Γ' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Φώτης Κόντογλου
Μέσα σέ τούτη τή φουρτούνα είχανε μεγάλο χτυποκάρδι κείνοι οί φουκαράδες πού χοιμαζόντανε γιά νά φύγουνε, μά περσότερο απ’ όλουνούς ό κακόσουρτος ό Γιώργης.
«Δεν ήτανε λοιπόν θέλημα Θεού νά ξαναγίνει χριστιανός; Μέ τά μπόδια πού τοΰ ’βαζε, μπάς κ’ ήθελε νά τοϋ δείξει πώς δέν είχε κανένα όφελος γιά τήν ψυχή του μ’ ένα τέτοιο φευγιό κρυφά άπ’ τούς Τούρκους; Δέν άρνήστηκε φανερά τόν Χριστό, ώστε νά χρωστά πάλε φανερά νά φωνάξει πώς γυρίζει στήν πίστη του; Μπρος, δέν έχει άλλο, μόνο νά πάγει, σάν ξημερώσει, στόν πασά καί νά μολογήσει μπροστά σ’ ούλο τό συμβούλιο καί σ’ ούλο τό τουρκομάνι πώς είναι χριστιανός!»
Έτσι στριφογύριζε ίσαμε τό πρωΐ. Μά, σάν σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του, άλλαξ' άπόφαση.
«Δέν ήτανε, μαθές, τρόπος νά ξαναγίνει χριστιανός δίχως νά παραδοθεϊ στά σκυλιά, νά πάγει ν’ άσκητέψει μέσα σέ τρύπες, σέ ντερβένια πού δέν πατά άνθρωπος! Τό λοιπόν, δέν υπάρχει πλιά γι’ αυτόν ζωή άντάμα μέ τόν Χριστό, παρά μόνο θανάτωμα γιά τήν πίστη του! "Ωστε τούτο τό πικρό ποτήρι, πού δείλιαζε νά τό πιει κι ό ίδιος ό Χριστός, έπρεπε νά τό πιει αυτός γιά τόν Χριστό, αύτός, ένας άπλός άνθρωπος, άγράμματος, πού ’χε ξεχάσει καί τά ρωμέϊκα άνάμεσα στούς Τούρκους!»
Τό κουράγιο του λύγιζε καί δεν ήθελε νά πεθάνει, μόνο ήθελε νά γίνει χριστιανός, σάν νά μήν είχε συμβεΐ τίποτα στό συναμεταξύ. Πέρασε καί κείνη ή μέρα.
Τό βράδυ ό αγέρας, πού ’χε λασκάρει γιά λίγη ώρα, ξαναδυνάμωσε. Σάν σκοτείνιασε, ό Γιώργης βγήκε άπ’ τό σπίτι καί κατέβηκε στό γιαλό. Μέσα στό λιμάνι κρατούσε ησυχία, γιατί είχανε βολευτεί τά καΐκια. Δέν ήξερε σέ τί μεριά ήτανε αραγμένο τό καΐκι τού Μπετεφρή, έπειδής μέ τή φουρτούνα άνεκατωθήκανε. Ωστόσο τό ’βρε στό ίδιο μέρος π’ άραζε πάντα καί χάρηκε, γιατί μπορούσε νά ’χει πάθει καί ζημιά: Μάλιστα ήτανε μοναχιασμένο καί στίς μπάντες του ήτανε αραγμένα ένα σωρό μικρά μπατέλα ψαράδικα, ούλα χριστιανικά. Αφού σιγουράρισε γιά τό καΐκι, γύρισε πίσω στό κάστρο καί περίμενε στά σκοτεινά, δίχως νά καλύψει μάτι.
Κατά τά μεσάνυχτα ξανακατέβηκε λάου-λάου στό λιμάνι. Ακόμα οί άλλοι δέν είχανε μπαρκαριστεΐ. Σάν τόν είδε άξαφνα μπροστά του ό καπετάν-Μπετεφρής, ξεράθηκε, γιατί τόν πήρε γιά Τούρκο. Μά ό Γ ιώργης τού μίλησε ρωμέϊκα καί τού ξήγησε ποιος ήτανε, κι ό καπετάνιος, πού ’ξερε τήν υπόθεση, τόν πήρε καί τόν τρύπωσε μέσα στό πλωριό φάλιο. Στό μεταξύ κουβαλούσανε ένα κι άλλο χρειαζούμενα άπ’ τά σπίτια. Στό τέλος μπαρκαριστήκανε οί τρεις φαμελιές κ’ ένας παπάς, δίχως νά βγάλουνε άχνα• ώς καί τά μωρά είχανε βουβαθεΐ άπ’ τό φόβο τους.
Σάν μπήκανε ούλοι στό καΐκι, ό καπετάνιος ρώτηξε:
«Έχουμε κανέναν όξω;»
Κ’ ύστερα παράγγειλε στό μούτσο νά ’βγει νά λύσει, καί σ’ έναν άλλον νά παρατήσει τήν άγκουρα στή θάλασσα καί νά ίσάρει μονάχα τό φλόκο. Δέ θέλησε νά ίσάρει τό μεγάλο πανί, γιά νά μήν μπατάρει καί τόν προδώσει.
Τό σκοτάδι ήτανε κατράμι. Ό Μπετεφρής έ'βαλε πλώρη άπάνου στό μπάσιμο τοϋ λιμανιού. Περάσανε σέ δυό-τρεΐς όργυιές άπ’ τά τούρκικα καράβια, μά δεν πήρε κανένας χαμπάρι, γιατί ήτανε ούλοι ψόφιοι άπ’ την κούραση πού ’χανε τραβήξει τή μέρα. Ό καπετάνιος είχε στον νού του μη μπερδέψει τό τιμόνι του σέ καμιάν άγκουρα, καί μήν τόν μυριστούνε δυό λάζικα καΐκια πού φυλάγανε κάτ’ άπ’ τό κάστρο σιμά στο μπάσιμο. Μά κείνα είχανε τραβηχτεί παραμέσα άπ’ τή φουρτούνα, καί δέν τούς δώσανε καμιάν ένόχληση. Έτσι ξεμπουκάρανε άπ’ τό λιμάνι. Καί τότες πλιά ίσάρανε μόνο τό μισό πανί, γιατί ή φουρτούνα τούς άρπαξε μέ μουγκρητά, καί κατηφορίσανε κατά τις Άγνοΰσες, δοξάζοντας μέ δάκρυα τόν Θεό πού τούς γλύτωσε.
Ούλη τή νύχτα ή λεύκα [15] τσαλαβουτοϋσε σάν πάπια. Οί θάλασσες μπαίνανε μέσα. Κατά τά χαράματα ό άγέρας τσάκισε. Βγαίνοντας ό ήλιος, βρισκόντανε μπρος στή Μυτιλήνη, άνοι-χτά άπ’ τόν κάβο τής Άγριλιάς. Μέσα σέ μιάν ώρα ό καιρός έγινε χαρά Θεού. Ό ούρανός ξάνοιξε κ’ ή θάλασσα άπλωνε ήμερη σάν λιβάδι, τά βουνά στεκόντανε μέσα στό πέλαγο καθαρά σάν πετραμήθρες. Ανεβήκανε ούλοι άπ’ τ’ άμπάρι καί λιαζόντανε άπάνου στήν κουβέρτα.
Κατά τό μεσημέρι βάλανε κουπί, γιατί δέν άνέσαινε από πουθενά. Μονάχα ένα δυνατό καραντί τούς στραπατσάριζε. Είχανε φτάξει άνοιχτά άπ’ τό Σαρμουσάκι καί ξεχωρίζανε καθαρά τά νταμάρια καί τήν Αλυκή. Τ’ Άϊβαλί δέν ήτανε άλάργα.
"Ωρα σπερνοΰ οί γυναίκες βάλανε λίγα κάρβουνα σ’ ένα γλαστρί καί θυμιάσανε. Σέ λίγο καλάρισε ένα άγεράκι άπ’ τό πέλαγο καί μπήκανε μέσα στό μπουγάζι, άνάμεσα στή μεγάλη στεριά καί σ’ ένα νησί πού τό λένε Γυμνό. "Ως νά καγει ένα τσιμπούκι, ει'χανε κιόλας πιάσει τό μπάσιμο τοΰ λιμανιού, τό Τα-λιάνι, καί μπήκανε μέσα δίχως νά τούς πει κανένας τίποτα.
Ένα σωρό ψαρόβαρκες μπαινοβγαίνανε. Άπ’ τό ζερβό τους χέρι είδανε τά Μοσκονήσια, πού βγαίνουνε θαλασσινοί καί σφουγγαράδες, κι άπ’ τά δεξά τους ένα νησάκι ΐσαμ’ ένα πιάτο, ίδιο μέ μιά φούντα καλάμια, τόν 'Άη-Γιάννη τόν Πρόδρομο. Τ’ Άΐβαλί τό ’χανε πλιά μπροστά τους σ’ ένα-δυό μιλιά, μιά μεγάλη πολιτεία, πόπιανε άπ’ την άκρογιαλιά κι άπλωνε πάνου σέ κάτι μικρά κίτρινα βουνά, κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος.
Άπό τότες περάσανε κάμποσοι μήνες κι ό Γιώργης ζοΰσε στ’ Άϊβαλί ήσυχα, κοντά σ’ έναν καλόν χριστιανό, γνώριμο τοΰ Βισετζή, πού ’χε ένα χτήμα όξ’ άπ’ τήν πολιτεία. Ή μοναξιά ολοένα τόν ειρήνευε. Ή πληγή τής καρδιάς του έκλεινε μέρα μέ τή μέρα.
Μέ τόν καιρό, άρχίνησε νά ξεθαρρεύεται καί κατέβαινε στήν πολιτεία κάθε τόσο, ν’ άγοράσει τό ’να καί τ’ άλλο, σίδερο γιά τό ξυλάλετρο, γιά τό χρειαζούμενο ζαχερέ[16] . Ένιωσε πάλε τή νιότη του καί ξανάπιασε τά παλιά του τά μεράκια. Παράγγειλε στόν πιό καλύτερον άμπατζή [17] ροΰχα γιά τις καλές μέρες, σταυρωτή μ’ ένα σωρό μαστορικά χάρτζα άπό μεταξωτό τριχίλι, καί βρακί μέ κόκκινο γιρμισούτι. Οί ταμπακέρες του, τά τακίμια του, ούλα στόν τόπο τους, ασημένια καί σμαλτωμένα. Τό μουστάκι του περιποιημένο, οί καρτσοδέτες τους άπό μπρισίμι, τό ζουνάρι του μεταξωτό νταράμπουλουζ.
Ούλοι τόν άγαπούσανε, γιατί ή γνώμη του ήτανε καλή κ’ ή καρδιά του δέ βρισκότανε σ’ άλλον άνθρωπο. Δέ σήκωνε μάτι νά δει σέ παραθύρι. Τό περπάτημά του ήτανε ίσιο καί σκεφτικό, τά φερσίματά του γεμάτα σεμνότη καί φρονιμάδα. Δέν έβγαινε άπ’ τό στόμα του άσκημος λόγος, μά δέν κουβέντιαζε καί πολύ-πολύ.
Στην πολιτεία δέν είχε άλλη συντροφιά, έξόν μιά γριά πού τήν άγάπησε σάν μητέρα καί τής ξεμυστερεύτηκε τήν ιστορία του.
Έλα-έλα, ταίριαζε καί ρωτεύτηκε μέ μιά κοπέλα. Κ’ έπειδής τόν συμπάθησε καί κείνη, έβαλε τη γριά νά κάνει τό μεσά-ζον στούς γονιούς της, γιά νά τή στεφανωθεί, δπως κ’ έγινε. Μά ή γριά, σάν γριά πολυλογού, είπε στούς γέρους τού κοριτσιού, δίχως νά ’χει κακή βουλή, τό μυστικό τού Γιώργη, πώς άλλοξοπίστησε τότες που ήτανε ακόμα ανήλικος και πως τώρα είναι θρήσκος χριστιανός καί κάνει τά χρέη τής θρησκείας, νήστεια καί προσευκή, σάν κανένας άλλος. Οί γονοί τής νύφης, άκού-γοντας τέτοια, άπορέσανε. Μά σάν μπαινοβγήκε τό παλληκάρι στό σπίτι, κ’ είδανε τή γνώμη του καί τά συνήθια του, δώσανε τήν εύκή τους καί πιάσανε νά τοιμάζουνται γιά τή χαρά.
Μά άλλιώς ήτανε γραμμένο. Ή νύφη είχε έναν άδερφό διαστρεμμένον καί κακούργο, πού άντιφέρνουνταν μέ τό Γιώργη. Μιά μέρα λογοφέρανε καί, γιά νά πάρει έγδίκηση, ό άναντρος αντρας πήγε δίχως χασομέρι στον αγα και προόωσε πως ο Γιώργης ήτανε Τούρκος άλλαζόπιστος!
Τότες ό άμοιρος βιάστηκε νά πά νά κρυφτεί καί, μέσα στό παλιό σπίτι πού κρύφτηκε, έκλαιγε μέρα-νύχτα, παρακαλώντας τόν Θεό νά τού δώσει δύναμη, γιά νά βγάλει πέρα σάν παλληκάρι αυτόν τόν άγώνα, πού ήτανε θέλημά του νά τόν τραβήξει.
Έτσι περάσανε πεντ’-έξι μέρες. Καί, σάν πήρε πλιά τήν ά-πόφαση καί στέριωσε τήν καρδιά του μέ προσευκή, κοιμήθηκε σάν άρνί. Καί τό πρωΐ σηκώθηκε χαρούμενος, κι άφοΰ νίφτηκε καί μπαρμπερίστηκε, γονάτισε άπάνου στά παλιά σανίδια κ’ έκανε τόν σταυρό του. "Ενα γύρο ή γειτονιά τόν είχε πάρει πλιά χαμπάρι, κι οΰλοι τό κρατούσανε μυστικό καί τόν συντηρούσανε κρυφά κείνες τίς λίγες μέρες. Άφοϋ προσευκήθηκε, έχωσε μέσα στον κόρφο του ένα φυλαχτό από τίμιο ξύλο, πού τού ’φερε ένας χριστιανός, καί βγήκε όξου στό δρόμο.
Άπ’ όπου περνούσε, οί γυναίκες χαράζανε τρομασμένες μιά σταλιά τήν πόρτα, γιά νά τόν δούνε πού πάγαινε νά παρα-δοθεϊ, κ’ ύστερα άμπαρώνανε γλήγορα καί πέφτανε σέ προ-σευκή μαζί μέ τά παιδιά τους, παρακαλώντας νά τού δώσει δύναμη ό Θεός. Έτσι κατηφόρεσε ίσαμε τά Μοραΐτικα. Καί, περνώντας απ’ τό παζάρι, ό κόσμος στεκότανε καί τόν κοίταζε, κ’ οί μαγαζιατόροι βγαίνανε στις πόρτες γιά νά τόν δούνε, κι άπ’ τούς καφενέδες πεταγόντανε οί χασομέρηδες, κ’ οί γνωστοί κ’ οί φίλοι του μέ θλίψη τόν καλημερίζανε καί τόν ρωτούσανε. Μέ δυό λόγια, σηκώθηκε άπό παντού ένα μεγάλο σούσουρο: «Ό Γιώργης πάγει νά παραδοθεΐ!» — έπειδής οί Τούρκοι είχανε φυλακώσει κάμποσους χριστιανούς, γιά νά μαρτυρήσουνε πού είχε χωθεί καί δέν τόν βρίσκανε.
Τράβηξε όλόϊσα στό Κονάκι καί παρουσιάστηκε μπροστά στόν αγά, λέγοντάς του ποιος ήτανε. Ό Τούρκος τότες τού λέγει μέ γλυκόν τρόπο:
«Ξέρω πώς είσαι Τούρκος καί πώς λέγεσαι Άχμέτης, κι όχι Γιώργης. Τό λοιπόν έλα στά σωστά σου καί μή γίνεσαι ρεζίλι στόν κόσμο, καί δίνεις αιτία νά σηκωθούνε ρεμπελιά κι άκαταστασίες!»
Μά ό Γ ιώργης δέν πλανεύτηκε σάν καί τότες πού δέν έφτανε τό μυαλό του, καί λέγει τού άγά:
«Έγώ Γιώργης γεννήθηκα καί Γιώργης θέ ν’ άποθάνω!»
Μόνο τούτα τά λόγια είπε καί σώπασε, κοιτώντας τόν άγά κατάματα. Κι ό άγάς συγκρυάστηκε, γιατί πρώτη φορά τόν κοίταξε μέ τέτοιο μάτι ένας ραγιάς. Μά πάλε έκανε πομονή καί καμώθηκε πώς δέ θύμωσε, καί τού ξαναλέγει:
«Δέ λυπάσαι, μωρέ Άχμέτη, τά νιάτα σου; Δέ βάζεις μέ το νοΰ σου πώς τό μαχαίρι κ’ ή θελιά είναι στό λαιμό σου; Έσύ φαίνεσαι άνθρωπος σκεφτικός, καί πώς κάνεις τέτοιες ζεβζεκιές, πού νά κρέμεχαι άπό μιά τρίχα ή ζωή σου; Πέ μου πώς είσαι Τούρκος καί πάνε νά προσκυνήσεις σχό τζαμί, γιά νά συχωρεθεΐς καί νά ζήσεις δίχως νά σέ πειράξει κανένας!»
Κι ό Γιώργης τού άπάντησε σά νά ’ξερε πολλά γράμματα:
«Ό άνθρωπος γεννιέχαι δίχως μυαλό καί δίχως κρίση, καί χόχες κι ό Θεός δέν λογαριάζει χά κρίμαχά χου. Μά σάν παλληκαρέψει, ό νους χου φχάνει νά ξεχωρίσει τό καλό καί τό κακό, καί τά σφάλματά χου δέν περνάνε άγραφα. Έχσι καί γώ, τοτες που ήμουνα μωρό, επεσα σχή μεγαλυχερη αμαρτια, γιατι μέ φοβερίξανε καί μ’ άλλαξοπισχτήσανε οί δικοί σας• μά χώρα είμαι άντρας μ’ αϊστημα, κ’ ή δύναμη τού κορμιού δίνει νοΰ στό κεφάλι κι άφοβιά στήν καρδιά. Γιά τοΰτο μή χάνεις χά λόγια σου άδικα, μόνο κάνε σύντομα τό ό,χι δέν είναι δικό σου θέλημα, παρά τού Θεού!»
Πάλε ό άγάς καμώθηκε πώς δέν χόν συνερίσχηκε καί ξανά-πιασε τίς γαλιφιές, τάζοντάς χου νά χόν κάνει μπέη καί νά χόν πανδρέψει μέ μιάν όμορφη χανούμισσα. Μά ό Γιώργης χού ξανάπε νέτα-σκέτα πώς ή άπόφασή χου ήχανε νά πεθάνει καί πώς ή θρησκεία χους είναι γιά φτύσιμο!
Άκούγοντάς τον νά μιλά έσι, ό Τούρκος γάβγιξε σάν σκύλος καί πρόσχαξε χούς ζαπχιέδες νά χόν πισχαγκωνίσουνε καί νά βγάλουνε άπ’ τό βρακί τή φύση χου, γιά νά δει ούλο τό μιτζιλίσι [18] πώς ήχανε σουνετεμένος. Τόχες ό Γιώργης βλέποντας τί ρεζιλίκι θά πάθαινε, άγρίγεψε.
Τό μάτι χου γίνηκε σάν βόλι καί χόσο ξάναψε ή όψη χου μονομιάς, πού οί γενιτσάροι κοντοσχαθήκανε. Μά χήν ίδια σχιγμή ξαναμέρεψε, κ’ οί Τουρκαλάδες τόν δέσανε πιστάγκωνα καί κατεβάσανε τό βρακί χου. Ό καλόχυχος έγειρε χό κεφάλι χου καί σχάθηκεμσάν Χρισχός γυμνός άπ’ τή μέση καί κάτου. Μόνο δυό δάκρυα σιγοκομπιάσανε άπάνου στά θειαφένια μάγουλά του. Καί, σάν τόν βρακώσανε ξανά, γυρίζει καί τοΰ λέγει πάλε ό αγάς:
«'Ύστερ’ άπό τοΰτο τό μερεμέτι, αν είσαι άντρας, θά φυλαχτείς μήν πάθεις χειρότερο ρεζιλίκι μπρος σέ Τούρκους καί σέ χριστιανούς. Άν δέν έρτεις στά μυαλά σου καί δέ γυρίσεις στήν πίστη μας, έχω κατά νοϋ νά σέ μπομπέψω καταμεσίς στό παζάρι, κ’ ύστερα νά σέ χαλάσω μέ τόν πιό σκληρό θάνατο!»
Τότες πλιά ό Γιώργης ξάναψε καί τ’ άποκρίθηκε:
«Ψωριασμένε σκύλε, είπα καί τό ξαναλέγω πώς δέν ήρτα γιά νά κάνω ριτζά σάν άδικημένη χήρα, μηδέ τεμενά σάν σκλάβος! Ήρτα νά θανατωθώ, γιά νά ξεπλύνω μέ τό αίμα μου τό κρίμα μου! Κ’ εσύ πολεμάς νά μέ μεταστρέφεις μέ λόγια πού λένε στά μωρά, νά γίνω άπιστος άπό χριστιανός καί Τούρκος άπό Γραικός! Ποιος είναι κείνος πού θάν έβγαζε τά μεταξωτά σαλβάρια γιά νά φορέσει ψειριασμένον έλιφιέ; Ποιος άνθρωπος σκεφτικός θάν άλλαζε ένα άτι σελωμένο μ’ ένα μαδημένο γαϊδούρι; Ποιό άηδόνι θάν έστρεγε νά ζήσει, σάν τού παίρνανε τή λαλιά του καί τού δίνανε στόν τόπο της τό κράξιμο τοΰ κοράκου; Έσύ θαρρείς πώς θά δειλιάσω καί θά προσκυνήσω τόν ντουρά, μά γιά μένα τούτη ή μέρα είναι σάν τό δέντρο πού βρίσκει ό λαχανιασμένος στρατοκόπος, γιατί ούλη ή ζωή μου στάθηκε ένα βάρσανο, καί θέλω νά ξεκουραστώ! Τό κορμί μου μπορείς νά τό τυραγνήσεις, μά ή ψυχή μου στέκεται σάν βαλανιδιά, κ’ έσύ μοιάζεις τό μερμήγκι πού δαγκάνει τή ρίζα της καί θαρρεί πώς θά τή ρίξει κάτου! Ψοφίμια! Ή χριστιανοσύνη δέν ξεκληρίζεται μηδέ μέ τό σπαθί, μηδέ μέ τήν κρεμάλα, μηδέ μέ τίποτα, γιατί είναι ή γωνιακή πέτρα τοΰ κόσμου!»
Ακόμα δέν είχε τελειώσει τοΰτα τά λόγια καί τόν άρπάξανε οί ζαπτιέδες καί τόν τραβολογούσανε δέρνοντάς τον. Καί κείνος γύριζε τό κεφάλι καί τά φώναζε τ’ άγά, ως πού τόν βγάλανε άπ’ τό Κονάκι. Ό κόσμος άκλουθοΰσε καταπόδι. Σά φτάξανε στή φυλακή, δέν τόν βάλανε μέσα, μόνο τόν ξεγυμνώσανε πρώτα καί τόν ξαπλώσανε στό χώμα μπροΰμυτον, κ’ υστέρα ένας άράπης τόν έδειρε αλύπητα μ’ ένα βούνευρο. Καί σάν τόν ξεθεώσανε κ’ είδανε πώς δε σπάραζε, τόν άρπάξανε καί τόν ρίξανε μέσα στό μπουντρούμι.
Δεκαεφτά μέρες τόν τυραγνούσανε καί τόν μπομπεύανε, άπ’ τις 8 τοϋ Νοέβρη ως τις 26. Κάθε μέρα μέσα στό παζάρι τρέχανε άξαφνα οί χριστιανοί κατά τή φυλακή, λέγοντας ό ένας στόν άλλο: «Πάλε τόν Γιώργη δέρνουνε!» Μά μ’ ούλα τά βασανιστήρια κείνος δέν άλλαζε γνώμη καί δέν έβγανε πλιά γρΰ άπ’ τό στόμα του, μηδέ ρωμέΐκο, μηδέ τούρκικο.
Ό άγάς, σάν είδε κι άπόειδε πώς δέν έκανε τίποτα μέ τίς φοβέρες, καί πώς μόνο ρεζιλευότανε ή άρχή άπό ’ναν ραγιά, έβγαλε άπόφαση νά τοϋ κόψουν τό κεφάλι.
Ουλή ή πολιτεία έπεσε σέ μεγάλη θλίψη. Κείνες τίς μέρες δέν άκούστηκε μηδέ τραγούδι, μηδέ λαλούμενο. Οί χριστιανοί είχανε παρατημένα τά γένια τους, καί πολλοί βάλανε μαΰρα πουκάμισα.
Ό Γιώργης μήνυσε στούς δικούς του νά μήν τόν άφήσουνε νά πεθάνει άμετάλαβος. Τότες ένας παπάς καμώθηκε πώς πιάστηκε τάχα σέ καβγά μ’ έναν χριστιανό καί τούς φυλακώσανε, κ’ έτσι έσμιξε μέ τόν Γιώργη, τόν ξαγόρεψε καί τόν μετάλαβε. Στίς 25 τοϋ μηνός ό Γιώργης δέν κοιμήθηκε ουλή τή νύχτα, μόνο προσευχότανε γονατισμένος μέσα στό κελλί του, μέ τήν μπάλα στά ποδάρια.
Κείνον τό χρόνο έπεσε βαροχειμωνιά. Όξω στά χωράφια φυσούσε ένα άγριοβόρι σά μολύβι. Τά νερά ήτανε παγωμένα, κ’ ένα τάντανο, πού οί γέροι δέ θυμόντανε άλλο δμοιο, είχε κάψει τά λιόδεντρα. Τό υποστατικό πού δούλευε ό Γιώργης είχε ρημάξει. Ό άγέρας άνεμάλλιαζε τά δέντρα, βούιζε άνάμεσα στά κλαδιά, κ’ έκεΐ όλοτρόγυρα γύριζε τό σκυλί τοΰ Γιώργη, πού τό ’λεγε Άχμέτη, ούρλιάζοντας μέρα καί νύχτα μέ κολλημένα παγίδια.
Ξημέρωσε κ’ ή τελευταία μέρα του. Θά τόν σφάζανε κείνο τό βράδυ τά μεσάνυχτα. Κατά τό μεσημέρι οί ζαπτιέδες τοΰ Κονακιοϋ κουβαλήσανε μιά μεγάλη πλάκα σαρμουσακόπετρα στή μέση τοΰ παζαριού, στό μέρος πού θά τόν θανατώνανε. Οί χριστιανοί στεκόντανε χλωμιασμένοι γύρου-τριγύρου, καί στά σοκάκια χαιρετιόντανε μονάχα μέ τό κούνημα τοΰ κεφαλιοΰ. Κατά τό σούρουπο οί στρατιώτες στήσανε τόν σοφά γιά τόν άγά καί γιά τό συμβούλιο.
Σάν σκοτείνιασε, ό κόσμος άρχίνησε νά κατεβαίνει στό παζάρι άπ’ ουλές τίς μεριές. Κείνοι πού δέ βαστοΰσ’ ή καρδιά τους νά δούνε τή σφαγή, παγαίνανε στις έκκλησές καί κάνανε άγρυπνίες.
Οί Τοΰρκοι φοβούντανε κανένα ρεμπελιό άπό μέρος των χριστιανών, καί γι’ αυτό άραδιάσανε γύρω άπ’ τή φυλακή καμιά πενηνταριά μπασιμποζούκηδες. Στό παζάρι φυλάγανε άλλα εκατό ζεϊμπέκια άρματωμένα ίσαμε τά δόντια καί μέ λουμπούτια [19] στά χέρια, γιά νά βαστούνε μακριά τόν κόσμο. Στήν καζάρμα, [20] στά Ταμπακαριά, λέγανε πώς είχανε κατεβάσει άπ’ τήν Πέργαμο ολάκερο ταμπούρι γιά κάθε ένδεχούμενο.
"Ως τίς τέσσερες ώρες τής νύχτας δέν είχε άπομείνει άντρας σέ σπίτι, εξόν οί άρρώστοι. Μιάν άναμπαμπούλα κ’ ένα πατιρντί έβγαινε άπ’ τό πλήθος, πού ζουλιόντανε σάν γίδια, πασκίζοντας νά ζυγώσουνε στό μέρος τής σφαγής.
Κάμποσοι πάλε φουκαράδες χώνανε άνάμεσα στούς άλλους γιά νά ζεσταθούνε. Κι άπ’ ούλα τά στόματα έβγαινε ένα μούρμουρο λυπητερό: «Κύριε, έλέησον!» Οί φίλοι τοΰ Γιώργη δέν είχανε βάλει τίποτα στό στόμα τους απ’ τό πουρνό, καί πιάσανε από νωρίς τά πόστα γύρω στήν πλάκα, γιά νά τοΰ δώσουνε καρδιά, αν τύ-χαινε νά λιγοψυχήσει.
Τέλος έφταξ’ ό άγάς με τή δωδεκάδα καί καθίσανε στίς θέσες τους. Πεντ’-έξι σκλάβοι βαστούσανε άπό ’να μεγάλο φανάρι κι ό τόπος έφεγγε σάν μέρα, μ’ όλο πού τ’ άναβόσβηνε ό βοριάς. Ό άγάς, άφοϋ διπλοπόδισε, έστριψε καί κοίταξε άγρια τόν κόσμο κ’ είπε σιγανά, χτενίζοντας μέ τά δάχτυλα τά γένια του: «Όλέν, μπού γκιαουρλάρ νέ ίστερλέρ;» «Μωρέ, τούτοι οί γκιαούρηδες τί θέλουνε;»
Κοντά στήν πλάκα στεκότανε ό μπόγιας, μ’ άκόμα δυό-τρία ζεϊμπέκια, γιά νά τού κάνουνε γιαρντίμι, [21] ούλοι τους άγριαθρώποι πού δέ γέννησε ή φύση. Ό μπόγιας ήτανε ένας Άτσίγγανος Χασάν λεγόμενος, απ’ τά μέρη τής Προύσας. Ή δουλειά του ήτανε γύφτος, μά έπειδής δούλευε καί στό σαλαχανά [22]
<23> τις μέρες πού ’χανε πολλά βόδια γιά σφάξιμο, ήτανε πρώτος μάστορας στό μαχαίρι. Τό κορμί του τό ’χε φασκιωμένο μέσα σ’ ένα κόκκινο ζουνάρι, πόπιανε άπ’ τά βυζιά του κ’ έφτανε ίσαμε τή φύση του, κι άπό πάνου ήτανε ζωσμένος μέ πλατιά λουριά ένα σαλαχλίκι παραγιομισμένο μ’ ένα σωρό μαχαίρια καί πιστόλες καί μασάτια [23] καί τσιμπούκια, πού φτάνανε γιά ν’ άρματωθοΰνε γερά τρεις καί τέσσερες νομάτοι. Τά μεριά του τά σκέπαζε ένα σουρωτό βρακί ίσαμε μιά πιθαμή, δεμένο άπά-νου στά γοφά του, π’ άφηνε γυμνά τά μαυραγανιασμένα του τά γόνατα. Τά ποδάρια του ήτανε μελανά καί κοκκαλιάρικα, μέ ροζασμένα γόνατα σάν τής καμήλας. Άπάνου φορούσε ένα τσιπκένι πλουμισμένο, στενό σάν τό βρακί, πού κατέβαινε λίγο πιό κάτου άπ’ τήν άμασκάλη. Ούλο τό σουλούπι του ήτανε ϊδιος δαίμονας, μά πιότερο τό μαυροπράσινο χό μοϋτρο του, ποδειχνε πως ήτανε απ αραπη κι απ άσπρη μαννα, κόσκινό απ’ την άνεμοβλογιά. Ανάμεσα στά δόντια του δάγκανε ένα γυμνό χαντζάρι παραπόνου από μισή όργυιά. Τό κεφάλι του ητανε γυαλιστερό, ξουρισμένο ώς τό πετσί, έχοντας άφησμένη μονάχα μιά φούντα μαλλιά άπάνου στην κορφή, τόν λεγόμενο τσαμπά, όπως συνηθίζουνε οί ζεϊμπέκηδες. Οί άλλοι σύντροφοι του είχανε καί κείνοι τό ϊδιο σκέδιο, μόνο πού δέν ητανε ξεσκούφωτοι, μά φοράγανε στό κεφάλι κάτι μπασλίκια ψηλά τρεις πιθαμές κ’ οί μαρχαμάδες [24] πέφτανε άπάνου στά μαύρα μούτρα τους καί τά κάνανε πιό άγρια.
Τό χτυποκάρδι πλήθαινε όσο σίμωνε ή ώρα, ώς πού σηκώθηκε ένα σούσουρο μέσα στόν κόσμο κατά τή μεριά τής φυλακής: «Τόν φέρνουνε! Τόν φέρνουνε!»
Συνεχίζεται στο Β΄ Μέρος
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.
Η επεξεργασία , επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου