Περιοδος Εκτη
Η Αποκάλυψις Του Θεου δια Των Βασιλέων
Ο Βασιλευς Σαουλ. Δοξα Του Δαβιδ (Α΄ Βασιλ. Ιστ΄-Λα΄)
Σαοὺλ εἶναι ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν ᾽Ισραηλιτῶν,τὸν ὁποῖον, ὅπως εἵδαμεν, ἔχρισεν ὀ τελευτάῖος κριτὴς Σαμουήλ.Οὗτος εἶχε τὰ ἀνάκτορά του εἰς τὴν Χεβρών. Διοικοῦσε κατ’ ἀρχὰς τὸν λαόν του μὲ δικαιοσύνην καὶ μὲ φόβον Θεοῦ, διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ τὸν ἔκαμεν εὐτυχῆ.
Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐνίκησεν ὁ Σαοὺλ τοὺς ἐχθρούς του Φιλισταίους καὶ Ἀμαληκίτας, μὲ τὴν συνεργασίαν μάλιστα τοῦ γενναίου καὶ εὐγενοῦς υἱοῦ του ᾽Ιωνάθαν.
Ἀλλ’ αἱ νίκαι του αὐταὶ τὸν ἐμέθυσαν καὶ τὸν ἔκαμαν ἐγωιστήν, ἀσεβῆ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κακὸν πρὸς τὸν λαόν. ᾽Εφάνη δηλαδὴ κατόπιν ἀνάξιος βασιλεὺς ὁ Σαούλ.Ὁ Σαμουὴλ προεῖπεν εἰς αὐτόν, ὅτι ὁ Θεὸς περισσότερον ἀπὸ τὰς θυσίας θέλει νὰ πράττωμεν τὸ θέλημά του, τὸ ὁποῖον αὐτὸς δὲν πράττει, καὶ διὰ τοῦτο τὸν περιμένουν μεγάλαι δυστυχίαι ὅτι δηλ. θὰ τὸν τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ μείνῃ εἰς τὴν οἰκογένειάν του, ἀλλὰ θὰ περιέλθῃ εἰς χεῖρας ἄλλου.
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ καὶ ἐπῆγε καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Βηθλεὲμ διὰ νὰ ἐκλέξῃ ἄλλον βασιλέα.
᾽Εκεῖ ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ἰεσσαὶ νὰ τοῦ παρουσιάσῃ τὰ πέντε παιδιά του. ᾽Εξ αὐτῶν δὲ ὁ Σαμουὴλ ἔχρισε βασιλέα τὸν μικρότερον, ὁ ὁποῖος ἦτο ποιμήν, ὠνομάζετο Δαβὶδ καὶ ἦτο τότε νεανίας ξανθὸς μὲ ὡραῖα μεγάλα μάτια.
Ὁ Σαοὺλ μετὰ τὴν προφητείαν τοῦ Σαμουὴλ ἐλυπήθη καὶ αὐτὸς πολύ, ἤρχισε νὰ ἀνησυχῇ καὶ κατελήφθη ἀπὸ μελαγχολίαν. Διὰ τοῦτο οἱ συγγενεῖς του ἐφρόντισαν νὰ εὕρουν κατάλληλον πρόσωπον νὰ τραγουδῇ καὶ νὰ παίζῃ κιθάραν διὰ νὰ τὸν διασκεδάζῃ, καὶ εὗρον τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἦτο καλὸς μουσικὸς καὶ τραγουδιστής, ἀλλὰ καὶ ἀνδρεῖος πολεμιστής.
Τοιουτοτρόπως ὁ Δαβὶδ μὲ τὰ ᾄσματα καὶ τὴν κιθάραν του ἀνεκούφιζε καὶ κατεπράυνε τὴν μελαγχολίαν τοῦ Σαοὺλ ἀρκετὸν καιρόν. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ἐγνωρίσθη καὶ συνεδέθη μὲ φιλίαν μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Σαούλ, τὸν Ἰωνάθαν. Κατόπιν ἐπέστρεψεν εἰς τὰ ποίμνια τοῦ πατέρα του.
2. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην οἱ ᾽Ισραηλῖται ἦλθον πάλιν εἰς πόλεμον μὲ τοὺς Φιλισταίους. Αὐτοὶ εἶχον εἰσβάλει καὶ πάλιν εἰςτὴν χώραν των, κατέστρεφον αὐτὴν καὶ διήρπαζον τὰς πόλεις.
Τώρα μάλιστα οἱ Φιλισταῖοι εἶχον μαζί των ἕνα γίγαντα καὶ ἥρωα, τὸν Γολιάθ, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ νικήσῃ. Αὐτὸς ἔβγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν στρατὸν καὶ ἐφώναζε δυνατά:
- Σᾶς προκαλῶ, ᾽Ισραηλῖται, νὰ βγάλετε καὶ σεῖς τὸν καλλίτερόν σας διὰ νὰ μονομαχήσωμεν. Ἄν μὲ νικήσῃ ὁ ἰδικός σας, ἡμεῖς θὰ εἴμεθα δοῦλοι σας, ἂν ὅμως νικήσω ἐγώ, σεῖς θὰ γίνετε δοῦλοι μας.
Ἀπὸ τὸν πανικὸν καὶ ἀπὸ τὸν κίνδυνον αὐτὸν ἔσωσε τὸν Σαοὺλ καὶ τοὺς ᾽Ισραηλίτας ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος τυχαίως εἶχεν ἔλθει εἰςτὸ στρατόπεδον διὰ νὰ φέρῃ τροφὰς εἰς τοὺς ἐπιστρατευμένους ἀδελφούς του.
Ὁ Δαβίδ, μόλις ἤκουσε τὴν προκλητικὴν φωνὴν τοῦ Γολιάθ, παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπεν:
- Ἐγὼ βασιλεῦ, θὰ πολεμήσω μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ τὸν ἀλλόφυλον αὐτόν.
Ὁ Σαοὺλ τοῦ ἀπήντησε:
- Πήγαινε, παιδί μου Δαβίδ, καὶ ἄς εἶναι ὁ Θεὸς μαζί σου!
Καὶ πηγαίνει ὁ Δαβίδ, μὲ θάρρος καὶ πεποίθησιν ἐναντίον τοῦ Γολιάθ, ἄοπλος κρατῶν εἰς τὰ χέρια του μίαν σφενδόνην καὶ μίαν ράβδον.
Μόλις ὁ γιγαντόσωμος Γολιὰθ ἀντίκρυσε τὸν Δαβὶδ, τὸν ἐκοίταξε μὲ μεγάλην περιφρόνησιν καὶ τοῦ εἶπε μὲ εἰρωνείαν :
- Διὰ σκύλον μὲ θεωρεῖς καὶ ἔρχεσαι ἐναντίον μου μὲ ράβδον καὶ μὲ λίθους;
Ὁ Δαβὶδ τότε μὲ ψυχραιμίαν τοῦ λέγει:
- Σέ θεωρῶ χειρότερον ἀπὸ σκύλον. Σὺ ἔρχεσαι ἐναντίον μου μὲ μαχαίρια, μὲ δόρυ καὶ μὲ ἀσπίδα, ἀλλ’ ἐγὼ θὰ πολεμήσω ἐναντίον σου μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Θὰ σὲ νικήσω, διὰ νὰ μάθουν ὅλοι τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἀμέσως ἔβαλεν εἰς τὴν σφενδόνην του ἕνα λιθάρι καὶ τὸ ἔρριψεν ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Τὸ λιθάρι ἐκτύπησε μὲ δύναμιν εἰς τὸ μέτωπον τὸν Γολιὰθ καὶ αὐτὸς ἐζαλίσθη, ἐκλονίσθη καὶ ἔπεσε καταγῆς. ῾Ο Δαβὶδ ἀμέσως ἐπλησίασε τὸν Γολιάθ, τοῦ ἐπῆρε τὸ ξίφος καὶ ἀπέκοψε τὴν κεφαλήν του.
Μέγας φόβος κατέλαβε τότε τοὺς Φιλισταίους, οἱ ὁποῖοι πανικόβλητοι ἐτράπησαν εἰς φυγήν, ἐνῷ ἀντιθέτως οἱ Ἰσραηλῖται ἐπῆραν θάρρος, κατεδίωξαν καὶ διεσκόρπισαν αὐτούς.
3. Ὁ Δαβὶδ μὲ τὸ κατόρθωμά του αὐτὸ ἐδοξάσθη πολὺ ἀπὸ τὸν λαόν. Ὅταν ὁ στρατὸς νικητὴς ἐπανήρχετο ἀπὸ τὴν ἐκστρατείαν καὶ ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὰς πόλεις, αἱ γυναῖκες ἔβγαιναν εἰς προϋπάντησίν του καὶ ἔψαλλον:
Ὁ Σαοὺλ ἐνίκησε χιλιάδας. Ὁ Δαβὶδ κατέβαλε μυριάδας.
Διὰ τοῦτο ὁ Σαοὺλ ἐφθόνησε τὸν Δαβὶδ καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν νὰ τὸν θανατώσῃ. Τότε ὁ Δαβὶδ ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ εἰς τὰ ὄρη, ὅπου ἔζη μὲ ὀλίγους συντρόφους του. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τὸν κατεδίωξεν ὁ Σαούλ.
Ὁ Δσβὶδ ὅμως, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἐδόθη εὐκαιρία νὰ βλάψῃ τὸν Σαούλ, πάντοτε τὸν ἐσεβάσθη.
Ἕνεκα τῆς φιλονικίας Σαοὺλ καὶ Δαβίδ, οἱ Φιλισταῖοι εὑρῆκαν εὐκαιρίαν πάλιν καὶ ἦλθον ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Τότε ἔγινε μία φοβερὰ μάχη εἰς τὰ ὄρη τῆς Γελβουέ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐφονεύθησαν οἱ τρεῖς υἱοὶ τοῦ Σαούλ, καὶ ὁ ἴδιος ἐπληγώθη σοβαρώτατα καὶ ἀπέθανεν.
Ἡ καταστροφὴ ἦτο πολὺ μεγάλη. Ὁ Δαβὶδ ἔκλαυσε πικρὰ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τῶν υἱῶν του. Πρὸ πάντων δὲ διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπημένου του φίλου Ἰωνάθαν. Τότε ἔγραψεν ἕνα λυπηρὸν θρῆνον (μοιρολόγι), εἰς τὸ ὁποῖον προτρέπει τὸν λαὸν νὰ θρηνήσῃ τὸν θάνατον τῶν ἡρώων του.
Ἀνάγνωσμα
Θρῆνος Δαβὶδ διὰ τὸν Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν
Ἄκουσε, ᾽Ιούδα, ἄκουσε, ᾽Ιούδα, δεινὰ καὶ θρήνησε πικρά.
(Β΄ Βασιλ Α΄ ἐν παραφράσει)
῏Ω δόξα τοῦ Ἰσραήλ,
ἐπὶ τῶν ὀρέων σου ἔπεσαν,
αἶ ! αἶ! πῶς ἔπεσαν οἱ δυνατοί!
Μὴ ἀναγγείλατε εἰς τὴν Γάθ,
μηδὲ διακηρύξετε εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἀσκαλῶνος (1), διὰ νὰ μὴ εὐφρανθοῦν αἱ θυγατέρες τῶν Φιλισταίων.
Νὰ ξηρανθῆτε, ὄρη Γελβουέ, νὰ μὴ κατεβῆ δρόσος
μηδὲ βροχὴ σὲ σᾶς,
διότι ἐκεῖ ἐχάθηκεν ἡ ἀσπὶς τῶν ἡρώων.
῾Η ἀσπὶς τοῦ Σαοὺλ δὲν ἦτο ἀλειμμένη μὲ λάδι, ἦτο βαμμένη μὲ τὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν!
Τὸ τόξον τοῦ ᾽Ιωνάθαν δὲν ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἡ ρομφαία τοῦ Σαοὺλ δὲν ἐπέστρεφε κενή.
Σαοὺλ καὶ ᾽Ιωνάθαν, οἱ ἀγαπημένοι, πάντοτε ἡνωμένοι,
ἦσαν ἐλαφρότεροι τῶν ἀετῶν, καὶ δυνατώτεροι τῶν λεόντων.
Θυγατέρες τῆς ῾Ιερουσαλήμ, κλαύσσατε τὸν Σαούλ, κλαύσατε τὸν ᾽Ιωνάθαν.
Αἶ! αἶ! πῶς ἔπεσαν οἱ δυνατοὶ καὶ ἐχάθησαν πολύτιμοι ἥρωες!
Ἰωνάθαν, ὁ θάνατός σου μὲ ἐλύπησε πολύ. Περίλυπος εἶμαι δι’ ἐσέ.
ἀδελφέ μου ᾽Ιωνάθαν.
35. Ο ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ (Β΄ Βασιλειῶν Β΄-ΙΘ΄)
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀνεκήρυξαν βασιλέα των τὸν Δαβὶδ εἰς τὴν Χεβρών. Αἱ ἄλλαι δέκα φυλαὶ ἀνεκήρυξαν βασιλέα των τὸν υἱὸν τοῦ Σαούλ, ᾽Ιεβοσθέ. Κατόπιν ὅμως ἦλθον εἰς τὴν Χεβρὼν ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν φυλῶν καὶ ἀνεκήρυξαν τὸν Δαβὶδ βασιλέα ὅλων τῶν ᾽Ισραηλιτῶν. Ὁ Δαβὶδ ἦτο τότε30 ἐτῶν.
῞Ενα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔργα τοῦ Δαβὶδ ἦτο νὰ κυριεύσῃ τὴν Σιών. Ἡ Σιὼν ἦτο ἡ ἀκρόπολις τῆς Σαλὴμ καὶ τὴν κατεῖχον οἱ ᾽Ιεβουσαῖοι. Τὴν Σαλὴμ ἔκαμε τότε πρωτεύουσαν τοῦ κράτους του ὁ Δαβὶδ καὶ τὴν ὠνόμασε Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ κληρονομίαν τῆς εἰρήνης.
᾽Εκεῖ ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα καὶ κατεσκεύασε πολυτελῆ Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν μετέφερεν ἀπὸ τὴν Χεβρὼν μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ ἐτοποθέτησε τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης. ῎Εκαμε τὴν προσευχήν του τότε εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ προστατεύῃ τὸν λαόν του. Καὶ εἶπε :
- Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην (τὸν λαὸν) καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου (Ψαλμ. 79)
Τότε ἐκανόνισεν ὁ Δαβὶδ πῶς θὰ γίνεται ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ναόν. ῎Εγραψε πολλοὺς ψαλμοὺς εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὥρισε πολλοὺς ψάλτας καὶ μουσικούς, οἱ ὁποῖοι ὑμνοῦσαν καθημερινῶς τὸν Θεὸν μὲ τὰς ἁρμονικάς των φωνὰς καὶ μὲ τὰ μουσικά των ὄργανα.
2. Ὁ Δαβὶδ ὠχύρωσεν ἐπίσης τὴν νέαν πρωτεύουσαν μὲ ἰσχυρὰ τείχη καὶ ἀπεφάσισε νὰ κατασκευάσῃ μεγαλοπρεπῆ ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἠμποδίσθη ὅμως ἀπὸ τὸν προφήτην Νάθαν, διότι ἦτο πολεμικὸς βασιλεύς.
Καὶ πράγματι ἡ τεσσαρακονταετὴς βασιλεία τοῦ Δαβὶδ εἶναι πλήρης ἀπὸ κατακτητικὰς ἐκστρατείας. ᾽Επεξέτεινε καὶ ἠσφάλισε τὰ ὅρια τοῦ κράτους του διὰ πολὺν χρόνον. Κατενίκησε καὶ ὑπέταξεν ὅλους τοὺς ἐπικινδύνους ἐχθροὺς τῶν ᾽Ισραηλιτῶν. Τοὺς Φιλισταίους, τοὺς Μωαβίτας, τοὺς Ἀμμωνίτας καὶ τοὺς ᾽Ιδουμαίους.
῎Ετσι τὸ κράτος τοῦ ᾽Ισραὴλ ἐπὶ τοῦ Δαβὶδ ἐξετείνετο ἀπὸ τὸ ὄρος Λίβανον μέχρι τῆς ᾽Ερυθρᾶς θαλάσσης καὶ ἀπὸ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν μέχρι τῆς Μεσογείου θαλάσσης. Τότε τὸ ᾽Ισραηλιτικὸν κράτος ἔλαβε τὴν μεγαλυτέραν του ἔκτασιν, δύναμιν καὶ δόξαν.
3. Ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ὁ Δαβὶδ ὑπέπεσεν εἰς σοβαρὰ ἁμαρτήματα. ῾Ο
Δαβὶδ εἶχε λάβει πολλὰς γυναῖκας ὡς συζύγους. ῞Οταν ὅμως ἐγνώρισε τὴν ὡραίαν σύζυγον τοῦ γενναίου του ἀξιωματικοῦ Οὐρίου, τὴν Βηρσαβεέ, ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ λάβῃ καὶ ἐκείνην σύζυγόν του.
Διέταξε λοιπὸν κρυφὰ τὸν στρατηγόν του νὰ τοποθετήσῃ
τὸν Οὐρίαν εἰς μέρος ἐπικίνδυνον κατά τινα μάχην ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν. Καὶ ὁ δυστυχὴς ὁ Οὐρίας ἐφονεύθη. Τότε ὁ Δαβὶδ ἔλαβεν ὡς σύζυγόν του τὴν Βηρσαβεέ. Μὲ τὸ φοβερὸν αὐτὸ ἔγκλημα ὁ Δαβὶδ παρέβη τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. ῎Εγινεν ἔνοχος φόνου, διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησε.
῎Εστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν προφήτην Νάθαν διὰ νὰ τὸν ἐλέγξῃ. Παρουσιάσθη λοιπὸν ἐνώπιόν του ὁ προφήτης καὶ τοῦ εἶπε:
- Βασιλεῦ, ἔρχομαι νὰ σοῦ καταγγείλω ἕνα κακόν, ποὺ ἔγινεν εἰς μίαν πόλιν. ᾽Εκεῖ ἐζοῦσαν ὡς γείτονες δύο ἄνθρωποι. Ὁ ἕνας πλούσιος καὶ ὁ ἄλλος πτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλὰ ποίμνια. Ὁ πτωχὸς εἶχε μόνον μίαν ἀμνάδα, τὴν ὁποίαν ἀγαποῦσε καὶ ἀνέτρεφε καὶ τὴν ἐπεριποιεῖτο ὡς θυγατέρα του. Μίαν ἡμέραν ἐπεσκέφθη τὸν πλούσιον ἕνας φίλος του, καὶ ἀντί, διὰ νὰ τὸν περιποιηθῇ νὰ σφάξῃ ἕνα πρόβατον ἀπὸ τὰ ἰδικά του, ἥρπασε καὶ ἔσφαξε τὴν μοναδικὴν καὶ ἀγαπημένην ἀμνάδα τοῦ πτωχοῦ γείτονός του.
Ὁ Δαβὶδ κατηγανακτησμένος ἐφώναξε μὲ ὀργήν:
- Πρέπει νὰ θανατωθῇ ἀμέσως αὐτός, ποὺ διέπραξεν αὐτὸ τὸ ἔγκλημα.
Τότε ὁ Νάθαν τοῦ εἶπε μὲ θάρρος :
- Αὐτὸς εἶσαι σύ, βασιλεῦ. Σὺ εἶσαι ὁ φονεὺς τοῦ Οὐρίου καὶ ὁ ἅρπαξ τῆς γυναικός του, διὰ τοῦτο θὰ τιμωρηθῇς σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου ὁλόκληρος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ δοκιμάσῃς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου πολλὰς θλίψεις.
Ὁ Δαβὶδ συνῃσθάνθη βαθύτατα τὰ ἁμαρτήματά του, μετενόησεν εἰλικρινὰ καὶ ἐζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν. Τότε ἔγραψε τὸν ὑπέροχον ψαλμὸν τῆς μετανοίας, τὸν περίφημον πεντηκοστὸν ψαλμόν, τὸν ὁποῖον τακτικὰ ἀκούομεν νὰ ψάλλεται καὶ ν’ ἀναγινώσκεται εἰς τὴν ᾽Εκκλησίαν μας κατὰ τὰς ἀκολουθίας τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν ἄλλων ἑορτῶν.
Ἀνάγνωσμα
Ψαλμὸς μετανοίας
(Ψαλμ. 50ός. Στίχοι κατ’ ἐκλογήν)
᾽Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁρματίας μου καθάρισόν με.
῞Οτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω
καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός.
Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον
καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (1).
᾽Ιδοὺ γὰρ ἀλήθείαν ἠγάπησας·
τὰ ἄδηλα ναὶ τὰ κούφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.
Ραντιεῖς μὲ ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι (2), πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.
Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον (3)
ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου ( ).
Μὴ ἀπορρίψεις με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον
μὴ ἀντανέλης (5) ἀπ’ ἐμοῦ.
Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου (6)
καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.
Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου
καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσιν.
Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις
Ὅταν θὰ μὲ κρίνῃς
ὁ ὕσσωπος εἶναι τὸ θυμάρι μὲ τὸ ὁποῖον ἐρράντιζον τὸν ἁγιασμὸν, ὅπως τὸ ἰδικὸν μας δενδρολίβανο καὶ ὁ βασιλικὸς
ἀνανέωσε
εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου
μὴ ἀφαιρέσῃς
δῶσε μου πάλιν τὴν χαρὰν ὅτι μὲ συγχωρεῖς καὶ μὲ σώζεις
καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (1).
Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν (2)
ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.
Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον˙ καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει (3).
36. ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ. Ο ΣΟΛΟΜΩΝ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ (Β΄ καὶ Γ΄ Βασιλεῖων)
Ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ ὕστερα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιάν του διὰ τὸ βαρύτατον ἁμάρτημά του συνεχωρήθη μὲν ἀπὸ τὸν πανάγαθον Θεόν, ἀλλὰ δὲν ἀφέθη ἀτιμώρητος.
Πρῶτον ἀπέθανε τὸ πρῶτόν του τέκνον, τὸ ὁποῖον ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν Βηρσαβεέ, δεύτερον ὁ υἱός του Ἀβεσσαλὼμ ἐλησμόνησε τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπακοήν, ποὺ ὤφειλεν εἰς τὸν πατέρα του, ἐσκότωσεν ἕνα ἀδελφόν του, ἐπανεστάτησε κατὰ τοῦ πατρός του καὶ ἀνεκήρυξε τὸν ἑαυτόν του βασιλέα.
῾Η ἐπανάστασις προσωρινῶς ἐπέτυχε, καὶ ἠναγκάσθη ὁ Δαβὶδ φοβισμένος καὶ ταπεινωμένος νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὴν πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου χώραν. ᾽Εκεῖ συνήθροισε στρατὸν καὶ τὸν ἀπέστειλε κατὰ τοῦ υἱοῦ του. ῎Εδωσεν ὅμως ρητὴν παραγγελίαν νὰ μὴ σκοτώσουν τὸν Ἀβεσσαλώμ, ἅμα τὸν συλλάβουν. Εἰς τὴν μάχην, ἡ ὁποία ἔγινεν, ἐνικήθη ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν. ᾽Ενῷ ἔφευγε, περιεπλάκη ἡ κόμη του εἰς ἕνα δένδρον. ᾽Εκεῖ ἔμεινε κρεμασμένος, ἕως ὅτου ἐφονεύθη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν.
Ὅταν ὁ Δαβὶδ ἐπληροφορήθη τὸν τραγικὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του, ἐθρήνησεν ἀπαρηγόρητα. ῎Εκλαιε καὶ ἔλεγε :
- Παιδί μου, παιδί μου Ἀβεσσαλώμ, καλλίτερα νὰ ἀπέθνησκα εγὼ ἀντὶ σοῦ. Ἀβεσσαλὼμ παιδί μου, παιδί μου.
2. Ἀλλὰ καὶ πολλὰς ἄλλας μεγάλας θλίψεις ἐκ μέρους τῆς οἰκογονείας του καὶ τῶν στρατηγῶν του ἐδοκίμασεν ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ
μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
Ὅλαι αἱ περιπέτειαι αὐταὶ ἀπὸ τὴν νεότητά του, δηλαδὴ οἱ διωγμοὶ τοῦ Σαούλ, οἱ συνεχεῖς πόλεμοι καὶ αἱ φροντίδες διὰ τὴν ὀργάνωσιν καὶ διοίκησιν τοῦ μεγάλου κράτους του, αἱ θλίψεις καὶ αἱ συγκινήσεις, τὰς ὁποίας ἐδοκίμασε καθ’ ὅλην τὴν πολυτάραχον ζωήν του, τὸν κατέβαλον σωματικῶς.
῎Επειτα ἀπὸ τεσσαρακονταετῆ βασιλείαν, εἰς ἡλικίαν ἑβδομήκοντα ἐτῶν, ἀπεφάσισε ζῶν ἀκόμη νὰ παραχωρήσῃ τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸν διάδοχόν του. ῞Ωρισε δὲ ὡς τοιοῦτον τὸν ἀγαπητόν του υἱὸν Σολομῶντα.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν ἐπιθυμίαν του ὁ Ἀρχιερεὺς ἔχρισε τὸν Σολομῶντα βασιλέα, μὲ ἡγιασμένον ἔλαιον, ἐνῷ ὁ λαὸς ἐζητωκραύγαζε, καὶ αἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν.
3. Μετὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Σολομῶντος ὡς βασιλέως ὁ Δαβὶδ ἀφιέρωσε τὰς ὑπολοίπους ἡμέρας τῆς ζωῆς του εἰς τὸ νὰ διδάσκῃ τὸν νεαρὸν βασιλέα τὰ καθήκοντά του καὶ νὰ τὸν συμβουλεύῃ ἵνα ἐκτελῇ πιστῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Δαβὶδ ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν ἑβδομήκοντα ἑνὸς ἐτῶν καὶ ἐτάφη εἰς τὴν ῾Ιερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε πρὸς τιμήν του ὠνομάσθη Πόλις Δαβίδ.
Ὁ Δαβὶδ ἀνεδείχθη ὑπέροχος βασιλεὺς καὶ ἱκανώτατος ὀργανωτὴς καὶ κυβερνήτης τοῦ βασιλείου του. ῏Ητο προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ πολλὰ χαρίσματα, π.χ. μὲ εὐσέβειαν, μεγαλοψυχίαν καὶ εὐγενῆ αἰσθήματα. Ἦτο καλὸς φίλος καὶ προστάτης τοῦ λαοῦ, γενναῖος πολεμιστὴς καὶ ἄριστος στρατηγός. Ὑπῆρξεν ἀμερόληπτος δικαστὴς καὶ καλὸς οἰκογενειάρχης.
Ἡ ἐποχὴ τοῦ Δαβὶδ ἦτο ἔνδοξος διὰ τοὺς ᾽Ισραηλίτας. ᾽Επ᾽ αὐτοῦ τὸ κράτος τῶν ῾Εβραίων ἔφθασεν εἰς ἀκμήν, δόξαν καὶ δύναμιν πολὺ μεγάλην. Οἱ ῾Εβραῖοι ἀπὸ τότε μέχρι σήμερον μὲ ὑπερηφάνειαν ἐνθυμοῦνται τὴν ἐποχὴν τῆς βασιλείας τοῦ Δαβίδ. Τὸν ἔλεγαν μέγαν βασιλέα.
῾Ως βασιλεὺς ὁ Δαβὶδ ὑπῆρξε σκιὰ καὶ προεικόνισις τοῦ Μεγάλου Βασιλέως καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αἱ κατακτήσεις του προεσήμαιναν τὰς πνευματικὰς κατακτήσεις τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ γενεαλογικὸν δένδρον τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας του κατέληξεν εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, ὅστις κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Δαβίδ. Καὶ διὰ τοῦτο ὀνομάζεται υἱὸς Δαβίδ.
37. Ο ΔΑΒΙΔ ΩΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ (Βιβλία Βασιλειῶν-Ψαλμοὶ)
᾽Εκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε προικισθῆ ὁ Δαβίδ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ προφήτου καὶ ποιητοῦ, διὰ τοῦτο τιμᾶται ὑπὸ τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἰδιαιτέρως ὡς προφήτης καὶ ἄναξ, δηλ. βασιλεύς, καὶ ὀνομάζεται προφητάναξ.
Ὑπῆρξεν ὅμως καὶ ἔξοχος ποιητής. Οἱ ὑπέροχοι ψαλμοί του, ἐκτὸς τῆς μεγάλης των θρησκευτικῆς καὶ προφητικῆς ἀξίας, θεωροῦνται καὶ σήμερον ἀκόμη ὡς ποιητικὰ ἀριστουργήματα.
Τὰ ποιήματά του (οἱ Ψαλμοὶ) εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἔμπνευσιν, ἀπὸ λυρισμὸν καὶ θρησκευτικὴν ἔξαρσιν σπανίαν. Εἰς αὐτὰ ὁ Δαβὶδ ἀποκαλύπτει ὅλην τὴν ὡραιότητα καὶ εὐγένειαν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ χαρακτῆρος του, ὡς καὶ τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδίας του.
Ἀλλὰ καὶ αἱ προφητεῖαι του περὶ τοῦ Μεσσίου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἐγκατεσπαρμέναι εἰς τοὺς ψαλμούς του, εἶναι πολλαὶ καὶ προκαλοῦν ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν καὶ ἐξαιρετικὸν θαυμασμόν.
2. Αἱ προφητεῖαι τοῦ Δαβὶδ περὶ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ συνοψίζονται εἰς τὰς ἑξῆς:
α΄) Διὰ τὴν γέννησιν τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Επροφήτευσεν ὅτι θὰ ἔλθουν βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες διὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν (ψαλμ. 71), ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ὑποταχθῶσιν εἰς αὐτόν. Ὅτι τὸ ὄνομά του θὰ εἶναι εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅλα τὰ ἔθνη θὰ τὸν μακαρίζουν, καὶ ὅτι δι’ αυτοῦ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
β΄) Διὰ τὸν βίον αὐτοῦ. Προφητεύει ὅτι θὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τοὺς
᾽Ισραηλίτας, ἀλλὰ αὐτὸς θὰ νικήσῃ. Θὰ γίνη ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ᾽Εκκλησίας. Θὰ εἶναι εὐλογημένος καὶ θὰ ἔλθῃ ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου (ψαλμ. 117). Θὰ εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος (ψαλμ. 2).
γ΄) Διὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ. Προφητεύει ὅτι θὰ ταπεινωθῇ καὶ θὰ γίνῃ ὄνειδος τῶν ἀνθρώπων. Πάντες οἱ βλέποντες αὐτὸν θὰ τὸν περιπαίζουν καὶ θὰ κινοῦν ἐμπαικτικῶς τὴν κεφαλήν. Θὰ τὸν βασανίσουν, θὰ τὸν σταυρώσουν, θὰ ἀριθμήσουν ὅλα τὰ ὀστᾶ του. Θὰ μοιρασθοῦν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά του μὲ κλῆρον. Μέσα εἰς τοὺς πόνους του θὰ φωνάξῃ: «Θεέ μου, Θεέ μου, διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;» (ψαλμ. 21). ῾Ως τροφὴν θὰ τοῦ δώσουν τότε χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν του θὰ τὸν ποτίσουν ὄξος (ψαλμ. 68). Θὰ τὸν θάψουν εἰς λάκκον σκοτεινὸν (ψαλμ. 87).
δ΄) Διὰ τὴν ἀνάστασίν του. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὡς Θεὸς θὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν. Θὰ γίνῃ σεισμὸς κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀναστάσεώς του. Θὰ καθίσῃ εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸς καὶ Υἱὸςτοῦ Θεοῦ. Θὰ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτὸν ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς. ᾽Εγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρὸς προαιωνίως, καὶ θὰ εἶναι αἰώνιος Ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ (ψαλμ.
81 καὶ 109).
3. Ὁλόκληρος ἡ ἱερὰ Ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ ὡραῖα θρησκευτικὰ ποιήματα τοῦ Δαβίδ. Τακτικὰ ἀκούομεν εἰς τὰς ἀκολουθίας τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν ἑορτῶν τοὺς ὑπερόχους ψαλμούς του. Εἴτε ὁλοκλήρους εἴτε καὶ κατὰ στίχους.
Ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Δαβὶδ εἰς τὴν ᾽Εκκλησίαν μας ἄλλα ψάλλονται καὶ ἄλλα ἀναγινώσκονται. Ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἐμπνευσθῆ ὅλοι οἱ μεγάλοι ποιηταὶ καὶ ὑμνογράφοι τῆς ᾽Εκκλησίας, καθὼς καὶ οἱ διασημότεροι μουσουργοὶ καὶ ποιηταὶ τῆς ἄλλης φιλολογίας.
Τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβὶδ τοὺς εὑρίσκομεν εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, καὶ εἰς ἰδιαίτερον λειτουργικὸν βιβλίον τῆς ᾽Εκκλησίας, τὸ ὁποῖον λέγεται Ψαλτήριον.
Εἰς τὸν παρατιθέμενον 151ον καὶ τελευταῖον ψαλμὸν τοῦ ψαλτηρίου ὁ Δαβὶδ διηγεῖται τὸ κατόρθωμά του ἐναντίον τοῦ Γολιὰθ καὶ τὴν ἀνάδειξίν του ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἀνάγνωσμα
Αὐτοβιογραφία τοῦ Δαβὶδ
(Ψαλμὸς 151ος)
Μικρὸς ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου
καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου καὶ ἐποίμαινον τὰ ποίμνια αὐτοῦ.
Αἱ χεῖρες μου ἐποίησαν ὄργανον
καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον. Τίς ἀναγγελεῖ τῳ Κυρίῳ μου;
Αὐτὸς ὁ Κύριος, Αὐτὸς εἰσακούσει.
Αὐτὸ ἐξαπέστειλε τον ἄγγελον αὐτοῦ (1)
καὶ ἦρε με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός μου
καὶ ἐχρισέ με ἐν τῶ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὐτοῦ. Οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι
καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος.
Ἐξῆλθον εἰς συναντησιν τῳ ἀλλοφύλῳ (1)
καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ.
᾽Εγὼ δὲ σπασάμενος τὴν παρ’ αὐτοῦ μάχαιραν ἀπεκεφάλισα αὐτὸν
ταὶ ᾖρα τὸ ὄνειδος ἐξ υἱῶν ᾽Ισραήλ.
38. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΣΟΛΟΜΩΝ (Γ΄ Βασιλειῶν Γ-Ή΄)
Ὁ Σολομῶν εἶναι ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἐνδόξους βασιλεῖς τῶν
᾽Ισραηλιτῶν. Ἀπὸ τὸν πατέρα του Δαβὶδ ἐκληρονόμησεν ἰσχυρὸν καὶ πλούσιον κράτος. ᾽Εβασίλευσε περὶ τὰ τεσσαράκοντα ἔτη, ἀπὸ τὸ
1015 ἕως τὸ 975 πρὸ Χριστοῦ. ᾽Ωνομάσθη σοφὸς διὰ τὴν μεγάλην του σοφίαν.
Ὅτε ἐπρόκειτο ν’ ἀναλάβῃ τὴν βασιλείαν, ἦλθεν εἰς τὴν πόλιν Γαβαών, ἵνα προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὸν Θεόν. Τότε ἐνεφανίσθη εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπε:
- Ζήτησέ μου τί θέλεις νὰ σοῦ δώσω. Καὶ ὁ Σολομῶν ἀπήντησε: ·
- Κύριε καὶ Θεέ μου, μὲ ἔχρισες βασιλέα μεγάλου λαοῦ. ᾽Εγὼ ὅμως εἶμαι νέος ἀκόμη χωρὶς πεῖραν, δῶσε μου λοιπόν, Σὲ παρακαλῶ, σοφίαν καὶ καρδίαν συνετὴν διὰ νὰ κυβερνῶ τὸν λαόν σου, καὶ διὰ νὰ διακρίνω τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν.
Ὁ Θεὸς εὐχαριστήθη ἀπὸ τὴν ἀπάντησιν τοῦ νεαροῦ βασιλέως καὶ τοῦ εἶπεν:
- Ἐπειδὴ ἐζήτησες σοφίαν καὶ ὄχι πλοῦτον, δόξαν καὶ μακροβιότητα, οὔτε τὴν καταστροφὴν τῶν ἐχθρῶν σου, σοῦ δίδω σοφίαν καὶ σύνεσιν, ἀλλ’ ἐκτὸς τούτου σοῦ δίδω πλοῦτον καὶ δόξαν. ᾽Εὰν δὲ τηρήσῃς τὰς ἐντολάς μου, θὰ σοῦ δώσω καὶ μακροβιότητα.
2. Ὁ Σολομῶν ἔγινε περίφημος εἰς ὅλον τὸν κόσμον διὰ τὴν σοφίαν του καὶ τὴν δικαιοσύνην του. ῾Η βασιλεία του ὑπῆρξεν εἰρηνικὴ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπὶ τεσσαράκοντα καὶ πλέον ἔτη ἐδοκίμασαν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς εἰρήνης.
Διὰ τοῦτο ὁ Σολομῶν εὗρε καιρὸν καὶ ἔκαμε μεγάλα καὶ σπουδαῖα εἰρηνικὰ ἔργα.
Μία ἀπὸ τὰς πρώτας φροντίδας του ἦτο νὰ στερεώσῃ τὴν ἐσωτερικὴν ἀσφάλειαν καὶ ἡσυχίαν τοῦ κράτους του, διωργάνωσε λοιπὸν ἰσχυρὸν καὶ καλὰ ὠργανωμένον στρατὸν μὲ ἱππικὸν καὶ μὲ πολεμικὰ ἅρματα. Κατόπιν ἔκαμε συμμαχίας μὲ τὰ διάφορα γειτονικὰ κράτη.
Διωργάνωσεν ἐπισης διοικητικῶς τὸ κράτος του κατὰ ἐπαρχίας καὶ ἐκανόνισε τὸ φορολογικὸν σύστημα. Οἱ φόροι τοὺς ὁποίους ἐπέβαλε, τοῦ ἀπέδωσαν πολλὰ χρήματα διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὰ μεγάλα εἰρηνικά του ἔργα.
3. Ἡ φήμη διὰ τὴν σοφίαν του καὶ τὴν μεγαλοπρέπειάν του ἔγινε γνωστὴ εἰς πολλὰς χώρας καὶ πολλοὶ ἤρχοντο ἀπὸ διάφορα μέρη διὰ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μεταξὺ τῶν θαυμαστῶν τοῦ Σολομῶντος ἦτο καὶ ἡ βασίλισσα τῆς χώρας Σαβὰ τῆς Ἀραβίας, ἡ ὁποία εἶχεν ἀκούσει καὶ ἦλθε νὰ ἀντιληφθῇ αὐτοπροσώπως τὴν δόξαν, τὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος.
῎Επειτα ἀπὸ πολυήμερον καὶ κοπιαστικὸν ταξίδι ἔφθασεν εἰς τὴν
῾Ιερουσαλὴμ μὲ λαμπρὰν ἀκολουθίαν καὶ μὲ πλουσιώτατα δῶρα.
῾Ο Σολομῶν τὴν ἐδέχθη φιλικῶς καὶ ἡγεμονικῶς καὶ τῆς ἀπέδωσε πολλὰς τιμάς. Τότε ἐθαύμασεν ἡ βασίλισσα ἐκείνη τὴν ὡραιότητα καὶ πολυτέλειαν τῶν ἀνακτόρων τοῦ Σολομῶντος, τὰς λαμπρὰς στολὰς τῶν ἀνθρώπων τοῦ παλατίου, τὸ πλῆθος τῶν δούλων καὶ τῶν ὑπαλλήλων, τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας προσέφερεν εἰς τὸν Θεόν, τὴν εὐφυίαν του, τὴν σοφίαν του καὶ μὲ θαυμασμὸν ἀνεφώνησεν:
- Ἡ σοφία σου, Σολομῶν, η δόξα σου και η δύναμίς σου εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὴν φήμην των. Εὐτυχεῖς εἶναι οἱ ὑπήκοοί σου, οἱ ὁποῖοι σὲ βλέπουν καὶ ἀκούουν τὴν σοφίαν σου καὶ γεύονται τὴν δικαιοσύνην σου. Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἔκαμε βασιλέα, καὶ κυβερνᾷς τὸν λαόν σου μὲ σοφίαν, μὲ δικαιοσύνην καὶ μέ ἰσότητα.
Ἀτυχῶς ὅμως ἡ δόξα αὐτὴ ἀκριβῶς καὶ ὁ πλοῦτος ἐθάμβωσαν τὸν
Σολομῶντα καὶ ἤρχισε καὶ αὐτὸς νὰ γίνεται ἀσεβής.
῎Ελαβε συζύγους γυναῖκας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, καὶ ἔκτισε χάριν αὐτῶν εἰς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ναοὺς εἰδωλολατρικούς. Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησεν καὶ τοῦ προεῖπεν ὅτι, ἕνεκα τῆς ἀσεβείας του αὐτῆς, τὸ κράτος του θὰ διαιρεθῇ εἰς δύο. Ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 60 περίπου ἐτῶν.
39. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ (Γ΄ Βασιλεῖων Ε΄-ΙΑ΄)
Ὁ Σολομῶν καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς μακρᾶς βασιλείας του ἠσχολήθη μὲ τὴν ἐκτέλεσιν μεγάλων καὶ σπουδαίων εἰρηνικῶν ἔργων ἐντὸς τοῦ κράτους του. Ἔκτισε νέας πόλεις. Ἄλλας ὠχύρωσε καὶ ἄλλας ἐκαλλώπισε μὲ ὡραῖα οἰκοδομήματα. ᾽Επίσης ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα μέσα εἰς τὴν ῾Ιερουσαλήμ. Περίφημον ἦτο τὸ ἀνάκτορον, ποὺ ὠνομάσθη Δάσος τοῦ Λιβάνου, διότι εἶχε κατασκευασθῆ μὲ ξύλα κέδρων τοῦ Λιβάνου.
᾽Επροστάτευσεν ἀκόμη τὰς τέχνας, τὸ ἐμπόριον, τὰ γράμματα.
᾽Ενίσχυσε τὴν ἐμπορικὴν ναυτιλίαν καὶ ἰδιαιτέρως τὴν γεωργίαν καὶ τὴν δενδροκομίαν. «᾽Εφύτευσα ἀμπέλους, γράφει ὁ ἴδιος εἰς τὸν ᾽Εκκλησιαστήν, καὶ ἐκαλλιέργησα κήπους, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἐφύτευσα πολλὰ δένδρα». ᾽Εφρόντισε διὰ τὴν ὕδρευσιν τῆς ῾Ιερουσαλὴμ μὲ τὴν κατασκευὴν μεγάλων δεξαμενῶν καὶ ὑδραγωγείων.
᾽Επίσης ὁ Σολομῶν διωργάνωσεν ἰσχυρὸν ἐμπορικὸν καὶ πολεμικὸν στόλον. Τὰ πλοῖα αὐτὰ διέσχιζον τότε πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις τὴν Μεσόγειον θάλασσαν. ῎Εφθανον μέχρι τῆς ῾Ισπανίας. Ἄλλα πλοῖα ἐμπορικὰ τῶν ῾Εβραίων διέσχιζον τὴν ᾽Ερυθρὰν θάλασσαν, τὸν Περσικὸν κόλπον καὶ τὸν ᾽Ινδικὸν ὠκεανόν, καὶ ἔφθανον μέχρι τῶν ἐκβολῶν τοῦ ᾽Ινδοῦ ποταμοῦ. Πλοῦτος ἄφθονος τότε ἤρχισε νὰ εἰσρέῃ μέσα εἰς τὸ κράτος τοῦ Σολομῶντος.
2. Ὁ Ναός. ᾽Εκεῖνο ὅμως τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον κατ’ ἐξοχὴν ἐδόξασε τὸν Σολομῶντα, εἶναι ὁ περίφημος Ναός. Αὐτὸς ἐκτίσθη ἐπάνω εἰς τὸν δεύτερον λόφον τῆς ῾Ιερουσαλήμ, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο Μορία, ἀπέναντι τοῦ λόφου Σιών, ὅπου ἦτο ἡ ὀχυρὰ ἀκρόπολις.
῾Ο λόφος κατ’ ἀρχὰς ἰσοπεδώθη εἰς τὴν κορυφὴν διὰ τῆς ἐργασίας χιλιάδων ἐργατῶν. ῾Ο Ναὸς ἐκτίσθη μὲ ἐκλεκτὰ ὑλικά, μὲ λίθους πελεκητοὺς καὶ μὲ ξυλείαν τοῦ Λιβάνου. ᾽Εσωτερικῶς τὰ τοιχώματά του ἐσκεπάσθησαν μὲ σανίδας ἐπιχρυσωμένας.
Ἡ οἰκοδομὴ διήρκεσεν ἑπτὰ ἔτη. Εἰργάσθησαν χιλιάδες ἐργατῶν καὶ ἐδαπανήθησαν πάρα πολλὰ χρήματα. Τὸ μῆκος τοῦ Ναοῦ ἦτο 20 μέτρα. Τὸ πλάτος 20 καὶ τὸ ὕψος 15 μέτρα.
῾Ο Ναὸς τοῦ Σολομωντος μὲ τὰς αὐλὰς καὶ τὰ γύρω κτίρια ἦτο πολὺ μεγάλος καὶ μεγαλοπρεπής. ῾Ωμοίαζε μὲ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου κατὰ τὴν διαίρεσιν. ᾽Εχωρίζετο εἰς τρία μέρη, εἰς τὸν Πρόναον, εἰς τὰ Ἅγια καὶ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Εἰς τὰ Ἅγια ἐτοποθετήθησαν δέκα ἑπτάφωτοι λυχνίαι, ἡ χρυσῆ τράπεζα τῆς Προθέσεως καὶ τὸ χρυσοῦν Θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος.
Τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων ἐχωρίζοντο μὲ χρυσοκέντητον
Καταπέτασμα.
Γύρω ἀπὸ τὸν κυρίως Ναὸν ὑπῆρχον δύο αὐλαί. Εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν εἰσήρχοντο μόνον οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευΐται. Γύρω-γύρω εἶχον οἰκοδομηθῆ δωμάτια, ὅπου ἐφυλάσσοννο οἱ θησαυροὶ τοῦ Ναοῦ, τὰ ἐνδύματα τῶν ἱερέων καὶ διάφορα ἀντικείμενα διὰ τὴν λατρείαν.
Εἰς τὴν ἐξωτερικὴν αὐλὴν εὑρίσκετο τὸ Θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ὁ χάλκινος Λουτὴρ ἤ χυτὴ Θάλασσα, ὅπως ἐλέγετο, μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ὁποίου ἐπλύνοντο οἱ ἱερεῖς πρὸ τῆς θυσίας καὶ ἐκαθάριζον τὰ θύματα (σφάγια).
Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ ὅλου ἔργου ὁ Σολομῶν ἐτέλεσε πανηγυρικῶς τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ. ῎Εκαμε μεγάλας ἑορτὰς καὶ
προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν χιλιάδας μόσχων.
Τὴν ἡμέραν αὐτὴν μετέφερε μὲ μεγάλην πομπὴν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου εἰς τὸν Ναὸν καὶ τὴν ἐτοποθέτησεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων αὐτοῦ.
Τότε θεία νεφέλη ἐπεσκίασε τὸν Ναόν, σημεῖον τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἰς αὐτόν. Ὁ Σολομῶν ἐγονυπέτησε πρὸ τοῦ Θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὕψωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε:
- Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ ᾽Ισραήλ, δὲν ὑπάρχει Θεὸς ὅμοιος μὲ Σὲ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν. Ἀλλὰ θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν γῆν; Ἀφοῦ οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ Σὲ χωρέσουν, Κύριε, θὰ Σὲ χωρέσῃ ὁ οἶκος οὗτος, τὸν ὁποῖον ἔκτισα; Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν ἄκουσε τὴν προσευχὴν ἐμοῦ καὶ τοῦ λαοῦ σου, καὶ γίνου ἵλεως πρὸς ἡμᾶς, διὰ νὰ εἰσακούῃς πάντοτε τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, ὅταν προσεύχωνται εἰς τὸν Ναὸν τοῦτον, καὶ τῶν ξένων ἀκόμη, ἂν ἔλθωσιν ἐδῶ καὶ προσευχηθῶσιν εἰς Σέ.
Ἅμα ἐτελείωσεν ὁ Σολομῶν τὴν προσευχήν του, ἐσηκώθη καὶ ηὐλόγησε τὸν λαὸν καὶ τὸν συνεβούλευσε νὰ τηρῇ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λαὸς ἑώρτασε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπὶ δεκατέσσαρας ἡμέρας.
3. Τὰ συγγράμματα. ῾Ο Σολομῶν εἶναι περίφημος καὶ ὡς σοφός. Τὴν σοφίαν του τὴν εὑρίσκομεν γραμμένην εἰς τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἰδικά του βιβλία εἶναι αἱ Παροιμίαι, ὁ ᾽Εκκλησιαστής, τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων καὶ ἡ Σοφία Σολομῶντος. Καὶ τὰ τέσσαρα εἶναι ποιητικὰ βιβλία, γραμμένα εἰς στίχους.
α΄) Αἱ Παροιμίαι ὡς βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι συλλογὴ διαφόρων γνωμικῶν καὶ ἠθικῶν παραγγελμάτων. Λέγεται ὅτι ὁ Σολομῶν ἔγραψε περὶ τὰς τρεῖς χιλιάδας τοιαῦτα παραγγέλματα (Γ΄ Βασιλ. Δ΄, 32).
β΄) Ὁ Ἐκκλησιαστὴς εἶναι ἐπίσης βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Λέγεται ὅτι τὸ ἔγραψεν ὁ Σολομῶν, ὅταν ἦτο γέρων. Εἰς τὸ βιβλίον αὐτὸ ὁ ποιητὴς περιγράφει κατ’ ἀρχὰς τὰ βασιλικὰ μεγαλεῖα καὶ τὰς ὑλικὰς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου. Κατόπιν δὲ τονίζει τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», λέγει. Καὶ συμπεραίνει ὅτι μόνον ἡ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ζωή, ἡ ὁποία διάγεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀληθινὴ σοφία. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μάταια.
γ΄) Τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων εἶναι βιβλίον ποιητικὸν καὶ ἀλληγορικόν. Παρουσιάζει τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς.
δ΄) ῾Η Σοφία τοῦ Σολομῶντος τέλος εἶναι βιβλίον καὶ αὐτὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δὲν τὸ ἔγραψεν αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ σοφὸς Σολομῶν, περιέχει ὅμως διάφορα γνωμικὰ καὶ σοφὰ παραγγέλματα, ἠθικὰ καὶ θρησκευτικά, χαρακτηριστικὰ τῆς σοφίας τοῦ Σολομῶντος.
Ἀνάγνωσμα
Εκλογαὶ ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ Σολομῶντος
1. Παροιμίαι.
Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου.
῞Ον ἀγαπᾷ Κύριος ἐλέγχει,
μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱόν, ὃν παραδέχεται.
Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν, καὶ θνητός, ὃς εἶδε φρόνησιν
κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεται
ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς.
Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε. Δίδου σοφῷ ἀφορμὴν καὶ σοφώτερο, ἔσται. Ὁ μισῶν ἐλέγχους ἄφρων
Συμπορευόμενος σοφοῖς σοφὸς ἔσει. Ὅς φυλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα,
τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν·
ὀργὴ ἀπόλλυσι καὶ φρονίμους.
Φίλον σὸν ἢ φίλον πατρῷον μὴ ἐγκαταλείπης. Εἰς πάντα καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω.
Κηρία μέλιτος λόγοι καλοί.
Σοφαὶ γυναῖκες ᾠκοδόμησαν οἴκους,
ἡ δὲ ἄφρων κατέσκαψε ταῖς χερσὶν αὑτῆς
2. ᾽Εκκλησιαστής.
Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ᾽Εκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
Γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκεν.
Ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύει ὁ ἥλιος
καὶ οὐκ ἐστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
῞Οσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτὸν ἐναντι Κυρίου.
Ψυχὴν πεινῶσαν μὴ λυπήσης
καὶ μὴ παροργίζης ἄνδρα ἐν ἀπορίᾳ αὐτοῦ.
Ἕως θανάτου ἀγώνισαι περὶ ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει περὶ σοῦ.
Μή ἔστω ἡ χείρ σου ἐκτεταμένη ἐν τῷ λαβεῖν καὶ ἐν τῷ ἀποδιδόναι συνεσταλμένη.
Μὴ ποίει κακὸν
καὶ οὐ μή σε κατᾳλάβη κακόν.
Πρὶν ἐξετάσῃς μὴ μέμψῃ
νόησον πρῶτον ταὶ τότε ἐπιτίμα.
Πρὶν ἢ ἀκοῦσαι, μὴ ἀποκρίνου.
καὶ ἐν μέσῳ λόγων μὴ παρεμβάλλου.
3. Ἆσμα Ἀσμάτων.
᾽Ιδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ό ὑετὸς ἀπῆλθεν. ἐπορεύθη ἐν ἑαυτῶ.
Τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῆ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθασεν, (1) ἡ φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῆ γῆ ἡμῶν.
῾Η συκῆ ἐξήνεγκεν ὀλίνθους (2) αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν (3) ἐδωκαν ὀσμήν.
4. Σοφία Σολομῶντος.
᾽Εν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου στοπεύουσιν ἀγαθούς τε καὶ κακούς. Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμζε αὐτόν. Γενεᾶς ἀδίκου χαλεπὰ τὰ τέλη.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου