Β' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Φώτης Κόντογλου
Μ’ όλο πού βγαίνω άπ’ τήν ιστορία μου, θά τραβήξω λίγο παραπέρα.
Στά χρόνια τής Επανάστασης, τ’ Άϊβαλί ξεγράφτηκε άπ’ τή χάρτα τοϋ Τούρκου πρώτη άπ’ ουλές τίς πολιτείες τής Ανατολής. Τις πρώτες μέρες τού Μαγιού τού 1821 είχανε φανεί όξ’ άπ’ τό λιμάνι του τά έλληνικά καράβια. Τά τούρκικα κάτεργα, δπως ήτανε βαριά κι άργοκίνητα, δέ μπορούσανε νά τά προφτάξουνε, κ’ έτσι οί "Ελληνες μποδίζανε τούς Τούρκους νά ρίξουνε στρατό άπάνου στά νησιά. Μάλιστα κάψανε μπρος στό λιμάνι δυό καΐκια γεμάτα Τούρκους στρατιώτες άπ’ τήν Πέργαμο, κεϊ πού πασκίζανε νά περάσουνε κατά τή Ρούμελη.
Σέ λίγο φτάξανε διαταγές άπ’ τήν Πόλη στόν πασά τής Προύσας καί στόν πασά τ’ Άϊντινιοΰ, νά φυλάξουνε καλά τά κατάγιαλα. Τότες ό πασάς τής Προύσας, λαβαίνοντας άφορμή, έπιασε νά στενεύει τούς Άϊβαλιώτες μέ προσταγές καί μέ κάθε μέσο. Μά ψυχοβγάλτης τούς στάθηκε ό άγάς τής Πέργαμος, γιατί λάβαινε διαταγές άπ’ τό βεζίρη Χαλέτ, πού ’θελε άμέτ-μουχαμέτ [6] νά χαλάσει τήν πρώτη πολιτεία τής χριστιανοσύνης στήν Ανατολή. Τ’ άγρια κοπάδια, τά ταγκαλάκια, καί τά ζεϊμπέκια, πού διψούσανε τόσα χρόνια τό αίμα τής χαδεμένης πο λιτείας, άναφτερούγιαξαν καρτερώντας τή στιγμή νά πέσουνε άπάνου της.
Κατά τις 15 Μαγιοϋ φανερωθήκανε άξαφνα, άπάνου στά ψηλώματα πού ζώνουνε τήν πολιτεία άπό στεριά, εφτακόσιοι καβαλάρηδες, καί θελήσανε νά στρατοπεδέψουνε μέσα στό παζάρι. Μά οί προεστοί παρακαλέσανε νά μήν έμπουνε μέσα, γιά νά λείψουνε οί παρεξήγησες πού θά ’βαζε ό διάολος ανάμεσα στον στρατό καί στούς χριστιανούς• κ’ έτσι οί Τούρκοι πήγανε καί στήσανε τίς τέντες τους στόν κάμπο, σέ μιάν ώρα άπόσταση άπάνω-κάτω.
Μά κεΐ πέρα σμίξανε μέ τούς γενίτσαρους πλήθος ταγκαλά-κια άπ’ τά κοντινά χωριά, αρματωμένα ίσαμε τά δόντια. Κι ό αξιωματικός έστειλε καί γύρευε νά τού παραδώσουνε οί χριστιανοί χιλιάδες τουφέκια καί μαχαίρια. Κ’ έπειδή τού παραδώσανε πολύ λίγα, μήν έχοντας στ’ αλήθεια άλλα, οί Τούρκοι πιάσανε καί σκοτώσανε τούς ξοχάρηδες καί τούς τσομπάνηδες, ληστεύοντας τά χτήματα καί τά ποστατικά. Οί φουκαράδες Άϊβαλιώτες πήρανε άπόφαση νά διαφεντέψουνε τή ζωή τους καί τήν τιμή τους, κι ό καθένας άρματώθη κε μ’ ο,τι μπόρεσε. Ό Τούρκος άξιωματικός μήνυσε τότες στόν πασά τής Προύσας πώς έπαναστάτησε τ’ Άϊβαλί. Κι άπάνου σ’ αυτά, φανήκανε άνοιχτά άπ’ τό λιμάνι τά τούρκικα καράβια.
Οί χριστιανοί, ζωσμένοι άπό στεριά κι άπό θάλασσα, στείλανε τούς προεστούς μέ δώρα στόν ναύαρχο, κι άλλοι άποσταλμένοι πήγανε στήν Πέργαμο, γιά νά καλοπιάσουνε τόν άγά καί τούς μαντατοφόρους τού πασά τής Προύσας. Μά στό μεταξύ τά πράματα σκοτεινιάσανε. Στις 17 Μαγιού ό Ψαριανός Παπανικολής τίναξε στόν αγέρα ένα τούρκικο δίκροτο κοντά στήν Έρεσσό, καί κυνήγησε ουλή τήν άλλη άρμάδα, ως πού πήγε καί τή στρίμωξε μέσα στά μπουγάζια τής Πόλης.
Τή μέρα πού φανήκανε οί νικητές στά νερά τ’ Αϊβαλιοΰ, φτάξανε κι άλλοι Τούρκοι γιά ενίσχυση, καί πιάσανε τά ψηλώματα τής στεριάς καί τό μόλο. Τά ελληνικά καράβια είχανε μάθει σέ τί άσκημη θέση βρισκόντανε οί Άϊβαλιώτες. Πολλοί άπ’ αύτουνούς περάσανε κρυφά στά Μοσκονήσια.
Στίς 2 Ιουνίου τά γλυκοχαράματα, μπήκανε στήν πολιτεία τρεις χιλιάδες γενιτσάροι καί πιάσανε τό μόλο. Ό Νταούτ-πασάς πού τούς όριζε, ζήτηξε άπ’ τούς προεστούς πολλές χιλιάδες γρόσα, ρεφενέ τής πολιτείας γιά τή θροφή τοΰ στρατού. Μά κείνοι άποκριθήκανε πώς δέν έχουνε, γιατί ή χώρα βρίσκεται παρατημένη άπ’ τούς παραλήδες, πού ’χανε φύγει πρωτύτερα. Οί Τούρκοι τότες άρχίσανε ν’ άκονίζουνε τά μαχαίρια, κι ό κόσμος κλείστηκε μέσα στά σπίτια καί περίμενε ώρα μέ τήν ώρα νά πιάσει ή σφαγή. Μά πάλε βοήθησ’ ό Θεός.
Εβδομήντα ελληνικά καράβια φανήκανε άξαφνα όξ’ άπ’ τό λιμάνι γιά νά δώσουνε βοήθεια τών χριστιανών κι άρχινήσανε γλήγορα νά παίρνουνε άπάνου τούς Μοσκονησιώτες. Ούλος ό κόσμος άνοιξε τις πόρτες καί χύθηκε στό κατάγιαλο, σέρνοντας μαζί ό,τι μπόρεσε ό κάθε άνθρωπος. Θρήνος καί κλαθμός. Άντρες, γυναίκες, κοπέλες, γριές, παιδιά, ποδοπατιόντανε μ’ άπελπισία θέλοντας νά μπαρκάρουνε. Άλλοι πέφτανε στή θάλασσα γιά νά προφτάξουνε τις βάρκες, άλλοι βρίζανε, άλλοι κλαίγανε, άλλοι κράζανε τούς δικούς τους. Οί βάρκες βουλιάζανε άπ’ τό πλήθος, κ' οί βαρκάρηδες άγωνιζόντανε ν’ άβαράρουνε, γιά νά ξεμακρύνουνε άπό τή στεριά, βαρώντας μέ τό κουπί τόν παλαβωμένον κόσμο πού χύμιζε. Μά καί σάν τά καταφέρνανε τά καΐκια ν’ άνοίξουνε άπ’ τή στεριά, πλήθος άπελπισμένοι τά ζώνανε κολυμπώντας καί κολλούσανε άπάνω, κ’ έβλεπες τότες νά κόβουνται μέ τό μαχαίρι δάχτυλα άπάνου στήν κουπαστή, καί κεφάλια νά γίνουνται χρούβαλα μέ τό δοιάκι γιά μέ τόν μπαλτά, καί μάτια νά χύνουνται μέ τά καμάκια. Κι ολοένα μέσ’ άπ’ τά σοκάκια πού βγάζανε στή θάλασσα κατεβαίνανε άνθρώποι σαστισμένοι, κι ολοένα πλήθαινε τό ούρλιατό κ’ ή αγωνία.
Έτσι πέρασε μιά μέρα καί μιά νύχτα. Κατά τά μεσάνυχτα έφταξε καινούργιος στρατός.Σάν βγήκε ό ήλιος την άλλη μέρα τό πρωΐ, στις 3 Ιουνίου, οί λιγοστοί πού ’χανε πλιά άπομείνει στό γιαλό τρέμανε σάν τρε-μολούλουδα. Ένα σωρό καΐκια πηγαινοερχόντανε άκατάπαυστα, ούλα τά σκαριά, πάσαρες, τρεχαντήρια, τσιρνίκια, περάματα, άχταρμάδες, κουβαλούσανε τόν κόσμο μέ κουπιά καί μέ πανιά, γιατί τά καράβια ήτανε φουνταρισμένα οξ’ άπ’ τό λιμάνι, τρία κάν τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τήν πολιτεία.
Κατά τίς έννιά τό πρωΐ φανήκανε στό μπάσιμο τοϋ μπουγαζιού κάμποσες σκαμπαβίες άπό τά ελληνικά καράβια, γεμάτες αρματωμένους πεζοναύτες. Σάν φτάξανε σέ μιά τουφεκιά άπ’ τή στεριά, άρχίνησε ή φωτιά. Οί Τούρκοι ρίχνανε άπ’ τόν μόλο καί μέσ’ άπ’ τά σπίτια πού ’χανε πιάσει κοντά στή θάλασσα. Οί ναύτες, άψηφώντας τούτο τό τουφεκίδι, ζυγώσανε καί καταφέρανε νά βγάλουνε όξου χίλιους άντρες άπάνω-κάτω. Τότες, όσοι Άϊβαλιώτες είχανε άρματα, σμίξανε μέ τούς καραβίσιους καί βάλανε μπρος τούς Τούρκους. Μά σέ λίγο οί Τούρκοι πιάσανε τό παζάρι καί βαστάξανε μάχη ίσαμε δυό ώρες, μά στό τέλος τσακίσανε καί σκορπίσανε κ’ εκεί πού σκορπούσανε, βάζανε φωτιά δω κ’ έκεΐ, πού σέ λίγο φούντωσε κι έζωσε τήν πολιτεία.
Οί "Ελληνες κυνηγώντας τούς Τούρκους τούς δαγκώνανε στό λαιμό καί στόν άκούτραφα. Καί τόση ήτανε ή προθυμιά τους νά γλυτώσουνε τ’ άδέρφια τους άπ’ τό Χάρο, πού πέφτανε μέσα στις λόχες σά νά μή τίς βλέπανε.
"Ως πού νά βασιλέψει ό ήλιος, ή φωτιά είχε φάγει τά σπίτια. Άντίς τήν όμορφη πολιτεία, στέκανε τώρα πλιά ντουβάρια καπνισμένα, κι άπ’ τόν ουρανό έπεφτε στάχτη.Τά καράβια φορτωμένα ίσαμε τά μπούνια κάνανε πανιά. Μαζί τους άκλουθούσανε καμιά κατοπενηνταριά ντόπια καΐκια, γεμάτα κόσμο καί κείνα. Ούλα μαζί τραβήξανε κατά τά Ψαρά, δξου από πεντ’-έξι μεγάλα κομμάτια π’ άπομείνανε παραπίσω και βιγλίζανε τό κατάγιαλο. Κατά τά μεσάνυχτα καταλάβανε πώς οί Τούρκοι είχανε ξανακατεβεΐ μέσα στά καρβουνιασμένα σπίτια, ψάχνοντας γιά πλιάτσικο, καί βγάλανε στη στεριά κάμποσους άντρες καί τούς συγυρίσανε.
Στίς τρεις τούτες μάχες σκοτωθήκανε Τούρκοι περσότεροι από χίλιοι πεντακόσοι, κ’ "Ελληνες μόνο έκατόν πενήντα, σκοτωμένοι καί λαβωμένοι. Άπ’ τούς Άϊβαλιώτες γλυτώσανε οί περσότεροι. Οί ρέστοι χαθήκανε εϊτε πολεμώντας μέ τούς Τούρκους, εϊτε μέσα στή φωτιά. Μά καί κάμποσοι πνιγήκανε πασκίζοντας νά γαντζώσουνε άπάνου στίς βάρκες, κι άλλοι πάλε ξεψυχήσανε μέσα στά καράβια. Άπό τα Ψαρά σκορπίσανε όπου μπόρεσε νά ’βρει ζήση ό καθένας. Τά γυναικόπαιδα βολευτήκανε στά νησιά, κ’ οί άντρες πήγανε στά ταμπούρια πού πολεμούσανε μέ τούς Τούρκους.
Χιλιάδες Άϊβαλιώτες σκοτωθήκανε πολεμώντας μέ τόν Κολοκοτρώνη, μέ τόν Λόντο, μέ τόν Κριτζώτη, μέ τόν Φλέσα, μέ τόν Πανουργιά, μέ τόν Νικηταρά, μέ τόν Καρατάσο. Όγδόντα νομάτοι ήτανε μέ τόν Γιατράκο. Στόν Μόριά καμιά πενηνταριά άγωνιστήκανε μέ τόν Άϊβαλιώτη Δημητρό Καπαντάρο, κι άλλοι τρακόσοι πολεμήσανε στ' Άργος τόν Δράμαλη. Έκεΐ σκοτώθηκε κι ό γυιός τού Οικονόμου. Άλλοι εκατό Άϊβαλιώτες βρισκόντανε μέ τόν Κριεζή, πού διαφέντευε τήν Ακρόπολη τής Αθήνας, πολιορκημένη άπ’ τόν Κιουταχή. Στήν Καλαμάτα ήτανε εξήντα Άϊβαλιώτες στό ταχτικό τού Μπαλέστρα, καί μέσα σ’ έναν χρόνο φτάξανε σέ διακόσους, τότες πού παράλαβε τή διοίκηση ό Ταρέλας. Οί περσότεροι σκοτωθήκανε στή μάχη τού Πέτα. Ό Γιάννης Σαλτέλης έβαλε φωτιά στό μπαρούτι μέσα στό κάστρο των Ψαρών, πού ήτανε κλεισμένος μαζί μ’ άλλους Άϊβαλιώτες, καί τινάχτηκε στόν άγέρα. Ό Δημητρός Σαλτέλης συντρόφεψε τόν Μιαούλη σ’ ουλές τίς άντραγαθίες του,κ’ ήτανε γραμματικός του. Ό Άγγελος Ζωντανός σκοτώθηκε πολεμώντας στη μάχη τοϋ Πέτα, στό τάγμα των Φιλελλήνων τοϋ Νόρμαν. Στην ϊδια μάχη έδειξε μεγάλη αντρεία καί σκοτώθηκε βαστώντας τή σημαία ό Μανώλης Άμανίτης, μαζί μέ τόν Γιατράκο, στό στρατό τοΰ Μαυροκορδάτου, κ’ ένας άλλος Άμανίτης, ό Γαβρίλος πέθανε απ’ τίς λαβωματιές κι άπ’ τά βάσανα. Ό Δημήτρης Τζίτζιρας μπήκε πρώτος μέσα στην Ακρόπολη τής Αθήνας καί σκοτώθηκε άπάνου στό κάστρο. Ό Παναγιώτης Πίσσας σκοτώθηκε στήν Κάρυστο πολεμώντας σάν λιοντάρι στο στρατό τοϋ Φαβιέρου, κι ό Θανάσης Πίσσας έδειξε μεγάλη παλληκαριά στή μάχη τής Τουρλωτής, κατά τήν εκστρατεία τοΰ Φαβιέρου στή Χιό.
Σιγά-σιγά ξεμάκρυνα πολύ άπ’ τήν ιστορία μου. Μά ούλα τούτα, όχι μόνο ήτανε άνάγκη νά τά γράψω, γιά νά μπάσω στό νόημα κείνον πού θέ νά ’χει προθυμιά νά προχωρέσει παρακάτου σέ τοϋτο τό βιβλίο, μά καί χρέος μου 'ιερό νά θυμηθώ καί νά θυμίσω τόσους ξεχασμένους, πού ’ναι άξιοι γιά ένα μαραμένο στεφάνι.
Ό άνθρωπος παγαίνει δώ, παγαίνει κεΐ, ταξιδεύει σέ λογιών-λογιών χώρες, περνά άνάμεσα άπό βουνά άγρια, πού βιάζεται νά τά γοργοδιαβεΐ γιά νά πάγει στούς δικούς του, τόσο σφαλνά ή καρδιά του στή θωριά τους, όπως άκουμπάνε βουβά τό ’να πάνου στ’ άλλο. Καί λέγει μέσα του κεΐ πού περπατά: «Δώ πέρα, μέσα σέ τούτες τίς άγριόπετρες, δέν έζησε άνθρωπος!»
Σιγοφυσά τ’ άγεράκι άνάμεσα στούς πρίνους καί στίς βαλανιδιές. Πέφτει ένα φύλλο ξερό κι άκούγεται τόσο πολύ σούσουρο, πού λές πώς περπατά άνθρωπος. Κανένας δέν περπατά. Κάθεσαι σέ μιά πέτρα καί πέφτεις σέ συλλογή. Έδώ, σέ τούτα τά βουνά, γίνηκε τοϋτο, γίνηκε κείνο, πέσανε βόλια, σκοτωθήκανε άνθρώποι. Ούλα τούτα είναι γραμμένα στά βιβλία.
Μά τά βιβλία άραχνιάζουνε στά ράφια καί τά βουνά είναι παρατημένα στήν ερημιά τους. Κανένας πλιά δέν φέρνει στον νοϋ του τό τί έγινε. Βγαίνει ό ήλιος καί τά πουλιά πηγαινοέρχουνται καί κελαϊδούν, τά μαμούδια τριγυρνάνε δώ κ’ εκεί μέσα στό χώμα, τό ζεστό ρετσίνι σκορπά τη μυρουδιά του όλοτρόγυρα. Πέρα-πέρα ησυχία κ’ έρημιά.
Άπ’ τό πετραδερό μονοπάτι ανεβαίνει ένας ίδρωμένος στρατοκόπος, στέκεται, κοιτάζει ένα γύρω του καί κάθεται νά ξεκουραστεί. Ξανακοιτάζει σάν χαζός τά βράχια πού στέκουνε άπό πάνω του δίχως ν’ άκούγει κανένα σούσουρο, κοιτάζει τ’ άλλο τό βουνό πού φράζει τό πέλαγο, σηκώνεται, παίρνει τό ραβδί του καί τραβά τό δρόμο του.
Έρχετ’ ή νύχτα. Τά πουλιά κουρνιάζουνε καί κοιμούνται, τά δέντρα μαυρίζουνε δώ κ’ εκεί σάν τελώνια. Ό στρατοκόπος έφταξε πλιά στό κονάκι του. Μόνο ό κεντισμένος ουρανός στέκεται άπό πάνου άπ’ τά βουνά, καί μέσα στά σκοτεινά φαράγγια άκούγεται τό νερό πού τρέχει.Ποιος τό λοιπόν θάν άναστήσει μέσα στή θύμηση τ’ άνθρώπου κείνο πού ’ναι πνιγμένο μέσα στά βουνά καί σβησμένο άπ’ τά χρόνια; Στά έρημα βράχια κάθεται ό μπούφος καί λέγει τό δικό του μεράκι. Καί, μ’ δλο τούτο, κεΐ χάμου, μέσα στά άπάτητα χώματα, στά έρημα ντερβένια καί στις άνεμοβραχιές, είναι χυμένο τό αιμα τής καρδιάς μας. Διαβάζεις μέσα στά βιβλία ειδών ιστορίες καί θαρρείς πώς, κεΐ πού περπατάς, θά συναπαντηθεΐς με τόν έναν καί μέ τόν άλλον ξακουσμένον πού βλέπεις μέσα στά χαρτιά. Αλίμονο! Τά βουνά ξεχνάνε, τά κάστρα γκρεμνίζουνται, οί φυλακές είναι βουβές, τά κόκκαλα λιώνουνε πολύ γλήγορα. Ούλα είναι άδιάφορα στόν πόνο μας, άφοΰ κι ό άνθρωπος άτός του ξεχνά τά ντέρτια του. Παρατά στή λησμονιά τιμημένα μνημόρια. Άπάνου στό χώμα πού πλάγιασε γιά πάντα φιλότιμη καρδιά, περπατά δίχως κανένα αϊστημα μέσα του.
Μά έγώ δέ θέλω νά ζώ έτσι πού ζεΐ ό ένας κι ό άλλος στις μέρες μας. Πάγω καί κλαίγω κρυφά στ’ 'Άγιο Βήμα, πού τό ’ριξε χάμου γιά Τούρκος γιά Γραικός, κι άφουγκράζουμαι τίς σκόρπιες πέτρες, καί κάνω τήν προσευκή μου μπροστά στά παλιά κονίσματα, πού μέ βλογάνε καί μέ ξεκουράζουνε άπ’ τίς αμαρτίες μου.
Τώρα τό λοιπόν πού κατάλαβες, αναγνώστη, τό αιστημά μου καί τόν πόθο μου, είναι καιρός ν’ άρχινήσω τήν ιστορία μου.
Κατά τά 1790 ήτανε διορισμένος άπ’ τόν σουλτάνο νά κυβερνά τήν Καβάλα ένα θηριό άληθινό, πού τόν λέγανε Μουσταφάγα. Τούς Ρωμιούς τούς κρέμαζε καί τούς παλούκωνε γιά ένα ούδέ. Μέσα στό κάστρο οί φυλακές ήτανε πάντα πατικωμένες άπ’ ένα σωρό φουκαράδες, πού πεθαίνανε άπ’ τήν πείνα, άπ’ τό κρύο κι άπ’ τίς αρρώστιες. Ή μανία του ήτανε νά τυραγνά τούς χριστιανούς γιά νά τούς άλλαξοπιστήσει.
Οί Τούρκοι τόν είχανε γιά τόν πιό θρήσκο στή θρησκεία τους, καί πολλοί άπ’ αύτουνούς τόν είχανε καί γιά άγιο, ντεντέ δπως τόν λένε στή γλώσσα τους. Οί χριστιανοί πάλι, άπ’ τη μεγάλη τρομάρα πού τόν πήρανε, λέγανε πώς είχε ένα κέρατο στό κεφάλι, κι άλλα τέτοια. Καί πώς είχε διορίσει σ’ έναν μπεχλιβάνη Καραμανλή, νά κοιμάται σ’ έναν χαλασμένον μπαρουτχανέ άπ’ τόν καιρό των Γενοβέζων μέσα στό κάστρο, καί τού ’στελ- νε γιά σφάξιμο οποίον ήθελε άπ’ τούς χριστιανούς. Κι ό Καραμανλής τους εριχνε μέσα σ ενα μπουντρούμι αταφα των άταφων, καί σέ λίγες μέρες, περασμένα τά μεσάνυχτα, ερχότανε κρυφά ό πασάς τεπτίλι [7] μαζί μέ τό μουφτή καί μέ τρεΐς-τέσσερις άρματωμένους.
Ό Καραμανλής τούς περίμενε φορεμένος τά καλά του, βαστώντας στό χέρι ένα χασάπικο μαχαίρι, κ’ ένας Αρβανίτης, άνεσκουμπωμένος καί ζωσμένος μιά ποδιά, έστεκε μπροστά σέ μιά σκάφη μ’ άλεύρι. Ό πασάς δίχως μιλιά γονάτιζε κ’ έκανε ναμάζι. "Υστερα μαζί μέ τό μουφτή κατεβαίνανε τά σκαλιά καί στεκόντανε μπρος στήν πόρτα τοϋ μπουντρουμιού, πού ήτανε σφαλισμένοι οί φουκαράδες οί χριστιανοί, καί λέγανε μιάν εύκή μέσα στό νοΰ τους. Καί, σάν τελειώνανε, πηγαίνανε καί στεκόντανε σιμά στη σκάφη. Τότες ό Καραμανλής άνοιγε τήν πόρτα καί τραβούσε απ’ τά μαλλιά όποιον λάχαινε άπ’ τούς συφοριασμένους, καί τόν έσερνε, όπως ήτανε μισοκοιμισμένος ακόμα, ίσαμε τή σκάφη, κ’ ένας άπ’ τούς αρματωμένους τού ’δενε τά χέρια πιστάγκωνα καί τόν γονάτιζε δίνοντάς του μιά κλωτσιά στά λαγόνια. Ό Καραμανλής τού ’κοβε τό κεφάλι κ’ ύστερα παρατούσε τό μαχαίρι καί μπρουμύτιζε τό κουτσουρεμένο κορμί μέσα στή σκάφη, κ’ εύτύς ό Αρβανίτης ζύμωνε τ’ άλεύρι μέ τό αίμα πού πέταγε σά σιντριβάνι κ’ έκανε ένα κόκκινο χαμούρι. Καί, σάν στράγγιζε καλά τό κορμί, έπλαθε πεντ’ έξι μικρά ψωμιά, καί τό ’να τό τύλιγε σ’ ένα καθαρό μαντίλι καί τό ’δινε στό μουφτή, καί φεύγανε ούλοι τους. Αύτά τά ψήνανε καί τά στέλνανε, κατά προσταγή τού Μουσταφάγα, στή Μέκκα. Καί κάνανε πολλά, γιατί δέ σφάζανε μόνο έναν κάθε ζυμωσά, μά καί πέντε καί δέκα μαζεμένους. Τέτοιος λυσσασμένος σκύλος ματόχωνε τήν Καβάλα.
Μιά μέρα μπήκανε σ’ ένα τούρκικο μποστάνι καμιά δεκαριά χριστιανόπουλα γιά νά κλέψουνε καρπούζια. Μά ό Τούρκος τά πήρε χαμπάρι καί τά κυνήγησε, αφού πρώτα έριξε μιά τουφεκιά. Τ’ άλλα πηδήξανε τό φράχτη καί φύγανε. Μόνο τό πιό μικρό, πού τό λέγανε Γιώργη, δέν τό βαστάξανε τά ποδάρια του κι άπόμεινε τό καημένο κλαίγοντας μέσα στό χωράφι καί τό ’πιασε ό μποσταντζής, καί τήν άλλη μέρα πήγε καί τό παράδωσε τού πασά. Καί κείνος πρόσταξε νά τό βάλουνε στό μπουντρούμι, γιά νά τό φοβερίξει• κι άπέ τό 'δωσε σ’ έναν Τούρκο φαμελίτη, πού τόν λέγανε Καρά-Αλή κ’ είχε σπίτι μέσα στό κάστρο, παραγγέλνοντάς του νά τό καλοπιάσει οσο μπορέσει, ταγίζοντας το καλά φαγιά, ντύνοντάς το ρούχα φανταχτερά μέ κόκκινο ζουνάρι, καί βάζοντάς το νά παίζει μέ τά μωρά του. Καί γιά ούλα τά έξοδα είπε καί τού δώσανε δσα γράσα γύρεψε.
Αύτό τό παιδί ήτανε απ’ τή Χιό, άπ’ τό χωριό Πυτιός. Ό πατέρας του ήτανε θαλασσινός, καί τόν λέγανε Παρασκευά• καί, πεθαίνοντας ή μάννα του, ή Αγγερού, τ’ άφησε ορφανό έννιά μηνώ. Ό πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε καί τ’ άνάθρεψε ή μητρυιά. Σάν μεγάλωσε, πήγε κοντά σ’ έναν ταλιαδοΰρο, Βισετζή λεγόμενο, γιά νά μάθει τήν τέχνη, καί κείνος τό πήρε μαζί του στά Ψαρά, πόκανε τό τέμπλο τ’ 'Άη-Νικόλα. Μά άπ’ τά Ψαρά ό Γιώργης έφυγε κρυφά άπ’ τόν μάστορή του καί πήγε στήν Καβάλα, κ’ έκεΐ τόν πιάσανε οι Τούρκοι, δπως τά ξιστό-ρησα πρωτύτερα.
Κείνος ό φαμελίτης τό λοιπόν έκανε δπως τόν πρόσταξε ό πασάς. Καί τ’ δντις τό μικρό τόση χαρά πήρε άπ’ τά όμορφα ρούχα καί τόσο συνήθισε μέ τά Τουρκόπουλα, κοντολογίς τόσο πολύ πλανεύτηκε ύστερ’ άπ’ τό φυλάκωμα άπό είδών-είδών καλοπιάσματα καί γλυγούδια, πού δέν τά ’χε σπίτι του, έπαψε νά γυρεύει νά γυρίσει πίσω στούς δικούς του, κι άρχίνησε νά λέγει ένα σωρό τούρκικα λόγια.
Σάν πέρασε ένα διάστημα, ό Μουσταφάγας έστειλε καί παράγγειλε τού Καρά-Αλή νά τού πάγει τό χριστιανόπουλο. Καί, σάν τού τό πήγε, τό ’βαλε κ’ έκατσε κοντά του κι άρχίνησε νά τού γλυκομιλά τούρκικα, δείχνοντάς του τόν Καρά-Αλή καί λέγοντας πώς αυτός ήτανε ό μπουμπάς του, δηλαδή ό πατέρας του. Κι αφού ξεθαρρεύτηκε, άρχίνησε νά τό ξομολογά καί νά τού λέγει πώς ό Χριστός κ’ οί άγιοί είναι ψευτιές, καί πώς ό Μεμέτης είναι ό προφήτης πού πρέπει νά προσκυνάνε ούλοι οί άνθρωποι, καί πώς ό θεός τους είναι ό άληθινός. Καί πώς ή φυλή των χριστιανών είναι καταραμένη καί κακορίζικη, πλασμένη γιά νά ’ναι σκλάβα τών Τούρκων. Μ’ έναν λόγο, ό πασάς τό ρώτηξε άν θέλει νά γίνει Τούρκος, οπού θά ’χει τιμή καί καλοπέραση, καί πώς άν δέν έστρεγε νά παρατήσει νά κάνει τόν σταυρό του καί νά μιλά ρωμέϊκα, θά τό ’σφαζε σάν άρνί.
Ούλα τοΰτα τά χασομέρια δέ γινόντανε γιά τόν κάθε έναν πού θέλανε ν’ άλλαξοπιστήσουνε. Μά έπειδής ό Γιώργης ήτανε όμορφος κ’ έξυπνος, γεροδεμένος καί κοκκινομάγουλος, γι’ αυτό τόν ζώνανε μέ τόσες γαλιφιές. Νά μήν τά πολυλογούμε, τόν καταφέρανε, καί κείνο τό ίδιο βράδυ τόν σουνετέψανε [8] στό σπίτι τού Καρά-Άλή καί τόν βγάλανε Άχμέτη.Σάν ήρτε σέ ηλικία, έπιασε νά διαλογίζεται τό τί είχε κάνει. Μέρες ολάκερες έπεφτε σέ συλλογή κ’ έκλαιγε σάν άπόμνησκε μοναχός. Κοιταζότανε σάν παραξενεμένος, έβλεπε τά ρούχα του κι αναστέναζε. Καί, μ’ όλα ταύτα, άπόφευγε τούς Γραικούς, γιατί ντρεπότανε μήν γνωριστεί. Ώρες-ώρες ξαφνιζότανε π’ άκουγε νά τόν φωνάζουνε Άχμέτη. Έφερνε στόν νού του τούς γονιούς του, τά συνομήλικα Γραικόπουλα, τ’ όνομά του καί τόν νουνό πού τόν βάφτισε, καί ξεσκιζόντανε τά σπλάχνα του.
Ήτανε χρόνια πού ’χε φύγει απ’ τό σπίτι τού Καρά-Άλή, γιατί ό Καρά-Άλής είχε πολλά παιδιά. Τώρα καθότανε μ’ έναν Μαμούν-μπαμπά, έναν γεροθαλασσινό πού ’χε μιά μπομπάρδα. Αυτός δέν καταπιανότανε πιά μέ τή θάλασσα, μόνο καθότανε στή στεριά καί δουλεύανε τό καράβι οί δυό παντρεμένοι γυιοί του, καί κείνοι παίρνανε μαζί τους καί τόν Γιώργη. Τό χειμώνα, σάν δένανε τή μπομπάρδα στό καραμοσάλι, ό Άχμέτης καθότανε μαζί μέ τόν Μαμούν-μπαμπά καί δέν ξεμάκραινε άπ’ τόν τουρκομαχαλά.Κείνα τά χρόνια οί Τούρκοι έπιδινόντανε στή θάλασσα κ’ είχανε κάμποσα μπάρκα, τά πιό πολλά καραβόσκαρα, μπόμπάρδες καί γκαγκαλήδες, στη Μυτιλήνη, στη Χιό, στό Μόλυβο, στά μπουγάζια τής Πόλης, ίσαμε τήν Καβάλα.
Τό καράβι τοΰ Μαμούν-μπαμπά ναυλώθηκε κάποτες γιά τά Καράμπουρνα, κ’ εκεί πού καθότανε μιά ιαέρα ό Άχμέτης καί ξεκουραζότανε, πίνοντας καφέ άπ’ όξου άπ’ τό Κιρμιζί Τζαμί στόν Τσεσμέ, τοΰ φάνηκε πώς τόν κοίταζε ένα μεγάλο μάτι άπάν’ άπ’ τά βουνά τής Χιός, κι άπόμεινε ξερός.
Ακόμη μιά φορά, ανήμερα τ’ "Αγιου Γιώργη, κεΐ πού καθότανε πάλε
σταυροπόδι άπάνου στή ντάμπια, στόν ίσκιο, καί σεργιάνιζε τόν κόσμο καί τά βαλμαριά [9] πού περνούσανε κάτ’ απ’ τό κάστρο, ϊσα-ϊσα τό καταμεσήμερο, σά νά ’δε έναν Λιάπη άρματωμένον, πότρεχε μέσα στό μεϊντάνι καί, σάν σίμωσε, άρχίνησε νά τοΰ κάνει ένα σωρό χειρονομίες. Ή ασυνήθιστη όψη του καί τ’ άρχαϊα του τ’ άρματα τόν τρομάξανε. Έκανε νά σηκωθεί καί νά τραβηχτεί πάρα μέσα, γιατί τοΰ ’ρθε ζάλη, μά ίσαμε νά ξα-ναγυρίσει τό κεφάλι του, ό άρματωμένος χάθηκε.
Δυό-τρεΐς μέρες κρυφόκλαιγε δίχως νά βάλει στό στόμα του μηδέ ψωμί, μηδέ νερό. Γιά νά μή βλέπει χριστιανούς, σ’ ένα τα ξίδι πόκανε ή μπομπάρδα, άπόμεινε κοντά σ’ έναν άνιψιό τοΰ Μαμουν-μπαμπά, που ’χε γύφτικο στόν Ρεΐζ-Ντερέ, άπάνου στά Καράμπουρνα. Δούλεψε κεΐ πέρα τρία χρόνια, βιάζοντας τόν εαυτό του νά ξεχάσει τά περασμένα του. Μά σάν πέθανε ό άφεντικός του πήρε τά μάτια του καί πήγε στόν Τσεσμέ, κ’ εκεί βρήκε έναν Τούρκο καραβοκύρη πού τόν ήξερε άπ’ τήν Καβάλα, κ’ έπειδής χρειαζότανε έναν άνθρωπο, τόν πήρε μέσα στό καΐκι του, κ’ έτσι έπιασε τό παλιό ζαναάτι [10] του.
Μιά μέρα, κεΐ πού ξεφορτώνανε κερεστέ [11] στη Χιό, είδε πώς ένας χριστιανός, πότυχε περαστικός απ’ τό μόλο, ένας γηραλέος, έστριψε τό κεφάλι του καί τόν κοίταξε, κ’ ύστερα στάθηκε δίχως νά ξεκολλήσει τά μάτια του από πάνω του. Κι όπως έπίμενε νά τόν κοιτάζει κείνος ό άνθρωπος, κατάλαβε πώς τό κεφάλι του στριφογύριζε καί παραλύσανε τά γόνατά του, πού λίγο έλειψε νά πέσει άπ’ τή σανίδα μέσ’ στή θάλασσα. Μά ό χριστιανός τόν ζύγωσε καί τόν χαιρέτησε καί τού ’πε:
«Δέν είσαι, μαθές, ό Γιώργης; Δέ σ’ έχω δει άπό παιδί, μά καί τώρα πόγινες παλληκάρι, πάλε σέ γνώρισα!»
Τότες πιάστηκε ή μιλιά του μέσ’ στό λαρύγγι του, καί στεκότανε μπρος στό συχωριανό του σάν πεθαμένος. Άπάνου σ’ αυτά, κάποιος άπ’ τό καράβι τοϋ φώναξε:
«Άχμέτ! Άχμέτ!»
Άκούγοντας ό χριστιανός νά κράζουνε έτσι τόν ομόθρησκό του, άπόρεσε πολύ καί τοϋ λέγει:
«Μπρέ Γιώργη, τί άκούγω; Γιατί δέ μιλάς;»
Μά κείνος έσκυψε τό κεφάλι του καί πήγε μέσα στό καΐκι. Τό μαράζι τόν έλιωνε μέρα μέ τή μέρα κ’ ήτανε πάντα συλλογισμένος. Φαρμάκι έτρεχε άπ’ τό στόμα του. Τά μάτια του ήτανε βουλιασμένα καί θλιμμένα, τά γένια του άμπαρμπέριστα, τό μουστάκι του πεσμένο άπάνου στό στόμα του. Μηδέ σέ καφενέ πάγαινε, μηδέ σέ τζαμί, μηδέ πουθενά. Καθότανε σέ μιά γωνιά τού λιμανιού πού δέ ζύγωνε ψυχή, κι αν λάχαινε νά πάγει κατά κεΐ κανένας, σηκωνότανε καί τραβούσε μέσα στό μεζαρλίκι [12] γιατί κεΐ πέρα εϋρισκε μιά σταλιά ήσυχία. Έχωνε μέσα στά μάλαθρα πού ’χανε θεριέψει, κάτου άπό ’να ροζιασμένο κυπαρίσσι, καί ξάπλωνε άνάσκελος, κοιτώντας τόν ούρανό.
Τό σπίτι τ’ αφεντικού του ήτανε στή Χιό μέσα στό κάστρο. Οί Τούρκοι, βλέποντας τόν Άχμέτη έτσι μονόχνωτο καί βουβό, έπειόής πληροφορεθήκανε τά καθέκαστα, πιάσανε νά τόν ύποπτεύουνται. Καταλαβαίνανε πώς ήτανε μετανοιωμένος. «Γκιαουρού νέ γιαπσάν γκιαούρ ντιρ!» «Ό,τι καί νά τόν κάνεις, ό άπιστος είναι άπιστος!» Στό τέλος συμφωνήσανε νά τόν σκοτώσουνε.
Ωστόσο κείνος δέν έδινε άσπρο γιά τίποτα. Δέν είχε πλιά κανένα μεράκι άπάνου στόν έαυτό του. Τό φέσι του ήτανε λιγδιασμένο, τά καλαμοβράκια του παγαίνανε τό ’να πάνου καί τ’ άλλο κάτου, οί άγκώνοι του ήτανε τρύπιοι. Στό ζουνάρι του δέν είχε μηδ’ έναν τσακά [13], γιά νά παστρέψει έν’ άπίδι, μηδ’ ένα τσακμάκι, αυτός πού ήτανε τεριακλής κι άλλη φορά φουμάριζε άπάν’ άπό δέκα βέργες τή μέρα. Περπάταγε σκουμπός, σάν κανένας γέρος έκατό χρονώ, μέ τά χέρια μπλεγμένα πίσω του, καί σιγά-σιγά πάγαινε κι άκουμποΰσε άπάνου σέ κανέναν άπόζερβον τοίχο, κ’ έτσι τόν έπαιρνε ό νύπνος.
Ένα πουρνό σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του πριν νά χαράξει, έπειδής είχε στεναχώρια καί δέν μπορούσε νά κοιμηθεί. Στή θάλασσα ούλοι κοιμόντανε άκόμα, στή στεριά τό ίδιο. Όξου τό πέλαγο τό ’δερνε φρέσκια νοτιά, καί πέφτανε άνάριες στάλες άπ’ τόν βουρκωμένον ούρανό. Τράβηξε κατά τό λιμάνι καί, σάν έφταξε στό μέρος πού δένανε τά καΐκια τους οί χριστιανοί, πήρε τό μάτι του άπό μακριά δυό σκιές, πού βιαστήκανε νά κρυφτοΰνε μόλις τόν είδανε. Μά μονομιάς ή μιά άπ’ αυτές κοντοστάθηκε στήν κόχη τού δρόμου.
Ήτανε ό χριστιανός πού ’χε μιλήσει τού Γιώργη πριν άπό καιρό. Κ’ έπειδής τόν σουσούμιασε πώς ήτανε κείνος, στάθηκε καί τόν περίμενε νά ζυγώσει. Καί, σάν σίμωσε καί τόν καλογνώρισε, βγήκε στό φανερό καί πήγε κοντά του καί τόν καλημέρισε καί τού ’πε
«Γιατί, Γιώργη, άρνήστηκες τή θρησκεία μας; Γιατί ρεζίλεψες τή φυλή μας; Έμ τήν ψυχή σου κόλασες, έμ τό σόγι σου ντρόπιασες! Μόλεψες τ’ άγιο μύρος, κόλασες καί τόν νουνό πού σέ βάφτισε! Σε βλέπω καί ματών’ ή καρδιά μου! Ακόμα τά ροΰχα σου τά ίδια, καί κείνα κλαΐνε πάνου στό κορμί σου! Έτσι παιδεύει ό Θεός τόν άμαρτωλό, μά τά κρίματά του είναι μεγάλα, κ’ ή σπλαχνιά του τά κονομά ούλα, γιά νά σωθεί τό χαμένο πρόβατο! Καί τώρα έχει βάλει ολοφάνερα τό χέρι του, γιά νά φκολύνει τή σωτηρία σου! Τέτοιαν ώρα τί γυρεύεις στό μόλο; Ή Παναγιά σ’ έσπρωξε καί ξύπνησες, γιά νά μήν ξανακοι-νηθεΐς πλιά τόν ύπνο τής αμαρτίας! Εμένα τόν ίδιο, γιατί δέ μέ ρωτάς τι γυρευω τέτοιαν ωρα οξ απ το σπίτι μου, π ως να ’ρτω άπ’ τόν άπάνου μαχαλά ό άγέρας πήρε τό καλπάκι άπ’ τό κεφάλι μου, κόντεψε νά ξεκολλήσει τό βρακί άπ’ τά μεριά μου; Παιδί μου, γιά τό ίδιο χρέος μάς άντάμωσε ό Χριστός σήμερα! Τήν ώρα πού φάνηκες από μακριά, εγώ κι ό Γιάννης ό Νερά-ντζης βγαίναμε άπ’ τό καΐκι τού καπετάν-Μπετεφρή. Είναι κά-μποσες μέρες πού πήραμε απόφαση, στ’ όνομα τού Θεού π’ άρνήστηκες, νά φύγουμε κρυφά άπ’ τή Χιό μέ τις φαμελιές μας, έπειδής άκούστηκε πώς ό πασάς θά χαλάσει τά μεγάλα κεφάλια κι άλλους χριστιανούς μέσ’ άπ’ τό φακίρ-φουκαρά [14] τού νησιού. Καί, σέ τούτη τήν άπόφαση, συμφωνήσαμε καί ταιριάξα- με κ’ οί τρεις, καί ψές τό βράδυ βρεθήκαμε άπάνου στό καΐκι γιά νά μιλήσουμε γιά τά καθέκαστα. Καί, μέ τήν κουβέντα, δέν καλύψαμε μάτι ουλή τή νύχτα. Τό λοιπόν, τά συμφωνημένα μας είναι νά σηκωθούμε στά πανιά αύριο περασμένα τά μεσάνυχτα, τώρα πού βοηθά ό καιρός, γιατί θά βάλουμε πλώρη κατά τ’ Άϊβαλί, έπειδής μαθαίνουμε πώς σέ κείνο τό μέρος οί χριστιανοί βρίσκουνε ραχάτι.
Βλέπεις καί κρίνεις κ’ εσύ άτός σου πόσο βολικά τά ’φερε ό Θεός, γιά νά παρατήσεις τούς Τούρκους καί νά πας νά ζήσεις πάλε σά χριστιανός, όπως ζήσανε οί γονοί σου. Κάνε τόν σταυρό σου, κ’ έλα μαζί μας!»
Κ’ έπειδής τόν έβλεπε νά στέκει βουβός, τοΰ ξαναλέγει:
«Μωρέ Γιώργη, γιατί στέκεις έτσι δίβουλος;»
Τότες ό Γιώργης άνοιξε τό στόμα του καί, μαζί μέ τά λόγια του, τόν πήρανε τά κλάματα:
«Η γλώσσα μου είναι μουδιασμένη καί δέν μπορώ νά μιλήσω! Ποιος πέρασε τέτοιο μαρτύριο σάν τό δικό μου; Ποιος ψήθηκε άπάνου σέ τέτοια κάρβουνα; Αμάν! Γιατί ό Θεός φύλαξε γιά μένα μιά τέτοια ντροπή; Άλλα άκοΰνε τ’ αύτιά μου κι άλλα άκού’ ή καρδιά μου! Μέ φωνάζουνε Άχμέτη κι άκούγω Γιώργη, καί πάλε μέ φωνάζουνε Γιώργη καί σπαράζουμαι τό ι'διο σά νά μέ φωνάζουνε Άχμέτη! Μοΰ μιλάνε τούρκικα κι άκούγω γραικικά! Φοβάμαι τούς Τούρκους, φοβάμαι τούς Ρωμιούς, καί δέν ξέρω πού νά πάγω νά κρυφτώ! Στό τζαμί βλέπω ξαφτέρουγα, βλέπω τέμπλα κι άκούγω ψαλτάδες! Το ριζικό τό δικό μου κανένας δέν τό ’χε στόν ντουνιά! Δέν έφταιξα ό δόλιος γιά νά τυραγνιέμαι καί σέ τούτον καί στόν άλλο κόσμο! Παιδί ήμουνα καί μέ πλανέσανε, γιατί ή ζωή φαίνεται γλυκιά σέ κείνον πού δέν ξέρει άκόμα τί λογής φαρμάκια έχ’ ή άλλαξοπιστιά!»
Τόν πνίγανε τά δάκρυα κ’ έλεγε καί ξανάλεγε:
«Πάρτε με μαζί σας, μπάρμπα!»
Βλέποντας ό γέρος τούτα, καταχάρηκε καί τόν παρηγόρεσε, κι άπομείνανε σύμφωνοι νά κατεβεΐ ό Γιώργης τήν άλλη νύχτα, περασμένα τά μεσάνυχτα, γιά νά μισέψουνε. Κ’ έπειδής είχε πιάσει νά ξημερώνει, μ’ όλο π’ ό ούρανός ήτανε καταμου-ντωμένος καί δέν πολυόφεγγε, βιαστήκανε νά χωριστούνε.
Κείνη τή μέρα ό καιρός χειροτέρεψε. Ό αγέρας μπουρίνιασε καί τό πέλαγο έβγαζε μιά τέτοια βουή, πού φοβότανε άνθρωπος κι άπάνου στη στεριά άκόμα. Ή βροχή έρχότανε δεμάτια-δεμάτια, όπως λασκάριζε καί δυνάμωνε κάθε στιγμή ό άγέρας, καί βαροϋσε λοξά τά σπίτια καί τά χωράφια σά νά ’τανε κοντάρια. Μέσα στά σπίτια δεν άκούγα-νε ό ένας τόν άλλον άπ’ τίς σφυριξιές κι άπ’ τά χουγιαχτά πού βγαίνανε άπό κάθε τρύπα κι άπό κάθε χαραμάδα. Άπ’ τά παλιά τά σαχνισίνια ξεκολλούσανε ολάκερα δοκάρια καί πέφτανε στή γης, τά κεραμίδια πετούσανε στόν άγέρα, τά χτίρια σειόντανε άπ’ τά θεμέλια. Μέσα στ’ άλάνια ό άνεμος σήκωνε κάτι πέτρες χοντρύτερες άπό καρύδια καί τίς σφεντόνιζε άπάνου στις πόρτες καί στά σφαλιστά παραθύρια. Οί άνθρωποι φυλαγόντανε νά βγούνε απ’ τά σπίτια, καί κείνος πού ’χε μεγάλη άνάγκη έπαιρνε τόν τοΐχο-τοΐχο ως νά φτάξει κεϊ πού ’θελε. Ούλοι είχανε σφίξει τό βρακί τους μέ τό ζουνάρι κ’ είχανε μαζέψει τή σέλα τους, γιατί άλλιώς κάνανε τοΰμπες, σάν τό καράβι πού δέ μουδάρισε τά πανιά του.
Στό λιμάνι ή ταραχή ήτανε πιό πολλή. Ό άγέρας ζάλιζε περσότερο τά τούρκικα καΐκια, πού ’χανε τ’ άραξοβόλι τους κάτ’ άπ’ τό δεξί χέρι μπαίνοντας στό λιμάνι. Γιά τούτο, άπ’ τήν αυγή π’ άρχίνησε νά μπουρινιάζει στά γερά, πολλά τούρκικα καΐκια είχανε ρίξει κάβο στήν άλλη μεριά τού λιμανιού καί λε- βάρανε γιά νά περάσουνε πέρα. Άλλα πάλε κατεβάσανε τή μεγάλη άγκουρα μέσα στή φελούκα καί πασκίζανε νά φουντάρουνε άπάνου στόν άγέρα γιά νά σιγουράρουνε.
Κατά τίς τέσσερες ώρες τής μέρας τό μπουρίνι κατέβασε ένα νερό πού σάστισε τούς θαλασσινούς, καί μαζί ό άγέρας έστριψε στόν σορόκο μ’ άστραπές καί μέ μπουμπουνητά. Οί θάλασσες γιουργιάρανε άξαφνα μέσ’ απ’ τό μπάσιμο τού λιμανιού,καί κάθε φορά πού χυνόντανε άπάνου στό μόλο, παίρνανε κάτου κ’ έ'να κομμάτι γης. Απ’ όξω πάλε άλλες θάλασσες, άγριε-μένες καί καταπράσινες, έρχόντανε απ’ τό θολό πέλαγο σάν καμαρωμένα άτια καί, σάν φτάνανε μπρος στή στεριά, άνακα-μαριάζανε γιά μιά στιγμή, λές καί θέλανε νά καταπιούνε τά βράχια, κ’ υστέρα χυνόντανε άπάνου στόν στενό μόλο, περνούσανε από πόνου καί γιουργιάρανε κι αυτές μέσα στό λιμάνι, σάν τό στρατό πού σπάνει τίς καστρόπορτες καί χυμίζει μέσα σέ πολιορκημένη πολιτεία χουγιάζοντας: «Γιούργια! Γιούργια!»
Περισότεροι άπό πεντακόσοι άνθρωποι παλεύανε μέσα σέ μιά χαβούζα, ούρλιάζανε, πλατσαρίζανε μέσα στά νερά, κουτρουβαλούσανε ό ένας άπάνου στόν άλλον, τσακίζανε χέρια καί ποδάρια. Άλλου άγωνιζόντανε νά σαλπάρουνε μπερδεμένες άγκουρες καί χωνεύανε μέσα στό θολό νερό οί σκουριασμένες καδένες, άλλου τρακέρνανε φελούκια καί πηγαίνανε στόν πάτο ως πού νά πεις άμήν. Παραπέρα δυό καράβια είχανε κολλήσει τό ’να στ’ άλλο καί σκαμπανεβάζανε μέ μπερδεμένα ξάρτια, μέ τίς άντένες γαντζωμένες, μέ τίς κουπαστές κατατσακισμένες. Ψηλά λαλαδίζανε τά πανιά καί ξεκολλούσανε άπάν’ άπό τ’ άλμπουρα, κ’ ένα σωρό άνθρωποι κι άπ’ τά δυό καράβια, άνεβασμένοι στά ξάρτια καί στις κόφες, πασκίζανε νά τ’ άβαράρουνε καί δερνόντανε άπ’ τό γινάτι συναμεταξύ τους. Ένα σωρό μικρά καΐκια κειτόντανε πεταμένα όξου, άλλα ξεκοιλιασμένα, άλλα μέ φευγάτη πλώρη γιά πρύμη. "Ενα μεγάλο μπάρκο, όπως ήτανε διπλαρωμένο άπ’ τή φουρτούνα άπάνου στό μόλο, μέ κομμένες άγκουρες, είχε πάρει άπό κάτου δυό-τρία μικρά καΐκια, κ’ ή θάλασσα τό κοπάνιζε άλύπητα άπ’ τήν άλλη μπάντα. Έδώ κ’ εκεί πλεύανε στραβοξυλιές, βαρέλια, φέσια, ρούχα λογιώ-λογιώ. Στήν πολιτεία ούλοι οί μιναρέδες είχανε απομεινει με κουτσουρεμένους τεπεδες.
Συνεχίζεται στο B΄ Μέρος
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.
Η επεξεργασία , επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Σημειώσεις
[6] Άμέτ-μουχαμέτ: μέ κάθε τρόπο.
[7] Τεπτίλι= μ’ άλλα ρούχα.
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά = κοπάδια
[10] Ζαναάτι = επάγγελμα.
[11] Κερεστές = ξυλεία.
[12] Μεζαρλίκι = τούρκικο νεκροτραφεΐο.
[13] Τσακάς = σουγιάς.
[14] Φακίρ-φουκαρά = ή φτωχολογιά
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου