(Γενέσ. Ια΄, Ιβ΄, Ιε΄ Καὶ Ιζ΄)
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016
Η Αποκάλυψις του Θεού δια των Πατριαρχών
Περιοδος Δευτέρα
Η Αποκαλυψις του Θεού δια των Πατριαρχών
Ο Αβραάμ Πατριαρχης Των Εβραίων
(Γενέσ. Ια΄, Ιβ΄, Ιε΄ Καὶ Ιζ΄)
(Γενέσ. Ια΄, Ιβ΄, Ιε΄ Καὶ Ιζ΄)
Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε, μετὰ τὴν διασποράν των εἰςὅλην τὴν γῆν, ἤρχισαν νὰ λησμονοῦν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα, δηλαδὴ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι αὐτὸν τὸν Θεόν.᾽Ελάτρευσαν λοιπὸν ὡς θεοὺς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην, τὴν βροχήν, τὴν ἀστραπήν, τὴν βροντὴν καὶ τὸν κεραυνόν, τὰ ἄστρα, τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῷα, τὰ ὄρη καὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς θαλάσσας. Καὶ γενικῶς τὴν φύσιν καὶ τὰ φυσικὰ φαινόμενα.Τοιουτοτρόπως προῆλθεν ἡ πίστις εἰς τὴν ὕπαρξιν πολλῶν θεῶν, ἡ πολυθεΐα ἢ εἰδωλολατρεία.῾Η εἰδωλολατρεία μὲ τὴν πάροδον τῶν ἐτῶν καὶ τῶν αἰώνων εἶχε τόσον πολὺ κυριεύσει τὸν κόσμον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὥστε ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν ἕνα λαόν. Εἰς τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύθει τὴν ἀληθινὴν θρησκείαν του, ἤτοι τὴν πίστιν εἰς τὸν ἕνα ἀληθινὸν Θεόν, τὸνΠαντοκράτορα καὶ Δημιουργὸν ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰς τὴν πόλιν τῆς Μεσοποταμίας Χαρρὰν ἔζη περὶ τὸ 2.000 π.Χ. ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ ὁποίου ἐλατρεύετο ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὠνομάζετο Ἀβραάμ. Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Σήμ.
Τὸν πιστὸν αὐτὸν καὶ ἐνάρετον ἄνθρωπον ἐσχεδίασεν ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ γενάρχην καὶ πατριάρχην τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ προήρχετο ἀπ’ αὐτόν. Παρουσιάσθη λοιπὸν εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε :
- Νὰ ἐξέλθῃς ἀπὸ τὴν γῆν σου καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου καὶ ἀπὸ τὴν κατοικίαν τοῦ πατρός σου. Καὶ νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν γῆν,τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ δείξω. ᾽Εκεῖ θὰ σὲ κάνω ἔθνος μέγα. Καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω καὶ θὰ κάνω ἔνδοξον τὸ ὄνομά σου. Καὶ θὰ εἶσαι εὐλογημένος. Καὶ διὰ σοῦ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐννοοῦσεν ὁ Θεὸς τὴν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγωγὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ (Γαλ. Γ΄, 16).
Ἀφοῦ ἐμάζευσεν ὁ Ἀβραὰμ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Χαρρὰν μὲ τὴν γυναῖκά του Σάρραν καὶ τὸν ἀνεψιόν του Λὼτ καὶ τοὺς ὑπηρέτας του. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ πορείαν πολλῶν ἡμερῶν ἦλθε καὶ κατῴκησεν εἰς τὴν γῆν Χαναάν. Ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὴν πόλιν Χεβρὼν καὶ ὁ Λὼτ εἰς τὰ Σόδομα.
Τότε ὁ Ἀβραὰμ ὠνομάσθη ἀπὸ τοὺς Καναναίους ῾Εβραῖος, δηλαδὴ ξένος, διαβάτης ἢ περάτης, ἐλθὼν ἐκ τῆς πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου χώρας, ποὺ ἐλέγετο Περαία. Διὰ τοῦτο μέχρι σήμερον οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ λέγονται ῾Εβραῖοι.
3. Εἰς τὴν Χαναὰν ὁ Ἀβραὰμ ἔγινε πλουσιώτατος. Καὶ ἀπέκτησε μεγάλην δύναμιν, διότι εἶχε τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πάντοτε προστατεύει τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ὁ ἀνεψιός του Λὼτ εἰς ἕνα πόλεμον, τὸν ὁποῖον ἔκαμαν ἐναντίον τῶν Σοδόμων οἱ βασιλεῖς τῆς Χαναάν, συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἀβραὰμ μὲ τοὺς ὑπηρέτας του καὶ τοὺς συμμάχους του ἐνίκησε τούτους καὶ ἠλευθέρωσε τὸν Λώτ.
᾽Επιστρέφων τότε ὁ Ἀβραὰμ νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐκεῖνον μὲ πολλὰ λάφυρα εἰς τὴν Χεβρών, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν πόλιν Σαλήμ.
᾽Εκεῖ τὸν ὑπεδέχθη ὁ βασιλεὺς αὐτῆς Μελχισεδέκ (1), ὁ ὁποῖος ἦτο Μελχισεδὲκ ἐξηγεῖται βασιλεὺς τῆς δικαιοσύνης. Ἦτο βασιλεὺς τῆς Σαλήμ, δηλαδὴ τῆς πόλεως τῆς εἰρήνης ἤ γενικῶς τῆς εἰρήνης, ὡς τύπος τοῦ Χριστοῦ. συγχρόνως καὶ ἀρχιερεύς καὶ ἐπίστευε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν.Ὁ Μελχισεδὲκ προσέφερεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἄρτον καὶ οἶνον. Εὐλόγησεν αὐτὸν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ εἶπε:
- Νὰ εἶσαι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεόν, ὅστις ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ σοῦ ἔδωσε τὴν δύναμιν νὰ νικήσῃς τοὺς ἐχθρούς.
῾Ο Μελχισεδὲκ θεωρεῖται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ὅτι ἦτο τύπος τοῦ μέλλοντος νὰ ἔλθῃ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦτο καὶ εἶναι συγχρόνως αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ βασιλεύς. Καὶ διὰ τοῦτο ὀνομάζεται εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην «ἀρχιερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ», (῾Εβρ. Ε΄ καὶ Ζ΄).
7. ΓΕΝΝΗΣΙΣ, ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ
(Γενέσ. ΙΖ΄ καὶ ΚΑ΄- ΚΔ΄)
Ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἡ σύζυγός του Σάρρα ἦσαν ἄτεκνοι. Διὰ τοῦτο ἐλυποῦντο πολύ. Ὁ Ἀβραὰμ προσηύχετο εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγε μὲ δάκρυα:
- Κύριε Θεέ μου, τὶ μὲ ὠφελοῦν τὰ πλούτη καὶ ἡ δύναμις, ἀφοῦ δὲν ἔχω τέκνα;
῾Ο Θεὸς ὅμως τὸν εἶχε πολλάκις βεβαιώσει, ὅτι θὰ ἀποκτήσῃ τέκνον. Καὶ πραγματικῶς ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα εἰς πολὺ μεγάλην ἡλικίαν ἀπέκτησαν υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασαν Ἰσαάκ. Μὲ τὴν γέννησιν τούτου ἔγιναν εὐτυχέστατοι. Τίποτε πλέον δὲν τοὺς ἔλειπεν.
Ἀλλ’ ὅταν ὁ μονογενὴς καὶ ἀγαπητός των Ἰσαὰκ ἦτο δώδεκα ἐτῶν, ἠθέλησεν ὁ Θεὸς νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστιν των καὶ διέταξε τὸν Ἀβραὰμ νὰ λάβῃ τὸν υἱόν του καὶ νὰ τὸν προσφέρῃ θυσίαν ἐπὶ τοῦ λόφου Μορία.
῾Η θέσις τοῦ γέροντος πατρὸς ἦτο φοβερά. ῎Επειτα ἀπὸ πολλὰς ὑποσχέσεις καὶ ἀπὸ προσδοκίαν πολλῶν ἐτῶν εἶχεν ἀποκτήσει ἐπὶ τέλους υἱόν. Εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν στοργὴν καὶ τὴν μεγάλην χαρὰν τοῦ τέκνου. Καὶ ἰδοὺ τώρα διατάσσεται ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸν θανατώσῃ ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον.
Ἡ πίστις του ὅμως ἦτο μεγάλη, μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸ παιδί του. Καὶ διὰ τοῦτο ἐξετέλεσε τὴν διαταγὴν τοῦ Θεοῦ.
᾽Εσηκώθηκε πρωί, ἐφόρτωσεν εἰς ἕνα ζῷον τὰ ἀπαιτούμενα διὰ τὴν θυσίαν ξύλα, ἦλθεν εἰς τὸ ὑποδειχθὲν ὄρος, ἀφῆκε τὸ ζῷον καὶ τοὺς ὑπηρέτας εἰς τοὺς πρόποδας, ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους τοῦ Ἰσαὰκ τὰ ξύλα καὶ ἀνέβηκε μαζύ του ἕως τὴν κορυφήν.
Ὅταν κατεσκεύαζαν τὸ πρόχειρον θυσιαστήριον, ἤκουε τὸν ἀνύποπτον ᾽Ισαὰκ νὰ τὸν ἐρωτᾷ:
- Πατέρα, ἰδοὺ τὰ ξύλα, ἡ φωτιὰ καὶ τὸ μαχαίρι. Ἀλλὰ ποῦ εἶναι τὸ πρόβατον, ποὺ θὰ θυσιάσωμεν;
Καὶ ὁ Ἀβραὰμ συγκρατῶν τὴν συγκίνησίν του ἀποκρίνεται:
- Ὁ θεὸς θὰ μᾶς τὸ προμηθεύσῃ παιδί μου.
2. Ὅταν ἐτοιμάσθηκεν ὁ βωμός, ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ τὸν ἀγαπητόν του υἱόν, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔρριψεν ἐπάνω εἰς τὁ θυσιαστήριον. Ἀλλὰ μόλις ἐσήκωσε τὸ χέρι του διὰ νὰ χτυπήσῃ τὸν ᾽Ισαάκ, ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐκράτησε καὶ τοῦ εἶπεν:
- Ἀβραάμ, μὴ βάλῃς τὸ χέρι σου εἰς τὸ παιδί σου. Καὶ μὴ κάμῃς κακὸ εἰς αὐτό, διότι ἀπέδειξες τὴν πίστιν σου μὲ αὐτό.
Καὶ εἶδε τότε ὁ Αβραὰμ ἕνα κριάρι, ποὺ ἦτο ἐκεῖ πλησίον δεμένον. Καὶ προσέφερεν αὐτὸ θυσίαν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς εὐλόγησε καὶ πάλιν τὸν Ἀβραάμ. Καὶ ἐπανέλαβεν εἰς αὐτὸν τὰς ὑποσχέσεις του.
Ἡ θυσία τοῦ ἀθῴου Ἰσαὰκ ἐπὶ τοῦ λόφου Μορία προεικονίζει καὶ συμβολίζει τὴν θυσίαν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπὶ τοῦ λόφου τοῦ Γολγοθᾶ.
3. ῎Επειτα ἀπὸ ὀλίγα ἔτη ἀπέθαυεν ἡ Σάρρα καὶ ἐτάφη ὑπὸ τοῦ γέροντος Ἀβραὰμ ἐντὸς ἑνὸς σπηλαίου πλησίον τῆς Χεβρών.
Κατόπιν ὁ Ἀβραὰμ ἐνόμισε καλὸν νὰ νυμφεύσῃ τὸυ ᾽Ισαάκ.
᾽Επειδὴ ὅμως ἤθελε νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν γυναῖκα ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν του, ἀπέστειλε τὸν ἔμπιστον δοῦλόν του ᾽Ελιέζερ εἰς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας, διὰ νὰ ἐκλέξῃ ἐκεῖ σύζυγον διὰ τὸν ᾽Ισαὰκ ἀπὸ τὰς συγγενεῖς του.
Ὁ ᾽Ελιέζερ ἔφθασεν εἰς τὴν Χαρρὰν καὶ πρὶν εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὸ φρέαρ, ἀπὸ ὅπου ἔπαιρναν νερὸ τὰ κορίτσια τῆς Χαρράν, ἔκαμε τὴν προσευχήν του καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῆς συζύγου τοῦ Ἰσαάκ τοῦ κυρίου του. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς τὸν ἐβοήθησε.
Μόλις ἐτελείωσε τὴν προσευχήν του ὁ ᾽Ελιέζερ, ἐφάνη νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πόλιν μία ὡραία κόρη διὰ νὰ γεμίσῃ τὴν στάμναν της. Ἦτο ἡ Ρεβέκκα, ἡ ἐγγονὴ τοῦ Ναχώρ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ κόρη τοῦ Βαθουὴλ, υἱοῦ τοῦ Ναχώρ.
Ἡ κόρη αὐτὴ εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ ᾽Ελιέζερ ἐπροθυμοποιήθη νὰ τοῦ δώσῃ νερὸ διὰ νὰ πίῃ καὶ μόνη της ἔσπευσε νὰ ποτίσῃ τὰς καμήλους του.
Ὁ ᾽Ελιέζερ ηὐχαριστήθη καὶ τῆς ἔδωσε τότε πλούσια δῶρα. Τῆς ἐφανέρωσε δὲ ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τὴν Χαναὰν ἀπεσταλμένος τοῦ Ἀβραάμ.
Ὅταν ὁ ἀδελφὸς τῆς Ρεβέκκας, ὁ Λάβαν, ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Χαρρὰν εὑρίσκεται ὁ ᾽Ελιέζερ, ἔτρεξεν εἰς συνάντησίν του καὶ τὸν ἐφιλοξένησεν εἰς τὸ σπίτι τους.
᾽Εκεῖ ὁ ᾽Ελιέζερ διηγήθη τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον εἶχε κάμει τὸ μακρινὸ αὐτὸ ταξίδι. Καὶ ἐζήτησε τὴν Ρεβέκκαν διὰ σύζυγον τοῦ
᾽Ισαάκ. Οἱ γονεῖς καὶ ἡ Ρεβέκκα ἐδέχθησαν. Καὶ τότε ὁ Ελιέζερ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς συγγενεῖς τὰ πλούσια δῶρα, ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Χαναάν.
Ὕστερα ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας ἡ Ρεβέκκα, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν τῶν γονέων της καὶ τὰς εὐχὰς τῶν ἄλλων συγγενῶν της, ἀνεχώρησε μὲ τὸν ᾽Ελιέζερ εἰς τὴν Χαναάν. Εἰς τὴν Χεβρὼν ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν.
8. Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ (Γενέσ. ΚΕ΄-ΚΗ΄)
Ὁ Ἰσαὰκ καὶ ἡ Ρεβέκκα ἀπέκτησαν δύο δίδυμα παιδιά, τὸν ᾽Ησαῦ καὶ τὸν ᾽Ιακώβ. Πρῶτος ἐγεννήθη ὁ ᾽Ησαῦ καὶ ἑπομένως αὐτὸς ἦτο ὁ πρωτότοκος. Καὶ σύμφωνα πρὸς τὰ τότε ἔθιμα αὐτὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ κληρονόμος, ὁ ἀντιπρόσωπος καὶ ο ἀρχηγὸς ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ᾽Ισαάκ.
᾽Επειδὴ ὅμως οἱ δύο ἀδελφοὶ ἦσαν δίδυμοι, καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο ἐγεννήθησαν σχεδὸν τὴν ἰδίαν ὥραν, διὰ τοῦτο ἐφιλονικοῦσαν διὰ τὰ πρωτοτόκια.
Ὁ Ἰακὼβ μάλιστα μὲ διάφορα τεχνάσματα καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς μητρός του, ἡ ὁποία τὸν ἠγάπα ἰδιαιτέρως, ἐπέτυχε νὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν γέροντα πλέον καὶ τυφλὸν ᾽Ισαὰκ τὴν εὐλογίαν τῶν πρωτοτοκίων.
Ὁ ᾽Ησαῦ διὰ τοῦτο ὠργίσθη πολὺ καὶ ἤθελε νὰ τιμωρήσῃ τὸν
᾽Ιακώβ. Τότε ἡ Ρεβέκκα μὲ τὴν συγκατάθεσιν τοῦ γέροντος ᾽Ισαὰκσυνεβούλευσε τὸν ᾽Ιακὼβ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Χαναὰν καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας. Κοντὰ εἰς τὸν ἀδελφόν της Λάβαν, ἕως ὅτου περάσῃ ἡ ὀργὴ τοῦ ᾽Ησαῦ.
Ὁ ᾽Ιακώβ, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν εὐλογίαν τῶν γονέων του καὶ τὴν συμβουλήν των νὰ πάρῃ γυναῖκα ἀπὸ τὰς θυγατέρας τοῦ Λάβαν ἀνεχώρησε νύκτα καὶ κρυφὰ ἀπὸ τὸν ᾽Ησαῦ.
2. Τὴν πρώτην ἡμέραν ἐβάδισε. Καὶ ὅταν ἐνύκτωσεν ἠναγκάσθη νὰ κοιμηθῇ εἰς τὸ ὕπαιθρον. ᾽Επῆρε μίαν πέτραν, τὴν ἔβαλε προσκέφαλον καὶ ἀπεκοιμήθη.
Εἰς τὸν ὕπνον του εἶδε μίαν σκάλαν, τῆς ὁποίας ἡ βάσις ἐστηρίζετο εἰς τὴν γῆν καὶ ἡ κορυφὴ ἔφθανεν εἰς τὸν οὐρανόν, ἄγγελοι δὲ Θεοῦ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν εἰς αὐτὴν καὶ ἔψαλλον. Εἰς τὴν κορυφὴν τῆς σκάλας ἦτο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶπε πρὸς αὐτόν:
- Ἰακώβ, μὴ φοβεῖσαι, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου. Εἶμαι ὁ Θεὸςτῶν πατέρων σου καὶ θὰ σὲ προστατεύσω ὅπου καὶ ἂν ὑπάγῃς. Καὶ θὰ σὲ ἐπαναφέρω εἰς τὴν γῆν αὐτήν, τὴν ὁποίαν θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου. Καὶ διὰ σοῦ καὶ τῶν ἀπογόνων σου θὰ εὐλογηθοῦν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
3. Ὁ ᾽Ιακὼβ ἐξύπνησε ταραγμένος καὶ εἶπε :
-Πόσον φοβερὸς εἶναι ὁ τόπος αὐτός! Ὁ τόπος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ πύλη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν οὐρανόν.
Καὶ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς τὸν Θεόν, ὅταν ἐπανέλθῃ σῶος καὶ ἀβλαβὴς εἰς τὴν πατρίδα του, νὰ κτίσῃ ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ νὰ προσφέρῃ τὸ ἕν δέκατον ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του εἰς αὐτόν. ᾽Ωνομάσθη δέ ὁ τόπος αὐτὸς Βαιθήλ, δηλ. οἶκος Θεοῦ.
Ἡ κλῖμαξ (ἡ σκάλα), τὴν ὁποίαν εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του ὁ ᾽Ιακώβ, ὅπως ἐξηγεῖ ἡ ἁγία μας ᾽Εκκλησία, προεικόνιζε τὴν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἰακώβ. Αὐτὴ ἐγέννησε τὸν Σωτῆρα Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνεφιλίωσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεόν.
῾Η Θεοτόκος Μαρία ἔγινεν ἡ μυστικὴ κλῖμαξ, ἡ ὁποία συνέδεσε τὸν οὐρανὸν μὲ τὴν γῆν. Καὶ διὰ τῆς ὁποίας κατέβη ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ὁ τρίτος οἶκος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου λέγει:
«Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός·
χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
9. Ο ΙΑΚΩΒ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΑΡΡΑΝ (Γενέσ. ΚΘ΄-ΛΕ΄)
Τὸ ὄνειρον, ποὺ εἶδεν ὁ ᾽Ιακώβ, τοῦ ἔδωσε θάρρος καὶ δύναμιν καὶ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν βοηθεῖ. ῎Εφθασεν εἰς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας καὶ ἔμεινεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ θείου του Λάβαν.
Εἰς τὴν Χαρρὰν ἔμεινεν ὁ ᾽Ιακὼβ εἴκοσι χρόνια. ᾽Εκεῖ ἐνυμφεύθη κατὰ πρῶτον τὴν μεγάλην καὶ ἄσχημον θυγατέρα τοῦ Λάβαν, τὴν Λείαν. ῎Επειτα δὲ τὴν νεωτέραν καὶ ὡραίαν ἀδελφήν της, τὴν Ραχήλ.
Ἀπὸ τοὺς γάμους του ὁ ᾽Ιακὼβ ἀπέκτησε δώδεκα ἀρσενικὰ παιδιὰ καὶ μίαν θυγατέρα. Τὰ ὀνόματά των εἶναι: Ρουβήμ, Συμεών, Λευΐ,
᾽Ιούδας, ᾽Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Δάν, Νεφθαλείμ, Γάδ, Ἀσσήρ, Ἰωσὴφ
καὶ Βενιαμίν.
2. ᾽Επειδὴ ὁ ᾽Ιακὼβ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦσαν ἐργατικοὶ καὶ εἶχον τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ἐπλούτησαν γρήγορα. Διὰ τοῦτο ο Ἰακὼβ ἦτο ἀρκετὰ εὐτυχής. Εἶχεν ὅμως μίαν βαθεῖαν λύπην. ῏Ητο μακρὰν ἀπὸ τὴν ἀγαπητὴν πατρίδα του καὶ ἀπὸ τοὺς σεβαστοὺς γονεῖς του.
᾽Επεθύμει νὰ ἐπιστρέψῃ ἀλλ’ ἐφοβεῖτο τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ του. Τότε κατέφυγεν εἰς τὸν Θεόν. Προσηυχήθη καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν βοηθήσῃ. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς τὸν ἐνεθάρρυνε καὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα του.
᾽Εκτὸς ἀπὸ τὴν πολυμελῆ οἰκογένειάν του ἐπῆρε μαζί του καὶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, τὰ ποίμνιά του, τὰ ζῷα του. Καθὼς καὶ τοὺς πολυαρίθμους ποιμένας καὶ ὑπηρέτας του.
- Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὰ ὅρια τῆς γῆς Χαναάν, ἀνησύχει διὰ τὸ πῶς θὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὁ ἀδελφός του. Καὶ τότε εἶδε μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι ἐπάλαιεν ἕως τὸ πρωὶ μὲ ἕνα γίγαντα ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου ἡ μορφὴ ἦτο θεϊκή. Περὶ τὰ ἐξημερώματα ὁ θεϊκὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἠρώτησε τὸν ᾽Ιακὼβ πῶς ὀνομάζεται. Ὅταν δέ ἤκουσεν ὅτι λέγεται ᾽Ιακώβ εἶπεν εἰς αὐτόν:
- Εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ὀνομάζεσαι ᾽Ισραήλ ( δηλ. ἰσχυρός, δυνατός).
᾽Επάλαισες μὲ τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο θὰ εἶσαι ἰσχυρὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Θεὸς μὲ μορφὴν ἀνθρώπου ἦτο ὁ μυστηριώδης παλαιστής. Ἀπὸ τότε τὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾽Ιακὼβ λέγονται ᾽Ισραηλῖται.
3. Ὁ Ἠσαῦ, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ἔρχεται ὁ ἀδελφός του, ἔτρεξε μὲ μεγάλην συνοδείαν καὶ τὸν ὑπεδέχθη μὲ χαράν. ᾽Εχάρη πολὺ καὶ ὁ γέρων ᾽Ισαάκ, διότι ἐπανέβλεπε καὶ τὰ δύο του παιδιὰ νὰ εἶναι πάλιν ἀγαπημένα. ῾Η Ρεβέκκα εἶχε, φαίνεται, ἀποθάνει, χωρὶς νὰ ἀξιωθῇ νὰ ἴδῃ τὸν ἀγαπητόν της ᾽Ιακώβ.
Μετὰ ταῦτα ὁ ᾽Ιακὼβ ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαιθήλ. Εἰς τὸν τόπον ὅπου πρὸ εἰκοσαετίας εἶχεν ἴδει τὸ ὄνειρον. ᾽Εκεῖ ἔκτισε θυσιαστήριον καὶ προσέφερεν εὐχαριστήριον θυσίαν εἰς τὸν Θεόν, διότι τὸν ἐπροστάτευσε κατὰ τὰ ἔτη τῆς ἀποδημίας του.
10. Ο ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ (Γενέσ. ΛΣΤ΄-Μ΄)
Ὁ ᾽Ιωσὴφ ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ ᾽Ιακώβ, ὁ περισσότερον ἀγαπητὸς εἰς αὐτόν, διότι ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἀγαπητήν του σύζυγον Ραχήλ. Καὶ διότι ἐξεχώριζεν ἀπὸ τὰ ἄλλα του παιδιὰ διὰ τὸν καλόν του χαρακτῆρα.
Ἕνεκα τούτου οἱ ἀδελφοί του τὸν ἐζήλευαν καὶ τὸν ἐμίσουν. Ἀκόμη δὲ περισσότερον τὸν ἐφθόνησαν καὶ τὸν ἐμίσησαν, ὅταν οὗτος εἶδε καὶ διηγήθη εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς γονεῖς του δύο ὄνειρα.
Εἶδε πρῶτον, ὅτι εὑρίσκετο μὲ τοὺς ἀδελφούς του εἰς τοὺς ἀγρούς, ὅπου ἔδεναν δεμάτια ἀπὸ χόρτου. Τὰ ἰδικά του δεμάτια ἐστέκοντο ὄρθια, ἐνῷ τὰ δεμάτια τῶν ἄλλων ἔπεφταν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ ἰδικά του, εἰς τὸ δεύτερον ὄνειρον εἶδεν, ὅτι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ ἕνδεκα ἄστρα ἐπροσκύνησαν τὸν ᾽Ιωσήφ. Καὶ ὁ γέρων Ἰακὼβ ἐπρόσθεσε:
Θὰ σὲ προσκυνήσουν, παιδί μου, μίαν ἡμέραν οἱ γονεῖς σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου.
Ἀπὸ τότε ζητοῦσαν εὐκαιρίαν οἱ ἀδελφοί του νὰ τὸν βλάψουν. Ὁ᾽Ιωσὴφ ἦτο τότε νέος δέκα ἑπτὰ ἐτῶν.
Μίαν ἡμέραν ὁ γέρων ᾽Ιακὼβ εἶπεν εἰς τὸν ᾽Ιωσὴφ νὰ μεταβῇ εἰς μακρινὸν μέρος, ὅπου ἔβοσκαν τὰ πρόβατα οἱ ἀδελφοί του, διὰ νὰ μάθῃ τὶ κάνουν τ’ ἀδέλφια του καὶ πῶς εἶναι τὰ ποίμνιά των.
῾Ο ᾽Ιωσὴφ ὑπήκουσε καὶ ἔφυγε πρὸς ἀναζήτησιν τῶν ἀδελφῶν του. Μόλις ὅμως αὐτοὶ εἶδον τὸν ᾽Ιωσὴφ νὰ ἔρχεται. Εἶπον μεταξύ των :
Νά, ἔρχεται αὐτὸς ποὺ βλέπει τὰ ὄνειρα. ᾽Ελᾶτε νὰ τὸν θανατωσωμεν καὶ νὰ εἴπωμεν εἰς τὸν πατέρα, ὅτι τὸν κατεσπάραξεν ἄγριον θηρίον.
Καὶ ἔτσι θὰ ἴδωμεν εἰς τὶ θὰ τὸν ὠφελήσουν τὰ ὄνειρα, ὅπου εἶδεν.
Τότε ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ρουβήμ, τοὺς εἶπε:
Δὲν εἶναι καλὸν νὰ βάψωμεν τὰ χέρια μας μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ἄς τὸν ρίψωμεν εἰς τοῦτον τὸν βαθὺν λάκκον καὶ ἂς ἀποθάνῃ ἐκεῖ.
Καὶ εἶπε τοῦτο, διότι εἶχε σκοπὸν νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ κρυφὰ τὴν νύκτα καὶ νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὸν πατέρα.
Καὶ πράγματι, ὅταν ἐπλησίασε, τὸν ἔπιασαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸ ἐπανωφόρι καὶ τὸν ἔρριψαν εἰς ἕνα βαθὺ ξηροπήγαδον. Ὕστερα ἐκάθησαν νὰ φάγουν. Ὁ ᾽Ιωσὴφ μέσα ἀπὸ τὸν λάκκον ἔβγαζε φωνὰς ἀπελπισίας, ἀλλὰ κανεὶς δὲν συνεκινεῖτο ἀπὸ αὐτούς.
2. Κατὰ τύχην ἀπὸ ἐκεῖ διήρχοντο ᾽Ισμαηλῖται ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι μετέραινον εἰς τὴν Αἴγυπτον μὲ τὰ καταραβάνια των. Τότε ὁ ᾽Ιούδας εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους ἀδελφούς:
-Καλύτερα εἶναι νὰ πωλήσωμεν τὸν ἀδελφόν μας εἰς τοὺς ἐμπόρους, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν λάκκον ἀπὸ τὴν πεῖναν.
Καὶ τὸν ἐπώλησαν ἀντὶ εἴκοσιν ἀργυρῶν νομισμάτων. Διὰ νὰ δικαιολογήσουν δὲ τὴν κακὴν αὐτὴν πρᾶξιν των εἰς τὸν πατέρα τους, ἔσφαξον ἕνα ἐρίφιον καὶ μὲ τὸ αἷμά του ἔβαψαν τὸ ὡραῖον ἐπανωφόρι, τὸ ὁποῖον εἶχε χαρίσει ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν ᾽Ιωσήφ, τὸ ἐπαρουσίασαν εἰς τὸν πατέρα των καὶ εἶπον:
-Τὸ ἐπανωφόρι αὐτὸ τὸ εὑρήκαμεν εἰς τὸ δάσος. Μήπως εἶναι τοῦ
᾽Ιωσήφ;
Ὁ δυστυχὴς πατὴρ τὰ ἀνεγνώρισε καὶ ἔκλαιεν ἀπαρηγόρητα ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Τοιουτοτρόπως τώρα ὁ Θεὸς τιμωρεῖ τὸν ᾽Ιακὼβ διὰ τὰ ψεύδη του πρὸς τὸν πατέρα του ᾽Ισαάκ.
3. Οἱ ᾽Ισμαηλῖται ἔφεραν τὸν ᾽Ιωσὴφ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τὸν ἐπώλησαν ὡς δοῦλον εἰς τὸν ἄρχοντα καὶ αὐλικὸν τοῦ Φαραὼ Πετεφρῆν. Εἰς τὸ σπίτι δέ τοῦ Πετεφρῆ ὁ ᾽Ιωσὴφ ἔδειξε τόσον καλὴν διαγωγήν, ἐργατικότητα καὶ τιμιότητα, ὥστε ὁ Πετεφρῆς ἠγάπησε τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ τὸν διώρισε οἰκονόμον καὶ διαχειριστὴν τῆς περιουσίας του.
Ἡ σύζυγος ὅμως, τοῦ Πετεφρῆ, ἡ ὁποία εἶχε κακὴν ψυχήν, ἐσυκοφάντησε τὸν ἀθῷον ᾽Ιωσὴφ εἰς τὸν ἄνδρα της ὡς ἄνθρωπον πονηρόν, κακοήθη καὶ ἀνήθικον. ῾Ο Πετεφρῆς δὲ χωρὶς νὰ ἐξετάσῃ ἔρριψε τὸν ᾽Ιωσὴφ εἰς τὴν φυλακήν.
Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ καλὸς Θεὸς ἐπροστάτευσε τὸν ἐνάρετον ᾽Ιωσήφ.
Διότι ὁ διευθυντὴς τῶν φυλακῶν ἐξετίμησε τὰς ἀρετὰς του καὶ τὸν διώρισεν ἐπιθεωρητὴν τῶν ἄλλων φυλακισμένων. Τοιουτοτρόπως ὁ Ἰωσὴφ ἐπεσκέπτετο καθημερινῶς τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς παρηγοροῦσε.
Μίαν ἡμέραν ὁ ᾽Ιωσὴφ παρετήρησε δύο φυλακισμένους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν λυπημένοι. Ὁ ἕνας ἦτο ὁ ἀρχισιτοποιός, δηλ ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ Φαραώ. Καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἀρχιοινοχόος, δηλ. ὁ κεραστὴς αὐτοῦ.
Αὐτοὶ εἶχαν κατηγορηθῆ διὰ συνωμοσίαν ἐναντίον τῆς ζωῆς τοῦ Φαραώ. Τοὺς ἐπλησίασε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ τοὺς ἠρώτησε διατὶ ἦσαν στενοχωρημένοι. Τοῦ ἀπήντησαν, ὅτι τὴν ἰδίαν νύκτα εἶχον ἴδει ἀπὸ ἕνα ὄνειρον:
῾Ο ἀρχιοινοχόος εἶχεν ἴδει ἕνα κλῆμα μὲ τρεῖς κλάδους γεμάτους σταφύλια. ᾽Επῆρε τὰ σταφύλια, τὰ ἔστιψεν εἰς τὸ ποτήρι τοῦ Φαραὼ καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε νὰ πίῃ. Καὶ ὁ ᾽Ιωσὴφ ἀμέσως ἐξήγησε τὸ ὄνειρον:
- Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, εἶπεν, ὁ Φαραὼ θὰ σὲ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν θέσιν σου. Καὶ σε παρακαλῶ νὰ μὲ ἐνθυμηθῇς καὶ νὰ μεσολαβήσῃς εἰς τὸν Φαραὼ νὰ ἀποφυλακίσῃ καὶ ἐμέ, διότι εἶμαι ἀθῷος.
῾Ο ἀρχισιτοποιὸς εἶχεν ἴδει, ὅτι ἐβάσταζεν εἰς τὴν κεφαλὴν του τρία κάνιστρα, καὶ ὅτι τὸ τρίτον ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ γλυκίσματα, ποὺ κατεσκεύαζαν οἱ σιτοποιοὶ διὰ τὸν Φαραώ. Ἀλλὰ τὰ γλυκίσματα αὐτὰ τοῦ τὰ ἔτρωγαν τὰ πουλιά.
Ὁ ᾽Ιωσὴφ τότε ἐξήγησεν, ὅτι ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας ὁ Φαραὼ θὰ διατάξῃ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ νὰ κρεμάσουν τὸ σῶμά του διὰ νὰ τὸ φάγουν τὰ ὄρνεα.
Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινεν. Ὁ ἀρχιοινοχόος ὅμως μέσα εἰς τὴν χαράν του ἐλησμόνησε τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ τὴν παράκλησίν του.
11. Ο ΙΩΣΗΦ ΔΟΞΑΖΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤHΝ ΑΙΓΥΠΤΟΝ (Γενέσ. ΜΑ΄)
Δύο χρόνια ἔμεινεν ὁ ᾽Ιωσὴφ ἀκόμη εἰς τὴν φυλακήν. ῾Η λύπη του καὶ ἡ στενοχωρία του ἦτο πολὺ μεγάλη. Εἶχεν ὅμως πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἀφήνει ἕως τὸ τέλος νὰ πάθῃ ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἀθῷος. ᾽Ιδοὺ δὲ πῶς ὁ Θεὸς ἀντήμειψε τὸν ἐνάρετον ᾽Ιωσήφ.
Μίαν νύκτα ὁ Φαραὼ εἶδε δύο ὄνειρα, τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαμαν νὰ τρομάξῃ. Εἶδεν, ὅτι ἐστέκετο εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Νείλου ποταμοῦ, καὶ ἔξαφνα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν Νεῖλον ἑπτὰ ὡραῖαι καὶ παχεῖαι ἀγελάδες καὶ ἔβοσκον ἐκεῖ. Ἄλλαι ὅμως ἑπτὰ ἄσχημοι καὶ ἀδύνατοι ἀγελάδες ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν ποταμὸν καὶ κατέφαγον τὰς παχείας. Ὁ Φαραὼ ἐτρόμαξε καὶ ἐξύπνησεν. Ὅταν δὲ ἀπεκοιμήθη καὶ πάλιν, εἶδεν ὅτι ἐφύτρωσαν ἑπτὰ στάχυα παχέα καὶ καρπερὰ καὶ ὅτι ἄλλα ἑπτὰ ἀδύνατα, λεπτὰ καὶ μαραμένα κατέπιον τὰ ἑπτὰ καλοθρεμμένα.
᾽Εξύπνησε καὶ πάλιν ὁ Φαραὼ καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ τοῦ ἐξηγὴσουν τὰ ὄνειρα αὐτά. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὰ ἐξηγήσῃ.
2. Τότε ὁ ἀρχιοινοχόος ἐνεθυμήθη τὸν ᾽Ιωσήφ. Παρουσιάσθη εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι μόνον ὁ ᾽Ιωσήφ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὴν φυλακήν εἶναι εἰς θέσιν νὰ τοῦ ἐξηγήσῃ τὰ ὄνειρά του. Καὶ ἀμέσως ἔστειλεν ὁ Φαραὼ ἀνθρώπους νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἰωσήφ.
Ὁ ᾽Ιωσὴφ ἐφόρεσε τὴν καλήν του στολὴν καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸνΦαραώ, ὁ ὁποῖος διηγήθη εἰς αὐτὸν τὰ ὄνειρά του.
Καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιωσήφ :
Καὶ τὰ δύο ὄνειρά σου, βασιλεῦ, σημαίνουν τὸ ἴδιον πρᾶγμα. ῾Ο Θεὸς σοῦ προαναγγέλλει ὅσα μέλλει νὰ συμβοῦν. Αἱ ἑπτὰ παχεῖαι ἀγελάδες καὶ τὰ ἑπτὰ μεστωμένα στάχυα εἶναι ἑπτὰ χρόνια εὐτυχίας καὶ εὐφορίας. ᾽Ενῷ αἱ ἑπτὰ ἀγελάδες αἱ ἀδύνατοι καὶ τὰ ἐπτὰ ἄκαρπα στάχυα εἶναι ἑπτὰ χρόνια ἀφορίας καὶ δυστυχίας, τὰ ὁποῖα θὰ ἔλθουν μετὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς εὐτυχίας. Σὲ συμβουλεύω λοιπὸν νὰ ἐκλέξῃς ἕνα ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ ἱκανὸν καὶ νὰ τὸν διορίσῃς εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ φροντίσῃ νὰ συναθροίσῃ εἰς ἀποθήκας κατὰ τὰ ἔτη τῆς εὐτυχίας εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῆς Αἰγύπτου τοὺς καρπούς ποὺ θὰ περισσεύουν, διὰ νὰ ἠμπορέσουν νὰ συντηρηθοῦν οἱ ὑπήκοοί σου κατὰ τὰ ἔτη τῆς δυστυχίας καὶ τῆς πείνας.
3. ῾Ο Φαραὼ ἐξεπλάγη διὰ τὴν σημασίαν τῶν ὀνείρων, ἐθαύμασε τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν:
Ὁ Θεὸς σοῦ ἐφανέρωσεν ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς τόσον συνετὸς καὶ φρόνιμος ὅσον ἐσύ. Διὰ τοῦτο σὲ διορίζω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Εἰς τὰς διαταγάς σου θὰ ὑπακούῃ ὅλος ὁ λαός μου εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον.
Ἔβγαλε τότε τὸ δακτυλίδι του καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τον δάκτυλον τοῦ
᾽Ιωσήφ. Τοῦ ἐφόρεσε βασιλικὸν ἔνδυμα καὶ τοῦ ἔβαλε γύρω ἀπὸ τὸν λαιμὸν χρυσοῦν περιδέραιον. Διέταξε κατόπιν καὶ τὸν ἀνεβίβασαν εἰς βασιλικὴν ἅμαξαν καὶ τὸν ἀνεκήρυξεν ἐνώπιον τῶν Αἰγυπτίων δεύτερον ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου, περίπου ὡς ἀντιβασιλέα.
Ὁ Ἰωσὴφ τότε ἦτο τριάκοντα ἐτῶν. ᾽Ενυμφεύθη δὲ καὶ ἔλαβε σύζυγον τὴν Ἀσενέθ, θυγατέρα ἑνὸς Αἰγυπτίου ἱερέως. Καὶ ἀπέκτησεν δύο παιδιά. Κατόπιν ἐγύρισε τὰς πόλεις τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔκτισεν ἀποθήκας διὰ νὰ ἀποθηκεύσῃ τοὺς καρπούς, ποὺ θὰ ἐπερίσσευαν κατὰ τὰ ἔτη τῆς εὐτυχίας.
Τοιουτοτρόπως, ἐνῷ ὁ γέρων ᾽Ιακὼβ ἔκλαιε καὶ ἐθρηνοῦσεν εἰς τὴν Χαναὰν τὴν στέρησιν καὶ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπημένου του υἱοῦ, ὁ ᾽Ιωσὴφ ἐδοξάζετο εἰς τὴν Αἴγυπτον ὡς δεύτερος ἄρχων αὐτῆς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας διδάσκουν, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἕνεκα τῆς ἀθῳότητος καὶ τῶν παθημάτων του καὶ τῆς τελικῆς δόξης του προεικονίζει τὸν Σωτῆρά μας Χριστόν.
Ἡ ᾽Εκκλησία μας τελεῖ τὴν μνήμην τοῦ ᾽Ιωσὴφ τοῦ παγκάλου τὴν
Μεγάλην Δευτέραν ἑκάστου ἔτους, καὶ μὲ ὡραῖα τροπάρια ἐξυμνεῖ τὰς πολλὰς ἀρετάς του.
Τὸ Κοντάκιον τῆς Μεγάλης Δευτέρας, ποὺ περιέχει μὲ συντομίαν τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἡμέρας αὐτῆς, λέγει τὰ ἑξῆς:
Ὁ ᾽Ιακὼβ ὠδύρετο (1)τοῦ ᾽Ιωσὴφ τὴν στέρησιν.
καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἄρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος. Τῆς Αἰγυπτίας γὰρ (2) τότεταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας,ἀντεδοξάζετο παρὰ τοῦ βλέποντος (3) τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδὶας καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον (4).
12. Ο ΙΑΚΩΒ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟΝ(Γενέσ. ΜΒ΄- Ν΄)
Μετὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς εὐτυχίας ἔφθασαν τὰ χρόνια τῆς δυστυχίας. Τότε ἤρχισεν ἡ πεῖνα νὰ μαστίζῃ καὶ νὰ θερίζῃ τὰς γειτονικὰς χώρας τῆς Αὶγύπτου. Καὶ μόνον οἱ Αἰγύπτιοι δὲν ὑπέφερον.
῾Η πεῖνα κατέλαβε καὶ τοὺς κατοίκους τῆς Χαναὰν καὶ ἑπομένως καὶ τὸν ᾽Ιακὼβ μὲ τὰ παιδιά του καὶ τὰς οἰκογενείας των.
Ὅταν λοιπὸν ἔμαθεν ὁ ᾽Ιακώβ, ὅτι εἰς τὴν Αἴγυπτον πωλεῖται σιτάρι, ἀπέστειλε τὰ παιδιά του ἐκεῖ ν’ ἀγοράσουν. Πλησίον του ἐκράτησε μόνον τὸν Βενιαμίν.
῎Ερχονται τότε οἱ δέκα ἀδελφοὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον, παρουσιάζονται εἰς τὸν ᾽Ιωσήφ, πέφτουν καὶ τὸν προσκυνοῦν, καὶ τοῦ ζητοῦν τὴν χάριν νὰ τοὺς πωλήσῃ σιτάρι.
Ὁ ᾽Ιωσὴφ ἀμέσως τοὺς ἀνεγνώρισεν. ᾽Ενεθυμήθη τὸ ὄνειρον ποὺ εἶχεν ἴδει καὶ διὰ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ συναισθανθοῦυ ὅτι ἐφάνησαν σκληροὶ καὶ κακοὶ πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπεν ὅτι εἶναι κατάσκοποι καὶ ὅτι θὰ φυλακισθοῦν.
Οἱ ἀδελφοὶ ἐννόησαν τότε, ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς τιμωρεῖ τώρα διὰ τὴν κακίαν των, ὁ δέ Συμεὼν εἶπε πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν γλῶσσαν των, διὰ νὰ μὴ τοὺς καταλάβῃ ὁ ἄρχων:
- Δὲν σᾶς εἶπα ἐγὼ νὰ λυπηθῶμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ νὰ μὴ βλάψωμεν; ᾽Ιδοὺ ὁ Θεὸς μᾶς τιμωρεῖ τώρα.
Ὁ ᾽Ιωσὴφ μόλις ἥκουσεν αὐτὰ συνεκινήθη καὶ ἔκλαψε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του. Μετὰ τρεῖς δὲ ἡμέρας τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς εἶπεν:
-῞Ενας ἀπὸ σᾶς θὰ μείνῃ ἐδῶ εἰς τὴν φυλακήν. Οἱ ὑπόλοιποι θὰ λάβετε σιτάρι καὶ θὰ μεταβῆτε εἰς τὴν πατρίδα σας. Διὰ νὰ φέρετε τὸν μικρότερον ἀδελφόν σας, τὸν Βενιαμίν, διὰ νὰ ἀποδεἶχθῇ ὅτι λέγετε τὴν ἀλήθειαν.
Καὶ πραγματικῶς ἐκρατήθη εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ Συμεών. Διὰ τοῦτο, ὅταν πάλιν ἦλθον διὰ ν’ ἀγοράσουν σιτάρι, ἠναγκάσθησαν καὶ ἔφεραν μαζί των καὶ τὸν Βενιαμίν.
Τότε δὲν ἐκρατήθη ὁ ᾽Ιωσὴφ. ᾽Εφανερώθη εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀδελφός των ὁ᾽Ιωσήφ, τὸν ὁποῖον εἶχον πωλήσεἶ εἰς τοὺς ᾽Ισμαηλίτας ἐμπόρους. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἄφησε νὰ χαθῇ, ἀλλὰ τὸν ἐπροστάτευσε καὶ τὸν ἀνέδειξεν ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου καὶ βασιλέα.
Καὶ τώρα, ἐπρόσθεσε, νὰ ὑπάγετε εἰς τὴν πατρίδα. Καὶ νὰ ἀναγγείλετε εἰς τὸν πατέρα, ὅτι εἶμαι εἰς τὴν ζωήν. Καὶ νὰ τὸν πείσετε νὰ ἔλθῃ καὶ αὐτὸς ἐδῶ μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειαν, μὲ τὰ παιδιά σας καὶ τὰ ὑπάρχοντά σας. Διότι ἡ πεῖνα θὰ ἐξακολουθήσῃ ἀκόμη πέντε χρόνια.
2. Οἱ ἀδελφοὶ γεμᾶτοι χαράν, ἀφοῦ ἔλαβον ἀπὸ τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ τὸν Φαραὼ πλούσια δῶρα καὶ ἁμάξας διὰ τὴν μετακόμισιν, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Χαναὰν καὶ ἔφεραν εἰς τὸν γέροντα πατέρα των τὴν χαρμόσυνον εἴδησιν.
Ὁ ᾽Ιακώβ, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ζῆ ὁ υἱός του ὁ ᾽Ιωσήφ, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην. Καὶ ἐτοιμάσθη μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Πρὶν περάσῃ τὰ σύνορα τῆς Χαναάν, προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεόν. Τότε καὶ πάλὶν ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ὑπεσχέθη,ὅτι θὰ τὸν κάμῃ λαὸν μέγαν, ότι θὰ εἶναι καὶ εἰς τἦν Αἴγυπτον μαζί του. Καὶ ὅτι θὰ ἐπαναφέρῃ τοὺς ἀπογόνους του εἰς τὴν γῆνΧαναάν.
Ὁ ᾽Ιωσήφ, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ἔρχεται ὁ Ιακώβ, ἀνέβηκεν εἰς τὸ βασιλικὸν ᾶρμα καὶ ἔτρεξεν νὰ τὸν προϋπαντήσῃ. Αἱ στιγμαὶ τῆς συναντήσεώς των ἦσαν πολὺ συγκινητικαί. ᾽Ενηγκαλίσθησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἐφιλήθησαν καὶ ἔκλαυσαν ἐπὶ πολὺ ἀπὸ συγκίνησιν καὶ χαράν.
3. ῞Ολη ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾽Ιακὼβ ἦσαν τότε ψυχαὶ ἑβδομήκονταπέντε. Εἰς αὐτοὺς ἔδωκεν ὁ Φαραὼ Μὲ εὐχαρίστησιν τὴν εὔφορον χώραν Γεσὲν διὰ νὰ κατοικήσουν. ῟Ητο δὲ αὐτὴ πρὸς ἀνατολὰς τῶν ἐκβολῶν τοῦ Νείλου ποταμοῦ. ᾽Εκεῖ ἐγκατεστάθησαν οἱ ᾽Ισραηλῖται καὶ ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ ἔγιναν πράγματι λαὸς μέγας μέσα εἰς τὴν Αἴγυπτον.
῾Ο ᾽Ιακὼβ ἔζησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον δέκα ἑπτὰ ἀκόμη ἔτη εὐτηχής,
῞Οτε δὲ προῃσθάνθη τὸν θάνατόν του, ἐκάλεσε τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ ἐζήτησεν ἀπὸ αντὸν νὰ μὴ τὸν θάψῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ εἰς τὴν Χαναάν. Εἰς τὸν τάφον τῶν πατέρων του. ῎Επεἶτα υἱοθέτησε τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ ᾽Ιωσήφ. Τὸν ᾽Εφραὶμ καὶ τὸν Μανασσῆ καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς καθὼς καὶ τοὺς δώδεκα υἱούς του. ᾽Ιδιαιτέραν εὐλογίαν ἔδωσεν ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν υἱόν του ᾽Ιούδαν. Προεῖπεν εἰς αὐτόν, ὅτι ἡ φυλή του θὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ τῶνλοιπῶν φυλῶν τοῦ ᾽Ισραήλ. Διότι ἔμελλε νὰ ὑπερτερῇ ἀπὸ αὐτὰςεἰς τὸ μεγαλεῖου. Εἰς τὸ πλῆθος. Εἰς τὴν ἀνδρείαν καὶ εἰς τὴν ἀνάδεἶξιν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ βασιλέων, Πραγματικῶς δὲ ὁ ᾽Ιούδας ἔγινεν ὁ πατριάρχης τῆς φυλῆς τῶν ᾽Ιουδαίων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθε κατόπιν τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιοὐδα.
Τέλος ὁ ᾽Ιακὼβ προεῖπεν, ὅτι ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ ᾽Ιούδα θὰ προέλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. Καὶ πράγματι ἐκ τῆς φυλῆς αὐτῆς ἐγεννήθη κατὰ σάρκα ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, ἐσταυρώθη ὡς Βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων.
῾Ο ᾽Ιακὼβ ἀπέθανεν εἰς μεγάλην ἡλικίαν καὶ ἐτάφη εἰς τὴν
Χεβρὼν μεγαλοπρεπῶς. ῾Ο ᾽Ιωσὴφ ἐτάφη εἰς τὴν Αἴγυπτον.
13 Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ. Ο ΙΩΒ (Γένεσις. Ἰὼβ)
Ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τῶν Πατριαρχῶν τῶν ῾Εβραίων, δηλ. τοῦ Ἀβραάμ,τοῦ ᾽Ισαάκ, τοῦ ᾽Ιακὼβ καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, μανθάνομεν τὴν θρησκείαν, τὴν ὁποίαν εἶχον οὗτοι κατὰ τὴν παναρχαίαν ἐκείνην ἐποχὴν, πρὸ τοῦ Μωυσέως.
῾Η θρησκεία τῶν ῾Εβραίων ἦτο τότε ἡ μόνη ἀληθινή. Διότι ἐγνώριζε καὶ ἐλάτρευε τὸν ἀληθινὸν Θεόν. ᾽Εδίδασκε δηλ. ὅτι ἕνας καὶ μόνος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν πίστιν καὶ ὑπακοὴν μεγάλην. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἔδωσαν εἰς τὸν λαόν των καὶ ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ.
Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ἐγνώριζον καὶ ἐλάτρευον τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ὅπως ἡ πατρικὴ οἰκογένεια τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας, ὁ Μελχισεδέκ, ὁ εὐσεβὴς ᾽Ιὼβ καὶ ἄλλοι.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἦσαν εἰδωλολάτραι, δηλαδὴ ἐλάτρευον ὄχι τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν Δημιουργὸν τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ κτίσματά του ἢ δημιουργήματα αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα λέγονται εἴδωλα.
2. Αἱ κυριώτεραι διδασκαλίαι τῆς θρησκείας τῶν ῾Εβραίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦσαν αἱ ἑξῆς :
α΄) ῞Ενας Θεὸς ὑπάρχει ἀληθινός, πάντες οἱ λοιποὶ θεοί, οἱ θεοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, εἶναι ψευδεῖς θεοί, ὄχι ἀληθινοί.
β΄) Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ποιητής, δηλαδὴ ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος.
γ΄) ῾Ο ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα, ποὺ εἶναι θνητόν. Καὶ ἀπὸ
ψυχὴν ἢ πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἀθάνατον.
δ΄) Οἱ πρωτόπλαστοι, Ἀδὰμ καὶ Εὔα, ἔζων κατ’ ἀρχὰς εἰς τὸν παράδεισον, ὕστερα ὅμως ἡμάρτησαν καὶ ἐξεδιώχθησαυ ἀπὸ ἐκεῖ.
ε΄) ῾Η ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων μετεδόθη εἰς ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος, καί
ς΄) Ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν Χριστόν, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα αὐτό.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς Πατριάρχας. Αὐτὴν δέ μετέδωκαν οὗτοι εἰς τὸν λαὸν τῶν ῾Εβραίων, ὁ ὁποῖος προῆλθεν ἀπὸ αὐτούς. Αὐτὸν τὸν λαὸν ἐπροστάτευσεν ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο λέγεται περιούσιος, δηλαδὴ ἐκλεκτός, λαὸς τοῦ Κυρίου.
3. Ἀλλ’ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων περιέχει πολλὰς μὲν ἀρετάς, ἀλλὰ καὶ πολλὰς ἠθικὰς ἀτελείας. Βλέπομεν π.χ. εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τῶν Πατριαρχῶν νὰ γίνωνται γάμοι μεταξὺ συγγενῶν, οἱ ἄνδρες νὰ λαμβάνουν ὡς συζύγους πολλὰς μαζὶ γυναῖκας, καὶ νὰ εἶναι πολλάκις μεταξύ των φθονεροὶ καὶ ὄχι ἀγαθοί. Καὶ τοῦτο, διότι ἀκόμη δὲν γνωρίζουν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν θὰ τὸν λάβουν κατόπιν διὰ τοῦ Μωυσέως. Παρ’ ὅλας ὅμως τὰς ἀτελείας των οἱ Πατριάρχαι καὶ οἱ περὶ αὐτοὺς ἄνθρωποι ἔχουν σταθερὰν τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶτὴν ὑποταγὴν εἰς τὸ ἅγιον θέλημα αὐτοῦ. Τοῦτο μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ ᾽Ιακώβ.
Μᾶς τὸ διδάσκει ἀκόμη παραστατικώτατα καὶ ἡ ἱστορία τοῦ πολυάθλου ᾽Ιώβ, ὁ ὁποῖος καὶ εἰς τὰς δυστυχίας του ἀκόμη ἔλεγεν:
- Ὁ Κύριος τὰ ἔδωσεν, ὁ Κύριος τὰ ἀφῄρεσεν. Ἄς εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου εὐλογημένον καὶ τώρα καὶ πάντοτε.
῾Ο ᾽Ιὼβ ἔζησεν εἰς τὰ χρόνια τῶν Πατριαρχῶν. Καὶ ἦτο πλουσιώτατος καὶ εὐτυχέστατος μὲ τὰ τέκνα του, μὲ τὰ ζῷα του, μὲ τὴν περιουσίαν του. ῏Ηλθεν ὅμως ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ ἔχασεν ὅλα, παιδιά, ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα, περιουσίαν. Καὶ μόνον τὴν πίστιν του εἰς τὸν Θεὸν δὲν ἔχασεν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίστασιν αὐτὴν ἔλεγεν:
- Ὁ Κύριος τὰ ἔδωσεν, ὁ Κύριος τὰ ἀφῄρεσεν.
Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς τὸν ἔκαμε πάλιν εὐτυχῆ καὶ πλούσιον.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου