Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ
Ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ
Οἱ ὑπόδικοι νεκροὶ
– Γέροντα, ὅταν πεθάνη ὁ ἄνθρωπος,
συναισθάνεται ἀμέσως σὲ τί κατάσταση βρίσκεται;
–
Ναί, συνέρχεται καὶ
λέει «τί ἔκανα;»,
ἀλλὰ «φαϊντὰ γιόκ»1,
δηλαδὴ δὲν
ὠφελεῖ αὐτό. Ὅπως ἕνας μεθυσμένος, ἂν
σκοτώση λ.χ. τὴν μάνα του, γελάει, τραγουδάει,
ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνει
τί ἔκανε, καί, ὅταν ξεμεθύση,
κλαίει καὶ ὀδύρεται καὶ λέει «τί ἔκανα;»,
ἔτσι καὶ ὅσοι σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ κάνουν ἀταξίες εἶναι σὰν μεθυσμένοι. Δὲν
καταλαβαίνουν τί κάνουν, δὲν αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους. Ὅταν ὅμως πεθάνουν,
τότε φεύγει αὐτὴ ἡ μέθη καὶ συνέρχονται. Ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ
συναισθάνονται τὴν ἐνοχή τους, γιατὶ ἡ ψυχή, ὅταν βγῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, κινεῖται,
βλέπει, ἀντιλαμβάνεται μὲ μιὰ ἀσύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοὶ ρωτοῦν πότε θὰ γίνη ἡ Δευτέρα
Παρουσία. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅμως ποὺ
πεθαίνει γίνεται κατὰ κάποιον τρόπο ἡ
Δευτέρα Παρουσία, γιατὶ κρίνεται ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία τὸν βρίσκει
ὁ θάνατος.
– Γέροντα, πῶς εἶναι τώρα οἱ κολασμένοι;
– Εἶναι ὑπόδικοι, φυλακισμένοι, ποὺ βασανίζονται
ἀνάλογα μὲ τὶς ἁμαρτίες
ποὺ ἔκαναν καὶ περιμένουν νὰ γίνη ἡ τελικὴ
δίκη, ἡ μέλλουσα Κρίση. Ὑπάρχουν βαρυποινίτες, ὑπάρχουν καὶ ὑπόδικοι μὲ ἐλαφρότερες
ποινές.
– Καὶ οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ληστής2;
– Οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ληστὴς εἶναι στὸν
Παράδεισο, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λάβει τὴν τέλεια
δόξα, ὅπως καὶ οἱ ὑπόδικοι εἶναι
στὴν κόλαση, ἀλλὰ δὲν
ἔχουν λάβει τὴν
τέλεια καταδίκη. Ὁ Θεός, ἐνῶ ἔχει πεῖ ἐδῶ καὶ τόσους αἰῶνες τὸ «μετανοεῖτε·
ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»3, παρατείνει-παρατείνει τὸν χρόνο, ἐπειδὴ
περιμένει ἐμᾶς4 νὰ διορθωθοῦμε. Ἀλλὰ ἐμεῖς
παραμένοντας στὶς κακομοιριές μας ἀδικοῦμε τοὺς Ἁγίους, γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ
λάβουν τὴν τέλεια δόξα, τὴν ὁποία θὰ λάβουν μετὰ τὴν μέλλουσα Κρίση.
Ἡ προσευχὴ καὶ τὰ μνημόσυνα γιὰ τοὺς
κεκοιμημένους5
– Γέροντα, οἱ ὑπόδικοι νεκροὶ μποροῦν νὰ
προσεύχωνται;
– Ἔρχονται σὲ
συναίσθηση καὶ ζητοῦν
βοήθεια, ἀλλὰ δὲν
μποροῦν νὰ
βοηθήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ὅσοι βρίσκονται
στὸν Ἅδη μόνον ἕνα πράγμα θὰ ἤθελαν ἀπὸ
τὸν Χριστό: νὰ ζήσουν πέντε
λεπτά, γιὰ νὰ
μετανοήσουν. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε,
ἔχουμε περιθώρια μετανοίας, ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι δὲν μποροῦν πιὰ
μόνοι τους νὰ καλυτερεύσουν τὴν θέση τους, ἀλλὰ περιμένουν ἀπὸ μᾶς βοήθεια. Γι᾿
αὐτὸ ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς βοηθοῦμε μὲ τὴν προσευχή μας.
Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι μόνον τὸ δέκα τοῖς
ἑκατὸ ἀπὸ τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς
βρίσκονται σὲ δαιμονικὴ κατάσταση καί, ἐκεῖ
ποὺ εἶναι, βρίζουν τὸν Θεό, ὅπως οἱ δαίμονες. Δὲν ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ καὶ δὲν
δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί νὰ τοὺς κάνη ὁ Θεός; Σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ἀπομακρύνεται
ἀπὸ τὸν πατέρα του, σπαταλάει ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ἀπὸ πάνω βρίζει τὸν
πατέρα του. Ἔ, τί νὰ τὸ κάνη αὐτὸ ὁ πατέρας του; Οἱ ἄλλοι ὅμως ὑπόδικοι, ποὺ ἔχουν
λίγο φιλότιμο, αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους, μετανοοῦν καὶ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες
τους. Ζητοῦν νὰ βοηθηθοῦν καὶ βοηθιοῦνται θετικὰ μὲ τὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν.
Τοὺς δίνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς μιὰ εὐκαιρία, τώρα ποὺ εἶναι ὑπόδικοι, νὰ βοηθηθοῦν
μέχρι νὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία. Καὶ ὅπως σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ἂν κάποιος εἶναι φίλος
μὲ τὸν βασιλιά, μπορεῖ νὰ μεσολαβήση καὶ νὰ βοηθήση ἕναν ὑπόδικο, ἔτσι καὶ ἂν εἶναι
κανεὶς «φίλος» μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ μεσολαβήση στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του καὶ
νὰ μεταφέρη τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς ἀπὸ
τὴν μιὰ «φυλακὴ»
σὲ ἄλλη καλύτερη,
ἀπὸ τὸ ἕνα
«κρατητήριο» σὲ ἕνα ἄλλο
καλύτερο. Ἢ ἀκόμη
μπορεῖ νὰ τοὺς
μεταφέρη καὶ σὲ «δωμάτιο» ἢ σὲ «διαμέρισμα».
Ὅπως ἀνακουφίζουμε τοὺς φυλακισμένους μὲ ἀναψυκτικὰ
κ.λπ. ποὺ τοὺς πηγαίνουμε, ἔτσι καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς ἀνακουφίζουμε μὲ τὶς
προσευχὲς καὶ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ψυχή τους. Οἱ προσευχὲς τῶν
ζώντων γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ μνημόσυνα εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία ποὺ δίνει
ὁ Θεὸς στοὺς κεκοιμημένους νὰ βοηθηθοῦν, μέχρι νὰ γίνη ἡ τελικὴ Κρίση. Μετὰ τὴν
δίκη δὲν θὰ ὑπάρχη πλέον δυνατότητα νὰ βοηθηθοῦν.
Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βοηθήση τοὺς
κεκοιμημένους, γιατὶ πονάει γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἀλλὰ δὲν τὸ
κάνει, γιατὶ ἔχει ἀρχοντιά. Δὲν
θέλει νὰ δώση
δικαίωμα στὸν διάβολο νὰ πῆ: «Πῶς
τὸν σώζεις αὐτόν, ἐνῶ δὲν κοπίασε;». Ὅταν ὅμως ἐμεῖς προσευχώμαστε γιὰ τοὺς
κεκοιμημένους, Τοῦ δίνουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα
συγκινεῖται ὁ Θεός, ὅταν κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ γιὰ τοὺς
ζῶντες.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὰ
κόλλυβα, τὰ μνημόσυνα. Τὰ μνημόσυνα εἶναι ὁ καλύτερος δικηγόρος γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν
κεκοιμημένων. Ἔχουν τὴν δυνατότητα καὶ ἀπὸ τὴν κόλαση νὰ βγάλουν τὴν ψυχή. Κι ἐσεῖς
σὲ κάθε Θεία Λειτουργία νὰ διαβάζετε κόλλυβο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἔχει νόημα
τὸ σιτάρι. «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ»6, λέει ἡ Γραφή. Στὸν
κόσμο μερικοὶ βαριοῦνται νὰ βράσουν λίγο σιτάρι καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία
σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, γιὰ νὰ τὰ διαβάσουν οἱ ἱερεῖς. Καὶ
βλέπεις, ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος κάτι γεροντάκια τὰ καημένα σὲ κάθε Θεία Λειτουργία
κάνουν κόλλυβο καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο ποὺ γιορτάζει, γιὰ νὰ
ἔχουν τὴν εὐλογία του.
– Γέροντα, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πεθάνει
πρόσφατα ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπὸ
προσευχή;
– Ἔμ, ὅταν μπαίνη κάποιος στὴν φυλακή, στὴν
ἀρχὴ δὲν δυσκολεύεται πιὸ πολύ; Νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ
δὲν εὐαρέστησαν στὸν Θεό, γιὰ νὰ κάνη κάτι καὶ γι᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ἰδίως, ὅταν
ξέρουμε ὅτι κάποιος ἦταν σκληρὸς
– θέλω νὰ πῶ, ὅτι φαινόταν σκληρός, γιατὶ
μπορεῖ νὰ νομίζουμε ὅτι ἦταν σκληρός,
ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν ἦταν – καὶ
εἶχε καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή, τότε νὰ κάνουμε πολλὴ προσευχή, Θεῖες Λειτουργίες,
Σαρανταλείτουργα γιὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ
δίνουμε ἐλεημοσύνη7 σὲ φτωχοὺς γιὰ τὴν σωτηρία
τῆς ψυχῆς του,
γιὰ νὰ εὐχηθοῦν οἱ φτωχοὶ «ν᾿ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του», ὥστε νὰ καμφθῆ ὁ
Θεὸς καὶ νὰ τὸν ἐλεήση. Ἔτσι, ὅ,τι δὲν ἔκανε ἐκεῖνος, τὸ κάνουμε ἐμεῖς γι᾿ αὐτόν.
Ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε καλωσύνη, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ζωή του δὲν ἦταν καλή, ἐπειδὴ
εἶχε καλὴ διάθεση, μὲ λίγη προσευχὴ πολὺ βοηθιέται.
Ἔχω ὑπ ὄψιν μου γεγονότα ποὺ μαρτυροῦν
πόσο οἱ κεκοιμημένοι βοηθιοῦνται
μὲ τὴν προσευχὴ πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Κάποιος ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε μὲ κλάματα: «Γέροντα, δὲν ἔκανα προσευχὴ
γιὰ κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο καὶ μοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο μου. "Εἴκοσι
μέρες, μοῦ εἶπε, ἔχεις νὰ μὲ βοηθήσης· μὲ ξέχασες καὶ ὑποφέρω". Πράγματι,
μοῦ λέει, ἐδῶ καὶ εἴκοσι μέρες εἶχα ξεχασθῆ μὲ διάφορες μέριμνες καὶ οὔτε γιὰ τὸν
ἑαυτό μου δὲν προσευχόμουν».
– Ὅταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος καὶ μᾶς
ζητήσουν νὰ προσευχηθοῦμε γι᾿
αὐτόν, εἶναι καλὸ νὰ κάνουμε κάθε μέρα ἕνα
κομποσχοίνι μέχρι τὰ σαράντα;
– Ἅμα κάνης κομποσχοίνι γι᾿ αὐτόν, βάλε καὶ
ἄλλους κεκοιμημένους. Γιατί νὰ
πάη μιὰ ἁμαξοστοιχία στὸν προορισμό της μὲ
ἕναν μόνον ἐπιβάτη, ἐνῶ χωράει καὶ ἄλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι ἔχουν ἀνάγκη οἱ
καημένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια καὶ δὲν ἔχουν κανέναν νὰ προσευχηθῆ γι᾿ αὐτούς!
Μερικοὶ κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο γιὰ κάποιον δικό τους. Μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο δὲν βοηθιέται οὔτε ὁ δικός τους, γιατὶ ἡ προσευχή τους δὲν εἶναι τόσο εὐάρεστη
στὸν Θεό. Ἀφοῦ τόσα μνημόσυνα ἔκαναν γι᾿ αὐτόν, ἂς κάνουν συγχρόνως καὶ γιὰ τοὺς
ξένους.
– Γέροντα, μὲ ἀπασχολεῖ μερικὲς φορὲς ἡ
σωτηρία τοῦ πατέρα μου, γιατὶ δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
– Δὲν ξέρεις τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ τὴν
τελευταία στιγμή. Πότε σὲ ἀπασχολεῖ;
κάθε Σάββατο;
– Δὲν ἔχω παρακολουθήσει, ἀλλὰ γιατί τὸ
Σάββατο;
– Γιατὶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὴν δικαιοῦνται οἱ
κεκοιμημένοι.
– Γέροντα, οἱ νεκροὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἀνθρώπους
νὰ προσεύχωνται γι᾿ αὐτοὺς βοηθιοῦνται ἀπὸ τὶς προσευχὲς ἐκείνων ποὺ
προσεύχονται γενικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους;
–
Καὶ βέβαια βοηθιοῦνται. Ἐγώ,
ὅταν προσεύχωμαι γιὰ ὅλους τοὺς
κεκοιμημένους, βλέπω στὸν ὕπνο μου τοὺς
γονεῖς μου, γιατὶ ἀναπαύονται ἀπὸ τὴν προσευχὴ
ποὺ κάνω. Κάθε
φορὰ ποὺ ἔχω Θεία Λειτουργία,
κάνω καὶ γενικὸ μνημόσυνο γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους
καὶ εὔχομαι γιὰ τοὺς βασιλεῖς, γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς κ.λπ. καὶ στὸ τέλος λέω «καὶ ὑπὲρ
ὧν τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν». Ἂν καμμιὰ
φορὰ δὲν κάνω εὐχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοὶ
κεκοιμημένοι μπροστά μου. Ἕναν συγγενῆ
μου, ποὺ εἶχε σκοτωθῆ στὸν πόλεμο, τὸν
εἶδα ὁλόκληρο μπροστά μου μετὰ τὴν Θεία
Λειτουργία, τὴν ὥρα τοῦ μνημοσύνου, γιατὶ αὐτὸν δὲν τὸν εἶχα γραμμένο μὲ τὰ ὀνόματα
τῶν κεκοιμημένων, ἐπειδὴ μνημονευόταν στὴν Προσκομιδὴ μὲ τοὺς ἡρωικῶς πεσόντες.
Κι ἐσεῖς στὴν Ἁγία Πρόθεση νὰ μὴ δίνετε νὰ μνημονευθοῦν μόνον ὀνόματα ἀσθενῶν, ἀλλὰ
καὶ ὀνόματα κεκοιμημένων, γιατὶ μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν οἱ κεκοιμημένοι.
Τὸ καλύτερο μνημόσυνο γιὰ τοὺς
κεκοιμημένους
Τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ μνημόσυνα ποὺ μποροῦμε
νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους εἶναι ἡ
προσεκτικὴ ζωή μας, ὁ ἀγώνας
ποὺ θὰ κάνουμε,
γιὰ νὰ κόψουμε τὰ ἐλαττώματά μας
καὶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ψυχή μας. Γιατὶ ἡ δική μας ἐλευθερία ἀπὸ τὰ ὑλικὰ
πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δική μας ἀνακούφιση, ἔχει ὡς
ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν κεκοιμημένων προπάππων ὅλης τῆς γενιᾶς
μας. Οἱ κεκοιμημένοι
νιώθουν χαρά, ὅταν ἕνας
ἀπόγονός τους εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ἂν ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ καλὴ πνευματικὴ
κατάσταση, τότε ὑποφέρουν
οἱ κεκοιμημένοι γονεῖς
μας, ὁ παπποῦς
μας, ὁ προπάππος μας, ὅλες οἱ
γενεές. «Δὲς τί ἀπογόνους κάναμε!», λένε καὶ στενοχωριοῦνται. Ἂν ὅμως εἴμαστε σὲ
καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, εὐφραίνονται, γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἔγιναν συνεργοὶ νὰ
γεννηθοῦμε καὶ ὁ Θεὸς κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεώνεται νὰ
τοὺς βοηθήση. Αὐτὸ
δηλαδὴ ποὺ θὰ
δώση χαρὰ στοὺς κεκοιμημένους εἶναι νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ
εὐαρεστήσουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν ζωή μας, ὥστε νὰ τοὺς συναντήσουμε στὸν Παράδεισο
καὶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια ζωή.
Ἑπομένως, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ χτυπήσουμε τὸν
παλαιό μας ἄνθρωπο, γιὰ νὰ
γίνη καινὸς καὶ νὰ μὴ βλάπτη πιὰ οὔτε τὸν ἑαυτό
του οὔτε ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ βοηθάη καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους, εἴτε
ζῶντες εἶναι εἴτε κεκοιμημένοι.
Ἡ παρρησία τῶν δικαίων πρὸς τὸν Θεὸ
– Γέροντα, στὴν πρὸς Ἀρχαρίους Ἐπιστολή
σας γράφετε: «Παρόλο ποὺ καταλαβαίνουν οἱ ἀληθινοὶ μοναχοὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνουν
σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ εἶναι μέρος τῆς χαρᾶς
τοῦ Παραδείσου καὶ ὅτι στὸν
Παράδεισο θὰ εἶναι
περισσότερη, ἐν τούτοις ἀπὸ πολλὴ
ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τους θέλουν νὰ ζήσουν ἐπὶ τῆς γῆς, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους
μὲ τὴν προσευχή, νὰ ἐπεμβαίνη ὁ Θεὸς καὶ νὰ βοηθιέται ὁ κόσμος»8.
–
Γράψε: «Θέλουν νὰ ζήσουν ἐπὶ τῆς γῆς,
γιὰ νὰ συμπάσχουν
μὲ τοὺς
ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦν μὲ τὴν
προσευχή».
– Στὴν ἄλλη ζωή, Γέροντα, ἕνας σωστὸς
μοναχὸς πάλι δὲν θὰ βοηθάη μὲ τὴν
προσευχή του τοὺς ἀνθρώπους;
– Καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ βοηθάη μὲ τὴν
προσευχή του, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑποφέρη,
ἐνῶ τώρα συμπάσχει· δὲν περνάει χαρούμενα ἐδῶ,
«μὲ χαρούμενη τὴν ὄψη καὶ μὲ
βλέμμα λαμπερό»! Ὅσο ὅμως ὑποφέρει γιὰ τὸν
πλησίον του, τόσο ἀνταμείβεται μὲ θεία παρηγοριά, καὶ αὐτὸ εἶναι κατὰ κάποιον
τρόπο καὶ ἡ πληροφορία ὅτι βοηθιέται ὁ ἄλλος. Αὐτὴ ἡ παραδεισένια χαρὰ εἶναι ἡ
θεία ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸν πόνο ποὺ νιώθει γιὰ τὸν ἀδελφό του.
– Δηλαδή, Γέροντα, οἱ Ἅγιοι ποὺ ἐπικαλούμαστε
νὰ μᾶς βοηθήσουν δὲν συμπάσχουν μαζί μας;
– Ἐκεῖ δὲν ἔχει πόνο, βρὲ παιδάκι μου! Στὸν
Παράδεισο ὑποφέρουν; «Ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος οὐ λύπη οὐ στεναγμὸς»9 δὲν λέει; Ὕστερα οἱ Ἅγιοι ἔχουν ὑπ ὄψιν τους
τὴν θεία ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ λάβουν ὅσοι ἄνθρωποι βασανίζονται σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ
αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ χαίρωνται. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει τόση ἀγάπη, τόση εὐσπλαχνία,
πῶς ἀντέχει αὐτὸν τὸν μεγάλο πόνο τῶν ἀνθρώπων; Ἀντέχει, γιατὶ ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν
Του τὴν θεία ἀνταμοιβὴ ποὺ τοὺς περιμένει. Ὅσο δηλαδὴ βασανίζονται ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι,
τόσο τοὺς ἀποταμιεύει ἐκεῖ οὐράνιο μισθό. Ἐνῶ ἐμεῖς αὐτὰ δὲν τὰ βλέπουμε καὶ
συμπάσχουμε μὲ ὅσους ὑποφέρουν. Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποιος τὰ βλέπη λίγο αὐτὰ καὶ ἔχη
ὑπ᾿ ὄψιν του τὴν ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ λάβουν, δὲν ὑποφέρει τόσο πολύ.
– Ὅταν, Γέροντα, παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ
βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη, πάει χαμένη αὐτὴ ἡ προσευχή;
– Πῶς νὰ πάη χαμένη; Ὅταν λέμε «ἀνάπαυσον
τὸν τάδε» καὶ αὐτὸς εἶναι σὲ καλὴ θέση στὴν ἄλλη ζωή, δὲν παρεξηγεῖται· ἴσα-ἴσα
συγκινεῖται. «Γιά δές, λέει, ἐγὼ εἶμαι σὲ καλὴ θέση καὶ ἐκεῖνοι ἀγωνιοῦν», ὁπότε
φιλοτιμιέται καὶ μᾶς βοηθάει πιὸ πολύ, πρεσβεύοντας στὸν Θεὸ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ποῦ
νὰ ξέρης σὲ τί κατάσταση βρίσκεται ὁ ἄλλος; Φυσιολογικὰ κάνεις εὐχὴ πρῶτα γι᾿ αὐτοὺς
ποὺ γνωρίζεις ὅτι μὲ τὴν ζωή τους λύπησαν τὸν Θεὸ καὶ εὔχεσαι καὶ γιὰ ἄλλες ἀνάλογες
περιπτώσεις καὶ ὕστερα εὔχεσαι καὶ γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους.
Ἡ μέλλουσα Κρίση
– Γέροντα, πῶς ἐξαγνίζεται ἡ ψυχή;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργασθῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ
Θεοῦ, κάνη δουλειὰ στὸν ἑαυτό
του καὶ καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη, τότε ὁ νοῦς
φωτίζεται, φθάνει σὲ ὕψος θεωρίας, καὶ ἡ ψυχὴ λαμπρύνεται καὶ γίνεται ὅπως ἦταν
πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Σὲ τέτοια κατάσταση θὰ βρίσκεται μετὰ τὴν ἀνάσταση
τῶν νεκρῶν. Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ δῆ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς του πρὶν ἀπὸ τὴν
κοινὴ ἀνάσταση, ἂν καθαρισθῆ τελείως ἀπὸ τὰ πάθη. Τὸ σῶμα του τότε θὰ εἶναι ἀγγελικό,
ἄυλο, καὶ δὲν θὰ νοιάζεται γιὰ τροφὴ ὑλική.
– Γέροντα, πῶς θὰ γίνη ἡ μέλλουσα Κρίση;
– Στὴν μέλλουσα Κρίση θὰ ἀποκαλυφθῆ σὲ μιὰ
στιγμὴ ἡ κατάσταση τοῦ κάθε
ἀνθρώπου καὶ μόνος του καθένας θὰ τραβήξη
γιὰ ᾿κεῖ ποὺ εἶναι. Καθένας θὰ βλέπη10
σὰν σὲ τηλεόραση τὰ δικά του χάλια καὶ τὴν
πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἄλλου. Θὰ καθρεφτίζη τὸν ἑαυτό του στὸν ἄλλον καὶ θὰ
σκύβη τὸ κεφάλι καὶ θὰ πηγαίνη στὴν θέση του. Δὲν θὰ μπορῆ λ.χ. νὰ πῆ μιὰ νύφη
ποὺ καθόταν μπροστὰ στὴν πεθερά της σταυροπόδι καὶ ἡ πεθερά της μὲ σπασμένο
πόδι φρόντιζε τὸ ἐγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις τὴν πεθερά μου στὸν
Παράδεισο κι ἐμένα δὲν μὲ βάζεις;», ἐπειδὴ θὰ ἔρχεται μπροστά της ἐκείνη ἡ σκηνή.
Θὰ θυμᾶται τὴν πεθερά της ποὺ στεκόταν ὄρθια μὲ σπασμένο πόδι καὶ φρόντιζε τὸ ἐγγονάκι
της καὶ δὲν θὰ ἔχη μοῦτρα νὰ πάη στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ χωράη στὸν
Παράδεισο. Ἢ οἱ μοναχοὶ θὰ βλέπουν τί δυσκολίες, τί δοκιμασίες εἶχαν οἱ κοσμικοὶ
καὶ πῶς τὶς ἀντιμετώπισαν καί, ἂν δὲν ἔχουν ζήσει σωστά, θὰ σκύψουν τὸ κεφάλι
καὶ θὰ τραβήξουν μόνοι τους γιὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ εἶναι. Θὰ δοῦν ἐκεῖ οἱ μοναχὲς, ποὺ
δὲν εὐαρέστησαν στὸν Θεό, ἡρωίδες μάνες, ποὺ οὔτε ὑποσχέσεις ἔδωσαν, οὔτε τὶς εὐλογίες
καὶ τὶς εὐκαιρίες τὶς δικές τους εἶχαν, πῶς ἀγωνίσθηκαν καὶ σὲ τί κατάσταση
πνευματικὴ ἔφθασαν, καὶ ἐκεῖνες, καλόγριες, μὲ τί μικροπρέπειες ἀσχολοῦνταν καὶ
βασανίζονταν, καὶ θὰ ντρέπωνται! Ἔτσι μοῦ λέει ὁ λόγισμὸς ὅτι θὰ γίνη ἡ Κρίση.
Δὲν θὰ πῆ δηλαδὴ ὁ Χριστός: «ἔλα ἐδῶ ἐσύ, τί ἔκανες;» ἢ «ἐσὺ θὰ πᾶς στὴν
κόλαση, ἐσὺ στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ ὁ καθένας θὰ συγκρίνη τὸν
ἑαυτό του μὲ τὸν ἄλλον καὶ θὰ τραβήξη γιὰ ἐκεῖ
ποὺ θὰ εἶναι11.
Ἡ μέλλουσα ζωὴ
– Γέροντα, ἔφερα γλυκὰ νὰ κεράσετε.
– Δὲς πῶς χαίρονται! Στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ
λέμε: «Μὲ τί χαζὰ χαιρόμασταν! Τί
μᾶς συγκινοῦσαν τότε!». Ἐνῶ τώρα σκιρτάει ἡ
καρδιὰ γι᾿ αὐτά.
– Γέροντα, πῶς θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ἀπὸ
τώρα;
– Ἅμα τὸ καταλάβετε αὐτὸ ἀπὸ τώρα, δὲν θὰ
τὸ πῆτε μεθαύριο στὴν ἄλλη ζωή. Πάντως, ὅσοι βρίσκονται ἐκεῖ ἐπάνω, καλὰ περνοῦν.
Ξέρεις τί ἐργόχειρο κάνουν ἐκεῖ στὸν Οὐρανό; Συνέχεια δοξολογοῦν τὸν Θεό.
– Γέροντα, γιατί τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ
λέγεται «λείψανο»;
– Γιατὶ εἶναι ὅ,τι μένει ἐδῶ στὴν γῆ ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο μετὰ τὸν θάνατο. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή, φεύγει στὸν Οὐρανό.
Στὴν μέλλουσα Κρίση θὰ ἀναστήση ὁ Θεὸς καὶ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κριθῆ μὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος,
γιατὶ μὲ αὐτὸ ἔζησε καὶ ἁμάρτησε. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὅλοι θὰ ἔχουν τὸ ἴδιο σῶμα –
πνευματικὸ σῶμα -, τὸ
ἴδιο ἀνάστημα, καὶ οἱ κοντοὶ καὶ οἱ ψηλοί,
τὴν ἴδια ἡλικία, καὶ οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι καὶ
τὰ μωρά, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἴδια. Θὰ ὑπάρχη
δηλαδὴ μιὰ ἀγγελικὴ ἡλικία.
– Γέροντα, στὴν ἄλλη ζωὴ ὅσοι θὰ εἶναι στὴν
Κόλαση θὰ βλέπουν αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο;
– Κοίταξε, ὅπως αὐτοὶ ποὺ εἶναι τὴν νύχτα ἔξω
στὸ σκοτάδι βλέπουν ὅσους εἶναι μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο φωτισμένο, ἔτσι καὶ ὅσοι θὰ
βρίσκωνται στὴν κόλαση θὰ βλέπουν ὅσους
θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο.
Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι
μεγαλύτερη κόλαση. Ὅπως πάλι ὅσοι τὴν νύχτα εἶναι στὸ φῶς, δὲν βλέπουν αὐτοὺς
ποὺ εἶναι ἔξω στὸ σκοτάδι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ βρίσκωνται στὸν Παράδεισο δὲν
θὰ βλέπουν αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν ἔβλεπαν τοὺς κολασμένους,
θὰ πονοῦσαν, θὰ θλίβονταν γιὰ τὴν ταλαιπωρία τους, καὶ δὲν θὰ ἀπολάμβαναν τὸν
Παράδεισο, ἀλλὰ ἐκεῖ «οὐκ ἔστι πόνος...»12. Καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ τοὺς βλέπουν, ἀλλὰ
οὔτε θὰ θυμοῦνται ἂν εἶχαν ἀδελφὸ ἢ πατέρα ἢ μητέρα, ἂν δὲν εἶναι καὶ ἐκεῖνοι
στὸν Παράδεισο. «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ»13 λέει ὁ Ψαλμωδός. Γιατί, ἅμα τοὺς θυμοῦνται, πῶς
θὰ εἶναι Παράδεισος; Αὐτοὶ μάλιστα ποὺ θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο, θὰ νομίζουν ὅτι
δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, οὔτε θὰ θυμοῦνται τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶχαν κάνει.
Γιατί, ἂν θυμοῦνται τὶς ἁμαρτίες τους, δὲν θὰ ἀντέχουν ἀπὸ φιλότιμο στὴν σκέψη ὅτι
λύπησαν τὸν Θεό.
Ἡ
ποσότητα πάλι τῆς
χαρᾶς τοῦ καθενὸς
στὸν Παράδεισο θὰ εἶναι
διαφορετική. Ἄλλος θὰ ἔχη μιὰ δαχτυλήθρα χαρά, ἄλλος ἕνα ποτήρι, ἄλλος μιὰ ὁλόκληρη
δεξαμενή. Ὅλοι ὅμως θὰ αἰσθάνωνται πλήρεις καὶ κανένας δὲν θὰ ξέρη τὸ μέγεθος τῆς
χαρᾶς, τῆς ἀγαλλιάσεως, τοῦ ἄλλου. Τὰ κανόνισε ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, γιατί, ἂν
γνώριζε ὁ ἕνας ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει περισσότερη χαρά, δὲν θὰ ἦταν τότε Παράδεισος, ἐπειδὴ
θὰ ὑπῆρχε τὸ «γιατί ἐκεῖνος νὰ ἔχη περισσότερη χαρὰ καὶ ἐγὼ λιγώτερη;». Δηλαδὴ
καθένας θὰ βλέπη στὸν Παράδεισο τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα τῶν
ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του. Ἡ ὁρατότητα ὅμως δὲν θὰ καθορισθῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ θὰ ἐξαρτηθῆ
ἀπὸ τὴν δική του καθαρότητα.
– Γέροντα, μερικοὶ δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει
κόλαση καὶ Παράδεισος.
– Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κόλαση καὶ
Παράδεισος; Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ νεκροὶ νὰ μείνουν στὴν ἀνυπαρξία, ἀφοῦ εἶναι
ψυχές; Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος καὶ ὁ ἄνθρωπος
εἶναι κατὰ χάριν ἀθάνατος. Ἑπομένως
ἀθάνατος θὰ εἶναι
καὶ στὴν κόλαση. Ὕστερα τὸν
Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση τὰ ζῆ ἡ ψυχή μας σὲ ἕναν βαθμὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀνάλογα
μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται. Ὅταν κάποιος ἔχη τύψεις συνειδήσεως καὶ
νιώθη φόβο, ταραχή, ἄγχος, ἀπελπισία, ἢ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ μίσος, ἀπὸ φθόνο
κ.λπ., τότε ζῆ τὴν κόλαση. Ἐνῶ, ὅταν μέσα του ὑπάρχη ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότητα, καλωσύνη κ.λπ., τότε ζῆ τὸν
Παράδεισο. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ ψυχή, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὴν χαρὰ
καὶ τὸν πόνο. Νά, πήγαινε σὲ ἕναν πεθαμένο καὶ πές του τὰ πιὸ εὐχάριστα
πράγματα, λ.χ. «ἦρθε ὁ ἀδελφός σου ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ» κ.λπ., δὲν θὰ καταλάβη τίποτε.
Ἂν τοῦ σπάσης τὰ χέρια, τὰ πόδια, πάλι δὲν θὰ καταλάβη. Ἑπομένως ἡ ψυχὴ εἶναι
ποὺ αἰσθάνεται. Αὐτὰ ὅλα δὲν τοὺς προβληματίζουν; Ἤ, ἂς ὑποθέσουμε, βλέπεις ἕνα
ὡραῖο, ἕνα εὐχάριστο ὄνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκὰ ἡ καρδιά σου καὶ δὲν
θέλεις νὰ τελειώση. Ξυπνᾶς καὶ
στενοχωριέσαι, γιατὶ ξύπνησες. Ἢ βλέπεις ἕνα
ἄσχημο ὄνειρο, ὅτι ἔπεσες λ.χ. καὶ
ἔσπασες τὰ πόδια σου, καὶ ὑποφέρεις, κλαῖς.
Ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου ξυπνᾶς μὲ δάκρυα στὰ μάτια, βλέπεις ὅτι δὲν ἔπαθες τίποτε,
καὶ λές: «Εὐτυχῶς ὄνειρο ἦταν!». Δηλαδὴ συμμετέχει ἡ ψυχή. Ἀπὸ ἕνα ἄσχημο ὄνειρο
ὑποφέρει κανεὶς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι στὴν πραγματικότητα, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος ὑποφέρει
πιὸ πολὺ τὴν νύχτα ἀπ᾿ ὅ,τι τὴν ἡμέρα. Ἔτσι καὶ ὅταν πεθάνη ὁ ἄνθρωπος, ἂν πάη
στὴν κόλαση, θὰ εἶναι πιὸ ὀδυνηρό. Σκεφθῆτε νὰ ζῆ κανεὶς ἕνα αἰώνιο ἐφιαλτικὸ ὄνειρο
καὶ νὰ βασανίζεται αἰώνια! Ἐδῶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξης γιὰ λίγα λεπτὰ ἕνα ἄσχημο
ὄνειρο, ἄντε τώρα αἰώνια – Θεὸς φυλάξοι – νὰ εἶσαι μέσα στὴν θλίψη. Γι᾿ αὐτὸ
καλύτερα νὰ μὴν πᾶμε στὴν κόλαση. Ἐσεῖς τί λέτε;
– Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε ἀγώνα νὰ μὴν
πᾶμε στὴν κόλαση· λέτε, ἐκεῖ
νὰ καταλήξουμε;
– Ἂν δὲν ἔχουμε μυαλό, ἐκεῖ θὰ πᾶμε. Ἐγὼ εὔχομαι
ἢ ὅλοι στὸν Παράδεισο ἢ
κανένας στὴν κόλαση... Καλὰ δὲν λέω; Εἶναι
πολὺ βαρύ, μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶμε στὴν
κόλαση καὶ νὰ Τὸν λυπήσουμε. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξη, ὄχι μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ οὔτε
πουλὶ νὰ μὴν πάη στὴν κόλαση.
Ὁ Καλὸς Θεὸς ἂς μᾶς δώση καλὴ μετάνοια, γιὰ
νὰ μᾶς βρῆ ὁ θάνατος σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση καὶ νὰ ἀποκατασταθοῦμε στὴν Οὐράνια
Βασιλεία Του. Ἀμήν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ἔκφραση
τῆς τουρκικῆς γλώσσας ποὺ σημαίνει «δὲν ὑπάρχει ὄφελος, δὲν ὑπάρχει χαΐρι».
2 Λουκ. 23, 32-33 καὶ 39-43.
3 Ματθ. 3, 2 καὶ 4, 17· βλ. καὶ Ματθ. 10,
7· Μάρκ. 1, 15· Λουκ. 10, 9 καὶ 11.
4 Μὲ τὸ «ἐμᾶς» ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὴν
σύνολη ἀνθρωπότητα.
5 Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὸ ἔργο του «Μελέτη περὶ
τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ περὶ τῶν ἱερῶν μνημοσύνων», ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 1973, σ. 202, γράφει ὡς συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀνέπτυξε βάσει τῶν
σχετικῶν μαρτυριῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων: «Ἐξ ὅλων δὴ τούτων δῆλον γίνεται,
ὅτι ἡ ψυχὴ
μετὰ θάνατον ἀδυνατεῖ
νὰ κάμη τι ἔργον σωτηριῶδες
καὶ νὰ ἀπαλλαγῆ τῶν τοῦ ᾍδου ἀλύτων
δεσμῶν, καὶ ὅτι μόνον αἱ θεῖαι λειτουργίαι, αἱ προσευχαὶ τῶν οἰκείων, τῶν δικαίων,
αἱ ὑπὲρ αὐτῶν γινόμεναι καὶ αἱ ἐλεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας καὶ ἐλευθερίας
ἀπὸ τῶν δεσμῶν τοῦ ᾍδου».
6 Α´ Κορ. 15, 42.
7
Πρβλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων, ὅπως
αἱ
περὶ αὐτῶν γινόμεναι λειτουργίαι καὶ εὐποιΐαι
τούτους ὀνίνησιν, PG 95, 248.
8
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου,
Ἐπιστολές, Ἱερὸν Ἡ
συχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», ἔκδ. 6η, Σουρωτὴ
Θεσσαλονίκης, 2002, σ. 49.
9 Βλ. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, Ἀκολουθία
Νεκρώσιμος, σ. 411.
10 Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει: «Μὴ γὰρ οἰέσθω τις, ὅτι οὐκ ἀναγνωρισμὸς ἑκάστου
πρὸς ἕκαστον ἐπὶ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης συναγωγῆς γενήσεται. Ναί, ὄντως ἕκαστος ἀναγνωριεῖ
τὸν πλησίον αὐτοῦ, οὐ τῷ τοῦ σώματος σχήματι, ἀλλὰ τῷ διορατικῷ τῆς ψυχῆς ὄμματι».
PG 95, 276Α.
11 Ὁ
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γράφει: «Καὶ ἁπλῶς πᾶς ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς ἐν τῆ
φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπεναντίας αὐτοῦ εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν καὶ εἰς τὸ ἀνεκλάλητον
ἐκεῖνο φῶς ὄψεται τὸν ὅμοιον αὐτοῦ καὶ κριθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ», Περὶ μετανοίας,
Λόγος Ε´, Sources Chrétiennes 96, 434.
12 Βλ. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, Ἀκολουθία
Νεκρώσιμος, σ. 411.
13 Ψαλμ. 145, 4.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου