Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἀποδοχὴ τῆς ἀδικίας
Μακάρι νὰ μὲ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι! Εἰλικρινὰ
σᾶς λέω, τὴν γλυκύτερη πνευματικὴ χαρὰ τὴν ἔνιωσα μέσα στὴν ἀδικία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ἀποδοχὴ τῆς ἀδικίας
Σωστὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὴν ἀδικία
Γέροντα, ὅταν μὲ ἀδικοῦν, ἡ καρδιά μου
σκληραίνει.
– Γιὰ νὰ μὴ σκληραίνη, ποτὲ νὰ μὴ
σκέφτεσαι ὅτι φταίει ἢ πόσο φταίει ὁ ἄλλος ποὺ σὲ ἀδικεῖ, ἀλλὰ πόσο φταῖς ἐσύ.
Βλέπεις, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μαλώνουν μεταξύ τους, ὅλοι τους λένε ὅτι ἔχουν δίκαιο,
μόνον ποὺ παίρνουν περισσότερο δίκαιο ἀπ᾿ ὅσο δικαιοῦνται, γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφωνοῦν
συνέχεια. Πηγαίνουν στὴν ἀστυνομία π.χ., καὶ ὁ καθένας λέει: «μὲ ἔδειρε ὁ τάδε»
– δὲν λέει πόσο τὸν ἔδειρε αὐτός! – καὶ τοῦ κάνει μήνυση.
Ἂν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ πιὸ ἀδικημένος εἶναι
ὁ Χριστός, θὰ δεχόμασταν μὲ χαρὰ τὴν ἀδικία. Ἐνῶ ἦταν Θεός, κατέβηκε
στὴν γῆ ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ κλείσθηκε ἐννιὰ μῆνες στὴν κοιλιὰ τῆς Παναγίας. Ὕστερα,
τριάντα χρόνια ἔζησε ἀθόρυβα. Ἀπὸ δεκαπέντε μέχρι τριάντα χρόνων δούλευε μαραγκὸς
στοὺς Ἑβραίους. Καὶ τί ἐργαλεῖα εἶχαν τότε; Ξύλινα πριόνια χρησιμοποιοῦσαν, μὲ
κάτι καβίλιες ξύλινες. Τοῦ ἔδιναν καὶ κάτι
σανίδια... καὶ Τοῦ ἔλεγαν: «Φτιάξε
αὐτό, φτιάξε ἐκεῖνο...».
Καὶ πῶς νὰ τὰ
πλανίση; Πλανίζονταν μ᾿ ἐκεῖνα τὰ γύφτικα σίδερα, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τότε γιὰ
πλάνες; Ξέρεις τί ζόρικα εἶναι; Ἄντε ὕστερα, τρία χρόνια ταλαιπωρία! Ξυπόλυτος
νὰ πηγαίνη ἀπὸ ἐδῶ–ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ κηρύττη! Θεράπευε ἀρρώστους, μὲ λάσπη ἄνοιγε
τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, καὶ αὐτοὶ ζητοῦσαν πάλι σημεῖα. Ἔβγαζε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς
δαιμονισμένους, ἀλλὰ δυστυχῶς
οἱ ἀχάριστοι ἄνθρωποι
Τοῦ ἔλεγαν πὼς εἶχε
δαιμόνιο! Καὶ ἐνῶ τόσοι εἶχαν μιλήσει καὶ
προφητεύσει γι᾿ Αὐτόν, τόσα θαύματα ἔκανε, καὶ τελικὰ ὀνειδισμούς,
σταύρωμα.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀδικημένοι εἶναι τὰ πιὸ ἀγαπημένα
παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὡς ἀδικημένοι ἔχουν στὴν
καρδιά τους τὸν ἀδικημένο Χριστὸ
καὶ ἀγάλλονται στὴν ἐξορία καὶ στὴν φυλακὴ σὰν νὰ βρίσκωνται
στὸν Παράδεισο, διότι, ὅπου Χριστὸς ἐκεῖ Παράδεισος.
–
Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ
βρεθῆ κανεὶς μὲ
φορτίο μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώση;
– Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει φορτίο πάνω ἀπὸ τὶς
δυνάμεις μας. Οἱ ἀδιάκριτοι ἄνθρωποι φορτώνουν βαρὺ φορτίο στοὺς ἄλλους. Πολλὲς
φορὲς ὁ Καλὸς Θεὸς ἀφήνει τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους στὰ χέρια τῶν κακῶν, γιὰ νὰ
μαζέψουν μισθὸ οὐράνιο.
– Τὸ παράπονο, Γέροντα, ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀχαριστία;
– Ναί. Μπορεῖ μάλιστα κάποιος, ἐνῶ τὸν
φροντίζουν γιὰ τὸ καλό του, νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνη, νὰ νιώθη ἀδικημένος καὶ νὰ
παραπονῆται. Ἂν δὲν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ, ὅταν κάνη ἕνα σφάλμα καὶ
τοῦ λένε νὰ προσέχη, νὰ νομίζη ὅτι τὸν ἀδικοῦν καὶ νὰ φθάνη στὴν ἀναίδεια. Μιὰ ἀδελφὴ
λ.χ. βάζει περισσότερο φάρμακο καὶ καίει μὲ τὸ ράντισμα τὰ φύλλα ἀπὸ τὶς ἐλιές.
Τῆς κάνουν παρατήρηση καί, ἀντὶ νὰ συναισθανθῆ τὸ λάθος της καὶ νὰ πῆ «εὐλόγησον»,
νιώθει ἀδικημένη καὶ κλαίει. «Μὲ ἀδικοῦν, λέει. Ἂν ἔπεφτε ἀκρίδα καὶ χαλοῦσε τὰ
δένδρα, δὲν θὰ μιλοῦσαν, ἐνῶ τώρα ποὺ τὰ χάλασα ἐγώ, φωνάζουν. Χριστέ μου,
μόνον Ἐσὺ μὲ καταλαβαίνεις», καὶ δῶσ᾿ του δάκρυα! Μπορεῖ νὰ νιώθη καὶ χαρά,
γιατὶ σκέφτεται ὅτι θὰ ἔχη μισθὸ ἀπὸ τὴν ἀδικία ποὺ δέχτηκε καὶ νὰ εὐγνωμονῆ τὸν
Χριστό! Αὐτὸ εἶναι μιὰ λανθασμένη κατάσταση, εἶναι μεγάλη πλάνη.
Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀδικίας
– Γέροντα, ὅταν δέχωμαι εὐχάριστα τὴν ἐπίπληξη
γιὰ μιὰ ζημιὰ ποὺ κάνω, αὐτὸ ποὺ νιώθω εἶναι καθαρό;
–
Κοίταξε, ἂν κάνης
ζημιὲς καὶ σὲ μαλώνουν
καὶ δὲν γκρινιάζης,
ἀλλὰ
χαίρεσαι καὶ λές: «δόξα Σοι ὁ Θεός, αὐτὸ
μοῦ χρειαζόταν», θὰ ἔχης μισὴ χαρά. Ἂν ὅμως δὲν κάνης ζημιὲς καὶ σὲ μαλώνουν ἄδικα
κι ἐσὺ τὸ δέχεσαι μὲ καλὸ λογισμό, τότε θὰ ἔχης ὁλόκληρη τὴν χαρά. Δὲν λέω νὰ ἐπιδιώκης
ἐσὺ τὴν ἀδικία, γιατὶ τότε τὸ ταγκαλάκι θὰ σὲ ρίξη στὴν ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ νὰ
δέχεσαι τὴν ἀδικία, ὅταν ἔρχεται φυσιολογικά, καὶ νὰ χαίρεσαι ποὺ ἀδικεῖσαι.
Τέσσερα
στάδια ὑπάρχουν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀδικίας. Σὲ
χτυπάει λ.χ.
κάποιος ἄδικα. Ἂν βρίσκεσαι στὸ πρῶτο
στάδιο, τὸ ἀνταποδίδεις. Ἂν βρίσκεσαι στὸ δεύτερο στάδιο, νιώθεις μέσα σου πολὺ
μεγάλη ταραχή, ἀλλὰ συγκρατιέσαι καὶ δὲν μιλᾶς. Στὸ τρίτο στάδιο δὲν ταράζεσαι.
Καὶ στὸ τέταρτο νιώθεις πολλὴ χαρά, μεγάλη ψυχικὴ ἀγαλλίαση.
Ὅταν ἀδικῆται κάποιος
καὶ ἀποδεικνύη ὅτι
δὲν φταίει, δικαιώνεται καὶ ἱκανοποιεῖται.
Τότε νιώθει μιὰ κοσμικὴ χαρά. Ἂν ὅμως ἀντιμετωπίζη τὴν ἀδικία
πνευματικά, μὲ καλὸ
λογισμό, καὶ δὲν
φροντίζη νὰ ἀποδείξη
τὴν ἀθωότητά του, αἰσθάνεται πνευματικὴ χαρά. Δηλαδὴ τότε ἔχει μέσα του
τὴν θεϊκὴ παρηγοριὰ καὶ κινεῖται στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας. Ξέρετε τί χαρὰ ἔχει
μιὰ ψυχή, ἂν ἀδικηθῆ καὶ δὲν δικαιολογηθῆ, γιὰ νὰ τῆς ποῦν «μπράβο» ἢ
«συγγνώμην»; Καὶ χαίρεται περισσότερο τώρα ποὺ ἀδικεῖται, παρὰ ἂν δικαιωνόταν. Ὅσοι
φθάνουν σὲ τέτοια κατάσταση, θέλουν νὰ εὐχαριστήσουν αὐτὸν ποὺ τοὺς ἀδίκησε γιὰ
τὴν χαρὰ ποὺ τοὺς ἔδωσε σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ποὺ τοὺς ἐξασφάλισε.
Πόσο διαφέρει τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ κοσμικό!
Στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἀνάποδα τὰ
πράγματα. Ἅμα κρατᾶς ἐσὺ τὸ ἄσχημο,
τότε νιώθεις ὄμορφα. Ἅμα τὸ δίνης στὸν ἄλλον,
τότε νιώθεις ἄσχημα. Ὅταν δέχεσαι τὴν ἀδικία καὶ δικαιολογῆς τὸν πλησίον σου,
δέχεσαι τὸν πολυαδικημένο Χριστὸ στὴν καρδιά σου. Τότε ὁ Χριστὸς μένει μὲ τὸ ἐνοικιοστάσιο1 μέσα σου καὶ σὲ γεμίζει μὲ εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση.
Γιά δοκιμάστε, βρὲ παιδιά, νὰ ζήσετε αὐτὴν τὴν χαρά! Νὰ μάθετε νὰ χαίρεσθε μὲ αὐτὴν
τὴν πνευματικὴ χαρά, ὄχι μὲ τὴν κοσμική. Πάσχα θὰ ἔχετε τότε κάθε μέρα.
Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὴν χαρὰ
ποὺ νιώθεις, ὅταν δέχεσαι τὴν ἀδικία. Μακάρι νὰ μὲ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι!
Εἰλικρινὰ σᾶς λέω, τὴν γλυκύτερη πνευματικὴ χαρὰ τὴν ἔνιωσα μέσα στὴν ἀδικία.
Ξέρετε πόσο χαίρομαι, ὅταν κάποιος μὲ πῆ πλανεμένο; «Δόξα Σοι ὁ Θεός, λέω, ἀπὸ
αὐτὸ ἔχω μισθό, ἐνῶ, ἂν μὲ ποῦν ἅγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀδικία
δὲν ὑπάρχει!
τὸ παράθυρο νὰ δῶ ποιός εἶναι, γιατὶ δὲν ἦταν
ἀκόμη ἡ ὥρα νὰ ἀνοίξω. Εἶδα ἕναν νέο μὲ φωτεινὸ πρόσωπο καὶ κατάλαβα ὅτι εἶχε
βιώματα πνευματικά, ἀφοῦ τὸν πρόδιδε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ ἤμουν ἀπασχολημένος,
διέκοψα αὐτὸ ποὺ ἔκανα, ἄνοιξα τὴν πόρτα, τὸν πῆρα μέσα, τοῦ πρόσφερα ἕνα νερὸ
καὶ μὲ τρόπο ἄρχισα νὰ τὸν ρωτάω γιὰ τὴν ζωή του, γιατὶ ἔβλεπα ὅτι εἶχε
πνευματικὸ περιεχόμενο. «Τί δουλειὰ κάνεις, παλληκάρι;», τὸν ρώτησα. «Τί
δουλειά, πάτερ; μοῦ λέει. Ἐγὼ στὴν φυλακὴ μεγάλωσα. Τὰ περισσότερα χρόνια τῆς
ζωῆς μου ἐκεῖ τὰ πέρασα. Τώρα εἶμαι εἴκοσι ἕξι χρόνων». «Καλά, βρὲ παλληκάρι, τί
ἔκανες, καὶ σὲ ἔκλειναν φυλακή;», τὸν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μοῦ ἄνοιξε τὴν καρδιά
του: «Ἀπὸ μικρός, μοῦ εἶπε, πονοῦσα πολύ, ὅταν ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους.
Ἤξερα ὅλους τοὺς πονεμένους, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐνορία μου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐνορίες.
Ἐπειδὴ ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας μας μὲ τοὺς ἐπιτρόπους μάζευαν
συνέχεια χρήματα καὶ ἔφτιαχναν κτίρια,
αἴθουσες κ.λπ. ἢ ἔκαναν διάφορους ἐξωραϊσμούς, εἶχαν
παραμεληθῆ τελείως οἱ φτωχὲς οἰκογένειες. Ἐγὼ δὲν κρίνω ἐὰν ἦταν ἀπαραίτητα αὐτὰ
ποὺ ἔφτιαχναν, ἀλλὰ ἔβλεπα νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Πήγαινα
λοιπὸν κρυφὰ καὶ ἔκλεβα ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ μάζευαν ἀπὸ τοὺς ἐράνους. Ἔπαιρνα ἀρκετά·
δὲν τὰ ἔπαιρνα ὅλα. Ὕστερα ἀγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τὰ ἄφηνα κρυφὰ ἔξω
ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν φτωχῶν καὶ ἀμέσως, γιὰ νὰ μὴν πιάσουν ἄλλον ἄδικα, πήγαινα στὴν
ἀστυνομία καὶ ἔλεγα: «ἐγὼ ἔκλεψα τὰ χρήματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ ξόδεψα»,
χωρὶς νὰ πῶ τίποτε ἄλλο. Μὲ ἄρχιζαν στὸ ξύλο καὶ στὸ βρισίδι, «ἀλήτη, κλέφτη»· ἐγὼ
σιωποῦσα. Μὲ ἔκλειναν μετὰ στὴν φυλακή. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ γινόταν γιὰ χρόνια. Ὅλη ἡ
πόλη ὅπου ἔμενα –
τριάντα χιλιάδες κάτοικοι
– καὶ ἄλλες
πόλεις μὲ εἶχαν
μάθει, καὶ
«ἀλήτη»
μὲ ἀνέβαζαν, «κλέφτη»
μὲ κατέβαζαν. Ἐγὼ
σιωποῦσα καὶ ἔνιωθα
χαρά.
Κάποτε μάλιστα μὲ εἶχαν κλείσει στὴν φυλακὴ
τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μερικὲς φορὲς μὲ ἔκλειναν ἄδικα στὴν φυλακὴ καί, ὅταν ἔπιαναν
τὸν ἔνοχο, μὲ ἄφηναν. Ἂν δὲν τὸν ἔπιαναν, καθόμουν μέσα, ὅσο ἔπρεπε νὰ καθήση ἐκεῖνος.
Γι᾿ αὐτὸ σοῦ εἶπα, πάτερ μου, ὅτι τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς μου τὰ πέρασα
στὶς φυλακές». Ἀφοῦ τὸν ἄκουσα μὲ προσοχή, τοῦ εἶπα: «Βρὲ παλληκάρι, ὅσο καλὸ
καὶ ἂν φαίνεται αὐτό, δὲν εἶναι καλὸ καὶ νὰ μὴν τὸ ξανακάνης. Ἄκου τί θὰ σοῦ πῶ.
Θὰ μὲ ἀκούσης;». «Θὰ σὲ ἀκούσω, πάτερ», μοῦ λέει. «Νὰ ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ αὐτὴν τὴν
πόλη, τοῦ λέω, νὰ πᾶς σὲ ἄγνωστο περιβάλλον,
στὴν τάδε πόλη,
καὶ ἐγὼ θὰ
φροντίσω νὰ συνδεθῆς
μὲ καλοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ βοηθᾶς, ὅσο μπορεῖς, τοὺς
πονεμένους ἀπὸ τὸ ὑστέρημά σου, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἀλλά, καὶ ὅταν
κανεὶς δὲν ἔχη τίποτε νὰ δώση σὲ ἕναν φτωχὸ καὶ πονάη ἡ καρδιά του, τότε κάνει ἀνώτερη
ἐλεημοσύνη, διότι κάνει ἐλεημοσύνη μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Γιατί, ἐὰν εἶχε
κάτι καὶ τὸ ἔδινε, θὰ αἰσθανόταν καὶ χαρά, ἐνῶ, ὅταν δὲν ἔχη νὰ δώση, αἰσθάνεται
πόνο στὴν καρδιά». Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀκούση τὴν συμβουλή μου καὶ ἔφυγε
χαρούμενος. Ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες παίρνω ἕνα γράμμα του ἀπὸ τὶς φυλακὲς τοῦ
Κορυδαλλοῦ, στὸ ὁποῖο ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Ἀσφαλῶς, πάτερ μου, θὰ ἀπορήσης, ποὺ σοῦ
γράφω πάλι ἀπὸ τὴν φυλακὴ μετὰ ἀπὸ τόσες συμβουλὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες καὶ μετὰ τὶς ὑποσχέσεις
ποὺ σοῦ ἔδωσα. Μάθε ὅτι αὐτὴν τὴν φορὰ ὑπηρετῶ μιὰ φυλάκιση τὴν ὁποία εἶχα ὑπηρετήσει·
κάποιο λάθος ἔγινε. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, γιατὶ θὰ ἀδικοῦνταν
οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ θὰ ἔχαναν
τὸν οὐράνιο μισθό». Ὅταν διάβασα αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια, θαύμασα αὐτὸν τὸν
νέο,
ποὺ εἶχε πάρει τόσο ζεστὰ τὴν πνευματικὴ
ζωὴ καὶ εἶχε συλλάβει τόσο βαθιὰ τὸ
βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς! Διὰ Χριστὸν
κλέφτης! Μέσα του εἶχε Χριστό. Δὲν μποροῦσε
νὰ φρενάρη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ ἔνιωθε.
Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι εἶχε!
– Γέροντα, ἀπὸ τὸ ρεζίλι ἐρχόταν ἡ χαρά;
– Ἀπὸ τὴν ἀδικία ἐρχόταν ἡ χαρά. Κοσμικὸς ἄνθρωπος
ἦταν, οὔτε Συναξάρια
οὔτε Πατερικὰ εἶχε διαβάσει καί, ἐνῶ ἔτρωγε
ἄδικα ξύλο, τὸν ἔκλειναν στὴν φυλακή, τὸν εἶχαν μέσα στὴν πόλη γιὰ ἀλήτη, γιὰ
παλιόπαιδο, γιὰ κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αὐτὸς δὲν μιλοῦσε καὶ τὰ ἀντιμετώπιζε ὅλα
τόσο πνευματικά! Νέος ἄνθρωπος, καὶ δὲν φρόντιζε νὰ ἀποκατασταθῆ, ἀλλὰ πῶς νὰ
βοηθήση τοὺς ἄλλους! Τοὺς μεγάλους κλέφτες πολλὲς φορὲς δὲν τοὺς κλείνουν οὔτε
μιὰ φορὰ στὴν φυλακή, ἐνῶ αὐτὸν τὸν δόλιο τὸν φυλάκισαν γιὰ τὴν ἴδια κλοπὴ δυὸ φορὲς
καὶ γιὰ ἄλλες κλοπὲς τὸν φυλάκισαν ἄδικα, μέχρι νὰ βροῦν τὸν πραγματικὸ κλέφτη!
Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὸς δὲν τὴν εἶχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης. Τριάντα
χιλιάδες χαρὲς δὲν συμπλήρωναν τὴν δική του χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος
δὲν ἔχει θλίψεις. Ὅταν ἡ ἀγάπη
αὐξηθῆ καὶ καῆ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα,
δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ πλέον θλίψη. Ἡ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ὑπερνικᾶ τοὺς
πόνους καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ τοῦ προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Τὸ κέρδος ἀπὸ τὴν ἀδικία
– Γέροντα, ὅταν ἐνοχοποιοῦμαι ἀπὸ κάτι ποὺ
θὰ πῆ γιὰ μένα μία ἀδελφή, ἐνῶ δὲν φταίω, δὲν τὸ σηκώνω καὶ ψυχραίνομαι μαζί
της.
–
Γιά στάσου λίγο!
Τί λέει τὸ
Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας
γι᾿ αὐτό; Σὲ
ποιά περίπτωση ὑπάγεται; Ἐσὺ πῶς βοηθιέσαι περισσότερο; Πὲς ὅτι συμβαίνει
ἔτσι ὅπως τὸ λές, ὅτι δὲν φταῖς. Ἔ, ἂν σὲ ἀδίκησαν, κέρδος ἔχεις. Καὶ ἡ ἄλλη, ἂν
εἶπε κάτι εἰς βάρος σου, γιὰ νὰ δικαιολογηθῆ,
μετὰ τὴν πειράζει,
τὴν ἐλέγχει ἡ συνείδηση,
μετανοεῖ καὶ σὲ βλέπει μὲ περισσότερη ἀγάπη. Δυὸ-τρία καλὰ μαζί. Ἔτσι σοῦ δίνεται
ἡ εὐκαιρία νὰ πλουτίσης καὶ νὰ γίνης ἀρχοντοπούλα, νὰ μὴν εἶσαι τσιγγανάκι. Ἀφοῦ
ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὴν δυνατότητα νὰ γίνης ἀρχοντοπούλα καὶ νὰ μπορῆς νὰ δίνης καὶ
σὲ κανέναν ἄλλο, γιατί θέλεις νὰ μένης τσιγγανάκι;
– Ἐπιμένει ὁ λογισμὸς νὰ ρωτήσω τὴν ἀδελφὴ
πῶς κατάλαβε τὴν συμπεριφορά μου καὶ μὲ ἐνοχοποίησε.
– Βέβαια, ἀντέχει τὸ ταγκαλάκι νὰ δῆ νὰ ἔχης
κάτι στὴν ἄκρη; Σὲ πιέζει νὰ
ζητήσης νὰ βρῆς τὸ δίκιο σου, γιὰ νὰ
διώξης ἀπὸ μέσα σου τὸν Χριστό.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα κάποτε-κάποτε νὰ μοῦ
χαρίζωνται οἱ ἄλλοι, ὅταν κάνω ἕνα σφάλμα.
– Τί, θέλεις νὰ σὲ δικαιολογοῦν; Ἂς ποῦμε ὅτι
σὲ δικαιολογοῦν. Ἐσὺ κερδίζεις πνευματικὰ ἢ ζημιώνεσαι μὲ αὐτό;
– Ζημιώνομαι.
– Ἂν εἶχες ἕνα μαγαζί, θὰ ἤθελες νὰ κερδίζης
ἢ νὰ ζημιώνεσαι;
– Νὰ κερδίζω.
– Ἂν λοιπὸν στὰ ὑλικά, στὰ μάταια,
πράγματα δὲν θέλουμε νὰ ζημιωθοῦμε,
πόσο μᾶλλον στὰ πνευματικὰ πρέπει νὰ κοιτᾶμε
πῶς νὰ μὴ ζημιωθοῦμε! Οἱ κοσμικοὶ
ἄνθρωποι κοιτοῦν τὸ ὑλικὸ κέρδος καὶ δὲν τὸ
ἀφήνουν νὰ πάη χαμένο· οἱ πνευματικοὶ
ἄνθρωποι εἶναι σωστὸ νὰ πετᾶνε τὸ πνευματικὸ
κέρδος; Ἀλλά, καὶ ἂν οἱ κοσμικοὶ
ξοδεύουν
τὰ χρήματα ποὺ ἔχουν, σπαταλοῦν
τοὐλάχιστον ὑλικὰ πράγματα,
ἐνῶ ἐμεῖς, ὅταν δὲν δεχώμαστε τὴν ἀδικία, σπαταλοῦμε πνευματικὰ
πράγματα, οὐράνια. Τὰ τρῶμε ὅλα ἐδῶ. Γιατί νὰ ἀνταλλάσσουμε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια;
Ὕστερα οἱ καημένοι οἱ κοσμικοὶ ἔχουν καὶ ἄγνοια πνευματική, ἐνῶ ἐμεῖς γνωρίζουμε·
γίναμε μοναχοί, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ οὐράνια, καὶ τελικὰ γιὰ ἀλλοῦ ξεκινήσαμε
καὶ ἀλλοῦ πᾶμε. Γιὰ ἕναν κοσμικὸ τὸ νὰ ἐκτελεσθῆ ἢ νὰ δαρθῆ ἢ ἁπλῶς νὰ διωχθῆ ἄδικα,
εἶναι πολὺ ὀδυνηρό. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει νὰ τὰ ζητᾶμε αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ὑπομένουμε γιὰ
τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀτιμία, τὴν περιφρόνηση, τὴν ὕβρη,
γιατὶ φέρνουν κέρδη στὴν ψυχή μας. Ἕνας οἰκογενειάρχης λ.χ. ἔχει ἀνάγκες καὶ
ζητᾶ νὰ δικαιωθῆ, γιατὶ σκέφτεται πῶς θὰ ζήσουν καὶ αὐτὸς καὶ τὰ καημένα τὰ
παιδιά του, ἂν χάση τὴν ὑπόληψή του ἢ ἂν χρεωκοπήση. Γι᾿ αὐτὸ οἱ κοσμικοὶ ἔχουν
ἐλαφρυντικά, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἐλαφρυντικά.
Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν κι ἐμεῖς δεχώμαστε τὴν ἀδικία,
τότε στὴν οὐσία εὐεργετούμαστε. Μὲ συκοφαντοῦν λ.χ. ὅτι ἔκανα κάποιο ἔγκλημα καὶ
μὲ κλείνουν στὴν φυλακὴ ἄδικα; Ἐντάξει. Ἔχω ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή μου, ἀφοῦ
δὲν ἔκανα τὸ ἔγκλημα, ἔχω καὶ οὐράνιο μισθό. Ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐεργεσία; Δὲν
γογγύζω, ἀλλὰ δοξολογῶ τὸν Θεό: «Πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω, Θεέ μου, ποὺ δὲν ἔκανα
τὸ ἔγκλημα; Ἂν τὸ εἶχα κάνει, δὲν θὰ ἄντεχα τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως». Τότε γίνεται
Παράδεισος ἡ φυλακή. Μὲ χτύπησε κάποιος ἄδικα; «Δόξα Σοι, Κύριε! Ἴσως ξοφλήσω
κάποια ἁμαρτία· κάποτε καὶ ἐγὼ εἶχα χτυπήσει κάποιον». Μὲ ἔβρισαν ἄδικα; «Δόξα
Σοι, Κύριε! Τὸ δέχομαι γιὰ τὴν ἀγάπη Σου, ποὺ ραπίσθηκες καὶ ὑβρίσθηκες γιὰ
χάρη μου».
Ἀποταμίευση στὸν Οὐρανὸ
– Γέροντα, στενοχωριέμαι, ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν
ἔχουν καλὴ γνώμη γιὰ μένα.
– Καλὰ ποὺ μοῦ τὸ εἶπες! Ἀπὸ σήμερα θὰ
κάνω εὐχὴ οἱ ἄλλοι νὰ μὴν ἔχουν ποτὲ καλὴ γνώμη γιὰ σένα, γιατὶ αὐτὸ σὲ
συμφέρει, καλό μου παιδί. Οἰκονομάει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀδικήσουν οἱ ἄνθρωποι ἢ νὰ μᾶς
ποῦν καμμιὰ κουβέντα, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε μερικὲς ἁμαρτίες μας ἢ γιὰ νὰ ἀποταμιεύσουμε
κάτι στὴν ἄλλη ζωή. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω, πῶς τὴν θέλετε ἐσεῖς τὴν πνευματικὴ
ζωή; Δὲν ἔχετε καταλάβει ἀκόμη τὸ πνευματικό σας συμφέρον καὶ θέλετε ἐξόφληση ἐδῶ·
γιὰ τὸν Οὐρανὸ δὲν ἀφήνετε τίποτε. Πῶς τὰ παίρνεις ἔτσι τὰ πράγματα; Τί
διαβάζεις; Εὐεργετινὸ2 διαβάζεις; Ἐκεῖ δὲν
σοῦ λέει τί πρέπει νὰ κάνης; Εὐαγγέλιο διαβάζεις; Νὰ διαβάζης κάθε μέρα.
– Γέροντα, ὅταν κάνω ἕνα καλό, λυπᾶμαι, ἂν
δὲν τὸ ἀναγνωρίσουν οἱ ἄλλοι.
– Καλά, ἐσὺ τί θέλεις, ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν
Χριστὸ ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Πιὸ πολὺ ὄφελος δὲν ἔχεις ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ
Χριστοῦ; Σὲ τί σὲ βοηθάει νὰ σὲ
προσέχουν οἱ ἄνθρωποι; Ἂν τώρα σοῦ ἀναγνωρίζουν
τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, στὴν ἄλλη
ζωὴ θὰ ἀκούσης: «Ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά
σου»3. Πρέπει νὰ χαιρώμαστε, ὅταν δὲν
ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι τοὺς κόπους μας καὶ
δὲν μᾶς ἀνταμείβουν, γιατὶ αὐτοὺς τοὺς κόπους τοὺς λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν ὁ Θεὸς καὶ
θὰ μᾶς ἀνταμείψη μὲ πληρωμὴ αἰώνια. Ἀφοῦ ὑπάρχει θεία ἀνταπόδοση, νὰ κοιτάξουμε
νὰ βάλουμε καμμιὰ δραχμὴ στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ δεχώμαστε τὴν ἀδικία
σὰν μεγάλη εὐλογία, γιατὶ ἀποταμιεύουμε ἀπὸ αὐτὴν οὐράνια εὐλογία.
– Ὅταν, Γέροντα, δέχεται κανεὶς τὴν ἀδικία,
ὄχι γιατὶ σκέφτεται τὴν μέλλουσα
Κρίση, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ καλό, εἶναι
σωστό;
– Ἔ, καὶ αὐτὸ ἐκεῖ δὲν καταλήγει; Μόνο νὰ
προσέξη νὰ μὴν τὸ κάνη, γιὰ νὰ
γίνη ἁπλῶς καλὸς ἄνθρωπος, γιατὶ ἔτσι
κάνουν οἱ Εὐρωπαῖοι4. Νὰ σκέφτεται πὼς εἶναι
εἰκόνα Θεοῦ καὶ
πρέπει νὰ μοιάση
στὸν Πλάστη του. Ἂν ὑπάρχη
αὐτὸ τὸ κίνητρο, βαδίζει σωστά.
Διαφορετικὰ κινδυνεύει νὰ πέση στὸν ἀνθρωπισμὸ5 τῶν Εὐρωπαίων.
Ἡ ἁγία ὑποκρισία
– Γέροντα, πόσοι εἶναι οἱ ἀναχωρητὲς6 στὸ Ἅγιον
Ὄρος;
– Δὲν ξέρω· λένε ὅτι εἶναι ἑπτά7. Ἐδῶ καὶ
μερικὰ χρόνια εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρῆ κανεὶς τόπο ἥσυχο, γιὰ νὰ ἀσκητέψη. Γι᾿
αὐτὸ μερικοὶ Πατέρες, ὅταν ὑπῆρχαν ἀκόμη ἰδιόρρυθμα8 μοναστήρια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔβρισκαν ἄλλον
τρόπο νὰ ζήσουν τὴν ἄσκηση. Π.χ. ἔλεγαν: «δὲν μὲ ἀναπαύει ἐδῶ, θὰ πάω σὲ κανένα
ἰδιόρρυθμο νὰ δουλέψω, γιὰ νὰ
μαζέψω χρήματα», καὶ οἱ ἄλλοι
τὸ πίστευαν. Πήγαιναν
σὲ ἰδιόρρυθμο, δούλευαν ἐκεῖ τρεῖς-τέσσερις μῆνες καὶ ὕστερα ζητοῦσαν
μεγάλη αὔξηση. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς τὴν ἔδιναν, ἔλεγαν: «Δὲν μὲ συμφέρει· θὰ φύγω». Ἔπαιρναν
λίγο παξιμάδι καὶ πήγαιναν, κρύβονταν σὲ καμμιὰ σπηλιὰ καὶ ἀσκήτευαν. Οἱ ἄλλοι
εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι πῆγαν καὶ δουλεύουν ἀλλοῦ. Καὶ ἂν ρωτοῦσαν στὸ μοναστήρι:
«τί
γίνεται, πέρασε ἐκεῖνος ὁ Πατέρας;», ἔλεγαν:
«Ναί, πέρασε, ἀλλὰ τί ἰδιότροπος ποὺ
ἦταν! Ἤθελε νὰ μαζέψη ἀπὸ ᾿δῶ χρήματα.
Ζητοῦσε αὔξηση. Καλόγερος, καὶ νὰ ζητάη
αὔξηση! Τί καλόγερος εἶναι αὐτός;». Ὁπότε,
ὠφελεῖτο ὁ ἀναχωρητὴς καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκανε καὶ ἀπὸ τὶς
κατηγορίες τῶν ἄλλων,
ὠφελεῖτο καὶ ἀπὸ τοὺς
κλέφτες. Γιατὶ μάθαιναν οἱ κλέφτες ὅτι ὁ τάδε ἔχει χρήματα καὶ πήγαιναν στὴν
σπηλιά, τὸν ταλαιπωροῦσαν, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἔβρισκαν τίποτε.
– Γέροντα, πῶς μπορῶ νὰ μιμηθῶ τὴν ἀρετὴ
μιᾶς ἀδελφῆς, ὅταν κρύβεται;
– Χαμένο τὄχει νὰ μὴν κρυφθῆ; Οἱ Ἅγιοι ἔκαναν
μεγαλύτερο ἀγώνα, γιὰ νὰ
κρύψουν
τὴν ἀρετή τους,
παρὰ γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσουν.
Ξέρετε τί ἔκαναν
οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί; Ξέφευγαν πρῶτα
ἀπὸ τὴν ὑποκρισία τοῦ κόσμου καὶ ἔμπαιναν στὸν χῶρο τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Ἀλλὰ
καὶ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔφθανε, γι᾿ αὐτὸ προχωροῦσαν στὴν ἁγία ὑποκρισία γιὰ τὴν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσε ὅ,τι κι ἂν τοὺς ἔκαναν, ὅ,τι κι ἂν τοὺς
ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Χρειάζεται ὅμως πολὺ μεγάλη ταπείνωση, γιὰ νὰ τὸ κάνης αὐτό. Ἐνῶ
ἕνας κοσμικὸς ἄνθρωπος, ἂν τοῦ πῆ καμμιὰ κουβέντα ὁ ἄλλος, θίγεται ἤ, ἂν δὲν τὸν
ἐπαινέση γιὰ κάτι ποὺ κάνει, στενοχωριέται, αὐτοὶ χαίρονταν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν
χαλασμένο λογισμὸ γι᾿ αὐτούς.
Παλιὰ
ὑπῆρχαν Πατέρες ποὺ ἔκαναν ἀκόμη
καὶ τὸν δαιμονισμένο,
γιὰ νὰ
κρύψουν τὴν ἀρετή τους καὶ νὰ χαλάσουν οἱ ἄλλοι
τὸν καλὸ λογισμὸ ποὺ εἶχαν γι᾿ αὐτούς. Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου9, ποὺ ἦταν τότε ἰδιόρρυθμο,
ἦταν ἕνας Πατέρας ποὺ ἀσκήτευε προηγουμένως στὴν Βίγλα10. Αὐτός, μόλις κατάλαβε
ὅτι οἱ Πατέρες ἐκεῖ εἶχαν πάρει μυρωδιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ τὴν πνευματική του
προκοπή, ἔφυγε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του. «Ἄντε, τοὺς εἶπε, βαρέθηκα νὰ
τρώω ἐδῶ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θὰ πάω σὲ κανένα ἰδιόρρυθμο, νὰ τρώω καὶ κρέας,
νὰ ζήσω σὰν ἄνθρωπος! Χαμένο
τὄχω νὰ μείνω ἐδῶ;». Καὶ ἦρθε στὴν
Μονὴ Φιλοθέου καὶ ἔκανε τὸν δαιμονισμένο. Ἄκουσαν οἱ παραδελφοί11 του ὅτι δαιμονίσθηκε καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν
ἄλλον: «Κρίμα, ὁ
καημένος δαιμονίσθηκε. Ἔμ, ἑπόμενο ἦταν
νὰ δαιμονισθῆ. Ἔφυγε ἀπὸ ᾿δῶ, γιατὶ βαρέθηκε τὸ μουχλιασμένο παξιμάδι,
καὶ πῆγε σὲ ἰδιόρρυθμο, γιὰ νὰ τρώη κρέας». Αὐτὸς τί ἔκανε; Παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι
πέντε χρόνια οὔτε μαγείρευε οὔτε
κοιμόταν. Ὅλη τὴν
νύχτα γύριζε στοὺς
διαδρόμους μὲ ἕνα φανάρι, γιὰ νὰ μὴν κοιμᾶται. Ὅταν
κουραζόταν, ἀκουμποῦσε λίγο στὸν τοῖχο καί, μόλις τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος,
πετιόταν, ἔλεγε γιὰ λίγο ψιθυριστὰ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» καὶ μετὰ τὴν
συνέχιζε νοερά. Καμμιὰ φορὰ τοῦ ξέφευγε καὶ ἀκουγόταν ἡ εὐχή. Ὅταν συναντοῦσε
κανέναν ἀδελφό, τοῦ ἔλεγε: «Εὔχου, εὔχου νὰ φύγη τὸ δαιμόνιο». Ἔτσι ὅλοι τὸν εἶχαν
γιὰ δαιμονισμένο. Ἕνα μικρὸ καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μοῦ εἶπε μιὰ μέρα: «Ἄντε
τὸν δαιμονισμένο!». «Μὴν τὸ λὲς αὐτό, τοῦ εἶπα· αὐτὸς ἔχει πολλὴ ἀρετή, ἀλλὰ
κάνει τὸν δαιμονισμένο». Μετὰ τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια. Ὅταν πέθανε, τὸν βρῆκαν οἱ
Πατέρες νὰ κρατάη στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ στὸ ὁποῖο εἶχε γράψει τὸ ὄνομα κάθε ἀδελφοῦ
καὶ δίπλα ἕνα παρατσούκλι, γιὰ νὰ διώξη, καὶ
πεθαμένος ἀκόμη, καὶ τὸν παραμικρὸ καλὸ
λογισμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχε κάποιος γι᾿
αὐτόν. Τελικὰ εὐωδίασε. Βλέπεις, αὐτὸς πῆγε
νὰ κρυφθῆ, ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν
πρόδωσε.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βγάζη κανεὶς
συμπεράσματα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἐὰν δὲν μπορῆ νὰ διακρίνη
αὐτὸ ποὺ κρύβεται.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ἐνοικιοστάσιο:
Νομικὴ διάταξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἐνοικιαστὲς στέγης γιὰ
κατοικία
ἢ γιὰ ἐπαγγελματικὴ
δραστηριότητα ἔχουν τὸ
δικαίωμα νὰ παρατείνουν
τὴν διαμονή τους καὶ μετὰ τὴν λήξη τῆς μισθώσεως.
2
Συλλογὴ διδαχῶν καὶ διηγήσεων
διαφόρων Ἁγίων Πατέρων, τὴν ὁποία συνέθεσε
κατὰ
τὸν 11ο αἰ. ὁ μοναχὸς
Παῦλος, ἱδρυτής, κτήτορας
καὶ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
«Παναγίας τῆς Εὐεργέτιδος» στὴν
Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβαν καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἡ συλλογή του τὴν ἐπωνυμία
«Εὐεργετινός».
3 Λουκ. 16, 25.
4 Ὁ
Γέροντας, ὅταν ἀναφέρεται στοὺς Εὐρωπαίους, δὲν τοὺς ὑποτιμᾶ, ἀλλὰ θέλει νὰ
μᾶς ἀποτρέψη ἀπὸ τὸ ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα τῶν
Δυτικῶν.
5 Ὁ
ἀνθρωπισμός, ποὺ ἔχει ὡς κέντρο τὸν αὐτονομημένο – ξεκομμένο – ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ
τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωπο, ἀναπτύχθηκε στὴν Δύση μετὰ τὸν Μεσαίωνα.
6 Τὸ
1950, ὅταν ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ πρώτη φορά, καθὼς
ἔψαχνε γιὰ τὸ μονοπάτι ποὺ ἔβγαζε ἀπὸ τὰ
Καυσοκαλύβια στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, εἶχε συναντήσει ἕναν ἀναχωρητὴ «...μὲ
φωτεινὸ πρόσωπο – θὰ ἦταν γύρω στὰ ἑβδομῆντα χρόνια – ποὺ ἔδειχνε ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία
του νὰ μὴν εἶχε ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ παρουσιαστικό του φαινόταν Ἅγιος!»
(Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
"Εὐαγγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος", Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1993, σ. 46 κ.ἑ.). Ὅταν
ρώτησε τὸν ἐρημίτη ποῦ μένει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Κάπου ἐδῶ», καὶ τοῦ ἔδειξε
τὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα. Ἀργότερα, ἔμπειροι Γεροντάδες τοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσαν ὅτι στὴν
κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα ζοῦσαν στὴν ἀφάνεια δώδεκα ἀναχωρητές.
7 Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1988.
8
Ἰδιόρρυθμο ὀνομάζεται τὸ
μοναστήρι στὸ ὁποῖο ὁ κάθε
μοναχὸς ἔχει δικό
του
πρόγραμμα καὶ πληρώνεται
γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ κάνει ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, οἱ ὁποῖοι
διοικοῦν τὸ μοναστήρι.
9 1956–1958.
10
Ἡ ἔρημος τῆς Βίγλας βρίσκεται
στὸ νοτιοανατολικὸ τμῆμα
τῆς χερσονήσου τοῦ
Ἄθωνα.
11
Οἱ μοναχοὶ μιᾶς Καλύβης, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λάβει τὴν μοναχικὴ κουρὰ ἀπὸ τὸν
ἴδιο
Γέροντα.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου