Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ ἐργασία τοῦ πνευματικοῦ στὶς ψυχὲς
Ἡ ἐργασία τοῦ πνευματικοῦ στὶς ψυχὲς
Ο χειρισμὸς τῆς ψυχῆς εἶναι λεπτὸς
Γέροντα, μερικοὶ χαρακτῆρες ποὺ εἶναι
δύσκολοι, στριμμένοι, πῶς θὰ βοηθηθοῦν;
– Ἐγὼ σὰν μαραγκὸς δούλευα καὶ στριμμένα
ξύλα. Χρειαζόταν ὅμως ὑπομονή, γιατὶ τὰ στριφτὰ ξύλα τὰ πλανίζεις ἀπὸ ᾿δῶ,
σηκώνουν ἀντιξυλιά, τὰ πλανίζεις ἀπὸ ᾿κεῖ, σηκώνουν πάλι ἀντιξυλιά. Τὰ ἔτριβα
λοιπὸν μὲ τὸ διπλὸ λεπίδι λίγο ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ
κόντρα, λίγο ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ ἔτσι τὰ ἔφερνα σὲ λογαριασμό. Γίνονταν μάλιστα πολὺ ὄμορφα, ἐπειδὴ
καὶ ὡραῖα νερὰ ἔχουν καὶ δὲν σπάζουν εὔκολα· ἔχουν πολλὴ ἀντοχή. Ἂν δὲν τὸ ἤξερες
αὐτό, μπορεῖ νὰ τὰ ἔβλεπες ἔτσι καὶ νὰ τὰ πετοῦσες.
Θέλω νὰ πῶ, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν δύσκολο χαρακτήρα, ἔχουν μέσα τους δυνάμεις
καί, ἂν ἀφεθοῦν νὰ τοὺς δουλέψης, μποροῦν νὰ κάνουν ἅλματα στὴν πνευματικὴ ζωή,
ἀλλὰ χρειάζεται νὰ διαθέσης ἀρκετὸ χρόνο.
Ὕστερα, ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσα μεγάλες
πρόκες, γιὰ νὰ σφίξω δυὸ στραβὲς σανίδες, ἀλλὰ πρῶτα τὶς πλάνιζα, τὶς ἔφερνα σὲ
λογαριασμό, καὶ τὶς ἕνωνα μὲ ἕνα καρφάκι.
Δὲν τὶς ζόριζα,
γιὰ νὰ σφίξουν,
γιατί, ὅταν τὶς
στραβὲς σανίδες προσπαθοῦμε νὰ τὶς
κάνουμε νὰ ἐφαρμόσουν μὲ μεγάλες πρόκες, θὰ σχισθοῦν καὶ πάλι θὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν
ζορισμένη ἐφαρμογή τους, ὁπότε τί καταλάβαμε;
Χρειάζεται διάκριση καὶ ξανὰ διάκριση, ὅταν
ἔχη κανεὶς νὰ κάνη μὲ ψυχές. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει μία συνταγή, ἕνας
κανόνας. Ἡ κάθε ψυχὴ ἔχει τὴν δική της ποιότητα καὶ χωρητικότητα. Ὑπάρχουν δοχεῖα
μὲ μεγάλη χωρητικότητα καὶ δοχεῖα μὲ μικρὴ χωρητικότητα. Ἄλλα εἶναι πλαστικὰ καὶ
δὲν ἀντέχουν πολὺ καὶ ἄλλα εἶναι μεταλλικὰ καὶ ἀντέχουν. Ὅταν ὁ πνευματικὸς
γνωρίση τὴν ποιότητα καὶ τὴν χωρητικότητα τῆς ψυχῆς, θὰ ἐνεργῆ ἀνάλογα μὲ τὶς
δυνατότητες καὶ μὲ τὴν κληρονομικότητα ποὺ ἔχει, καὶ μὲ τὴν πρόοδο ποὺ ἔχει
κάνει. Ἡ συμπεριφορά του θὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται
ὁ ἐξομολογούμενος, μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε, καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα. Στὸν ἀναιδῆ
θὰ προσέξη νὰ μὴ δίνη δικαίωμα γιὰ ἀναίδεια. Τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ θὰ κοιτάξη πῶς
νὰ τὴν βοηθήση νὰ ἀντιμετωπίση μὲ ἀνδρισμὸ τὰ προβλήματά της.
Ἐπίσης θέλει προσοχὴ νὰ μὴ βασίζεται κανεὶς
σ᾿ αὐτὸ ποὺ βλέπει ἐξωτερικὰ σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν πιστεύη εὔκολα αὐτὰ ποὺ
τοῦ λένε καὶ βγάζει συμπεράσματα, εἰδικὰ ἂν δὲν ἔχη τὸ χάρισμα νὰ βλέπη
βαθύτερα. Μερικὲς σανίδες, ἐνῶ φαίνονται κατάγερες ἀπ᾿ ἔξω, μέσα εἶναι ὅλο ἴνες.
Ὅταν πλανισθῆ τὸ χνούδι ποὺ ἔχουν ἀπ᾿ ἔξω, τότε δείχνουν τί εἶναι. Ἄλλες πάλι, ἐνῶ
ἀπ᾿ ἔξω φαίνονται ἄχρηστες, μέσα εἶναι δαδένιες1.
Ὁ
χειρισμὸς τῆς ψυχῆς
εἶναι λεπτός. Δὲν
πρέπει νὰ γίνωνται
λάθη στὶς συνταγές. Ὁ κάθε ὀργανισμός,
βλέπετε, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βιταμίνη ποὺ τοῦ λείπει καὶ ἡ κάθε πάθηση ἀπὸ τὰ ἀνάλογα
φάρμακα.
Νὰ μὴν ἀναπαύουμε τὸν ἄλλον στὰ πάθη του
– Γέροντα, ὅταν κάποια γυναίκα μᾶς πῆ: «δὲν
μὲ κατάλαβε ὁ πνευματικός», τί πρέπει νὰ τῆς ποῦμε;
– Πέστε της: «Μήπως ἐσὺ δὲν τοῦ ἔδωσες νὰ
καταλάβη; Μήπως τὸ σφάλμα εἶναι δικό σου;». Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις νὰ
προβληματίζετε τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τὸν δικαιολογῆτε εὔκολα. Τὰ πράγματα εἶναι πολὺ
λεπτά. Ἐδῶ, βλέπεις, καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀκόμη τοὺς μπερδεύουν.
– Καὶ ἂν μᾶς πῆ ὅτι δὲν ἀναπαύεται στὸν
πνευματικό της;
– Γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύεται, μήπως φταίει καὶ
αὐτή, μήπως ζητᾶ νὰ τὴν ἀναπαύη ὁ
πνευματικὸς στὸ θέλημά
της. Κάποιος, ἂς ὑποθέσουμε, ἀδιαφορεῖ
γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἔχουν
συνέχεια φασαρίες μὲ τὴν γυναίκα του. Θέλει νὰ τὴν χωρίση καὶ ἔρχεται καὶ μοῦ
κάνει παράπονα, μὲ τὴν ἀπαίτηση νὰ πάρω τὸ μέρος του, γιὰ νὰ διαλύσω τὴν οἰκογένειά
του! Ἂν τοῦ πῶ: «ἐσὺ εἶσαι ἔνοχος γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία», ἂν δὲν συναισθανθῆ τὴν ἐνοχή
του, θὰ πῆ ὅτι δὲν τὸν ἀνέπαυσα. Λένε δηλαδὴ μερικοί:
«δὲν μὲ ἀνέπαυσε ὁ πνευματικός», γιατὶ δὲν
τοὺς λέει νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν.
Ἂν ὁ πνευματικὸς δικαιολογῆ τὰ πάθη τοῦ
καθενός, μπορεῖ νὰ τοὺς ἀναπαύση ὅλους, ἀλλὰ δὲν βοηθιοῦνται ἔτσι οἱ ἄνθρωποι. Ἂν
εἶναι νὰ ἀναπαύουμε τὸν καθέναν στὰ πάθη του, τότε ἂς ἀναπαύσουμε καὶ τὸν διάβολο.
Ἔρχεσαι λ.χ. ἐσὺ καὶ μοῦ λές:
«Ἡ τάδε ἀδελφὴ μοῦ μίλησε ἄσχημα». «Ἔ, σοῦ
λέω, μὴ δίνης σημασία σ᾿ αὐτήν», καὶ σὲ ἀναπαύω. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ λίγο αὐτὴ ἡ ἀδελφὴ
καὶ μοῦ λέει γιὰ σένα: «Ἡ τάδε ἀδελφὴ ἔτσι καὶ ἔτσι ἔκανε». «Ἔ, τώρα, τῆς λέω,
καλά, δὲν τὴν ξέρεις αὐτήν; Μὴν τὴν παίρνης καὶ στὰ σοβαρά». Τὴν ἀνέπαυσα καὶ αὐτήν.
Ἔτσι ὅλους τοὺς ἀναπαύω, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πεδικλώνω! Ἐνῶ πρέπει νὰ σοῦ πῶ: «ἔλα
ἐδῶ· γιὰ νὰ σοῦ μιλήση ἔτσι ἡ ἀδελφή, κάτι τῆς ἔκανες», ὁπότε θὰ αἰσθανθῆς τὴν ἐνοχή
σου καὶ θὰ διορθωθῆς.
Γιατί,
ἀπὸ τὴν στιγμὴ
ποὺ θὰ αἰσθανθῆς
τὴν ἐνοχή σου, ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Ἡ
πραγματικὴ ἀνάπαυση ἔρχεται, ὅταν τοποθετηθῆ ὁ ἄνθρωπος σωστά.
Σκοπὸς εἶναι πῶς θὰ ἀναπαυθοῦμε στὸν
Παράδεισο, ὄχι πῶς θὰ ἀναπαυθοῦμε στὴν γῆ. Εἶναι μερικοὶ πνευματικοὶ ποὺ ἀναπαύουν
τὸν λογισμὸ τοῦ ἄλλου, καὶ μετὰ ἐκεῖνος λέει: «πολὺ μὲ ἀνέπαυσε ὁ πνευματικός»,
ἀλλὰ μένει ἀδιόρθωτος. Ἐνῶ πρέπει νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο νὰ βρῆ τὰ κουσούρια
του, νὰ διορθωθῆ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κατευθύνουν. Τότε μόνον ἔρχεται ἡ πραγματικὴ
ἀνάπαυση. Τὸ νὰ ἀναπαύσης τὸν ἄλλον στὰ πάθη του, δὲν εἶναι βοήθεια· αὐτὸ γιὰ
μένα εἶναι ἔγκλημα.
Γιὰ νὰ μπορέση νὰ βοηθήση ὁ πνευματικὸς
δύο ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν σχέση,πρέπει νὰ ἔχη ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς
δύο. Ὅταν ἀκούη
λ.χ. λογισμοὺς δύο ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν διαφορές, πρέπει νὰ
γνωρίζη καὶ τὶς δύο ψυχές, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ παρουσιάζη τὸ θέμα, ὅπως τὸ
καταλαβαίνει. Καὶ νὰ δεχθῆ νὰ λύση τὶς διαφορές τους, μόνον ἂν δεχθοῦν νὰ τὶς
λύση σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατὶ ὅλες οἱ ἄλλες λύσεις εἶναι ἕνας συνεχὴς
πονοκέφαλος καὶ χρειάζονται συνέχεια ἀσπιρίνες. Ὕστερα νὰ βάλη τὸν καθέναν στὴν
θέση του· νὰ μὴ δικαιώση κανέναν. Νὰ πῆ στὸν καθέναν τὰ κουσούρια του, ὁπότε
πελεκιέται τὸ ἕνα στραβό, πελεκιέται καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἔτσι συμφωνοῦν καὶ συνεννοοῦνται.
Τὸ μόνο καλὸ ποὺ ἔχω εἶναι αὐτό: ποτὲ δὲν
δικαιώνω κανέναν, ἔστω καὶ ἂν δὲν φταίη. Ὅταν λ.χ. ἔρχωνται οἱ γυναῖκες καὶ μοῦ
λένε ὅτι ἔχουν προβλήματα στὴν οἰκογένεια καὶ φταίει ὁ ἄνδρας, κατσαδιάζω τὶς
γυναῖκες. Ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄνδρες καὶ κάνουν παράπονα γιὰ τὶς γυναῖκες,
κατσαδιάζω τοὺς ἄνδρες. Δὲν ἀναπαύω τὸν λογισμό τους, ἀλλὰ λέω τὰ στραβὰ τοῦ
καθενός· λέω στὸν καθέναν αὐτὸ ποὺ τοῦ
χρειάζεται, γιὰ
νὰ βοηθηθῆ. Ἀλλιῶς
φεύγει ἀναπαυμένος ὁ ἕνας, φεύγει ἀναπαυμένος καὶ ὁ ἄλλος, καὶ στὸ σπίτι
πιάνονται μεταξύ τους. «Εἶχε δίκιο ποὺ μοῦ εἶπε γιὰ σένα ἔτσι!». «Καὶ σ᾿ ἐμένα
ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα;». Θέλω νὰ πῶ, κανέναν δὲν ἀναπαύω στὰ πάθη του. Πολλοὺς
μάλιστα τοὺς μαλώνω πολὺ – φυσικὰ γιὰ τὸ καλό τους –, ἀλλὰ φεύγουν πραγματικὰ ἀναπαυμένοι.
Μπορεῖ νὰ φεύγουν πικραμένοι, ἀλλὰ μέσα τους καταλαβαίνουν ὅτι ἐγὼ πικράθηκα πιὸ
πολὺ ἀπὸ αὐτούς, καὶ αὐτὸ τοὺς πληροφορεῖ.
– Μερικοί, Γέροντα, νιώθουν σιγουριά, ὅταν
τοὺς μαλώνετε.
– Ναί, γιατὶ δὲν τὸν μαλώνω τὸν ἄλλον
ξερά. Θὰ τοῦ πῶ ὅτι ἔχει αὐτὰ τὰ καλά, γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήση, καὶ αὐτὰ τὰ
κουσούρια, γιὰ νὰ τὰ διορθώση. Ὅταν δὲν τοῦ πῆς τὴν ἀλήθεια, τότε, σὲ μιὰ στιγμὴ
ποὺ δὲν κολακεύεται, παλαβώνει.
Ἀντιμετώπιση περιπτώσεων ἀπελπισίας
Ἦρθε κάποιος νεαρὸς ἀναστατωμένος καὶ μοῦ
εἶπε: «Γέροντα, δὲν πρόκειται νὰ διορθωθῶ. Μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός μου: "αὐτὰ
εἶναι καὶ κληρονομικά..."». Τὸν εἶχε πιάσει ἀπελπισία. Ἐγώ, ὅταν μοῦ πῆ
κάποιος ὅτι ἔχει προβλήματα κ.λπ., θὰ τοῦ πῶ: « Αὐτὸ συμβαίνει γι᾿ αὐτὸν καὶ γι᾿
αὐτὸν τὸν λόγο· γιὰ ν᾿ ἀλλάξης, πρέπει νὰ κάνης ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο». Ἔχει λ.χ.
κάποιος ἕναν λογισμὸ ποὺ τὸν βασανίζει καὶ δὲν κοιμᾶται, παίρνει χάπια γιὰ τὸ
κεφάλι, γιὰ τὸ στομάχι καὶ μὲ ρωτάει: «Νὰ κόψω τὰ χάπια;».
«Ὄχι, τοῦ λέω, νὰ μὴν κόψης τὰ χάπια. Νὰ
πετάξης τὸν λογισμὸ ποὺ σὲ βασανίζει καὶ ὕστερα νὰ τὰ κόψης. Ἂν δὲν πετάξης τὸν
λογισμό, ἔτσι θὰ πᾶς· θὰ ταλαιπωρῆσαι». Γιατί, τί θὰ ὠφελήση νὰ κόψη τὰ χάπια, ὅταν
κρατάη μέσα του τὸν λογισμὸ ποὺ τὸν βασανίζει;
Καλὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς νὰ μὴ φθάνη μέχρι
τοῦ σημείου νὰ ἀνάβη κόκκινο φῶς· νὰ ἀνέχεται λίγο μία κατάσταση, ἀλλὰ φυσικὰ
πρέπει καὶ ὁ ἄλλος νὰ δουλεύη σωστά, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ἕνας νεαρὸς ζόρισε κάποια
φορὰ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του – ποιός ξέρει τί τῆς ἔλεγε; – καὶ ἐκείνη ἀπὸ τὴν ἀγανάκτησή
της πῆρε τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔφυγε καὶ στὸν δρόμο σκοτώθηκε. Μετὰ ὁ νεαρὸς ἤθελε
νὰ αὐτοκτονήση, γιατὶ ἔνιωθε ὅτι αὐτὸς ἔγινε αἰτία καὶ σκοτώθηκε ἡ κοπέλα. Ὅταν
ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε, ἂν καὶ στὴν οὐσία εἶχε
κάνει ἔγκλημα, τὸν
παρηγόρησα καὶ τὸν ἔφερα σὲ
λογαριασμό. Ἔπειτα ὅμως τὸ ἔρριξε τελείως ἔξω, ἔγινε τελείως ἀδιάφορος,
βρῆκε ἐν τῷ μεταξὺ καὶ μιὰ ἄλλη. Ὅταν ξαναῆρθε μετὰ ἀπὸ δύο-τρία χρόνια, τοῦ ἔδωσα
ἕνα τράνταγμα γερό, γιατὶ τότε δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ αὐτοκτονήση. Χρειαζόταν τὸ
τράνταγμα, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἀναγνώριση. «Δὲν καταλαβαίνεις, τοῦ εἶπα, ὅτι ἔκανες
φόνο, ὅτι ἔγινες αἰτία καὶ σκοτώθηκε ἡ κοπέλα;». Ἂν δούλευε σωστά, θὰ συνέχιζε
νὰ ὑποφέρη, ἀλλὰ θὰ ἀνταμειβόταν μὲ θεϊκὴ παρηγοριά· δὲν θὰ ἔφθανε σ᾿ αὐτὴν τὴν
κατάσταση τὴν ἀλήτικη τῆς ἀδιαφορίας.Θέλει δηλαδὴ πολλὴ προσοχή. Κάνει κάποιος ἕνα
σφάλμα καὶ πέφτει στὴν ἀπελπισία. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ μπορεῖ νὰ τὸν παρηγορήσης, ἀλλά,
γιὰ νὰ μὴ βλαφθῆ, χρειάζεται καὶ τὸ δικό του φιλότιμο. Μιὰ φορὰ εἶχε ἔρθει στὸ
Καλύβι ἕνα νέο παιδὶ ἀπελπισμένο, γιατὶ ἔπεφτε σὲ σαρκικὴ ἁμαρτία καὶ δὲν μποροῦσε
νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶχε πάει σὲ δυὸ πνευματικοὺς ποὺ προσπάθησαν μὲ
αὐστηρὸ τρόπο νὰ τὸ βοηθήσουν νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ κάνει. Τὸ
παιδὶ ἀπελπίσθηκε.
«Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι ἁμαρτία,
εἶπε, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω να τὸ κάνω καὶ νὰ διορθωθῶ, θὰ κόψω κάθε σχέση
μου μὲ τὸν Θεό». Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τὸ πόνεσα τὸ καημένο καὶ τοῦ εἶπα:
«Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτὲ νὰ
μὴν ξεκινᾶς τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν
μπορεῖς νὰ κάνης, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μπορεῖς νὰ
κάνης. Γιά νὰ δοῦμε τί
μπορεῖς νὰ κάνης, καὶ νὰ ἀρχίσης
ἀπὸ αὐτά. Μπορεῖς νὰ ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορῶ», μοῦ
λέει. «Μπορεῖς νὰ νηστεύης κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή;». «Μπορῶ». «Μπορεῖς νὰ δίνης
ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸν μισθό σου ἢ νὰ ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καὶ νὰ
τοὺς βοηθᾶς;».
«Μπορῶ». «Μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι κάθε
βράδυ, ἔστω κι ἂν ἁμάρτησες, καὶ νὰ λὲς"Θεέ μου, σῶσε τὴν ψυχή
μου";». «Θὰ τὸ κάνω, Γέροντα», μοῦ λέει. «Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπὸ σήμερα
νὰ κάνης ὅλα αὐτὰ ποὺ μπορεῖς, καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς θὰ κάνη τὸ ἕνα ποὺ δὲν μπορεῖς».
Τὸ καημένο ἠρέμησε
καὶ συνέχεια ἔλεγε:
«Σ᾿ εὐχαριστῶ, πάτερ». Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς τὸ βοήθησε.
Αὐστηρότητα στοὺς ἀναιδεῖς, ἐπιείκεια στοὺς
φιλότιμους
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχη ἀγαθὴ προαίρεση, ἀλλὰ
δὲν βοηθήθηκε ἀπὸ μικρός, δὲν εἶναι κολακεία νὰ τοῦ πῆς τὰ καλὰ ποὺ βλέπεις σ᾿
αὐτόν, γιατὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθιέται καὶ ἀλλοιώνεται, ἐπειδὴ δικαιοῦται
καὶ τὴν θεία βοήθεια. Εἶπα σὲ κάποιον:
«Ἐσὺ εἶσαι καλός. Δὲν ταιριάζουν σ᾿ ἐσένα
αὐτὰ ποὺ κάνεις». Τοῦ τὸ εἶπα αὐτό, γιατὶ εἶδα τὸ καλό του χωράφι καὶ τὸν κακὸ
σπόρο ποὺ εἶχε ρίξει. Εἶδα ὅτι ἐσωτερικὰ ἦταν καλὸς καί, ὅ,τι κακὸ ἔκανε, ἦταν ἐξωτερικό.
Δὲν τοῦ εἶπα: «εἶσαι καλός», γιὰ νὰ τὸν κολακέψω, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω, νὰ
τοῦ κινήσω τὸ φιλότιμο.
Μερικοὶ ἔχουν τὸ ἑξῆς τυπικό: Ἔχει, δὲν ἔχει
ὁ ἄλλος κάποιο χάρισμα, τοῦ λένε:
«δὲν ἔχεις χάρισμα», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθῆ
καὶ βλαφθῆ. Ἕνα ἰσοπέδωμα δηλαδή. Ὅταν ὅμως ἀπελπίζεται ὁ ἄλλος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ
κάνει, ἀπελπίζεται καὶ γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔχει, τότε πῶς θὰ ξεθαρρέψη, γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ
μὲ προθυμία; Ἐνῶ, ἂν τοῦ πῆς τὰ καλὰ ποὺ ἔχει καὶ τοῦ καλλιεργήσης τὸ φιλότιμο
καὶ τὴν ἀρχοντιά, βοηθιέται, ἀναπτύσσεται καὶ προχωράει.
Ἐγὼ ἔχω τυπικό, ὅταν βλέπω ὅτι κάποιος ἔχει
ἕνα χάρισμα ἢ ὅτι πάει καλὰ στὸν ἀγώνα του, νὰ τοῦ τὸ λέω καί, ὅταν βλέπω κάτι
στραβό, νὰ παίρνω βρεγμένη σανίδα... Δὲν σκέφτομαι μήπως βλαφτῆ ἡ ψυχὴ μὲ τὸν
πρῶτο ἢ τὸν δεύτερο τρόπο, ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο τρόποι ἔχουν ἀγάπη. Ἂν βλαφθῆ ἀπὸ
τὴν συμπεριφορά μου, αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ ἔχη βλάβη. Ἂν π.χ. ἡ εἰκόνα ποὺ ἔκανε
μιὰ ἀδελφὴ εἶναι καλή, θὰ τῆς πῶ ὅτι εἶναι καλή. Ἂν δῶ ὅτι ὑπερηφανεύθηκε καὶ ἀρχίζει
νὰ ἀποκτάη ἀναίδεια, θὰ τῆς δώσω μιὰ καὶ θὰ τὴν κάνω πέρα. Φυσικά, ἂν ὑπερηφανευθῆ,
θὰ κάνη μετὰ καρικατοῦρες, ὁπότε θὰ φάη ἄλλο μάλωμα. Ἂν ταπεινωθῆ ξανά, θὰ κάνη
πάλι καλὴ δουλειά. Ἐμένα ἀρρωστημένα πράγματα δὲν μὲ ἀναπαύουν. Στραμπουλιγμένα
πράγματα δὲν τὰ μπορῶ. Θὰ τὰ κάνω ἔτσι ἀπὸ ᾿δῶ, ἔτσι ἀπὸ ᾿κεῖ, ὥστε νὰ βροῦν τὴν
θέση τους. Τί; θὰ οἰκονομάω ἀρρωστημένες καταστάσεις;
– Γέροντα, ὅταν ὁ ἀναιδὴς γίνεται πιὸ ἀναιδὴς
ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ τοῦ δείχνεις, πῶς θὰ τὸν βοηθήσης;
– Νὰ σοῦ πῶ: ὅταν βλέπω ὅτι ὁ ἄλλος δὲν
βοηθιέται ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον μου,τὴν καλωσύνη, τὴν ἀγάπη, τότε λέω ὅτι δὲν ἔχω
συγγένεια μαζί του καὶ ἀναγκάζομαι νὰ μὴν τοῦ φέρωμαι μὲ καλωσύνη. Κανονικά, ὅσο
καλωσύνη σοῦ δείχνουν, τόσο πρέπει νὰ ἀλλοιώνεσαι, νὰ διαλύεσαι, νὰ λειώνης.
Παλιὰ τί εἶχε συμβῆ μὲ κάποιον. Στὴν ἀρχή,
γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω, ἀναγκάστηκα νὰ τοῦ πῶ μερικὰ θεῖα γεγονότα ποὺ εἶχα ζήσει. Ἀντὶ
ὅμως νὰ πῆ: «Θεέ μου, πῶς νὰ σὲ εὐχαριστήσω γι᾿ αὐτὴν τὴν παρηγοριὰ κ.λπ.» καὶ
νὰ διαλυθῆ, πῆρε θάρρος καὶ φερόταν μὲ ἀναίδεια. Τότε κράτησα μιὰ αὐστηρὴ
στάση. «Θὰ τὸν βοηθῶ, εἶπα, ἀπὸ μακριὰ μὲ τὴν προσευχή». Αὐτὸ τὸ ἔκανα, ὄχι
γιατὶ δὲν τὸν ἀγαποῦσα, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ὁ τρόπος θὰ τὸν βοηθοῦσε.
– Καὶ ἄν, Γέροντα, καταλάβη, τὸ λάθος του
καὶ ζητήση συγγνώμη;– Ἂν τὸ καταλάβη, ἐντάξει, μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε.
Διαφορετικά, ἂν δὲν βοηθιέται ἀπὸ τὸ φιλότιμό μου, δὲν βρίσκω ἀνταπόκριση, καὶ
δὲν ἔχω συγγένεια μαζί του. Ὅταν ὁ ἄλλος ἔχη εὐλάβεια, ταπείνωση, δὲν ἔχη ἀναίδεια,
κι ἐσὺ κινεῖσαι ἁπλά. Ἐγὼ ἐξ ἀρχῆς φέρομαι σὲ ὅλους μὲ ἄνεση καὶ ἁπλότητα. Δὲν
φέρομαι περιορισμένα, δῆθεν γιὰ νὰ μὴ δώσω θάρρος στὸν ἄλλον καὶ τὸν βλάψω. Δίνομαι
ὁλόκληρος, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, νὰ ἀναπτυχθῆ μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα ἀγάπης, καὶ σιγὰ-σιγὰ
τοῦ λέω τὰ κουσούρια του. Τὸν θεωρῶ ἀδελφό μου, πατέρα μου, παπποῦ μου, ἀνάλογα
μὲ τὴν ἡλικία του. Κάνω λιακάδα, γιὰ νὰ βγοῦν ὅλα τὰ φίδια, οἱ σκορπιοί, τὰ
σκαθάρια – τὰ πάθη –, καὶ ὕστερα τὸν
βοηθάω νὰ τὰ σκοτώση. Ἂν ὅμως δῶ ὅτι δὲν τὸ ἐκτιμάει αὐτὸ καὶ δὲν βοηθιέται ἀπὸ
τὴν συμπεριφορά μου, ἀλλὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν ἁπλότητά μου καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη
μου καὶ ἀρχίζει νὰ φέρεται μὲ ἀναίδεια, τραβιέμαι σιγὰ-σιγά, γιὰ νὰ μὴ γίνη
περισσότερο ἀναιδής. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ δίνομαι ὁλόκληρος, γι᾿ αὐτὸ μετὰ ἔχω ἀναπαυμένη
τὴν συνείδησή μου. Μιὰ φορὰ στὴν Μονὴ Στομίου εἶχα πάρει ἕνα παιδί,
γιὰ νὰ τὸ
βοηθήσω, νὰ τοῦ
μάθω καὶ τὴν
τέχνη τοῦ μαραγκοῦ.
Τοῦ φερόμουν μὲ πολλὴ καλωσύνη, τὸν εἶχα σὰν ἀδελφό. Ἔβλεπα ὅμως μερικὰ
πράγματα ποὺ δὲν μὲ ἀνέπαυαν. Μιὰ φορὰ τὸν ρωτάω: «Τί ὥρα εἶναι;». «Μὲ τὰ μυαλὰ
τὰ δικά σου πάει τὸ ρολόι!», μοῦ λέει. Ἔ, τότε εἶπα: «Δὲν συμφέρει νὰ συνεχίσω ἔτσι.
Θὰ συμμαζέψω σιγὰ-σιγὰ "τὰ μυαλά
μου", γιατὶ δὲν ὠφελεῖται». Κανονικὰ αὐτός, ἂν ἦταν φιλότιμος, ἔτσι ὅπως
τοῦ φερόμουν, ἔπρεπε νὰ διαλυθῆ. Ἀλλὰ εἶδα ὅτι δὲν μὲ χωροῦσε, δὲν μὲ
καταλάβαινε. Ὕστερα μόνος του ἔφυγε· δὲν τὸν ἔδιωξα. Βλέπεις, ἡ ἀνοχή, ἡ ἀγάπη
κάνουν τὸν ἀναιδῆ πιὸ ἀναιδῆ καὶ τὸν φιλότιμο πιὸ φιλότιμο.
Ἡ καλωσύνη βλάπτει τὸν ἀμετανόητο
– Γέροντα, θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ μὲ εἴχατε
μαλώσει πολύ.
– Ἂν χρειασθῆ, πάλι θὰ σὲ μαλώσω, γιὰ νὰ πᾶμε
ὅλοι μαζὶ στὸν Παράδεισο. Τώρα θὰ λάβω δρακόντεια μέτρα!... Κοίταξε, ἔχω τυπικὸ
πρῶτα νὰ δώσω στὸν ἄλλον νὰ καταλάβη ὅτι χρειάζεται τὸ μάλωμα καὶ ὕστερα νὰ τὸν
μαλώσω. Καλὰ δὲν κάνω; Ἐγώ, ἐπειδὴ μαλώνω τὸν ἄλλον, ὅταν βλέπω νὰ κάνη κάτι
βαρύ, γίνομαι κακός. Ἀλλὰ τί νὰ κάνω; νὰ ἀναπαύω καθέναν στὸ πάθος του, γιὰ νὰ
εἶμαι τάχα καλὸς μαζί του, καὶ μετὰ νὰ πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὴν κόλαση; Ποτὲ δὲν μὲ
πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν μαλώνω κάποιον ἢ τοῦ κάνω παρατήρηση κι ἐκεῖνος
στενοχωριέται, γιατὶ ἀπὸ ἀγάπη τὸ κάνω, γιὰ τὸ καλό του. Βλέπω ὅτι δὲν καταλαβαίνει
πόσο πλήγωσε τὸν Χριστὸ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, γι᾿ αὐτὸ τὸν μαλώνω. Ἐγὼ πονάω,
λειώνω ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλὰ δὲν μὲ πειράζει ἡ συνείδηση, γιατὶ τὸν μάλωσα. Μπορῶ
νὰ πάω νὰ κοινωνήσω ἥσυχος, χωρὶς νὰ ἐξομολογηθῶ. Νιώθω μέσα μου μιὰ παρηγοριά,
μιὰ χαρά. Γιατὶ γιὰ μένα παρηγοριὰ καὶ χαρὰ εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς.
– Γέροντα, μοῦ περνᾶ ὁ λογισμὸς ὅτι μοῦ
μιλᾶτε παρηγορητικά, ἢ γιατὶ δὲν σηκώνω τὴν αὐστηρότητα ἢ γιατὶ μοῦ ἔχετε πεῖ
πολλὲς φορὲς νὰ κάνω κάτι καὶ δὲν τὸ ἔκανα, ὁπότε μὲ ἀφήνετε.
– Εὐλογημένη ψυχή, μὲ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς
σου θὰ παίζω; Ὁ νέος κάνειπρόβες. Ὁ μεγάλος ἔχει κρίση καὶ βαδίζει σταθερά. Νὰ
νιώθης σιγουριά. Ἂν δῶ κάτι στραβό, εἴτε ἀπὸ μακριὰ εἴτε ἀπὸ κοντά, θὰ σοῦ τὸ πῶ.
Ἐσὺ ἔχε ἐμπιστοσύνη καὶ εἰρήνευε. Ἄ, δὲν μ᾿ ἔχετε καταλάβει ἐμένα! Ἔτσι εὔκολα
θὰ ἀναπαύω λογισμούς; Ὅταν βλέπω ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι εὐαίσθητη ἢ συγκλονίζεται ὁλόκληρη
ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ σφάλματός της, τί νὰ πῶ; Τότε τὴν παρηγορῶ, γιὰ νὰ μὴν
πέση στὴν ἀπελπισία. Ὅταν ὅμως βλέπω πέτρα τὴν
καρδιά, τότε μιλῶ αὐστηρά, γιὰ νὰ τὴν ταρακουνήσω. Ἂν ἕνας προχωράη πρὸς
τὸν γκρεμὸ καὶ τοῦ λέω: «προχώρα, πολὺ καλὰ πᾶς», δὲν ἐγκληματῶ; Τὸ κακὸ μὲ
μερικοὺς εἶναι ποὺ δὲν πιστεύουν, ὅταν τοὺς λὲς νὰ μὴν ἀνησυχοῦν, καὶ βασανίζονται.
Ἂν δῶ κάτι κακό, πῶς δὲν θὰ τὸ πῶ; Πῶς νὰ ἀφήσης τὸν ἄλλον νὰ πάη στὴν κόλαση; Ὅταν
ἔχης εὐθύνη, θὰ βάλης καὶ τὶς φωνές, ὅταν χρειάζεται. Γιὰ μένα πιὸ καλὰ εἶναι νὰ
μὴ μιλάω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ, ὅταν ἔχω εὐθύνη.
Ὕστερα νὰ προσέξη κανεὶς τὸ ἑξῆς: Μοῦ
κάνεις λ.χ. ἕνα κακό· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ. Μοῦ ξανακάνεις κάποιο ἄλλο κακό· πάλι σὲ
συγχωρῶ. Ἐγὼ εἶμαι ἐντάξει, ἀλλά, ἐὰν ἐσὺ δὲν διορθώνεσαι, ἐπειδὴ σὲ συγχωρῶ, αὐτὸ
εἶναι πολὺ βαρύ. Ἄλλο ἐὰν δὲν μπορῆς τελείως νὰ διορθωθῆς. Νὰ προσπαθήσης ὅμως
νὰ διορθωθῆς, ὅσο μπορεῖς. Ὄχι νὰ ἀναπαύης τὸν λογισμό σου καὶ νὰ λές: «Ἀφοῦ μὲ
συγχωρεῖ, ἐντάξει τακτοποιήθηκα καὶ δὲν βαριέσαι, δὲν χρειάζεται στενοχώρια». Μπορεῖ
κάποιος νὰ σφάλλη, ἀλλὰ ἂν μετανοῆ, κλαίη, ζητάη
μὲ συστολὴ συγχώρηση,
ἀγωνίζεται νὰ διορθωθῆ,
τότε ὑπάρχει ἡ ἀναγνώριση καὶ πρέπει καὶ ὁ πνευματικὸς νὰ συγχωράη. Ἂν ὅμως
δὲν μετανοῆ καὶ συνεχίζη τὴν τακτική του, δὲν μπορεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη
τῆς ψυχῆς του νὰ γελάη. Ἡ καλωσύνη τὸν ἀμετανόητο τὸν βλάπτει.
Ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου
– Γέροντα, εἶναι δυνατὸν κανεὶς συνειδητὰ
νὰ κρύβη μιὰ πτώση του ἀπὸ τὸν πνευματικό του;
– Ναί, ἀλλά, καὶ ἂν ξέρη ὁ πνευματικὸς τὴν
πτώση του ἢ κάτι καταλαβαίνη, δὲν συμφέρει, οὔτε θὰ τὸν ὠφελήση, νὰ τοῦ τὸ πῆ.
Πολλὲς φορὲς βλέπω στὸν ἀγώνα τοῦ ἄλλου κάτι, καταλαβαίνω ἢ ξέρω τί ἔχει κάνει,
ὅμως ἀπὸ σεβασμὸ δὲν τοῦ λέω τίποτε, ἂν δὲν μοῦ τὸ πῆ ὁ ἴδιος. Τὸ θεωρῶ ἐκβιασμό,
ἀτιμία, νὰ τοῦ τὸ πῶ, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν θέλει μόνος του νὰ τὸ
φανερώση. Εἶναι λεπτὸ τὸ θέμα, γιατὶ θὰ τὸν ρεζιλέψης. Πῶς νὰ βιάσης τὸν ἄλλον;
Ὑπάρχει ἐλευθερία. Ἐκτὸς ἂν δῶ ὅτι κινδυνεύει καὶ δὲν πρόκειται νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ ἀλλοῦ
ἢ ὅτι ἔχει ἄγνοια καὶ θὰ σπάση τὰ μοῦτρα του, θὰ καταστραφῆ, τότε θὰ κοιτάξω μὲ
τρόπο νὰ τοῦ πῶ κάτι.
Εἶναι καλύτερα νὰ δίνης στὸν ἄλλον νὰ
καταλαβαίνη ποῦ φταίει, ἐφόσον τὸ ζητήση, καὶ νὰ χτυπᾶ μόνος του τὸν παλαιό του
ἄνθρωπο, γιατὶ ἔτσι πονᾶ λιγώτερο. Βλέπεις, κι ἕνα παιδάκι, ὅταν πέση μόνο του
καὶ χτυπήση, κλαίει λιγώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι κλαίει, ἂν πέση, γιατὶ τὸ ἔσπρωξε ἕνα ἄλλο
παιδί. Γιὰ νὰ πῆ κανεὶς στὸν ἄλλον νὰ κάνη κάτι, πρέπει αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ ἀκούση
νὰ εἶναι ταπεινὸς καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ πῆ νὰ εἶναι δέκα φορὲς πιὸ ταπεινὸς καὶ νὰ
προσπαθῆ νὰ τὸ ἐφαρμόζη αὐτὸ ποὺ θὰ πῆ.
Θὰ κάνω ἑνάμισι ἐγώ, γιὰ νὰ πῶ στὸν ἄλλον
νὰ κάνη ἕνα, καὶ πάλι θὰ σκεφθῶ ἂν τὸ πῶ.
Βέβαια, ὁ ἔλεγχος γίνεται πάντοτε σὲ ἄνθρωπο
ποὺ εἶναι δικός σου ἢ γνωστός. Ὁ πνευματικὸς θὰ δῆ τί δικαιώματα τοῦ ἔδωσε ὁ ἄλλος
καὶ τί εὐθύνη ἔχει γι᾿ αὐτὸν καὶ ἀνάλογα θὰ φερθῆ. Ὅταν ἔχη ἀναλάβει τὴν εὐθύνη
τῆς ψυχῆς, τότε ἐπιβάλλεται ὁ ἔλεγχος, φυσικὰ μὲ διάκριση. Δὲν βοηθάει ὅμως νὰ
κάνης στὸν ἄλλον τὸν δάσκαλο καὶ νὰ τὸν ἐλέγχης γιὰ τὶς συνήθειές του, ἂν ἐκεῖνος
δὲν σοῦ δώση τὸ δικαίωμα. Εἶναι σὰν νὰ μπῆ κάποιος στὸ κελλί μου καὶ νὰ μοῦ ἀλλάξη
τὰ πράγματα, νὰ μοῦ βάλη τὸ κανδήλι ἐδῶ, τὸ
κρεββάτι ἐκεῖ, νὰ
κρεμάση τὸ κομποσχοίνι
ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ μὲ
ρωτήση.
Ἀγάπη πνευματικοῦ πρὸς τὸν ἐξομολογούμενο
Ὁ χαριτωμένος πνευματικὸς ἀγαπάει καὶ
πονάει τὴν ψυχή, γιατὶ γνωρίζει τὴν μεγάλη ἀξία της. Τὴν βοηθάει στὴν μετάνοια,
τὴν ξαλαφρώνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ὁδηγεῖ
στὸν Παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς ὀνομάζεται «πατήρ», γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσπαθήση
νὰ εἶναι ἀληθινὸς πατέρας· νὰ νουθετῆ μὲ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ στοργή. Νὰ ἔρχεται στὴν
θέση τοῦ κάθε ἐξομολογουμένου καὶ νὰ ζῆ τὸν πόνο του, ὥστε ὁ ἐξομολογούμενος νὰ
βλέπη στὸ πρόσωπό του ζωγραφισμένο τὸν δικό του πόνο. Αὐτὸ χρειάζεται ἰδιαίτερα
στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λίγο δροσερὸ νερό, καὶ ὄχι ἀπὸ
δυνατὸ ξίδι. Οἱ περισσότεροι, ἐπειδὴ δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές, δύσκολα
δέχονται μιὰ πνευματικὴ συμβουλὴ ἢ μιὰ παρατήρηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μάλωμα
πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη· ἡ ὑπόδειξη τοῦ σφάλματος μὲ λεπτὸ τρόπο, μὲ γέλιο ἢ
μὲ ἕνα ἀστεῖο.
Ἡ ἀγάπη πληροφορεῖ, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ πάθη
προδίδουν τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν δὲν ὑπάρχη ἀγάπη, ἡ παρατήρηση μπορεῖ νὰ γίνεται μὲ
ὄμορφο τρόπο, ἀλλὰ ὁ ἄλλος κλωτσάει, γιατὶ αἰσθάνεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο στὴν
συμπεριφορά μας. Ἐνῶ, ὅταν τὸ μάλωμα γίνεται μὲ πόνο καὶ ἀγάπη, ὁ ἄλλος μπορεῖ
νὰ στενοχωριέται, ἀλλὰ στὸ βάθος δὲν πληγώνεται, γιατὶ νιώθει τὴν ἀγάπη. Γνωρίζω
ἕναν πνευματικὸ ποὺ εἶναι ἀρκετὰ παχὺς – φυσικὰ εἶναι καὶ ἡ κράση του, ἀλλὰ μπορεῖ
καὶ στὸ φαγητὸ λίγο νὰ μὴν προσέχη –, ξέρετε ὅμως πόσο πονάει γιὰ τὸν ἄλλον,
πόσο ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς πονεμένους; Αὐτὸς ἔχει ταπείνωση, γιατὶ λέει ὅτι δὲν
κάνει ἄσκηση, ἀλλὰ παράλληλα ἔχει πολλὴ καλωσύνη, καὶ ἔτσι πολλοὶ ἀναπαύονται
περισσότερο σ᾿ αὐτὸν παρὰ σὲ ἕναν ἀσκητικὸ πνευματικό.
Ἕνας πνευματικός, ποὺ δὲν εἶναι ἀποφασισμένος
νὰ πάη ἀκόμη καὶ στὴν κόλαση γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν πνευματικῶν παιδιῶν του, δὲν εἶναι
πνευματικός.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Δαδένιος: γερός, ἀνθεκτικός.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου