Μικρός Ευεργετινός
Μοναχού Παύλου Ευεργετινού
Σ' Που πηγαίνει η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατο
Σ. ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ο άββάς Μακάριος ότι, περπατώντας 'κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ' αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ; Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ' αυτόν τον τόπο. Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι' αυτούς, παρηγορούνται λίγο. Ποία είναι ή παρηγοριά και Ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ' αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας. Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν' αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά. Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε: Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός. Καλύτερα θα ήταν νά μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον 'Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24). Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο: Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο;
Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. και ποιοι βρίσκονται εκεί; Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε. 'Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος. Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ' αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε συνειδητά ή από άγνοια από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα. Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα. Αντιμέτωπες σ' αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ' αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ' ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος νά διηγηθεί ή νούς νά συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου νά τελειώσει ή δίκη και νά βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή. Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και ή ψυχή αρπάζεται απ' αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ' ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Άρθήτω ο ασεβής, ίνα μη Ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι' αυτήν ή ήμέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται ατό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που ή κενοδοξία και ή καλοπέραση και ή απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που ή σπουδαία καταγωγή; που Ο πατέρας η ή μητέρα η οι αδελφοί η οι φίλοι; Ποιος απ' αυτούς θα μπορέσει νά γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες; Από το βίο του άγίου 'Αντωνίου Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος, Αντώνιος ετοιμαζόταν νά φάει. Καθώς σηκώθηκε νά προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν' αρπάζεται νοερά. και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν νά έχει βγει από το σώμα και νά οδηγείται από κάποιους στον αέρα. 'Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, νά στέκονται στον αέρα και νά θέλουν νά εμποδίσουν τη διάβασή του. εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ' αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. και ενώ ήθελαν νά κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του άγίου Αντώνιου τούς εμπόδιζαν, λέγοντας: ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του. Μπορείτε νά λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε ατό Θεό. Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς νά μπορούν ν' αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. και αμέσως είδε την ψυχή του νά επιστρέφει, κι ένιωσε νά συνέρχεται και νά γίνεται πάλι ο 'Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα. Ξέχασε τότε νά φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. 'Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε νά παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς νά περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου νά φτάσει στον ουρανό). και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί ή εξουσία του εχθρού αυτή είναι' νά πολεμάει και νά προσπαθεί νά εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: "Φορέστε την πανοπλία του θεού, για νά μπορέσετε ν' αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε νά καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει νά πει κανένα κακό εναντίον μας" (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8). Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή. Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε: Σήκω, . Α Αντώνιε. Βγές έξω και δες. Σαν βγήκε λοιπόν έξω γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει νά υπακούει και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, νά στέκεται όρθιος και νά φτάνει μέχρι τα σύννεφα. και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τούς εμπόδιζε νά περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι. Γι' αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή νά λέει στον Αντώνιο: Προσπάθησε νά καταλάβεις αυτό πού βλέπεις. Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε νά περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ' αυτή τη ζωή δεν μπορούσε νά τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ' αυτόν. Του άββα 'Ισαάκ Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. '!ω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ' εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ' ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως νά μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ' έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας. Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ' αυτή τη ζωή και θα πήγαινε ατό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ' εκεί νους πού έμεναν μακριά. στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα. Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε νά του ανοίξουν το μνήμα. 'Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του νά τον μεταφέρουν στο ναό. Έκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του. Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργάαργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς: Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό; Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί. Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος. Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.
Ζ. ΟΙ ΘΕΟΦΙΛΕΙΣ ΓΟΝΕΙΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ.
Από τη διήγηση για τη θανάτωση των άγίων πατέρων στο όρος Σινά και τη Ραϊθού
ΜΟΛΙΣ ή μάνα του νεαρού εκείνου μοναχού, πού σε άλλο σημείο του λόγου φανερώσαμε τη μεγαλοψυχία του, έμαθε ότι αγωνίστηκε τόσο γενναία κατά των βαρβάρων, και ότι σφαγιάστηκε μέσα ατό ίδιο το κελί όπου ασκήτευε, αφού δέχθηκε τ' αναρίθμητα εκείνα πλήγματα, και ότι δεν υπάκουσε στους βαρβάρους νά βγάλει το ρούχο του, μα ούτε κι από το κελί του νά βγει, μολονότι υπόσχονταν νά μην τον σκοτώσουν αν έκανε κάτι απ' αυτά, αλλά τόσο ανδρεία αντιστάθηκε και τόσο γενναία δέχθηκε το θάνατο, αυτά μαθαίνοντας, λέω, ή μάνα του, έδειξε έμπρακτα τη συγγένειά της μ' εκείνον, φανερώνοντας πώς ήταν πραγματικά γνήσια μητέρα του. Αφού λοιπόν φόρεσε αμέσως ωραίο φόρεμα και γενικά περιποιήθηκε την εμφάνισή της, ώστε νά δείχνει χαρούμενη, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό κι έλεγε στο Σωτήρα Χριστό τούτα τα λόγια: σε Σένα, Δέσποτα, πρόσφερα το παιδί μου, και μου έχει σωθεί πια, και τώρα και στον αιώνα. Σε Σένα εμπιστεύθηκα το βλαστάρι μου και Σ' έβαλα κοντά του φύλακα, κι αληθινά μου έχει πια φυλαχτεί σώο και άτρωτο. δεν σκέφτομαι, λοιπόν, ούτε έτι πέθανε ούτε ότι τέλειωσε τη ζωή του, αλλά παρατηρώ ότι ξέφυγε από κάθε αμαρτία. ούτε ότι καταπληγώθηκε το σώμα του και είχε πικρό τέλος, μα ότι έφερε εκεί (στον ουρανό), ψυχή καθαρή και άμωμη, και ότι πρόσφερε άσπιλο το πνεύμα του στα χέρια Σου. Βραβεία λογαριάζω εγώ τις μαχαιριές. Στεφάνια θεωρώ τις πληγές. Μακάρι στο σώμα σου, παιδί μου, νά χωρούσαν περισσότερα χτυπήματα, για νά 'ταν μεγαλύτερος και ο μισθός σου. 'Έτσι μου πλήρωσες τούς κόπους της εγκυμοσύνης μου. 'Έτσι με άμειψες για τούς πόνους της γέννας. 'Έτσι με τίμησες πού σ' ανάθρεψα. Τι .λοιπόν; δεν θα με κάνεις κοινωνό και στα κατορθώματά σου; Γίνομαι κι εγώ συμμέτοχη στην άθλησή σου! Μαρτύρησες εσύ; Συμμετέχω κι εγώ στη χαρά του μαρτυρίου σου. 'Αντιστάθηκες εσύ στη βαρβαρική οργή; Πολεμώ κι εγώ με την τυραννία του φυσικού πόνου. Περιφρόνησες εσύ φανερά το θάνατο; Ξεπερνάω κι εγώ το μητρικό μου φίλτρο. Σήκωσες εσύ την οδύνη της σφαγής με ανδρεία; Σηκώνω κι εγώ αυτόν το βασανισμό, ενώ τα σπλάχνα μου σπαράζουν. 'Ίσα είναι, κι όχι κατώτερα από τα δικά σου, τα δικά μου μαρτύρια. με ξεπερνάς εσύ στην ένταση της οδύνης; σε ξεπερνάω εγώ στη χρονική της διάρκεια. Γιατί ο θάνατός σου, όσο φοβερός κι αν ήταν, συντελέστηκε πάντως μέσα σε λίγη ώρα. Εγώ όμως υποφέρω για πολύ καιρό από τον πόνο, κι άς τον υπομένω ήρεμα φιλοσοφώντας, επειδή έχω την πληροφορία ότι ζεις κοντά στο Θεό την αμόλυντη ζωή, και επειδή πιστεύω πώς ύστερα από λίγο θα σ' έχω εκεί γηροκομώ μου, όταν θα γίνει κομμάτια μ' οποιοδήποτε τρόπο και το δικό μου οστράκινο σκεύος (Β' Κορ. 4:7) και θα τραβήξω για την άλλη ζωή. Ευτυχισμένη είμαι εγώ ανάμεσα στις άλλες μάνες, γιατί πρόσφερα στο Θεό εν αν τέτοιον αγωνιστή! Ευτυχισμένη και πάλι εγώ! με θάρρος λοιπόν καυχιέμαι αληθινά για σένα, επειδή πέθανες για το Χριστό και θα είσαι πια μαζί Του αιώνια και θ' απολαμβάνεις την ατελεύτητη μακαριότητα Από το βίο του αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος Όταν ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμα νήπιο, πέθανε ο πατέρας του. Ή μητέρα του λοιπόν, μένοντας έρημη από άντρα και στηρίζοντας πια όλες της τις ελπίδες, μετά το Θεό, στο παιδί της μονάχα, του αφοσιώθηκε με τόση φροντίδα, πού έγινε γι' αυτό τα πάντα, και πατέρας και μητέρα και δάσκαλος. Ενώ λοιπόν ο Κλήμης βρισκόταν μέσα σε τέτοια χέρια και μεγάλωνε με καλή ανατροφή από μητέρα φιλόστοργη, εκείνη προαισθάνθηκε έτι πλησίαζε το τέλος της. 'Αγκάλιασε τότε με τρυφερότητα και πόθο το παιδί της, πού δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα του χρόνια, το φιλούσε γλυκάγλυκά και, καθώς βιαζόταν νά το κάνει όχι τόσο διάδοχο στα δικά της πλούτη όσο κληρονόμο των θησαυρών του ουρανού, του έδινε (συμβουλές και) παραγγελίες σαν κι αυτές: Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πριν γνωρίσεις τον πατέρα σου, γνώρισες την ορφάνια, μα πλούτισες, κάνοντας το Θεό πατέρα και χρησιμοποιώντας την ορφάνια για την ευτυχία σου! Εγώ μεν σε γέννησα σωματικά, μα ο Χριστός σε μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπόν τον Πατέρα σου. Μη διαψεύσεις τ' όνομα του γιου. το Χριστό μονάχα λάτρευε. στο Χριστό μονάχα έχε εμπιστοσύνη. Αυτός εΙναι, πραγματικά, ή αθανασία. Αυτός εΙναι ή σωτηρία. Αυτός, πού κατέβηκε για μας από τα ουράνια και μας ανέβασε μαζί Του και μας έκανε παιδιά Του και θεούς. Οποίος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία αυτού του Δεσπότη, θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, και όχι μόνο θα νικήσει τούς τυράννους και τούς βασιλιάδες πού προσκυνούν τα είδωλα, μα και θα ντροπιάσει ακόμα κι αυτούς τούς δαίμονες, πού τιμούν εκείνοι, και τον αρχηγό και προστάτη τους διάβολο... Έκεί πού μιλούσε, τα μάτια της βούρκωσαν. και γεμίζοντας από τη χάρη, είδε θεία θεωρία και άρχισε νά δι ηγείται προφητικά τα μελλούμενά του. και σε παρακαλώ, έλεγε, γιε μου πολυαγαπημένε, σε παρακαλώ νά μου κάνεις μία χάρη για όλα (όσα εγώ έκανα για σένα). Επειδή έφτασαν καιροί δύσκολοι, επειδή φυσάει φοβερός ο άνεμος του διωγμού της ασέβειας και επειδή ξέρω πώς κι εσύ θα οδηγηθείς, όπως είπε ο Δεσπότης μας, «επί βασιλείς και ηγεμόνας» για χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αυτή την τιμή: Αντιστάσου γενναία για χάρη Του και κράτησε σταθερή για χάρη μου την ομολογία σου ως το τέλος. και πιστεύω πώς ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πώς και στο δικό σου κεφάλι θα κάνει ν' ανθήσει σύντομα το μαρτυρικό στεφάνι. Νά ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου σε αντρειοσύνη, για να μη βρεθείς απροετοίμαστος στους αγώνες. Γιατί δεν θα παλέψεις με τυχαίους εχθρούς ή για τυχαία πράγματα... ' "Τιποτένιο ειναι, Υιέ μου, το νά πεθαίνουν θεληματικά οι στρατιώτες για έναν όμόδουλο και θνητό βασιλιά, κι εμείς νά μη σηκώνουμε το θάνατο, όπως εκείνοι, για Βασιλιά αθάνατο. και μάλιστα, όταν εκείνοι δεν παίρνουν απ' αυτόν κανένα αντάλλαγμα άξιο μιας τέτοιας αφοσιώσεως. Γιατί ποίο δώρο είναι ισάξιο με τη ζωή; "Η ποια από τις μεταθανάτιες τιμές γίνεται αισθητή (στον σκοτωμένο στρατιώτη);" Αν όμως πεθάνεις για τον κοινό Δεσπότη όλων, το Χριστό, αντί για την πρόσκαιρη ζωή θ' αποκτήσεις την αθάνατη. Αντί για τη φευγαλέα απόλαυση και τη δόξα και τον πλούτο, θ' απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι λοιπόν; Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε πάντως μετά από λίγο, πληρώνοντας το κοινό χρέος όλων; " Άλλωστε, ο θάνατος για το Χριστό δένει ναι σωστό νά θεωρείται θάνατος. Γιατί πάντοτε, με την ανώτερη ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, χάνεται ή αίσθηση (κι αυτού του θανάτου) . . . Μ' αυτά τον εμψύχωνε ή μητέρα του, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής Σοφίας, πού μιλούσε με το στόμα της, μία πού ο Υιός της ήταν κιόλας πριν την ώρα του συνετός σαν γέροντας, και είχε ανάγκη από σοβαρότερες παραινέσεις. στο τέλος μάλιστα πρόσθετε και τούτα: Τέτοιον αμοιβή για την ανατροφή σου δώσε, παιδί μου, σε μένα, τη μάνα σου. Αυτός άς γίνει ο μισθός μου, Υιέ μου γλυκύτατε, για τούς πόνους πού δοκίμασα στη γέννα σου, για νά σωθώ κι εγώ, σύμφωνα με τον Παύλο, «διά της τεκνογονίας» (ΑΙ Τιμ. 2:15) και νά δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου. Γιατί νά, παιδί μου, εγώ φεύγω κιόλας με τη δύναμη της θείας χάριτος αισθανόταν, βλέπετε, πώς πέθαινε και το αισθητό τούτο φως δεν θα με φωτίσει το πρωί. Εσύ όμως θα είσαι για μένα φως εν Χριστό και ζωή. σε παρακαλώ λοιπόν, σπλάχνο μου, νά μη διαψεύσεις τις ελπίδες πού στήριξα πάνω σου. μία Εβραία γυναίκα ανέδειξε κάποτε εφτά γιους μάρτυρες. και ήταν σαν ν' αθλείσαι κι ή ίδια με εφτά σώματα, τα σώματά τους. μα σε μένα είσαι αρκετός εσύ μονάχα για νά δοξαστώ. και είμαι ευτυχισμένη μέσα στις μανάδες εγώ, επειδή ακριβώς θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Νά, θα προχωρήσω μπροστά σου, γιε μου. Σωματικά μεν χωρίζομαι σήμερα κιόλας από τα ποθεινά σου μάτια. Η ψυχή μου όμως πίστευέ το , μόλις πεθάνω, θα κρεμαστεί για πάντα πάνω στη δική σου ψυχή. Μαζί της θα προσκυνήσομε παρρησία στο βήμα του Χριστού. και θα καμαρώνω για τα παθήματά σου. και θα είμαι στολισμένη με τις πληγές σου. και θα έχω μερίδιο στα πολύτιμα εκείνα βραβεία και στη χαρά σου. Αυτά έλεγε ή μάνα στο γιο. και κατά φιλούσε όλα μαζί τα μέλη του, λέγοντας πάλι ή μακάρια: Μαρτυρικά μέλη φιλώ, μέλη πού θα προσφερθούν θυσία στο Χριστό. 'Ενώ λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του γλυκομιλούσε, αναπαύθηκε πραγματικά τη μακάρια ανάπαυση, παραδίνοντας το πνεύμα στο Θεό και το σώμα στα γλυκύτατα χέρια του παιδιού της. Εκείνος πάλι έκανε όσα έπρεπε, σαν γιος πού αγαπούσε τη φιλόστοργη μητέρα του. Κι αφού παρέδωσε το σώμα της στη γη, ο ίδιος διάλεξε τον μοναχικό βίο, εκπληρώνοντας αμέσως τις μητρικές παραγγελίες με τούτο πρώτα, τη φυγή δηλαδή από τον κόσμο για το Χριστό, πού για χάρη Του θα έφευγε αργότερα κι από τη ζωή. Από το βίο Του άγίου 'Αλυπίου Ο μεγάλος Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στο Θεό, προβληματιζόταν Τι νά κάνει στην παρούσα ζωή, για νά κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν πού ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του. 'Αποφάσισε λοιπόν ν' απαρνηθεί τα πάντα και νά φύγει, φυσικά μακριά από φίλους, συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του τη μάνα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. την απόφασή του την εμπιστεύθηκε μόνο στη μητέρα του. Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός νά πάω κατά την Ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ' αυτόν το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό. Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ' όσα παθαίνουν οι γυναίκες (συνήθως, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους). δεν πρόβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε τη μοναξιά της. δεν είπε πώς είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες νά χάνουν ένα γιο τόσο καλό ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. δεν προσπάθησε νά ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιου της πιο πολύ από το δικό της. 'Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε: Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε έκεί πού σε οδηγεί η κλήση του (Άγίου) Πνεύματος. Νά, ο Θεός, πού σ' Αυτόν μέσα ζούμε και σ' Αυτόν σε παραδίνω, θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου (Εξ. 23:20), για νά σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημά Του. "Άμποτε νά σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό Του και νά σε προστατέψει από την ουράνια Σιών (Ψαλμ.19:3). Νά σου φορέσει σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και νά σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας (Ήσ. 59:17. 'Εφ. 6:1417). σαν ήλιος του μεσημεριού νά λάμψει η αρετή στα έργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), πού χάρη σ' αυτά αγάπησες το Δεσπότη περισσότερο κι από γονείς κι από πατρίδα. Ήταν εκείνη γνήσια μάνα ενός τέτοιου γιου. και γι' αυτό, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη Φύση, δεν προσπάθησε νά κάνει ή νά πει τίποτε ανάξιό της. 'Έπειτα, μετά την ευχή, ο Υιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το Υιό, ενώ βρέχονταν και οι δύο τους με θερμά δάκρυα. και αφού κατά φιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ή μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο Υιός πήρε το δρόμο πού ποθούσε. Από το μαρτύριο των άγίων Tεσσαράκoντα Mαρτύρων Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως. το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητά τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τούς τραβούσαν στην ακρολιμνιά για νά τούς συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα. Η μητέρα ενός απ' αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας το Υιό της. Αυτός ήταν, βλέπετε, πιο νέος απ' όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή νά δειλιάσει και νά φανεί έτσι ανάξιος της στρατιωτικής ιδιότητος και τιμής. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας: Παιδί μου γλυκύτατο! του ουράνιου Πατέρα πια παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. "Όλ' αυτά πέρασαν. τα 'χεις όλα νικήσει με τη γενναιότητά σου. 'Από δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη... Αυτά θα γευθείς, βασιλεύοντας μαζί με το Χριστό και πρεσβεύοντας σ' Εκείνον και για μένα, πού σε γέννησα. Μετά τη συντριβή λοιπόν των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια κι έβαλαν σ' αυτά τα ιερά σώματα, για νά τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πώς ο νέος εκείνος, πού λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει. Σαν είδε ή μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παρέβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία Σήκωσε το Υιό της στους ωμούς κι ακολουθούσε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πώς τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον ε6λεπε νά είναι τελειωμένος και νεκρός. την ώρα λοιπόν πού τον κου6αλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πια ή μητέρα του απαλλάχθηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατά απ' τη μεγάλη της χαρά για το τέλος του γιου της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των άγίων, τον βάζει πάνω σ' αυτά και τον συναριθμεί μαζί τους, για νά μη χωριστεί από τα σώματά τους ούτε το σώμα Εκείνου, πού την ψυχή του βιαζόταν νά συναριθμήσει με τις ψυχές τους. Ανάβουν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του εχθρού (διαβόλου) και κατάκαινε τα σώματα των άγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, Επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία βέβαια οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποιον όχθη και διασώθηκαν. και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντάς μας πλούτο ασύλητο.
Η. ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
ΑΒΒΑΣ Παλλάδιος είπε.
Η ψυχή πού αγωνίζεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει ή νά μαθαίνει σωστά όσα δεν ξέρει ή νά διδάσκει με σαφήνεια όσα έμαθε. " Αν δεν θέλει νά κάνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν είναι καλά. Γιατί ή αρχή της αποστασίας βρίσκεται στην έλλειψη της διδαχής και στην ανορεξία του θείου λόγου, πού τον πεινάει πάντα ή φιλόθεη ψυχή. Είπε πάλι ο αββάς Παλλάδιος: Περισσότερο κι από παράθυρο φωτεινό, πρέπει νά κυνηγάει κανείς τις συναναστροφές ενάρετων ανθρώπων, γιατί με τη βοήθειά τους θα μπορέσει νά δει την καρδιά του σαν ένα καθαρογραμμένο βιβλίο και, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων, νά διαπιστώσει τη δική του ραθυμία ή επιμέλεια. Γιατί στους ενάρετους υπάρχουν πολλά, και εξωτερικά ακόμα στοιχεία, πού φανερώνουν την καθαρότητα της ψυχής τους: το χρώμα, πού απλώνεται αυτοπρόσωπο με τη θεάρεστη πολιτεία, ο τρόπος της ενδυμασίας, ή απλότητα του ήθους, ή σεμνότητα ατά λόγια, το απέριττο στις λέξεις, ή σύνεση στις σκέψεις, ή προσοχή στις εκδηλώσεις. Όλα τούτα τα ωφελούν υπερβολικά όσους τα παρατηρούν και αποτυπώνουν στις ψυχές τους αναλλοίωτα πρότυπα αρετής. Ένας γέροντας διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό νά του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, νά μη νυστάζει ποτέ. όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε νά τον παίρνει ο ύπνος, για νά μη μολύνονται τ' αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό πού ζητούσε. 'Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι θιασώτης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα: Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους νά κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας νά φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν' αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! 'Αναστέναξα και τούς είπα: "Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια 'όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις 'όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, νά συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι νά είστε προσεκτικοί και νά φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό". Τρεις πατέρες είχαν τη συνήθεια νά πηγαίνουν κάθε χρόνο στον μακάριο Αντώνιο. Άπ' αυτούς οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις για τούς λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ό τρίτος όμως σώπαινε και δεν ρωτούσε τίποτα. 'Αφού λοιπόν ήρθαν πολλές φορές και ο αδελφός εκείνος έτσι πάντα σώπαινε, μη ρωτώντας το παραμικρό, του λέει κάποτε ο αββάς , Αντώνιος: Μα τόσον καιρό έχεις πού έρχεσαι εδώ, και δεν με Ρώτας τίποτα. 'Εκείνος τότε αποκρίθηκε: Μου φτάνει μόνο πού σε βλέπω, πάτερ. 'Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ότι όσο ζούσαν οι γέροντες, πού έμεναν δώδεκα μίλια μακριά από το κελί του, πήγαινε και τούς συναντούσε δύο φορές το μήνα. Τούς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι εκείνοι δεν του έλεγαν τίποτε άλλο, παρά μόνο τούτο: "Όπου κι αν βρεθείς, μη λογαριάζεις τον εαυτό σου, και θα έχεις ανάπαυση". Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μία φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό νά του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. 'Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: "Νά, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα. "Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και άς τον ρωτήσω". Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε: οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες νά πας στον αδελφό σου, εκείνος μ' έστειλε για νά σου εξηγήσω το ρητό. Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε. Είπε κάποιος γέροντας: Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. 'Έτσι συμβαίνει και μ' αυτόν πού επισκέπτεται τούς πατέρες. "Αν θελήσει νά εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων. Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά νά τούς πει ωφέλιμο λόγο. .0 γέροντας όμως σώπαινε. .0 αδελφός συνέχισε νά τον παρακαλεί ώρα πολλή, όπότε εκείνος τούς είπε: Θέλετε ν' ακούσετε ψυχωφελή λόγο; Ναι, αββά, αποκρίθηκαν. Δεν υπάρχει πια λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τούς γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τούς συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για νά ωφεληθούν εκείνοι πού ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τούς γέροντες. δεν βρίσκουν πια τι νά πουν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής. Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν: Προσευχήσου για μας, αββά. Του αββά Μάρκου Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ' αυτόν πού ακούει ανάλογα με την πίστη του. 0 άνθρωπος πού μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση (Παροιμ. 14:29). το ίδιο κι εκείνος πού τεντώνει το αυτί του για ν' ακούει λόγους πνευματικής σοφίας. Μην αρνείσαι νά μαθαίνεις, κι άς τυχαίνει νά ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό πού μπορεί νά οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας φρόνηση. Αυτός πού θέλει νά σηκώσει το σταυρό του και ν' ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει πρώταπρώτα νά επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας ακατάπαυστα τούς λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία του και ρωτώντας τούς δούλους του Θεού, πού έχουν το ίδιο φρόνημα και αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ' αυτόν, έτσι ώστε νά μην αγνοεί που και πώς βαδίζει και νά μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο νά του φέγγει. Γιατί εκείνος πού βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς ευαγγελική γνώση, χωρίς διάκριση και χωρίς την καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι πού πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσεις και κακοπάθειες και πού υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά ή ιδιορρυθμία, ή αδιακρισία και ή έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον πλησίον έκαναν τούς τόσους και τόσους κόπους τους ανίσχυρους και μάταιους Γι' αυτό, αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς νά φροντίζει και ν' αγωνίζεται νά είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους πού έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό, αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί μ' εκείνον πού έχει, νά Μην περπατάει στο σκοτάδι, νά Μην κινδυνεύει από βρόχια και παγίδες και νά Μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, πού ζουν στο σκοτάδι και πού αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ' αυτό χωρίς τον νοητό λύχνο του θείου λόγου. Του άγίου Μαξίμου Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη φυσική αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους έχει φυσικό σύνδεσμο με τούς λόγους του. και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους, τα θεωρούν πώς είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, ακόμα κι αν είναι σε 'όλα τα πιο καταγέλαστα, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμα κι αν είναι οι χειρότεροι απ' 'όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. στον σοφό όμως νου δεν φαίνονται έτσι οι λόγοι του. απεναντίας, όταν νομίσει 'ότι είναι αντικειμενικοί και καλοί, τότε προπαντός δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς νά κρίνουν τούς λόγους και τούς λογισμούς του, «μήπως εις κενόν τρέχn η έδραμε» (ΓΑΛ. 2:2), και απ' αυτούς βεβαιώνεται. Του άγίου Έφραίμ Μην αρνείσαι τη συμβουλή αγίων ανθρώπων, έστω κι αν έχεις πνευματική γνώση. Γιατί κι αυτό είναι καρπός γνώσεως. Του αββά 'Ισαάκ Μη ζητήσεις νά πάρεις συμβουλή από κάποιον πού δεν ακολουθεί τον δικό σου τρόπο ζωής, έστω κι αν είναι πολύ σοφός. Είναι προτιμότερο ν' αναθέσεις τα προβλήματά σου σ' έναν απλοϊκό άνθρωπο με πείρα από τα πράγματα, παρά σ' έναν φιλόσοφο, πού μιλάει με λογική στηριγμένη στη θεωρητική εξέταση των πραγμάτων, χωρίς όμως νά έχει και τη σχετική πείρα. και ή πείρα είναι όχι το νά μπει κανείς στα πράγματα α και νά ερευνήσει μερικές μονόπλευρες τους, χωρίς νά έχει ακόμη αποκτήσει ο ίδιος τη γνώση από την εργασία, αλλά το νά αισθανθεί έμπρακτα την ωφέλεια η τη ζημιά των πραγμάτων αυτών, έχοντας τα δοκιμάσει για πολύ καιρό γιατί πολλές φορές ένα πράγμα φαίνεται επιζήμιο, ενώ κρύβει μέσα του μεγάλη ωφέλεια. Άλλοτε πάλι, αντίθετα, φαίνεται απόλυτα ωφέλιμο, ενώ εσωτερικά είναι όλο βλάβη. Γι' αυτό και πολλοί άνθρωποι ζημιώθηκαν όχι λίγο από πράγματα φαινομενικά κερδοφόρα. Νά χρησιμοποιείς λοιπόν ως σύμβουλό σου εκείνον, πού από πείρα γνωρίζει καλά τη φύση και τη δύναμη των διαφόρων πραγμάτων, και 'πού μπορεί νά τα διακρίνει αλάθητα. 'Όποιος έκανε σωστή χρήση της ελευθερίας πρώτα στον εαυτό του, είναι μετά άξιος εμπιστοσύνης για νά την παραδώσει και στους άλλους με επιστημοσύνη.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων απο το Βιβλίο:
ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Επιλογή και νεοελληνική απόδοση κειμένων «πάνυ ωφέλιμων μοναχοίς τε και κοσμικοίς» από τη
ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΘΟΓΓΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
του μοναχού Παύλου Ευεργετινού ( 1054)
ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2001
Επίτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο με αναφορά πηγής το
Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου