Η Αποκάλυψις Του Θεού μέχρι Του Ιησού Χριστού
Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΝ. ΕΣΔΡΑΣ ΚΑΙ ΝΕΕΜΙΑΣ (Τὰ βιβλία ῎Εσδρας-Νεεμίας)
Οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἔμειναν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα ἑβδομήκοντα περίπου ἔτη. Τὸ ἔτος 538 π.Χ. ὁ Κῦρος ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ Περσικοῦ κράτους, ἀφοῦ συνήνωσεν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του τοὺς Μήδους καὶ τοὺς Πέρσας, εἰσέβαλεν εἰς τὴν χώραν τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἐκυρίευσεν, ὅπως εἴδαμεν, τὴν Βαβυλῶνα. Τότε περιῆλθον ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ ἡ Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη.
Ὁ Κῦρος ἔδειξε μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς ἐξορίστους Ἰουδαίους. Καὶ ἐδείχθη πρόθυμος νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς νὰ γυρίσουν εἰς τὴν πατρίδα των, ἐπειδὴ τὸν παρεκάλεσεν ὁ Δανιήλ.
᾽Εξέδωκε λοιπὸν διάταγμα, τὸ ἔτος 536 π.Χ. διὰ τοῦ ὁποίου τοὺς ἄφηνεν ἐλευθέρους νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, νὰ πάρουν μαζί των τὰς περιουσίας των, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, τὰ ὁποῖα εἶχε μεταφέρει εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὁ Ναβουχοδονόσωρ (606-536=70 ἔτη).
Πεντήκοντα περίπου χιλιάδες ᾽Ιουδαῖοι, μὲ ἀρχηγὸν τὸν Ζοροβάβελ καὶ τὸν ἀρχιερέα ᾽Ιωσίαν, ἀνεχώρησαν τότε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα διὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν πολυπόθητον πατρίδα. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐδοκίμασαν μεγίστην χαρὰν καὶ συγκίνησιν. Συνηθροίσθησαν εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ καὶ ἔκαμαν τὴν προσευχήν των.
Ὁ 125ος ψαλμὸς ἐκφράζει τὰ αἰσθήματα, τὰ ὁποῖα τότε ἐπλημμύρισαν τὰς ψυχὰς τῶν ᾽Ιουδαίων.
Ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ἐπανέφερεν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν,
τότε τὸ στόμα μας ἐγέμισεν ἀπὸ γέλοια χαρᾶς
καὶ ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ ᾄσματα ἀγαλλιάσεως.
Ἀλλὰ καὶ μεγάλην θλῖψιν ἐδοκίμασαν, διότι μόνον ἐρείπια εὕρισκον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Κατ’ ἀρχὰς ἔκτισαν ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τοῦ ναοῦ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἤρχισαν νὰ προσφέρουν τακτικὰ θυσίας πρὸς τὸν Θεόν.
Ἔπειτα ἤρχισαν μὲ ἐράνους, τοὺς ὁποίους ἔκαναν μεταξύ των καὶ μεταξὺ τῶν διεσπαρμένων εἰς διάφορα μέρη ᾽Ιουδαίων, νὰ ἀνοικοδομοῦν τὸν ναόν.
Εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ἠθέλησαν τότε νὰ λάβουν μέρος καὶ οἱ Σαμαρεῖται, ἀλλὰ ἡ πρότασίς των ἀπερρίφθη ἀπὸ τοὺς ᾽Ιουδαίους, διότι τοὺς ἐθεωροῦσαν προδότας, καὶ τὴν θρησκείαν των νοθευμένην.
Διὰ τοῦτο οἱ Σαμαρεῖται κατηγόρησαν τοὺς ᾽Ιουδαίους εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν ὡς ἐπαναστάτας, καὶ τὸ ἔργον διεκόπη τότε. Κατόπιν ὁ Δαρεῖος, ὁ υἱὸς τοῦ Ὑστάσπους, ἐπέτρεψεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἀποπερατώσουν τὸν ναόν. Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ὁποίου ἐτελέσθησαν πανηγυρικῶς τὸ ἔτος 516 π.Χ.
Ἀπὸ τὸν ναὸν ὅμως τώρα λείπει ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία κατὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπὸ τῶν Βαβυλωνίων ἐχάθη καὶ δὲν ἀνευρέθη.
3. Μετὰ ὀγδήκοντα ἔτη, ἤτοι τὸ ἔτος 456 π.Χ. ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἄλλαι ἕξ χιλιάδες ᾽Ιουδαίων, ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ σοφοῦ νομιμοδιδασκάλου ῎Εσδρα.
Οὗτος ἔφερε πολλὰ δῶρα εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐστόλισεν αὐτόν.
Ὁ Ἔσδρας ἦτο σοφὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καὶ ἔδειξε μέγαν θρησκευτικὸν ζῆλον. Ἵδρυσε συναγωγὰς διὰ τὸν λαόν, ἐκανόνισε τὴν δημοσίαν λατρείαν καὶ διέταξε νὰ ἀναγινώσκωνται εἰς τὸν λαὸν περικοπαὶ ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, τὸν ὁποῖον καὶ ὁ ἴδιος προσωπικῶς τακτικὰ ἑρμήνευεν εἰς τὸν λαόν. Συνέστησε σχολεῖα, διώρισε δικαστὰς καὶ ἠμπόδισε τὰς σχέσεις μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας. Τρία ἔτη ἀργότερον, ἤτοι τὸ 453 π.Χ., ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Νεεμίας, ὡς ἔπαρχος τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Ἀρταξέρξου Α΄. Αὐτὸς ἦτο ἀγαπητὸς καὶ ἔμπιστος εἰς τὸν βασιλέα, ποὺ τὸν εἶχε διορίσει ἀρχιοινοχόον του.
Μίαν ἡμέραν ὁ Νεεμίας παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἀρταξέρξην λυπημένος καὶ δακρυσμένος, διότι ἔμαθεν ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ πατρίς του, εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Ὁ βασιλεὺς τὸν ἠρώτησε διὰ τὴν αἰτίαν τῆς λύπης του καὶ ἐκεῖνος ἀπήντησεν:
- Ἔμαθα, βασιλεῦ μου, ὅτι ἡ πατρίς μου εἶναι ἐρείπια καὶ οἱ συμπατριῶται μου εἶναι δυστυχεῖς.
Καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ κτίσῃ τὰ τείχη της. Καὶ ὁ Ἀρταξέρξης τότε ἐξέδωκε διαταγὴν καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἀνοικοδόμησιν τῆς πόλεως καὶ τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ.
Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Νεεμίας συνήντησε τὸν σοφὸν νομοδιδάσκαλον
῎Εσδραν· καὶ οἱ δύο μαζὶ ὠργάνωσαν τὸ νέον κράτος τῶν Ἰουδαίων.
Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς πόλεως, ἐκάλεσαν εἰς συνάθροισιν τὸν λαὸν καὶ ἐδιάβασαν εἰς αὐτὸν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ. Τότε μάλιστα ὥρισαν τὰ γνήσια βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ μελετᾷ ὁ λαός, καὶ ἀνενέωσαν τὴν Διαθήκην τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ᾽Ιουδαίων.
Οἱ ᾽Ιουδαῖοι μὲ μεγάλην προσοχὴν καὶ μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἤκουσαν τὰς συμβουλὰς τοῦ Ἔσδρα καὶ ὡρκίσθησαν ὅτι θὰ ἐκτελοῦν εἰς τὸ ἑξῆς μὲ ἀφοσίωσιν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ.
ΟΙ ΙΟΥΔΑΙΟΙ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΤΩΝ Ο΄
(Μακκαβ. Α΄ καὶ ἑξῆς)
Οἱ Ἰουδαῖοι ἔμειναν φόρον ὑποτελεῖς εἱς τοὺς Πέρσας μέχρι τοῦ ἔτους 332 π.Χ.
Μετὰ ταῦτα ὑπετάχθησαν εἰς τὸν Μέγαν Ἀλέξανδρον, ὁ ὁποῖος ἐνίκησε τοὺς Πέρσας καὶ ἐκυρίευσεν ὅλον τὸ κράτος των, συνεπῶς καὶ τὴν Παλαιστίνην.
Μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς πόλεως Γάζης, ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἐπορεύετο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ ἀπειλητικὰς διαθέσεις, διότι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχον ἀρνηθῆ νὰ πληρώνουν φόρους εἰς αὐτόν, διὰ τοῦτο φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν ἐπλησίαζεν ὁ Ἕλλην κατακτητὴς εἰς τὴν πρωτεύουσάν των.
Τότε ὁ ἀρχιερεὺς αὐτῶν ᾽Ιωδαέ, ἀφοῦ ἐφόρεσε τὴν ὡραιοτέραν ἀρχιερατικὴν στολήν, περιστοιχιζόμενος ἀπὸ ἱερεῖς καὶ λευΐτας λευκοφοροῦντας καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν λαόν, ἐξῆλθε πρὸς συνάντησιν τοῦ νικητοῦ. Τὸν ὑπεδέχθη ὡς ἐλευθερωτήν.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἐγονάτισε πρὸ τοῦ ἀρχιερέως, διὰ νὰ δείξῃ τὴν εὐλάβειάν του ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, ὅπου ἔκαμε θυσίαν εἰς τὸν ναόν.
Τότε ὁ ἀρχιερεὺς ἐπέδειξεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἀνέγνωσεν εἰς αὐτὸν τὴν προφητείαν τοῦ Δανιήλ, εἰς τὴν ὁποίαν οὗτος πρὸ 220 περίπου ἐτῶν προέλεγε τὴν κατάκτησιν τῆς Περσικῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ Ἕλληνα βασιλέα.
2. ῾Η προφητεία τοῦ Δανιὴλ περὶ τῶν ῾Ελλήνων ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Καὶ ἰδοὺ τράγος αἰγῶν τριχωτὸς ἤρχετο ἀπὸ τὴν δύσιν καὶ ἐξηπλώνετο εἰς ὅλην τὴν γῆν... Καὶ ὁ τράγος τῶν αἰγῶν ἔγινε πολὺ μεγάλος καὶ εἶχε κέρας περίβλεπτον, καὶ ὅταν ἐμεγάλωσεν ὁ τράγος, συνετρίβη τὸ κέρας τὸ μέγα καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐφύτρωσαν τέσσαρα ἄλλα κέρατα περίβλεπτα εἰς τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος. Καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρός, ἡ ὁποία ἔλεγεν : ῾Ο τριχωτὸς τράγος εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν ῾Ελλήνων. Καὶ τὸ κέρας τὸ μέγα εἶναι ὁ πρῶτος βασιλεύς. Τὸ ὅτι δὲ συνετρίβη καὶ ἀνέβησαν τέσσαρα ἀντ’ αὐτοῦ, σημαίνει ὅτι τέσσαρα
βασίλεια θὰ σχηματισθοῦν ἐκ τοῦ ἔθνους τούτου... ».
Ὁ Ἀλέξανδρος εὐχαριστήθηκε ἀπὸ τὴν προφητείαν αὐτὴν καὶ διὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἐσεβάσθη τὴν θρησκείαν τῶν ῾Εβραίων, ἀλλὰ καὶ τοὺς παρεχώρησεν αὐτονομίαν, ἀρκεσθεὶς εἰς τὸ νὰ εἰσπράττῃ ἀπὸ αὐτοὺς φόρον ὑποτελείας.
3. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, οἱ διάδοχοι αὐτοῦ, ὠς γνωστόν, ἐμοιράσθησαν τὸ ἀπέραντον κράτος του. Γύρω δὲ ἀπὸ τὴν Χαναὰν ἱδρύθησαν δύο ῾Ελληνικὰ κράτη. Τὸ βασίλειον τῆς Αἰγύπτου ὑπὸ τοὺς Πτολεμαίους καὶ τὸ βασίλειον τῆς Συρίας ὑπὸ τοὺς Ἀντιόχους.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ Παλαιστίνη ὑπήχθη ὑπὸ τὸ βασίλειον τῆς Αἰγύπτου, οἱ δὲ Πτολεμαῖοι ἐπεριποιήθησαν τοὺς ῾Εβραίους. Χάριν τῶν Ἑβραίων τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι εἶχον λησμονήσει τὴν γλῶσσαν των καὶ ὡμίλουν τὴν ῾Ελληνικήν, ἔγινε τότε ἡ μετάφρασις τῆς Π. Διαθήκης εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν γλῶσσαν.
Κατὰ τὴν παράδοσιν, οἱ Πτολεμαῖοι ἀνέθεσαν εἰς 70 ἢ διὰ τὴν ακρίβειαν 72 λογίους Ἰουδαίους μεταφραστὰς νὰ κάμουν τὴν μετάφρασιν τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς ῾Εβραϊκῆς θρησκείας εἰς τὴν
῾Ελληνικὴν γλῶσσαν. Ἡ μετάφρασις αὐτὴ τῆς Π. Διαθήκης λέγεται τῶν ἑβδομήκοντα (Ο΄).
Κατόπιν ὅμως τὴν Παλαιστίνην ἐκυρίευσαν οἱ Ἀντίοχοι τῆς Συρίας, οἱ ὁποῖοι κατεδίωξαν καὶ ἐτυράννησαν πολὺ τοὺς ῾Εβραίους. Ἰδίως ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος ὁ ᾽Επιφανὴς συμπεριεφέρθη σκληρότατα πρὸς τοὺς ῾Εβραίους.
Εἰσῆλθεν εἰς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ τὸ ἔτος 169 π.Χ., ἐφόνευσε πολλοὺς Ἰουδαίους, ἔκαυσε τὰ ὡραιότερα οἰκοδομήματα, ἠρήμωσε τὴν πόλιν, διήρπασε καὶ ἀπεγύμνωσε τὸν ναὸν ἀπὸ ὅλα του τὰ κοσμήματα καὶ ἔστησεν ἐκεῖ βωμὸν καὶ ἄγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Τέλος ὁ Ἀντίοχος διέταξε νὰ καύσουν ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ ἐξέδωκε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξηναγκάζοντο ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του ἐπὶ ποινῇ θανάτου νὰ ὁμιλοῦν τὴν ῾Ελληνικὴν γλῶσσαν καὶ νὰ ἔχουν ὡς θρησκείαν των τὴν ῾Ελληνικὴν εἰδωλολατρείαν. Τότε πολλοὶ Ἰουδαῖοι διεσκορπίσθησαν εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν καὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα
Ο ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΜΕ ΤΑ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΙΑ (Β΄ Μακκαβ. κεφ. ΣΤ΄-Ζ΄)
Μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συνεμορφώθησαν μὲ τὸ αὐστηρὸν διάταγμα τοῦ Ἀντιόχου καὶ πρὸ πάντων οἱ ῾Ελληνισταὶ Ἰουδαῖοι. Ὁ πολὺς ὅμως Ἰουδαϊκὸς λαὸς ἔμεινε πιστὸς εἰς τὴν θρησκείαν καὶ τὰς παραδόσεις τῶν πατέρων του. Πολλοὶ ὑπῆρξαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐπροτίμησαν νὰ ἀποθάνουν παρὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν των εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν.Μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν καὶ ὁ γέρων ᾽Ελεάζαρος καὶ μία μητέρα μὲ ἑπτὰ παιδιά.
Ὁ Ἀντίοχος μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε διατάξει ὅλοι οἱ ᾽Ιουδαῖοι ὑπήκοοί του νὰ φάγουν χοιρινὸν κρέας καὶ νὰ θυσιάσουν εἰς τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου.
Ὁ γέρων ᾽Ελεάζαρος, ἐνενηκονταετὴς τὴν ἡλικίαν καὶ κατέχων ἐπισημοτάτην θέσιν μεταξὺ τῶν νομοδιδασκάλων, ὡδηγήθη ἐνώπιον τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Ἀντιόχου καὶ ἐξεβιάζετο νὰ φάγῃ χοιρινὸν κρέας, ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον. Ὁ Ἐλεάζαρος ὅμως ἐπροτίμησε τὸν θάνατον παρὰ νὰ ἀρνηθῇ τὴν θρησκείαν του.
2. Περισσότερον συγκινητικὴ καὶ ἀξία θαυμασμοῦ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς μητέρας μὲ τοὺς ἑπτὰς υἱούς.
Αὐτοὶ -νέοι παλληκάρια- ὡδηγήθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἐξηναγκάζοντο μὲ τὴν βίαν νὰ φάγουν χοιρινὸν κρέας. Ὁ πρῶτος εἶπε τότε εἰς τὸν Ἀντίοχον:
- Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀποθάνωμεν, παρὰ νὰ παραβῶμεν τοὺς νόμους τῆς θρησκείας μας.
Ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὴν γλῶσσαν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, νομίζων ὅτι ἔτσι θὰ ἐφόβιζε τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ τὴν μητέρα των.
Ἔσυραν κατόπιν βιαίως πρὸς τὰ βασανιστήρια τὸν δεύτερον ἀδελφόν, λέγοντες πρὸς αὐτόν:
- Πρὶν βασανίσωμεν ἕνα πρὸς ἕνα τὰ μέλη τοῦ σώματός σου, λέγε μας, θὰ φάγῃς ἤ ὄχι χοιρινὸν κρέας;
Καὶ ἐπειδὴ ἠρνήθη, ἐπηκολούθησαν τὰ βασανιστήρια, καὶ ὁ ἡρωϊκὸς νέος ἀποθνήσκων εἶπεν εἰς τὸν Ἀντίοχον:
- Σὺ μὲν μᾶς θανατώνεις τώρα, ὁ Βασιλεὺς ὅμως τοῦ σύμπαντος θὰ μᾶς ἀναστήσῃ εἰς αἰώνιον ζωήν.
Ὁμοίως καὶ ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος ἕως τὸν ἕκτον ἀπέθανον θάνατον μαρτυρικόν.
3. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ θανατωθῇ καὶ ὁ τελευταῖος ἀδελφός, ὁ Ἀντίοχος τὸν προέτρεπε νὰ φάγῃ χοιρινὸν κρέας καὶ τοῦ ὑπέσχετο μὲ ὅρκους νὰ τοῦ δώσῃ πλούτη καὶ δόξαν. Ἀλλὰ αὐτὸς ἦτο ἀμετάπειστος κὶ ἕτοιμος νὰ ἀποθάνη.
Τότε ὁ Ἀντίοχος παρεκάλεσε τὴν παρισταμένην εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ δρᾶμα μητέρα νὰ τὸν πείσῃ. Αὐτὴ ἐπῆγε κοντά του, ἔσκυψεν εἰς τὸ αὐτὶ του καὶ τοῦ εἶπεν εἰς τὴν ῾Εβραϊκὴν γλῶσσαν:
- Παιδί μου, κοίταξε τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα. Ὅλα τὰ ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ μηδενός. Μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον,
ἀλλὰ νά ὑπομείνῃς γενναίως τὰ μαρτύρια καὶ τὸν θάνατον, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί σου.
Καὶ τότε ὁ υἱὸς εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς δημίους :
- Τὶ περιμένετε; Δὲν ὑπακούω εἰς τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, ἀλλ’ εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ. Σὺ δέ, ἀσεβέστατε Ἀντίοχε, δὲν θὰ διαφύγῃς τὴν θείαν τιμωρίαν.
Καὶ ὁ Ἀντίοχος μὲ ὀργὴν διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν περισσότερον τῶν ἄλλων.
Τελευταία ἐμαρτύρησε γενναίως καὶ ἡ εὐσεβὴς μήτηρ των.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμην των τὴν 1ην Αὐγούστου.
ΟΙ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ (Μακκαβ. Βιβλ. Α΄, Β΄, Γ΄)
Ὁ ἄγριος διωγμός, τὸν ὁποῖον ἐκίνησεν ὁ Ἀντίοχος κατὰ τῶν
᾽Ιουδαίων, ἠνάγκασεν ὡρισμένους γενναίους ᾽Ιουδαίους νὰ ἀποσυρθοῦν εἰς ὀρεινὰς πόλεις καὶ χωρία καὶ νὰ ὀργανώσουν ἐπανάστασιν κατὰ τοῦ ξένου κατακτητοῦ.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἐξεγέρσεως κατὰ τοῦ τυράννου ἐσημειώθη εἰς τὴν μικρὰν πόλιν Μοδεΐν. ᾽Εκεῖ εἶχε καταφύγει ὁ εὐσεβὴς ἱερεὺς Ματταθίας, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν διωγμόν, ποὺ εἶχεν ἐγερθῆ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ματταθίας εἶχε πέντε υἱούς. Ὅταν λοιπὸν ἦλθον εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην πόλιν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ βασιλέως Ἀντιόχου, πολλοὶ Ἰουδαῖοι τρομοκρατημένοι ἐσκέπτοντο νὰ ὑπακούσουν εἰς αὐτούς.
Πρῶτον ἐκάλεσαν τὸν Ματταθίαν καὶ τοῦ εἶπον νὰ ἐκτελέσῃ τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως. Ὁ Ματταθίας ὅμως ἀπεκρίθη:
Ἄν ὅλοι ὑπήκουσαν εἰς τὸν βασιλέα, ἐγὼ ὅμως καὶ τὰ παιδιά μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου θὰ μείνωμεν πιστοὶ εἰς τὴν Διαθήκην τῶν πατέρων μας.
2. Μόλις ἐτελείωσεν ὁ Ματταθίας, παρουσιάσθη ἕνας ᾽Ιουδαῖος διὰ νὰ ρίψῃ θυμίαμα εἰς τὸν βωμὸν τῶν εἰδώλων. Ὅταν εἶδε τοῦτο ὁ Ματταθίας, ἠγανάκτησεν ἀπὸ συγκίνησιν ἱεράν καὶ ὥρμησεν ἐναντίον του. Τὸν ἐκτύπησε καὶ τὸν ἐθανάτωσεν ἐπάνω εἰς τὸν βωμόν. Ὕστερα ἐφώναξεν εἰς τὸν λαόν:
- Ὅποιος ἔχει ζῆλον νὰ μείνῃ πιστὸς εἰς τὴν Διαθήκην καὶ εἰς τὸν
Νόμον τοῦ Θεοῦ ἂς ἔλθῃ μαζί μου.
Καὶ ἔφυγεν εἰς τὰ ὄρη. Τοιουτοτρόπως ἐκηρύχθη ἡ ἐπανάστασις ἐναντίον τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Ἀντιόχου.
Τὸ 166 π. Χ. ἀπέθανεν ὁ Ματταθίας ἀπὸ τὰς κακουχίας τῶν βουνῶν καὶ τοῦ πολέμου καὶ ἔγινεν ἀρχηγὸς τῶν ῾Εβραίων ἐπαναστατῶν ὁ υἱός του ᾽Ιούδας. Αὐτὸς πρῶτος ἐπῆρε τὸ ὄνομα Μακκαβαῖος, δηλαδὴ ἐξολοθρευτὴς ἢ ἐπαναστάτης. Αὐτὸς κατώρθωσεν ἔπειτα ἀπὸ αἷματηρὰς μάχας καὶ νίκας ἐναντίον τῶν στρατηγῶν τοῦ Ἀντιόχου νὰ φθάσῃ μέχρι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ τὴν ἀπελευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας.
Τότε ἐκαθάρισε τὸν ναόν, ἐκρήμνισε τὸν βωμὸν τοῦ Διὸς καὶ ἔκαμε κομμάτια τὸ ἄγαλμά του, τὸ ἔτος 165 π.Χ. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἑώρταζον κατόπιν ὡς ἑορτὴν τῶν ᾽Εγκαινίων τοῦ ναοῦ οἱ ᾽Ισραηλῖται.
Ὁ Ἰούδας ἐφονεύθη εἰς μίαν μάχην καὶ τὸν διεδέχθη ὁ ἀδελφός του
Ἰωνάθαν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχιερεὺς τῶν Ἰουδαίων.
3. Μετὰ τὸν φόνον καὶ τοῦ ᾽Ιωνάθαν, ἀρχηγὸς τῶν Μακκαβαίων ἔγινεν ὁ ἀδελφός του Σίμων, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ αυτὸς ἀρχιερεὺς τῶν Ἰουδαίων. Αὐτὸς κατώρθωσε νὰ ἀπελευθερώσῃ ἐντελῶς τοὺς
᾽Ιουδαίους, νὰ κάμῃ συμμάχους του τοὺς Ἕλληνας καὶ νὰ σταθεροποιήσῃ τοιουτοτρόπως τὴν ἀνεξαρτησίαν τῶν Ἑβραίων. Ὁ λαὸς τὸν ἀνεκήρυξεν
«ἀρχηγὸν εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἀρχιερέα», τὸ ἔτος140 π.Χ.
Ὁ Σίμων ἐφονεύθη κατόπιν προδοσίας, διεδέχθη δὲ αυτὸν ὁ υἱός του ᾽Ιωάννης Ὑρκανὸς (136-105 π.Χ.).
Τοιουτοτρόπως οἱ Ἰσραηλῖται, ἀφοῦ ἐπὶ 400 περίπου χρόνια ἔμειναν ὑποτεταγμένοι εἰς ξένους κατακτητάς, ἀπέκτησαν τώρα τὴν ἐλευθερίαν των μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δέν ἔπαυσε νὰ βοηθῇ καὶ νὰ προστατεύη τὸν λαὸν ἐκεῖνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ προέλθῃ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς.
Σημείωσις. Μὲ τοὺς Μακκαβαίους λαμβάνει τέλος ἡ Ἱερὰ Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης διότι τῆς Π. Διαθήκης τὰ τελευταῖα βιβλία εἶναι τὰ τέσσαρα τῶν Μακκαβαίων.
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως συνέχισαν τοὺς ἀγῶνας των διὰ τὴν ἐλευθερίαν μέχρι τοῦ Χριστοῦ.
Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Ὁ ᾽Ιωάννης Ὑρκανὸς ὠνομάσθη βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων καὶ ἥνωσεν εἰς τὸ κράτος του τὴν Σαμάρειαν, τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὴν ᾽Ιουδαίαν. Ἠνάγκασε δὲ ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ κράτους του καὶ μάλιστα τοὺς Ἰδουμαίους νὰ ἔχουν τὴν ῾Εβραϊκὴν θρησκείαν καὶ νὰ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
Μετὰ τοῦτο βασιλεῖς ἔγιναν τὰ δύο του παιδιά, πρῶτον ὁ
Ἀριστόβουλος ὁ Α΄ καὶ κατόπιν ὁ ᾽Ιαννῆς. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ
᾽Ιαννῆ, βασίλισσα ἔγινεν ἡ σύζυγός του Σαλώμη, ὡς ἐπίτροπος τῶν δύο ἀνηλίκων τέκνων της. Τοῦ Ἀριστοβούλου Β΄ καὶ τοῦ Ὑρκανοῦ Β΄. Ὅταν ἐμεγάλωσαν τὰ δύο παιδιά, ἔκαμαν ἐμφύλιον πόλεμον μεταξύ των. Τότε δὲ εὑρῆκεν εὐκαιρίαν ὁ Ρωμαῖος στρατηγὸς Πομπήιος καὶ τὸ ἔτος 63 π.Χ. ἐκυρίευσε τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὑπέταξε τὴν Παλαιστίνην.
Ὁ Πομπήιος ὠνόμασε τότε τὸν Ὑρκανὸν τὸν Β΄ ἀρχιερέα τῶν
᾽Ιουδαίων. Τὸν δὲ Ἀριστόβουλον Β΄ ἔστειλεν αἰχμάλωτον εἰς τὴν
Ρώμην.
Ἀπὸ τὴν Ρώμην ὅμως κατώρθωσε νὰ δραπετεύσῃ ὁ Ἀριστόβουλος καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην, ὅπου ἔκαμε δεύτερον ἐμφύλιον πόλεμον μὲ τὸν ἀδελφόν του Ὑρκανὸν Β΄.
Διὰ νὰ τοὺς συμβιβάσῃ τότε ὁ ὕπατος καὶ δικτάτωρ τῆς Ρώμης
᾽Ιούλιος Καῖσαρ, τὸν μὲν Ὑρκανὸν τὸν Β΄ ἔκαμεν ἐθνάρχην τῆς Ἰουδαίας. Τὸν δὲ Ἀριστόβουλον Β΄ ἐπίτροπον αὐτῆς, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἐξηκολούθησεν, ἔγινε βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων ὁ ἐκ τῆς Ἰδουμαίας καταγόμενος Ἡρῴδης ὁ Μέγας, τὸ ἔτος 40 π.Χ. ἀναγνωρισθεὶς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης ᾽Οκταβιανὸν Αὔγουστον.
᾽Επὶ τῆς ἐποχῆς τούτου, ὡς γνωστόν, ἐγεννήθη εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
3. Κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν οἱ ῾Εβραῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ ὑπὸ τοὺς Ρωμαίους βασίλειον τῶν ᾽Ιουδαίων. ᾽Εχωρίζοντο μεταξύ των εἰς διαφόρους κοινωνικὰς καὶ θρησκευτικὰς τάξεις. Τοιαῦται τάξεις, αἱ ὁποῖαι διετηροῦντο καὶ εἰς τὰ χρόνια τοῦ Χρστοῦ ἦσαν:
α΄) Οἱ Ναζηραῖοι.
β΄) Οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πλούσιοι ᾽Ιουδαῖοι.
γ΄) Οἱ Φαρισαῖοι, θεωρούμενοι ὡς καθαροί, καὶ
δ΄) Οἱ ᾽Εσσαῖοι, ὡς οἱ ἰδικοί μας ἀσκηταὶ, ζῶντες εἰς τὰς ἐρήμους.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι ἀποτελοῦσαν τὸν ὄχλον, τὸν λαόν. Διακρίσεις μεταξὺ τῶν ᾽Ιουδαίων τῶν ἀνωτέρων τάξεων ἦσαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, οἱ νομικοὶ καὶ οἱ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀσχολίαν των εἶχον νὰ μελετοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὸν νόμον τοῦ Μωυσέως. Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν ῾Εβραϊκὴν κοινωνίαν.
60. Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΔΟΥ. ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ. Ο ΜΕΣΣΙΑΣ.
Ὁ Ἡρῴδης ὁ Μέγας ἐχρημάτισε βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τοῦ
40 π.Χ. μέχρι τοῦ 2 μ.Χ.
Ὁ Ἡρῴδης κατ’ ἀρχὰς ἐπεριποιήθη τοὺς ᾽Ιουδαίους. ᾽Επροστάτευσε τὸν λαὸν καὶ ἐπανίδρυσε τὸν ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφῆ ἀπὸ τοὺς ἐμφυλίους πολέμους. Τὸν ναὸν τοῦτον ἔκαμε μεγαλύτερον καὶ τὸν περιέβαλε μὲ τέσσαρας αὐλάς. Ἡ οἰκοδομή του διήρκεσε τεσσαράκοντα ἕξ ἔτη.
Κατόπιν ὅμως ὁ Ἡρῴδης ἤρχισε νὰ γίνεται κακὸς καὶ ἐτυράννησε πολὺ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀπέθανε μὲ φρικτὸν θάνατον. Τὸν διεδέχθησαν εἰς τὴν ἐξουσίαν τὰ τρία παιδιά του, ὁ Ἀρχέλαος, ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας καὶ ὁ Φίλιππος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐχώρισαν τὴν Παλαιστίνην εἰς τρία βασίλεια.
2. Κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης ἔμενεν ὁ ἀνώτερος Ρωμαῖος διοικητὴς τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἐπέβλεπεν εἰς τὴν διοίκησιν τοὺς ᾽Ιουδαίους βασιλεῖς διότι οἱ Ρωμαῖοι, ὅταν ὑπέταξαν τοὺς ῾Εβραίους, ἐπέτρεψαν εἰς αὐτοὺς νὰ ἔχουν ἰδικούς των ἄρχοντας, ἔπρεπεν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι νὰ πληρώνουν φόρον εἰς τοὺς Ρωμαίους.
Οἱ Ρωμαῖοι αὐτοὶ διοικηταὶ ἐλέγοντο ἐπίτροποι (πραίτωρες), τὸ δὲ οἴκημα, ὅπου ἔμενον εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐλέγετο πραιτώριον. Ἐλέγοντο καὶ ἡγεμόνες. Τοιοῦτος ἦτο καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσταυρώθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τότε οἱ ῾Εβραῖοι εἶχον καὶ ἰδικά των δικαστήρια, ὅπως τὸ Μέγα Συνέδριον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὰ μικρὰ δικαστήρια μὲ ἑπτὰ ἢ τρεῖς δικαστὰς εἰς τὰς ἄλλας πόλεις.
Τὸ Μέγα Συνέδριον εἶχεν ἑβδομήκοντα δικαστάς, οἱ ὁποῖοι ἐλέγοντο βουλευταί. Πρόεδρος αὐτοῦ ἦτο ὁ ἑκάστοτε ἀρχιερεὺς ἢ μέγας ἀρχιερεὺς τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ δικαστήριον αὐτὸ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλῃ ὅλας τὰς ποινάς, ἀκόμη καὶ τοῦ θανάτου, τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐκτελέσῃ χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Ρωμαίου πραίτωρος.
3. Κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν μεταξὺ τῶν Ἑβραίων καὶ μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου εἶχε διαδοθῆ μὲ μεγάλην ἐπίτασιν ἡ φήμη ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὡς σωτὴρ καὶ ἐλευθερωτὴς. Ἡ φύσις γεννᾷ βασιλέα εἰς τὸν Ρωμαϊκὸν λαόν, ἔλεγε μιὰ ἐθνικὴ προφητεία. Τὸ δὲ μαντείον τῶν Δελφῶν εἶχεν ἀποφανθῆ ὅτι ὁ βασιλεὺς αὐτὸς θὰ εἶναι παῖς Ἑβραῖος.
Καὶ ὁ Μεσσίας πράγματι ἦλθεν. Ἀλλ’ οἱ ῾Εβραῖοι οἱ ὁποῖοι τότε ἦσαν ὑποτεταγμένοι εἰς ξένους κατακτητάς, τοὺς Ρωμαίους, εἶχον διαστρέψει τὴν ἀληθινὴν ἔννοιαν τῶν προφητειῶν καὶ ἐπερίμεναν τὸν Μεσσίαν ὡς βασιλέα ἐπίγειον, μὲ στρατεύματα καὶ δόξας καὶ τιμάς, διὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς κατακτητὰς καὶ νὰ ἐπανιδρύσῃ τὸ ἀρχαῖον βασίλειον τοῦ Δαβὶδ, μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν, τὴν δόξαν καὶ τὴν ἔκτασιν. Τὸν ἐπερίμεναν ἀκόμη καὶ ὡς κατακτητὴν τῶν ἄλλων ἐθνῶν, διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν δώδεκα φυλῶντοῦ Ἰσραήλ εἰς τὴν διακυβέρνησιν τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου.
Διὰ τοῦτο ὅταν ἦλθεν ὁ Χριστός, ἄσημος καὶ ταπεινός, πρᾶος καὶ εἰρηνικός, δὲν ἐπίστευσαν ὅλοι εἰς αὐτόν. Ἀπεναντίας μάλιστα οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ τὸν ἐσυκοφάντησαν. Τὸν κατεδίωξαν καὶ ἐν τέλει τὸν ἐσταύρωσαν. Ἀλλὰ περὶ τούτων ὅλων θὰ μᾶς διδάξῃ ἡ ῾Ιερὰ῾Ιστορία τῆς Καινῆς Διαθήκης τὴν ὁποίαν θὰ διδαχθῶμεν εἰς τὴνΔευτέραν Τάξιν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΘΕIΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Eἰς τὸ βιβλίον τοῦτο εἴδαμεν πῶς ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμον καὶ τὸ ἀνθρώπινον γένος. Παρηκολουθήσαμεν τὴν πτῶσιν καὶ τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ πρόσωπον τῶν πρωτοπλάστων, καὶ πῶς οἱ ἄνθρωποι μακρὰν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔζησαν ζωὴν δυστυχισμένην, εἰς τὸ σκότος τῆς πολυθεΐας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας καὶ εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας.
2. Εἴδαμεν ἀκόμη πῶς ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ πατριάρχου Ἀβραὰμ ἐπρονόησε νὰ προέλθῃ ὁ ᾽Ισραηλιτικὸς λαός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ προήρχετο ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Παρηκολουθήσαμεν τὰς τύχας τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκαμε διαθήκην, δηλ. συμφωνίαν μὲ τὸν Θεόν, διεπιστώσαμεν ὅτι, ἐνῷ ὁ Θεὸς ἐτήρησε τὰς ὑποσχέσεις του, δηλ. τὴν διαθήκην, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς παρεσπόνδησεν ἐπανειλημμένως καὶ παρεβίασε τὴν διαθήκην αὐτήν.
Ἀλλὰ παρετηρήσαμεν συγχρόνως καθ’ ὅλην τὴν ἐξιστόρησιν τῶν τυχῶν τοῦ ᾽Ισραηλιτικοῦ λαοῦ ὅτι, ὅταν ὁ λαὸς αὐτὸς ἦτο εὐσεβὴς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἐφύλαττε τὰς ἐντολάς, εἶχε τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ, ἐνίκα τοὺς ἐχθρούς του, διέβαινε θαλάσσας καὶ ποταμοὺς «ἀβρόχοις ποσίν», ἐτρέφετο μὲ μάννα καὶ ὄρτυγας, ἐποτίζετο εἰς τὰς ἐρήμους μὲ νερὸ καὶ ἀνεδεικνύετο εἰς κράτος μέγα καὶ ἰσχυρόν.
Ὅταν ὅμως ἐγκατέλειπε τὸν Θεὸν καὶ ἐλησμόνει τὰς ἐντολάς του, διεφθείρετο, ἔχανε τὴν δύναμίν του, ὑπεδουλώνετο εἰς ἄλλους λαοὺς καὶ ὑπέφερε τὰ πάντα. Ἀλλὰ μόλις μετανοοῦσεν εἰλικρινῶς καὶ ἐξηγνίζετο, εὕρισκε πάλιν τὴν προστασίαν τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ ἀπηλευθερώνετο.
3. Τέλος εἰς κάθε σχεδὸν μάθημα εἴδαμεν ὅτι ἡ θεία πανσοφία εἶχε προσχεδιάσει νὰ ἀποστείλῃ εἰς τὸν κόσμον τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅστις θὰ ἀπηλευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ αἰωνίου θανάτου, καὶ θὰ ἐδίδασκεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἀληθινὴν θρησκείαν καὶ τὴν ἁγνὴν ἠθικήν.
Μέσα εἰς ὅλα τὰ κεφάλαια αὐτὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καθαρὰ διαφαίνεται ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς ὅλας τὰς περιόδους τῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἰδίως ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ ἢ ἡ Διαθήκη, ὅτι θὰ ἀποστείλῃ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν, ὅστις θὰ συνάψῃ τὴν νέαν, τὴν Καινὴν Διαθήκην, μεταξὺ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός, τὴν ἱστορίαν τοῦ ὁποίου θὰ διδαχθῶμεν εἰς τὴν ἀμέσως ἑπομένην τάξιν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου