Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις
έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Τρεις αρματωμένοι τόν είχανε περιζωσμένον, μά δέν είχανε όλότελα χέρι άπάνω του. Κείνος περπατούσε μέ τά χέρια μπαγλαρωμένα πιστάγκωνα, μέ τά στήθια μπρος, τό κεφάλι ριχμέ-νο κατά πίσω. Τά ρούχα του ητανε άσπρα καί κατακάθαρα, γιατί τού τά ’χανε στείλει στή φυλακή οί χριστιανοί, νά ’ναι συγυρισμένος. Φορούσε μόνο τό πουκάμισό του καί τό σώβρακο, δίχως ζουνάρι, ξυπόλητος καί ξεσκούφωτος. Τά μάτια του γελαζούμενα,τό μαύρο μουστάκι του στριμμένο άλαφρά-λαφρά, τά γένια του μπαρμπερισμένα. Τό πρόσωπό του είχε μιά τέτοια ήμερότη, πόλεγες πώς έβλεπε κιόλας τόν Θεό. Τό πουκάμισό του ητανε κουμπωμένο σεμνά στό λαιμό του, κ’ ή φλέβα τού λαιμού φούσκωνε, όπως ητανε τραβηγμένες οί πλάτες του κατά πίσω άπ’ τό δέσιμο. Μπροστά του πάγαινε ένα φανάρι.Σάν έφταξε στή μέση, τόν σταματήσανε μπροστά στόν κριτή. Κι ό αγάς θέλησε νά τού πει κατιτίς, μά δέν πρόφταξε, γιατί ό Γ ιώργης, δίχως νά στήσει αυτί στό τί θά τού ’λεγε ό κόπρος,γιά καλό, γιά κακό, πήγε καί γονάτισε άπάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε χό κεφάλι του. Ό άγάς άπόμεινε μέ βουλωμένο στόμα, κι ουλοι οί Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στόν κόσμο σηκώθηκε ένα μούρμουρο άπ’ τούς χριστιανούς, πού κατα-χαρήκανε γιά τήν άντρεία του καί δοξάζανε τόν Θεό. Μάλιστα ένας από τούς φίλους του, πού παραστέκανε κοντά στην πλάκα, δέ βάσταξε καίτοΰ φώναξε δυνατά: «Άφεριμ,Γιώργη!» Μά τότες κάποιος Τούρκος στρατιώτης χύθηκε καί τού κατέβασε μία καμουτσιά κατάμουτρα καί τόν πήρανε τά αϊματα.
Σέ τούτο τό μεταξύ ό μπόγιας σίμωσε τόν Γιώργη όπως ή-τανε γονατισμένος καί τόν έβαλε μέσα στά σκέλια του, κ’ ένας άλλος ζεϊμπέκης έφεγγε μέ τό φανάρι άπάνου άπ’ τό κεφάλι πού θέλανε νά κόψουνε. Κ’ έκεΐ πολύ ό μπόγιας άκόνιζε μέ τό μασάτι τή μαχαίρα του κάμποση ώρα χράτς-χρούτς ξεπίτηδες γιά νά τόν φοβερίξει, σηκώθηκε ό μουφτής πού καθότανε δίπλα στόν αγά καί, ζυγώνοντας τό μελλοθάνατο, τόν ρώτηξε αν μετάνοιωνε, γιά νά τού χαριστεί ή ζωή. Αλλά εκείνος κούνησε μέ φούρια τό κεφάλι του πώς όχι.
Τότες ό Χασάνης ξέσκισε βλαστημώντας τό πουκάμισο τού Γιώργη ένα γύρω στό λαιμό του κ’ έχωσε τά δάχτυλα μέσα στά μαλλιά του, λές κ’ ήθελε νά τόν χαδέψει, καί μέ τ’ άλλο χέρι χάραξε γλήγορα-γλήγορα τό λαιμό μ’ ένα μικρό μαχαίρι. Τόσο σβέλτα κι άξαφνα τό ’κανε, π’ όσοι βλέπανε ένα γύρο ξαφνιαστήκανε σάν είδανε τ’ άλικο αίμα πόσταξε άπάνου στήν πλάκα.
Τό κορμί τίναξε, μά τό στόμα μουρμούριζε άκόμα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου τό πνεύμα μου!» — έπειδής τό μαχαίρι δέν είχε κόψει τό λαρύγγι.
Ωστόσο, ίσαμε νά παίξει τό μάτι, ό Τούρκος πήρε τό μεγάλο τό χαντζάρι καί τό τράβηξε μιά καί δυό μέ μαστοριά, σάν τό δοξάρι πού τραβά ό βιολιτζής άπάνου στις κόρδες. "Ενα μουγκρητό βγήκε άπ’ τή φριχτή πληγή. Τό αιμα γιουργιάρισε άπάνω στά στήθια του καί στά βρακιά του, τέτοιος ντούναβρος, πούσανέ τά μάτια. Τό κορμί έγειρε μονοκόμματο, νά πέσει μπρούμυτο άπάνου στήν πλάκα. Μά ό σκύλος τό σήκωσε άπ’ τά μαλλιά κι άλλοι δυό τρέξανε κι άδράχνοντάς το από τούς νώμους τό βαστάξανε στυλωμένο. Οί χοχλιοί τ’ 'Άγιου άναποδογυριστήκανε μέσα στις ματότρυπες καί τό μαυράδι κρύφτηκε όλότελα. Τά νεύρα παίζανε άπάνου στά μάγουλα, τό στόμα άνοιγόκλεινε κ’ έβγαζε ματωμένον άφρό. Καί κείνος ό δαίμονας τόν έσφιγγε άνάμεσα στά ποδάρια του μεθυσμένος άπ’ τό αίμα κ’ έπαιζε μέ τέχνη τρομερή τό μαχαίρι σά νά κλάδευε κανένα δέντρο.
Μά τό μαχαίρι ήτανε στομωμένο ξεπίτηδες γιά νά τόν τυραγνήσει, καί δέν έκοβε, μόνο πριγιόνιζε τό λαιμό. Κ’ έβλεπες νά πέφτουνε μαζί μέ τό αίμα κομμάτια κρέατα, πού πηδούσανε άκόμα άπάνου στήν πλάκα, καί τό κορμί τίναζε άνάμεσα στά χέρια καί στά ποδάρια πού τό σφίγγανε σά νά ’θελε νά φύγει. Τέλος ό τζελάτης[25] άκούμπησε στήν πλάτη τού κουρμπανιού [26] τό ’να γόνατο καί, βάζοντας τά δυνατά του, τού ’χωσε τό μαχαίρι όσο μπόρεσε πιό βαθιά. Ό σφαμένος τέντωσε μονομιάς σάν άλογο πού σηκώνεται στά πισινά του, σηκώθηκε στά ποδάρια του όλόρτος, κ’ ύστερα ρίχτηκε μπρος μέ τέτοιαν ορμή, πού τούς κωλόσυρε καί τούς τρεις μαζί του. Ό μπόγιας έπεσε λαχανιασμένος άπό πάνω του δίχως νά παρατήσει τό μαχαίρι, έπειδής είχε σφηνώσει τόσο γερά μέσα στό κόκκαλο, πού μάταια πάσκιζε νά τό βγάλει, καί πέρασε κάμποσο ως νά μπορέσει νά τό τραβήξει χτυπώντας το μέ μιά πέτρα.
Ποιά καρδιά μπορεί νά βαστάξει σ’ έναν τέτοιον άγώνα; Τίνος μάτια δέ θά σφαλούσανε γιά νά μή βλέπουνε πλιά; Καί κείνη ή άψυχη πέτρα λές κι άνετρίχιαζε άπό τ’ άγριο πάλεμα πού γινότανε άπάνου της!Ό κόσμος μέ μπαμπάκια στά χέρια χύμιζε ολοένα κατά τήν πλάκα, νά πάρει αίμα γιά φυλαχτό, μά οί Τούρκοι τόν κωλώνανε πίσω.
Ωρες ολάκερες τόν τυράγνησε ως νά τόν τελειώσει. Καί, σάν πάνιασε πλιά τό κορμί κ’ ή ψυχή είχε πάγει στόν ουρανό, ό μπόγιας τό παράτησε γιά μιά στιγμή, νά σφουγγίζει τά χέρια του, κ’ υστέρα χώρισε τό κεφάλι άπ’ τό κορμί βαρώντας άπ’ τό σβέρκο. Τέλος σηκώθηκε άπάνου βαστώντας το άψηλά, κι άφοΰ πρώτα τό ’δειξε στόν άγά, τό τριγύρισε ύστερα νά τό δούνε κ’ οί χριστιανοί.
Τότες συλος εκείνος ό κόσμος χύθηκε σάν παλαβός άπάνου στό ζεστό κορμί. Κι άλλος σφούγγιζε τό αίμα, άλλος άνεσπαζότανε τ’ άγιο λείψανο γιά τήν πλάκα, άλλος ξέσκιζε ένα κομμάτι άπ’ τό ρούχο του, άλλος δόξαζε τόν Θεό. Μάταια τά Τουρκιά τούς χτυπούσανε μέ τά ραβδιά καί τούς κλωτσούσανε. Ό άγάς πρόσταζε νά τούς βαρέσουνε στά καλά, κ’ οί Τούρκοι βάλανε τίς φωνές καί πέσανε μέ γυμνά σπαθιά άπάνου ατούς χριστιανούς. Οί κακόμοιροι οί χριστιανοί σκορπίσανε, φωνάζοντας: «Κύριε, έλέ-ησον! Κύριε, έλέησον!» — κι άλλος έχασε τό φανάρι του, άλλος τό ραβδί του, άλλος τά παπούτσια του, άλλος τό καλπάκι του.
Στό μεταξύ ό μπόγιας έκοψε τό σκοινί πού ήτανε δεμένα τά χέρια τ’ 'Άγιου-Γιώργη, κ’ ένας άλλος Τούρκος φορτώθηκε τό κορμί γιά νά τό πάγει μέσα στό Κονάκι. Μέ τό πάλεμα καί μέ τό τίναμα πού τράβηξε τ’ άγιασμένο λείψανο, λύθηκε ή βρακοζώ-να του, κι δπως τό σήκωνε στήν πλάτη του ό Τούρκος, έπεσε τό βρακί καί κατέβηκε στά μεριά του. Τότες εκείνο τό κορμί δίχως κεφάλι λένε πώς άδραξε μέ τά χέρια του τό βρακί του κ’ έδεσε έναν κόμπο στή βρακοθελιά γιά νά μή φανεί ή γυμνότη του!
Έτσι μαρτύρησε γιά τήν πίστη ό 'Άγιος Γιώργης ό Χιοπολίτης, τελευταίος στρατιώτης τοϋ Χριστού, γιατί αυτός έκλεισε τό ματωμένο βιβλίο πού πρωτάνοιξε ό πρωτομάρτυρας Στέφανος.
Σάν αύριο, οί χριστιανοί γυρέψανε τό κορμί νά τό θάψουνε. Μά οί Τούρκοι δέν τό δώσανε, μόνο τό πετάξανε μέσα σέ μιά ρεματιά όξ’ άπ’ τήν πολιτεία, νά τόν φάν οί σκύλοι, Μ’ όλα ταΰτα δυό-τρεϊς Άϊβαλιώτες τό σηκώσανε κρυφά τη νύχτα καί, βάζοντάς το μέσα σ’ ένα πέραμα, πήγανε καί τό θάψανε άπάνου σ’ ένα μικρό ρημονήσι, Νησοπούλα λεγόμενο, σ’ έναν κόρφο κοντά στού Δαιμόνου τήν Τράπεζα, ως τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τ’ Άϊβαλί.
Μέ χρόνια στρέξανε οί Τούρκοι, κ’ οί χριστιανοί κάνανε ανακομιδή τ’ άγιο λείψανο, κι αφού τ’ ασημώσανε μαζί μέ τήν άγια κάρα, τό θέσανε μέσα στή μεγάλη έκκλησιά, πού χτίσανε στ’ όνομα τ’ 'Άγιου Γιώργη τού Νεομάρτυρα.
Ή αρραβωνιαστικιά του έζησε καί γέρασε. Λένε πώς τόν έβλεπε κάθε λίγο στόν ύπνο της καί τήν ξόρκιζε νά μήν παντρευτεί μ’ άλλον, μόνο νά φυλάξει τό δαχτυλίδι του. Καί πώς κάθε βράδυ έβαζε κι από ’να φλουρί άπάνου στό τζάκι γιά συντήρησή της, μήν τύχει καί τή στενέψει ή φτώχεια νά κάνει τέτοιο πράμα. Καί πώς άπ’ τή μέρα πού δέ στάθηκε πιστή, μόνο άρραβωνιάστηκε, κόπηκε καί τό φλουρί πόβρισκε θεμένο κάθε πουρνό.Κάτι ντόπιοι ζουγράφοι στορήσανε καί τό κόνισμά του.
Τόν πρωτοζουγράφισε ένας πραχτικός, Ντάντινας λεγόμενος, άνθρωπος ταπεινός καί θεοφοβούμενος, πόλαχε νά ’ναι παρών τή νύχτα πού τόν σφάξανε. Στό κόνισμα τόν παράστησε παλληκάρι ως είκοσιπέντε χρονώ, λιγομούστακο καί παραπονεμένο, μαυρομάλλη, λιγνόκορμο, φορεμένον όπως στά ζωντανά του, πουκάμισο καί σώβρακο άσπρα σά χιόνι, μ’ ένα γερανί ζουνάρι, δυό δάχτυλα στενό. Στό ζερβί του χέρι βαστοϋσε την κομμένη κεφαλή του, καί τό δεξί τό ’χε άπλωμένο κι άνοι-χτοπάλαμο, σκήμα πώς παραδίνει τή νιότη του κουρμπάνι γιά τήν πίστη μας.Τά γυμνά ποδάρια του πατούσανε σ’ ένα βουνό σπανοχορταριασμένο, καί παραπίσου θαμπόφεγγε ένας κόρφος θάλασσα κ’ ή πολιτεία. Στό κάτου μέρος χώρισε τέσσερα χωρίσματα κ’ ιστόρησε μέσα στό κάθε ένα τά μαρτύριά του: α') πού τόν κρίνει ό άγάς, β') πού μεταλαβαίνει στή φυλακή, γ') πού τόν σφάζουνε, δ') πού πάνε μέ τό πέραμα νά θάψουνε τό λείψανό του στή Νησοπούλα.
Στά στερνά χρόνια τόν ιστόρησε σέ μεγάλο σκήμα ένας ξακουσμένος τεχνίτης, ό Γιώργης Αγραφιώτης, σπουδασμένος στήν Ιταλία. Αυτός τόν παράστησε ντυμένον μ’ άρχαΐα ρούχα σάν τούς άγιους τού παλιού καιρού καί, μ’ δλο πόβαλε άπάνου οΰλη τήν τέχνη του, τό χειροτέχνημά του δέν είχε τήν κατάνυξη καί τό αϊστημα πού ’χε κείνο τό παλιό, τό κανωμένο άπό τ’ άμαθο χέρι τού Ντάντινα.
"Ενας άλλος Άϊβαλιώτης, ένας παπάς πολύ γέρος καί σοφός άνθρωπος, Κατσαρέλι λεγόμενος, έγραψε τήν άκολουθία του στ’ άρχαΐα, καί στό τέλος-τέλος ταίριαξε καί τούτο τ' όμορφο άπολυτίκι:
«Πληθύς Κυδωνιέων, έν ώδαϊς ευφημήσωμεν ημών τόν πολιούχον καί τής Χίον τό βλάστημα, τής πίστεως πρόμαχον θερμόν, Γεώργιον οπλίτην τόν στερούν, έπλάκη γάρ γενναίως τώ δυσμενει και τούτω κατηκοντισεν οθεν εν ουρανοις στεφηφορών μάρτυσι σνναγάλλεται καί ήμίν εξευμενίζεται τόν μόνον φιλάνθρωπον».
Συνεχίζεται
Παραπομπές
[1] Τοπούζι: μπάλα.
[2] Άλάμ-ταρλάμ: φύρδην-μίγδην.
[3] Βερέμικο: άρρωστιάρικο
[4] Τάβλα: στάβλος, άχούρι.
[5] Κάνω ριτζά: παρακαλώ.
[6] Άμέτ-μουχαμέτ: μέ κάθε τρόπο.
[7] Τεπτίλι= μ’ άλλα ρούχα.
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά = κοπάδια
[10] Ζαναάτι = επάγγελμα.
[11] Κερεστές = ξυλεία.
[12] Μεζαρλίκι = τούρκικο νεκροτραφεΐο.
[13] Τσακάς = σουγιάς.
[14] Φακίρ-φουκαρά = ή φτωχολογιά
[15] Λεύκα = σκαρί χιώτικο.
[16] Ζαχερές = θροφές.
[17] ’Αμπατζής = ράφτης γιά βρακιά.
[18] Μιτζιλίσι = συμβούλιο
[19] Λουμπούτι = ραβδί.
[20] Καζάρμα = στρατώνας
[21] Γιαρντίμι = βοήθεια.
[22] Σαλαχανάς = σφαγείο.
[23] Μασάτι = άτσάλι π’ άκονίζουνε τά μαχαίρια
[24] Μαρχαμάδες = φούντες.
[25] Τζελάτης = μπόγιας
[26] Κουρμπάνι = τ’ άρνί που σφάζουνε στό Μπαϊράμι.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.
Η επεξεργασία , επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου