Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ φοβερὴ πλάνη
Ἡ
φοβερὴ πλάνη
Ἄσκηση καὶ πλάνη
Γέροντα, φοβᾶμαι τὴν πλάνη.
– Καλὰ κάνεις. Ὅποιος φοβᾶται τὴν πλάνη, δὲν
πλανιέται, γιατὶ προσέχει
καὶ λέει ὅλους τοὺς λογισμούς του· δὲν
κρύβει τίποτε, κι ἔτσι βοηθιέται.
– Γέροντα, τί εἶναι ἡ προδιάθεση πλάνης;
– Προδιάθεση πλάνης εἶναι νὰ ἔχης τὴν ἰδέα
ὅτι κάτι εἶσαι καὶ νὰ δείχνης στοὺς ἄλλους ὅτι κάτι κάνεις. Νὰ νομίζης ὅτι ἐσὺ ἔφθασες
σὲ πνευματικὰ μέτρα, ἐπειδὴ κάνεις λ.χ. κάποια ἄσκηση, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν ἀκόμη
συλλάβει τὸ νόημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ νὰ φέρεσαι ὑπερήφανα. Τὸ νὰ ζορίζη
κανεὶς τὸν ἑαυτό του ἐγωιστικὰ στὴν ἄσκηση, γιὰ νὰ φθάση στὰ μέτρα ἑνὸς Ἁγίου
καὶ νὰ τὸν θαυμάζουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ εἶναι ἀρχὴ πλάνης. Ἄλλο βία καὶ ἄλλο
ζόρισμα. Εἶχα πεῖ σὲ κάποιον:
«Πρόσεξε μὴν πλανηθῆς μὲ τὴν τακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖς·
δὲν πᾶς καλά». «Ἐγὼ νὰ πλανηθῶ; μοῦ λέει. Ἐγὼ οὔτε κρέας τρώω». Οὔτε γιὰ ἐξομολόγηση
πάει. Στὴν εἰκόνα λέει τὶς ἁμαρτίες του. «Ὀρθόδοξος εἶσαι ἐσὺ ἢ Προτεστάντης;
τοῦ λέω. Ποῦ τὸ βρῆκες αὐτὸ γραμμένο;». «Γιατί, μοῦ λέει, ὁ Χριστὸς δὲν μὲ ἀκούει;».
Ἄκου ἐκεῖ κουβέντα!
– Γέροντα, βοηθάει ἡ σωματικὴ ἄσκηση στὸν ἀγώνα
κατὰ τῶν παθῶν;
– Ἂν χρησιμοποιῆται γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό,
βοηθάει. Ταπεινώνεται τὸ σῶμα καὶ
ὑποτάσσεται ἡ σάρκα στὸ πνεῦμα. Ἡ ξερὴ ὅμως
ἄσκηση1 δημιουργεῖ ψευδαισθήσεις, γιατὶ
καλλιεργεῖ τὰ ψυχικὰ πάθη, φουσκώνει τὴν ὑπερηφάνεια, αὐξάνει τὴν αὐτοπεποίθηση
καὶ ὁδηγεῖ στὴν πλάνη. Βγάζει τότε κανεὶς συμπεράσματα γιὰ τὴν πνευματική του
πρόοδο ἀπὸ τὴν ξερὴ ἄσκηση ποὺ κάνει. «Ἐγὼ κάνω ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο, ἐνῶ ὁ τάδε
χωλαίνει· ἔφθασα ἐκεῖνον τὸν Ἅγιο, πέρασα τὸν ἄλλον» καὶ δῶσ᾿ του νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες.
Πᾶνε ὅμως ὅλα χαμένα, γιατὶ δὲν τὰ κάνει μὲ σκοπὸ τὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν, ἀλλὰ γιὰ
νὰ ἱκανοποιηθῆ ἐγωιστικά. Εἶχα γνωρίσει ἕναν μοναχὸ ποὺ ἔκανε ἄσκηση ἀπὸ ὑπερηφάνεια
καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμὸς ὅτι εἶναι μεγάλος ἀσκητής. Εἶχε γίνει χάλια· δὲν ἔτρωγε,
δὲν πλενόταν κιόλας καὶ ἦταν μέσ᾿ στὴν βρωμιά... Τὰ ροῦχα του ἀπὸ τὴν λέρα εἶχαν
λειώσει. Τὰ πῆρα νὰ τὰ πλύνω, ἀλλὰ τί νὰ πλύνης! Εἶχαν σαπίσει. Μιὰ φορὰ μοῦ
λέει: «Τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη τὸν ξεπέρασα». «Βρέ, τοῦ λέω, ἀπὸ τὴν λέρα ἁγίασε
ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης;». Μετὰ ἀπὸ λίγες
μέρες ποὺ ξαναῆρθε,
μοῦ λέει: «Τὸν Ὅσιο
Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη τὸν
ξεπέρασα». «Δηλαδή, πῶς τὸν ξεπέρασες;», τὸν ρωτάω. «Νά, ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, μοῦ
λέει, τὸ γύρισα σβούρα». «Βρέ, ὁ Ὅσιος Μάξιμος, τοῦ λέω, εἶχε ἐξαϋλωθῆ καὶ πετοῦσε,
δὲν γυρνοῦσε σὰν κι ἐσένα». Ἄρχισε μετὰ νὰ κάνη καὶ μνήμη θανάτου καὶ ἔλεγε μὲ
τὸν λογισμό του: «Τώρα εἶμαι στὴν κόλαση». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο, τάχα γιὰ νὰ
ταπεινωθῆ, ἄρχισε νὰ λέη: «τώρα εἶμαι διάβολος, σατανᾶς, καὶ θὰ πάω νὰ μαζέψω ὀπαδούς»,
ὁπότε ἔφθασε στὴν πλάνη.
Προσοχὴ στὴν φαντασία
– Γέροντα, ἔχετε πεῖ ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε
κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ φέρνουμε στὸν νοῦ μας διάφορες εἰκόνες ἀπὸ τὴν ζωὴ
τοῦ Χριστοῦ κ.λπ. Γιατί;
– Γιὰ νὰ μὴ μᾶς πλανέση ὁ διάβολος μὲ
φαντασίες. Ἡ φαντασία εἶναι καλή, εἶναι μεγάλη δύναμη, ἂν ἀξιοποιηθῆ. Μερικοὶ ἄνθρωποι
μπορεῖ λ.χ. νὰ δοῦν τώρα ἕνα τοπίο καὶ μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο νὰ τὸ θυμοῦνται ἀκριβῶς
ὅπως εἶναι καὶ νὰ τὸ ζωγραφίσουν. Αὐτὸ εἶναι μιὰ ἱκανότητα ποὺ τὴν δίνει ὁ Θεὸς
στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ διάβολος τὴν ἐκμεταλλεύεται. Ἐκεῖνοι ποὺ πλανιοῦνται, ὅ,τι
βλέπουν ἢ διαβάζουν, τὸ φαντάζονται ὅπως θέλουν καὶ ὕστερα αὐτὴν τὴν φανταστικὴ
εἰκόνα τὴν πιστεύουν γιὰ πραγματικότητα. Γιὰ νὰ βοηθηθοῦν, χρειάζονται πολλὴ
παρακολούθηση οἱ καημένοι, γιατὶ συνέχεια τοὺς ξεγελάει ὁ διάβολος.
Γι᾿ αὐτό, ὅποιος ἔχει ἐκ φύσεως φαντασία,
πρέπει νὰ προβληματίζεται, ὅταν τοῦ λένε ὅτι δὲν σκέφτεται σωστά, καὶ νὰ βάζη ἐρωτηματικὰ
στὸν λογισμό του. Εἶχα γνωρίσει μία ἁπλὴ γυναίκα, ποὺ προσευχόταν συνέχεια καὶ
παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ Τὸν δῆ ἐδῶ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, μιὰ ποὺ δὲν θὰ Τὸν ἔβλεπε,
καθὼς ἔλεγε, στὴν ἄλλη ζωή. Ὁ Χριστὸς πράγματι τῆς παρουσιάσθηκε τὴν ὥρα τῆς Θείας
Κοινωνίας μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο ὡς
βρέφος, μὲ ματωμένα
μαλλάκια, καὶ ὕστερα
χάθηκε, καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ κοινωνήση. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ
γεγονὸς ἄρχισε νὰ τὴν δουλεύη ὁ ἐχθρὸς μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι κάτι εἶναι. Ἀπὸ ᾿κεῖ
καὶ πέρα τὴν δούλευε μὲ τὴν φαντασία καὶ τῆς παρουσίαζε συνέχεια κινηματογραφικὲς
ταινίες. Ὅταν βγῆκα μιὰ φορὰ στὸν κόσμο, τὴν εἶχα βρεῖ σὲ ἕνα σπίτι καὶ ἄκουσα
τὶς φαντασίες ποὺ ἔλεγε σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ.
Τρόμαξα νὰ τὴν φέρω σὲ λογαριασμό. Ἡ μόνη λύση ἦταν νὰ τῆς δώσω ἕνα γερὸ
ξεσκόνισμα μπροστὰ σὲ ὅλους, γιὰ νὰ γίνουν γνωστὲς οἱ πλάνες της καὶ νὰ
ταπεινωθῆ.
– Φαντασία της ἦταν;
– Φαντασία καὶ πλάνη.
– Γέροντα, δὲν τὰ ἔλεγε αὐτὰ στὸν
πνευματικό της;
– Ξέρεις τί γίνεται; Ὁ σατανᾶς τοὺς
ξεγελάει μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν, δὲν προβληματίζονται καὶ δὲν σκέφτονται ὅτι
πρέπει νὰ τὰ ποῦν στὸν πνευματικό. Τί τεχνίτης εἶναι ὁ διάβολος! Φοβερό!
Ἂν
δὲν προσέξη κανεὶς
τὴν φαντασία του, ὁ
πειρασμὸς μπορεῖ νὰ
ἐκμεταλλευτῆ ἀκόμη καὶ ἕνα ἁπλό, φυσικό,
γεγονὸς καὶ νὰ τὸν πλανέση. Στὴν Μονὴ Στομίου, ὅταν διάβαζα τὸν ἑσπερινὸ τὸν
χειμώνα, ἄναβα τὴν σόμπα. Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀνέβαιναν καμμιὰ φορὰ στὸ μοναστήρι εἶχαν
παρατηρήσει ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ τέμπλο, τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ, ἔκανε
κρὰκ-κρὰκ – ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα προσέξει – καὶ ἔλεγαν ἡ μία στὴν ἄλλη: «Τὴν ὥρα ποὺ
διαβάζει ὁ καλόγερος τὸν ἑσπερινό, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας κάνει κρὰκ-κράκ». Ὅταν
τὸ ἄκουσα, εἶπα: «Γιά νὰ δῶ τὴν εἰκόνα ποὺ κάνει κρὰκ-κράκ». Ὄχι ὅτι δὲν
πιστεύω σὲ θεῖα γεγονότα· πιστεύω ὅτι ἡ Παναγία καὶ παρουσιάζεται καὶ μιλάει καὶ
τὴν βλέπουν ὅσοι ἔχουν πνευματικὴ κατάσταση, ἀλλὰ χρειάζεται προσοχή. Ἀνεβαίνω
λοιπὸν σὲ μιὰ καρέκλα καὶ κοιτάζω. Τί συνέβαινε; Ἡ εἰκόνα ἦταν παλιὰ καὶ εἶχε
τρέσα2 χωνευτά. Ὅταν ἄναβε ἡ σόμπα,
ζεσταινόταν τὸ
τρέσο καὶ μὲ τὴν διαστολὴ ἔκανε κρὰκ-κράκ.
Ἔβαλα ἕνα καρφάκι καὶ σταμάτησε ὁ
θόρυβος. Ὕστερα ρώτησα τὶς γυναῖκες: «Ἀκοῦτε
τώρα τίποτε;». «Ὄχι», μοῦ εἶπαν. «Ἔ,
μὴ δίνετε σημασία», τὶς εἶπα. Θέλει προσοχή,
γιατί, ἂν καλλιεργηθῆ σιγὰ-σιγὰ ἡ φαντασία, ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάει χαμένη.
– Γέροντα, πῶς καταλαβαίνει κανεὶς ἂν ἕνα
γεγονὸς εἶναι πράγματι ἀπὸ τὸν
Θεὸ ἢ ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο;
– Φαίνεται αὐτό. Ἂν δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό,
τοῦ φέρνει ὁ διάβολος λογισμοὺς ὑπερήφανους. Ὕστερα, ὅσα κάνει ὁ διάβολος εἶναι
χοντρά· φθάνει σὲ βλάσφημα πράγματα. Εἶχε ἔρθει μιὰ φορὰ στὸ Καλύβι ἕνας
πλανεμένος καὶ δαιμονισμένος. Τοῦ εἶπα μερικὰ πράγματα καὶ τὸν βοήθησα. Ξέρετε
τί μοῦ εἶπε; «Πρώτη φορὰ τὰ ἀκούω αὐτά! Οὔτε στὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὰ ἔχω
διαβάσει!». Δηλαδὴ σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Τὰ εἶπες καλύτερα ἀπὸ τὸν Χριστό».
Κατάλαβες τί κάνει ὁ διάβολος, γιὰ νὰ σοῦ φέρη ὑπερήφανο λογισμό; Πάντως, ἂν δὲν
καταλάβη ὁ ἄνθρωπος ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μὲ τὴν δική του δύναμη, ἀλλά,
ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καὶ χίλια δαιμόνια νὰ βγάλη ἀπὸ
δαιμονισμένους, πάλι τίποτε δὲν κάνει.
Ὁ διάβολος παρουσιάζεται ὡς ἄγγελος φωτὸς
Ὅποιος δὲν ἔχει νιώσει τὴν ἀνώτερη χαρά, τὴν
παραδεισένια, δὲν ἔχει δηλαδὴ πνευματικὲς ἐμπειρίες, εὔκολα μπορεῖ νὰ πλανηθῆ, ἂν
δὲν προσέξη. Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός. Ἐρεθίζει λίγο τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται μιὰ εὐχαρίστηση, ὁπότε τὸν πλανάει, δίνοντάς του τὴν ἐντύπωση
ὅτι ἡ εὐχαρίστηση αὐτὴ εἶναι πνευματική, θεία. Κλέβει τὴν καρδιὰ καὶ νομίζει ὁ ἄνθρωπος
πὼς πάει καλά.
«Δὲν ἔνιωσα, ταραχή», λέει. Ναί, ἀλλὰ αὐτὸ
ποὺ ἔνιωσες δὲν εἶναι ἡ πραγματική, ἡ
πνευματικὴ χαρά. Ἡ πνευματικὴ χαρὰ εἶναι
κάτι τὸ οὐράνιο.
Ὁ
διάβολος μπορεῖ νὰ παρουσιασθῆ καὶ σὰν ἄγγελος
ἢ σὰν ἅγιος.
Ὁ
καμουφλαρισμένος δαίμονας σὲ ἄγγελο ἢ σὲ ἅγιο
σκορπάει ταραχὴ – αὐτὸ ποὺ ἔχει –, ἐνῶ ὁ πραγματικὸς Ἄγγελος ἢ Ἅγιος σκορπάει
πάντα χαρὰ παραδεισένια καὶ ἀγαλλίαση οὐράνια. Ὁ ταπεινὸς καὶ καθαρὸς ἄνθρωπος,
ἀκόμη καὶ ἄπειρος νὰ εἶναι, διακρίνει τὸν Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν δαίμονα ποὺ
παρουσιάζεται σὰν ἄγγελος φωτός, γιατὶ ἔχει πνευματικὴ καθαρότητα καὶ
συγγενεύει μὲ τὸν Ἄγγελο. Ἐνῶ ὁ ἐγωιστὴς καὶ σαρκικὸς πλανιέται εὔκολα ἀπὸ τὸν
πονηρὸ διάβολο. Ὅταν ὁ διάβολος παρουσιάζεται σὰν ἄγγελος φωτός, ἂν ὁ ἄνθρωπος
βάλη ἕναν ταπεινὸ λογισμό, ἐξαφανίζεται. Ἕνα βράδυ, στὴν Μονὴ Στομίου, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο,
ἔλεγα τὴν εὐχὴ στὸ κελλὶ καθισμένος σὲ ἕνα σκαμνί. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀκούω ὄργανα
καὶ κλαρίνα σὲ ἕνα οἴκημα ποὺ ἦταν λίγο πιὸ πέρα γιὰ τοὺς ξένους.
Παραξενεύτηκα! «Τί ὄργανα εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀκούγονται τόσο κοντά!», εἶπα. Τὸ
πανηγύρι εἶχε περάσει. Σηκώνομαι ἀπὸ τὸ σκαμνὶ καὶ πηγαίνω στὸ παράθυρο νὰ δῶ τί
συμβαίνει ἔξω. Βλέπω ἡσυχία παντοῦ. Τότε κατάλαβα ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν πειρασμό, γιὰ
νὰ διακόψω τὴν προσευχή. Γύρισα καὶ συνέχισα τὴν εὐχή. Ξαφνικὰ ἕνα δυνατὸ φῶς
γέμισε τὸ κελλί. Ἡ ὀροφὴ ἐξαφανίστηκε, ἄνοιξε ἡ σκεπὴ καὶ φάνηκε μιὰ στήλη φωτὸς
ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανό. Στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς φωτεινῆς στήλης φαινόταν τὸ
πρόσωπο ἑνὸς ξανθοῦ νέου, μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ γένια, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν
Χριστό. Ἐπειδὴ ἔβλεπα τὸ μισὸ
πρόσωπό του, σηκώθηκα ἀπὸ τὸ σκαμνί, γιὰ νὰ
τὸ δῶ ὁλόκληρο. Τότε ἄκουσα μέσα
μου μιὰ φωνή: «Ἀξιώθηκες νὰ δῆς τὸν
Χριστό». «Καὶ ποιός εἶμαι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, ποὺ
ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν Χριστό;», εἶπα καὶ ἔκανα
τὸν σταυρό μου. Ἀμέσως τὸ φῶς καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς χάθηκαν καὶ εἶδα ὅτι ἡ ὀροφὴ
βρισκόταν στὴν θέση της.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος
δὲν ἔχη τὸ
κεφάλι του πολὺ
καλὰ κλειδωμένο, μπορεῖ
ὁ πονηρὸς νὰ τοῦ βάλη λογισμὸ ὑπερηφανείας καὶ νὰ τὸν πλανέση μὲ φαντασίες
καὶ ψεύτικα φῶτα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνεβάζουν στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ γκρεμίζουν στὸ
χάος. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ μὴ ζητάη ποτὲ φῶτα ἢ θεῖα χαρίσματα κ.λπ., ἀλλὰ
μετάνοια. Ἡ μετάνοια θὰ φέρη τὴν ταπείνωση καὶ μετὰ ὁ Καλὸς Θεὸς θὰ δώση ὅ,τι
τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο. Ὅταν ἤμουν στὸ Σινᾶ, στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης,
μιὰ φορὰ τὸ ταγκαλάκι πῆγε νὰ μέ... ἐξυπηρετήση! Τὸ ἀσκητήριο εἶχε τρία-τέσσερα
σκαλάκια. Τὴν νύχτα, ὅταν εἶχε ἀστροφεγγιά, πήγαινα στὶς σπηλιὲς καί, γιὰ νὰ
κατεβῶ τὰ σκαλάκια, ἄναβα τὸ τσακμάκι. Μιὰ φορὰ πάω νὰ ἀνάψω τὸ τσακμάκι, δὲν ἄναβε.
Σὲ μιὰ στιγμὴ βλέπω ἕνα φῶς σὲ ἕναν βράχο σὰν ἀπὸ δυνατὸ προβολέα, φάπ! Ὤ,
φώτισε τὰ πάντα γύρω! «Νὰ μοῦ λείψουν τέτοια φῶτα», εἶπα, καὶ γύρισα πίσω. Ἀμέσως
χάθηκε τὸ φῶς. Βρὲ τὸν διάβολο, δὲν ἤθελε νὰ φέξω μὲ τὸ τσακμάκι, γιὰ νὰ κατεβῶ!
«Κρίμα δὲν εἶναι, σοῦ λέει, νὰ παιδεύεται; Ἂς τοῦ δώσω ἐγὼ φῶτα»! Καλωσύνη του!
– Πῶς καταλάβατε, Γέροντα, ὅτι δὲν ἦταν ἀπὸ
τὸν Θεό;
– Ἔμ, καταλαβαίνεται. Φοβερό!
Τὰ ὄνειρα εἶναι ἀπατηλὰ
– Γέροντα, μὲ ταλαιπωροῦν κάτι ἄσχημα ὄνειρα...
– Ὅταν βλέπης ἄσχημο ὄνειρο, ποτὲ νὰ μὴν ἐξετάζης
τί εἶδες, πῶς τὸ εἶδες, ἂν
εἶσαι ἔνοχη, πόσο φταῖς. Ὁ πονηρός, ἐπειδὴ
δὲν μπόρεσε νὰ σὲ πειράξη τὴν ἡμέρα, ἔρχεται τὴν νύχτα. Ἐπιτρέπει καμμιὰ φορὰ
καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς πειράξη στὸν ὕπνο, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι δὲν πέθανε ἀκόμη ὁ παλαιὸς
ἄνθρωπος. Ἄλλες φορὲς πάλι ὁ ἐχθρὸς πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ
παρουσιάζει διάφορα ὄνειρα, γιὰ νὰ στενοχωρεθῆ, ὅταν ξυπνήση. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ δίνης
καθόλου σημασία· νὰ κάνης τὸν σταυρό
σου, νὰ σταυρώνης
τὸ μαξιλάρι, νὰ
βάζης καὶ τὸν
σταυρὸ καὶ κανα–δυὸ εἰκόνες ἐπάνω στὸ μαξιλάρι καὶ νὰ λὲς
τὴν εὐχὴ μέχρι νὰ σὲ πάρη ὁ ὕπνος. Ὅσο δίνεις σημασία, ἄλλο τόσο θὰ ἔρχεται ὁ ἐχθρὸς
νὰ σὲ πειράζη. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει μόνο
στοὺς μεγάλους, ἀλλὰ
καὶ στοὺς μικρούς.
Καὶ στὰ μικρὰ
παιδιὰ ἀκόμη, παρόλο ποὺ εἶναι ἀγγελούδια, ὁ ἐχθρὸς πηγαίνει καὶ τὰ
φοβερίζει, ὅταν κοιμοῦνται καὶ τινάζονται μὲ ἀγωνία, τρέχουν φοβισμένα καὶ μὲ
κλάματα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας. Ἄλλοτε πάλι τὰ πλησιάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ γελοῦν
μέσα στὸν ὕπνο τους ἀπὸ χαρὰ ἢ ξυπνᾶνε ἀπὸ τὴν μεγάλη τους χαρά. Ἑπομένως τὰ ὄνειρα
ποὺ φέρνει ὁ πειρασμὸς εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπίδραση τοῦ ἐχθροῦ στὸν ἄνθρωπο τὴν
ὥρα ποὺ κοιμᾶται.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, νιώθης ἕνα πλάκωμα τὴν
ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι;
– Μερικὲς φορὲς αὐτὸ ὀφείλεται σὲ μιὰ ἀγωνιώδη
κατάσταση ποὺ ζῆ κανεὶς μέσα στὴν ἡμέρα ἢ σὲ διάφορους φόβους, σὲ διάφορες ὑποψίες
κ.λπ. Φυσικὰ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ
χρησιμοποιήση τὸ ταγκαλάκι, νὰ κάνη κάποιον συνδυασμό,
γιὰ νὰ ζαλίση τὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς
φορὲς εἶναι τόσο ἐλαφρὸς ὁ ὕπνος, ποὺ νομίζει κανεὶς
ὅτι εἶναι ξυπνητὸς καὶ ὅτι προσεύχεται, γιὰ
νὰ φύγη αὐτὸ τὸ πλάκωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο
τοῦ κρατιέται ἀκόμη καὶ ἡ ἀναπνοή.
Καμμιὰ φορὰ μάλιστα ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ
πάρη τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἑνὸς Ἁγίου καὶ νὰ παρουσιασθῆ στὸν ὕπνο κάποιου.
Κάποτε παρουσιάσθηκε σὲ ἕναν ἄρρωστο στὸν ὕπνο του μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου
καὶ τοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. Ἦρθα νὰ σοῦ πῶ ὅτι θὰ πεθάνης. Τ᾿ ἀκοῦς;
Θὰ πεθάνης». Τρόμαξε ὁ ἄνθρωπος. Ποτὲ ἕνας Ἅγιος δὲν μιλάει ἔτσι σὲ ἕναν ἄρρωστο.
Καὶ ἂν τυχὸν εἶναι νὰ πεθάνη ὁ ἄρρωστος
καὶ παρουσιασθῆ ἕνας Ἅγιος νὰ τὸν πληροφορήση
γιὰ τὸν θάνατό του, θὰ τοῦ τὸ πῆ
μὲ καλὸν τρόπο: «Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Θεὸς ποὺ ταλαιπωρεῖσαι, γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πάρη ἀπὸ
αὐτὸν τὸν κόσμο. Κοίταξε νὰ ἑτοιμασθῆς». Δὲν θὰ τοῦ πῆ: «Τ᾿ ἀκοῦς; Θὰ πεθάνης»!
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, φωνάζη κανεὶς στὸν ὕπνο
του;
– Καλύτερα, ξυπνάει... Πολλὰ ὄνειρα εἶναι
τῆς ἀγωνίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀγωνία ἢ εἶναι κουρασμένος, παλεύουν αὐτὰ μέσα
του καὶ τὰ βλέπει σὲ ὄνειρο. Ἐγὼ πολλὲς φορές, ὅταν τὴν ἡμέρα ἀντιμετωπίζω
διάφορα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀδικίες ποὺ συμβαίνουν κ.λπ., ὕστερα στὸν ὕπνο
μου μαλώνω μὲ τὸν ἄλλον: «βρὲ ἀθεόφοβε, φωνάζω, ἀναίσθητος εἶσαι!» καὶ μὲ τὶς
φωνὲς ποὺ βάζω ξυπνάω.
– Γέροντα, ἀπὸ τὰ ὄνειρα μπορεῖ κανεὶς νὰ
προβλέψη κάτι ποὺ θὰ τοῦ συμβῆ;
– Ὄχι, μὴ δίνετε σημασία στὰ ὄνειρα. Εἴτε
εὐχάριστα εἶναι τὰ ὄνειρα εἴτε δυσάρεστα,
δὲν πρέπει νὰ τὰ πιστεύη κανείς, γιατὶ
ὑπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τὰ ἐνενῆντα
πέντε τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τὰ ὄνειρα εἶναι ἀπατηλά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε νὰ
μὴν τὰ δίνουμε σημασία. Πολὺ λίγα ὄνειρα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτά, γιὰ
νὰ τὰ ἑρμηνεύση κανείς, πρέπει νὰ ἔχη καθαρότητα καὶ ἄλλες προϋποθέσεις, ὅπως ὁ
Ἰωσὴφ3 καὶ ὁ Δανιήλ, ποὺ εἶχαν χάρισμα ἀπὸ
τὸν Θεό. «Θὰ σοῦ πῶ, εἶπε ὁ Δανιὴλ στὸν Ναβουχοδονόσορα, καὶ τί ὄνειρο
εἶδες καὶ τί σημαίνει»4.
Ἀλλὰ σὲ τί κατάσταση εἶχε φθάσει!
Ἦταν μέσα στὰ λιοντάρια καὶ τὰ λιοντάρια, παρόλο ποὺ ἦταν νηστικά, δὲν τὸν πείραζαν5.
Τοῦ πῆγε ὁ Ἀββακοὺμ φαγητό, κι ἐκεῖνος εἶπε: «Μὲ θυμήθηκε ὁ Θεός;»6. Ἂν δὲν
θυμόταν ὁ Θεὸς τὸν Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θὰ θυμόταν;
– Γέροντα, μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν ὄνειρα.
– Καλύτερα ποὺ δὲν βλέπουν! Δὲν ξοδεύουν οὔτε
εἰσιτήρια, οὔτε βενζίνη! Στὰ
ὄνειρα σὲ ἕνα λεπτὸ βλέπεις
κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα θὰ διαρκοῦσε ὧρες, μέρες, γιατὶ καταργεῖται ὁ χρόνος. Νά, ἀπὸ
αὐτὸ μπορεῖ νὰ καταλάβη κανεὶς τὸ ψαλμικό: «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς
ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε»7.
Προσοχὴ στὰ ὁράματα
– Γέροντα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς διηγοῦνται
ὁράματα ἢ λένε ὅτι εἶδαν ἕναν
Ἅγιο κ.λπ., τί νὰ λέμε;
– Καλύτερα νὰ τοὺς λέτε νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοί.
Αὐτὸ εἶναι πιὸ σίγουρο, γιατὶ
δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν ἂν ἕνα ὅραμα
εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν διάβολο.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι ἕνα ὅραμα,
πρέπει νὰ μὴν τὸ δέχεται ἐξαρχῆς ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἴσα–ἴσα συγκινεῖται, κατὰ
κάποιον τρόπο, ὅταν βλέπη τὸ πλάσμα Του νὰ μὴν τὸ δέχεται, γιατὶ αὐτὸ δείχνει ὅτι
ἔχει ταπείνωση. Ἂν πράγματι ἦταν Ἅγιος αὐτὸς ποὺ παρουσιάσθηκε, ὁ Θεὸς ξέρει
μετὰ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ πληροφορήση τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ὁδηγήση σ᾿ αὐτὸ ποὺ
θέλει. Χρειάζεται προσοχή, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔρθη τὸ ταγκαλάκι, νὰ πατήση τὸ
κουμπὶ καὶ νὰ ἀρχίση ἡ τηλεόραση...
Ἦταν μιὰ ψυχὴ ποὺ δὲν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους,
καὶ γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Ὁ Θεὸς τῆς παρουσίασε κάτι, γιὰ νὰ
βοηθηθῆ. Ὕστερα ὅμως ὁ διάβολος τῆς ἔβαλε λογισμούς: «Φαίνεται, γιὰ νὰ σὲ ἀξιώση
ὁ Θεὸς νὰ δῆς αὐτὸ τὸ ὅραμα – ποιός ξέρει; – σὲ προορίζει γιὰ κάτι ἀνώτερο». Ἀπὸ
τὴν στιγμὴ ποὺ πίστεψε κάτι τέτοιο, ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ κάνη τὴν δουλειά του
καὶ τὴν ἔκανε κουμάντο! Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Θεὸς πάλι τὴν λυπήθηκε. Εἶδε ἕνα ὅραμα καὶ
ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τῆς λέη: «Νὰ γράψης ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ εἶδες στὸν πατέρα Παΐσιο».
Ἔτσι μοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα μὲ ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε. Ὁ
πειρασμὸς τὴν εἶχε
ἁλωνίσει. Πραγματικὰ ὁράματα, ἀλλὰ ὅλα ἦταν τοῦ πειρασμοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ ὁράματα
ποὺ μοῦ ἀνέφερε, μόνον τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο
ἦταν ἀπὸ τὸν
Θεό. Τὸ τελευταῖο
τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὴν φέρη σὲ λογαριασμό, νὰ τὴν βοηθήση νὰ ἀπαλλαγῆ
ἀπὸ τὴν πλάνη. Τελικὰ ἡ καημένη ἄκουσε τί τῆς εἶπα καὶ ξέμπλεξε.
Χαρακτηριστικὰ τοῦ πλανεμένου
– Γέροντα, πῶς μπορεῖς νὰ καταλάβης ὅτι
κάποιος εἶναι πλανεμένος;
– Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ὄψη του μπορεῖς νὰ τὸ
καταλάβης. Ὁ πλανεμένος παρουσιάζει μία ἐξωτερικὴ
ψεύτικη ἀπάθεια. Φαίνεται
ταπεινὸς καὶ πρᾶος,
ἀλλὰ μέσα του κρύβει τὴν μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂν
κοιτάξετε τὰ μάτια του, θὰ δῆτε ὅτι βλέπει τοὺς ἄλλους ταλαίπωρους, σὰν μυρμήγκια.
Μπορεῖς ὅμως νὰ τὸν καταλάβης καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέει. Ἦταν ἕνας πλανεμένος, ποὺ
πολὺς κόσμος τὸν εἶχε γιὰ ἅγιο. Ἔλεγε ὅτι τοῦ εἶχε παρουσιασθῆ ὁ Χριστὸς καβάλα
σὲ ἕνα ἄλογο, κρατώντας ἕνα φλασκὶ μὲ κρασί, τὸν κέρασε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τότε ἀπέκτησε
τὸ διορατικὸ χάρισμα! Μιὰ φορὰ ποὺ μιλοῦσε στὸν κόσμο, κάποιος τὸν ρώτησε:
«Γιατί δὲν μπορῶ νὰ κάνω κι ἐγὼ θαύματα;». «Γιατὶ ἐσὺ ἔκανες ἐκείνη κι ἐκείνη τὴν
ἁμαρτία...», τοῦ ἀπάντησε. Πανικοβλήθηκε ὁ καημένος καὶ ἦρθε νὰ μοῦ τὸ πῆ.
«Καλά, τοῦ λέω, οἱ Ἅγιοι θεατρίζουν ποτὲ τοὺς ἀνθρώπους; Μόνον ὁ διάβολος θεατρίζει.
Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ὁ διάβολος μιλάει; Καὶ ἂν εἶναι ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ
πλανεμένος, πάλι ὁ
διάβολος τὰ λέει». Μιὰ γυναίκα μοῦ εἶπε ὅτι εἶχαν
πάει μιὰ δαιμονισμένη σὲ
κάποιον, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν
ἀκούσει ὅτι ἔβγαζε
δαιμόνια κ.λπ. Αὐτὸς τοὺς πῆρε καὶ τοὺς πῆγε σὲ ἕνα χαλασμένο ἐξωκκλήσι.
Μόλις μπῆκαν στὸ ἐκκλησάκι, πῆρε ἕνα ἐπιτραχήλι καὶ τὸ φόρεσε. Παραξενεύτηκε ἡ
γυναίκα! Λαϊκὸς καὶ νὰ φορέση ἐπιτραχήλι! «Εἶσαι παπᾶς;», τοῦ λέει. «Τί θὰ πῆ
παπάδες!», λέει αὐτὸς καὶ ἄρχισε νὰ κατηγορῆ τοὺς ἱερεῖς. Ἔτσι κατάλαβαν οἱ
καημένοι τὴν πλάνη του καὶ σηκώθηκαν καὶ ἔφυγαν.
Πλάνη καὶ τρέλλα
– Γέροντα, ὁ πλανεμένος εἶναι καὶ τρελλός;
– Ὄχι πάντα. Ἄλλο πλάνη, ἄλλο τρέλλα.
Μερικοὶ μόνον πλανῶνται, καὶ ἄλλοι πλανῶνται, ἀλλὰ παθαίνει καὶ τὸ μυαλό τους.
Εἶχα γνωρίσει ἕναν μοναχὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ δὲν ἄκουγε κανέναν. Εἶχε φύγει ἀπὸ
τὸ μοναστήρι του καὶ γύριζε μέσα στὸ Ὄρος. Τέσσερις-πέντε φορὲς εἶχε πάει δῆθεν
νὰ ἀσκητέψη καὶ τὸν συμβούλεψα νὰ γυρίση στὴν μετάνοιά8 του. Τελικὰ ἀγόρασε ἕνα Καλύβι9 καὶ ἔμενε μόνος του. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες ἦρθε
καὶ μὲ βρῆκε.
«Νὰ γυρίσης, τοῦ
λέω, στὸ μοναστήρι
σου».
«Τώρα,
μοῦ λέει, πῆρα ἀπολυτήριο ἀπὸ τὸ μοναστήρι·
δὲν μὲ δέχονται
ἐκεῖ».
«Πρόσεξε,
πρόσεξε πολύ, τοῦ
λέω. Τοὐλάχιστον κοίτα
νὰ συνδεθῆς μὲ
κανέναν
Γέροντα, γιὰ νὰ κάνης ὑπακοὴ καὶ νὰ μὴ ζῆς
στὸ θέλημά σου». «Ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνω», μοῦ λέει. «Σήκω, τοῦ
λέω, νὰ πᾶς σὲ μοναστήρι». «Ἐγώ, ἐρημίτης τώρα, νὰ γυρίσω πίσω; Νὰ πᾶς ἐσύ», μοῦ
λέει. «Ἐγὼ νὰ πάω μόνος μου; Ἂν θέλης νὰ πάω μαζί σου, νὰ τὸ κάνω μὲ ὅλη μου τὴν
καρδιά», τοῦ λέω. «Ἄκου ἐδῶ, μοῦ λέει, ἂν βαρέθηκες ἐσὺ τὴν ἡσυχία καὶ θὲς νὰ πᾶς
σὲ μοναστήρι, νὰ πᾶς». Ὅταν εἶδα νὰ φέρεται ἔτσι, μὲ ἀναίδεια, τὸν ἄφησα κι ἐγώ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔμαθα ὅτι δαιμονίσθηκε, ἀλλὰ καὶ τρελλάθηκε. Τοῦ εἶχε
παρουσιασθῆ ὁ διάβολος σὰν τὴν Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, ἅμα πέσης νὰ
μὲ προσκυνήσης, θὰ σοῦ δώσω τὰ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Ὁπότε
σκέφθηκε: «θὰ πάρω τώρα τὰ ἑπτὰ χαρίσματα καὶ θὰ τοὺς βάλω ὅλους κάτω» καὶ
πέφτει, τὸν προσκυνάει. Μόλις προσκύνησε, τὸν τράνταξε ὁ διάβολος καὶ δαιμονίσθηκε.
Μὲ τὸ τράνταγμα ὅμως ποὺ τοῦ ἔκανε, σάλεψαν καὶ τὰ λογικά του. Πῆγε μετὰ στὴν Ἱερὰ
Κοινότητα10, νὰ γίνη Πρωτεπιστάτης! Κλείδωσε μέσα τοὺς πατέρες ποὺ ἦταν ἐκεῖ, πῆρε τὴν ράβδο τοῦ Πρωτεπιστάτη καὶ κατέβαινε
καμαρωτὸς τὰ σκαλιά. Βλέπουν οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω ἄλλον Πρωτεπιστάτη νὰ κατεβαίνη!...
Μὲ τρόπο τὸν ἀκολούθησαν μὲ ἕνα τζὶπ καὶ πιὸ κάτω τὸν πῆραν μαζί τους καὶ τὸν
κατέβασαν στὸ ψυχιατρεῖο. Τώρα ἔχει ὑποχωρήσει τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ ἡ τρέλλα
μένει.
– Καὶ ὁ πλανεμένος, Γέροντα, δὲν εἶναι κατὰ
κάποιον τρόπο δαιμονισμένος;
– Ἔμ, τί εἶναι; Μπορεῖ μάλιστα ὁ
πλανεμένος νὰ ἔχη καὶ περισσότερα δαιμόνια ἀπὸ ἕναν δαιμονισμένο. Ἄλλο ὅμως πλανεμένος, ἄλλο δαιμονισμένος.
Προσοχὴ στοὺς πλανεμένους
Εἶναι δυὸ-τρεῖς πνευματικοὶ ποὺ ἔχουν λίγη
εὐλάβεια καὶ λίγη βλάβη μαζὶ καὶ μπερδεύουν
τὸν κόσμο. Καὶ ὅλους τοὺς
βγάζουν δαιμονισμένους. Δὲν ἀκοῦνε
κανέναν. «Εἶμαι παπᾶς, λένε, ἔχω ἐξουσία»! Ἂν σᾶς λένε γιὰ τέτοιες περιπτώσεις,
νὰ προβληματίζετε τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ κάνουν κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Νὰ τοὺς
λέτε:
«Νὰ βρῆτε ἕναν σωστὸ πνευματικὸ νὰ πᾶτε,
γιὰ νὰ βοηθηθῆτε». Φθάνουν στὸ σημεῖο
νὰ
χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομά
μου, ἀκόμη καὶ
φωτογραφία μου, γιὰ νὰ δίνουν
τὴν
ἐντύπωση στὸν κόσμο ὅτι ἔχουν ἐπικοινωνία
μαζί μου.
Αὐτοὶ βέβαια ἔχουν ἐλαφρυντικά, γιατὶ εἶναι
ἐλαφρούτσικοι. Ὑπάρχουν ὅμως κάποια κακοήθη στοιχεῖα ποὺ παρουσιάζουν τὸ ξίδι
γιὰ κρασί. Ἕνας ἔκανε τὸν λογιστὴ πρῶτα, κάπου δούλευε, ἀλλὰ τώρα γυρίζει ὅλη τὴν
βόρεια Ἑλλάδα καὶ παρουσιάζεται ὅτι εἶναι ὑποτακτικός μου. Λέει ὅτι τοῦ ἔδωσα τὸ
διορατικὸ καὶ ἄλλα τέσσερα-πέντε χαρίσματα, καὶ ἔτσι πλανᾶ τὸν κόσμο καὶ
μαζεύει χρήματα.
– Κληρικὸς εἶναι;
– Ὄχι, λαϊκός. Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ στὴν Δάφνη
καὶ κρύφθηκε, γιὰ νὰ μὴν τὸν δῶ, ἐπειδὴ εἶναι... γνήσιο τέκνο μου! Εὐτυχῶς πίνει,
μυρίζει οὖζο, τὸν βλέπουν μερικοὶ ζαλισμένο, καὶ λίγο προβληματίζονται.
Πόσοι τέτοιοι ἀπατεῶνες ὑπάρχουν ποὺ ἐκμεταλλεύονται
τὸν πόνο τοῦ κόσμου
καὶ κάνουν ἐμπόριο! Εἶπε κάποιος σὲ μιὰ χήρα
γυναίκα: «Τὸ ἕνα χέρι τοῦ ἀνδρός σου δὲν ἔχει λειώσει, γιατὶ ἡ ψυχή του ἔχει ἀνάγκη
ἀπὸ προσευχή». «Τί νὰ κάνω τώρα; λέει ἡ φουκαριάρα. Ἂς τοῦ δώσω χρήματα, γιὰ νὰ
προσευχηθῆ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνδρός μου». Ἀφοῦ τῆς πῆρε ἀρκετὰ χρήματα, μετὰ ἀπὸ
λίγο τῆς λέει: «Ἄντε, ἀποφύγαμε τὸν πρῶτο κίνδυνο, τώρα εἶναι λίγο
καλύτερα...». Δῶσ᾿ του-δῶσ᾿ του χρήματα, τῆς πῆρε τὴν μισὴ περιουσία, γιὰ νὰ βρῆ
ἀνάπαυση ὁ ἄνδρας της!
Εἶναι καὶ μερικοὶ πλανεμένοι ποὺ
σταυρώνουν ἀρρώστους, μουρμουρίζοντας κάτι, καὶ δῆθεν τοὺς κάνουν καλά. Ξεγελιοῦνται
οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ πάρουν τὸν παπᾶ νὰ κάνουν ἕνα εὐχέλαιο
ἢ νὰ τοὺς διαβάση μιὰ εὐχή, ἀλλὰ πᾶνε σ᾿ αὐτούς. Δίνουν ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἕνα
σωρὸ χρήματα. Μοῦ εἶπαν ὅτι σὲ ἕνα χωριὸ ἦταν δυὸ πλανεμένοι ποὺ εἶχαν καλὴ
συνεργασία!... Ἔφερνε ὁ διάβολος σὲ κάποιον συγχωριανό τους λ.χ. ἕναν δυνατὸ
πονοκέφαλο ἢ προκαλοῦσε ἕνα πιάσιμο στὴν μέση καὶ μετὰ πήγαινε στὸν ἕναν
πλανεμένο καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ὁ τάδε ἔχει δυνατὸ πονοκέφαλο γιὰ τὸν τάδε λόγο». Σὲ
κάποια εὐκαιρία ἔλεγε στὸν συγχωριανό του ὁ πλανεμένος: «ἐγὼ ξέρω γιατί σοῦ
πονάει τὸ κεφάλι» καὶ τοῦ φανέρωνε ἀμέσως τὴν αἰτία. «Ἀλήθεια, τί ἀποκάλυψη! ἔλεγε
ἐκεῖνος. Καὶ τώρα, τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ μοῦ περάση;». «Νὰ πᾶς στὸν τάδε»,
τοῦ ἔλεγε καὶ τὸν ἔστελνε στὸν ἄλλον πλανεμένο. Εἴδατε τί σοφίσθηκε ὁ διάβολος,
γιὰ νὰ κρατάη τοὺς ἀνθρώπους στὴν πλάνη; Ἔβαλε δυὸ πλανεμένους νὰ συνεργασθοῦν,
ὁ ἕνας νὰ κάνη τὴν διάγνωση καὶ ὁ ἄλλος δῆθεν νὰ θεραπεύη, γιὰ νὰ κρατάη τὸν
κόσμο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Τὰ φθηνὰ χαρίσματα τῶν πλανεμένων
– Γέροντα, γιατί οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν
γιὰ κάποιο πρόβλημά τους συχνὰ σὲ πλανεμένους;
– Γιατὶ ὁ διάβολος ἔχει φθηνὰ τὰ χαρίσματα
καὶ τὰ παίρνουν εὔκολα. Αὐτὰ ποὺ τοὺς λένε νὰ κάνουν, δὲν εἶναι δύσκολα καὶ τοὺς
ἀναπαύουν στὰ πάθη τους. Ἀντὶ νὰ μετανοήσουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουν ὡς ἄνθρωποι
καὶ νὰ πᾶνε σὲ ἕναν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν, βρίσκουν κάτι πλανεμένους,
δηλαδὴ τὸν διάβολο, καὶ ζητοῦν ἀπὸ ἐκεῖνον νὰ τοὺς λύση τὸ πρόβλημά τους. Ὕστερα
βασανίζονται καὶ δὲν καταλαβαίνουν ὅτι τοὺς ἔχει δέσει ὁ διάβολος καὶ τοὺς
κάνει κουμάντο.
– Καὶ πῶς τοὺς πιστεύουν, Γέροντα;
– Εἶναι ζαλισμένοι οἱ ἄνθρωποι. Πόσοι λένε
ὅτι ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸν
σωστὸ δρόμο, ἐνῶ κουβαλοῦν στὸν ὦμο τους ἕνα
τσουβάλι καὶ ἔχουν κρυμμένο μέσα
τὸν διάβολο! Ὁ Καλὸς Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἀφήνει
νὰ κρυφθῆ τελείως. Καμμιὰ φορὰ βγάζει ὁ διάβολος κάποιο κέρατο ἢ τὴν οὐρά του,
τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ φωνάζουν τρομαγμένοι: «Τί εἶναι αὐτό; Κέρατο; Οὐρά;».
«Ὄχι, τί λέτε; Μελιτζάνα εἶναι!», τοὺς λένε ἐκεῖνοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν καὶ
νὰ παρουσιάσουν διαβολικὰ
πράγματα γιὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα.
Κι ἐδῶ μιὰ μέρα ἦρθε κάποιος μὲ μιὰ
συντροφιὰ ποὺ ἦταν πλανεμένος. Εἶχε
μαζί του καμμιὰ δεκαριὰ ἄτομα καὶ ἔκανε τὸν
Γέροντα. Τοὺς ρωτάω: «Ἀνήκετε σὲ καμμιὰ ὀργάνωση;». Δὲν ἀπαντοῦσαν. «Σὲ
κανέναν σύλλογο;». Δὲν ἀπαντοῦσαν.
«Ἔχετε κανέναν πνευματικό;». Τίποτε. Ἄρχισαν,
ἔβαζαν μετάνοιες. Τοὺς ἔφερε ἐδῶ, γιὰ νὰ τοὺς πλανάη. Νὰ λέη μετά: «πήγαμε καὶ
στὸν πατέρα Παΐσιο καὶ συμφωνεῖ μαζί
μας»! Κατάλαβες; Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν δῶ,
γιατὶ τὸ ἐκμεταλλεύεται μετά. Φαινόταν ὕποπτος ἐκεῖνος. Οἱ ὀπαδοί του
φαίνονταν παρασυρμένοι. Οἱ καημένοι ἔπεσαν κάτω, γονατιστοί.
– Τοὺς εἴπατε τίποτε, Γέροντα;
– Τοὺς εἶπα, ἀλλὰ ὁ πονηρός, ὅταν φεύγουν ἀπὸ
᾿δῶ, τοὺς λέει ἄλλα· ἀπὸ ᾿δῶ-
ἀπὸ ᾿κεῖ τοὺς πάει, καὶ τοὺς φέρνει πάλι
στὸν δρόμο του.
– Πῶς θὰ προφυλαχθῆ, Γέροντα, κανεὶς ἀπὸ
τοὺς πλανεμένους;
–
Μένοντας μέσα στὴν
μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας
μας. Βέβαια, ἂν
κάποιος
ἀκολουθήση ἀπὸ ἄγνοια ἕναν πλανεμένο, δὲν
θὰ τὸν ἀφήση ὁ Θεός. Θὰ τὸν βοηθήση νὰ καταλάβη τὸ λάθος του καὶ νὰ ἐπιστρέψη
στὴν ἀλήθεια.
Διόρθωση πλανεμένου
– Γέροντα, τί βοηθάει νὰ συνέλθη ἕνας ποὺ ἔχει
πλανεμένες ἰδέες;
– Νὰ συναισθανθῆ τὰ χάλια του, νὰ μὴν
πιστεύη καθόλου στὸν λογισμό του, νὰ ἐξομολογῆται στὸν πνευματικὸ ὅλους τοὺς
λογισμούς του καὶ νὰ κάνη ὑπακοὴ σὲ ὅ,τι τοῦ λέει ὁ πνευματικός. Νὰ ζητᾶ
συνέχεια τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔρθη πάλι ἡ θεία Χάρις. Δηλαδὴ χρειάζεται νὰ
ταπεινωθῆ, γιὰ νὰ συνέλθη καὶ νὰ σωθῆ.
Καὶ βλέπεις, τὰ κρίματα, οἱ βουλές, τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Πὰ πὰ πά..., ἡ ἀγάπη Του δὲν ἔχει ὅρια! Κάποιος ἐρχόταν
συχνὰ ἐκεῖ στὸ Καλύβι καὶ εἶχε ὅλο πλανεμένες ἰδέες. Τόσα τοῦ ἔλεγα, τίποτε δὲν
ἄκουγε. Ὅλα τὰ ἔπαιρνε ἀνάποδα. Ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔκανε κηρύγματα
καὶ ἔκανε πολὺ κακό. Ἔλεγε ὅτι ἔπαιρνε ἐντολὲς ἀπὸ μένα καὶ μπέρδευε τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀκόμη καὶ κάτι βιβλία ποὺ τοῦ εἶχα δώσει
κάποτε εὐλογία, τὰ
παρουσίαζε καὶ αὐτά,
γιὰ νὰ πιστεύουν
οἱ ἄνθρωποι ὅτι μὲ συμβουλευόταν. Μιὰ φορά, ἐνῶ ἔλεγε διάφορα, γιὰ μιὰ
στιγμὴ τὸν ἐγκατέλειψε τελείως ἡ θεία Χάρις καὶ ἄρχισε νὰ βρίζη πολὺ ἄσχημα τὸν
Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ὁπότε ὁ κόσμος προβληματίσθηκε καὶ σκόρπισε. Ὕστερα τὸν
πῆραν μὲ τὴν κλούβα καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ ψυχιατρεῖο. Βλέπετε μέχρι ποῦ φθάνει ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Νὰ ἀφήνη νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομά Του, ἀρκεῖ νὰ βοηθηθοῦν, νὰ
γλυτώσουν τὰ πλάσματά Του!
– Γέροντα, ἂν ἕνας πλανεμένος καταλάβη τὴν
πλάνη του καὶ μετανοιώση, θὰ μετανοιώσουν καὶ οἱ ὀπαδοί του;
– Ἂν ἔχη πραγματικὴ μετάνοια,
πρέπει νὰ ταπεινωθῆ
καὶ νὰ τοὺς πῆ ὅτι
ἔσφαλε
καὶ νὰ προσπαθήση
νὰ τοὺς ἐπαναφέρη
στὸν σωστὸ δρόμο.
Ἂν ὅμως
ἀποκαλυφθοῦν οἱ πλάνες κάποιου πλανεμένου
καὶ ὁ ἴδιος παραμένη στὴν πλάνη, τότε χρειάζεται νὰ διαφωτισθοῦν μὲ τρόπο οἱ ὀπαδοί
του. Ἐπειδὴ μερικοὶ πλανεμένοι φθάνουν νὰ δροῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὑπάρχει
φόβος, ἂν οἱ ὀπαδοί τους μάθουν ξαφνικὰ ὅτι ὅσα τοὺς ἔλεγαν ἦταν πλάνες, νὰ
σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ ξερριζωθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ὁ Γέροντας
χαρακτηρίζει ὡς ξερὴ τὴν ἄσκηση
ποὺ γίνεται αὐτοσκοπὸς
καὶ δὲν
χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο γιὰ τὴν κάθαρση τῆς
καρδιᾶς καὶ τὴν ἐν Χριστῷ τελείωση.
2
Μικρὰ ἐπιμήκη σανίδια ποὺ τοποθετοῦνται σὲ ἐγκοπή, ἡ ὁποία γίνεται στὸ πίσω
μέρος ἑνὸς μεγάλου σανιδιοῦ, γιὰ νὰ μὴν
κυρτώση τὸ σανίδι.
3 Βλ. Γέν. 37, 5-11.
4 Βλ. Δαν. 2, 25-46.
5 Βλ. Δαν. 6, 16 κ.ἑ.
6 Βλ. Δαν., Βὴλ καὶ Δράκων, 34-38.
7 Ψαλμ. 89, 4.
8 Στὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἐκάρη μοναχός.
9 Οἴκημα
τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει δύο-τρία κελλιὰ καὶ μικρὸ ναὸ καὶ ἀνήκει σὲ μία ἀπὸ τὶς εἴκοσι
Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
10
Τὸ κτίριο στὶς Καρυές, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἄθω, ὅπου ἑδρεύει ἡ «Ἱερὰ
Κοινότητα»,
τὸ διοικητικὸ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν ὁποία
συγκροτοῦν εἴκοσι μέλη, ἀντιπρόσωποι τῶν εἴκοσι Μονῶν, ἐκλεγόμενα κάθε χρόνο.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου