ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΖΩΝΑΡΑΣ. Η ἁγία καὶ οἰκουμενικη πρώτη σύνοδος γέγονε βασιλεύοντος τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀθροισθέντων ἐν Νικαία τῆς Βιθυνίας τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων Πατέρων,κατὰ Ἀρείου᾿ γεγονότος πρεσβυτέρου τῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν ἐκκλησίας, ὃς ὲὗλασφημει κατὰ τοῦ Τὶοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κυρίου ἡμῶν ἰησοῖ’ι Χριστοῦ, λέγων μὴ ὁμοούσιον εἶναι αὐτὸν τῷ
Θεῷ καὶ Πατρὶ, κτίσμα δέ' καὶ ὅτι ἦν, ὅτε οὐκ ἦν' ὃν καὶ κοιΘεϊλεν ἡ ἁγία σύνοδος αὕτη, καὶ ἀνεθεμάτισε μετὰ τῶν ὀμοφρόνων αὐτοῦ' ὲδογμάτισε δὲ ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ τὸν Τὶὸν, καὶ Θεὸν ἀληθινὸν, καὶ Δεσπότην, καὶ κύριον’ καὶ κτίστην τῶν κτιστῶν ἁπάντων“ ἀλλ᾽ οὐ κτίσμα, οὐδὲ μέντοιγε ποίημα. Πρώτη ὸὲ σύνοδος η ᾿εν Νικαία αὕτη λέγεται πρὸς τὰς οἰκουμενικἁς ἀριθμουμένη' ἐπείτοι γε πρὸ αὐτῆς διάφοροι γεγόνασισύνοδοι τοπικαί. Ἀλλὰ. τῶν οὶκουμενικῶν αὕτη οὖσα πρώτη,
προτέτακται τῶν λοιπῶν, τῶν πρὸ αὐτῆς γενομένων' τῆς ἐνἈντιοχείᾳ δηλαδὴ, κατὰ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως, συγκροτηθείσης ἐπὶ Αύρηλιανοῦ βασιλέως, τῆς τε ἐν Ἀγκύρα, ἐν ᾗ ζητησις γέγονε περὶ τῶν ἐν καιροῖς διωγμῶν τ'λν πίστιν ἀρνησαμέ-
νων᾿ καὶ μεταμελομένων, ὅπως δεῖ τούτους προσὸέχεσθαι'καὶ τῆς ἐν Νεοκαισαρείαζ ὲνᾗ περὶ ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως κανόνες ἐξειρωνἦθησαν.
ΒΑΛΣ, H άγια αύτη καί οίκουμενική πρώτη σύνοδος γέγονε, βασιλεύοντος (τώ δεκάτω έτει τής βασιλείας αύτού) τοϋ μεγάλου Κωνσταντίνου, άθροισθέντων έν Νικαία τής Βιθυνίας τριακοσίων δέκα καί όκτώ άγίων ΠΜατέρων, κατά Αρείου, γεγονoτος πρεσβυτέρου τής κατά Αλεξάνδρειαν έκκλησίας, ός έβλασφήμει κατά του Υίού τοϋ Θεού, τοΰ Κυρίου ήμ.ών Ιησοϋ Χριςοϋ, λέγων, μή όμοούσιον είναι αύτόν τώ Θεώ καί ΠατρΙ, κτίσμα δέ καί Οτι ήν, ότε ούκ ήν 0ν καθείλεν ή άγία σύνοδος αύτη, καί άνεθεμάτισε μετά τών όμ.οφρόνων αύτώ. έδογμάτισε δε όμοούσιον τώ ΠατρΙ τόν ΥΙόν, καί Θεόν άληθινόν, καί Δε σπότην, χαί Κύριον, καί κτίστην τών κτιστών άπάντων, άλ.λ ού κτίσμα, ούδέ μέντοιγε ποίημια. Πρώτη δέ σύνοδος ή έν Νίκαια αύτη λέγεται πρός τάς οίκουμενικάς άριθμουμένη έπεί περ πρό αύτής δςάφοροι γεγόνασι σύνοδοι τοπικαί άλλά τών οίκουμενικών αύτη ούσα πρώτη, προτέτακται καί τών λοιπών τών πρό αύτής γενομένων, τή; έν Αντιοχεία δηλαδή, κατα Παύλου του Σαμοσατέως, συγκροτηθείσης έπί Αύρηλιανού βασιλέως, τής έν Αγκύρα, καί τής έν Νεοκαισαρεία·
Κανών Α.
Είτις έν νόσω ύπό ιατρών έχειρουργήθη, ή ύπό βαρβάρων έξετμήθη, οδτος μενέτω έν τω κλήρω Εί δέ τις ύγιαfrωv έαυτόν έξέτεμε, τούτον καί έν τω κλήρω εξεταζόμενον, πεπαυσθαι προσήκει καί έκ τού δεύρο, μηδένα τών τοιουτων χρήναι προάγεσθαι. Ώσπερ δέ τούτο πρόδηλον, ότι περί τών έπιτηδευόντων τό πραγμα, καί τολμώντων έαυτους έκτέμvεtv είρηται· ούτως, εί τινες υπό βαρβάρων, ή δεσποτών εύνουχισθησαν , εύρισκοιντο δέ άλλως άξιοι, τούς τοιούτους είς κλήρον προσιεται ό κανών.
ΖΩΝΑΡ. Διάφοροι κανόνες τών άγίων Αποστόλων τά αύτά τώ παρόντι κανόνι διατάττονται· καί οί τής πολιτείας δέ νόμοι.
Εοικε δέ καταφρονηθήναι τό πράγμα καί μετά τούς κανόνας, καί αυθίς τινας έαυτούς άκρωτηριάζοντας, προάγεσθαι είς κλήρον· καί τούς ύφ έτέρων έκτμηθέντας κατ έπήρειαν, μή προάγεσθαι. Διά· τούτο ούν καί οί τής συνόδου ταύτης τόν παρόντα κανόνα έξέΘεντο, δαταττόμενοι τά αύτά τοΐς άποστολικοίς κανόσι καί τοΐς νόμοις ώστε μήτε τούς έαυτούς έκδόντας είς έκτομήν, ή αύτόχειρας γενομένους, κληροϋοθαι, ή είς ίερωσύνην άνάγεσθαι· άλλά καν προέφθασαν έν κλήρω ταχΟήνοα, έκβάλλεσδαι τούτου μήτε τούς ύφ έτέρων έπηρεασθέντας, καί τών παιδογόνων στερηθέντας μορίων, έάν άξιοι κρίνωνται ίερωσύνης, κωλύεσθαι διά τούτο προαχθηναι είς ίερωσύνην. Εαυτόν δ έκτεμών ούχ δ χερσίν οίκείαις άποκόψας τό μόριον λέγεται μόνος, άλλά καί ό άλλφ έκών καί χωρίς άνάγκης έαυτόν εις έκτομήν έπιδούς. Πλατύτερον δέ τάπερί τούτου έξήγηται έν τώ κα. καί β. καί γ. καί δ, τών άποστολικών κανόνων.
ΒΑΛΣ. Οί άποστολικοί Θείοι κανόνες ό κα. ό κβ. δ κγ. καί ο κδ ίκανώς ήμάς έδίδαξαν, τί οφείλει γίνεσθαι είς τούς άκρωτηριαζομένους τούς διδύμους. Ακολούθως ούν τουτοις καί ό παρών κανών διατάττεται, μήτε τούς έαυτούς έκδόντας είς έκτομήν, ή αύτόχειρας γενομένους, κληρούσθαι, ή είς ίερωσύνην προάγεσθαι, άλλά καν προέφθασαν έν κλήρω ταχθήναι, έκβάλλεσθαι τούτου μήτε· τούς ύφ έτέρων έπηρεασθέντας , καί τών παιδογόνων στερηθέντας μορίων, έάν άξιοι κρίνωνται, Ιερωσύνης κωλύεσθαι διά τούτο. Ανάγνώθι καί τόν η κανόνα τής έν τώ ναώ τών άγίων Αποστόλων συστάσης συνόδου, τής λεγομένης πρώτης καί δευτέρας. Επεί δέ τούς άποστολικούς κανόνας έρμηνεύοντες, έγράψαμεν κολάζεσθαι τόν μετά τήν χειροτονίαν διά πάθος έαυτόν άκρωτηριάσαντα άπό δέ τοϋ παοΟντος κανΟνο; λέγοντος, Εϊ τις έν νόσω ύπό ιατρών έχειρουργήθη, ουτος μενέτω έν τώ κλήρω κα! αΰθις, Εί δέ τις ύγιαίνών έαυτόν έξέτεμε, τούτον, καί έν τώ κλήρω έζεταζόμινον, πέπαύσθαι προσήκει ειπόν τινες μή κρλάζεσθαι τόν μετά τήν κλήρωσιν διά πάθος άκρωτηριασθέντα· φαμέν, ώς ό τοιούτος κανών ού διαλέγεται περί τών άκρωτηριασθέντων μετά ττ,ν ίερωσύνην, άλλά πρό τής ίερωσύνης, μετά δέ ταύτην, είς αμφιβολίαν έμπεσόντων. Hi δέ καί πλέον άνθίσταταί τις, καί θέλει συγγνωμονηθηναι τόν διά πάθος μετά τήν ίερωσύνην άκρωτηρασθέντα, άκουσάτω, ώς ή ρμβ. Ιουστινιάνειος νεαρά, ή κειμιένη έν βιβλίω ξ. τιτλω να, κεφαλαίω τελευταίω, ήτις καί κατεστρώθη έν κεφαλαίω ιδ\ τού πρώτου τίτλου τού παρόντος συντάγματος, έπιστομίζει αυτόν. Ταϋτα δέ λέγομεν, έάν χωρίς είδησεως τής έκκλησίας μετά τήν ίερωσύνην άκρωτηριασθη τις· εί γάρ κατ έπιτροπήν έκκλησιαστικήν εύνουχισδτί (1) τις, καί μετά τήν κληρωσιν, ού προκριματισθήσεται, ώς έμοί τέως δοκέί κάν(2) ούκ είδόν τινα ιερωμένον έκχωρηθέντα διά νόσον εύνουχισδηναι· καί ταύτα (3) πολλών τούτο ζητησάντων συνοδικώς, καί 0τε τό χαρτοφυλακικόν ένήργουν(4) όφφίκιον, άλλά και μετά τό πατριαρχεύσαι, διά τήν υποψίαν τού έπικινδύνου αποτελέσματος τής ίατρείας (5).
ΑΡΙΣΤ. Οί ευνούχοι είς κλήρον δεχέσθωσαν οί δέ έκτεμόντες έαυτούς μή δεχέσθωσαν.
Είρηται καί έν τοΐς άποστολικοίς κανόσιν, ήτοι το> κβ\ κγ. καί κδ\ άξιον ίερωσύνης μή κωλύεσθαι είς κλήρον προβιβάζεσδαι, εΐπερ άκουσίως έξευνουχίσδη τόν δέ έκουσίως άκρωτηριάσαντα έαυτόν, ώς αύτοφονευτήν έαυτοΰ, είς κλήρον όλως μή παραδέ χεσδαι, άλλά καί κληρικόν όντα, καθαιρεΐσθαι. Τής αύτης ούν καί ό παρών κανών έννοιας έστίν.
Κανών Β.
Επειδή πολλά, ήτοι ύπό άνάγκης, ή άλλως έπειγο μένων τών άνθρώπων, έγένετο παρά τόν κανόνα τόν έκκλησιαστικόν, ώστε άνθρώπους άπό έθνικού βίου άρτι προσελθόντας τή πιστει, καί έν όλίγω χρόνιο κατηχηθέντας, εύθύς έπί τό πνευματικόν λουτρόν άγειν, και άμα τώ βαπτισθήναι προάγειν (I) είς έπισκοπήν, ή είς πρεσβυτέρων (2), καλώς έδοξεν Ιχειν, τοΟ λοιποΟ μηδέν τοιοΟτσ γίνεσθαι· και γάρ καί χρόνου δεϊ τ<> κατηχουμένω, Χαί μετά τό βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφές γάρ τό άποστολικόν γράμμα, τόλέγον Μή νεόφυτον, ιναμήτυφωθεις είς κρίμα έμπέση, καί παγίδα τοϋ διαβόλου (3), Ε£ δέ, προϊόντος τού χρόνου, ψυχικόν τι άμάρτημα εύρεθεή] περί τό πρόσωπον, καί έλέγχοιτο ύπό δύο, ή τριών μαρτύρων, πεπαυσθω ό τοιούτος του κλήρου. Ο δέ παρά ταυτα ποιών, ώς ύπεναντία(4) τή μεγάλη συνόδιρ θρασυνόμενος, αυτός κινδυνεύσει περί τόν (5) κλήρον.
ΖΩΝΑΡ. Καί ό ογδοηκοστός κανών τών άγίων Αποστόλων, τόν έξ έθνικού βίου προσελθόντα, ή έκ φαύλης διαγωγής, μή αύτίκα προχειρίζεσθαι έπίσκοπον έπισκήπτει. Καί ό μ^γας δέ Παύλος Τιμοθέω γράφων, καί οΐον είναι δει τόν είς έπισκοπήν προαγΟμενον διαταττΟμενος, καί μή νεΟφυτον εϊναί φησι. Διό καί οΐ Πατέρες ούτοι όρίζουσι, μήτε τόν τή πίστει προσερχΟμενον αύτίκα βαπτίζεσθαι, εί μή άρκούντως κατηχηθείς μήτε βαπτισθέντα εύθύς είς κλήρον κατατάττεσθαι, μήπω δόντα δοκίμιον έαυτου, όπως τε περί τήν πίστιν έχει, καί Οπως περί τόν βίον. Εί δέ καί μετά δοκιμασίας γένηται, άνεπίληπτος δόξας, προΐΟντος δέ τού χρόνου Αμάρτημά τι ψυχικόν έχων έλεγχθείη, παύε· σθαι τούτον διατάττονται. Απορέϊται δέ, τί άν εϊη τό ψυχικόν άμάρτημα, καί διά τί ψυχικών έμνήσθη μόνον, άλλ ούχί καί σαρκικών· καί ταύτα ώς έπίπαν τών σαρκικών (6) καθαερέίν μάλλον πεφυκΟτων τούς περιπεπτωκΟτας αύτοΐς· τών ψυχικών δέ γε, ώς έπ έλάχιστον. Οί μέν ούν τούς τόν κανόνα έκθεμένους άγίους Πατέρας, πάν άμάρτημα είς ψυχήν φέρον (7) βλάβην, ψυχικόν Ονομάσαι φασίν. Οί δέ ψυχικά φασιν άμαρτήματα, τά έκ ψυχικών παθών γινόμενα, olov έξ οίήσεως, καί ύπερηφανίας, καί άνηκοίας· καί ταύτα γάρ καθαιρέσει, αθεράπευτα μένοντα, υποβάλλουν Δήλον δέ τούτο έκ τών καλουμένων Ναυατιανών έκεΐνοι γάρ ού πρός δόγμα έσφάλλοντο άλλά καθαρούς έαυτους έξ οίήσεως όνομάζοντες, ούτε τ:ύς έν διωγμοί; παραπεσΟντας μετανοούντας έδέχοντο, ούτε διγάμοις έκοινώνουν διό καί έξεκηρύχθησαν τής τών πιστών δμηγύρεως, διά τήν οϊησιν, καί τήν μισαδελφίαν αύτών. Εί γούν εκείνοι διά ταύτα καί τής έκκλησίας άπεβλήθησαν, πώς ούκ άν ό δι οϊησιν ΙπισκΟπιρ αύτού μή πειθΟμενος, καί αδιόρθωτος μένων, καθαιρεθήσεται; Καί ό έ. δέ τών άγίων Αποστόλων κανών τούς τάς έαυτών γυναίκας προφάσει εύλαβείας έκβάλλοντας, άφορίζεσθαι κελεύει, έπιμένοντας δέ, καί καθαιρεΐσθαι. Καί ό λς. τών αύτών δατάττεται, τούς ψήφω τών έπισκόπων είς προστασίαν καλούμενους, μή καταδεχομένους δέ τό λειτούργημα, άφωρισμένους είναι, έως άν καταδέξωνται· ώστε, εί μή καταδέχοιντο, είεν άν διά βίου άφωρισμένοι οί δέ διά βίου άφωρισμ,ένοι, ούδέν άπεοίκασι καθτρημένων. Οίμαι δέ κρεΐσσον είπεΐν, ότι παν άμάρτημα δικαίως άν όνομάζοιτο ψυχικόν, ώς έκ παρατροπής τών ψυχικών δυνάμεων τήν άρχήν έχον. Είς τρία γάρ τών περί τήν ψυχήν θεωρουμένων διαιρούμενων, εις τε τό λογικόν, τό έπιδυμητικόν, καί τό θυμικόν, έξ έκάστου τούτων αί άρεταΙ καί αί κακίαι πεφύκασι φύεσθαι αί μέν, όταν όρθώς, καί ώς παρά τού δημιουργού ήμΐν ένετέθησαν, αύτοΐς χρώμεθα· αί δέ κακίαι, όταν αύταΐς παραχρώμεθα. Τού μέν ούν λογικού αρετή καί κατόρθωμα, ή εύσέβεια, καί αί τφ θείφ πρείτουσαι ήμέτεραι έννοιαι, καί ή τού καλού καί τού χείρονος άνεπισφαλής διάκρισις, και τί μών αίρεΐσθαι δέον, τί δέ άποτρέπεσθαι. ό δέ έκ τούτων άπόπτωσις, κακία, καί άμαρτία έστί. Τού δέ επιθυμητικού μέρους αρετή, τό τών όντως έρ$ν ό ρεκτών, τής θείας φημί φύσεως, καί τών οίκειούν ήμάς έκείνφ δυναμένων πράξεων. Η δ έκ τούτων παρατροπή, καί είς γήΣνα φορά, της έπιθυμίας άμάρτημα. όμοίως δέ καί τού θυμικού άρετή, ή πρός τήν κακίαν έναντίωσις καί άπέχθεια, καί τό πρός τάς τού σώματος ορέξεις άνθίστασθαι, καί μέχρις αίματος πρός τήν 4μ«ρτ(αν άντικαθίστασθαι, καί τού Ορθού λΟγου καί τής άρετίς
προμαχεΐν, καί μετά του Δαβίδ λέγεεν Βίδον άσυνέτουντας, καί έξετηκΟμην κακία δέ, ή πρός τόν πλησίον Οργή, καί τ4 μίσος, καί αί φιλΟνεικοι διαθέσεις, καί αί μνησικακίαι. Ούτως ούν, ώς ειρηται, έκ τών ψυχικών δυνάμεων τών άμαρτημάτβν συνισταμένων, καλώς οί θείοι Πατέρες ψυχικά είρήκασιν άμαρτήματα, καί τώ μεγάλω Παύλω έπΟμενοι, λέγοντι Εστι σώμα ψυχικόν, καί έστι σώμα πνευματικόν ψυχικόν όνομάζοντι, τό ύπό της ψυχής ήγεμονευόμενον, καί κυριαρχούμενον, καί ταΐς φυσικάίς αυτής δουλεύον δυνάμεσιν, ένδιδοΰν τε (4) θυμώ, καί επιθυμία, καί τοΐς γηίνοις προστετηκός, καί ούδέν ύπέρ ταυτα φρονούν.
ΒΑΑΣ. Από μέν τού π1, κανόνος τών άγίων Αποστόλων έμάθομεν, μήτε τόν έξ έθνικού βίου προσελθόντα τή έκκλησή μήτε τόν Ικ φαύλης διαγωγής, αύτίκα προχειρίζεσθαι έπίσκοπον καί άνάγνωθι τά έν έκείνω γραφέντα. ό δέ παρών κανών προστίθησι, μηδέ πρεσβύτερον αύτίκα γίνεσθαι τόν τοίφ&τον, μηδέ άπιστόν τινα βαπτίζεσθαι πρό τού ίκανώς χατηχηθήναε διά τό δείσθαι ταύτα (2) χρόνου εις δοκιμασίαν τόν δέ παρά ταύτα ποιούντα, καθαιρεΐσθαι φησι. Τοϋ δέ κανόνος κο)άζσν~ τος τά μετά τό βάπτισμα άναφανησόμενα ψυχικά άμαρτήματα, ήρώτησάν τινες, ποΐά είσι ψυχικά άμαρτήματα, καί διά τί ψυχικών έμνήσθη ό κανών άμαρτημάτων, καί ούχΐ σαρκικών Καί άλλοι μέν ειπον, ψυχικά άμαρτήματα, είναι τά έκ ψυχικών παθών τικτόμενα, οίον έξ οίήσεως, έξ άνηκοίας, καί έτέρων τοιούτων καί ταύτα γάρ καθαιρούσιν, ώς ή τών Ναυατιανών αίρεσις, καί ή άκαιρος αποχή τού γάμου, καί τής κρεωφαγίας, κατά τόν έ. κανόνα τών άγίων Αποστόλων, καί έτέρους (3). έγώ δέ φημι, ώς πάν άμάρτημα έπάγον τή ψυχή βλάβην, ψυχικόν Ονομάζεται, κάν έκ σωματικής όρέξεως δέξηται την αρχήν, κάν έξ ψυχικής δα γάρ τούτο καί πάντα τά άμαρτήματα ψυχικά σφάλματα ή έκκλησία κατονομάζει καί ό κανών δέ μόνο
έμνησθη αμαρτημάτων ψυχικών, ώς περιεχΟντων καί τά σαρκικά. Περί μέν τοι τού μή κολάζεσθαι τόν βαπτισθέντα, καί κληρωθέντα, διά τήν πρό τού βαπτίσματος πορνείαν, ή τόν φόνον, άνάγνωθι καί τόν κ\ κανόνα τού άγιου Βασιλείου, καί τά έν αύτώ, καί τών άγίων Αποστόλων κανόνα ιζ.
ΑΡΙΣΤ. Οί έξ έθνίκού βίου μή ταχέως είς πρεσβυτέρους άγέοθωσαν δίχα γάρ της διά χρόνου δοκιμασίας, κακός ύ νεόφυτος. Εί δέ τις καί μετά τήν χειροτονίαν άμαρτήσας άποδειχθή ή πρότερον, ή ύστερον, ουτοσί πεπαύσθω τού κλήρου.
Τά αύτά τώ όγδοηκοστώ κανόνι τών άγίων Αποστόλων καί ό κανών ουτος λέγει, τό, τόν άρτι βαπτισθέντα μή εύθύς είς έπισκοπήν, ή είς πρεσβυτέρων άγείν ΐνα μή, ώς νεόφυτος, τυφωθείς, είς παγίδα τού διαβόλου, καί κρίμα έμπέση. Δει γούν τόν τοιούτον, κατά τόν ένδεκατον κανόνα της έν Σαρδικη συνόδου, πρότερον είς έκαστον βαθμόν, ηγουν άναγνώστου, Οποδιακόνου, καί τών έξής, έκτελέσαι κάν ένός χρόνου μήκος, καί ούτως, εί άξιος της θείας ίερωσύνης κριθη, της μεγίστης άπολαύσαι τιμής ώσπερ δή πάλιν καί μετά τήν χειροτονίαν εί άμαρτήσας άποδειχθτί, τής αξίας μετακινεΐσθαι.
Κανών Γ.
Άπηγόρευσε καθόλου ή μεγάλη σύνοδος (I), μήτε έπισκόπω, μήτε πρεσβυτέριο, μήτε διακόνιο, μήτε όλως τινι τών έν(2) κλήρω, έξειναι συνείσακτον (3) Ιχειν, πλήν εί μή άρα μητέρα, ή άδελφήν, ή θειαν, ή ά μόνα πρόσωπα πάσαν ύποψίαν διαπέφευγεν.
ΖΩΝΛΡ. Βούλεται ό κανών τούς Ιερωμένους άνεγκλήτους έΐναι, καί μηδέ μέχρις υποψίας κατ αύτών εΐναί τισι πάροδον. Διό πάσιν άπηγόρευσε τοΐς ίερωμένοις συνοικεΐν γυναιξίν, άνευ ^ών είρημενων προσώπων. Ού μόνον δέ τοΐς είρημένοις, άλλά καί αύτοΐς τοΐς κεκληρωμένοις, τούτο άπηγόρευται καί ό μέγας δέ Βασίλειος, πρός ΓρηγΟριον πρεσβύτερον έπιστέλλων, τού τοιούτου μέμνηται κανόνος, καί χωρισθηναι αύτόν τού συνεισάκτου επιτάσσει γυναίου, έάν δέ τόλμησες, φησί, μή διορθωσάμ&νος έαυτόν, άντέχεσθα: τής ίερωσύνης, ανάθεμα έση παντί τώ λαώ. Καί ό πέμπτος δέ κανών τής έν τώ Τρούλλω οικουμενικής συνΟδου τά αύτά διατάττεται, προστιθείς καί ταύτα· Τό αύτό δέ τούτο καί οί ευνούχοι παραφυλαττέτωσαν, τό άμεμπτον έαυτοΐς προνοούμενοΓ οί δέ παραβαίνοντες τόν κανόνα, εί μέν κληρικοί εΐεν, καθαιοείσθωσαν, εί δέ λαϊκοί, άφοριζέσθωσαν. Καί ή έν τώ τρίτω βιβλίω τών βασιλικών κειμένη νεαρά, τά αυτά τοΐς Ιεροΐς κανΟσι νομοθετεί. Τό δέ γε τής έβδόμης συνόδου όκτωκαιδέκατον κεφάλαιον, ουδέ έν προαστείω, ένθα γυναΐκές είσιν όπηρετούσαι, παραχωρεί έπισκΟπω, ή ήγουμένω άπιέναι, εί μή μεταστώσιν αί γυναίκες έκεΐθεν, έως άν ύποχωρήσωσιν ό έπίσκοπος, ή 6 ήγούμενος. ό δέ τής έν Αγκύρα έννεακαιδέκατος κανών περί τό τέλος φησί· Τάς μέντοι συνερχόμενα; παρθένους τισίν, ώς άδελφάς, έκωλύσαμεν.
ΒΑΛΣ. Περί συνεισάκτων άνάγνωθς τό ιδ\ κεφ. τού ή τίτ. τού παρόντος συντάγματος, καί τά έν αύτώ, καί μάθοις, άπό τής έκεΐσε συνοψισθείσης ρκγ. ίουστινιανείου νεαράς, Οτι οΐ κληρικοί μετά παραγγελίαν (4), μή χωριζΟμενοι τών συνεισάκτων, αίτινές είσι παρά τά πρΟσωπα τά δηλούμενα έν τώ παρΟντι κανόνι, καθαιρούνται οί δέ έπίσκοποι, ότεδήποτε ευρισκόμενοι οίαδήτινι γυναικί συνοικούντες, άπεντεύθεν καθαιρούνται καί σημιείωσαι τούτο. Περί μέντοι τών συνεισάκτων λόγος πολύς έγενετο κατά διαφόρους καιρούς· καί έίπόν τινες έπείσακτον, ί συνείσακτον είναι τήν άντί νομίμου γυναικός συνεισαχθεΐσαν, καί συνοικούσάν τινι πορνικώς άλλοι δέ εΤπον είναι πάσαν γυναίκα συνοικούσάν τινι, άλλοτρίαν πάντο>ς, κάν άνύποπτός έςτ, καί Ιδοξε τούτο μάλλον είναι άληθέστερον. Διά γάρ τούτο, φασε, καί ό μέγας Βασίλειος παρεγγυάται τώ ίερεΐ χωρίσθήναι τής
συνεισάκτου, διά τής προς ΓρηγΟριον πρεσβύτερον επιστολής, κα» ούκ άπεντεύθεν καθαιρεΐσθαι αυτόν διορίζεται, ώς άναμφιλέκτως καί προφανώς άμαρτάνοντα.
ΑΡ1ΣΤ. Συνείσακτον μή τις έχέτω, μητρός δίχα, καί αδελφής, καί τών προσώπων, ά πάσαν υποψίαν άποδιδράσκουσιν.
Ανευ τών προσώπων, τών πάσαν υποψίαν άσελγείας διαφευγΟντων, οίον μητρός, αδελφής, θείας, καί τών όμοιων, έτερον ού συγχωρεΐ 6 παρών κανών, μετά τίνος συνοικεΐν τών ιερωμένων, ούτε ό πέμπτος κανών τής έν τώ Τρούλλα) έκτης συνόδου, ούτε ό ιή. καί κβ. τής έν Νίκαια συνόδου τό δεύτερον, ούτε ό μέγας Βασίλειος, πρός Γρηγόριον πρεσβύτερον γράφων τής συνεισάκτου γυναΐκός χωρισθήναι, κάν έβδομηκονταετής ίν, καί ούκ έλογίζετο ταύτη συνοικεΐν έμπαθώς.
Κανών Δ.
Έπίσκοπον προσήκει μάλιστα μέν ύπό πάντων τών έν τή έπαρχία καθιστασθαι· εί δέ δυσχερές είη τό τοιοΟτο, ή διά κατεπείγουσαν άνάγκην, ή διά μήκος όδου, έξ άπαντος τρεις έπί τό αύτό συναγομένους, συμψήφων γινομένων καί τών άπόντων, καί συντιθεμένων διά γραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιεισθαι· τό δέ κύρος τών γινομένων δίδοσθαι καθ έκάστην επαρχίαν τώ μητροπολίτη.
ΖΠΝΑΡ· έναντιούσθαι δόξειεν άν ό παρών κανών τώ πρώτιρ κανόνι τών Ιερών Αποστόλων ό μέν γάρ έπίσκοπον χειροτονεΐσθαι ύπό έπισκόπων δύο, ή τριών, διατάττεται ουτος δέ ύπό τριών, συναινούντων καί τών άπόντων, καί συντιθεμένων διά γραμμάτων άλλ ούκ είσίν έναντίοι. ό μ£ν γάρ τών άγίων Αποστόλων χειροτονίαν, τήν καθιέρωσιν καί χειροθεσίαν όνομάζμ· ό δέ τής συνόδου ταύτης κανών κατάστασιν, καί χειροτονίαν, τήν ψηψον καλεΐ καί διορίζεται, μή άλλως άρχιερέως γίνεσθαι ψήφισμα, εί μή τρεις όμού συνέλθωσιν, έχοντες καί τούς άπόντας συντιθεμένους διά γραμμάτων ήγουν όμολογοδντας, ότι έψονται κάκεΐνοι τνί παρά τών τριών όμού συναχθέντων γενησομένη ψήφω Μετά δέ τήν ψήφον τό κύρος, ήτοι τήν τελεσιουργίαν, καί χειροθεσίαν, καί καθιέρωσιν, τώ μητροπολίτη τής έπαρχίας δίδωσιν, ώστε παρ έκείνου κυρούσδαι τήν ψήφον. ΚυροΟται δέ, Οταν ένα τών ψηφισθέντων, 0ν έκεΐνος έκλέξεται, χειροβετήση μεθ έτέρων δύο, ή τριών έπισκόπων, κατά τόν άποστολικόν κανόνα.
ΒΑΑΣ. Τό καδίστασδαι, ήτοι ψηφίζεσθαι έπίσκοπον, ένταύθα δέδοκται. Πάλαι γάρ γινομένων τών ψήφων τών αρχιερέων παρά του πλήθους τών πολιτών, οί θείοι Πατέρες ούκ ηύδΟκησαν τούτο, ΐνα μή παρά λαϊκών ανθρώπων ό τών Ιερωμένων διασύρηται βίος· καί διωρίσαντο ύπό τών έπαρχιωτών έπισκόπων έκάστης έπαρχίας ψηφίζεσθαι τόν έπίσκοπον. £ί δέ τούτό έστι δυσχερές διά τινα εύλογον αίτίαν, ή διά μήκος όδού, μή άλλως τήν ψήφον γίνεσθαι, εί μή συνέλθωσι (4) τρεις έπαρχιώται Ιπίσκοποε, έχοντες καί τούς άπόντας συμψήφους διά γνωμών έγγράφων. Τήν δέ χειροτονίαν τούτου, ήτοι καθιέρωσιν, έπεφιλοημήσαντο τώ πρώτιρ, ήτοι τώ μητροπολίτη, καί ού μΟνον τήν χειροτονίαν, άλλά καί τό κύρος τής ψήφου. Λιά γάρ τούτο καί άπό τών τριών τών ψηφιζομένων γίνεται μήνυμα παρά τού μέλλοντος ποιήσαι τήν χειροτονίαν πρός ένα, όν βούλεται αυτός, καί ούκ έξ ανάγκης ό πρώτος τεθείς μηνύεται, καί έφεξής οΐ λοιποί καί ό μέν κανών έν τούτοις. Τινας δέ μητροπολΐταε ψήφους έπισκόπων αύτών ποιησάμενοι είς τήν τών πόλεων βασιλεύουσαν, μετά τριών έπισκΟπων άλλοτρίων, ή καί ιδίων, καί τών λοιπών έπαρχιωτών έπισκΟπων αύτών μή έπιστραφέντες, έρωτηθέντες, όπως τούτο ποιούσιν, έχρήσαντο είς βοήθειαν Τώ εγ\ κανόνι της έν Καρθαγένή συνΟδου καί άνάγνωθι τά έν έκείνω τω κανΟνι γραφέντα, καί τόν εθ. κανΟνα τής έν Αντεοχείφ συνόδου καί ταύτα μέν, όταν i μητροπολίτης εύποροίη πολλβν έπαρχιωτών. Εί δέ, ώς οΐ πολλοί τών μητροπολιτών, ένα Επαρχιώτην έπίσκοπον ίχουσιν, ή δύο, τότε έξ ανάγκης γενήσετα» ή ψήφος μετά τεντών δντων, καί ευρισκομένων έπαρχιωτών, καί (ατά άλλοτρίων έπισκόπων.
ΑΡΙΣΓ. έπίσκοπος ύπό πάντων επαρχιωτών καθίσταται· είδέ μή, τέως τριών, των υπολοίπων διά γραμμάτων συμψήφων γινομένων τό μέν τοι κράτος δ μητροπολίτης έχέτω.
Τπό δύο μέν, ή καί τριών έπισκόπων έπίσκοπος χειροτονείται, κατά τόν πρώτον κανόνα τών άγίων Αποστόλων· ύπό τριών δέ τό έλάχιστον ψηφίζεται· έάν ίσως πάντες οί της επαρχίας έπίσκοποι διά κατεπείγουσαν ανάγκην, η διά μήκος οδού παρουσιάσαι ού δόνανται· πλήν όφείλουσι καί αύτοί οί απόντες διά γραμμάτων γενέσθαι σΰμψηφοι τοΤς παροϋσιν έπισκόττοις, καί τήν ψήφον ποιοομένοις. Τήν μέντοι έξουσίαν, μετά τό γενέσθαι τήν ψήφον, 6 μητροπολίτη; έχει, ώστε ενχ τών τριών των ψηφισθέντων, οίον αίρεΐται, έπιλέξασθαι.
Κανών Ε.
Περί τών άκοινωνήτων γενομένων, είτε τών έν κλήρεμ, είτε τών έν (I) λαΐκώ τάγματι, υπό τών καθ έκάστην έπαρχίαν έπισκόπων, κρατείτο» ή γνώμη, κατά τόν κανόνα τόν διαγορέύοντα, τούς ύφ έτέρων άποβληθέντας ύφ έτέρων μή προσίεσθαι. ΈξεταζέσΘω δέ, μή (ΐικροψυχίφ(2), ή φίλονεικία, ή τινι τοιαύτη άηδιο τοΟ έπισκόπου, Αποσυνάγωγοι γεγένηνται (3). Ινα οδν τοΟτο τήν πρεπουσαν έξετασιν λαμβάνοι, καλώς Ιχειν Ιδοξεν, έκαστου ένιαυτοΟ, κα0; έκάστην έπαρχίαν δίς τοϋ έτους συνόδους γίνβσθαι ΐνα κοινή) πάντων τών έπισκόπων τ})ς έπαρχίας έπί τό αύτό συναγόμενων, τά τοιαΟτα ζητήματα έξετάζηται(4), καί οδτως οί όρωλογουμένως προσκεκρουκότες τφ έπιοχάκω, χατά λόγον άχοινώνητοι παρά πάσιν είναι δόξωβι,
μέχρις άν τώ κοινώ τών έπισκόπων δόξη τήν φιλανθρωποτέραν ύπέρ αύτών έκθέσθαι ψήφον. Αί δέ άνοδοι γινέσθωσαν, μία μέν πρό τής Τεσσαρακοστής, ενα πάσης μικροψυχίας άναιρουμένης, τό δώρον καθαρόν προσφέρηται τώ θεώ δευτέρα δέ, περί (1) τόν του μετοπώρου καιρόν.
ΖΠΝΑΡ. Και τών άγίων Αποστόλων διάφοροι κανόνες διαλαμβάνουσι, μή δέχεσθαι παρά τινων τούς παρά τών ίδιων έπισκόπων άφορισθέντας. έπεί δέ τινας άφορίζεσθαι μή δικαίως συμβαίνει, διά θυμόν ίσως, καί μικροψυχίαν τού άφορίσαντος, ή δι έμπάθειάν τινα, ήν καί άηδίαν ώνόμασε (2), διά τούτο τόν παρόντα κανόνα οί Ιεροί Πατέρες έξέθεντο, έξετάζεσθαι διαταξάμενοι τούς άφορισμούς, Οταν δηλαδή οί άφωρισμένοι αίτιώνται τούς άφορίσαντας, ώς παρά τό δίκαιον άφορισθέντες. Τήν δέ έζέτασιν παρά τών έπισκόπων τής έπαρχίας γίνεσθαι, ή πάντων, ή τών πλειόνων, εϊ τινας μή συνιέναι τοΐς λοιποΐς συμβαίνει δι άσθένειαν ίσως, ή άναγκαίαν άποδημίαν, ή άλλην άπαραίτητον αιτίαν. Γίνεσθαι δε συνόδους καθ έκάστην έπαρχίαν ώρίσαντο δίς τού ένιαυτού, Οπερ καί τοΐς άγιοι; Αποστόλοις κεκανόνισταΐ. Αλλ οί μέν κατά τήν τετάρτην εβδομάδα τής Πεντηκοστής, τήν μίαν γίνεσθαι τών συνόδων διετάξαντο τήν δέ έτέραν, κατά τόν Υπερβερεταΐον μήνα, ήγουν τόν όκτώβριον. 01 δέ τής συνόδου ταύτης άγιοι Πατέρες τόν μέν καιρόν ένήλλαξαν, άντί τής τετάρτης έβδομάδος τής Πεντηκοστής πρό τής Τεσσαρακοστής όρίσαντες τήν σύνοδον γίνεσθαι· καί την αιτίαν έπήγαγον, ΐνα, φασί, πάσα μικροψυχία περιαιρήται ό γάρ νομίζων μή προσηκόντως άφορισθήναι, πάντως λυπεΐσθαι μέλλει κατά τού άφορίσαντος καί ό άφορίσας δέ, άκούων μή εύγνωμόνως δεχόμενον τόν άφορισθέντα τό έπι τίμιον, άλλά καταγογγύζοντα αυτού, ούκ άπαθώς πρός αύτόν διακείσεται. Ουτω δέ πρός άλλήλους έχόντων αύτών, πώς άν προσενεχθείη τό δώρον καθαρώς τώ θεώ ; διά τούτο πρό τής
Τεσσαρακοστή φχονομήθη τ^ν ^αν άνοδον γίνεσθαι, την δέ λοιπήν, κατά τό μετΟπωρον καί ό Οκτώβριος δέ μην τού μετοπώρου έστίν. έν δέ ταΐς συνΟδοις ταύταις έξετάζεσθαι τα τοιάύτα ζητήματα διετάξαντο καί οί όαολογουαένως, καί μή άμφιβΟλως προσκεκρουκΟτες, είκός γάρ άρνεΐσθαι τόν έπιτιμηθέντα τό παρά τού έπισκόπου αύτώ έπεγκαλούμενον άμάρτημα, κατά λόγον, ήγουν δικαίως ακοινώνητοι έσονται παρά πά<π, μέχρις άν κοινώ; τοΐς έπισκΟποις δόξνι φιλανθρωπότερόν τι περί αύτών άποφήνασθαι. Αλλ εΐποι τις άν, πώ; ούχ! τώ άφορίσαντι άνετέθη παρά τού κανόνος ή ψήφος, ή ύπέρ τού άφορισθέντος, άλλά τώ κοινώ τών έπισκΟπων; τούτο δέ οΐμαι είρήσθαι, όταν 6 άφορίσας σκληρύνηται, καί μή θέλτρ μετά καιρόν λύσαι τού έπετιμίου τόν άνθρωπον, ή έάν ίσως ό άφορίσας τελευτηση, μή λύσας τόν έπιτιμηθέντα. ΤΟτε γάρ έξέσται τη συνόδφ, εί συτ νΐδν» τόν καιρόν τού επιτιμίου άρκούντα, και τήν μετάνοιαν ΤοΟ έπιτιμηθέντος άνάλογον τώ άμαρτηματι, ψηφίσασθαι (4) ύπέρ αύτοϋ, καί λϋσαι τώ άνθρώπφ τό έπιτίμιον, καν ό ΙτΑσκοπος αύτοϋ άτεγκτος μένη καί ανένδοτος, κάν άπεβίου τυχόν. 0 μέν ούν τών άγίων Αποστόλων τριακοστός έβδομος κανών, καί 6 παρών, δίς του έτους διατάττονται γίνεσθαι συνΟδου;· ό δέ όγδοος τής οίκουμενικής ς·. συνΟδου, καινίσας τοϋτο, άπαξ τοϋ Ινιαυτοϋ διορίζεται, έν έκάστ(ΐ έπαρχία γίνεσθαι σύνοδον, άπό τοϋ Πάσχα μέχρις όλου τοϋ όκτωβρίου μηνός, Ιν TOntp, #v ό τής μητροπόλεως όρίση άρχιερεύς. Τούς δέ μη σννερχομίνους έπισκόπους, ύγιαίνοντας, καί ένδημουντας ταΐς αύτών πΟλεσι, καί μή τινα έτέραν άσχολίαν εύλογον καί απαραίτητον ϊχοντας, Αδελφικώς έπιπλήττεσθαι, ήγουν μετά πραΟτητος έπιτιμόίσθαι· Νυν δέ τό τών συνόδων τούτων πάντη καταπεφρΟνηται (2), ώς μηδέποτε γίνεσθαι. Περί έπιτιμήσεως (3) τ&ν μή άπαντησάντων έν ταΐς συνΟδοις, άνάγνωθι τής έν Καρθαγέν^ κανόνα ος\
ΒΑΛΣ. Τους παρά τινων έπισκόπων άφορισΟέντας, και μή λυθέντας, ώρίσθη μή παρ έτέρων δέχεσθαι. Επεί δέ, φησίν, είκΟς έστι λέγειν τόν άφοοισθέντα, άδίκως άφορισθήναι, ή καί τελευτήσαι τόν άφορίσαντα, παρακελεύεται ό κανών, καθώς καί άλλοι κανόνες διωρίσαντο, δΐ; τού έτους συνέρχεσθαι πάντας τού; έπισκΟπους παρά τώ πρώτω αύτών, έφ <J> λύεσθαι τά περί τών άκοινωνήτων άμφίβολα, καί λοιπά εκκλησιαστικά ζητήματα αηδία δέ ώνομάσθη ένταύθα ή έμπάθεια. Τά μέντοι πε ριεχόμενα τώ παροντι κανΟνι περί τών ετησίων συνόδων άγωνιστικώτερον, ού διελήφθησαν παρ ημών ένταυθοι, ώς μή ένεργουντα, και Οτι άπό τού η. κανΟνος τής έν τώ Τρούλλω συνΟδου, ωσαύτως καί άπό Ιουστινιάνειου νεαράς, ήτοι τού κ. καί κα. κεφαλαίου τού α\ τίτλου τού γ\ βιβλίου τών βασιλικών, ώρισται άπαξ συνέρχεσθαι τούς έπισκόπους καί άνάγνωθι τά τοιαυτα κεφάλαια. Ζήτει καί τόν λζ\ κανΟνα τών άγίων Αποστόλων, καί τόν ιδ\ κανΟνα τής έν Σαρδική συνΟδου. Ανάγνωθι καί τό η. κεφάλαιον τού ή· τίτλου τού παρόντος συντάγματος.
ΑΡΙΣΤ. 01 έξ έτέρων άφοριζόμενοι, ύφ έτέρων μή προσδεχέσθωσαν, πλήν εί μή διά μικροψυχίαν, ή φίλονεικίαν, ή τι τοιούτον, ό άφορισμός γέγονε τούτου γάρ ένεκεν έδοξε δίς τού έτους καθ έκάστην έπαρχίαν σύνοδον γίνεσθαι· μίαν μέν πρό τής Τεσσαρακοστής, έτέραν δέ περί τό μετόπωρον.
ΔεΧ, κατά την παροιμίαν, τόν τρώσαντα έπαγαγεΐν καί τήν ϊασιν καί μή τόν ύπό τού ίδιου έπισκόπου άφορισθέντα, ύφ έτέρων παραδεχθήναι άνεξετάστως ουτω, καί χωρίς συζητήσεως άλλά τήν αίτίαν τοΰ άφορισμού κατασκέψασθαι, μήποτε ούκ εύλΟγως έπηνέχθη ό άφορισμός ούκ έκ μικροψυχίας, ή φιλονεικίας, ή έτέρας τινός άηδίας τού έπισκόπου. Ινα γούν μήτε οί άφοριζόμενοι, ώς ετυχεν, άφορίζωνται, μήτε οί άφορίζοντες αύτους έπίσκοποι καταφρονώντας έτέρων τούτους 4mσκόπων παραδεχομένων άνεξετάστως, δις τού έτους καθ έκάστην έπαρχίαν σύνοδον γίνεσθαι τή άγια ταύτνι συνόδφ Ιδοξεν ΐνα, κοινίί γνώμη πάντων τών έπισκόπων τής αυτής έπαρχίας, πάν ζήτημα έκκλησιαστικόν, καί πάσα άμφιβολία λύη^
ται, καθώς καί ό λζ. κανών τών άγίων Αποστόλων διακορεύει πλήν, ώς έκεΐσε έγράψαμεν, ό όγδοος κανών τής έν Τροόλλω Εκτης συνόδου, καί ό έκτος τή; έν Νικαία τό δεύτερον, διά την συντριβήν, καί τό ένδεώς έχειν πρός όδοιπορίαν τούς συναθροιζομένους έπισκόπους, άπαξ τοϋ ένιαυτοΰ σύνοδον γίνεσθαι διετάξαντο είς έκάστην επαρχίαν, ένθα αν ό τής μητροπόλεως δοκιμάση έπίσκοπος, άνά μέσον τής άγίας τοΰ Πάσχα έορτήίς, καί τοϋ όκτωβρίου μηνός.
Κανών
Τά άρχαΤα έθη κρατειτω, τά έν Αίγύπτω, καί Λιβύη καί Πενταπόλει, ώστε τόν έν Αλεξανδρεία (1) έπισκοπον πάντων τούτων Ιχειν τήν εξουσίαν έπειδή καί τώ έν Γώ|Αη έπισκόπω τοΟτο σύνηθές έστιν. Ομοίως δέ καί κατά την Αντιόχειαν, καί έν ταΐς άλλαις έπαρχίαις, τά πρεσβεία σώζεσθαι ταΐς έκκλησίαις. Καθόλου δέ πρόδηλον έκεΐνο δτι, εί τις χωρίς γνώμης τοΟ μητροπολίτου γέyoiTO έπίσκοπος, τόν τοιοϋτον ή μεγάλη σύνοδος ώρισε μή δεΐν elvat έπίσκοπον. Εάν μέντοι τί) κοιν?) πάντων ψήφω, εύλόγω οδση, καί κατά κανόνα έκκλησιαστικόν, δύο, η τρεϊς δι οίκείαν φιλονεικίαν άντιλέγωσι, κρατειτω ή τών πλειόνων ψήφος.
ΖΩΝΑΡ. Βούλεται ό κανών τά παλαιά 16η κρατεΐν, 8 καί κανόνες μεταγενέστεροι, καί νόμοι πολιτικοί διορίζονται. Τόν Αλεξανδρείας ούν έπίσκοπον θεσπίζει (2) τών έν Αίγύπτω, καί Αιβύφ, καί Πενταπόλει προέχειν· καί τόν Αντιόχειας τών αύτώ ύποκειμένων έπαρχιών, Συρίας δηλαδή, καί Κοίλης Συρίας, καί Κιλικίας έκατέρας, καί Μεσοποταμίας, καί τούς άλλους έπισκόπους τών ΰπ αύτούς έζουσιάζειν χωρών καθώς καί τώ έν τίί Ρωμαίων έκκλησία προεδρευοντι, τών έσπερίων άρ
χειν Ιθος έκράτησε. Καί τοσούτον βούλεται προέχειν τούς έπισκόπους έν ταΐς έπαρχίαις αύτών, ώστε καθόλου δίδωσι τύπον μηδέν χωρίς αύτών εις έκκλησιαστικήν διοίκησιν άναφερόμενον γίνεσθαι, ής τό μεΐζον καί κυριώτερον ή τών έπισκόπων χειροτονία έστί. Λέγει τοίνυν, εί γνώμης τού μητροπολίτου χωρίς κατασταίη έπίσκοπος, τούτον μη είναι έπίσκοπον κάν γάρ τό παλαιόν τά πλήθη τών πόλεων τον έπίσκοπον έψηφίζοντο, άλλά καί τότε μετά τήν ψήφον, τώ μητροπολίτν) τά περί αύτής άνεφέρετο, καί παρ έκείνου έκυρούντο, καί 0ν έκεΐνος έδοκίμαζεν, αυτό; τής χειροτονίας (1) ήζίωτο. Ειτα έπάγει ό κανών οτι, έάν έν τη ψηφω, κανονική ούση, οί πλείονες συμφωνήσωσι, και όμογνωμονήσωσι, δύο δέ, η τρείς άντιλέγωσι φιλονείκως, άλλ ούκ εύλόγως, καί τοΐς άλλοις έναντιώνται, ή τών πλειόνων κρατειτω ψήφος· 0 καί έν χρηματικά!; ύποθέσεσι τοΐς πολιτικοί; νόμοις τεθέσπισται. Καί ό έννεακαιδέκατος δέ κανών τής έν Αντιόχεια συνόδου τά αύτά περί τής τών έπισκόπων αντιλογίας διατάττεται.
ΒΑΛΣ, ό παρών ς\ κανών, καί ό έβδομος, διορίζονται τονρ τέσσαρας πατριάρχας, δηλαδή τόν Ρώμης, τόν Αλεξανδρείας, τόν Αντιόχειας, καί τόν Ιεροσολύμων, (περί γάρ τού Κωνςαντινουπόλεως έν έτέροις κανόσι διαληφθήσεται), κατά τά παλαιά έθη τιμάσθαι καί τόν μέν Αλεξανδρείας, προέχειν τών έν Αίγύπτω, καί Λιβύη, καί Πενταπόλει επαρχιών τόν Αντιοχείας όμοίως, τής Συρίας, τής Κοίλης Συρίας, τής Μεσοποταμίας, καί έκατέρας Κιλικίας τόν δέ Ιεροσολύμων, τών έν τ>ί Παλαιστίνη έπαρχιών, τών έν Αραβία, καί τών έν Φοινίκη ότι, φησί, καί ό έπίσκοπος τής £ώμης προέχει τών έσπερίων έπαρχιών. Ούτω δέ θέλουσιν οΐ κανόνες προέχειν τούς πατριάρχας τών ύπ αύτούς μητροποπολιτών, καί πάλιν τούς μητροπολίτας τών ύπ αύτούς έπισκόπων, ώστε μηδέν χωρίς τούτων γίνεσθαι περιττόν παρά τών ύπ αύτούς έπισκόπων. Διά γάρ τούτο καί παρακελεύονται μηδέ είναι έπίσκοπον, τόν δίχα γνώμης τού πρώτου γεγονότα έπίσκοπον· προστιθέμενοι, ότι, έάν κανονικής γενομιένης τής ψήφου,
τινές άντιλέγωσιν, Οφείλει κρατεΐν, κατά τούς νΟμους, ή τών πλειόνων ψήφος. Τούτων ουτω διορισθέντων, ήρώτησέ τις, ώς τού μέν παρΟντος κανΟνος διοριζομένου έπί πάσαις ταΐς ύποθέσεσι τήν τών πλειΟνων ψήφον νικ^Ιν τής δέ νεαράς νομοθεσίας τού κραταιού καί άγίου ήμών βασιλέως κυρίου Μανουήλ τού Κομνηνού, τής κατά τόν Ιούλιον μήνα τής ιδ\ Ινδικτιώνος του ,<Γχοδ. έτους έξενεχθείσης, διοριζομένης μετά τών άλλων καί ταύτα ρητώς Εί δέ γε μή όμογνωμονήσουσι πάντες, άλλά τινες διαφωνούσι τοΐς πλείοσιν, ή έξισούνται οί διαφωνούντες, έκείνων τήν ψήφον προκρίνεσθαι, οίς καί ό τού δικαστηρίου προεςώς συμφωνεί τίνι προσέχειν όφείλομεν; Καί τινες μέν είπον μή έξακούεσθαι τήν νεαράν είς τάς έκκλησιαστικάς ύποθίσεις, καί διά τούτο κρατεΐν έπ αύταΐς τά παλαιά νόμιμα, καί τους έπομένως τούτοις διορισθέντας (4) κανόνας έτεροι I άντεφθέγξαντο, τήν νεαράν είς πάντα κόσμον καί πάσαν ύπόθεσιν έκφωνηθηναι, καί κοινήν (2) θεσμοθεσίαν είναι, έμοί δέ δοκεΐ, μή Ιχειν χώραν τά τής τοιαύτης νεαράς εις τάς ψήφους τών έκκλησιών, ή είς έκκλησιαστικά ζητήματα, ότι ουδέ κανονική παράδοσις διά ταύτης άνετράπη. Ζήτει καί τόν εθ\ κανόνα τής έν Αντιοχείφ συνόδου, ό μέντοι πατριάρχης Ιεροσολύμων, έπίσκοπος Αίλίας έκλήθη, ότι ή τών Ιεροσολύμων πΟλις ποτέ μέν Σθλυμα, καί Ιεβούς έκαλεΐτο. Μετά δέ τό γενέσθαι έν ταύττρ παρά τού βασιλέως Σολομώντος τόν περίπυστον εκείνον θειον ναόν, καί άποτεθήναι έν αύτώ τά ιερά, ώνομάσθη Ιεροσόλυμα. Τοΰ δέ έν αύτ$ λαού παρά τών Βαβυλωνίων αίχμαλωτισθέντος, καί τής πόλεως κατασκαφείσης, έπεί 6 βασιλεύς Ρωμαίων ό Αθλιος Αδριανός άνήγειρε ταύτην, έκλήθη έκ τού Ονόματος αύτού Αίλία. Γενικώ δέ όνόματι αυτή τε ή πόλις τών Ιεροσολύμων, καί πάντα τά ύπαύτήν, Παλαιςivn καλούνται, έζητήθη δέ παρά τινων, τί έστι τό παρά του κανόνος λεγόμενον, Εχέτω τήν άκολουθίαν τής τιμής τη μητροπόλει αωζομένου τού οικείου άξιώματος; καί ηχούσαν, μητρόπολιν είναι τήν έν Παλαιστίνη ούσαν Καισάρειαν
τήν δέ έκκλησίαν τών Ιεροσολύμων ταύτης ποτέ έπισκοπήν είναι. θέλει ούν Α κανών φυλάττεσθαι τφ μητροπύλει τά οίκεια δίκαια, κάν έκ ταύτης άπεσπάσθη ή Αίλία, καί έτιμήθη ό έπίσκοπος αύτής, διά τά σωτηριώδη τού Χριστού πάθη. Ζήτει καί τήν ή. πράξιν τών πρακτικών της δ. συνΟδου, καί μάθε (4), ότι άπό άρεσκείας Μαξίμου έπισκόπου Αντιόχειας, καί Ιουβεναλίου έπισκΟπου Ιεροσολύμων, έδοξε τόν μέν Αντιόχειας έχειν τάς δύο Φοινίκας, καί τήν Αραβίαν· τόν δέ Ιεροσολύμων τάς τρεις Παλαιστίνας· καί τότε μέν ούτως ώρίσθη σήμερον δέ ή τδν πραγμάτων έναλλαγή, ώς Ιοικε, καί ταύτα μετήμειψεν.
ΑΡΙΣΤ. Αίγυπτου, καί Λιβύης, καί ΠενταπΟλεως, ό Αλεξανδρείας έχέτω τήν έξουσίαν και ό ίώμης, τών ύπό £ώμην καί ό έν Αντιόχεια, καί οί λοιποί, τών οίκείων. Εί δέτις έπίσκοπος τής τού μητροπολίτου δίχα γίνηται γνώμης, μή ϊστω έπίσκοπος· έπί δε τήν τών πολλών ψήφον, γινομένην κατά κανΟνα, εί τρεις τινες άντιλέγοιεν, έίεν άβέβαιοι.
έκαστος τών πατριαρχών τοΐς ίδίοις προνομίοις άρκεΐσθαι όφείλει, καί μή τινα τούτων έπαρχίαν έτέραν, ούκ ούσαν άνω· θεν καί έξ άρχής ύπό τήν αυτού χεΐρα, ύφαρπάζειν τοΟτο γάρ τύφος έστί κοσμικής έξουόίας. Λεΐ δε καί τούς έπισκόπους έκαστης έπαρχίας τόν έαυτών πρώτον έπιγινώσκειν, ήγουν τόν έν τή μητροπόλει προεστώτα έπίσκοπον, καί δίχα γνώμης αύτου έπίσκοπον μή ψηφίζεσθαι εί δέ καί ψηφίσωνταί τινα παρά γνώμην αύτοϋ, τόν τοιούτον μη είναι έπίσκοπον. Εί δέ γνώμφ τού μητροπολίτου οί έπίσκοποι συνελθΟντες έπί τφ ψήφον ποιησασθαι, είς τήν αυτήν καί μίαν ού συνέλθωσι πάντες γνώμην, άλλά δι οίκείαν φιλονεικίαν, τινέ; άντιλέγωσιν, ή τών πλειόνων κρατειτω ψήφος. Καί ζήτει τής έν Εφέσφ συνόδου κανόνα όγδοον, Αποστόλων κανόνα λδ\ συνόδου Αντιόχειας κανόνα β1. καί γ\ καί συνΟδου Σαρδικής κανΟνα τρίτον.
Κανών Ζ.
Επειδή συνήθεια κεκράτηκε, καί παράδοσις άρχαία
ώστε τόν έν Αίλία έπίσκοπον τιμάσθαι, έχέτω τήν άκολουθίαν τι)ς τιρ.ί)ς· τί) μητροπόλει σωζομένου τοϋ οικείου αξιώματος.
ΖΩΝΑΡ. όσπερ τώ Αλεξάνδρειάς, καί τώ Αντιόχειας ό πρό τούτου κανών τά πρεσβεία έν ταΐς (4) έπαρχίαις αύτών άπένειμεν, ούτως ό παρών κανών τώ τής Αίλίας έπισκόπω τιμήν έν τη οικεία έπαρχία έπεψηφίσατο (2), καί σώζεσθαι τή τών Ιεροσολύμων πόλει, ητις Αίλία λέγεται, τό οίκεΐον αξίωμα διωρίσατο, ώς ύπερκειμένη τών έν Παλαιστίνη πόλεων, κα! Αραβία, καί Φοινίκη. Καί πάλαι μέν γάρ, καί νυν, ή χώρα πάσα έκείνη Παλαιστίνη ώνόμαστό τε, κα! ονομάζεται, ή δέ πόλις τό μέν άρχαιότατον, Σόλυμ.α καί ίεβού; έκαλεΐτο, ύστερον δ έκληθη Ιεροσόλυμα. Μετά δέ τό άλώναι ύπό Ρωμαίων, καί κατασκαφήναι, ό Βασιλεύς Ρωμαίων Αδριανός άνεγείρας τήν πόλιν, ▲ίλίαν αυτήν έπωνόμασεν έπί τώ οίκείω όνΟματι. Αϊλιος γάρ Αδριανός έκεΐνος έκαλεΐτο, κα! ούτως έχρημάτιζε. Τινές δε μητρόπολιν την Καισάρειαν λέγουσιν όνομάσαι τόν κανόνα Καισάρειαν δέ, την έν Παλαιστίνη, ήτις τό παλαιόν [τού] Στράτωνος έκαλεΐτο.
ΒΑΛΣ. 6 παρών κανών ήρμηνεύθη έν τή έρμηνεία τού (3) πρό αυτού Ικτου κανόνος.
ΑΡΙΣΤ. 0 έπίσκοπος Αίλία; τιμάσθω σωζομένου τή μητροπόλει τού αύτής αξιώματος.
ή έκατοστή είκοστή τρίτη νεαρά, ή έν τώ πρώτω τίτλω του πρώτου βιβλίου κειμένη, τόν Ιεροσολύρ,ων έπίσκοπον, ήτις καί Αίλία καλείται, πατριάρχην λέγει. Δε! γούν, κατά τόν παρόντα κανΟνα, τόν τής Λίλίας έπίσκοπον τή τού πατριάρχου τιμάσθαι τιμή. Επεί δέ ή Καισάρεια μητρΟπολις τυγχάνει πρώτη Παλαιστίνης, καί ή άγια πόλις, δει καί τόν πατριάρχην τήν οί
κείαν ίχειν τιμήν, σώζεσθαι δέ καί τί} Καισαρεία τή μητροπόλει, (ύφί,ν πρώτον έτύγχανε), τό οίκεϊον αξίωμα. Καί ζήτει τήίς έν Χαλκηδόνι συνόδου κανόνα δωδέκατον.
Κανών Η.
Περί τών όνομαζόντων μέν έαυτούς Καθαρούς προσβρχομένων δέ rt| καθολική) καί άποβτολική) έκκλησία, Ιδοξβ τί) άγία χαί μεγάλη(I) συνόδω, ώστε χειροΟετουμένους αύτούς, μένειν ούτως έν τώ κλήρω. Πρό πάντων δέ τοϋτο όμολογή)σαι αύτούς έγγράφως προσήκει, δτι συνθήσονται καί άκολουθήσουσι τοϊ; τί)ς καθολικές χαί άποστολική)ς έκκλησίας (2) δόγμασι· τουτέστι, καί διγάμοις κοινωνεΐν, καί τοΐς έν τω διωγμω παραπεπτω· κόσιν, έφ ών καί χρόνος τβτακται, καί καιρός ώρισται ώστε αυτούς άκολουθίΤν έν πάσι τοΐς Βόγμασι νής κα· θολικ^ς έκκλησίας. Ένθα μέν ουν πάντες, είτε έν χώμαις, είτε έν πόλεσιν, αυτοί μόνοι ευρίσκοιντο χειροτονηθέντβ£, οί είρισκόμενοι έν τώ κλήρω, ίσονται έν τω αύτώ σχήματι (3). Εί δέ τοΟ τ!)ς καθολικές έκκλησίας έπισκόπου, ή πρεσβυτέρου (4) όντος, προσέρχονται τινες, πρόδηλον, ώς ό μέν έπίσκοπος τ1\ς έκκλησίας ίξει τό άξίωμα τοϋ έπιβχόπου ό δέ Ονομαζόμενος παρά τοΐς λεγομένοις Καθαροί; έπίσκοπος, τήν τοΟ πρεσβυτέρου τιμήν έξει πλήν εί μή άρα δοχοίη τώ έπισκόπω , τής τιμή]ς τοΰ όνόματος αύτόν (ΐετέχειν. ΕΙ δέ τοδτο αύτώ μή άρέσχοι, έπινοήσει τόπον ή χωρεπισκόπου, ή πρεσβυτέρου, ύπέρ τοΟ έν τώ κλήρψ όλως δοκεϊν είναι· Γνα μή έν τά) πόλει δύο έπίσκοποι ώσιν.
ΖΩΝΑΡ. Καθαροί λέγονται οί Ναυατιανοί δ δέ Ναυάτος
πρεσβύτερος ήν της Ρωμαίων έκκλησίας, 8ς τούς έν τώ διωγμώ παραπεπτωκΟτας, μετανοούντας ούκ έδέχετο, ούτε διγάμοις έκοινώνει. Διό καν μή περί τήν πίστιν έσφάλλετο, .άλλά γε διά τό άσυμπαθές αυτού καί μισάδελφον, συνΟδου γενομένης έν Ρώμη έπί Κορνηλίου τού Ρωμαίων Πάπα, Αεκίου βασιλεύοντος, άπε· βλήθη κ«ί άνεθεματίοθη, ώς ό τού Παμφίλου Ευσέβιος Ιστορεί. Τούς γούν αίρεσιώτας τούτου προσερχομένους, δέχεσθαι ό κανών ουτος όρίζει, όμολογούντας έγγράφως, ότι τά τής καθολικής έκκλησίας τηρήσουσι δόγματα, καί τούς διάνάγκην άρνησαμένους τόν Χριστόν δέξονται, και οίκονομήσουσιν αύτούς κατά τούς καιρούς, τούς ώρισμένους τγί μετανοία τών παραπεπτωκότων τούτο γάρέστι τό έφ ών καί χρόνος τέτακται, καί καιρός ώρισται καί τοΐς διγάμοις κοινωνήσουσι. Καί εί κεχειροτονημένοι είσίν είς έπισκόπους, ή πρεσβυτέρους, ή διακόνους, οί έξ αύτών προσιόντες τ$ εκκλησία, μένειν αύτούς έν τώ κλήρω κατά τούς οίκείους βαθμούς, έάν ίσως έν ταΐς έκκλησίαις, έν αίς έχειροτονήθησαν, ούκ είσίν έτεροι, ότι γάρ ού περί τήν πίστιν έσφάλλοντο, άλλ είς μισαδελφίαν, καί άρνησίν μετανοίας τοΐς παραπεπτωκόσι καί έπιςρέφουσι, διά τούτο καί τήν χειροτονίαν αύτών ή σύνοδος έδέξατο, καί μενειν αύτούς έν τοΐς οίκείοις βαθμοΐς διωρίσατο, εί μή έπίσκοπος efn έν τη καθολική τής πόλεως έκείνης έκκλησία. Εί δέ έν έκκλησία είσίν ένθα έπίσκοπός έςΐν, ή πρεσβύτερος, ό μέν έπίσκοπος έξει τό τής έπισκοπής αξίωμα, καί τό όνομα ό δέ παρά τοΐς Καθαροΐς κεκλημένος έπίσκοπος, ή πρεσβυτέρου έξει τιμήν, ή τέως χωρεπισκόπου, !να τώ κλήρω συγκαταλέγηται, καί μή τούτου έκπέση εί μήπου, συγκαταβαίνων ό έπίσκοπος της καθολικής έκκλησίας, θελήσει αύτόν όνομα καί τιμήν έπισκόπου έχειν· ού μέντοι καί ώς έπίσκοπος ένεργήσει· ΐνα μή έν τή αύτη πόλει δύο ώσιν έπίσκοποι.
ΒΑΛΣ. 0 Ναυάτος έκεΐνος, πρεσβύτερος ήν της τών Ρωμαίων έκκλησίας, καθώς Ιστορεί ό τού Παμφίλου Ευσέβιος, Γενομένου δέ διωγμού, καί πολλών παραπεπτωκότων διά φόβον θανάτου, και μετανοούντων, αύτός ύπό τού δαίμονος φυσιούμενος, ήθελε τουτους μή παραδέχεσθαι άλλ ουδέ διγάμοις, ώς δήθεν σωφρονών, έκοινώνει. Οι γούν τά έκείνου φρονήσαντες, ΝαυατιανοΙ
1 λέγονται, καί κατ ειρωνείαν Καθαροί. Επεί δέ, συνΟδου γενομένης έν £ώμη έπί Κορνηλίου Πάπα της τών Ρωμαίων έκκλησίας, βασιλεύοντος Δεκίου, άνεθεματίσθη ό Ναυάτος, καί οί αίρεσιώται αύτού, φησίν ό κανών ότι, έάν τινες έκ τούτων μετά ειλικρινούς μετανοίας άποστώσι τής προτέρας κακίας, καί άσφαλίσωνται φυλάττειν τά τής καθολικής έκκλησίας δΟγματα, δεχθήσονται. Καί εί μεν είσι κληρικοί, έξουσι πάντως τούς οικείους βαθμούς, ώς μή σφάλλοντες περί τήν πίστιν, άλλ ώς μισάδελφοι κατακρινύμενοι εί δέ επισκοπικόν άξίωμα Ιχουσιν, άλλων μέν κατά χώραν, είς ήν ούτοι έπεκηρύχθησαν, ευρισκομένων έπισκόπων, αύτοί έπισκοπικον τι ούκ ένεργήσουσιν, άλλά φροντίσει ό έπίσκοπος, ή μΟνον όνομα τούτους ίχειν έπισκύπου (I), ή διέτέρου καλεΐσθαι ΟνΟματος μή δντων δέ έγχωρίων έπισκΟπων, οίκονομήσουσιν αύτοί καί τά της έπισκοπής. Τό δέ, έφ ών καί χρόνος ώρισται, καί καιρός τέτακται, έρρέθη περί τών παραπεπτωκότων έν καιρώ διωγμού, καί τών διγάμων. Αλλά καί οι κληρικοί μετά τό δεχθηναι, τΟτε τώ κλήρω συναριθμηθήσονται, έφ ω προεχειροτονήθησαν, ότε ούκ έτάχθησαν αντί τούτων έτεροι κληρικοί τοιούτων δέ τινων ευρισκομένων, γενήσεται ό,τι καί περί τών έπισκΟπων έγράφη άνωθεν, έρωτήσει δέ τις (2), έάν τινες έκ τούτων είς μείζονα βαθμόν προαναβιβασθήναι θελήσωσιν, έμποδισθήσονται έκ του κανΟνος τούτου, λέγοντος κατά τάς άρχάς, Εδοξε τij άγία συνόδω, ώστε χειροθετουμένους αύτούς μένειν ούτως έν τώ κλήρω, $ άκωλύτως προκΟψουσι; Λύσις. Από τού π, άποστολικού κανόνος, καί τού β\ κανΟνος της παρούσης συνΟδου δέδοκται, καί τούς πάντη απίστους κατά βαθμόν Ιεράσθαι. ϊνα τί γούν οί Ναυατιανοί καί Καθαροί λεγόμενοι, ού προαναβιβασθήσονται, περί τήν πίστιν, ώς είρηται, μή σφάλλοντες (3), άλλ ώς άσυμπαθεΐς κατακρινΟμενοι; Τό δέ μένειν αύτούς ούτως έν τώ κλήρω μάίλλον ύπέρ έκείνων όρισθήναι νοεΐταί μοι· είκός γάρ ήν λέγειν τινας, όφείλειν δεχθήναι μέν αύτούς, πλήν είναι ώς άπλώς πιστούς λαϊκούς, καί μή ένεργεΐν κατά τούς προτέρους τούτων
βαθμούς οπερ παρά τής συνόδου ούκ έδέχθη, άλλ ένεδΟθη άπο· καδίστασθαι αύτούς είς τούς οίκείους βαθμούς τώ δέ όνύματι τής άποκαταστάσεως καί τό δίκαιον τής προκοπής συναναφαίνεται.
ΑΡΙΣΤ. Οί λεγόμενοι Καθαροί προσερχΟμενοι, πρώτον όμολογείτωσαν, ότι συνδήσονται τοΐς τής έκκλησίας θεσμοΐς, κοά κοινωνήσουσι διγάμοις, καί συγχωρήσουσι τοΐς παραπε7ττωκόσι· καί ούτως οί ευρισκόμενοι κεχειροτονημένοι εΤεν έν τώ αύτών τάγμάτι οίον, ό μέν κυρίως έπίσκοπος, ειη έπίσκοπος ό δέ παρά τοΐς Καθαροΐς έπίσκοπος, ή χωρεπίσκοπος έστω, ή πρεσβυτέρου τιμήν, ή έπισκόπου κεκτήσδω ού γάρ έσονται δύο είς μίαν εκκλησίαν (4) έπίσκοποι.
Από τών προσερχομένων τή άγια τού Θεού καθολική καί άποστολικί) εκκλησία, οί μέν βαπτίζονται, οί δέ μύρω χρίονται, οί δέ μόνον άναθεματίζουσι τήν ιδίαν, καί πάσαν άλλην αΐρεσιν. Οι γούν δελεασθέντες ύπό τού Ναυάτου, καί Καθαροί παρ αυτού όνομασθέντες, ώς μή καταδεχόμενοι τήν μετάνοιαν τών άμαρτησάντων, καί τόν δεύτερον γάμον κωλύοντες, έάν ττΐ έκκλησία προσέλθωσι, καί όμολογήσωσι καί δίγαμους παραδέχεσθαι, και τοΐς άμαρτησασι μετανοήσασι συγχωρεΐν, καί άπλώς πάσι τοΐς έκκλησιαστικοΐς έπακολουθεΐν δόγμασι, τήν ίδίαν άναθεματίζοντες αΐρεσιν, καί τάς άλλας, προσδεχθησονται, καί μόνω τώ άγίω μύρω χρισθησονται. Καί εί μέν τινες αύτών είσίν ή έπίσκοποι, ή χωρεπίσκοποι, έν τη αύτνί πάλιν άξια μενούσιν, εί μή που έν τ^ αύττί πόλει έτερος έπίσκοπος τής καθολικής έκκλησίας εύρίσκεται, πρό τής έλεύσεως αύτών χειροτονηθείς προτιμηθήσεται γάρ ουτος ό έξ αρχής κυρίως έπίσκοπος, καί μόνος τόν τής έπισκοπής θρόνον καθέξει διά τό μή δέον είναι δύο έπισκόπους έν μιφ πόλει τυγχάνειν αυτός δέ ό παρά τοΐς Καθαροΐς ονομαζόμενος έπίσκοπος, ώς πρεσβύτερος τιμηδήσεται, ή, εί δοκεΐ τώ έπισκΟπω, καί τοΰ ΟνΟματος μεθέξει τού έπισκΟπου· επισκοπικόν δέ τι δίκαιον ούκ ένεργήσει.
Κανών θ.
Εί τινες άνεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ή ivaκρινόμενοι ώμολόγησαντά άμαρτήματα(Ι) αύτοΐς, καί, όμολογησάντων αύτών, παρά κανόνα κινούμενοι οί άνθρωποι τοΐς τοιούτοις χεΐρα έπιτεθεικασι, τούτους ό κανών ού προσιεται τό γάρ άνεπίληπτον έκδικει ή καθολική (2) έκκλησία.
ΖΩΝΑΡ. Ανεπίληπτου; καί καθαρεύοντας αίτιαμάτων κωλυόντων ίεράσθαι, βούλεται ό κανών τούς είς ίερωσύνην προαγομένους είναι, κα! τόν βίον, καί τήν διαγωγήν αύτών έξετάζεσθαι. Εί δ ίσως τινες, φησίν, άνεξετάστως προαχθώσιν είς Ιερωσύνης βαθμόν, ή, έκείνιον όμ.ολογησάντων τά έαυτών έλαττώματα, οί χειροτονούντες αύτούς παρά κανΟνα χειροτονήσουσιν, άπροσδέκτους αυτού; είναι θεσπίζει, και μηδέν έκ τής χειροτονίας τής άθέσμου ώφελεΐσΟαι καθαιρεθήσονται γάρ.
ΒΑΛΣ. Διάφορά είσι τά κωλύοντα τήν ίερωσύνην, μεθ ών έστι καί ή πορνεία. Εί ούν κατακριθή τις πορνείαν ήμαρτηκώς, καν τε πρό τού ίερωθηναι, καν τε μετά ταύτα, καθαιρεΐται. 6θεν, φησίν ό κανών, τόν άνεξετάστως ίερωθέντα, ή καί έξομολογησάμενον μέν πρό τής χειροτονίας τό άμάρτημα, παρά δέ κανΟνας χειροτονηθέντα (3), μή ώφελεΐσθαι έκ τής χειροτονίας, άλλά μετά διάγνωσή, καθαιρεΐσθαι. Ελεγον γάρ τινες, δτι ώσπερ τό βάπτισμα νέον άνθρωπον ποιεΤ τόν βαπτισθέντα, ουτω καί ή tepoNruyn τά πρό τής ίερωσύνης άμαρτήματα άπαλείφει Οπερ τοΐς κανΟσιν ούκ εδοξεν.
ΑΡΙΣΤ. 01 άνεξετάστως χειροτονούμενοι, εί έξής έλέγχοιντο, Οτι ήμαρτον όντως, πεπαύσθωσαν.
Εάν γάρ άμαρτήσας τις διέλαθε, καί άνεξετάστως είς έπισκόπου, ή πρεσβυτέρου βαθμόν προήχθη> έάν μετά τήν χειροροτονίαν έλέγχοιτο, Οτι ήμαρτε, τής ίερωσύνης παυθήσεται.
Κανών I.
Όσοι προεχειρισθησαν τών παραπεπτωκότων, κατ άγνοιαν, ή καί προειδότων τών προχειρισαμένων, το&το ού προκρίνει τώ κανόνι τώ έκκλησιαστικω γνωσθέντες γάρ, καθαιροΟνται.
ΖΩΝΑΡ. Τούς τόν Κύριον ήμών Ιησούν Χριστόν άρνησαμχνους, εΐτα μετανοήσαντας, είς ίερωσύνην προάγεσθαι ού χρη· πώς γάρ Ιερεύς έσεται, 0ς τών άγιασμάτων διά βίου ούκ άξιοϋTat, είμη έν τώ θανάτω αυτού ; Εί δ ίσως άγνοούντος τού χειροτονούντος, ή και είδότος, ίερωσύνης άξιωθείη, καθαιρεθήναι αυτόν, εί μετά ταύτα γνωσθείη, ό παρών κανών διατάττεται τό γάρ άθέσμως γενόμενον τώ κανόνι ού προκρίνει, άντί τού, ούκ έμποδίζει, ού βλάπτει.
ΒΑΛΣ. Τούς άρνησιθέους, μετανοούντας είλικρινώς δεχΟμεθα, Ιερ&σθαι δέ ού παραχωρούμεν, άλλά καί κληρικούς όντας, καθαιρούμεν, καθώς τούτΟ φησίν ό ξβ. άποστολικός κανών. Εί τινες γούν έκ τούτων έχειροτονήθησαν, ,άγνοούντων τών χειροτονησάντων, ή και είδότων, μετά διάγνωσιν καθαιρεθήσονται ώς μή ωφελούμενοι έκ τής χειροτονίας, καν έν είδήσει τού χειροτονήσαντος αύτη γέγονεν. ίσως γάρ ειπέ τις ώφελεΐσθαι αύτούς άπό τού χειροτονηθήναι παρά άνθρώπων, είδότων τό τούτων άμάρτημα, καί olov συγχωρησάντων αυτό διά τής χει ροτονίας. Ταύτα (4) δέ περί Ιερέων καί διακΟνων, καί λοιπών έκληπτέον, ού μην περί έπισκΟπων περί τούτων γάρ ζήτει τόν ιβ. κανΟνα τής έν Αγκυρα συνόδου, καί τά έν αύτώ γραφέντα.
ΑΡΙΣΤ. 01 παραπεπτωκΟτες, έν άγνοια, ή γνώσει τών χειροτονησάντων, καί προαχθέντες, καθαιρείσθωσαν.
Κάν ήγνΟησαν οί χειροτονήσαντες τών χειροτονηθέντων τά πταίσματα, % καί έν είδήσει τούτων όντες, παρεβλέψαντο ταύτα, τώ έκκλησιαστικώ κανΟνι τούτο ού φέρει κατάκριμα
άλλά καί μετά τούτο γνωσθέντες οί χειροτονηθεντες, ώς άμαρτήσαντες, καθαιρεθήσονται.
Κανών ΙΑ.
Περί τών παραβάντων χωρίς άνάγκης, ή χωρίς άφαερεσεως ύπαρχόντων, ή χωρίς κιν δύνου, ή τίνος τοιουτου, δ γέγονεν έπί τής τυραννίδος Λικινιου, Ιδοξε τή συνόδω, εί καί άνάξιοι ήσαν φιλανθρωπίας, όμως χρηστεύσαβθαι εις οώτούς. Όσοι οδν γνησίως μεταμέλονται, τρία Ιτη έν άκροωμένοις ποιήσουσιν, ώς πιστοί (1), καί έπτά Ιτη ύποπεσοΟνται· δύω δέ Ιτη χωρίς προσφοράς κοινωνήσουσε τώ λαώ τών προσευχών (2).
ΖΩΝΑΡ. Ετεροι μέν κανΟνες περί τών έκ βίας πολλής καί άνάγκης άρνησαμένων τήν πίστιν διαγορεύουσιν ό δε παρών κανών περί τών χωρίς άνάγκης παραβάντων διαλαμβάνει, οθς καί αναξίους εΐναι φιλανθρωπίας φησίν άλλ όμως καί τούς τοιούτους διά χρηςΌτητα δέχεται, εί γνησίως μεταμελονται, τουτέςιν άληθώς, άλλ ού νάθως καί έψευσμένως, μετά θερμότητος δέ καί προθυμίας πολλής. Καί τρία μέν έτη άκροάσθαι αύτούς(3) διακελεύεται, ήγουν έξω τής έκκλησίας ΐστασθαι έν τώ νάρθηκι, καί τών θείων άκούειν γραφών έπτά δ έτη ύποπίπτειν, ήτοι έντός μέν τής έκκλησίας είσέρχεσθαι, έν δέ τώ όπισθεν μέρει τού άμβωνος ΐστασθαι, καί έξιέναι μετά τών κατηχουμένων ένιαυτούς δέ δύο συνίστασθαι, καί συνεύχεσθαι μετά τών πιστών, μή μέν τοι καί τής τών άγιασμιάτων μεταλήψεως άξιούσθαι, έως άν ή διετία παρέλθγι.
ΒΑΛΣ. 0 ξβ\ άποστολικός κανών διαλαμβάνει περί τών κατά βίαν παραβάντων κληρικών ό δέ ,παρών περί τών χωρίς βίας άρνησαμένων τόν Χριστόν (4)· καί φησι δέχεσθαι τούτους, γνησίως, ήτοι άληθώς μετανοούντας. Καί τρία μέν έτη έξω Ιςα
σθαι τού ναού, καί άκροάσθαι τών υμνωδιών τού Θεού έπτά δέ έτη ύποπίπτεΐν, ήτοι ΐστασθαι έντός της έκκλησίας, όπισθεν μέν τοι τού άμβωνος, και έξέρχεσθαι μετά τών κατηχουμένων. Πληρωθείσης δέ τής έπταετίας, συνεύξονται μέν μετά τώνπιςών καθόλΟκληρον, τών δέ άγιασμάτων μετά διετίαν άξιωθήσονται.
ΑΡΙΣΤ. όσοι χωρίς άνάγκης παρέβησαν, εί καί συγγνώμης ήσαν ανάξιοι, συγγνώμης τινός άξιούμενοι, δώδεκα έτη ύποπιπτέτωσαν.
όσοι τήν πίστιν άπηρνησαντο χωρίς ανάγκης, καν ανάξιοι φιλανθρωπίας ήσαν, όμως συγγνώμης τινός άξιούνται· ώστε τούς γνησίως έξ αύτών μεταμελομένους, τρία μέν έτη έν τοΐς άκροωμένοις, ήτοι έν τοΐς βασιλικοΐς έστάναι πυλώσι, καί τών θείων άκροάσθαι γραφών μετά δέ τόν τριετή χρόνον, ένδον τού πει τής εκκλησίας εισαχθηναι, καί μετά τών ύποπιπτόντων έν τώ όπισθίω μέρει τού άμβωνος έπτά έτη διατελέσαι, τη τών κατηχουμένων έκφωνήσει συνεξερχομένους καί μετά παρέλευσιν τού έπταετούς χρόνου, έπί δυσίν άλλοις έτεσι μετά τών πιστών τήν σύστασιν δέζασθαι, κοινωνούντας αύτοΐς τών προσευχών μέχρι συμπληρώσεως τής μυσταγωγίας, τής θείας μέντοι γε μετα> λήψεως ουδέ επί τοΐς δυσί τούτοις μετασχώσιν Ιτεσιν άλλά μετά τούτο, καί της μετοχής τών άγιασμιάτων άξιωθήσονται.
Κανών 1Β.
ΟΙ δέ προσκληθέντες μέν ύπό(Ι) τής χάριτος, καί τήν πρώτην έρμήν ένδειξάμενοι, και άποθέμενοι τάς ζώνας, μετά δέ ταυτα έπι τόν οίκεΐον Ιμετον άναδραμάντες, ώς κύνες, ώς τινας καί άργυρια προέσθαι, καί βενεφαίοις (2) κατορθώσαι τό άναστρατεύσασθαι ουτοι δέκα έτη ύποπιπτέτωσαν, μετά τόν τής τριετούς άκροάσεως χρόνον. Εφ απασι δέ τούτοις, προσήκει έξετάζειν τήν προαίρεσεν καί τό είδος τής μετάνοιας. "Οσοι μέν γάρ (3) φόβφ, καί δάκρυσε, καί ΰπομονή, καί άγαθοεργιαις, τήν έπιστροφήν
Εργο, και ού σχήματι, έπιδείκνυνται, ούτοι πληρώσαντες τόν χρόνον τόν ώρισμένον τής άκροάσεως, εικότως τών ευχών κοινωνήσουσι, μετά του έξεΐναι τώ επισκοπώ καί φελανθρωπότερόν τι περί αύτών βουλεύσασθαι. "Όσοι δέ άδιαφόρως ήνεγκαν, καί τό σχήμα τού είσιέναι(Ι) είς τήν έκκλησίαν άρκειν έαυτοΐς ήγήσαντο πρός τήν έπιστροφήν, έξ απαντος πληρούτωσαν τόν χρόνον.
ΖΩΝΑΡ. Περί στρατευομένων ό κανών διελέγεται, καί άπορριψάντων μέν τάς ζώνας, ήγουν τά τής στρατείας παράσημα, δρμημα δέ πρός μαρτύρων (2) ένδειξαμένων· οδς καί ύπό τής θείας χάριτος κληθηναί φησίν, ώς δι έκείνης έπιρρωσθέντας πρός τήν ένστασιν τής Ομολογίας τής πίστεωςν εΐτα έν μεταμελεία γενομένων, καί αύθις είς τήν προτέραν έπανελθόντων στρατείαν, καί ταύτην άργυρίοις άνακτησαμένων, ή βενεφικίοις διά μέν γάρ Τών άργυρίων δηλούται τά χρήματα, διά δέ τών βενεφικίων άπαν είδος χάριτός τε καί δεξιώσεως. Τής γάρ Λατίνων διαλέκτου ούσα ή λέξις, ευεργεσίαν δηλοΐ, πρόςέλληνίδα μεθερμηνευόμενη διάλεκτον εύεργετεΐ δέτις, ή χρήματα παρέχων, ή άλλως θέλημα οίονδήποτε πληρών τίνος δηλον δέ πάντως, οτι ούδεες τοιούτος άναστρατεύσασθαι ηδυνήθη άν, εί μή τη πλάντρ συνέθετο. Τούς γούν τοιούτους μετά τήν τριετή άκρόασιν, έπί δεκαετίαν ύποπίπτειν ό κανών διατάττεται, καί έξιέναι μετά τών κατηχουμένων. Δίδωσι δέ τνί κρίσει τού έπισκόπου καί μειούν τά έπιτίμα, εί εύροι τόν μιετανοουντα θερμότητα έν τή μετανοίςε έπιδεικνύμενον, καί δάκρυσε τόν Θεόν ίλεούμενον, καί τφ φΟβφ αυτού στοιχειούμενον, καί τήν έκ τών έπιτιμίων κάκωσεν ύπομένοντα, καί άγαθοεργιαις, ήγουν άρετών άσκησει, και μεταδόσει τή πρός τούς δεομένους, εί εύπορείη ή χείρ αύτού, προσκείμενον καί τό Ολον είπεΐν, έν άληθεία, καί ούκ έν σχήματι τήν μετάνοιαν ένδεικνύμενον. Εί δέ άδιαφΟρως καί
καί άνειμένως όρφ τόν έπιτιμηθέντα πρός τήν έπιτίμησιν διακείμενον, καί δτι Ολως παραχωρεΐται είσιέναι είς τήν έκκλησίαν άρκούμενον, καί ού δακνόμενον καί λυπούμενον, Οτι ού συνίσταται τοΐς πιστοΐς άλλά καί τό όπισθεν τού άμβωνος ιστασθαι, καί έξιέναι μετά τών κατηχουμένων, (τούτο γάρ δηλοΐ τό σχήμα τού είσιέναι, ού γάρ άληθώς είσεισιν ό ούτως είσιών), άρκούν αύτώ λογιζύ[ΐενος, τόν δλον τή; δεκαετίας χρόνον έν τφ έπιτιμίω τής ύποπτώσεως πληρούν αύτόν διακελεύεται ό κανών.
ΒΑΑΖ. Βενεφίκιον λέγεται, κατά Λατίνους, παν δώρημα και ευεργέτημα. Επεί ούν τινες στρατιώται, έν καιρώ διωγμού, ζήλω θείιρ κινηθέντες, τάς ζώνας τών στρατειών αυτών άπέθεντο, καί πρός μαρτύρων ώρμησαν ύστερον δέ ύπό δαιμονιώδους μεταμέλειας συνωθηθέντες, άπέστησαν τού μαρτυρίου, καί τοΐς άπίστοις διώκταις ήκολούθησαν, καί χρήμασιν, ή άλλοις δωρήμασι, τούτο γάρ έστι τό βενεφίκιον, ώς εΐρηται, τάς προτέρας αύτών στρατείας έλαβον, καί είς τόν οίκεΐον έμετον άνέδραμον, φησίν ό κανών, ώς είπερ καί οδτοι μετά ειλικρινούς κατανύξεως προσέλθωσι τη εκκλησία, δεχθήσονται, όφείλοντες τρία μέν έτη ίςωθεν τής έκκλησίας ΐστασθαι, καί άκροάσθαι τών θείων γραφών, δέκα δέ έτη ύποπίπτειν, ήτοι ΐστασθαι όπισθεν τού άμβωνος, καί έξέρχεσθαι μετά τών κατηχουμένων, μετά δέ ταύτα συνεύχεσθαι μετά τών πιστών πάντως δέ τών άγιασμάτων ούκ άξιωθώσιν, εί μή διετία παρέλθη, καθώς καί άνωθεν εϊπομεν ότι καί οδτοι έκ τών έκουσίως παραπιπτύντων είσίν. Ενέδωκε δέ 6 κανών τώ έπισκΟπιρ μειούν τά έπιτίμια κατά τήν τού έπιτιμηθέντος έπιστροφήν.
ΑΡΙΣΤ. 01 βιαζόμενοι, καί δόξαντες άντιστήναι, εΐτα καταθέμχνοι T5J άσεβεία, καί άναστρατευσάμενοι, δεκαετίαν άφοριζέσθωσαν. Σκοπητέον δε έφ άπασι τό είδος τής μετανοίας· καί θερμοτέρως μέν μεταμελομένου τού δεξαμένου τό έπιτίμιον, φιλανθρωπότερον ό έπίσκοπος διατιθέσθω ψυχροτέρως δέ, δραστικώτερον.
δσοι ύπό τής θείας χάριτος προσκληθέντες, κατά μέν. τήν πρώτην όρμήν βιασθέντες συνθέσθαι τή άσεβεία» άντέστησαν,
ώστε κα! τήν στρατιωτικήν άποθεσθαι ζώνην, εΐτα ύπείξαντες, κατέθεντο φρονεΐν τά τών άσεβών, ώστε είς τήν προτέραν αύτούς καταστήναι τιμήν, κα! τήν στρατείαν αύθις έπαναλαβειν, έπί τριετίαν έστωσαν άκροώμενοι, έπί δεκαετίαν ύποπίπτοντες, και ουτω τη; τελειώσεως άξιούσθωταν έζέττω δε τοΐς έπισκόποις καί μειούν, κα! αύξειν τά έπιτίμια, πρός την μετάνοιαν άφορώσι τών έπιστρεφόντων, είτε συν φόβω, καί όπομ,ονή, καί δάκρυσι γίνεται, είτε καταφρονητικό);, καί άδιαφόοως.
Κανών ΙΓ.
Περί δέ τών έξοδευόντων, ό παλαιός καί κανονικός νόμος φυλαχθήσεται (1) καί νυν, ώστε, εί τις έξοδεόοι, του τελευταίου (2) καί άναγκαιοτάτου έφοδίου μή άποστερεισθαι. Εί δέ άπογνωσθείς, καί κοινωνίας τυχών, πάλιν έν τοΐς ζώσιν έξετασθή, μετά τών κοινωνοόντων τής εύχής μόνης έστω. Καθόλου δέ, καί περί παντός ούτινοσουν έξοδεύοντος, αΐτοϋντος τοΟ μετασχεϊν ευχαριστίας, ό έπίσκοπος μετά δοκιμασίας μεταδιδότω τής προσφοράς.
ΖΩΝΑΡ. Διαταξάμενοι οί ιεροί Πατέρες περί έπιτςμίων, καί όπως, και έφ όσον οί παραπίπτοντες ακοινώνητοι έσονται, όρίζουσι διά τού παρόντος κανόνος, κάν ύπό έπιτίμιον άκοινωνησίας ώσί τινες, τελευτώσι δε, μεταδίδοσθαι αύτοΐς τών άγιασμάτων· ΐνα έφόδιον αύτά έχωσι, κα! μή στερηθώσι τού έκ τούτων άγιασμού. Εί δέ τις περί την ζωήν κινδυνεύων άξιωθείη, ώς Ονήσκων, τής κοινωνίας, εΐτα διαφύγοι τόν θάνατον, μετά τών πιστών μέν συνευξεται, ού μέν τοι καί τών άγιασμάτων μεταληψεται. Καί πας δέ έν έπιτιαίω ών, περί τήν τελευταίαν γινόμενος εξοδον, φησίν ό κανών, εί ζητεί μεταλαβείν τής άγιας προσφοράς, μεταλαμβανέτω μετά δοκιμασίας, ήγουν γνώμης τού έπισκόπου καί έξετάσεως.
ΒΛΛΣ. Ουτος ό κανών γενικός έστι· παρακελεύεται γάρ
πάντα έπιτιμηθέντα, καί τών άγιασμάτων στερούμενον, αξιουσθαι τού καλού έφοδίου τής άγιας μεταληψεως, έν ταΐς τελευταίαις άναπνοαΐς, μετά δοκιμασίας τού έπισκΟπου μή όντος δέ έπισκΟπου, μετά δοκιμασίας Ιερέων ίνα μή στερηθή τού καλού έφοδίου ό άνθρωπος διά τήν άποδημίαν τού έπισκόπου (4). Προστίθησι δέ, ώς, εΐπερ ό τοιούτος μετά τήν μετάληψιν τών άγιασμάτων διαφύγτ) τόν θάνατον, μετά τών πιστών μέν συνευξεται, τών δέ άγιασμάτων ούκ έπιτεύξεται, εί μή πληρωθή πάντως ό νενομισμένος χρόνος τού έπιτιμίου. Νομίζω δέ, Οτι, τΟτε μετά τήν υγείαν συνεύχεσθαι τοΐς πιστοΧς παραχωρηθήσεται ό έπιτιμηθείς, δτε καί πρό τής νόσου τούτοις συνηύχετο· εί γάρ έν τΟπω άκροωμ,ένων ΐστατο, τόν αυτόν Εξει τΟπον καί μετά τήν ύγίειαν.
ΑΡΙΣΤ. 01 έξοδευΟμενοι κοινωνείτωσαν εί δέ τις αύτών ύγιάνοι, έστω μετά τών τής ευχής κοινωνούντων καί μόνον.
Πάς πιστός έν ταΐς τελευταίαις άναπνοαΐς γινόμενος, τού αγαθού έφοδίου έπιτεύξεται· ύγιάνας δέ, μετά τών κοινωνούντων τών εύχών έσται· ού μέντοι γε καί τών θείων άγιασμάτων μ^τάσχοι άλλά πληρώσας έν ταΐς εύχαις τόν τής συστάσεως χρόνον, Ικτοτε καί τής χάριτος ταύτης άξιωθήσεται.
Κανών ΙΔ.
Περί τών κατηχουμένων, καί παραπεσόντων, άδοξε xlj άγία καί μεγάλη συνόδω, ώστε, τριών έτών αυτούς άκροωμένους μόνον, μετά ταΟτα εύχεσθαι μετά τών κατηχου^ μ4νων.
ΖΩΝΑΡ. Εάν τινες προσελθόντες τή πίστει, και γενΟμενοι κατήΧ°υμεν°ι> παραπέσωσιν (2), ύποβιβάζεσθαι τής τάξεως, καί τής στάσεως τών κατηχουμένων, ώρίσθησαν παρά τών άγίων Πατέρων, καί έν τώ τών άκροωμένων έπιτιμίω γίνεσθαι έπί
τριετίαν εΐτα πάλιν έπανέρχεσθαι πρός τήν προτέραν τάξιν καί στάσιν, καί συνεύχεσΟαι τόίς κατηχουμένοις.
ΒΑΛΣ. Τόν έξ άπιστίας τή άληθεΐ πίστει προσελθΟντα, καί κατηχηθέντα, αί μετά την κατηχησιν πλανηθέντα, καί τήν πρώτην θρησκείαν ζητησαντα, μή άπλώς δέχεσθαι είς τόν τόπον τών κατηχουμένων, πάλιν ύποστρέφοντα, οί άγιοι Πατέρες διορίζονται, άλλά πρότερον έπί τριετία έξωθεν τού ναού ΐστασθαι μετά τών άκροωμένων πληρωθείση; δε ταύτης, άποκαθίστασθαι είς τήν προτέραν τάξιν και στάσιν τών κατηχουμένων.
ΑΡΙΣ Γ. Εί τις παραπέσοι κατηχούμενος, ουτος τρισίν έτεσιν άκροάσθω, καί μόνον εΐτα μετά τών κατηχουμένων εύχέσθω.
Δύο είδη τών κατηχουμένων οί μέν γάρ άρτι προσέρχονται, οί δέ γεγόνασι τελεώτεροι, έφ ίκανόν τά της πίστεω; μυηθέντες ό γούν τελεώτερος κατηχούμενος, παραπεσών, καί άμαρτήσας, άνεπιτίμητος ούκ έάται, κάν και τό άγιον βάπτισμα ίκανόν έστι πάντα ρύπον ψυχικόν άποπλύναι άλλά μετά τών άκροωμένων συντάττεται, καί μετά τριετίαν μετά τών κατηχουμένων αύθις συνεύχεται. Καί ζήτει τής έν Νεοκαισαρεία συνόδου κανόνα ε.
Κανών ΙΕ.
Διά τόνπολύν τάραχον, καί τάς στάσεις τάς γινομένας, Ιδοξε παντάπασι περιαιρεθήναι τήν συνήθειαν, την παρά τόν άποστολικόν(Ι) κανόνα εύρεθεϊσαν Ιντισι μέρεσιν, ώστε άπό πόλεως είς πόλιν μή μεταβαίνειν, μήτε έπίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Είδέτις, μετά τόν τής αγίας καί μεγάλης συνόδου δρον, τοιούτω τινι έπιχειρήσειεν, ή έπιδοίη έαυτόν πράγματι τοιούτω, έοαη ρωθήσεταε έξ απαντος τό κατασκεύασμα, καί άποκατασταθήσεται τή έκκλησία, έν ό έπίσκοπος, ή ό πρεσβυτερος έχειροτονήθη.
ΖΠΝΑΡ. Τό μή μετιέναι έξ έκκλησίας είς έτέραν έπίσκοπον, ή πρεσβύτερον, ή διάκονον, καί τοΐς ίεροΐς κεκανόνιςαι Αποςόλοις. Αλλά παρορώμενον και καταφρονούμενον τό διάταγμα ή άγία σύνοδος αύτη διά τού παρόντος κανΟνος άνεκαίνισε, διοριζομένη( 1), κάν έπιχειρηση μεταβήναι έκ πόλεως είς έτέραν πΟλιν έπίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, κάν μεταβαίη, καί είς Ιργον άγάγη τό έπιχείρημα, άκυρούσθαι τήν πράξιν αυτού, καί άποκαθίστασθαι έν ^ χειροτονούμενος ώνομάσθη. Ετερος γάρ κανών διατάττεται, μηδένα άπολελυμένως, ήγουν άνωνύμως χειροτονεΐσθαι, άλλ είς τήν δε τήν έπισκοπήν, ή τήν έκκλησίαν, ή τήν μονήν.
ΒΑΛΣ, ό μέν άποστολικός ιέ. κανών, Μηκέτι λειτουργειτω, φησίν, ό κληρικός, ό παρά γνώμην τού οικείου έπισκόπου άπό πόλεως είς πόλιν μεθιστάμενος ό δέ παρών κανών, τά αύτά καί περί έπισκόπων διοριζόμενος, ακυρον είναι, φησί, τό παρά ταύτα ίσως γενησόμενον.
Ετέρα έρμηνεία.
Τού ιδ. άποστολικού κανόνος, τήν μέν άπό παροικίας είς παροικίαν έπίβασιν, ήτοι έπιπηδησιν, τών έπισκόπων κωλύοντος, την δέ μετάθεσιν έπιτρέποντος διά μεγάλην κα! εύλογον αιτίαν καί τού ις·. κανόνος της έν Αντιόχεια συνόδου διοριζομένου, τόν σχολάζοντα έπί σχολάζουσαν μεταβαίνειν μετά διαγνώσεως καί παρακλήσεως τελείας συνόδου ώσαύτως και τού πρώτου καί δευτέρου κανόνος τής έν Σαρδική συνόδου μεγάλως κολαζόντων τόν διά μεθοδείας (2) κα! οικονομίας φαύλης την λαχούσαν αύτόν καταλιμπάνοντα, καί μείζονα έκκλησίαν άρπάζοντα και τού παρόντος ιέ. κανόνος της ά. συνόδου παντάπασι μέν κωλύοντος την άπό πόλεως είς πόλιν μετάβασιν τών έπισκόπων, τών πρεσβυτέρων, κα! τών διακόνων μη κολάζοντος δέ ταύτην, άλλά διοριζομένου άκυρούσθαι τό κατασκεύασμα, καί άποκαθίστασθαι τή προτέρα έκκλησία τόν έπίσκοπον, ή τόν πρεσβύτερον, ή τόν διάκονον (3), είς ήν έγειροτονηθησαν, εϊποι τις
έναντιοΰσθαι τούς κανόνας άλλήλοις (4), άλλα και άλλα θεσμοθετουτας· άλλ ούκ έστι τούτο. Διαφορά γάρ έστιν άλλήλοις, μεταθέσεως, μεταβάσεως, και έπιβασίας· μετάθεσις γάρ έστιν ή άπό παροικίας είς παροικίαν μετένεξις όταν τυχόν έπίσκο πος, παντοία σοφία κεκοσμημένος, μετακληθή παρά πλήθους έπισκόπων, είς μείζονα έκκλησίας χηρευούσης βοήθειαν, κινδυνευούσης περί τήν εύσέβειαν οίόν τι γέγονεν είς τόν μέγαν Γρηγόριον τόν Θεολόγον, άπό τών Σασίμων είς Κωνσταντινούπολή μετατεΟέντα καί έστιν αύτη συγχωρητέα, καθώς παρίσταται άπό τού ιδ. κανόνος τών άγίων Αποστόλων. Μετάβασίς έστιν, Οταν τις σχολάζων, δηλονότι μή έχων παροικίαν, ώς ύπό έθνών κατεχομένην, άναγκασθή παρά έπισκόπων πολλών είς σχολάζουσαν έκκλησίαν μεταβηναι, διά τό περί τήν ορθοδοξίαν, καί τά λοιπά εκκλησιαστικά, χρησιμώτατον (2) αύτού καί έστι και αύτη δεκτέα παρά τοΐς θείοις κανόσι τών έν Αντιόχεια συνελθόντων άγίων Πατέρων. Επίβασις δέ έστιν ή αύτόνομος, ή καί μετά οικονομίας φαύλης, τού σχολάζοντος, ή καί τοΟ έχοντος έκκλησίαν έπισκόπου, πρός χηρεόουσαν εκκλησίαν παράλογος μετένεξις, ήν τοσούτον οί έν Σαρδική συνελθάντες άγιοι Πατέρες έβδελύξαντο, ώςτε καί άκοινώνητον είναι παντί Χριστιανό τόν εργάτην ταύτης διωρίσαντο, καί μηδέ έν τοΛς τελευταίους άναπνοαΐς λαϊκής κοινωνίας άξιούσθαι αυτόν, ό δέ ιέ. κανών τής ά. συνόδου περί μηδενός τοιούτου μνείαν ποιούμενος, ούδ έναντιούταί τινι τών ανωτέρω καταστρωθέντων κανόνων ούτε γάρ περί μεταθέσεως, ούτε περί μεταβάσεως, ούτε περί έπιβασίας διδάσκει, άλλά κωλύει τό μεταπίπτειν έπίσκοπον, ή πρεσβύτερον, ή διάκονον, άπό πόλεως είς πόλιν έτέραν, άνήκουσαν τ?ί αυτού παροικία, ώσπερ ποτέ ό έπίσκοπος Λέρκου έκείΐνος κύριος Ιωάννης έπεχείρησε τόν θρόνον τής Λέρκου μεταγα
γεΐν είς τό τού Φιλέα πρωτοπαπαδίκιον αύτού, διά τό πολυανΟρωπΟτερον είναι, καί έκωλύθη συνοδικώς. Διά γάρ τούτο, ουδέ κολάζεται δ τούτο έπιχειρήσας επίσκοπος, άλλείς τήν προτέραν αύτού καθέδραν έπανάγεται. δτι δέ τούτο αληθές έστι, δηλούται καί άπ αύτών τών ρημάτων τού κανόνος, πόλεως μεμνημένου, καί ούχΙ παροικιών τόν αύτόν γάρ καί ενα έπίσκοπον, πολλάς μεν πόλεις έχειν ώς ενορίαν (4) δυνατόν έστι, πολλάς δέ παροικίας, ούδαμώς. Αλλά καί άπό τού μεμνήσθαι τόν τοιούτον κανόνα πρεσβυτέρων, καί διακόνων, έναργώς παρίσταται ή άλήθεια. Ποια γάρ μετάθεσις, ή μετάβασις, ή έπίβασις, έπί τούτων τρακταΐσθείη ποτέ; πάντως ούδεμία. Μετάπτωσις δέ μ,όνη άπό πόλεως είς πόλιν ούκ άλλοτρίαν, άλλά τ5) παροικία, είς ήν έκληρώθησαν, άνήκουσαν διά γάρ τούτο ουδέ καθαιρούνται, ώς παρ ένορίαν Ιερουργήσαντες, άλλά τη προτέρα έκκλησία, εί; ήν κα! έχειροτονήθησαν, άποκαθίστανται (2).
ΑΡΙΣΤ. Εκ πόλεως είς πΟλιν μήτε έπίσκοπος, μήτε πρεσβύτερος, μήτε διάκονος μεταβαινέτω· έπεί πάλιν άποδοθησονται τάϊς έκκλησίαις, έν αϊς κεχειροτΟνηνται.
ό κανών ουτος ού μΟνον τάς τών έπισκόπων μεταθέσει; παντελώς άναιρεΐ, άλλά καί τών πρεσβυτέρων, καί διακόνων, καί τούς έπιχειρήσαντας τοιούτον τι ποιήσαι, άποκαθιςα πάλιν ταΐς έκκλησίαις, έν αίς κεχειροτΟνηνται. ό δέ τής έν Σαρδικίί πρώτος καί δεύτερος κανών αύστηροτέρως αύτούς τιμωρεί, άκοινωνησίας τούτους ύποβάλλων έπιτιμίω.
Κανών Κ.
Όσοι ^ιψοκινδύνως, μήτε τόν φόβον τοΟ θεού πρό Οφθαλμών έχοντες, μήτε τόν εκκλησιαστικόν κανόνα είδότες, άναχωρήσωσι τής ιδίας (3) έκκλησίας, πρεσβύτεροι, ή διάκονοι, ή δλως έν τώ κανόνι έξεταζόμενοι,
ούτοι ούδαμώς δεκτοί όφείλουσιν είναι έν έτέρα έκκλησια άλλά πάσαν αύτοΐς άνάγκην έπάγεσθαι χρή, άναστρέφεεν είς τάς εαυτών παροικίας ή, έπιμένοντας, άκοι νωνήτους είναι προσήκει. Εί δέ καί τολμήσειέ τις ύφαρπάσαι τόν τώ έτέρω διαφέροντα, καί χειροτονήσαε έν τή αύτοϋ εκκλησία, μή συγκατατιθεμένου τοΟ ίδιου έπισκόπου, ου άνεχώρησεν ό έν τώ κανόνι έξεταζόμενος, άκυρος έστω ή χειροτονία.
ΖΩΝΑΡ. 0 μών πρό τούτου κανών, τούς άναχωρούντας τών οικείων εκκλησιών, καί άλλαις προσερχομένους, άποκαθίστασθαι τη έκκλησία διορίζεται, έν ■?) κεχειροτύνηται έκαστος. Ούτος δέ τους μή πειθομςένους έπανελθεΐν, καί άκοινωνήτους είναι θεσπίζει. Εοΐκεν ούν έναντιούσθαι τώ ιέ. κανόνι τών ίερών ΑποστΟλων εκείνος γάρ τούς καταλείψαντας κληρικούς τάς έαυτών παροικίας, καί είς άλλην παροικίαν παντελώς μεταστάντας παρά γνώμην τού έπισκΟπου αύτών, μηκέτι λειτουργεΐν κελεύει ώς δέ λαϊκούς κοινωνεΐν επιτρέπει έκεΐ. Οίμαι τοίνυν έττί τού παρΟντος κανΟνος, τό, άκοινωνήτους είναι, ουτω νοεΐσθαι· ήγουν μή συγκοονωνεΐν αύτοΐς τούς ιερατικούς δηλαδή, άλλ άποτρέπεβθαι τού (4) συνιερουργεΐν αύτοΐς τούς τοιούτους· κοινωνίαν ένταυθα τών άγίων Πατέρων, ούχί τήν μετάληψή τών άγιασμάτων όνομασάντων, άλλά τήν τών ίερών συμμεταχείρισιν καί κοινοπραξίαν, καί τό συλλειτουργεΐν τοΐς, οϊσπερ προσήλθον. Ουτω γάρ νοούμενος & παρών κανών, οΟ δαφωνεΐν πρός τόν άποστολικόν κανΟνα δΟξει τινί. Εΐτα έπάγει, ώς, εί έπίσκοπΟς τις τόν άφέτέρας πΟλεως είς έτέραν μεταναστεύσαντα κληρικόν χειροτονήσει, προαγαγών αυτόν ίσως εις βαθμόν μείζονα, μή βουλομένου τού έπισκΟπου, έξ ού άνεχώρησεν, άκυρος έσται ή χειροτονία,
ΒΑΛΣ. Από του τέλους του ιέ. κανΟνος παρίσταται, ότι πάντες οί χειροτονούμενοι, ή είς έπισκοπάς έκληρουντο (2), ήτοι έχειροτονουντο, ή είς μοναστήρια, ή είς θείους ναούς όθεν άκο
λούθως τούτω καί ό ς\ κανών τής έν Χαλκηδόνι συνόδου, καί ό ί. διορίζονται ουτω τούς κληρικούς γίνεσθαι, καί τήν παρά ταύτα γενησομένην χειροθεσίαν άκυρούσθαι. Διό και δέδοκται μή εχειν έπ άδειας τινα κληρικόν άπό παροικίας είς παροικίαν (ΐ) μεταβαίνειν, καί άμείβειν τόν κλήρον άνευ γραφής άπολυτικής τού χειροτονήσαντος τούτον τούς δέ μετακαλουαένους κληρικούς παρά τών χειροτονησάντων αύτούς, καί μή πειθοαένους άναστρέφειν, άκοινωνήτους αύτοΐς είναι, ήγουν μη τ^αραχωρεισθαι συνιερουργεΐν τούτοις (2)· είς τούτο γάρ τό μή κοινωνεΐν εκλαμβάνεται ού μ,ήν είς τό μή έκκλησιάξειν, ή είς τό μή μεταλαμβάνειν τών άγιασμάτων, ακολούθως πάντως τώ ιέ. άποστολικώ κανόνι, τώ διοριζομένω μή λειτουργεΐν τούς τοιούτους. ό δέ ις·. άποστολικός κανών, άφορισμώ καθυποβάλλει τόν δεξάμενον έπισκοπον έξ έτέρας παροικίας κληρικόν, άνευ άπολυτικής γραφής τού χειροτονήσαντος αύτόν. ίίστε καλώς ποιεί ό κατά καιρούς τής μεγάλης εκκλησίας χαρτοφύλαξ, μ.ή παραχωρών τοΐς έξωχειροτονήτοις ίερεύσιν ιερουργεΐν, μή προκομίζουσι συστατικάς καί άπολυτικάς γραφάς τών χειροτονησάντων αύτούς. Ανάγνωθι και τόν λέ. άποστολικόν κανόνας συνόδου Αντιόχειας κανόνας ιγ. καί κβ. καί συνόδου Εφέσου κανόνα ή.
ΑΡΙΣΤ. Οσοι πρεσβύτεροι καί διάκονοι τή; έκκλησίας άναχωρήσουσιν, άδεκτοι είς έτέραν έκκλησίαν γενήσονται άλλ έπιστρεφέτωσαν είς τάς έαυτών παροικίας. Εί δέ τις τόν έτέρω διάφέροντα χειροτονήσοι χωρίς γνώμης του οικείου έπισκόπου, άκυρος ή χειροθεσία.
Καί ουτος ό κανών τά αύτά τώ πρό αυτού διορίζεται ώστε μήτε τινα πρεσβύτερον, ή διάκονον, τής έκκλησίας, έν ή κεκλήρωται, άναχωρήσαντα, ύφετέρου έπισκόπου παραδεχθηναι, άλλ έπιστρέφειν αύθις είς τήν έαυτού παροικίαν. Εί δέ τις επίσκοπος τόν έτέρω διαφέροντα κληρικόν παραδέξεται, καί χειροτονήσας αύτόν, είς μείζονα προαγάγη βαθμόν έν τή αύτού έκκλησία, χωρίς γνώμης τού οικείου έπισκόπου, άκυρωθήσεται ή χειροθεσία.
Κανών ΙΖ.
Επειδή πολλοί έν τώ κανόνι εξεταζόμενοι, τήν πλεονεξίαν, καί τήν αισχροκέρδειαν (I) διώκοντες, έπελάθοντο τοΟ θειου γράμματος λέγοντος Τό άργύριον αύτου ούκ Ιδωκεν έπί τόκω καί δανείζοντες, έκατοστάς άπαιτουσιν έδικαίωσεν ή άγια καί μεγάλη σύνοδος, ώς εί τις εύρεθείη μετά τόν όρον τούτον τόκους λαμβάνων, έκ μεταχεφίσεως, ή άλλως μετερχόμενος τό πραγμα, ή ημιολίας (2) άπαιτών, ή όλως ετερόν τι έπινοών αισχρού κέρδους ένεκα, καθαιρεθήσεται του κλήρου, καί άλλότριος του κανόνος εσται.
ΖΩΝΑΡ. Επί τόκω δανείζειν καί ό παλαιός νόμος άπασιν άπηγόρευσε. Φησί γάρ, Ούκ έκτοκιεΐς τό άργύριον σου τώ άδελφώ σου. Εί δέ ό ατελέστερος τούτο ένομοθέτησε, πολλώ πλέον ό τελεώτερος, καί πνευματικώτερος ΐδού γάρ πλέον τού Ιερού ώδε. Απασι μέν ούν άποτέτραπται τό έπί τόκω δανείζειν εί δ άπασι, μάλλον άν είη τοΐς ίερωμένοις τούτο άνάρμοστον οt καί τοΐς λαϊκοΐς είς υπόδειγμα, καί παροξυσμόν είς αρετήν είναι όφείλουσι. Διό καί ό κανών απαγορεύει τοΐς έν τώ κανόνι έξεταζομιένοις, ήτοι τοΐς έν κλήρω τεταγμένοις, έκατοστάς (3) άπαιτεΐν, τόκους δηλαδή έκατοστιαίους πολυαρίθμων γάρ όντων τών τόκων, βαρύτεροι τών άλλων οί έκατοστιαΐοί είσιν. Ωσπερ γάρ τοΐς νυν αί λίτραι μέχρι τών έβδομήκοντα δύο άριθμούνται, ουτω τοΐς παλαιοΐς αί έκατοντάδες ήσαν καί ήν ό τόκος τών έκατόν νομισμάτων, νομίσματα δώδεκα διό καί έκατοστιάίος έλέγετο, ώς έπί τοΐς έκατόν άπαιτούμενος. Απαγορεύσασα ούν ή σύνοδος λαμβάνειν τόκους τούς έν κλήρω, έπάγει τοΐς μή φυλάξουσι τόν κανόνα καί έπιτίμιον καί φησίν, έδικαίωσεν ή άγία σύνοδος, αντί τού, δίκαιον ήγήσατο, ΐνα εί εύρεθείη τις μετά τά όρισθέντα νύν λαμβάνων τόκους έκ μιεταχειρίσεως, ήγουν ώς οίόν
τινα πραγματείαν τό τοκίζειν μεταχειριζΟμενος, ή άλλως μετερχΟμενος τό πράγμα· τινές γάρ έκφεύγοντες τό λέγεσθαι περί αύτών, ότι τΟκους λαμβάνουσι, διδόασι τοΐς χρήζουσιν αργύρια, καί συμφωνούσι συμμερίζειν αύτοΐς τό κέρδος καί ού δανειςάς έαυτούς, άλλά συγκοινωνούς όνομάζουσι, καί ζημίας μη όντες κοινωνοί, έπί τώ κέρδει μόνω κοινοπραγούσι ταϋτα τοίνυν καί τά τοιαυτα πάντα άπαγορεύων ό κανών, καθαιρεΐσθαι κελεύεται τούς τοιαύτα τεχνάζοντας, ή ΙτερΟντι έπινοούντας αισχρού κέρδους χάριν, ή άπαιτούντας ήμιολίας. Είπών άνω περί έκατοστιαίου τόκου, 0ς τών τόκων έστίν ό βαρύτέρος, ώ; προείρηται, παρακατιών καί τού κουφοτέρου έμνησθη, τής ήμιολίας, ήτις έστί τού όλου τό ήμισυ, ήγουν τών δώδεκα νομισμάτων, ά τινά είσι τής έκατοστης ό πληρέστατος καί Ολόκληρος τΟκος. ΕΓποι δ άν τις τάς ήμιολίας, καί κατά αριθμητικούς έκείνοι; γάρ οί μέν τών αριθμών έπίτριτοι λέγοντας, οί δέ έπιτέταρτοι, έπίπεμπτοί τε καί έφεκτοι, οί δέ ήμιόλιοι, ώς ό έξ, και ό έννέα· Οτι όλους έχουσιν έν έαυτοΐς αριθμούς, καί τά ήμίση αύτών Ιχουας γάρ, ό μέν 2ς, τά τέσσαρα, καί τών τεσσάρων το ήμισυ, δ έστι τά δύο ό δέ έννέα, τά έξ, καί τούτων τό ήμισυ, τά τρία δηλονότι. Διά γούν τής ήμιολίας, ώς άν νοοΐτο αύτη, τούτο μονονουχί λέγει ό κανών, ώς ού μόνον τόν βαρύτερον ού λήψονται τόκον οί έντώ κλήρω> άλλούδε άλλον τινα μετριώτερον.
ΒΑΛΣ. 0 μδ. άποστολικός κανών τούς άπαιτουντας τΟκους άπό δανείου πρεσβυτέρους, ή διακόνους, καθαιρεΐσθαι φησίν, εί μή παύσονται. ό δέ παρών κανών πάντας τούς κληρικούς τούς μετά τΟκου δανείζοντας, ή ήμιολίας άπαιτουντας, ή έτερΟν τι αίσχρέν κέρδος έαυτοΐς έπινοούντας, καθαιρεΐσθαι έδικαίωσεν, αντί τοϋ ούτω δίκαιον είναι έκρινε. Ζήτει καί τά έν τώ ρηθέντι άποστολικώ κανΟνι γραφέντα, καί τό κζ. κεφ. τοϋ θ, τίτλου τοϋ παρόντος συντάγματος, λέγον έν μέρει, άπαιτεΐσθαι τΟκους καί παρά Ιερωμένων, δηλονΟτι τούς άπό διαφέροντος, καί τούς έζ ύπερθέσεως. Του δέ άποστολικου κανόνος καί έτέρων διοριζόμενων τούς Ιερωμένους τοκίζοντας καθαιρεΐσθαι, εί μή παύσωνται έρωτήσει τις, έκείνοις Οφείλουν προσχεΐν, ή τώ παρΟντι κανΟνι,
λέγοντι, άπεντεΰθεν αύτούς καθαιρεΐσθαι; ΑΟσις. ής έμοί δοχει, μετά παραγγελίαν ό κληρικός, μή άφιστάμενος τής αισχροκερδή^ καθαιρεθήσεται, διά τό τού άποστολικού κανΟνος φιλανθρωπΟτερον. Σημείωσαι ούν τόν κανΟνα διά τούς Ιερωμένους, τούς εμπορευομένους οίνάρια, ή βαλανεΐα πακτεύοντας, καί άλλα τοαύτά τινα ποιούντας, καί προβαλλομένους άκανΟνιστον τελευταίαν άγκυραν, τήν πενίαν. Τό δέ ρήμα, τό περιεχόμενον τώ παρόντι κανόνι, καί λέγον, ή άλλως μετερχομενος τό πράγμα, ή ήμιολίας άπαιτών, τοιούτόν έστι. Τινές τών Ιερωμένων, είδότες τόν κανόνα, καί περιγράφοντες αύτόν, τά μέν ρήματα φυλάττουσι, τόν δέ νουν άθετούσι διδΟασι γάρ πρός τινας άργύρα, καί συμφωνούσι τοσήν δε μερίδα έκ τού κέρδους αύτούς λααβάνειν τόν δέ κίνδυνον έπιγΐνώσκεσθαι παρά τών λαμβανόντων αυτά· καί τή άληθεία δανεισταί δντες, κοίνωνοί λέγεσθαι σχηματίζονται (4) άποτρέπεται γούν καί τούτο ό κανών, καί καθαιρεΐ τούς ποιούντας τοιούτόν τι. ήμιολίας δέ νΟησον τάς έλαφροτέρας απαιτήσεις του τόκου κάν γάρ, φησίν, ούκ άπαιτεε ό κληρικός εκατοστιαίους τΟκους βαρυτάτους, ήτοι ύπέρ ίκάστης ύπερπύρων λίτρας, ύπέρπυρα δώδεκα (έκατοσταί γάρ παρά τώ κανΟνι έκλήθησαν οι έκατοστιαΐοι τΟκοι ώς έκ παλαιού της λίτρας μή ποσουμάνης είς έξάγια οβ1, κατά τό σήμερον ένεργούν, άλλ είς ρ.)· ζητεί δέ τά ήμίση τού όλου τόκου, ήγουν νομίσματα ύπέρπυοα 8ξ (2), ή καί τούτων ήττονα, καί ουτω καθαιρεθήσεται. Εσο δέ είδώς, ώ; έπεί ή λίτρα σήμερον Ιχει έξάγα οβ. καί ούχί ρ, ώς τό παλαιόν, ό συμφωνήσας έκατοστιαίους (3) τόκους λαβεΐν ύπέρ λίτρας, ούκ άπαιτήσει νομίσματα (4) ιβ, άλλά τό αναλογούν.
ΑΡΙΣΤ. Είτις τόκους, ή ήμιολίας λαμβάνει, άλλότριος εςαι, μετά τόν Ορον τούτον τής έκκλησίας, καθαιρούμενος.
Οί μέν έκατοστιαΐοι τόκοι, οΐτινες καί μείζονες τών τόκων πάντων γνωρίζονται, τά δώδεκά είσι νομίσματα· οί δέ ήμίσεις τούτων, τά Ιξ. Et tic ούν τών Ιεοωμένων δανείσαέ τινί. ?ι τούσ
βαρυτέρους άπαιτήσει τόκους, ήγουν τού; έκατοστιαίους, ή ήμιολίας, ήτοι τό ήμισυ τούτων, ήγουν τά ώ; τού θείου έπιλαθόμενος γράμματος, τεύ λέγοντος, Τό άργύριον αύτού ούκ έδωκιν έπί τόκω, τού κλήρου καθαιρεθήσεται κάν ό τεσσαρακοστός τέταρτος τών άγίων Αποστόλων κανών, και ό δέκατος τής έκτη; συνόδου τής έν τω Τρούλλω, ούκ άπεντεύθεν αύτόν καθαιρούσιν άλλ Οταν παραγγελθεΙ; ού παύηται τούτο ποιών.
Κανών ΙΗ.
Ήλθεν είς την άγιαν καί μεγάλην(Ι) σύνοδον, δτι Ιν τισι τόποις καί πόλεσι, τοΐς πρεσβυτέροις τήν ευχαριστίαν οί διάκονοι διδόασιν οπερ ούτε ό κανών, ούτε ή συνήθεια παρέδωκε, τούς έξουσίαν μή έχοντας προσφέρειν, τοΐς προσφέρουσιδιδόναι τό σώμα του Χριστού. Κάκεινο δέ έγνωρίσθη, ότι ήδη τινες τών διακόνων καί πρό τών έπισκόπων τής εύχαριςάας άπτονται. Ταυτα ουν πάντα περιηρείσθω, καί έμμενέτωσανοί διάκονοι τοΐς ίδιοις μέτροις, είδότες, ότι, τού μέν έπισκόπου υπηρέται είσΐ, τών δέ πρεσβυτέρων έλάττους (2). Ααμβανέτωσαν δέ κατά τήν τάξιν τήν εύχαριςιαν μετά τούς πρεσβυτέρους, ή του έπισκόπου μεταδιδόντος αύτοΐς, ή του πρεσβυτέρου. Άλλα μηδέ (3) καθήσθαι έν μέσω τ&ν πρεσβυτέρων έξέστω τοις διακόνοις παρά κανόνα γάρ, καί παρά τάξιν έστι τό γινόμενον. Εί δέ τις μή θέλοι πειθαρχειν καί μετά τούτους τούς όρους, πεπαύσθω τής διακονίας.
ΖΩΝΑΡ. Τήν ευταξίαν άπανταχού τηρεισθαι άναγκαιότατον, μάλιστα δέ έν τοΠς ίεροΐς κα! μεταχειριζομένοις τά αγία. Διό πράγμα ού κατά τάξιν γινόμενον διωρθώσατο ό κανών τό γαο τούς διακΟνους μεταδιδόναι τοΐς Ιερεύσι τών άγιασμάτων, καί πρό αύτών, ή καί τού έπισκΟπου, μεταλαμβάνειν αύτούς, άτα
ξίας ήν οθεν παρακελεύεται μηκέτι τούτο γίνεσθαι, άλλ έκαστον γινώσκειν τό ίδιον μέτρον, και είδέναι τούς διακόνους, ότι τών έπισκΟπων ύπηρέται είσίν έν τοΐς Ιεροΐς, έξ αυτής τής κλήσεως τούτο διδασκομένους· και ότι μείζων ή άξια τών πρεσβυτέρων παρά τήν τών διακόνων. Πώς ούν οί ήττονες τοΐς μείζουσι αεταδώσουσι τής ευχαριστίας, καί οί μή δυνάμενοι προσψέρειν, τοΤς προσφέοουσι; Κατά γάρ τόν μέγαν Απόστολον, Χωρίς πάσης αντιλογίας, τό ελαττον ύπό τού κρείττονος εύλογεΐται. όρίζει τοίνυν ή άγία σύνοδος, πρότερον τού; πρεσβυτέρους μεταλαμβάνειν, είτα τούς διακόνους, τών πρεσβυτέρων αύτοΐς, ή τών έπισκόπων μεταδιδόντων τού αγίου σώματος καί αίματος τού Κυρίου. Απαγορεύει δε καί τό έν μέσω πρεσβυτερών καθήσθαι διάκονον, ώς παρά κανόνα τούτου καί παρα τήν τάξιν τυγχάνοντος · τούς δέ μή πειθαρχούντας, παύεσθας τής διακονίας κελεύει.
ΒΑΛΣ. Οτι μέγα έστι τό τών ιερέων (4) αξίωμα, πολλω δε πλέον τό τών έπισκόπων, κα! ουτοι τών διακόνων προτςμάσθαι όφείλουσιν, έξ αύτών τών έργων παρίσταται οί μέν γάρ δουλεύονται, οί δέ δουλεύουσι. Πώς γούν ούκ όφείλουσι προτιμάσθαι οί διακονούμενοι τών διακονούντων; Επεί δέ, φησί, τινές διάκονοι τήν τάξιν εν τισι πόλεσι παραλύοντες, πρό τών έπισκόπων μεταλαμβάνουσι, διδΟασι δέ καί τοΐς πρεσβυτέροις τήν ευχαριστίαν, καί άπλώς όφείλοντες άγιάζεσθαι ύπό τών έπισκΟπων, κα! τών Ιερέων, οτι καί ό Απόστολός φησι, Τό έλαττον ύπό τού κρείττονος εύλογείται, ούκ έμμένουσι τοΐς δεδομένοι; καί έν ταΐς συνάξεσι δέ κάθηνται μέσον τών Ιερέων9 ώοισθη, άπό τού έπισκόπου ή τού πρεσβυτέρου μεταλαμβάνειν τούς διακόνους, κα! μετά τούς ιερείς τών άγιασμάτων άξιούσθαι, καί μηδέ μέσον καθήσθαι πρεσβυτέρων ή μην τούς μή πειθαρχούντας ουτω ποιεΐν, παύεσθαι τής διακονίας. Ταύτα τού κανΟνος δισριζομένου, τό μέν μεταλαμβάνειν τούς διακΟνους πρό τών έπισκΟπων, ή διδΟναι αύτούς τήν εύχαριστίαν,
ήτοι τά άγια, τοΐς ίερεύσιν, ού παραχωρεΐται" άλλ ούδε το καθήσθαι διάκονον έν τώ άγίω θυσιαστηρίω μέσον τών Ιερέων. Τό δέ καθήσθαι τινας άπό τών έκκλησιαστικών διακόνων είς τάς |ξω τού βήματος συνάξεις τέως πρό τών πρεσβυτέρων βλέπομεν γινόμενον καί οΤμαι γίνεσθαι τούτο διά τά άρχοντίκια μΟνοι γάρ οί άξιωθέντες άρχοντικίων έκκλησιαστικών παρά τού πατριάρχου, πρό τών Ιερέων κάθηνταΓ γίνεται δέ #καί τούτο παραλΟγως. Ανάγνωθι γάρ τής ς· συνόδου κανΟνα ζ. 6 μέντοι κατά καιρούς χαρτοφύλαξ τής άγιωτάτης μεγάλης έκκλησίας, προκάθηται έν ταΐς Ιξω τής συνόδου συνάξεσιν, ού μόνον τών Ιερέων, άλλά καί τών αρχιερέων, έκ προστάξεως τού αοιδίμου Βασιλέως κυρίου Αλεξίου τού Κομνηνού, ούτως έχούσης 0 βασιλεία μου τής εκκλησιαστικής εύκοσμίας φροντίζουσα, καί τό εύτακτον καί έν παντί μέν ζητούσα τώ πολιτεύματι, έπί πλέον δέ τοΐς θείοις τούτο έμπολιτεύεσθαι διά σπουδής τιθέμενη, τά άρχήθεν άπονενεμημένα προνόμια έκάστω τών έκκλησιαστικών βαθμών, καί τήν άχρι καί δεύρο έπικρατησασαν έν τούτοις κατάστασιν, κατά τό άναλλοίωτον καί είς τό έξϋ; είναι, καί διαμένειν βούλεται τε καί ευδοκεί, άγιώτατε δέσποτα, ώς καί παραδεχθείσαν διά τοσούτων έτών, και τώ μακρφ χρόνφ έμπολιτευσαμένην, και ταΐς άπ άλλου είς άλλον κατα τό άνεξάλλακτον (4) έως τού νύν μεταβάσεσιν έπικυρωθείσαν, καί βεβαιωθεΐσαν καλώς. Επεί δέ νύν ή βασιλεία μου μάθοι ώς τινες τών άρχιερέων άντιφιλοτιμούμενοι, πειρώνται τό τοϋ χαρτοφύλακας ύποβιβάσαι προνΟμιον, καί κανόνας είς .μέσον προσφέροντες, διά τούτων φιλονεικούσι μή προκαθήσθαι αύτδν τών αρχιερέων, όπηνίκα δέοι τούτους συνέρχεσθαι κατά τινα χρείαν, καί συνεδριάζιιν κατά ταύτόν πρό τής είς τήν άγιωσύνην σου ιίσελεύσεως, ούκ άνασχετόν τη βασιλεία μου Ιδοξε, πράγμα διά τοσούτου χρόνου βασανισθέν, καί τοΐς πριν πατριάρχαις, καί τοΐς άλλοις άρχιερεΰσιν, άλλά δή καί αύτοΐς τοΐς νύν ούκ επ εύλόγφ έρίζουσι πράγματι διά τής πολυημί"
ρου δεχθέν σιωπής, κατά τό παρέλκον άθετηθήναι, καί ώς τι τών ημελημένων παρασυρήναι τοίνυν καί διορίζεται πράγμά τι εύλογον καί πάνυ δίκαιον τούτο. Εί μέν γάρ αίροΐντο καί πάλιν οί αρχιερείς μη κινεΐν τά ακίνητα, μηδέ τά τοΐς πρίν δεδογμένα Πατράσιν, άλλά δη καί αύτοΐς διά τής μακράς συνδόξαντα σιωπής, καί τής 2ως τού νύν ανοχής, έκ παλιμβουλίας ώσπερ άναπαλαίειν, εύ άν έχοι καί χάρις Οτι τό μάχιμον καταθέμενοι, τό είρηναΐον (4) προτετιμήκασιν. £ί δέ καί Ιτι τούτων τινες τών τού κανόνος ρημάτων αντιποιούμενοι, (τή; γάρ έννοιας πΟρρω άποδιεστήκασι), πειρώνται τό οίκεΐον συστήσαι θέλημα, καί έπί τό άτακτον ού καλώς τήν τάξιν μεταβιβάζουσιν, έά μέν ή βασιλεία μου τήν τού κανόνος έρμηνευσαι καί σαφηνίσαι υφήν, ράστην ούσαν καταληφθήναι, καί διαγνωσθήναι καλώς τοΐς βάπτουσιν είς ακρίβειαν, καί κανονικής έννοΐας θιγγάνουσιν αύτό δέ τούτο τοΐς άρχιερεύσιν έπιτιμα τί δήποτε τόν κανόνα είδΟτες, καί τά ρήματα τούτου έξακριβούμενοι, την έαυτών συνείδησιν άνευλΟγως Ιπάτησαν, καί τού κανόνος παραρριπτομένου, ηνείχοντο, καί τήν ύφεδρίαν έπί τών πρίν χαρτοφυλάκων ήσπάζοντο; καί μισθόν τούτοις τής τών ίερών κανόνων περιφρονήσεως, τήν έπί τάς λαχούσας αύτούς έκκλησίας άπέλασιν δίδωσι, κανόνι στοιχούσα κάνταύθα έκκλησιαστικώ, καί τοΐς περιφρονηταΐς τών κανόνων έκεΐνους αύτους τούς Ιερούς κανόνας είς άμυναν άντεξάγουσα. Ούδέ γάρ άν έχοιεν λέγειν οί τών δυτικών προεστώτες αρχιερείς έπί χρόνον μακρόν τών έμπιστευθέντων αύτοΐς μή φροντίσαντες (2) ποιμνίων, μηδ ώς έχρήν έν τούτοις έπιστατήσαντες, ώς ή τήν ίω κατατρέχουσα τών έχθρών λύσσα προσέςn καί τούτοις (3), καί τήν έπισκοπήν έντεύθεν τών λογικών προβάτων περιηρέθησαν. Καί τό μέν ούτως οίκονομηθίν παρά τής Βασιλείας μου, τήν κρίσιν αύτοΐς τού άποτελέσματος περιλέλοιπεν. Επεί δέ καί τούτο είς άκοάς άνηνέχθη αύτής, ώς τινες τών τής έκκλησίας λογάδων έν ταΐς γινομέναις ψήφοις καταλιμπάνονται, προτι
μώνται δέ τούτων ενιοι ύποβεβηκότες ίσως καί χρόνω καί καταστάσει βίου τή κρείττονι, κα! μηδέ πολλά περί της έκκλησίας πονησαντες, ούκουν έδοξεν ούδέ τούτο τό πράγμα της ίεράς συνόδου τών αρχιερέων έπάξιον. Οθεν καί έπισκηπτει πασι φιλοθέως όμού και βασιλικώς, μή παίζειν έν τοι; ού παικτοίς, μηδέ πάθει περί τά θεία χαρίζεσθαι ού γάρ ψυχή τ& κινδυνευόμενσν, τίνος φροντιστέον ετέρου ; έκείνους δε προτιθένάι τών άλλων, κα! τήν έν ταΐς ψήφοις έπιτιμίαν χαρίζεσθαι, ούς μετά λόγου καί βίος κοσμεί ανεπίληπτος, ή του λόγου σκάζοντος ίσως, ό μακρός χρόνος κα! τό περί την έκκλησίαν πολύπονον έπαναπληρούσι τό έλλιπές. Ουτω γάρ άν ταΐς ψήφοις καλώς διαιτησουσι, κα! έπί κρίματι τής έαυτών ψυ^ή; ούκ άν άλοΙεν ψηφηφορούντες τώ Θειο.
ΑΡΙΣΤ. Οί διάκονοι έν τοΐς ίδίοις μέτροις μενέτωσαν καί μήτε διδότωσαν εύχαριστίαν τοις πρεσβυτέροις, μήτε πρότερον ταύτης άπτέσθωσαν, μηδέ μέσον πρεσβυτέρων καθεζέσθωσαν παρά κανόνα γάρ καί εύταξίαν έστίν, ειτι τοιούτον γένηται.
0 παρών κανών άπρεπες ίσως τι καί άτακτον ευρών εν τισι γινόμενον πόλεσι, διορθούται και διορίζεται, μη τινα τών διακόνων τοΐς πρεσβυτέροις έπιδιδόναι τήν θείαν μετάληψιν, μΑτε πρώτους αύτους ταύτης απτεσθαι, άλλά μετά τούς πρεσβυτερους την εύχαριστίαν ταύτην λαμβάνειν αύτούς, ή παρά του έπισκόπου, ή παρά πρεσβυτέρου· μηδέ μεταξύ πρεσβυτέρων αύτούς καθέζεσθαι ΐνα μή καθήμενοι άνωθεν τούτων εύρίσκωνται.
Κανών Ιθ.
Περί τών παυλιανισάντων, εΐτα προσφυγόντων τή καθολική έκκλησή, όρος έκτέθειται άναβαπτίζεσθαι αύτούς έξάπαντος. Εί δέ τενες τώ παρεληλυθότι χρόνω, έν τ<ο κλήρω έξητάσθησαν, εί μέν άμεμπτοι καί Ανεπίληπτοι φανεΐεν άναβαπτισθέντες, χειροτονεισθωσαν ύπό τού τής καθολικής έκκλησίας έπισκόπου. Εί δέ ή άνάκρισις ανεπιτήδειους αύτούς εύρίσκοι, καθαιρεΐσθαι αύτούς προσήκει·
Ωσαύτως δέ και περί τών διακονισσών(Ι), καί όλωςπερί τών έν τω κλήρω (2) έξεταζομένων, ό αυτός τύπος παραφυλαχθήσεται. Εμνήσθημεν δέ τών διακονισσών τών έν τώ σχήτ μάτι εξετασθεισών, έπεί μηδέ χειροθεσίαν τινα εχουσεν(3), ώστε έξάπαντος έν τοΐς λαϊκοις αύτάς έξετάζεσθαε.
ΖΩΝΑΡ. Τούς τής αίρέσεως τών Παυλικιανών προσερχομένους τή καθολική έκκλησία, άναβαπτίζεσθαι ό κανών προστάσσει Ορος γάρ ό τύπος κα! ό κανών λέγεται. Εί δέ τινες τούτων έν κλήρω έτυχον τετάχθαι, άγνοησάντων ίσως τήν αΐρεσιν αύτών τών χειροτονησάντων αύτούς, τού; τοιούτους μετά τό άναβαπτισθήναι έξετάζεσθαι διορίζεται, καί άνακρίνεσθαι τόν βίον αύτών τόν μετά τό βάπτισμα, καί εί εύρεθεΐεν άμεμπτος καί άνεπίληπτοι, χειροτονεισθαι ύπό τού έπισκόπου τής έκκλησίας, ή προσήλθον. ή γάρ προτέρα χειροτονία, ή αίρετικών όντων αύτών γενομένη, ούδέ χειροτονία λογίζεται. Πώς γάρ ό μή κατά τήν ορθόδοξον πίστιν βεβαπτισμένος Πνεύματος άγιου έπιφοίτησιν έν τή χειροτονία (4) δέξασθαι πιστευθήσεται; Εί δέ άνακοινΟμενοι άνεπιτήδειοι πρός χειροτονίαν εύρίσκοιντο, καθαιρεΐσθαι αύτούς κελεύει ή σύνοδος. Τό δέ της καθαιρέσεως όνομα ένταύθα καταχρηστικώ; (5) οΐμαι κείσθαι καθαιρεϊται γάρ ό κυρίως χειροτονίαν δεξάμενος, καί είς ύψος ίερωσύνης άρθείς ό δέ τήν αρχήν μη χειροτονηθείς αληθώς, πώς, ή πΟθεν, καί άπό ποιου ύψους καθαιρεθήσεται; Αντί γούν τού είπεΐν έξωθησεται τού κλήρου, τέθεςται κατά παράχρησςν τό, καθαιρεθήσεται (6). Τά αύτά δέ κα! περί διακονίσσων, καί άπλώς τών έν κληρω τεταγμένων, δςετυπώσατο ό κανών. Τό δέ, έμνήσθημεν δε δςακονισσών τών έν τφ σχήματι έξετασθεςσών καί τά λοιπά, τοιούτΟν έστι. Παρθένοι τό παλαιόν (7) προσηρχοντο τώ θεω άγνεύειν όμολογούσαι, άς οί επίσκοποι καθςέρουν κατά τόν 7· κανόνα τής έν Καρθαγέντρ συνΟδου, καί τής τούτων
έφρόντιζον φυλακής, κατά τόν μζ. κανόνα τής αυτή; συνόδου· έξ ών δή παρθένων καί διακΟνισσαι έχειροτονούντο κατά τόν <αιρόν τόν προσήκοντα, ήγουν (1) δτε ετών έγίνοντο μ. Αί δέ τοιαύται καί τι σχήμα ένεδύοντο παρά τών έπισκόπων έν τώ κέ. ένιαυτώ τής ήλικίας αύτών, κατά τόν ρμ.(2) κανόνα τής είρημένης συνΟδου. Τοιαύτας ούν παρθένους ή σύνοδος αύτη χαλιΐ διακονίσσας έν τώ σχήματι έξετασθείσας, χειροθεσίαν δέ μη έχούσας, άς και έν τοΐς λαϊκοί; έξετάζεσθαι κελεύει, δτε όμολογήσουσι τήν αΐρεσιν αύτών, καί άπόσχωνται αύτής.
ΒΑΛΣ. Παυλιανισταί λέγονται οί Παυλικιανοί. Εκτέθειται γούν παρά τών άγίων Πατέρων όρος, ήτοι κανών, κα! τύπος, άναβαπτίζεσθαι αύτούς. έπάγει δέ, ώς, έπεί τών είκΟτων έστί τινάς έκ τούτων κατά άγνοιαν κληρωθήναι, όφείλει ό έπίσκοπος άναβαπτίζειν τούτους, καί έκτοτε πολυπραγμονίίν τήν μετά τύ βάπτισμα διαγωγήν αυτών καί εί εύρήσει άνεπιλήπτους, καί Ιερωσύνης άξιούν εί δέ μή, καί τής πρό τού βαπτίσματος χειροτονίας άπαλλοτριούν τά αύτά δέ γινέσθωσαν καί είς τάς διακονίσσας. Τοιούτον δ έστί τό τών διακονίσσων. Παρθένα ποτέ προσήρχοντο τή έκκλησία, καί κατά προτροπήν του έπισκόπου έφυλάττοντο, ώς άνατεθειμέναι τώ θεώ> πλήν μετά σχήματος λαϊκού τούτο γάρ έστι τό έξετάζεσθαι αύτάς έν τω σχήματι. Τεσσαρακονταετούς δέ ηλικίας γενΟμεναι, ηξιούντο καί χειροτονίας διακονίσσων, εύρισκΟμεναι πάντως άξιοι. Εί γούν καί τινες έκ τούτων, φησί, παυλιανίσαι έτυχον, γενήσεται καί έπ αύταΐς εϊ τι καί έπί τοΐς appsotv ώρίσθη άνωθεν. Ζήτει δέ καί τής έν Καρθαγένη συνΟδου κανΟνα ς·1. καί μζ. Ταύτα τού κανΟνος διορισαμένου, εϊποι τις, ώς, έπεί ή πρό τού βαπτίσματος χειροτονία ώ; μηδέ γενομένη λογίζεται, (διά γάρ τούτο ώρίσθη τόν παυλιανίσαντα χειροτονεΐσθαι μετά τό βάπτισμα), πώς φησίν ό κανών καθαιρεΐσθαι αύτόν μετά έξέτασιν, ανάξιον τού χειροτονηθήναι ευρισκόμενον; Λύσις. Καταχρηστικώς ένταύθα παρελήφθη τό τής καθαιρέσεω; ρήμα, άντί τής έξωθήσεως
ή γάρ πρό τού βαπτίσματος κλήρωσις ούκ έστι κλήρωσις. Εί δε μη τούτο θέλει; είπεΐν, θεμάτισον τά ρήματα ταύτα τής καθαιρέσεως μή έκλαμβάνεσθχι περί τής πρό τού βαπτίσματος χειροτονίας, άλλά περί τής μετά τό βάπτισμα. Καθαιρεθήσεται γάρ, φασιν οί Πατέρες, και ό μετά τό φώτισμα άναξίως χειροτονηθείς, κατά τόν καθόλου(4) κανόνα, τόν καθαιρούντα τούς μιετά την χειροτονίαν άμαρτάνοντας. Περί δέ τών παυλιανισάντων έρώτησις γέγονε, τινες είσί· καί άλλοι μέν άλλα εΐπον έγώ δέ εύρον εν διαφόροις βιβλίοις, ότι ΠαυλικιανοΙ, οί Μανιχαΐοι μετωνομάσθησαν, άπό Παύλου τςνός Σαμοσατέως, υίού γυναικός Μανιχαίας, Καλλίνικης τούνομα. Σαμοσατεύς δέ έκληθη, ώς χρηματίσας έπίσκοπος Σαμοσατέων. Ούτος έκηρυξεν Ινα Θεόν είναι, Πατέρα, καί Υίόν, καί άγιον Πνεύμα τόν αύτόν λεγΟμενον είς γάρ, φησίν, έστι Θεός, καί δ Τίός αύτού έν αύτώ, ώς 6 λόγος έν άνΟρώπω ουτος δέ ό ΛΟγος έλθών έπί τής γή; φκησεν έν άνθρώπω, Ιησού καλουμένφ, καί τήν οικονομίαν πληρώσας, άνήλθε πρός τόν Πατέρα. 0 δέ Ιησούς ουτος κάτωθέν έστιν Ιησούς Χριστός, ώς άπό Μαρία; άρξάμενος. Τούτον καθεΐλον έν Αντιόχεια ό άγιο; Γρηγόριος ό θαυματουργός, καί άλλοι τινές. Ετι αμφιβολία έστί περί τού, εί όφείλουσιν οί άπό όρθοδόξων Χριστιανών παυλιανίσαντες άναβαπτίζεσθαι καί τινες μέν λεγουσιν, ώς έκείνους φησίν (2) ό κανών άναβαπτίζεσθαι, τούς έκ γενετής Παυλικιανούς, ού μην τους άπό Ορθοδόξων την αΐρεσιν τών Παυλικιανών άναδεξαμένους· τούτους γάρ ύπύ μύρου και μόνου άγιάζεσθαι χρη καί είς πίστωσιν τού λόγου αύτών, παοάγουσι πολλούς μουσουλμανίσαντας έκοντΐ, καί μη άναβαπτισθέντας, άλλά μυρωθέντας μόνον. Εμοί δέ δοκεΐ τόν κανόνα ταύτα διορίζεσθαι μάλλον περί τών άπό όρθοδΟξων είς αΐρεσιν Παυλικιανών παραπεσΟντων, καί βάπτισμα δεξαμένων θρησκείας μυσαράς καί τούτο είναι κυρίως Παυλιανισμόν, ού μην τό είναί τινα άρχήθεν Παυλικιανόν. Διό καί κατά τόν παρόντα κανΟνα, όφείλουσιν άναβαπτίζεσθαι οί τοιούτοι. Αλλά καί τό ρήμα τοΰ άναβαπτισμού,
ού μικρώς συμβάλλεται πρός τό λεγόμενόν. Ζήτει καί τόν μζ\ άποστολικόν κανόνα λέγοντα, καθαιρεΐσθαι τόν έπίσκοπον, καί τόν πρεσβύτερον, τόν δίς βαπτίζοντα οίονδήτινα πιστόν, καί τόν μη βαπτίζοντα τόν μεμολυσμένον παρά τών Ασεβών. Ανάγνωθι καί τήν τού αυτού κανόνος έρμηνείαν, καί τόν ζ. κανΟνα τής β· συνόδου.
ΑΡΙΣΤ. Οί Παυλιανισταί άναβατττίζονται· καί εί τινες κληρικοί άμεμπτοι δείκνυνται, άναβαπτισθέντες χειροτονείσθωσαν εί δέ μή άμεμπτοι δείκνυντα^ καθαιρείσθωσαν. Αί δέ διακΟνισσαι έξαπατηθεΐσαι, έπεί μη χειροτονίας μετέχουσιν, έν τοΐς λαΐκοΐς έξεταζέσθωσαν.
01 έκ τή; τών Παυλιανιστών αίρέσεως μετελθόντες, άναβαπτΙζονταΓ καί εϊ τινες αυτών ώς κληρικοί ένήργουν παρά τοΐς Παυλίανισταΐς, έάν τόν βίον άμεμπτον έχωσιν, ύπό τού τής καθολικής έκκλησίας έπισκΟπου χειροτονούνται· εί δέ ανάξιοι εύρίσκονται, καθαιρούνται. Αί δέ διακΟνισσαι αύτών, έπεί μή τινα ϊχουσι χειροθεσίαν, έάν τ^ καθολική προσέλθωσιν εκκλησία? καί βαπτισθώσι, μετά τών λαϊκών συντάσσονται. Παυλιανισταί δέ είσίν, οί άπό Παύλου τού Σαμοσατέως καταγόμενοι, τού ταπεινά περί τού Χριστού φρονήσαντος, καί κοινόν άνθρωπον αύτόν δογματίσαντος, καί τήν αρχήν άπό Μαρίας είληφΟτα.
Κανών Κ.
Επειδή τινες είσιν έν τή Κυριακή γόνυ κλίνοντες, καί έν ταΐς τής Πεντηκοστής ήμέραις· ύπέρ τοδ πάντα έν πάση παροικία δμοίως παραφυλάττεσθαι(Ι), έστώτας έδοξε Tfl &yuf συνόδω τάς ευχάς άποδιδόναι τφ θεώ.
ΖΩΝΑΡ. Τό μή κλίνειν γόνυ έν Κυριακή, καί έν ταΐς τής Πεντηκοστής ήμέραις, καί άλλοις Πατράσιν ίεροΐς δατέτακται χλΑ τώ μεγάλφ δέ Βασιλεία), 0ς καί τούς λΟγους προστίθησι, δι οβς άπηγΟρευται τό κλίνειν γόνυ έν τοδς ρηθείσαις ήμέραις, ές·ώ
τας δέ προσεύχεσθαι έπιτέτραπταε, οΐτινές είσι, τό ρυναναστήναι ήμάς τώ Χριστώ, καί τά άνω ζητεΐν όφείλειν καί δτι τού προσδοκωμένου αίώνος είκών έστιν ή Κυριακή, ή αυτή μία ούβα καί ΟγδΟη, ώς καί παρά τού Μωσέως έν τρ κοσμογενεία, μίοε καί ούχί πρώτη όνομασθεΐσα, καί τήν μίαν Οντως (4) έκείνην καί άληθινήν ΟγδΟην τυπούσα, τήν άνέσπερον ήμέραν, τόν άληκτον εκείνον αίώνα, τόν μέλλοντα διό ρυθμίζουσα τούς έαυτής τροφίμους ή έκκλησία της ήμέρας έκείνης μχμνησθαι, καί πρός έκείνην προετοιμάζεσθαι, έστώτας διετάξατο εύχεσθαι, Τνα πρός τήν άνω λήξιν όρώντες διηνεκώς αυτήν φανταζώμεθα. Τούτο γουν, τό μή κλίνειν γόνυ έν ταΐς ρηθείσαις ήμέραις, ού πανταχού παραφυλαττΟμενον, 6 παρών κανών τηρεΐσθαι παρά πάντων θεσμοθετεί.
ΒΑΛΣ. 0 άποστολικός ξδ. κανών, τόν νηστεύοντα καθ οίανδήποτε Κυριακήν, ή οίονδηποτούν σάββατον, πλήν τού ένός καί μόνου σαββάτου, τού μεγάλου δηλαδή, φησί, κληρικόν μέν όντα, καθαιρεΐσθαι, λαϊκόν δε, άφορίζεσθαι. 0 δέ παρών κανών διορίζεται κατά πάσαν Κυριακήν, κα! έν πάσαις ταΐς τής Πεντηκοστής ήμάραις πανηγυρίζειν, κα! έστώτας πάντας ευχεσθαι, ώς συναναστάντας τώ Χριστώ» καί τήν άνω ζητούντας κατοικίαν. Εζητήθη δέ, μή ποτέ άπό τού pηθέντος άποστολικού κανΟνος, τού διοριζομένου μή νηστεύειν ήμάς καθ οίονδήποτε σάββατον, ή καθ οίανδήποτε Κυριακήν, καί άπό τού παρύντος κανΟνος, τού διοριζομένου μή κλίνειν ήμάς γΟνυ έν Κυριακή, καί δι Ολης τή; Πεντηκοστής, άναφαίνηται καί τό μή όφείλειν ήμάς νηστεύειν δΓ Ολης τής Πεντηκοστής, άλλά καταλύειν έν πάσαις ταΐς ήμέραις τής έβδομάδος, ώσπερ καί έν τη Κυριακή. Καί τινες μέν είπον ώς μίαν ήμέραν Κυριώνυμον λογίζεσθαι τήν ύλην Πεντηκοστήν, καί όφείλειν ήμάς διά τούτο πανηγυρίζειν, καί μήτε νηστεύειν, μήτε γόνυ κάμπτειν έμοί δέ άρέσκει τούς κανΟνας κρατεΐν έφ ών έξεφωνήθησαν.
ΑΡΙΣΤ. έν τάϊς Κυριακαΐς, καί τοδς τής Πεντηκοστής ήμέ
ραις, ού δέον κλίνειν γΟνυ, άλλ όρθίους εύχεσθαι τούς ανθρώπους.
Ού δέον κλίνειν γΟνυ έν ταΐς Κυριακαΐς, καί έν ταΐς ήμέραις τής Πεντηκοστής, άλλέστώτας τάς εύχάς άποδιδΟναι τω Θεώ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου