μιας άδολης ψυχής, πού ήθελε και τη δική της ταπείνωση να φυλάξει και τους αδελφούς να μην κατηγορήσει: Επειδή την ώρα εκείνη ήταν βαριά από τη νύστα και τα σωματικά και τα ψυχικά μου μάτια, δεν είμαι τώρα σε θέση να πω ονομαστικά ποιοι με έστειλαν. Από το Γεροντικό Ο άββάς Ποιμήν είπε: Σε καμιά περίπτωση ή κακία δεν εξουδετερώνεται με την κακία. Αν λοιπόν κάποιος σε βλάψει, εσύ ευεργέτησε τον, για να εξουδετερώσεις την κακία με την καλοσύνη. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι έμπαινε στο κελί ενός μεγάλου γέροντα, γείτονα του, και έκλεβε. και ο γέροντας, μολονότι τον έβλεπε, δεν του έλεγε τίποτα. Απεναντίας, δούλευε πιο πολύ, λέγοντας (μέσα του):Ίσως έχει ανάγκη ο αδελφός. Ήταν πάντως όλο στενοχώρια ο γέροντας, γιατί εξοικονομούσε με δυσκολία το ψωμί του. Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στο τέλος του, μαζεύτηκαν γύρω του οι αδελφοί. Και βλέποντας (ανάμεσα τους) εκείνον πού τον έκλεβε, του λέει: Έλα κοντά μου...(Μόλις ο αδελφός πλησίασε, ο γέροντας έπιασε) Και καταφίλησε τα χέρια του. Ευχαριστώ τα χέρια τούτα, είπε, γιατί με τη συνεργεία τους πηγαίνω στη βασιλεία των ουρανών!... Ό αδελφός κατανύχθηκε (από τα λόγια αυτά), μετανόησε Και έγινε αγωνιστής μοναχός, (παραδειγματισμένος) από τις πράξεις πού είδε (να κάνει) ο μεγάλος γέροντας. Ένας γέροντας είπε: Αν ακούσεις ότι κάποιος σε μισεί Και σε κακολογεί, δώσε του ή στείλε του μια μικρή ευλογία, (ένα μικρό δώρο), ότι μπορείς, για να έχεις την παρρησία να πεις την ώρα της Κρίσεως: Κύριε, «άφες ημίν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών» (Ματθ. 6:12)". Του αββα Ζωσιμά Αν φέρεις στο νου σου κάποιον πού σε λύπησε ή σε πρόσβαλε ή σε ζημίωσε, πρέπει να τον θεωρήσεις σαν γιατρό, σταλμένο από το Χριστό, Και να τον έχεις σαν ευεργέτη. Γιατί αυτό καθεαυτό το ότι πονάς μ' εκείνα (πού σου έκανε), δείχνει πώς ή ψυχή σου είναι άρρωστη. "Αν δεν ήσουν άρρωστος, δεν θα έπασχες. Οφείλεις λοιπόν να ευχαριστείς τον αδελφό Και να προσεύχεσαι γι' αυτόν, επειδή εξαιτίας του γνώρισες την αρρώστια σου. Και να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα, πού σου έστειλε ο Ιησούς. "Αν όμως πικραίνεσαι εναντίον του αδελφού, είναι σαν να λες έμμεσα στον Ιησού: "Δεν θέλω τα φάρμακα σου! Θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! Οποίος λοιπόν θέλει να θεραπευθεί από τα "ψυχικά του τραύματα, είναι απαραίτητο να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός, όποια κι αν είναι αυτά. Άλλωστε, ούτε ο σωματικά άρρωστος εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο με ευχαρίστηση. Απεναντίας, και ή θύμηση τους ακόμα του προκαλεί αηδία. Πείθει όμως τον εαυτό του ότι είναι αδύνατον να λυτρωθεί άπ' την αρρώστια αλλιώς, πάρα μόνο μ' αυτά. Έτσι τα σηκώνει με γενναιότητα, ευχαριστώντας μάλιστα το γιατρό, γιατί γνωρίζει ότι με λίγη αηδία γλιτώνει από πολυχρόνια ασθένεια. Καυτήρας του Ιησού είναι αυτός πού σε προσβάλλει ή σε βρίζει, λυτρώνοντας σε έτσι από την κενοδοξία. Καθάρσιο του Ιησού είναι αυτός πού σε ζημιώνει, καθαρίζοντας σε έτσι από την πλεονεξία. Αν λοιπόν αποφεύγεις πειρασμό ωφέλιμο, αποφεύγεις την αιώνια ζωή. Γιατί ποιος χάρισε λ.χ. στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σαν κι αύτη πού του εξασφάλισαν εκείνοι πού τον λιθοβόλησαν;
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων απο το Βιβλίο:
ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Επιλογή και νεοελληνική απόδοση κειμένων «πάνυ ωφέλιμων μοναχοίς τε και κοσμικοίς» από τη
ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΘΟΓΓΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
του μοναχού Παύλου Ευεργετινού ( 1054)
ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2001
Επίτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο με αναφορά πηγής το
Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου