Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ δύναμη τοῦ καλοῦ λογισμοῦ
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τὰ βλέπη ὅλα μὲ καλοὺς
λογισμούς, ἐξαγνίζεται καὶ χαριτώνεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Μὲ τοὺς ἀριστεροὺς λογισμοὺς κατακρίνει καὶ
ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους,
ἐμποδίζει τὴν θεία Χάρη νὰ ἔρθη,
καὶ ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ τὸν ἁλωνίζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Οἱ καλοὶ καὶ οἱ κακοὶ λογισμοὶ399
Ἡ δύναμη τοῦ καλοῦ λογισμοῦ
Γέροντα, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ Δ´ βιβλίο
τῶν Μακκαβαίων, ἀναφέρεται:
«Ὁ
εὐσεβὴς λογισμὸς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς
τῶν παθῶν, ἀλλὰ ἀνταγωνιστής»400. Τί
σημαίνει;
– Κοίταξε νὰ δῆς: Τὰ πάθη εἶναι βαθιὰ
ριζωμένα μέσα μας, ἀλλὰ ὁ εὐσεβής, ὁ καλός, λογισμὸς μᾶς βοηθάει νὰ μὴν ὑποδουλωνώμαστε
σ᾿ αὐτά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φέρνη ὅλο καλοὺς λογισμοὺς καὶ σταθεροποιήση μιὰ καλὴ
κατάσταση, τὰ πάθη παύουν νὰ ἐνεργοῦν, ὁπότε εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν. Δηλαδὴ ὁ
εὐσεβὴς λογισμὸς δὲν ξερριζώνει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὰ πολεμάει καὶ μπορεῖ νὰ τὰ
καταβάλη. Νομίζω, ὁ συγγραφεὺς περιγράφει τί μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ
Παῖδες, ἡ μητέρα τους Ἁγία Σολομονὴ καὶ ὁ διδάσκαλός τους Ἅγιος Ἐλεάζαρος, ἔχοντας
εὐσεβεῖς λογισμούς401, γιὰ νὰ δείξη ἀκριβῶς τὴν δύναμη τοῦ καλοῦ λογισμοῦ.
Ἕνας
καλὸς λογισμὸς ἰσοδυναμεῖ
μὲ μιὰ πολύωρη
ἀγρυπνία! Ἔχει μεγάλη
δύναμη. Ὅπως τώρα κάποια νέα ὅπλα σταματοῦν
μὲ ἀκτίνες λέιζερ τὸν πύραυλο στὴν βάση του καὶ τὸν ἐμποδίζουν νὰ ἐκτοξευθῆ, ἔτσι
καὶ οἱ καλοὶ λογισμοὶ προλαβαίνουν καὶ καθηλώνουν τοὺς κακοὺς λογισμοὺς στὰ «ἀεροδρόμια»
τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεκινοῦν. Γι᾿ αὐτὸ προσπαθῆστε, ὅσο μπορεῖτε, πρὶν
προλάβη ὁ πειρασμὸς νὰ σᾶς φυτέψη κακοὺς λογισμούς, νὰ φυτεύετε ἐσεῖς καλοὺς
λογισμούς, γιὰ νὰ γίνη ἡ καρδιά σας ἀνθόκηπος καὶ νὰ συνοδεύεται ἡ προσευχή σας
ἀπὸ τὴν θεία εὐωδία τῆς καρδιᾶς σας.
Ὅταν κανεὶς κρατᾶ ἔστω καὶ λίγο ἀριστερό,
δηλαδὴ κακό, λογισμὸ γιὰ κάποιον,
ὁποιαδήποτε ἄσκηση καὶ ἂν κάνη, νηστεία, ἀγρυπνία
κ.λπ., πάει χαμένη. Σὲ τί θὰ τὸν βοηθήση ἡ ἄσκηση, ἂν δὲν ἀγωνίζεται παράλληλα
νὰ μὴ δέχεται τοὺς κακοὺς λογισμούς; Γιατί νὰ μὴν ἀδειάση ἀπὸ τὸ πιθάρι πρῶτα ὅλο
τὸ κατακάθι τοῦ λαδιοῦ, ποὺ εἶναι μόνο γιὰ σαπούνι, καὶ ὕστερα νὰ βάλη τὸ καλὸ
λάδι, ἀλλὰ βάζει τὸ καλὸ μὲ τὸ ἄχρηστο καὶ τὸ μουρνταρεύει;
Ἕνας
ἁγνός, καλός, λογισμὸς
ἔχει μεγαλύτερη δύναμη
ἀπὸ κάθε ἄσκηση.
Κάποιος νέος λ.χ. πολεμεῖται ἀπὸ τὸν
διάβολο καὶ ἔχει ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ κάνει ἀγρυπνίες, νηστεῖες, τριήμερα,
γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτούς. Ἕνας ἁγνὸς λογισμὸς ὅμως ποὺ θὰ φέρη ἔχει
μεγαλύτερη δύναμη καὶ ἀπὸ τὶς ἀγρυπνίες καὶ ἀπὸ τὶς νηστεῖες ποὺ κάνει καὶ τὸν
βοηθάει πιὸ θετικά.
– Γέροντα, ὅταν λέτε «ἁγνὸς λογισμός», ἀναφέρεσθε
μόνο σὲ εἰδικὰ θέματα ἢ
καὶ σὲ γενικώτερα;
– Καὶ σὲ γενικώτερα. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν
τὰ βλέπη ὅλα μὲ καλοὺς λογισμούς, ἐξαγνίζεται καὶ χαριτώνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ
τοὺς ἀριστεροὺς λογισμοὺς κατακρίνει καὶ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους, ἐμποδίζει τὴν θεία
Χάρη νὰ ἔρθη, καὶ ἔρχεται ἔπειτα ὁ διάβολος καὶ τὸν ἁλωνίζει.
– Δηλαδή, Γέροντα, ἐπειδὴ κατακρίνει, δίνει
δικαίωμα στὸν διάβολο νὰ τὸν ἁλωνίση;
– Ναί. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ὁ καλὸς λογισμός.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀλλοιώνει πρὸς τὸ καλό. Πρέπει νὰ
φθάση κανεὶς στὸ σημεῖο νὰ τὰ βλέπη ὅλα καθαρά. Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός:
«Μὴ κρίνετε κατ᾿ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε»402. Μετὰ φθάνει ὁ ἄνθρωπος
σὲ μία κατάσταση ποὺ βλέπει τὰ πάντα μὲ τὰ πνευματικὰ μάτια· ὄχι μὲ τὰ ἀνθρώπινα.
Ὅλα τὰ δικαιολογεῖ, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια.
Πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ μὴ δεχώμαστε τὰ
πονηρὰ τηλεγραφήματα τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μὴ μολύνουμε «τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»403 καὶ ἀπομακρυνθῆ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ σκοτισθοῦμε. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν δῆ τὴν καρδιά μας ἁγνή, ἔρχεται καὶ
κατοικεῖ μέσα μας, γιατὶ ἀγαπάει τὴν ἁγνότητα – γι᾿ αὐτὸ καὶ παρουσιάσθηκε σὰν
περιστέρι.
Ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια: οἱ ἀριστεροὶ
λογισμοὶ
– Γέροντα, ἀγωνιῶ, ὅταν ἔχω νὰ τακτοποιήσω
ἕνα πρόβλημα, καὶ δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
– Σ᾿ ἐσένα τὸ βασικὸ πρόβλημα εἶναι οἱ πολλοὶ
λογισμοί. Ἂν δὲν εἶχες αὐτοὺς τοὺς πολλοὺς λογισμούς, θὰ μποροῦσες νὰ ἀποδώσης
πολὺ περισσότερα καὶ στὴν διακονία σου καὶ στὰ πνευματικά σου. Ἄκου ἕναν τρόπο,
γιὰ νὰ ἀποφεύγης τοὺς πολλοὺς λογισμούς: Ὅταν σοῦ ἔρχεται στὸν νοῦ κάτι ποὺ
πρόκειται π.χ. νὰ κάνης αὔριο, νὰ λὲς στὸν λογισμό
σου: «Αὐτὴ ἡ
δουλειὰ δὲν εἶναι
γιὰ σήμερα· θὰ τὴν
σκεφθῶ αὔριο». Ἐπίσης, ὅταν εἶναι νὰ ἀποφασίσης γιὰ κάτι, μὴν ταλαιπωρῆσαι μὲ τὴν
σκέψη νὰ βρῆς τὸ καλύτερο καὶ ἀναβάλλεις συνέχεια. Διάλεξε κάτι καὶ προχώρα.
Ἄφησε ἔπειτα τὸν Θεὸ νὰ φροντίση γιὰ τὰ
παραπέρα. Προσπάθησε νὰ ἀποφεύγης
τὴν σχολαστικότητα, γιὰ νὰ μὴ ζαλίζης τὸ
μυαλό σου. Νὰ κάνης ὅ,τι μπορεῖς μὲ φιλότιμο καὶ νὰ κινῆσαι ἁπλὰ καὶ μὲ μεγάλη ἐμπιστοσύνη
στὸν Θεό. Τὸν ὑποχρεώνουμε, κατὰ κάποιον
τρόπο, τὸν Θεὸ νὰ βοηθήση,
ὅταν ἀναθέτουμε τὸ μέλλον καὶ τὶς ἐλπίδες μας σ᾿ Αὐτόν. Μὲ τοὺς
πολλοὺς λογισμοὺς κι ἕνας ὑγιὴς ἄνθρωπος ἀχρηστεύεται. Ἕνας ποὺ πάσχει καὶ ὑποφέρει,
εἶναι δικαιολογημένος, ἂν στενοχωριέται. Ἕνας ὅμως ποὺ ἔχει τὴν ὑγεία του καὶ
ζαλίζεται καὶ ὑποφέρει ἀπὸ ἀριστεροὺς λογισμούς, αὐτὸς εἶναι γιὰ δέσιμο! Νὰ εἶναι
μιὰ χαρὰ καὶ νὰ βασανίζεται μὲ τοὺς λογισμούς του!
Στὴν
ἐποχή μας ἡ
μεγαλύτερη ἀρρώστια εἶναι
οἱ μάταιοι λογισμοὶ
τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ὅλα
μπορεῖ νὰ τὰ ἔχουν ἐκτὸς ἀπὸ καλοὺς
λογισμούς.
Ταλαιπωροῦνται, γιατὶ δὲν ἀντιμετωπίζουν τὰ
πράγματα πνευματικά.
Π.χ.
ξεκινάει κανεὶς νὰ
πάη κάπου, παθαίνει
μιὰ μικρὴ βλάβη ἡ μηχανὴ
τοῦ
αὐτοκινήτου του, καὶ καθυστερεῖ λίγο νὰ
φθάση στὸν προορισμό του. Ἂν ἔχη καλὸ λογισμό, θὰ πῆ: «Φαίνεται, ὁ Καλὸς Θεὸς ἔφερε
αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο, γιατὶ ἴσως θὰ πάθαινα κάποιο ἀτύχημα, ἂν δὲν εἶχα αὐτὴν τὴν
καθυστέρηση. Πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω, Θεέ μου, γι᾿ αὐτό;», καὶ δοξάζει τὸν Θεό. Ἐνῶ,
ἂν δὲν ἔχη καλὸ λογισμό, δὲν θὰ ἀντιμετωπίση πνευματικὰ τὴν κατάσταση, θὰ τὰ
βάλη μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ βρίζη: «Νά, θὰ πήγαινα νωρίτερα, ἄργησα, τί ἀναποδιά! Καὶ
Αὐτὸς ὁ Θεός...».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέχεται ὅ,τι τοῦ συμβαίνει
μὲ δεξιὸ λογισμό, βοηθιέται. Ἐνῶ, ὅταν
δουλεύη ἀριστερά, βασανίζεται,
λειώνει, παλαβώνει. Μιὰ
φορά, πρὶν ἀπὸ χρόνια,
μπήκαμε σὲ ἕνα
φορτηγὸ ποὺ εἶχε
γιὰ καθίσματα κάτι
σανίδες, γιὰ νὰ ἔρθουμε ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη στὴν Θεσσαλονίκη.
Μέσα ἦταν ἄνω-κάτω· βαλίτσες, πορτοκάλια, ψάρια, βρώμικα καφάσια ἀπὸ ψάρια ποὺ
τὰ ἐπέστρεφαν, παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀθωνιάδα, ἄλλα
καθιστά, ἄλλα ὄρθια, καλόγεροι, λαϊκοί... Ἕνας λαϊκὸς ἦρθε καὶ κάθησε δίπλα
μου. Ἦταν καὶ χονδρὸς καί, ἐπειδὴ κάπως στρυμώχθηκε, ἔβαλε τὶς φωνές: «Τί
κατάσταση εἶναι αὐτή!...». Πιὸ ἐκεῖ ἦταν ἕνας μοναχὸς πού, ὁ φουκαρᾶς, ἦταν
κουκουλωμένος μέχρι ἐπάνω ἀπὸ τὰ καφάσια καὶ μόνον τὸ κεφάλι του εἶχε ἔξω. Ἐν τῷ
μεταξύ, ὅπως κουνιόταν τὸ φορτηγὸ – ὁ δρόμος ἦταν ἕνας καρρόδρομος χαλασμένος
–, ἔπεφταν τὰ στοιβαγμένα καφάσια καὶ ὁ καημένος προσπαθοῦσε νὰ τὰ πετάη ἀριστερὰ-δεξιὰ
μὲ τὰ χέρια του, γιὰ νὰ μὴν τὸν χτυπήσουν στὸ κεφάλι. Καὶ ὁ ἄλλος φώναζε, ἐπειδὴ
καθόταν λίγο στρυμωχτά. «Δὲν βλέπεις, τοῦ λέω, ἐκεῖνος πῶς εἶναι, κι ἐσὺ
φωνάζεις;». Ρωτάω καὶ τὸν μοναχό: «Πῶς τὰ περνᾶς, πάτερ;». Κι ἐκεῖνος
χαμογελώντας μοῦ λέει: «Ἀπὸ τὴν κόλαση, Γέροντα, καλύτερα εἶναι ἐδῶ»! Ὁ ἕνας
βασανιζόταν, ἂν καὶ καθόταν, καὶ ὁ ἄλλος χαιρόταν, παρόλο ποὺ τὰ καφάσια
κόντευαν νὰ τὸν κουκουλώσουν. Καὶ εἴχαμε δυὸ ὧρες δρόμο· δὲν ἦταν καὶ κοντά. Ὁ
νοῦς τοῦ
λαϊκοῦ γύριζε στὴν ἄνεση ποὺ θὰ εἶχε, ἂν ταξίδευε
μὲ λεωφορεῖο, καὶ πήγαινε νὰ σκάση, ἐνῶ ὁ μοναχὸς σκεφτόταν
τὴν στενοχώρια ποὺ θὰ εἶχε, ἂν βρισκόταν στὴν κόλαση, καὶ ἔνιωθε χαρά.
Σκέφθηκε: «Σὲ δυὸ ὧρες θὰ φθάσουμε καὶ θὰ κατεβοῦμε, ἐνῶ οἱ καημένοι στὴν
κόλαση ταλαιπωροῦνται αἰώνια. Ὕστερα ἐκεῖ δὲν ἔχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., ἀλλὰ εἶναι
κόλαση. Δόξα Σοι ὁ Θεός, ἐδῶ εἶμαι καλύτερα».
– Ποῦ ὀφείλεται, Γέροντα, ἡ διαφορὰ ἐμπιστοσύνης
λ.χ. δύο ὑποτακτικῶν πρὸς
τὸν Γέροντά τους;
– Στὸν λογισμό. Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχη
χαλασμένο λογισμὸ γιὰ ὁτιδήποτε καὶ
γιὰ ὁποιονδήποτε. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχη
καλὸ λογισμὸ καὶ δὲν βγάζη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του – ἂν ἐνεργῆ
δηλαδὴ μὲ ἰδιοτέλεια –, δὲν βοηθιέται οὔτε καὶ ἀπὸ ἕναν Ἅγιο. Ὄχι ἅγιο Γέροντα ἢ
ἁγία Γερόντισσα νὰ ἔχη, ὄχι τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο νὰ εἶχε Γέροντα, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς
Ἁγίους, δὲν μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ
βοηθήση ἕναν τέτοιον
ἄνθρωπο, ἂν καὶ τὸ θέλη
πολύ. Ὅταν κανεὶς ἀγαπάη τὸν ἑαυτό του, ἔχη δηλαδὴ
φιλαυτία, ὅλα τὰ ἑρμηνεύει ὅπως τὰ ἀγαπάει ὁ ἑαυτός του. Καὶ βλέπεις, ἄλλοι τὰ ἑρμηνεύουν
ἁμαρτωλά, ἄλλοι ὅπως τοὺς ἀναπαύει, καὶ σιγὰ-σιγὰ γίνονται φυσιολογικὲς αὐτὲς οἱ
παράλογες ἑρμηνεῖες τους. Ὅπως καὶ ἂν φερθῆς, σκανδαλίζονται.
Εἶναι μερικοὶ πού, ἂν τοὺς προσέξης λίγο, ἂν
τοὺς πῆς ἕναν καλὸ λόγο, πετοῦν.
Ἂν δὲν τοὺς προσέξης, λυποῦνται πολύ,
πιάνουν τὰ ἄκρα, ποὺ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ.
Βλέπουν λ.χ. μία κίνηση καὶ λένε: «ἄ! ἔτσι
θὰ ἔγινε», καὶ ὕστερα καταλήγουν νὰ εἶναι
σίγουροι ὅτι ἔτσι ἔγινε. Ἢ βλέπουν τὸν ἄλλον
σοβαρὸ καὶ νομίζουν ὅτι κάτι ἔχει μαζί
τους, ἐνῶ ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ εἶναι σοβαρός,
γιατὶ τὸν ἀπασχολεῖ κάτι. Πρὸ ἡμερῶν ἦρθε καὶ σ᾿ ἐμένα κάποιος καὶ μοῦ εἶπε:
«Γιατί παλιὰ μοῦ μιλοῦσε ὁ τάδε καὶ τώρα δὲν μοῦ μιλάει; Τοῦ εἶχα κάνει μιὰ
παρατήρηση, μήπως γι᾿ αὐτό;». «Κοίταξε, τοῦ λέω, μπορεῖ νὰ σὲ εἶδε καὶ νὰ μὴ σὲ
πρόσεξε ἢ εἶχε κανέναν ἄρρωστο καὶ εἶχε στὸν νοῦ του νὰ ψάξη γιὰ γιατρὸ ἢ νὰ βρῆ
συνάλλαγμα, γιὰ νὰ πάη στὸ ἐξωτερικὸ κ.λπ.». Καὶ πράγματι ὁ ἄλλος εἶχε ἄρρωστο ἄνθρωπο,
εἶχε ἕνα σωρὸ φροντίδες, καὶ αὐτὸς εἶχε τὴν ἀπαίτηση νὰ σταθῆ νὰ τοῦ μιλήση καὶ
ἔβαζε ἕνα σωρὸ λογισμούς.
Οἱ καλοὶ λογισμοὶ φέρνουν τὴν πνευματικὴ ὑγεία
– Γέροντα, ποιά εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ
ἀδύνατου λογισμοῦ;
– Τί ἐννοεῖς; Πρώτη φορὰ τὸ ἀκούω αὐτό.
– Εἴχατε πεῖ, τὸ νὰ
βάλη κανεὶς ἀριστερὸ
λογισμό, νὰ παρεξηγήση
μιὰ συμπεριφορά...
– Καὶ τὸ εἶπα ἀδύνατο λογισμὸ αὐτό;
– Θυμήθηκα ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ μείνη
κοντά σας ὡς ὑποτακτικὸς καὶ τοῦ
εἴπατε: «Δὲν σὲ κρατῶ, γιατὶ ἔχεις ἀδύνατο
λογισμό».
– Ὄχι, δὲν τὸ εἶπα ἔτσι. «Δὲν σὲ παίρνω,
τοῦ εἶπα, γιὰ ὑποτακτικό, γιατὶ δὲν
ἔχεις ὑγεία πνευματική». «Τί θὰ πῆ ὑγεία
πνευματική;», μὲ ρωτάει. «Δὲν ἔχεις καλοὺς λογισμούς, τοῦ λέω. Σὰν ἄνθρωπος θὰ ἔχω
τὰ κουσούρια μου, καὶ σὰν καλόγερος τόσα χρόνια θὰ ἔχω καὶ μερικὲς ἀρετές. Ἂν δὲν
ἔχης καλὸ λογισμό, θὰ βλάπτεσαι καὶ ἀπὸ τὰ κουσούρια μου καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετές
μου». Γιὰ ἕνα μικρὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ἔχει ἀδύνατο λογισμό, γιατὶ εἶναι
ἀκόμη ἀνώριμο, ὄχι ὅμως γιὰ ἕναν μεγάλο.
– Ὅλοι οἱ μεγάλοι, Γέροντα, εἶναι ὥριμοι;
– Μερικοὶ ἀπὸ τὸ κεφάλι τους δὲν ὡριμάζουν.
Ἄλλο, ἂν δὲν τοὺς κόβη. Ὅταν
κάποιος δὲν κινῆται ἁπλά, ὁ λογισμός του
πηγαίνει στὸ κακὸ καὶ ὅλα τὰ παίρνει στραβά. Αὐτὸς δὲν ἔχει ὑγεία πνευματικὴ καὶ
δὲν βοηθιέται οὔτε ἀπὸ τὸ καλό· βασανίζεται καὶ μὲ τὸ καλό.
– Ἂν δοῦμε, Γέροντα, μιὰ ἀταξία, συμφέρει
νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε ποιός τὴν
ἔκανε;
– Ψάξε πρῶτα νὰ δῆς μήπως τὴν ἔκανες ἐσύ.
Αὐτὸ εἶναι πιὸ καλό!
– Ὅταν ὅμως, Γέροντα, μοῦ δίνουν ἀφορμὲς οἱ
ἄλλοι;
– Ἐσὺ πόσες ἀφορμὲς ἔδωσες; Ἂν τὸ σκεφθῆς
αὐτό, θὰ καταλάβης ὅτι κάνεις
λάθος ἀντιμετωπίζοντας ἔτσι τὰ πράγματα.
– Καὶ ὅταν λέμε: «αὐτὸ μᾶλλον θὰ τὸ ἔκανε ἡ
τάδε ἀδελφή», εἶναι καὶ αὐτὸ
ἀριστερὸς λογισμός;
– Εἶσαι σίγουρη πὼς τὸ ἔκανε αὐτὴ ἡ ἀδελφή;
– Ὄχι, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἄλλη φορὰ ἔκανε
κάτι ἀνάλογο.
– Πάλι ἀριστερὸς λογισμὸς εἶναι, ἀφοῦ δὲν
εἶσαι σίγουρη.Ὕστερα, ἀκόμη καὶ
ἂν τὸ ἔκανε αὐτὴ ἡ ἀδελφή, ποιός ξέρει πῶς
καὶ γιατί τὸ ἔκανε.
– Ὅταν ὅμως, Γέροντα, βλέπω λ.χ. ὅτι μιὰ ἀδελφὴ
ἔχει κάποιο πάθος;
– Γερόντισσα εἶσαι; Ἡ Γερόντισσα φέρει εὐθύνη,
γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζη τὰ
πάθη σας. Ἐσεῖς ὅμως γιατί νὰ ἐξετάζετε τὰ
πάθη τῆς ἄλλης; Ἀκόμη δὲν ἔχετε μάθει
νὰ κάνετε δουλειὰ στὸν ἑαυτό σας. Ἂν
θέλετε νὰ κάνετε δουλειὰ στὸν ἑαυτό σας, νὰ μὴν ἐξετάζετε τί κάνουν οἱ ἄλλοι
γύρω σας, ἀλλὰ νὰ φέρνετε καλοὺς λογισμοὺς καὶ γιὰ τὰ καλὰ καὶ γιὰ τὰ ἄσχημα ποὺ
βλέπετε στοὺς ἄλλους. Ἄσχετα μὲ τί σκοπὸ κάνει κάτι ὁ ἄλλος, ἐσεῖς βάλτε ἕναν
καλὸ λογισμό. Ὁ καλὸς λογισμὸς ἔχει μέσα ἀγάπη, ἀφοπλίζει τὸν ἄλλον καὶ τὸν κάνει
νὰ σοῦ φερθῆ
καλά. Θυμᾶστε ἐκεῖνες
τὶς καλόγριες ποὺ πέρασαν τὸν ληστὴ γιὰ ἀββᾶ; Ὅταν ἀποκαλύφθηκε, νόμιζαν
ὅτι κάνει τὸν διὰ Χριστὸν σαλὸ καὶ παριστάνει τὸν ληστὴ καὶ ἄλλο τόσο τὸν εἶχαν
σὲ εὐλάβεια. Τελικὰ ἔσωσαν καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς συντρόφους του404.
– Ὅταν, Γέροντα, μιὰ ἀδελφὴ μοῦ λέη κάποιο
ψέμα...
– Καὶ ἂν ἀναγκάσθηκε ἐξ αἰτίας σου νὰ πῆ ἕνα
ψέμα ἢ ἂν ξέχασε, καὶ αὐτὸ
ποὺ σοῦ εἶπε δὲν εἶναι ψέμα; Ζητάει λ.χ. ἡ
ἀρχοντάρισσα ἀπὸ τὴν μαγείρισσα σαλάτα καὶ ἐκείνη τῆς λέει «δὲν ἔχω», ἐνῶ ἡ ἀρχοντάρισσα
ξέρει ὅτι ἔχει. Ἂν ἡ ἀρχοντάρισσα δὲν ἔχη καλοὺς λογισμούς, θὰ πῆ: «ψέματα μοῦ
λέει». Ἂν ὅμως ἔχη καλοὺς λογισμούς, θὰ
πῆ: «ἡ καημένη,
ξέχασε ὅτι εἶχε
σαλάτα, γιατὶ εἶχε
πολλὴ δουλειά», ἢ «τὴν
κράτησε γιὰ κάποια
ἄλλη περίπτωση». Δὲν ἔχεις πνευματικὴ
ὑγεία, γι᾿ αὐτὸ σκέφτεσαι ἔτσι. Ἂν εἶχες πνευματικὴ ὑγεία,
θὰ ἔβλεπες καὶ τὰ ἀκάθαρτα καθαρά. Ὅπως θὰ ἔβλεπες τὰ φροῦτα, ἔτσι θὰ ἔβλεπες
καὶ τὴν κοπριά, γιατὶ ἡ κοπριὰ βοήθησε νὰ γίνουν τὰ φροῦτα.
Ὅποιος ἔχει καλοὺς λογισμούς, ἔχει
πνευματικὴ ὑγεία καὶ τὸ κακὸ τὸ μετατρέπει σὲ καλό. Θυμᾶμαι στὴν Κατοχή, ὅσα
παιδιὰ εἶχαν γερὸ ὀργανισμό, ἔτρωγαν μὲ ὄρεξη ἕνα κομμάτι μπομπότα405 καὶ ἦταν ὅλο
ὑγεία. Ἐνῶ κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο ποὺ ἔτρωγαν ψωμὶ μὲ βούτυρο, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν
γερὸ ὀργανισμό, ἦταν φιλάσθενα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἕνας, ἂν ἔχη καλοὺς
λογισμούς, καὶ νὰ τὸν χτυπήσης ἄδικα, θὰ πῆ: «Τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἐξοφλήσω
παλιά μου σφάλματα,
δόξα τῷ Θεῷ!».
Ἐνῶ ἕνας ἄλλος
ποὺ δὲν ἔχει
καλοὺς λογισμούς, καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν χαϊδέψης, θὰ νομίζη πὼς πᾶς νὰ τὸν
χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα ἀπὸ ἕναν μεθυσμένο. Ἂν εἶναι κακός, τὰ σπάζει ὅλα ἐπάνω
στὸ μεθύσι. Ἂν εἶναι καλός, ἢ θὰ κλαίη ἢ θὰ συγχωράη. Ἕνας μεθυσμένος ἔλεγε:
«Χαρίζω ἀπὸ ἕναν κουβᾶ λίρες σὲ ὅποιον μὲ φθονεῖ»!
Ὅποιος ἔχει καλοὺς λογισμούς, ὅλα καλὰ τὰ
βλέπει
Μοῦ
εἶπαν μερικοὶ ὅτι
σκανδαλίζονται, γιατὶ βλέπουν
πολλὰ στραβὰ στὴν
Ἐκκλησία, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: Ἂν ρωτήσης μιὰ
μύγα: «ἔχει λουλούδια ἐδῶ στὴν περιοχή;», θὰ πῆ: «δὲν ξέρω· ἐκεῖ κάτω στὸν
λάκκο ἔχει κονσερβοκούτια, κοπριές, ἀκαθαρσίες», καὶ θὰ σοῦ ἀραδιάση ὅλες τὶς
βρωμιὲς στὶς ὁποῖες πῆγε. Ἂν ὅμως ρωτήσης
μιὰ μέλισσα: «εἶδες
καμμιὰ ἀκαθαρσία ἐδῶ στὴν περιοχή;»,
θὰ σοῦ πῆ:
«ἀκαθαρσία; ὄχι, δὲν εἶδα πουθενά· ἐδῶ ὁ
τόπος εἶναι γεμάτος ἀπὸ εὐωδιαστὰ λουλούδια» καὶ θὰ σοῦ ἀναφέρη ἕνα σωρὸ
λουλούδια τοῦ κήπου, τοῦ ἀγροῦ κ.λπ. Βλέπεις, ἡ μύγα ξέρει μόνον ποῦ ὑπάρχουν
σκουπίδια, ἐνῶ ἡ μέλισσα ξέρει πὼς ἐκεῖ πέρα εἶναι ἕνας κρίνος, πιὸ ἐκεῖ ἕνα
ζουμπούλι...
Ὅπως ἔχω καταλάβει, ἄλλοι ἄνθρωποι
μοιάζουν μὲ τὴν μέλισσα καὶ ἄλλοι μὲ τὴν μύγα. Αὐτοὶ ποὺ μοιάζουν μὲ τὴν μύγα
ψάχνουν σὲ κάθε περίπτωση νὰ βροῦν τί κακὸ ὑπάρχει καὶ ἀσχολοῦνται μ᾿ αὐτό· δὲν
βλέπουν πουθενὰ κανένα καλό. Αὐτοὶ ποὺ μοιάζουν μὲ τὴν μέλισσα βρίσκουν παντοῦ ὅ,τι
καλὸ ὑπάρχει. Ὁ βλαμμένος ἄνθρωπος βλαμμένα σκέφτεται, ὅλα τὰ παίρνει ἀριστερά,
ὅλα τὰ βλέπει ἀνάποδα. Ἐνῶ, ὅποιος ἔχει καλοὺς λογισμούς, ὅ,τι καὶ νὰ δῆ, ὅ,τι
καὶ νὰ τοῦ πῆς, θὰ βάλη καλὸ λογισμό.
Μιὰ
φορὰ ἕνα παιδὶ
δευτέρας γυμνασίου ἦρθε
στὸ Καλύβι καὶ
χτύπησε τὸ
σιδεράκι στὴν πόρτα. Εἶχα ἕνα τσουβάλι
γράμματα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ εἶπα, ἂς βγῶ νὰ δῶ
τί θέλει. «Τί εἶναι, παλληκάρι;»,
τοῦ λέω. «Αὐτὸ
εἶναι τὸ Καλύβι
τοῦ πατρὸς Παϊσίου; μὲ ρωτάει.
Θέλω τὸν πατέρα Παΐσιο». «Αὐτὸ εἶναι, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν εἶναι ἐδῶ· πῆγε νὰ ἀγοράση
τσιγάρα», τοῦ λέω. «Φαίνεται κάποιον πῆγε νὰ ἐξυπηρετήση», μοῦ λέει μὲ καλὸ
λογισμό. «Γιὰ τὸν ἑαυτό του πῆγε νὰ τὰ ἀγοράση, τοῦ λέω. Τοῦ εἶχαν τελειώσει καὶ
ἔκανε σὰν τρελλὸς γιὰ τὰ τσιγάρα. Ἐμένα μὲ ἄφησε ἐδῶ μόνον μου καὶ οὔτε ξέρω
πότε θὰ γυρίση. Ἂν δῶ ὅτι ἀργεῖ, θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω». Βούρκωσαν τὰ μάτια του καὶ
μὲ καλὸ πάλι λογισμὸ εἶπε: «Τὸν κουράζουμε τὸν Γέροντα». «Τί τὸν θέλεις;», τὸν
ρωτάω. «Τὴν εὐχή του θέλω νὰ πάρω», μοῦ λέει. «Τί εὐχὴ νὰ πάρης, μωρέ! Αὐτὸς εἶναι
πλανεμένος· δὲν ἔχει χαΐρι· ἐγὼ τὸν ξέρω καλά. Μὴν περιμένης ἄδικα, γιατί, κι ὅταν
γυρίση, θὰ εἶναι νευριασμένος, ἴσως εἶναι καὶ μεθυσμένος, ἐπειδὴ πίνει κιόλας».
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἔβαζε συνέχεια καλὸ λογισμό. «Τέλος πάντων, τοῦ λέω, ἐγὼ θὰ
περιμένω λίγο ἀκόμη, τί θέλεις νὰ τοῦ πῶ;». «Ἔχω ἕνα γράμμα νὰ τοῦ δώσω, μοῦ
λέει, ἀλλὰ θὰ περιμένω νὰ πάρω καὶ τὴν εὐχή του». Εἴδατε; Ὅ,τι τοῦ ἔλεγα, τὸ ἔπαιρνε μὲ καλὸ
λογισμό. Τοῦ εἶπα: «σὰν
τρελλὸς ἔκανε γιὰ τὰ τσιγάρα»
καὶ τὸ καημένο ἀναστέναξε,
βούρκωσαν τὰ μάτια του. «Ποιός ξέρει, εἶπε, κάποιον θὰ ἤθελε νὰ ἐξυπηρετήση». Ἄλλοι
τόσα διαβάζουν, κι ἐκεῖνο, παιδάκι δευτέρας γυμνασίου, καὶ νὰ ἔχη τόσο καλοὺς λογισμούς!
Νὰ τοῦ χαλᾶς τὸν λογισμὸ καὶ αὐτὸ νὰ φτιάχνη καλύτερο λογισμὸ καὶ νὰ βγάζη πιὸ
καλὸ συμπέρασμα. Τὸ θαύμασα! Πρώτη φορὰ εἶδα τέτοιο πράγμα!
Λογισμοὶ τοῦ ἁγιασμένου ἀνθρώπουκαὶ
λογισμοὶ τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου
– Γέροντα, αὐτὸς ποὺ ἔχει ἁγιότητα καταλαβαίνει
ποιός εἶναι πονηρός;
– Ναί, τὸν πονηρὸ τὸν καταλαβαίνει, ὅπως
καταλαβαίνει καὶ τὴν ἁγιότητα ἑνὸς Ἁγίου. Βλέπει τὸ κακό, ἀλλὰ συγχρόνως βλέπει
καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ διακρίνει ὅτι τὸ κακὸ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἔρχεται
ἀπ᾿ ἔξω. Μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
του βλέπει
τὰ δικά του σφάλματα μεγάλα, ἐνῶ
τῶν ἄλλων μικρά.
Τὰ βλέπει στ᾿
ἀλήθεια μικρά, ὄχι ψεύτικα. Μπορεῖ νὰ
βλέπη ὅτι εἶναι ἐγκλήματα, ἀλλὰ δικαιολογεῖ
μὲ τὴν καλὴ ἔννοια τὶς πονηριὲς τοῦ κακοῦ ἀνθρώπου·
δὲν τὸν περιφρονεῖ, δὲν τὸν θεωρεῖ κατώτερό του. Μπορεῖ μάλιστα νὰ τὸν θεωρῆ καὶ
καλύτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν ἀνέχεται ἐν γνώσει του γιὰ πολλοὺς
λόγους. Βλέπει λ.χ. τὴν κακότητα ἑνὸς ἐγκληματία, ἀλλὰ σκέφτεται ὅτι ἐκεῖνος
ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ
κάνη ἐγκλήματα, γιατὶ δὲν βοηθήθηκε, καὶ ὅτι θὰ μποροῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἦταν
στὴν θέση του, ἂν δὲν τὸν βοηθοῦσε ὁ Θεός. Ἔτσι δέχεται πολλὴ Χάρη. Ἀντίθετα, ὁ
πονηρὸς ἄνθρωπος, ἐνῶ βλέπει τὴν ἁγιότητα τοῦ ἄλλου, δὲν γνωρίζει τοὺς καλοὺς
λογισμοὺς ποὺ ἔχει, ὅπως οὔτε ὁ διάβολος τοὺς γνωρίζει.
Ὅποιος κάνει λεπτὴ ἐργασία, δικαιολογεῖ τὸν
ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅσο προχωρεῖ πνευματικά, τόσο ἐλευθερώνεται καὶ
τόσο ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε δὲν μπορεῖ
νὰ καταλάβη τί θὰ πῆ κακία, γιατὶ ὅλο καλοὺς λογισμοὺς ἔχει γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὅλο
ἁγνὰ σκέφτεται καὶ τὰ βλέπει ὅλα πνευματικά, ἅγια. Ὠφελεῖται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς
πτώσεις τῶν συνανθρώπων του, τὶς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ γιὰ γερὸ φρένο στὸν ἑαυτό
του, γιὰ νὰ προσέχη νὰ μὴν ἐκτροχιασθῆ. Ἀντίθετα, ἕνας ποὺ δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ,
σκέφτεται πονηρὰ καὶ βλέπει ὅλα τὰ πράγματα πονηρά. Ἀκόμη καὶ τὰ καλὰ τὰ
μολύνει μὲ τὴν πονηρία του. Δὲν ὠφελεῖται οὔτε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τῶν ἄλλων,
γιατὶ εἶναι σκοτισμένος ἀπὸ τὴν μαυρίλα τοῦ ἀνθρωποκτόνου, ὁπότε καὶ αὐτὲς τὶς ἑρμηνεύει
μὲ τὸ πονηρό του λεξικό. Πάντα εἶναι στενοχωρημένος καὶ πάντα στενοχωρεῖ τοὺς
συνανθρώπους του μὲ τὴν πνευματική του αὐτὴ μαυρίλα. Ἂν θέλη νὰ ἐλευθερωθῆ,
πρέπει νὰ καταλάβη ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐξαγνισμό, γιὰ νὰ ἔρθη καὶ ἡ διαύγεια ἡ
πνευματική, ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος γίνεται
πότε πονηρὸς καὶ πότε καλός;
–
Τότε δέχεται ἀνάλογες
ἐπιδράσεις καὶ ἀλλοιώσεις.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
τρεπτός. Οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ἄλλοτε εἶναι
τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἄλλοτε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται πονηρά. Πολλὲς φορὲς
δηλαδὴ ὁ πειρασμὸς δημιουργεῖ καταστάσεις, γιὰ νὰ φέρνουν οἱ ἄνθρωποι κακοὺς
λογισμούς. Ἕναν ἀρχιμανδρίτη, ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Καλύβι, δὲν πρόλαβα
νὰ τὸν δῶ. Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ ἦρθε, δὲν μποροῦσα νὰ τὸν δῶ, ἐπειδὴ ἤμουν βαριὰ
ἄρρωστος, καὶ τοῦ εἶπα νὰ ἔρθη μιὰ ἄλλη φορά, γιὰ νὰ συζητήσουμε. Τότε ἐκεῖνος
μπῆκε σὲ λογισμοὺς ὅτι δὲν τὸν θέλω, ὅτι ἔχω κάτι μαζί του, καὶ πῆγε κάτω στὸ
μοναστήρι καὶ ἔκανε παράπονα. Αὐτὸ ὅλο ἦταν τοῦ πειρασμοῦ.
Οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου δείχνουν τὴν
πνευματική του κατάσταση
– Γέροντα, πῶς γίνεται τὸ ἴδιο πράγμα νὰ τὸ
βλέπουν διαφορετικὰ δύο ἄνθρωποι;
– Ὅλα τὰ μάτια βλέπουν τὸ ἴδιο καθαρά; Γιὰ
νὰ δῆ κανεὶς καθαρά, πρέπει νὰ
ἔχη τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ὑγιέστατα, γιατὶ
τότε ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα.
– Γιατί, Γέροντα, μερικὲς φορές, τὸ ἴδιο
περιστατικὸ ἕνας τὸ θεωρεῖ εὐλογία καὶ
ἄλλος δυστυχία;
– Καθένας τὸ ἑρμηνεύει ἀνάλογα μὲ τὸν
λογισμό του. Τὸ κάθε πράγμα μπορεῖς
νὰ τὸ δῆς ἀπὸ τὴν καλή του πλευρὰ ἢ ἀπὸ τὴν
κακή του πλευρά. Εἶχα ἀκούσει τὸ ἑξῆς
περιστατικό: Σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ
βρισκόταν σὲ κατοικημένη περιοχὴ εἶχαν τυπικὸ
νὰ κάνουν ἑσπερινὸ καὶ ὄρθρο τὰ μεσάνυχτα
καὶ πήγαιναν καὶ κοσμικοί, γιατὶ τὸ
μοναστήρι ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπὸ σπίτια
ποὺ σιγὰ-σιγὰ εἶχαν χτισθῆ ἐκεῖ κοντά. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχάριος νέος μοναχὸς
ξέχασε τὸ κελλί του ἀνοιχτὸ καὶ μπῆκε μέσα μιὰ γυναίκα. Ὅταν τὸ ἔμαθε,
στενοχώρια, κακό! Ὤ, μολύνθηκε τὸ κελλί! Τρομερό, χάθηκε ὁ κόσμος! Παίρνει οἰνόπνευμα,
ρίχνει στὸ πάτωμα καὶ βάζει φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυμάνη! Παραλίγο νὰ κάψη τὸ
μοναστήρι. Τὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του τὸ ἔκαψε, τὸν λογισμό του ὅμως δὲν τὸν ἔκαψε.
Ἐκεῖνον ἔπρεπε νὰ κάψη, γιατὶ τὸ κακὸ στὸν λογισμό του βρισκόταν. Ἂν ἔφερνε καλὸ
λογισμὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ἡ γυναίκα μπῆκε στὸ κελλὶ ἀπὸ εὐλάβεια, γιὰ νὰ ὠφεληθῆ,
γιὰ νὰ πάρη χάρη καὶ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ αὐτὴ στὸ σπίτι της, θὰ ἀλλοιωνόταν
πνευματικὰ καὶ θὰ δόξαζε τὸν Θεό.
Ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν λογισμῶν ἑνὸς ἀνθρώπου
φαίνεται ἡ πνευματική του
κατάσταση.
Οἱ ἄνθρωποι κρίνουν
τὰ πράγματα ἀνάλογα
μὲ τὸ περιεχόμενο
ποὺ ἔχουν μέσα τους. Ἂν δὲν ἔχουν πνευματικὸ περιεχόμενο, βγάζουν λάθος
συμπεράσματα καὶ ἀδικοῦν τὸν ἄλλον. Ἂν λ.χ. δῆ κάποιον ἀργὰ τὸ βράδυ ἔξω ἕνας
ποὺ κάνει ἐλεημοσύνες τὴν νύχτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπουν, ποτὲ δὲν θὰ βάλη κακὸ
λογισμό. Ἂν τὸν δῆ ὅμως κάποιος ποὺ ξενυχτάει στὴν ἁμαρτία, θὰ πῆ: «τὸ τέρας,
ποιός ξέρει ποῦ ξενυχτοῦσε», γιατὶ τέτοιες ἐμπειρίες ἔχει. Ἤ, ἂν ἀκούγωνται τὴν νύχτα ἀπὸ τὸν ἐπάνω ὄροφο
ντοὺκ-ντούκ, ἕνας ποὺ ἔχει καλοὺς λογισμοὺς θὰ πῆ:
«μετάνοιες κάνει», ἐνῶ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει
καλοὺς λογισμοὺς θὰ πῆ: «ὅλη τὴν νύχτα
χορεύει». Ἂν ἀκούγεται μελωδία, ὁ ἕνας θὰ
πῆ: «τί ὡραῖες ψαλμωδίες», ἐνῶ ὁ ἄλλος θὰ πῆ: «τί τραγούδια εἶναι αὐτά;».
Θυμᾶστε πῶς ἀντιμετώπισαν τὸν Χριστὸ οἱ
δύο ληστὲς ποὺ εἶχαν σταυρωθῆ μαζί Του; Καὶ οἱ δύο ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸν
Σταυρό, τὴν γῆ νὰ σείεται κ.λπ. Τί λογισμὸ ὅμως ἔβαλε ὁ ἕνας καὶ τί ὁ ἄλλος! Ὁ ἕνας,
ὁ ἐξ εὐωνύμων, βλασφημοῦσε καὶ ἔλεγε: «Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς»406.
Ὁ ἄλλος, ὁ ἐκ δεξιῶν, ἔλεγε:
«Ἡμεῖς μὲν ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν·
οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε»407. Ὁ
ἕνας σώθηκε, ὁ ἄλλος κολάσθηκε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
399
Ἡ λέξη «λογισμὸς»
στὴν ἀσκητικὴ γλῶσσα
δηλώνει εἴτε μία ἁπλὴ σκέψη
ποὺ
περνάει ἀπὸ τὸν νοῦ, εἴτε μία κίνηση τῆς
ψυχῆς πρὸς τὸ καλὸ ἢ πρὸς τὸ κακό, εἴτε μία τάση καλὴ ἢ κακή, ἡ ὁποία ἔχει ἀποκτηθῆ
μὲ τὴν συνεργασία τοῦ νοῦ, τῆς συνειδήσεως, τοῦ συναισθήματος καὶ τῆς βουλήσεως.
Ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ προηγοῦνται κάθε πράξεως, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀγώνας κάθε πιστοῦ, ἀλλὰ
κυρίως τοῦ μοναχοῦ, γιὰ νὰ εἶναι σωστός, πρέπει νὰ στρέφεται πρωταρχικὰ στὴν ἐξέταση
τῶν λογισμῶν, ὥστε νὰ καλλιεργοῦνται οἱ καλοὶ καὶ νὰ ἀποβάλλωνται οἱ κακοί.
400 Βλ. Δ´ Μακ. 3, 5.
401 Βλ. Δ´ Μακ. 5, 1 κ.ἑ.
402 Ἰω. 7, 24.
403 Βλ. Α´ Κορ. 6, 19 καὶ 3, 16.
404
Ἀνάμεσα στὶς διηγήσεις γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῶν πρώτων χρόνων ἀναφέρεται καὶ
τὸ
ἑξῆς περιστατικό: Ἕνας ἀρχιληστής, γιὰ νὰ
μπορέση νὰ ληστέψη ἕνα καλὰ ὀχυρωμένο γυναικεῖο μοναστήρι, μεταμφιέσθηκε σὲ
μοναχὸ καὶ ζήτησε κατάλυμα γιὰ τὴν νύχτα.
Ἡ ἡγουμένη καὶ ὅλες οἱ ἀδελφὲς τὸν δέχτηκαν σὰν μεγάλο ἀββᾶ μὲ πολὺ
σεβασμό. Συγκεντρώθηκαν ὅλες οἱ μοναχές, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, τοῦ ἔπλυναν
τὰ πόδια καὶ πῆραν εὐλογία τὸ ἀπόπλυμα. Μιὰ παράλυτη ἀδελφή, ποὺ νίφτηκε μὲ αὐτὸ
μὲ πίστη, θεραπεύτηκε καὶ πῆγε πρὸς ἔκπληξη ὅλων νὰ πάρη κι ἐκείνη τὴν εὐχή
του. Ὁ ἀρχιληστὴς βλέποντας τὸ θαῦμα ἀλλοιώθηκε ἐσωτερικά,
μετάνοιωσε, πέταξε τὸ
σπαθὶ ποὺ εἶχε κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὸ ράσο του καὶ μετὰ ἀπὸ
λίγο καιρὸ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του ἔγιναν μοναχοὶ καὶ ἔζησαν μὲ ἀκρίβεια
τὴν μοναχικὴ ζωή. (Βλ. Δ. Τσάμη, Μητερικόν, τόμος Γ´, Θεσσαλονίκη 1992, σ.
18-24).
405 Καλαμποκήσιο ψωμί.
406 Λουκ. 23, 39.
407 Βλ. Λουκ. 23, 41.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου