Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν λογισμῶν
Ὁ ἀγώνας
κατὰ τῶν λογισμῶν
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸν λογισμὸ βασίζεται
Διάβασα, Γέροντα, ὅτι οἱ Ἕλληνες στὸν Ἰταλικὸ
πόλεμο πρῶτα προσπαθοῦσαν νὰ χαλάσουν τὰ ὀχυρὰ τοῦ ἐχθροῦ καὶ ὕστερα ἔκαναν ἐπίθεση.
– Καὶ ὁ διάβολος τὸ ἴδιο κάνει. Ὅπως δηλαδὴ
ὁ ἐχθρός, πρὶν κάνη ἐπίθεση μὲ τὸ πυροβολικό, βομβαρδίζει μὲ τὴν ἀεροπορία τὰ ὀχυρά,
γιὰ νὰ τὰ σπάση, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος πρῶτα βομβαρδίζει μὲ λογισμοὺς τὸν ἄνθρωπο
καὶ ὕστερα τοῦ ἐπιτίθεται. Ἂν δὲν χαλάση
τὸν λογισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἐπιτίθεται, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἀμύνεται μὲ τὸν καλὸ λογισμό· εἶναι
στὸ ἀμπρί1 του!
Ὁ ἀριστερὸς λογισμὸς εἶναι ξένο σῶμα καὶ
πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσπαθήση
νὰ τὸ ἀποβάλη. Αὐτὸν τὸν ἀγώνα ὅλοι ἔχουμε
τὴν δύναμη νὰ τὸν κάνουμε. Κανένας δὲν δικαιολογεῖται νὰ πῆ ὅτι εἶναι ἀδύνατος
καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κάνη. Δὲν εἶναι κασμᾶς οὔτε βαριά2, γιὰ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὰ
σηκώση, ἐπειδὴ τρέμουν τὰ χέρια του. Δὲν τὸ βλέπω δύσκολο, τὸ νὰ τὰ παίρνουμε ὅλα
δεξιά. Γιατί νὰ ἐξετάσω λ.χ. τὴν ἰδιοτροπία τοῦ ἄλλου; Μπορεῖ στὴν
πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ κάνει νὰ μὴν εἶναι ἰδιοτροπία, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνη ἐπίτηδες,
γιὰ νὰ ταπεινωθῆ.
–
Γέροντα, ἀνησυχῶ, γιατὶ ὅλο ἀριστερὰ
δουλεύω. Ἀγωνίζομαι, ἀλλὰ δὲν
μπορῶ νὰ γυρίσω δεξιά.
– Τὸ νὰ ἀναγνωρίζης ποιοί λογισμοὶ δὲν εἶναι
καθαροί, νὰ ἀνησυχῆς καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ τοὺς ἀπομακρύνης, καὶ αὐτὸ εἶναι
πρόοδος. Ἂν θέλης νὰ προκόψης, ὅταν ὁ πονηρὸς σοῦ ἐπιτίθεται μὲ ἀριστεροὺς
λογισμοὺς καὶ σὲ τραβάη πρὸς τὸ μέρος του, στρίψε μὲ δύναμη ἀντίθετα τὸ τιμόνι
καὶ ἀγνόησέ τον. Νὰ προσπαθήσης νὰ φέρνης καλοὺς λογισμοὺς καὶ γιὰ τὶς
μικρότερες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς μεγαλύτερες ἀδελφές, οἱ ὁποῖες κάνουν
ἐσωτερικὴ ἐργασία ἀθόρυβα,
γιατὶ τὸ ταγκαλάκι
σοῦ χαλάει τὸν λογισμό, γιὰ νὰ καθυστερήση τὴν πνευματική σου πρόοδο. Ἐὰν
δὲν σκάλωνες στοὺς λογισμούς σου, θὰ εἶχες κάνει ἅλματα πνευματικά. Ὅλη ἡ
πνευματικὴ ζωὴ στὸν λογισμὸ βασίζεται. Ἡ πρόοδος στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν
λογισμὸ ἐξαρτᾶται.
– Γέροντα, πῶς θὰ βοηθηθῶ στὸν ἀγώνα κατὰ
τῶν ἀριστερῶν λογισμῶν;
–
Μὲ τὴν ἐγρήγορση
καὶ τὴν ἀδιάλειπτη
προσευχή. Ἂν βρίσκεσαι
σὲ
ἐγρήγορση, προσέχεις καὶ φέρνεις καλοὺς
λογισμούς. Π.χ. βλέπεις ἕνα ποτήρι καὶ σκέφτεσαι τὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὸν Μυστικὸ
Δεῖπνο, τὸν Χριστὸ κ.λπ. Ἐνῶ, ἂν δὲν βρίσκεσαι σὲ ἐγρήγορση, μπορεῖ ὁ νοῦς σου
νὰ πάη σὲ διάφορα μὴ πνευματικὰ πράγματα ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ἐλεεινά. Γι᾿ αὐτὸ
προσπάθησε νὰ μὴ μαζεύης σαβούρα λογισμῶν καὶ ὕστερα παλεύης νὰ τοὺς διώξης. Νὰ
λὲς τὴν εὐχὴ καὶ νὰ συγκεντρώνεσαι. Καὶ ἂν φεύγη ὁ νοῦς σου, πάλι νὰ τὸν ἐπαναφέρης
καὶ συνέχεια νὰ κάνης τὸ ἴδιο. Μὴν ἀφήνης τὸν νοῦ σου νὰ γυρίζη. Γιατί, ἀκόμη
κι ἂν ὁ νοῦς δὲν βρίσκεται πάντοτε σὲ ἄσχημα πράγματα ἀλλὰ σὲ οὐδέτερα, ὡστόσο
καὶ αὐτὰ τὸν ἐξουδετερώνουν μὲ τὸν περισπασμό, καὶ γίνεται σπατάλη. Οἱ λογισμοὶ
μάλιστα ποὺ
δημιουργεῖ
ὁ περισπασμὸς εἶναι
πιὸ ὕπουλοι ἀπὸ τοὺς κακούς,
ἐπειδὴ δὲν τοὺς
καταλαβαίνουμε, γιὰ νὰ τοὺς πετάξουμε.
– Γέροντα, ὁ λογισμὸς μοῦ λέει: «Δὲν ἔκανες
καμμιὰ προκοπὴ τόσα χρόνια ποὺ εἶσαι στὸ μοναστήρι».
– Γιά νὰ ἀκούσω, τί ἄλλο σοῦ λέει ὁ
λογισμός; Ὅπως ἔχω καταλάβει, ἀκοῦτε πολὺ τὸ ταγκαλάκι. Τί ξεγέλασμα σᾶς κάνει!
Γιατί πιστεύετε στὸ ταγκαλάκι; Γιατί ζαλίζεσθε; Εἰρήνευε. Στενοχωριέσαι ἄδικα
καὶ ταλαιπωρεῖσαι χωρὶς λόγο. Σοῦ παρουσιάζει τὸ ταγκαλάκι τὰ πράγματα
μπερδεμένα, σὰν τὸν φακίρη. Σὲ ζαλίζει μὲ λογισμοὺς ἀπαισιοδοξίας, γιὰ νὰ σοῦ
τρώη τὴν ὥρα καὶ νὰ σὲ περισπᾶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσοχὴ στὸ διακόνημα. Ἔστω
καὶ λίγο ἂν σὲ ζαλίση καὶ σὲ κάνη νὰ μὴν ἔχης διάθεση νὰ τὸ πολεμήσης, καὶ
μόνον αὐτὸ εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ λάβη τὴν προαγωγή του. Προσπάθησε, ὅταν ἐργάζεσαι
μόνη σου, νὰ ἔχης τὸ ἑξῆς τυπικό: Ψαλτική, δοξολογία, εὐχὴ νοερὰ ἢ δυνατά, ὥστε
νὰ ἀποφεύγης τὴν μουρμούρα τῶν λογισμῶν, δηλαδὴ νὰ ἀλλάζης θέμα. Ἀφοῦ ὁ
διάβολος ἀλλάζει θέμα, γιατί νὰ μὴν ἀλλάξουμε κι ἐμεῖς; Σᾶς ἔχω πεῖ καὶ ἄλλη
φορὰ ὅτι ἐπάνω σὲ κάποια συζήτηση, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶναι νὰ πῶ στὸν ἄλλον αὐτὸ
ποὺ θὰ τὸν βοηθήση, ἔρχεται κάποιος καὶ διακόπτει ἢ γίνεται κάποιος θόρυβος
κ.λπ., γιὰ νὰ ἀναγκασθῶ νὰ σταματήσω. Ἀφοῦ ὁ πειρασμὸς κάνει τέτοια σχέδια,
γιατί νὰ μὴν κάνουμε κι ἐμεῖς σχέδια στὸν πειρασμό; Νὰ εἶστε ἔξυπνες, νὰ
κοροϊδεύετε τὸ ταγκαλάκι.
– Γέροντα, μὲ ταλαιπωρεῖ ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία...
Περνῶ μαρτύριο.
– Μαρτύριο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτύριο!... Ἐσὺ ἔχεις
αὐτοπεποίθηση. Σοῦ ἔχουν γίνει κατάσταση οἱ ἀριστεροὶ λογισμοί, γι᾿ αὐτὸ
παιδεύεσαι. Ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ δεξιοὺς λογισμούς. Πρέπει νὰ μετατρέψης τὶς πονηρὲς
μηχανὲς τοῦ... ἐργοστασίου σου σὲ καλὲς μηχανές. Ἡ καλύτερη ἐπιχείρηση εἶναι νὰ
φτιάξη ὁ ἄνθρωπος ἕνα ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Τότε, ἀκόμη καὶ τὰ ἄσχημα θὰ τὰ
φτιάχνη ὁ νοῦς του καλά. Π.χ. ἕναν ἄνθρωπο, ἂν τὸν δῆς σὰν ψυχή, σὰν ἄγγελο, ἀνεβαίνεις
ἀγγελικὰ στὸν Οὐρανὸ καὶ ἡ ζωή σου εἶναι πανηγύρι. Ἂν τὸν δῆς σαρκικά, κατεβαίνεις
στὴν κόλαση.
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, ὅταν βάζω ἕναν
καλὸ λογισμό, σὲ λίγο μοῦ ἔρχεται
ἕνας ἀριστερὸς λογισμὸς καὶ μοῦ τὰ χαλάει ὅλα.
Μήπως δὲν τὸ κάνω ἀπὸ τὴν καρδιά μου;
– Σκοπὸς εἶναι νὰ τὸ κάνης ἀπὸ τὴν καρδιά
σου καί, ἂν σοῦ ἔρθη ἀριστερὸς λογισμός, νὰ πῆς: «Αὐτὸς εἶναι ἀλλότριος. Πρέπει
νὰ τὸν διώξω. Τώρα ὑπέγραψα· πάει, τέλειωσε».
– Ὅταν, Γέροντα, μὲ ἀγώνα ἔχω διώξει ἕναν ἀριστερὸ
λογισμό, πῶς γίνεται καὶ
ἐπανέρχεται, ἀφοῦ τελείωσε τὸ θέμα;
– Ναί, τὸ θέμα τελείωσε, ἀλλὰ τὸ ταγκαλάκι
δὲν τελείωσε. Δὲν πεθαίνει ὁ
διάβολος ποτέ. Ἔλεγε ἕνα γεροντάκι: «Ὁ
σκύλος, μιὰ-δυὸ κλωτσιὲς ἂν τοῦ δώσης, φεύγει. Ὁ διάβολος δὲν φεύγει· ἐπιμένει.
Ἐκεῖ-ἐκεῖ! Ἀνάβω ἕνα κερὶ στοὺς Ἁγίους τοῦ Κελλιοῦ, γιὰ νὰ φύγη, καὶ μοῦ λένε οἱ
δαίμονες: "Γιὰ μᾶς τὸ ἄναψες τὸ κερί;". "Βρέ, σαβούρα, ποῦ γιὰ σᾶς;
Γιὰ τοὺς Ἁγίους τὸ ἄναψα". "Ναί, ὅμως ἐμεῖς σὲ ἀναγκάσαμε", μοῦ
λένε».
–
Γέροντα, ὅταν συμβαίνη
κάτι δυσάρεστο σὲ
κάποιον καὶ ἀρχίζη
νὰ λέη:
«γιατί, Θεέ μου, νὰ μοῦ συμβῆ καὶ αὐτό;»,
αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος βοηθιέται;
– Πῶς νὰ βοηθηθῆ! Ἡ βάση εἶναι νὰ τὰ ἑρμηνεύη
ὁ ἄνθρωπος ὅλα μὲ καλὸ
λογισμό·
μόνον τότε ὠφελεῖται.
Εἶναι μερικοὶ ποὺ ἔχουν καλὴ
μηχανή, πολλὲς
προϋποθέσεις γιὰ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ τὸ
τιμόνι τους ἔχει λάθος κατεύθυνση. Ἂν
γυρίσουν τὸ τιμόνι στὴν κατεύθυνση τῶν καλῶν
λογισμῶν, προχωροῦν μετὰ στὴν
σωστὴ κατεύθυνση σταθερά.
Ἡ καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν
– Γέροντα, οἱ καλοὶ λογισμοὶ ἔρχονται
μόνοι τους ἢ πρέπει νὰ τοὺς καλλιεργῶ;
–
Πρέπει νὰ τοὺς
καλλιεργῆς. Νὰ παρακολουθῆς
τὸν ἑαυτό σου, νὰ τὸν
ἐλέγχης καὶ νὰ προσπαθῆς, ὅταν ὁ ἐχθρὸς σοῦ
φέρνη κακοὺς λογισμούς, νὰ τοὺς διώχνης καὶ νὰ τοὺς ἀντικαθιστᾶς μὲ καλοὺς
λογισμούς. Ὅταν ἀγωνίζεσαι ἔτσι, θὰ καλλιεργηθῆ ἡ διάθεσή σου καὶ θὰ γίνη καλή.
Τότε ὁ Θεός, βλέποντας τὴν καλή σου διάθεση, θὰ συγκαταβῆ καὶ θὰ σὲ βοηθήση, ὁπότε
οἱ κακοὶ λογισμοὶ δὲν θὰ βρίσκουν μέσα σου τόπο. Θὰ φεύγουν καὶ θὰ ἔχης πλέον
φυσιολογικὰ καλοὺς λογισμούς. Θὰ ἀποκτήσης μιὰ συνήθεια πρὸς τὸ καλό, θὰ ἔρθη ἡ
καλωσύνη στὴν καρδιά σου, καὶ τότε θὰ φιλοξενῆς μέσα σου τὸν Χριστό. Αὐτὸ ὅμως
δὲν γίνεται ἀπὸ τὴν μιὰ μέρα στὴν ἄλλη· χρειάζεται χρόνος καὶ συνεχὴς ἀγώνας,
γιὰ νὰ λάβη ἡ ψυχὴ τὸν στέφανο τῆς νίκης. Τότε πιὰ ὁ πόλεμος ἐξαλείφεται γιὰ
πάντα, διότι οἱ πόλεμοι εἶναι ξεσπάσματα ἐσωτερικῆς ἀκαταστασίας, ποὺ τὴν ἐκμεταλλεύονται
οἱ προπαγάνδες τῶν ἐχθρῶν.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὅσοι ἔχουν καλοὺς
λογισμούς, τὸ πέτυχαν μὲ ἀγώνα;
– Ἀνάλογα. Ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἔτσι προχωροῦν.
Ἄλλοι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ἔχουν
καλοὺς λογισμούς, ὕστερα δὲν προσέχουν καὶ ἀρχίζουν νὰ ἔχουν ἀριστερούς.
Ἄλλοι ἔχουν στὴν ἀρχὴ ἀριστεροὺς λογισμούς, ἀλλά, παρακολουθώντας τὸν ἑαυτό
τους καὶ βλέποντας πόσες φορὲς τὴν παθαίνουν, χάνουν τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό
τους καὶ μετὰ ἔχουν καλοὺς λογισμούς. Ἄλλοι
μπορεῖ
νὰ ἔχουν μισοὺς καλοὺς καὶ μισοὺς κακούς. Ἄλλοι περισσότερους καλούς, ἄλλοι
περισσότερους κακούς. Κάποιος λ.χ. ποὺ πάει νὰ γίνη καλόγερος, ἀνάλογα μὲ τὸ
περιβάλλον, μὲ τὶς συνθῆκες στὶς ὁποῖες ἔζησε, ἔχει λογισμοὺς καλοὺς καὶ
κακούς. Μπορεῖ νὰ ἔχη δέκα μέχρι εἴκοσι τοῖς ἑκατό, ἀκόμη καὶ ὀγδόντα τοῖς ἑκατό,
κακοὺς λογισμούς. Ὅταν ἀρχίση νὰ κάνη ἐσωτερικὴ ἐργασία, παρακολουθεῖ τὸν ἑαυτό
του, προσπαθεῖ νὰ διώχνη τοὺς κακοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ καλλιεργῆ τοὺς καλούς.
Συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν προσπάθεια, φθάνει μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα νὰ ἔχη
μόνον καλοὺς λογισμούς. Ἀπὸ τὸ διάστημα ποὺ εἶχε τοὺς κακοὺς λογισμοὺς στὸν
κόσμο, θὰ ἐξαρτηθῆ καὶ τὸ διάστημα ποὺ θὰ χρειασθῆ γιὰ νὰ φύγουν. Στὴν
συνέχεια, σιγὰ-σιγὰ σταματοῦν καὶ οἱ καλοὶ λογισμοὶ καὶ φθάνει σὲ ἕνα ἄδειασμα.
Τότε περνᾶ μία περίοδο ποὺ δὲν ἔχει οὔτε καλοὺς οὔτε κακοὺς λογισμούς. Αὐτὴ ἡ
φάση φέρνει καὶ κάποια ἀνησυχία στὴν ψυχὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀναρωτιέται:
«Τί συμβαίνει; Τί γίνεται τώρα; Εἶχα κακοὺς λογισμούς, ἔφυγαν· ἦρθαν καλοί.
Τώρα δὲν ἔχω οὔτε κακοὺς οὔτε καλούς». Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄδειασμα γεμίζει ὁ νοῦς
μὲ τὴν θεία Χάρη καὶ ἔρχεται ὁ θεῖος φωτισμός.
– Αὐτὸ τὸ γέμισμα, Γέροντα, πῶς εἶναι;
– Σὲ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει δεῖ τὰ ἄστρα δὲν
μπορεῖς νὰ τοῦ περιγράψης πῶς εἶναι ὁ
ἥλιος. Ἂν ἔχη δεῖ τοὐλάχιστον τὰ ἄστρα,
μπορεῖς νὰ τοῦ δώσης νὰ καταλάβη περίπου πῶς εἶναι ὁ ἥλιος.
– Γέροντα, τί βοηθάει νὰ φθάση κανεὶς σ᾿ αὐτὸ
τὸ ἄδειασμα ποὺ ἀναφέρατε;
– Ἡ πνευματικὴ μελέτη, ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ φιλότιμη
ἄσκηση. Μιὰ ψυχὴ ποὺ θὰ πάρη στὰ ζεστὰ τὸν
ἀγώνα κατὰ τῶν κακῶν λογισμῶν
μπορεῖ νὰ φθάση σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ
μιὰ ἄλλη ποὺ δὲν ἔχει σχεδὸν καθόλου κακοὺς λογισμούς. Μπορεῖ δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ
τῆς πνευματικῆς ζωῆς νὰ εἶχε ἐνενῆντα κακοὺς λογισμοὺς καὶ δέκα καλοὺς καὶ νὰ
φθάση σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχε ἐνενῆντα καλοὺς καὶ δέκα κακούς.
Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς
– Γέροντα, πῶς ἔρχεται ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ
καὶ τῆς καρδιᾶς;
– Σᾶς
ἔχω πεῖ ὅτι, γιὰ νὰ ἐξαγνισθοῦν ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ δέχεται τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς
ποὺ τοῦ φέρνει τὸ ταγκαλάκι, οὔτε ὁ ἴδιος νὰ σκέφτεται πονηρά. Νὰ προσπαθῆ νὰ
βάζη πάντα καλὸ λογισμό, νὰ μὴ σκανδαλίζεται εὔκολα καὶ νὰ βλέπη μὲ ἐπιείκεια
καὶ ἀγάπη τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων. Ὅταν πληθαίνουν οἱ καλοὶ λογισμοί, ὁ ἄνθρωπος ἐξαγνίζεται
ψυχικά, κινεῖται μὲ εὐλάβεια, εἰρηνεύει, καὶ ἡ ζωή του εἶναι Παράδεισος.
Διαφορετικά, τὰ βλέπει ὅλα μὲ καχυποψία καὶ γίνεται ἡ ζωή του κόλαση. Μόνος του
κάνει τὴν ζωή του κόλαση.
Χρειάζεται νὰ ἐργασθοῦμε γιὰ τὴν κάθαρση.
Μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὰ
χάλια μας, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ἂν δὲν
δεχώμαστε πονηροὺς λογισμοὺς καὶ οἱ ἴδιοι δὲν σκεφτώμαστε πονηρά, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι
μᾶς λένε, γιὰ ὅ,τι βλέπουμε, βάζουμε καλὸ λογισμό, θὰ καθαρίσουν ὁ νοῦς καὶ ἡ
καρδιά.Ὁ πειρασμὸς βέβαια δὲν θὰ σταματήση νὰ μᾶς στέλνη ἀπὸ κανένα πονηρὸ
τηλεγράφημα. Καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς δικούς μας λογισμούς, τοῦ διαβόλου τὰ
πειράγματα θὰ ὑπάρχουν, ἀλλὰ δὲν θὰ κολλοῦν, ἂν εἶναι καθαρὴ ἡ καρδιά.
– Γέροντα, ἡ προσευχὴ δὲν βοηθάει στὴν
κάθαρση τοῦ νοῦ;
– Δὲν φθάνει
μόνον ἡ προσευχή.
Τὸ νὰ καίη
κανεὶς κιλὰ λιβάνι,
ὅταν
προσεύχεται, ἂν ὁ νοῦς του εἶναι γεμάτος ἀπὸ
κακοὺς λογισμοὺς γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲν ὠφελεῖ. Ἀπὸ τὸν νοῦ κατεβαίνει τὸ
τηλεγράφημα στὴν καρδιὰ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο θηρίο. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἔχουμε «καρδίαν
καθαράν»3, καὶ ἡ καρδιά μας εἶναι καθαρή, ὅταν δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ περνάη ἀπὸ τὸν
νοῦ μας κακὸς λογισμὸς γιὰ τοὺς ἄλλους.
–
Γέροντα, πρῶτα φέρνει ὁ ἄνθρωπος
καλὸ λογισμὸ καὶ ὕστερα
βοηθάει ὁ
Θεός;
– Κοίταξε, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βάζη καλὸ
λογισμό, δικαιοῦται τὴν θεία
βοήθεια.
Μὲ τὸν καλὸ
λογισμὸ καθαρίζει τὴν
πονηρή του καρδιά,
διότι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται»4 ὅλα τὰ κακά, καὶ πάλι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς
καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα»5. Τὸν ἀνταμείβει μάλιστα ὁ Θεὸς γιὰ τὸν καλὸ λογισμὸ ποὺ
βάζει.
Νὰ βάζουμε ἐρωτηματικὰ στοὺς λογισμοὺς ὑπονοίας
– Γέροντα, τί βοηθάει νὰ διώχνω τοὺς
λογισμοὺς ὑπονοίας;
– Ὅλα εἶναι πάντα ἔτσι, ὅπως τὰ βλέπεις; Νὰ
βάζης πάντα ἕνα ἐρωτηματικὸ σὲ
κάθε λογισμό σου, μιὰ ποὺ ὅλα τὰ βλέπεις
συνήθως ἀριστερά, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ
κανέναν καλὸ λογισμὸ γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ
νὰ μὴν ἁμαρτάνης μὲ τὶς κρίσεις σου. Ἂν βάζης δύο ἐρωτηματικά, εἶναι πιὸ καλά. Ἂν
βάζης τρία, εἶναι ἀκόμη καλύτερα. Ἔτσι κι ἐσὺ εἰρηνεύεις καὶ ὠφελεῖσαι, ἀλλὰ καὶ
τὸν ἄλλον ὠφελεῖς. Ἀλλιῶς, μὲ τὸν ἀριστερὸ λογισμὸ νευριάζεις,
ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι, ὁπότε
βλάπτεσαι πνευματικά. Ὅταν ἀντιμετωπίζης
ὅ,τι βλέπεις μὲ καλοὺς λογισμούς, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θὰ δῆς ὅτι ὅλα ἦταν
πράγματι ἔτσι, ὅπως τὰ εἶδες μὲ καλοὺς λογισμούς. Θὰ σοῦ πῶ ἕνα περιστατικό, γιὰ
νὰ δῆς τί κάνει ὁ ἀριστερὸς λογισμός. Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας μοναχὸς καὶ
μοῦ λέει: «Ὁ Γερο-Χαράλαμπος εἶναι μάγος· ἔκανε μαγικά». «Τί λές, μωρὲ χαμένε;
Δὲν ντρέπεσαι;», τοῦ λέω. «Ναί, μοῦ λέει, τὸν εἶδα μιὰ νύχτα μὲ φεγγάρι ποὺ ἔκανε
"μ, μ, μμμ..." καὶ ἔχυνε μὲ μιὰ νταμιτζάνα κάτι μέσα στὰ κλαδιά». Πάω
μιὰ μέρα καὶ βρίσκω τὸν Γερο-Χαράλαμπο. «Τί γίνεται, Γερο-Χαράλαμπε; τοῦ λέω. Πῶς
τὰ περνᾶς; Τί κάνεις; Κάποιος σὲ εἶδε ποὺ ἔρριχνες ἐκεῖ μέσα στὰ βάτα κάτι μὲ
μιὰ νταμιτζάνα καὶ ἔκανες "μ, μ, μμμ..."». «Ἦταν κάτι κρίνα μέσα στὰ
ρουμάνια, μοῦ λέει, καὶ πῆγα νὰ τὰ ποτίσω. Ἔλεγα "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!"
καὶ ἔρριχνα λίγο νερὸ στὸ ἕνα κρίνο· "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!" καὶ ἔρριχνα
λίγο νερὸ στὸ ἄλλο... Γέμιζα πάλι τὴν νταμιτζάνα, ξαναέρριχνα». Βλέπεις; Καὶ ὁ ἄλλος
τὸν πέρασε γιὰ μάγο!
Βλέπω, μερικοὶ κοσμικοὶ τί καλοὺς λογισμοὺς
ποὺ ἔχουν! Ἐνῶ ἄλλοι, οἱ καημένοι, πόσο βασανίζονται μὲ πράγματα ποὺ οὔτε κἂν ὑπάρχουν,
ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ πειρασμὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ σκεφθῆ! Μιὰ φορά, ὅταν ἔβρεξε μετὰ ἀπὸ
μεγάλη ἀνομβρία, ἔνιωσα τέτοια εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό, ποὺ καθόμουν μέσα στὸ
Καλύβι καὶ ἔλεγα συνέχεια: «Σ᾿ εὐχαριστῶ ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ
μου». Ἔξω, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἦταν ἕνας κοσμικὸς καὶ μὲ ἄκουσε. Ὅταν μὲ εἶδε
μετά, μοῦ εἶπε:
«Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Ἄκουσα νὰ λὲς
"ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια" καὶ εἶπα "τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει ὁ
πατὴρ Παΐσιος;"». Τί νὰ τοῦ ἔλεγα; Ἐγὼ ἐννοοῦσα εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν
βροχή, καὶ αὐτὸς
νόμιζε ὅτι μετροῦσα
χρήματα. Καὶ ἂν ἦταν
κανένας ἄλλος, θὰ μποροῦσε νὰ ἔρθη νὰ μὲ ληστέψη τὸ βράδυ, νὰ μοῦ δώση καὶ ἕνα
γερὸ ξύλο, καὶ τελικὰ δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε. Μιὰ ἄλλη φορὰ εἶχε ἔρθει κάποιος
ποὺ εἶχε ἄρρωστο παιδί. Τὸν πῆρα νὰ τὸν δῶ μέσα στὸ ἐκκλησάκι. Ὅταν ἄκουσα τὸ
πρόβλημά του, τοῦ εἶπα, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω: «Κάτι πρέπει νὰ κάνης κι ἐσύ, γιὰ νὰ
βοηθηθῆ τὸ παιδί σου. Μετάνοιες δὲν κάνεις, νηστεία δὲν κάνεις, χρήματα δὲν ἔχεις,
γιὰ νὰ κάνης ἐλεημοσύνες, πὲς στὸν Θεό: "Θεέ μου, δὲν ἔχω κανένα καλὸ νὰ θυσιάσω
γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ μου, θὰ προσπαθήσω τοὐλάχιστον νὰ κόψω τὸ
τσιγάρο"». Ὁ καημένος συγκινήθηκε καὶ μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τὸ κάνη. Πῆγα
νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴν πόρτα, γιὰ νὰ φύγη, καὶ ἐκεῖνος ἄφησε τὸ τσακμάκι καὶ τὰ
τσιγάρα μέσα στὸ ἐκκλησάκι, κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ δὲν τὸ
πρόσεξα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν μπῆκε ἕνας νεαρὸς στὸ ἐκκλησάκι, κάτι ἤθελε νὰ μοῦ πῆ,
καὶ ὕστερα βγῆκε ἔξω καὶ κάπνιζε. Τοῦ λέω: «Παλληκάρι, δὲν κάνει νὰ καπνίζης ἐδῶ.
Πήγαινε λίγο πιὸ πέρα».
«Μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νὰ καπνίζης;»,
μοῦ λέει. Αὐτὸς εἶχε δεῖ τὸ πακέτο
μὲ τὸ τσακμάκι ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας
τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ καὶ ἔβαλε λογισμὸ ὅτι καπνίζω. Τὸν ἄφησα νὰ φύγη μὲ τὸν
λογισμό του. Καλά, καὶ ἂν κάπνιζα, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία θὰ κάπνιζα; Βλέπετε τί
εἶναι ὁ λογισμός;
– Γέροντα, ἡ ὑπόνοια, ἡ καχυποψία, πόση
ζημιὰ μπορεῖ νὰ κάνη στὴν ψυχή;
– Ἀνάλογα μὲ τὴν ὑπόνοια εἶναι καὶ ἡ
ζημιά. Ἡ καχυποψία φέρνει καχεξία.
– Πῶς θεραπεύεται;
– Μὲ καλοὺς λογισμούς.
– Γέροντα, ἂν δῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι πέφτει ἔξω
μιὰ φορά, αὐτὸ δὲν τὸν βοηθάει;
– Ἂν πέση
μιὰ φορὰ ἔξω,
τέλος πάντων· ἂν
πέση ὅμως δυὸ
φορές, θὰ
σακατευθῆ. Θέλει προσοχή, γιατὶ καὶ ἕνα τοῖς
χιλίοις νὰ μὴν εἶναι τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Ὅταν ἤμουν
στὸ Κοινόβιο, μιὰ φορὰ τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ ἕνα γεροντάκι, ὁ Γερο-Δωρόθεος,
τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τὸν εἶδε ἕνας ἀδελφὸς τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἔβαζε στὸ τηγάνι καὶ
ἔρχεται καὶ μοῦ λέει: «Νὰ δῆς, ὁ Γερο– Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο
μεγάλα!». «Μά, τοῦ λέω, ὁ Γερο– Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
τηγανίζη μπαρμπούνια». «Ναί, μοῦ λέει, τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, κάτι
μπαρμπούνια τόσα!». Ὁ Γερο-Δωρόθεος εἶχε ἔρθει δεκαπέντε χρόνων στὸ Ἅγιον Ὄρος
καὶ ἦταν σὰν μάνα. Ἂν ἔβλεπε κανένα
καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «ἔλα ἐδῶ, τοῦ ἔλεγε, ἔχω ἕνα μυστικὸ νὰ σοῦ πῶ», καὶ
τοῦ ἔδινε λίγο ταχίνι μὲ κοπανισμένα καρύδια ἢ κάτι ἄλλο. Καὶ τὰ γεροντάκια τὰ
οἰκονομοῦσε ἀνάλογα. Πάω μετὰ στὸν Γερο-Δωρόθεο καὶ τί νὰ δῶ; Κολοκυθάκια
τηγάνιζε γιὰ τὸ νοσοκομεῖο!
– Καὶ ἄν, Γέροντα, ἕνας λογισμὸς ὑπονοίας
γιὰ κάποιον βγῆ ἀληθινός;
– Καὶ ἂν μιὰ φορὰ βγῆ ἀληθινὸς ἕνας
τέτοιος λογισμός, σημαίνει ὅτι κάθε
φορὰ θὰ εἶναι ἀληθινοὶ τέτοιοι λογισμοί; Ὕστερα
ποῦ ξέρεις ἂν ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ βγῆ ἀληθινὸς ἐκεῖνος ὁ λογισμός, γιὰ νὰ δώση
πνευματικὲς ἐξετάσεις ὁ ἄλλος στὴν ταπείνωση;
Βέβαια χρειάζεται νὰ προσέχη κανεὶς νὰ μὴ
δίνη καὶ ὁ ἴδιος ἀφορμές, ὥστε ὁ
ἄλλος νὰ βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Γιὰ
νὰ βάλη λ.χ. κάποιος ἕναν ἀριστερὸ λογισμὸ γιὰ σένα, μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἔχη ἐμπάθεια,
ἀλλὰ κι ἐσὺ μπορεῖ νὰ ἔδωσες ἀφορμή. Ἄν, παρόλο ποὺ ἐσὺ πρόσεξες, ὁ ἄλλος σκεφθῆ
κάτι εἰς βάρος σου, τότε νὰ δοξάσης τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχηθῆς γιὰ ἐκεῖνον.
Συζήτηση μὲ τοὺς λογισμοὺς
– Γέροντα, ὅταν ἔρχεται ἕνας λογισμὸς ὑπερήφανος,
ὑποφέρω.
– Τὸν κρατᾶς μέσα σου;
– Ναί.
– Γιατί τὸν κρατᾶς; Νὰ τοῦ κλείνης τὴν
πόρτα. Ἅμα τὸν κρατᾶς μέσα σου, ζημία ἔχεις. Ἔρχεται ὁ λογισμὸς σὰν τὸν κλέφτη,
τοῦ ἀνοίγεις τὴν πόρτα, τὸν βάζεις μέσα, πιάνεις κουβέντα μαζί του, καὶ μετὰ ἐκεῖνος
σὲ κλέβει. Μὲ τὸν κλέφτη πιάνει κανεὶς κουβέντα; Ὄχι μόνον κουβέντα δὲν πιάνει,
ἀλλὰ κλειδώνει τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὴν μπῆ μέσα. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ μὴ συζητήσης
μαζί του, ἀλλὰ γιατί νὰ τὸν ἀφήσης νὰ περάση; Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα· δὲν λέω ὅτι
ἔχεις τέτοιους λογισμούς, ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι σοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμὸς ὅτι
μποροῦσες νὰ εἶσαι ἐσὺ Γερόντισσα. Ἐντάξει, ἦρθε ὁ λογισμός. Μόλις ἔρθη, πὲς στὸν
ἑαυτό σου: «πολὺ καλά· θέλεις νὰ εἶσαι Γερόντισσα; γίνε πρῶτα στὸν ἑαυτό σου
Γερόντισσα», ὁπότε ἀμέσως κόβεις τὴν συζήτηση. Τί, μὲ τὸν διάβολο θὰ συζητᾶμε;
Βλέπεις, ὅταν ὁ διάβολος πῆγε
νὰ πειράξη τὸν Χριστό, Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ὕπαγε
ὀπίσω μου, σατανᾶ»6. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς
εἶπε στὸν διάβολο: «ἄντε πήγαινε...», ἐμεῖς
τί νὰ συζητᾶμε;
– Γέροντα, εἶναι κακὸ νὰ συζητάω ἕναν ἀριστερὸ
λογισμό, γιὰ νὰ δῶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται;
– Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι δὲν συζητᾶς μὲ τὸν
λογισμό, ὅπως νομίζεις, ἀλλὰ μὲ τὸ ταγκαλάκι. Περνᾶς εὐχάριστα ἐκείνη τὴν ὥρα,
μετὰ ὅμως παιδεύεσαι. Νὰ μὴ συζητᾶς καθόλου τέτοιους λογισμούς. Νὰ πιάνης τὴν
χειροβομβίδα καὶ νὰ τὴν πετᾶς στὸν ἐχθρό, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσης. Ἡ χειροβομβίδα ἔχει
τὴν ἰδιότητα νὰ μὴ σκάη ἀμέσως, ἀλλὰ μετὰ δύο-τρία λεπτά. Ἔτσι καὶ ὁ ἀριστερὸς
λογισμός, ἂν τὸν διώξης ἀμέσως, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βλάψη. Ἀλλὰ ἐσὺ μερικὲς φορὲς
δὲν ἔχεις ἐγρήγορση, δὲν λὲς τὴν εὐχή, καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀμυνθῆς. Ἔρχεται τὸ
τηλεγράφημα τοῦ διαβόλου ἀπ᾿ ἔξω, τὸ παίρνεις, τὸ διαβάζεις, τὸ ξαναδιαβάζεις,
τὸ πιστεύεις καὶ τὸ περνᾶς στὸ ἀρχεῖο. Αὐτοὺς τοὺς φακέλους θὰ τοὺς παρουσιάση
τὸ ταγκαλάκι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιὰ νὰ σὲ κατηγορήση.
– Γέροντα, πότε ἡ προσβολὴ ἑνὸς ἀριστεροῦ
λογισμοῦ εἶναι πτώση;
– Ἔρχεται ὁ λογισμὸς καὶ τὸν διώχνεις ἀμέσως.
Αὐτὸ δὲν εἶναι πτώση. Ἔρχεται
καὶ τὸν συζητᾶς. Αὐτὸ εἶναι πτώση. Ἔρχεται,
τὸν δέχεσαι λίγο καὶ μετὰ τὸν διώχνεις. Αὐτὸ εἶναι μισὴ πτώση, γιατὶ καὶ τότε ἔχεις
πάθει ζημιά, ἐπειδὴ μόλυνε ὁ διάβολος τὸν νοῦ σου. Δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπες:
«Καλημέρα, τί γίνεται; Καλά; Κάθησε νὰ σὲ κεράσω. Ἄ, ὁ διάβολος εἶσαι; Φύγε
τώρα». Ἀφοῦ εἶδες ὅτι εἶναι ὁ διάβολος, γιατί τὸν ἔβαλες μέσα; Τὸν κέρασες καὶ
θὰ ξανάρθη.
Συγκατάθεση στὸν λογισμὸ
– Γιατί, Γέροντα, μοῦ περνοῦν στὸ μοναστήρι
διάφοροι κακοὶ λογισμοί, ἐνῶ στὸν κόσμο δὲν γινόταν αὐτό; Ἐγὼ τοὺς ἐπιτρέπω;
– Ὄχι, εὐλογημένη! Ἄσ᾿ τους νὰ ἔρχωνται καὶ
νὰ φεύγουν. Μήπως τὰ ἀεροπλάνα ποὺ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ σοῦ χαλοῦν τὴν ἡσυχία σὲ
ρωτοῦν; Ἔτσι καὶ αὐτοὶ οἱ λογισμοί. Μὴν ἀπελπίζεσαι. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι
κανοναρχίσματα τοῦ διαβόλου. Εἶναι σὰν τὰ διαβατάρικα πουλιὰ πού, ὅταν πετοῦν
στὸν οὐρανό, εἶναι
πολὺ ὄμορφα νὰ τὰ χαζεύης. Ἂν ὅμως κατεβοῦν
καὶ κάνουν φωλιὰ στὸ σπίτι σου,
μετὰ κάνουν πουλάκια, καὶ τὰ πουλάκια λερώνουν.
– Γιατί ὅμως, Γέροντα, νὰ μοῦ ἔρχωνται
τέτοιοι λογισμοί;
– Αὐτὴν τὴν
δουλειὰ τὴν κάνει ὁ πειρασμός.
Ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα
σου καὶ
κατακάθι· δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ κάθαρση. Ἐφόσον
ὅμως ἐσὺ δὲν τοὺς δέχεσαι, δὲν ἔχεις εὐθύνη. Ἄφησε τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν. Μὴν
τοὺς ρίχνης πολλὲς πέτρες. Γιατί, ὅσο τοὺς ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν νὰ γαυγίζουν
καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πέτρες θὰ χτίσουν μοναστήρι ἢ σπίτι, ἀνάλογα..., καὶ ὕστερα
δύσκολα νὰ τὸ γκρεμίσης.
– Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται
συγκατάθεση στοὺς λογισμούς;
– Ὅταν τοὺς πιπιλίζης σὰν καραμέλα. Νὰ
προσπαθήσης νὰ μὴν πιπιλίζης τοὺς
λογισμοὺς αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ἔξω
ζαχαρωμένοι καὶ μέσα φαρμάκι, καὶ ὕστερα ἀπελπίζεσαι. Τὸ νὰ περνοῦν λογισμοὶ
κακοὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἀνησυχητικό, γιατὶ μόνο
στοὺς Ἀγγέλους καὶ
στοὺς τελείους δὲν
περνοῦν λογισμοὶ κακοί.
Ἀνησυχητικὸ εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἰσοπεδώση
ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του καὶ
δέχεται τὰ λυκόφτερα – τὰ ταγκαλάκια. Ἐὰν
καμμιὰ φορὰ συμβῆ καὶ αὐτό, ἀμέσως
ἐξομολόγηση, καλλιέργεια τοῦ ἀεροδρομίου
καὶ φύτεμα καρποφόρων δένδρων, γιὰ νὰ γίνη ἡ καρδιὰ πάλι Παράδεισος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Πρόχειρο ὑπόγειο χαράκωμα ποὺ
προστατεύει κατὰ τὸν πόλεμο τοὺς στρατιῶτες ἀπὸ
τὶς βολὲς τοῦ πυροβολικοῦ καὶ τῆς ἀεροπορίας.
2 Τὸ βαρὺ καὶ μεγάλο σιδερένιο σφυρί.
3 Ψαλμ. 50, 12.
4 Ματθ. 15, 19.
5 Λουκ. 6, 45.
6 Λουκ. 4, 8.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου